Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Πάπισσα Ιωάννα


Η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη στο θέατρο «Θεμέλιο»
Η επιλογή της «Πάπισσας Ιωάννας» του Ροΐδη για θεατροποίηση, είναι εύστοχη κατά κύριο λόγο για την αιρετικότητα που εκφράζει, τον σαρκασμό προς τα ιερατεία κάθε είδους, θρησκείας και δόγματος, τόσο απαραίτητο μήνυμα για την υποκρισία της εξουσίας και τις πρακτικές συγκάλυψης. Επίκαιρο, επικαιρότατο. Είναι σημαντική η επιλογή επίσης για την φιλολογική της αξία, την γλωσσική της ιδιαιτερότητα και την προβολή ενός απ’ τους πολυγραφότερους λογοτέχνες που υπήρξε ταυτόχρονα και τολμηρός σατιρικός αλλά και οξυδερκής κριτικός. Στο πλαίσιο του ιδεολογήματος «Τι είναι η πατρίδα μας», που έχουμε αναφερθεί ήδη η επιλογή του έργου του Ροΐδη είναι καίρια και πολύτιμη. Είναι σπουδαίο να γνωρίζουν όσοι δεν έτυχε να τον συναντήσουν στην διαδρομή τον Ροΐδη και ως πολέμιο του επιτηδευμένου ρομαντισμού και ως εκ τούτου διαμορφωτή της λογοτεχνίας του καιρού του. Ας μην επεκταθούμε περισσότερο στις λογοτεχνικές αρετές του έργου και του συγγραφέα επειδή οι αρετές της θεατρικής του μετάπλασης είναι απευθείας σχετιζόμενες με το αντικείμενό μας αλλά και επειδή είναι μεγαλύτερες. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο “Θεμέλιο” έχει τη σφραγίδα μιας προσωπικής δημιουργίας. Αυτή η ιδιαίτερη ποιητικότητα, ο μαγικός σχηματισμός και μετασχηματισμός σκηνών και εικόνων που αισθάνεσαι να γεννιούνται απροσδόκητα και να αλλάζουν, η ευφάνταστη αλληλουχία στη διεξαγωγή, οι μεταμορφώσεις των προσώπων και των χώρων, οι ρέουσες κινήσεις που εξελίσσονται σε αρμονικές διατάξεις σωμάτων και μελών, όλα αυτά μαζί με τους ήχους, τις μουσικές και τις φωνές, με τα ημιτόνια των φώτων και των σκιάσεων, είναι τα χαρακτηριστικά της Ιουλίας Σιάμου. Είναι αυτά που τα πρωτόδαμε στο «Αμάρτημα της μητρός μου» πριν από χρόνια, τα ξανασυνατήσαμε στα «Αργοναυτικά», στο προπέρσινο «Κερένια Κούκλα» για να τα ξαναβρούμε τώρα σε μια ολοκληρωμένη και στέρεη άποψη. Δεν έχει κανένα νόημα να αναφερθούμε στις ενδιάμεσες λαθεμένες περιπλανήσεις της κι ίσως μπορούμε να θεωρήσουμε την παραπλανημένη διαδρομή της εμπειρίες απαραίτητες που οδήγησαν στο τωρινό αποτέλεσμα. Έτσι, με τρόπο που δεν μπορείς να τον πεις ελλειπτικό, ούτε όμως και ρεαλιστικό, ο σαρκασμός του Ροΐδη ξετυλίγει την ιστορία της Ιωάννας (που έμελλε να είναι μια πρώιμη μεταμορφώτρια -τρανσέξουαλ) στα στενά σοκάκια του μεσαιωνικού μυστικισμού και των αλλεπάλληλων δογματικών παλινωδιών και μετατοπίσεων μέχρι που φτάνει να γίνει Πάπας. Τι κορυφαία σάτιρα της υποκρισίας, του ημίφωτος των διαδρόμων της εξουσίας, της σαθρότητας