Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Σφοδρός σκηνοθετικός κυκλώνας



Μπέρτολντ Μπρεχτ : Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν
ΜΥΘΩΔΙΑ - «Θησείο, ένα θέατρο για τις τέχνες»-



Οι τρεις θεοί που εκείνο το πρωινό επισκέφτηκαν το χωριό Σε Τσουάν για να βρουν έστω έναν καλό άνθρωπο ώστε να μην χαλάσουν το γένος των ανθρώπων, θα ‘ λεγε κανείς πως κουβαλούσαν κι ένα μεγάλο σακούλι ο καθένας με κάθε λογής θεατρικά καλούδια και τ’ άδειασαν γενναιόδωρα καταμεσής του θεατρικού χώρου του «Θησείου». Ευρήματα και εμπνεύσεις, χαρίσματα σωματικά και επιδεξιότητες, γυμνάσματα και ακροβατικά, επιτηδειότητες κάθε είδους, αστεία, κωμικά και σοβαρά φερσίματα και μιμήσεις κάθε είδους, τραγούδια και όργανα, ορχήστρα κανονική, φωνές γλυκές, δυνατές και λαρυγγισμούς, σάλτα απανωτά, σβελτάδες και χορευτικά τερτίπια, ζογκλερικά και μπουφόνικα καμώματα ότι δεν μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου, ότι μπορεί να φαντασιωθεί ένας θεατρίνος κι ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας σκηνοθέτης δαιμόνιος. Σωριάστηκαν εκεί όλα τα αγαθά της θεατρικής ονειροφαντασίας και ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί τα πήραν και τα χρησιμοποίησαν όλα. Ναι, όλα. Βέβαια ο σκηνοθέτης απαραίτητο να έχει αίσθημα και μέτρο, ένστικτο και ρυθμό, ιδέες και γονιμότητα, γράδο και μεζούρα και ζύγι για να μπορεί  να ξεδιαλύνει και να επιλέξει τι και πόσα να εφαρμόσει και σε ποιους να δώσει το ένα η το άλλο έτσι ώστε το παραμύθι να γίνει να γίνει κατανοητό και ευχάριστο αλλά και ο νους του θεατή να κρατάει τα απαραίτητα και να τα αποταμιεύει στις καταθέσεις του.

Ας παρατήσουμε όμως τις παραβολικότητες που συντονίζονται  με τα απλοϊκά αφηγήματα που η μπρεχτική τεχνοτροπία συνηθίζει κι ας μπούμε πιο σοβαρά στη διαδικασία μιας κριτικής. Πολύφερνη και πολυμήχανη η σκηνοθεσία του Νικορέση Χανιωτάκη σε βαθμό που να περνάει ο θεατής απανωτά απ’ την μιαν εντύπωση στην άλλη κι αμέσως σε μια τρίτη και σε μια τέταρτη. Το αξίωμα μην αφήνεις τον θεατή να σου ξεφύγει ούτε στιγμή, στην πλήρη και πιο σφιχτή εφαρμογή του. Δεν ήταν όμως μόνο του σκηνοθέτη το ζήτημα. Εδώ έχεις την ευκαιρία να θαυμάσεις και να εκπλαγείς  όχι μόνο  την αφομοιωτική δεινότητα των ηθοποιών αλλά με την ευρηματικότητα  που ο καθένας πρόσθετε καταφάνερα στα προστάγματα, στις υποδείξεις, στις υποδαυλίσεις πιο σωστό να πούμε, σε κάθε  νεύμα που δέχονταν. Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο δυο ή τρεις. Όλοι οι ηθοποιοί ισάξια και ισοδύναμα δεν σου αφήνουν περιθώρια να ξεχωρίσεις κάποιον για την παραμικρή έστω υπεροχή του. Τη στιγμή που παρακολουθείς τον έναν και θαυμάζεις την πολύφυλλη τεχνική του την προσοχή σου την αποσπά κάποιος άλλος κι αμέσως τρίτος και τέταρτος. Όσο κα να προσπαθείς να διακρίνεις διαφορές από τον παλιό και πολύπειρο   διαπιστώνεις πως  όλοι νέοι και νεότεροι, παλιοί και παλιότεροι εξισώνονται σε υποκριτική δεξιοσύνη και συμμετοχή. 


