Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Φιλολογικό σύμπτωμα σε θεατρική μετάλλαξη




Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου :Φιλάργυρος                                                                                Θέατρο «Αλεξάνδρεια» -



Το σύμπτωμα της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου αποτελεί φαινόμενο αποκλειστικά φιλολογικό,  συνάμα και ιστορικό της γυναικείας χειραφέτησης και κατά τη γνώμη μου καταχρηστικά εντάσσεται στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Η ενασχόληση μιας γυναίκας που γράφει είτε πεζά, είτε έμμετρα, είτε και διαλογικά πάνω σε δραματουργικά πρότυπα, τα έργα της δεν μπορούν να θεωρηθούν θεατρικά τεκμήρια αν δεν παρασταθούν στη σκηνή. Είναι αξίωμα λογικής και δεοντολογίας. Το γραπτό δεν αποκτάει ταυτότητα θεατρική παρά μόνο όταν παρασταίνεται ενώπιον θεατών η έστω εάν διαβάζεται με υποκριτικό αίσθημα ενώπιον ακροατών. Κάθε άλλη μορφή γραπτού είναι μόνο φιλολογικό περιστατικό και ανάγεται στα ενδιαφέροντα των φιλόλογων και μόνο. Ο κεντρικός ήρωας της Μαρτινέγκου παρουσιάζει πράγματι κάποια θεατρικά πανομοιότυπα, όπως τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου και τον επεξεργασμένο Εξηνταβελόνη του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων. Επιχειρείται εξ άλλου να ταυτιστεί με τον Δάρειο Ρονκάλα του «Βασιλικού» του Μάτεση. Γράφτηκαν πολλές σελίδες με ζήλο υπερβάλλοντα νομίζω, να αναγνωριστούν στον δεσποτικό πατέρα αφέντη Σέλημο  κάποια πρότυπα για να τεκμηριωθούν επιρροές και συσχετίσεις κι έτσι να πάρει το έργο και ο ήρωας του θεατρικά διαπιστευτήρια. Δεν επιθυμώ να εμπλακώ σε φιλολογικές συζητήσεις μιας και η θέση μου απέναντι στις απεραντολογίες αν δεν είναι αρνητική είναι οπωσδήποτε επιφυλακτική. Κρίνω το κάθε θεατρικό έργο μόνον όταν υπόκειται σε σκηνικούς κανόνες και απέχω των συζητήσεων επειδή γνώρισμα των φιλολογούντων είναι να περιπλέκονται και να ξεμακραίνουν από την ουσία του θέματος.