της μεγαλοσχημοσύνης. Τι υπονομευτικός υπαινιγμός για την εκκλησία, τις εκκλησίες και τα ιερατεία εν γένει. Και πόσο ενίσχυε τον καγχασμό και την ειρωνεία η καθαρεύουσα σαν μια συνεχής υπογράμμιση… Χωρίς κανέναν δισταγμό μπορώ να τονίσω πως για όλους τους λόγους που ανεβαίνει μια θεατρική παράσταση, για κάθε αιτία μικρή και μεγάλη, η Πάπισσα Ιωάννα είναι μια εξαιρετική θεατρική προσφορά. Και εδώ χωράνε δυο λόγια για τη σημασία του περιεχομένου ενός θεατρικού κειμένου, η ενός λογοτεχνικού που θεατροποιείται. Το θέατρο ακόμα και κατά την αριστοτελική ρήση είναι η προβολή μιας μεγάλης και σπουδαίας πράξης, ενός γεγονότος, που έχει αξία παιδευτική, υποδειγματική, μια πρόταση κριτικής ερμηνείας του κόσμου. Είναι απαράδεκτο να γίνεται θέατρο χωρίς νόημα και στόχο, θέατρο κενό και ανούσιο, θέατρο για πλάκα. Το θέατρο πρέπει να αποτελεί μαρτυρία και καταγραφή της εποχής του, να είναι ένα χρονικό που θα πληροφορήσει το μέλλον για τους ανθρώπους, τα ήθη και τις συγκρούσεις τους. Πολύτιμα στοιχεία περιέχει και η σάτιρα και το αστείο και το κωμικό κάμωμα. Μέσα απ’ όλα το θέατρο διατηρεί και μεταδίδει τις πληροφορίες για την εποχή του. Αρκεί οι πληροφορίες να είναι γνήσιες και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες αυθεντικοί, διότι ειδ’ άλλως μεταδίδουμε στους σύγχρονούς και στους μελλοντικούς πληροφορίες πλαστές, νόθες και παραπλανητικές. ‘Όλα τα επί μέρους στοιχεία που σφιχτοπλέχτηκαν για να προκύψει η καλή παράσταση, αξιοποιήθηκαν άριστα ώστε να μας αφηγηθεί σκηνικά η Ιουλία Σιάμου το λογοτεχνικό αφήγημα του Ροΐδη και μάλιστα με τρόπο συναρπαστικό που να ζωντανεύει σε κάθε σκηνή το ήθος, η σύγκρουση και το σαρκαστικό σχόλιο. Η όποια επεξεργασία του κειμένου από την σκηνοθέτιδα και τη Ζωρζίνα Τζουμάκα, οι μουσικές επιλογές του Γιώργου Τάτση, το σοφό σκηνικό, τα καλαίσθητα πολυμορφικά ρούχα της Έντας Δημοπούλου αξιοποιήθηκαν αριστοτεχνικά από την σκηνοθεσία. Ωστόσο δεν πρέπει να μην τονιστεί ιδιαίτερα η πρωταρχική συμβολή των ερμηνειών των ηθοποιών. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν δεν ήταν εκεί α υ τ ο ί οι ηθοποιοί για να εκτελέσουν τις εμπνεύσεις της σκηνοθεσίας και να εκφέρουν τον λόγο του συγγραφέα. Αρχίζοντας από την κεφαλαιώδη συμμετοχή του Χρυσοβαλάντη Κωστόπουλου που ανέλαβε τον αξονικό ρόλο του αφηγητή και τον μετέδωσε με έμφαση, σαφήνεια και τον απαραίτητο σαρκασμό, περνώντας μας μέσα απ’ τα σπειροειδή περιστατικά του βίου της Ιωάννας, μπαίνοντας κι αυτός στη δράση των αφηγήσεων οσάκις ήταν απαραίτητο. Με τον αφηγηματικό ρόλο και τα υποκριτικά στοιχεία που πλούτισε την εξιστόρηση του Ροΐδη, ο ηθοποιός αυτός αγγίζει υψηλά στάνταρ της τέχνης