Η αλληλουχία των μεταμορφώσεων και η επανειλημμένη βουστρουφηδόν παρέλαση όλων γίνεται με τέτοιο ρυθμό που δύσκολα ξεχωρίζεις τα πρόσωπα και σε κανένα σημείο αυτής της διαρκούς παράτας δεν προλαβαίνεις να διακρίνεις ανεπάρκεια κανενός. Αντίθετα ο οργιώδης ρυθμός και η αέναη κίνηση, οι απροσδόκητες εναλλαγές σε κρατούν  σ’ ένα συνεχές εκθαμβωτικό αλάφιασμα. Τα περιθώρια για συναίσθημα και στοχασμό ελάχιστα και οι μπρεχτικοί προβληματισμοί, ηθικοί, ιδεολογικοί, φόρμας και τεχνικής, συνέπειας σε αισθητικό δόγμα και θεωρία, όλα σαρώνονται, συνεπαίρνονται απ’ τον χειμαρρώδη ρυθμό του θεάματος. Η αποστασιοποίηση ξεπερνάει και τον ίδιο τον εαυτό της.

Δυο λόγια για το έργο ωστόσο δεν γίνεται να αποφευχθούν έστω κι αν είναι πια κοινός τόπος και η υπόθεση και ο προβληματισμός του αφού είναι η τέταρτη η πέμπτη φορά που παρακολουθούμε την αγωνία της Σεν Τε να παραμείνει ένας καλός και πονετικός άνθρωπος, ο μόνος στο χωριό, ο μόνος στην ανθρωπότητα. Ο Μπρεχτ επιχειρεί μια ανάλυση των εναντιώσεων στην επιβίωση του καλού που όλες ανάγονται στις δομές της ανθρώπινης φύσης, στα δεδομένα της ύπαρξης. Ο συγγραφέας δοκιμάζει διάφορες παραλλαγές πάνω  στη δυνατότητα να διατηρηθεί το καλό στον κόσμο των ανθρώπων. Δεν είναι θέμα συστήματος, ούτε κοινωνικής συγκρότησης η ιδεολογικών εφαρμογών. Οι άνθρωποι ως όντα είναι φύσει και θέση και καλοί και κακοί, δοτικοί και αρπακτικοί με κοινωνικές συμπεριφορές και στάσεις σε διαρκή μεταβολή και μεταστροφή. Η διακύμανση μεταξύ ενστίκτου και αισθήματος δεν αποτελεί βάση για όποια δογματική σταθερότητα. Την σαθρότητα των δογματισμών απέναντι στην ανθρώπινη φύση την έχουν γνωρίσει πολύ καλά  πολλές θρησκείες και  πολιτικά συστήματα που κατέρρευσαν στο πέρασμα των χιλιετιών. Απόδειξη πως τόσο οι θρησκείες με τα αδυσώπητα ιερατεία, τους εκφοβισμούς και τα φραγγέλια όσο  και τα καταναγκαστικά καθεστώτα με τα σιδηρά τείχη, τους βασανισμούς και τις θανατικές καταδίκες τις έννοιες του καλού και του δικαίου δεν μπόρεσαν να τις επιβάλλουν. Αποφεύγω τις αναφορές σε μπρεχτολογικά πονήματα, παραπομπές, γνωμικά και αποσπάσματα επειδή η κριτική μου δεν γράφεται για λόγους εντυπωσιασμού της αγοράς αλλά είναι για προσωπική μου ικανοποίηση και λύτρωση. Μπορώ λοιπόν εδώ να προσθέσω, όπως έχω κι άλλες φορές τονίσει, (θυμάμαι την κριτική μου στην παράσταση του  ΘΟΚ σε σκηνοθεσία στελέχους του «Μπερλίνερ Ανσαμπλ», του Γερμανού σκηνοθέτη Ούβε Χάους) πως «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» είναι ένα έργο απολύτως αντιμαρξιστικό και η τωρινή παράσταση του Χανιωτάκη αυτό το ενίσχυσε, ενώ δεν μπορώ να ξέρω αν στόχευε στο αντίθετο.