Μια παρατήρηση κατηγορηματική πάνω στις φιλολογικές διαφορές που πιθανόν να βοηθήσει στους ακροβολισμούς των μανιωδών ιχνευτών που αναζητούν  πιθανές δραματουργικές συγγένειες  ψάχνοντας ψύλλους στ΄ άχυρα, με αποτέλεσμα να  ξεφεύγουν προς άσχετες κατευθύνσεις. Σφιχτοχέρηδες πατεράδες, δεσποτικοί και αυταρχικοί και σκληροί,  πατεράδες αφέντες απέναντι στη σύζυγο και στα παιδιά τους, που ύψιστο ιδανικό τους ήταν ο πλούτος, το κέρδος, το συμφέρον τους, αυτό  ήταν ένα μοντέλο πολύ γνωστό στην επτανησιακή κοινωνία και κυρίως στη τάξη των αριστοκρατών. Το βρίσκουμε στα βιογραφικά των οικογενειών, σε πλείστες μαρτυρίες και αναφορές στην πεζογραφία, από τον Θεοτόκη μέχρι την πολύ πρόσφατα στην Ελένη Κεκροπούλου  («Αγγέλικα η Μεντενούτα» ), και στη  Μαρία Σκιαδαρέση («Το χάλκινο γένος»), σ’ όλο το επτανησιακό θέατρο από τον Μάτεση ως τον Ξενόπουλο και στο ευρωπαϊκό από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Πρόχειρο παράδειγμα το έργο του πολυπαιγμένου στον καιρό του Αύγουστου Κοτσεμπού «Πτωχεία και ανδρεία» (Μετάφραση Κωνσταντίνου Κοκκινάκη, Βιέννη 1801) που ο κεντρικός ήρωας, ο Πέτρος Αρκούδας είναι ένας τσιγκούνης και σφιχτοχέρης, πανομοιότυπο του Αρπαγκόν, του Σέλημου και του Ρονκάλα, που έχει θεοποιήσει το χρήμα. (Για την ιστορία σημειώνω πως έργο του Κοτσεμπού παίχτηκε στα 1803 στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας και πολύ φυσικό τα έργα του Γερμανού δραματουργού να κυκλοφορούσαν στον ελλαδικό χώρο και στα Επτάνησα ιδιαίτερα αφού ο Κοκκινάκης υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής του περιοδικού «Λόγιος Ερμής» που κι αυτό είχε μια σημαντική διάδοση σε κάποιους κύκλους). Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως το έργο του Κοτσεμπού αρχίζει με μια σκηνή όπου ο υπηρέτης Γιάννης ζητάει από τον αφέντη του χρήματα για να φτιάξει καινούργια ρούχα, σκηνή ανάλογη με αυτήν στο έργο της Μαρτινέγκου. Ωστόσο έχω την άποψη πως δεν χρειάστηκε η συγγραφέας μας να αναζητήσει πρότυπα σε έργα του καιρού της αφού το συγκεκριμένο θεατρικό της κραυγάζει πως είναι απολύτως αυτοβιογραφικό και πως τα καθημερινά της βιώματα είναι αυτά που καταγγέλλει. Δεν χρειάζεται να παραμείνουμε περισσότερο στα φιλολογικά αφού άλλοι αξιότεροι εμού, ειδικοί στις αναδιφήσεις και με περισσότερο ζήλο  επεξεργάστηκαν το ζήτημα τόσο διεξοδικά. Ας συγκεντρωθούμε λοιπόν στην παράσταση, πεδίο περισσότερο οικείο και θεμιτό για ελόγου μας.


Η Μαρία Φραγκή  απομόνωσε τις όποιες φιλολογικές έγνοιες περί του έργου και πολύ συνετά αντιμετώπισε τις σκηνικές ανάγκες που θα του μετάγγιζαν στο αδρανές κείμενο ζωή θεατρική και στα αναιμικά πρόσωπα σκηνική υπόσταση. Και εδώ η σκηνοθέτης πέτυχε απολύτως καθώς περιορίστηκε στα στοιχειώδη και δεν πελαγοδρόμησε σε πολύπλοκες αναζητήσεις και εφαρμογές. Αρετή πρώτη απέφυγε την πολυπλοκότητα, τη σπατάλη θεαματικών ευρημάτων και με σοφία συγκρατήθηκε στα δοκιμασμένα. Κεντραρισμένες οι σκηνές στο πολύ λιτό σκηνικό ενός μπαούλου πολλαπλών χρήσεων, τα πρόσωπα του έργου μακιγιαρισμένα με γκροτέσκο φτιασίδωμα που παρέπεμπαν στους ήρωες των κλασικών κωμωδιών, ολίγον κομμέντια ντελ άρτε, ολίγον κλοουνερί. Το κύριο όμως επίτευγμα θεωρώ πως είναι ο πολύ συγκρατημένος φωτισμός. Οι σκηνές διεξάγονταν σε χαμηλούς φωτιστικούς τόνους, σχεδόν στο ημίφως κι όταν τα πρόσωπα απομακρύνονταν από τον φωτισμένο κεντρικό κύκλο αφομοιώνονταν στο αμυδρότατα φωτισμένο, σχεδόν σκοτεινό φόντο και μεταβάλλονταν σε θαμπή και δυσδιάκριτη ταπισερί. Κι όταν έμπαιναν ξανά στη δράση ήταν σαν να ξεκολλούσαν από το σκοτάδι και υλοποιούνταν. Σ’ αυτό το σημείο είμαι υποχρεωμένος να σημειώσω πως η συμβολή της πολύπειρης και ταλαντούχας Άννας Μαχαιριανάκη θα πρέπει να ήταν καίρια και αποφασιστική στη σύλληψη όλων αυτών των αισθητικών αρετών που περιέγραψα. Μετράει ωστόσο η σκηνοθετική πρωτοβουλία που η την απαίτησε η έστω την υιοθέτησε.

Στο θέμα των ερμηνειών η σκηνοθέτης ακολούθησε την ίδια τακτική και περιόρισε την παρεμβατικότητα της. Φαίνεται πως παρενέβη μόνο για να ισορροπήσει και να συντονίσει τόνους και ρυθμούς αφήνοντας τους ηθοποιούς να εκφραστούν με την μανιέρα του ο καθένας αλλά να συγκλίνουν κατά το δυνατό. Υπολόγισε πως η σκηνική της εμπειρία ήταν μικρότερη από αυτή των τριών βασικών της υποκριτών και ενθάρρυνε τις ερμηνείες τους χωρίς να χρειαστεί να τους διδάξει. Ήταν φανερό ωστόσο πως όλη η σκηνοθεσία ήταν αποτέλεσμα μιας κάποιας αυτοσχεδιαστικής αντίληψης. Στο ρόλο του Σέλημου ο Βασίλης Βλάχος βρέθηκε στο στοιχείο του και έπλασε έναν φιλάργυρο χωρίς χαριτωμενιές και στυλιαρίσματα μολιερικά αλλά με μια απολαυστική σύνθεση δραματικού και κωμικού ήθους. Μια τραγικοκωμική φιγούρα σπάνιας μίξης. Μια πλούσια και πειστική ερμηνεία. Δεν είναι πάντα εύκολο να περιγράφεις με τα κατάλληλα επίθετα το παίξιμο των ηθοποιών, να αναλύεις τις ερμηνείες και τα υποκριτικά τερτίπια που χρησιμοποιεί ο θεατρίνος για να φτιάξει το ρόλο και τις καταστάσεις που μέσα τους κινείται. Η δουλειά του κριτικού γίνεται άχαρη και αμήχανη όταν ψάχνει να βρεί εκφράσεις για να περιγράψει την εντύπωση του. Νομίζω πως είναι εντιμότερο να γράψω πως ο Βασίλης Βλάχος έπαιξε τον ήρωα της Μαρτινέγκου όπως έπρεπε για να καταλάβουμε πως τον ήθελε η συγγραφέας να μας τον  δείξει. Κι έτσι το μνημειακό γραπτό αποκάλυψε τη σκηνική του αξία.
Η γυναίκα του Φιλάργυρου Μέλουσα βρήκε μια ιδανική ερμηνεύτρια στο πρόσωπο της Δανάης Καλαχώρα. Εδώ είναι απαραίτητο να σημειωθεί πως κατά τη γνώμη μου η συγγραφέας φόρτισε την ηρωίδα της με τους δικούς της καημούς, τα αδιέξοδα και τις απελπισίες της. Κόρη πατέρα τυραννικού, αιχμάλωτη των κοινωνικών προκαταλήψεων περνάει στην εξουσία ενός συζύγου, υποκείμενη σε όλες τις ταπεινώσεις που η ανδρική ηγεμονία την έχει καταδικάσει βρίσκοντας παρηγοριά στο πλάσιμο προσώπων που τους μεταφέρει, τους ντύνει με τις αγωνίες της. Σε κανένα σημείο του το έργο δεν έχει κωμικό ξέφωτο. Είναι έργο απελπισίας. Και μ’ αυτό το συστατικό είναι φτιαγμένη η ηρωίδα της, αντανάκλαση του εαυτού της. Η Δανάη Καλαχώρα είναι η γίνεται στην σκηνή ακριβώς αυτό. Γυναίκα πάσχουσα, κυριευμένη από μόνιμη μελαγχολία, αδύναμη μπροστά στις κατεστημένες νοοτροπίες, τραγικά καταπιεσμένη από έναν εξουσιαστή, αναίσθητο και παθολογικά φιλοχρήματο. Σωστά το χαρακτηρίζει ο φιλολογικός σχολιασμός πως πρόκειται για οικογενειακό δράμα, κατά τη γνώμη μου περισσότερο ψυχολογημένο από τον Βασιλικό. Κι εδώ προσθέτω πως τόσο ο Βλάχος με την ερμηνεία του όσο και , κυρίως αυτή, η Καλαχώρα μας έδωσαν τα κλειδιά. Σαν πολύ καλή υποκριτική δουλειά σημειώνω τη δούλα που μας παρουσίασε η Κλεοπάτρα Ροντήρη που συμπληρώνει ένα δεξιοτεχνικό τριο. Δούλα ξεσηκωμένη από τις ρωμαϊκές φάρσες η κι ακόμα παλιότερα από τα έργα της Νέας Αττικής Κωμωδίας, τα αντίστοιχα πρόσωπα της κομμέντια ντελ άρτε, του Ρουτζάντε, του Μολιέρου και του Γκολντόνι και στις πιο κοντινές ελληνικέ μονόπρακτες κωμωδίες του 19ου αιώνα, η τωρινή ερμηνεύτρια απέβαλε απολύτως μια παιδικότητα, μια γλυκίζουσα αφέλεια που ραντίζει τις ερμηνείες της και κράτησε ατόφια τα στοιχεία των κλασικών προτύπων ενισχύοντας την θεατρικότητα του πρωτόλειου κειμένου.


Άψογα κατά την γνώμη μου ερμηνεύθηκαν και οι υπόλοιποι ρόλοι. Με θεατρική αντίληψη και ασφαλώς από την συνεχή σκηνοθετική καθοδήγηση. Ο γιός Λέκαος, του Επαμεινώνδα Ματζουρέα διεκπεραιώνει πολύ πειστικά την ηθική σύνθλιψη που υφίσταται κάτω από το πέλμα του άστοργου φιλάργυρου πατέρα, μια σύγκρουση τόσο μοιραία μέσα στο έργο αλλά και τόσο συνηθισμένη στις ακρότατα πατριαρχικές κοινωνίες  πολύ γνωστές σε μας από αρκετά επτανησιακά κυρίως, συμπτώματα. Οι άλλοι ρόλοι στα πλαίσια της αισθητικής και σκηνοθετικής άποψης αποδόθηκαν άψογα από τους Τάσο Ζιάκκα και Λεονάρντο Θίμο και συνετέλεσαν αποτελεσματικά στην εντύπωση μιας σαφούς, λιτής αλλά και ευπροσήγορης συνολικής ερμηνείας. Έχω να προσθέσω πως μια μικρή αφαίρεση, ένα σφίξιμο δηλαδή, ακόμα μεγαλύτερο απ’ αυτό που έγινε στο κείμενο, η παράλειψη ας πούμε η έστω η συντόμευση δυο τριών επουσιωδών σκηνών θα ωφελούσε ακόμα περισσότερο την παράσταση. Νομίζω επίσης πως και η επιλογή των μουσικών επενδύσεων η ήταν περιττή η θα ‘πρεπε τα συνοδευτικά ακούσματα να είναι από άλλο μουσικό είδος.

Γιώργος Χατζηδάκης


Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Μακαρονάδα «πουτανέσκα» με λίγο από Πιραντέλο


Λουίτζι Πιραντέλο : Απόψε αυτοσχεδιάζουμε                                                   

Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή -


 Πρόκειται για την διαδικασία μιας δήθεν πρόβας όπου οι ηθοποιοί ως ρόλοι προβάρουν τους ρόλους τους με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και ενώπιον ενός πραγματικού κοινού, ημών των ιδίων. Είναι γνωστή η έμπνευση του Πιραντέλο να πειραματίζεται αναμιγνύοντας το πραγματικό με το πεποιημένο. Να φέρνει σε αντιπαράσταση τη ζωή με την τέχνη και να δοκιμάζει σε διάφορες δοσολογίες τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Φαντάζομαι πως θα διασκέδαζε με τα συγγραφικά του αυτά καμώματα και γι αυτό ολοένα και περισσότερο εισχωρούσε σε βαθύτερα πεδία πολλαπλασιάζοντας τα διάφορα επίπεδα και πλάνα, αναπαράγοντας την πολλαπλότητα των χαρακτήρων των ηρώων του. Αυτή η ελευθερία να παίζεις με το αληθινό και το ψεύτικο και να βάζεις τα πρόσωπα των έργων σου να αυξάνουν σε πολυκατοπτρισμούς είναι ένα συναίσθημα μεθυστικό και χωρίς υπερβολή συναρπαστικό. Οπωσδήποτε η περίπτωση του Σικελού, ελληνικής καταγωγής θεατρικού συγγραφέα, είναι μοναδική στο παγκόσμιο θέατρο. Η συνάντηση του «ενός», παράγοντα της θεατρικής σύμβασης με τον χαλκευμένο «άλλον» ενώπιον του «τρίτου» και πραγματικού και με πρωτοβουλίες ενός «τέταρτου», του μαέστρου, στην προκειμένη περίπτωση του Σκηνοθέτη. Είναι απολύτως ευδιάκριτο πως η μαγιά με την οποία ζυμώνεται αυτό το πιραντελικό παράδοξο είναι η μητέρα φάρσα, το κύτταρο του ιταλικού θεάτρου. Διότι τι άλλο παρά μια φάρσα ορθόδοξη και ατόφια είναι ο καμβάς του και μαζί πρόθεση και αφετηρία του. Είναι μια φάρσα πολυδιάστατη, μια διαδοχική σειρά από αυλαίες που είτε ανοίγουν η μια μετά την άλλη είτε ανοιγοκλείνουν όλες μαζί.


Να λοιπόν που ο Πιραντέλο είχε στο αίμα του την αίσθηση του καμποτινισμού, του παταριού της ατελανής κωμωδίας όπου ο μίμος μπαινοβγαίνει απ’ το κάμωμα στην πραγματικότητα, φορέας ενός αέναου αυτοσχεδιασμού. Δοκιμάζει στο πειραματικό εργαστήρι της θεατρικής σκηνής και με υλικό τους ήρωες  που ο ίδιος κατασκευάζει,  διαμορφώνει τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους, τα αισθήματα και τα πάθη τους και αφού τους καθορίζει ως πραγματικότητα τους βάζει να υποδύονται μια άλλη πραγματικότητα, άλλους χαρακτήρες, άλλα πάθη και άλλους εαυτούς. Συναρπαστικό εγχείρημα που μπορεί να δοκιμαστεί σε πολλές εφαρμογές και εμπνεύσεις, όπως και το πραγματοποίησε με αρκετά έργα του. Αυτό που είναι βέβαιο ωστόσο ότι το βασικό του έναυσμα είναι η φάρσα. Όπως σημειώσαμε ήδη, αυτό είναι το πρωτεϊκό στοιχείο των ανησυχιών που τον οδηγούν στις ποικιλίες των υποθέσεων που εμπνέεται. Ρίζα και πηγή του λοιπόν αναγνωρίσιμη η φάρσα το κυτταρικό είδος της μακριάς και μεγάλης διαδρομής πολλών αιώνων χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει το χρέος του απέναντι στην τραγωδία, είτε την ελληνική είτε την ρωμαϊκή. Σχετικά μάλιστα με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» εμπιστεύθηκε ο ίδιος στην Ελένη Ουράνη, την κριτικό Αλκη Θρύλο, πως πρόθεση του ήταν  να διαμορφώσει το έργο με δομή αρχαίας τραγωδίας γι αυτό και πρόσθεσε Χορό. ( Μαρτυρία Πέτρου Χάρη, στην κριτική του στη «Νέα Εστία» 1964)



Μπροστά στον θαυμασμό και στον ενθουσιασμό που μου προκαλούν
οι εμπνεύσεις του συγγραφέα παραγνωρίζω το γεγονός πως ήταν μέλος του
φασιστικού κόμματος θαυμαστής και κολλητός του Μουσολίνι. Καταλαβαίνω
πολύ καλά την κουβέντα του «Είμαι φασίστας γιατί είμαι Ιταλός». Αυτό θέλω
να πιστεύω πως κατά ένα μέρος προέρχεται από την βαθιά αίσθηση του
θεατρινισμού. Το φαινόμενο του μουσολινισμού στην Ιταλία είχε μια γερή
δόση γκροτέσκας και πομπώδους πόζας, όπου το ρεαλιστικό συγχέονταν με το
γελοίο. Φάρσα κι εδώ. Το ψευδές ως αληθινό. Ο ίδιος ο δικτάτορας με το
προτεταμένο πηγούνι και το troppo pomposo ύφος υπήρξε μια θεατρική φιγούρα
που παρέμεινε στην ιστορία σαν ο γελοιωδέστερος από τους κωμικούς ήρωες
της παγκόσμιας πολιτικής φάρσας, που δυστυχώς μετουσιώθηκε σε τραγωδία.



Ωστόσο η παράσταση του Εθνικού με το πιραντελικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» είχε πολύ λίγο απ’ αυτόν τον Πιραντέλο. Πρώτα πρώτα γιατί εκμεταλλευόμενος ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος το εύρημα του συγγραφέα αντιπαραβάλλοντας πολλές εκδοχές πραγματικότητας, χάνει το μπούσουλα και καταλήγει να εκτροχιάζεται κι αυτός και το θέαμα αποπροσανατολίζοντας απολύτως τον θεατή. Το έργο του Πιραντέλο, έστω κι αν λέγεται «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», με την τελευταία ατάκα που γράφει ο συγγραφέας του «κλειδώνει», δεν επιδέχεται καμιά τροποποίηση, καμιά παρέμβαση, καμιά προσθήκη και καμιά μεταφορά στα καθ’ ημάς διότι τότε δεν είναι το έργο του Πιραντέλο αλλά του Μαυρίκιου. Κι έτσι η παράσταση δεν είναι φώτα δεν είναι σκηνικό είναι ένα σοου για τηλεοπτική εκπομπή και μάλιστα κλειστού κυκλώματος. Εντελώς κλειστού και μόνο για τους παροικούντες. Πολύ περισσότερο αν προστεθούν τάχα αναλυτικοί μονόλογοι όπως αυτός της Ράνιας Οικονομίδου με τους αστεϊσμούς περί επιπέδων, οι αναφορές και διηγήσεις των δικών μας ηθοποιών από τις αναμνήσεις τους από άλλους ρόλους, η συγκινητική δήλωση του Γιάννη Βογιατζή πως είναι 92 χρόνων και επιθυμεί να πεθάνει στο σανίδι, παρεμβολές ανεκδοτολογικές πολλές, οι αναμνήσεις της Λυδίας Φωτοπούλου από άλλη συνεργασία της πριν 30 χρόνια με τον τωρινό σκηνοθέτη, ο πρόλογος του σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιου που παίζει και τον ρόλο του σκηνοθέτη στο έργο, με το κείμενο του Χατζιδάκι «Η παράσταση δεν είναι φώτα δεν είναι σκηνικό είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ» και μια σειρά από δικά μας νοσταλγικά, αγαπημένα, ευαίσθητα αλλά αλλότρια ως προς το οριστικά και στέρεα δομημένο έργο του πρωτογενούς δημιουργήματος. Να προσθέσουμε, τις αδικαιολόγητες απανωτές προβολές, τις άσχετες ατάκες και την ένθεση προσώπων από άλλα έργα, τους μιλιταριστικούς υπαινιγμούς με τους φασίστες (;) να μπουκάρουν δυο και τρεις φορές μέσα στην αίθουσα, ένστολοι μελανοχίτωνες απειλητικοί με τους φακούς να αναζητούν ύποπτους ανάμεσα στους θεατές, τους φασιστικούς χαιρετισμούς με σηκωμένα τα χέρια και τεταμένη την παλάμη σαν φευγαλέο φινάλε στις χορευτικές φιγούρες των αγοριών, η φαιά μπέρτα που φοριέται στο παιδάκι (με ποιόν συμβολισμό άραγε;).



Και, προς θεού, να μη λησμονηθεί το γελοίο, θλιβερό και κακόγουστο, με μια παράταιρη γκέϊ αντίληψη της εμφάνισης του Νίκου Καραθάνου ως drag queen με πλερέζα, σε γιγαντοπροβολή, να τραγουδάει (αλίμονο) το εμβληματικό τραγούδι του Μάνου «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Θρίαμβος του χυδαίου. Οι ακατανόητες παρελάσεις γλυπτών συμπλεγμάτων τι λόγο είχαν; Η αλληλουχία των τραμπουκέτων που ανεβοκατέβαιναν και βαγονέτων που πηγαινοέρχονταν αλλεπάλληλα, όλα αυτά σάστιζαν τον θεατή, όχι τον αμύητο αλλά και τον έμπειρο, και να τον έκαναν να αναρωτιέται τι είδους θέαμα παρακολουθεί, τι είναι όλα αυτά που συμβαίνουν και τι έννοια έχουν αυτά που λέγονται. Κοντολογίς ο θρίαμβος του αλλοπρόσαλλου. Ευτυχώς που έσπευσαν οι καλοπρόθετες κριτικές των επαϊόντων να εξηγήσουν στον αδαή κοσμάκη πως αυτό που είδε ήταν ένα αριστούργημα. Ομολογούν ομόφωνα πως είδαν έναν θρίαμβο. Άντε εσύ μετά να πείσεις πως δεν είσαι ελέφαντας.

Είναι αλήθεια πως από ένα σημείο και πέρα το θέαμα στρώνει. Ηρεμεί κάθε έξαλλο και παράταιρο «εύρημα» και το θέατρο ξαναβρίσκει τον εαυτό του και ο σκηνοθέτης το ίδιο. Παίζεται κανονικά, δηλαδή θεατρικά η σκηνή από το διήγημα «Αντίο Λεονόρα» του ίδιου του Πιραντέλο, όπως προβλεπόταν από το παράδοξο δραματούργημα του και ο θεατής μπορεί να χαρεί γνήσιες θεατρικές ερμηνείες που παρηγορούν λίγο για τα προηγούμενα αρνητικά και αποπροσανατολιστικά. Σημειώστε την πάντα έξοχη Γιούλικα Σκαφιδά, τον Αλέξανδρο Βάρθη και την Λιλή Νταλανίκα που τραγούδησε εξαγνιστικά το Μαντολίνο του Μάνου Χατζιδάκι. Σταθερή, πολύτιμη η ονειρική και σοφή παρουσία του ίδιου και της μουσικής του ευτυχώς στο μεγαλύτερο μέρος του μαυρίκιου συμπιλήματος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Ελλάς Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών - Έρευνα

 
Τα ονόματα των 128                                   


πρώτων θεατρικών Κριτικών -


Μια έρευνα στο πλατύ πέλαγος του διαδικτύου και σε νερά ανεξερεύνητα, για τον σχηματισμό μιας κάποιας εικόνας από την πλημμυρίδα θεατρικών κριτικών. Με την πρόθεση η έρευνα μου να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής, οπωσδήποτε όμως ερασιτεχνική στη μεθόδευση της, εντόπισε ως αυτή την ώρα εκατόν είκοσι οκτώ άτομα και των δυο φύλων, διαφόρων ηλικιών και ειδικοτήτων, που επιδίδονται στην κριτική θεατρικών παραστάσεων με την αξίωση του ειδήμονα δημοσιεύοντας τις απόψεις τους σε έντυπα αλλά κυρίως σε ιντερνετικούς τόπους.

Η έρευνα μου συνεχίζεται. Σημειώνω πως μερικοί απ’ όσους συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο, πέντε περίπου, βρίσκονται σε προσωρινή αδράνεια ενώ υπάρχουν πολλοί που αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα αναρτώντας δυο και τρεις κριτικές εβδομαδιαίως. Δεν καταγράφονται στον κατάλογο πρόσωπα δέκα περίπου, που δεν τους θεώρησα συστηματικούς κριτικούς αλλά ευκαιριακούς. Θα τους συμπεριλάβω με όσους άλλους εντοπίσω είτε στον γενικό κατάλογο είτε σε ιδιαίτερη κατηγορία. Ωστόσο το σύνηθες για τους περισσότερους είναι μια κριτική την εβδομάδα. Σημειώνω επίσης που συγκεντρώνω όσα σχόλια, μελέτες η έρευνες, είτε επιστημονικής πρόθεσης είτε δημοσιογραφικής.

Ολόκληρο το Αφιέρωμα για την σημερινή κατάσταση της κριτικής στην Ελλάδα, με τα ονόματα και τις ιδιότητες των ατόμων που ασκούν κριτική και τα διάφορα σχετικά κείμενα, πρακτικά συνεδρίων η πανεπιστημιακές εργασίες, θα δημοσιευθεί στο τεύχος του Μαρτίου του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου"


Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Βαρβάρα Αδαμοπούλου, Ελένη Αναγνωστοπούλου, Λουίζα Αρκουμανέα, Στέλιος Αντωνιάδης, Γιάννης Αγουρίδης, Μάνια Βορεάκου, Μαρία Βρέντζου, Ζωή Βερβεροπούλου, Ρούλα Βαθίστα, Γιώργος Βουδίκλαρης, Δημήτρης Βαρβαρήγος, Ιωάννα Βαρδαλαχάνη, Χριστίνα Γεωργιάδη, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Σταμάτης Γαργαλιάνος, Ιλειάνα Δημάδη, Κατερίνα Διακουμοπούλου, Γεωργία Δρακάκη, Βασιλική Δρίβα, Μαρία Δουκάκη, Σοφία Ευτυχιάδου, Σόνια Ηλιαρέιζη , Μαρίκα Θωμαδάκη, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Ευθύμιος Ιωαννίδης, Βιολέττα - Ειρήνη Κοτσομπού, Νεκτάριος Κωνσταντινίδης, Ντίνα Καρρά, Δηώ Καγγελάρη, Ματίνα Καλτάκη, Τώνια Καράογλου, Άννυ Κολτσιδοπούλου, Σμαρώ Κώτσια, Μαρία Καστανάρα, Μαρία Κυριάκη, Μαριάνθη Κουνιά, Μαρία Καραμάνη, Χριστίνα Κόκκοτα, Βασίλης Κοκκώνης, Χαρά Κιούση, Ρένα Κατσαρού, Γιάννης Καραμπίτσος, Μαρία Κρύου, Φωτεινή Λαμπρίδη, Ιωάννης Λάζιος, Ιωάννα Λιούτσια, Παύλος Λεμοντζής, Θοδωρής Λινάρδος, Μυρτώ Λοβέρδου, Μαρία Μαρή, Παναγιώτης Μακρής, Μαρία - Στέλλα Μπινίκου, Γιάννης Μπαχάς, Αγγέλα Μάντζιου, Σωτηρία Ματζίρη, Ειρήνη Μουντράκη, Ερριέττα Μπελέκου, Κωνσταντίνος Μπούρας, Βασίλης Μπουζιώτης , Αγγελική Μπάτσου, Ιωάννα Μπλάτσου, Νίκος Μπατσικανής , Αγγελική Μπαλούτσου, Αναστάσιος Νέστορας, Βασίλης Νάτσιος, Θανάσης Ξάνθος, Γεωργία Οικονόμου, Κωνσταντίνος Πλατής, Χριστίνα Πανταζή, Ιώ Πετράκη, Γιώργος Παπαγιαννάκης, Σάββας Πατσαλίδης, Ελένη Πετάση, Γιώργος Πεφάνης, Μαριλένα Πονηράκη, Εύη Προύσαλη, Λέανδρος Πολενάκης , Κωνσταντίνος Πλατής, Βικτωρία Πέππα, Λίλα Παπαπάσχου, Αναστάσιος Πινακουλάκης, Μυρτώ Ραΐς, Ελευθερία Ράπτου, Βαγγέλης Ραυτόπουλος, Γιώργος Ρούσκας, Κορνήλιος Ρουσάκης, Ελπίδα Ροΐδου, Ευγενία Σάλτα, Όλγα Σελλά, Σοφία Σιμελιτίδου, Δανάη Σιώπαση, Ισαάκ Σούσης, Γιώργος Σαμπατακάκης, Γιώργος Σαρηγιάννης, Κάτια Σωτηρίου, Κωνσταντίνος Καράμπελας - Σγούρδας, Ζωή Τόλη, Λυδία Τριγώνη, Αλεξάνδρα Τσουκάτου, Άσπα Τόρνου, Στέφανος Τσάκατος, Δημήτρης Τσατσούλης, Γιάννα Τσόκου, Μαρώ Τριανταφύλλου, Μιχάλης Ταμπούκας, Δήμητρα Τσαούση, Άντζελα Υζεϊράϊ, Μαριλένα Φρουζάκη, Καλλιόπη Τσόγκα - Φλέσσα, Γιάννης Φραγκούλης, Μαντώ Χατζή, Κατερίνα Χάσκα, Γιώργος Χατζηδάκης, Πηνελόπη Χατζηδημητρίου, Στέλλα Χαραμή, Στησίχωρος Χερσικράτης, Γιώργος Χριστόπουλος, Διονύσης Χριστόπουλος.