του. Με ανάλογες εντυπώσεις ενισχύει την παράσταση και η Μαριλού Θεοδωρίδου μετερχόμενη από τον ένα ρόλο στο άλλο, σαρκώνοντας πειστικά τα διάφορα πρόσωπα – διαμετρικά διαφορετικά κάθε φορά – και υπηρετώντας τις μετασχηματιστικές εμπνεύσεις της σκηνοθεσίας. Μια πραγματικά εξαιρετική ηθοποιός με γοητευτική κίνηση. Ο Γιώργος Κυριάκου πολύ καλός επίσης που απέδωσε άριστα κάθε πρόσωπο και κατάσταση που υποδύθηκε και συμμετείχε. Ο Γιώργος Τάτσης επωμίσθηκε μια πλειάδα μεταμορφώσεων υποδυόμενος καμιά δεκαριά ρόλους, τύπους, πορτραίτα και ταμπλώ βιβάν, αλλάζοντας αλλεπάλληλα και στο δευτερόλεπτο από το ένα στο άλλο που ο θεατής τρίβει τα μάτια του. Και το εκπληκτικό είναι πως σε όλα είναι τέλειος. Τελευταία αφήνω τη σκηνοθέτιδα που δεν της έφτασε ο άθλος της διασκευής και της σκηνοθεσίας ανέλαβε και τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας. Με θεατρική ευστροφία, συμμετοχή και δραματική διεξοδικότητα μας έδωσε μια τρισδιάστατη Ιωάννα, πάσχουσα και αισθησιακή. Αν στον τόπο αυτόν η λέξη αξιοκρατία δεν είναι χωρίς νόημα και μόνο κενά γράμματα στη σειρά τότε τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης και τη σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου θα πρέπει από δω και πέρα να τα ακούμε συνδεδεμένα με πράγματα μεγάλα και σημαντικά. Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Απαιτούν συνέπεια οι παρτιτούρες του Τσέχωφ



«Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ στο «Άλεκτον»


Δεν υπάρχουν στο θέατρο κώδικες ουρανοκατέβατοι, που να ορίζουν τρόπους που θα σκηνοθετούνται και θα παίζονται τα έργα. Δεν είναι σαν ιεροί κανόνες όπως με τις Δέκα Εντολές του Μωυσή, που αν οι πιστοί τις παραβούν πάνε στη Κόλαση. Υπάρχουν βέβαια κάποιες αρχές για τα έργα του Μαριβώ, το γνωστό δόγμα μαριβοντάζ, και για τα έργα του Μπρεχτ, η πασίγνωστη αποστασιοποίηση, υπάρχουν και οι κανόνες για τα έργα της κομέντια ντελ άρτε. Σαμπανιζέ πρέπει να είναι τα μπουλβάρ και σβέλτοι οι ρυθμοί στις κλασικές κωμωδίες. Τελετουργικού ύφους πρέπει να είναι οι αρχαίες τραγωδίες και εμφαντικά εξωστρεφείς οι ρεβί και οι επιθεωρήσεις. Ας μην εμπλέξω τον αναγνώστη μου με καθιερωμένες αρχές στη μακριά διαδρομή της θεατρικής πορείας και ας σταθούμε στη σταθερή αντίληψη που επικρατεί για τα έργα του Τσέχωφ. Ατμόσφαιρα μελαγχολική, αργόσυρτη διεξαγωγή, εσωτερικός βασανισμός, αίσθηση φθοράς, παρακμή, μια εικόνα απεγνωσμένης κοινωνίας που βυθίζεται, αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά χαρακτηρίζουν την πεντάδα των έργων του Ρώσου δραματουργού. Η εσωστρέφεια και η αίσθηση της ακινησίας και της αναπόφευκτης φθοράς είναι πιο σαφείς στο «Θείο Βάνια».

Δεδομένοι κανόνες είπαμε, δεν δεσμεύουν τη σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης διατηρεί το δικαίωμα από παράγοντας δευτερεύων να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα θέση της θεατρικής δημιουργίας, παρακάμπτοντας τον συγγραφέα που ιεραρχικά θεωρείται πρωτογενής δημιουργός. Έχει το ελεύθερο να προσπεράσει όλα τα δεδομένα, όλα τα θέσφατα και να βαδίσει όπως θέλει και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Σκηνοθέτης είναι ότι θέλει κάνει και δική του είναι η ευθύνη. Μ’ αυτή την αρχή επιχείρησε ο Βασίλης Πλατάκης να ανεβάσει το «Θειο Βάνια» του Τσέχωφ. Είδε το έργο με την δική ματιά, έστησε τις σκηνές με δική του αντίληψη και πιθανόν υπέδειξε τους ρόλους όπως αυτός, σαν ηθοποιός θα τους ερμήνευε. Δικαίωμα του αναφαίρετο. Με τη διαφορά πως αν καταργήσεις τους ρυθμούς του έργου, προσθέσεις τολμηρές ερωτικές σκηνές, υποβάλλεις στην παράσταση μουσικές υποκρούσεις, κατά τα κινηματογραφικό πρότυπα, ντύσεις τους ηθοποιούς με ότι κοστούμια μπορείς να συνταιριάξεις και αφήσεις τους ιδιαίτερης ευαισθησίας ρόλους στην ευκολία του καθενός ηθοποιού, χωρίς να σταθείς στις αναλογίες, στα ημιτόνια και στις παύσεις που το ίδιο το κείμενο σαν παρτιτούρα απαιτεί, τότε δεν έχεις να κάνεις με έργο του Τσέχωφ.

Πάνω στα έργα του Ρώσου στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο όλη η υποκριτική και σκηνοθετική διδασκαλία του Στανισλάβσκι και μ’ αυτά διαμορφώθηκε μια σχολή που σφράγισε το κίνημα του ρεαλισμού και σημάδεψε το παγκόσμιο θέατρο απ’ την αρχή του 20ου αιώνα και εξακολουθεί να το επηρεάζει. Ο σκηνοθέτης που θα επιχειρήσει να διευθύνει τις θρυλικές παρτιτούρες του Τσέχωφ, είναι απαραίτητο να σταθεί με συνέπεια απέναντι στο κείμενο. Μια συνέπεια ανάλογη μ’ αυτήν που έχει ένας μαέστρος όταν αναλαμβάνει να διευθύνει ένα έργο του Μότσαρτ. Εκτός φυσικά αν έχει να προτείνει μια δική του πρόταση, μια άποψη σαφή και ολοκληρωμένη, πράγμα που καθόλου δεν αφορά την περίπτωση της παράστασης που είδαμε στο «Άλεκτον». Όσον αφορά τους ηθοποιούς δεν θα τους αδικήσω κρίνοντας τους σ’ αυτούς τους ρόλους, αφού τους έχω δει σε πολύ καλύτερες στιγμές. Είναι απαραίτητο να τονίσω ότι όλοι διεκπεραίωσαν το δύσκολο εγχείρημα με αυταπάρνηση σε μια προσωπική του προσπάθεια ο καθένας, που είχε όμως αποτέλεσμα μια πολυμερή υποκριτική ποικιλία. Δεν πρέπει ωστόσο να αποσιωπήσω την ερμηνεία της νεαρής Λιάνας Οικονομίδου που έδωσε στη Σόνια την τρυφερότητα και ευαισθησία που απαιτεί ο ρόλος διαχέοντας σ’ όλη την παράσταση δροσιά και χάρη.

Γιώργος Χατζηδάκης