Οι κειμενικές και σκηνοθετικές επεμβάσεις στο αρχικό μπρεχτικό κείμενο και η εικαστική συνηγορία έδωσαν στην παράσταση την πανηγυριώτικη αίσθηση μιας υπαίθριας παράτας, σαν αυτές που παραδοσιακά απ’ τα μεσαιωνικά ακόμα χρόνια συνήθιζαν οι περιοδεύοντες θίασοι, σαν αναγγελία της άφιξης τους στον τόπο που θα παρουσίαζαν το θέαμα τους. Η πρόταση είναι σαφής και απολύτως πετυχημένα εφαρμοσμένη. Αναρωτιέται ο θεατής μήπως με την επιλογή αυτής της φόρμας  ο σκηνοθέτης επιδίωξε να υπαινιχθεί  τη συνεχή προσπάθεια του καλού, το κύκλιο έπος του το ατέρμονο να επιβληθεί και να ριζώσει, μια αναζήτηση στο διηνεκές, σαν μια φρενήρη λιτανεία, μια τελετουργία επαναλαμβανόμενη με θεούς που αναζητούν το αγαθό, βραβεύουν και αξιώνουν αλλά που το ανθρώπινο υποτροπιάζει και οι θεοί ντύνονται πάλι την σκευή τους και ξαναπαίρνουν τους ανθρώπους στο κατόπι, σαν δρώμενο από κάποιο οργιαστικό μυστήριο. Σκέψεις και υποψίες που αυτόματα γεννιούνται καθώς η θυελλώδης μασκαράτα συνεπαίρνει στο πέρασμα της και τους θεατές.


Ήταν λοιπόν μια σπουδαία παράσταση παρ΄ όλα αυτά;  Και οι ηθοποιοί ήταν όπως συνάγεται  αξιοθαύμαστοι; Δεν θα το ‘λεγα ! Ούτε η παράσταση ήταν σπουδαία  και οι ηθοποιοί ήταν μεν αξιοθαύμαστοι αλλά υπερβολικοί, σε μεγάλη και δύσπεπτη δόση. Κι αυτό διότι ο σκηνοθέτης είχε μεν όλα τα καλά του θεατρικού θεού στη διάθεση του, τις εμπνεύσεις και τα  ευρήματα, το μέτρο και τη μεζούρα όμως, τα σταθμά και ζύγια, δεν τα συμβουλευόταν κι έτσι  το όλον ξέφυγε καταστρεπτικά προς την υπερβολή. Το βαγόνι παραφορτωμένο εκτροχιάστηκε μέσα σε εκκωφαντικές στριγκλιές, φωνασκίες, αναρριχήσεις, σαλταρίσματα, μετακινήσεις σκηνογραφικών κατασκευών και αψυχολόγητες μεταστροφές. Έτσι, μέσα σε μια δυσμενή αμετροέπεια το φαινόμενο σκηνικής σαγήνης, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ενώ θα μπορούσε να  είναι μια ιδανική Σεν Τε, οδηγήθηκε σε μια ιλιγγιώδη φορά που την αδίκησε και της μείωσε την επιτυχία. Φαινόταν καθαρά πως τη στιγμή που ο ρόλος πήγαινε να σχηματιστεί ένας σάλος τον διέλυε. 


Με μοναδική επιφύλαξη την υπερβολή και τον  αδιάκοπα ταχύρυθμο  ρεύμα όλοι οι ηθοποιοί ήταν αξιοθαύμαστοι σ΄ όλες τους τις μεταμορφώσεις. Σημειώνω ως ασυνήθιστο, που μόνο χαρισματικοί ηθοποιοί το πετυχαίνουν πως κάθε πρόσωπο που μετέρχονταν παρουσιαζόταν με το δικό του ιδιαίτερο ήθος. Αγόρια και κορίτσια σε υψηλή υποκριτική στάθμη. Μια βασική και ανένδοτη αντίρρηση η χρησιμοποίηση της σπουδαίας δραματικής ηθοποιού Λήδας Πρωτοψάλτη σ’ έναν ρόλο επουσιώδη, της Μι Τσου με μια ανεκδοτολογική εξέλιξη εκτός κειμένου, σαν μια συμμετοχή που κραύγαζε αμηχανία. Χωρίς ειδικούς χαρακτηρισμούς τα ονόματα των ηθοποιών της διανομής. Γεράσιμος Σκαφίδας, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Κώστας Κάππας, Μπέττυ Αποστόλου , Γιάννης Καλατζόπουλος, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Βαλέρια Δημητριάδου. Έξοχοι, πολυτάλαντοι, δεξιοτέχνες και με εντυπωσιακές σκηνικές παρουσίες. Το σκηνικό της Άννας Μαχαιριανάκη λειτουργικό στο διεξαγωγή της παράστασης και τα κοστούμια αισθητικά και ατμοσφαιρικά. Η μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου πολύ ευάκουστη,  άγγιζε και υπηρετούσε και το μπρεχτικό πνεύμα και την σκηνοθετική γραμμή. Κοντολογίς θα μπορούσαμε τώρα να  μιλάμε για σπουδαία παράσταση και να συζητάμε το έργο αν είχε μετριαστεί ο φόρτος και η σφοδρότητα του σκηνοθετικού κυκλώνα.

Γιώργος Χατζηδάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια: