Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Ποιός τα στέργει όλα αυτά;

«Κόκκινα Φανάρια» στο χώρο «Cartel»


Όπως ο Μόγλης του Κίπλινγκ που βρέθηκε χαμένο νήπιο στη ζούγκλα και οι μαϊμούδες τον περιέθαλψαν κάπως έτσι κατά τις εξομολογήσεις του, ο Βασίλης Μπισμπίκης βρέθηκε έρμαιο στην αθηναϊκή ζούγκλα και η κάστα των τραβεστί τον βοήθησαν, τον τάισαν, τον στέγασαν, τον μύησαν στα μυστικά της ζωής  και τον παρέδωσαν στην κοινωνία για να διαπρέψει σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης άξιος και ακουστός. Από ευγνωμοσύνη ο ευεργετημένος αποφάσισε  να ανταποδώσει την ευεργεσία των τραβεστί ή τρανς ή μεταλλαγμένων η «Μεταμορφωτών» ,( όπως ήταν παλιά ο όρος για τους ηθοποιούς που εμφανίζονταν ως γυναίκες, Χριστοδούλου, Ροζάιρον κλπ.) η όπως αλλιώς αναφερόμαστε στην συγκεκριμένη κάστα. Μια λαμπρή ανταμοιβή θα ήταν με μια  θεατρική παράσταση δική τους, καμωμένη γι αυτές αποκλειστικά, όπου οι  φίλες του που τον ευεργέτησαν θα λούζονταν την λάμψη του καλλιτέχνη της σκηνής ερμηνεύοντας ρόλους που σε προγενέστερες εποχές είχαν ερμηνευθεί από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του καιρού εκείνου και το ίδιο το έργο  είχε πλησιάσει σε διεθνείς διακρίσεις. Ανταπόδοση δίκαιη και άξια. Τι τιμή για τις τραβεστί και πόση κοινωνική δικαίωση και αποκατάσταση για την διασυρμένη αυτή κοινότητα του περιθωρίου.  

Αλλά το θαύμα που ο ευγνώμων σκηνοθέτης έταξε γύρισε ανάποδα κι αντί η στοργική ομάδα να βρεθεί σε μια αποθεωτική δικαίωση βρέθηκε να επιδεικνύεται σαν κάποιο παράδοξο αξιοθέατο. Ένα τσίρκο. Ούτε έργο, ούτε θεατρική παράσταση. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο Αρκουδιάρης που κάποτε περιέφερε στα πανηγύρια μια Αρκούδα και της ζητούσε προς τέρψη  της ομήγυρης να μιμηθεί τα καμώματα της Βουγιουκλάκη. Στο ίδιο αρχετυπικό και η παράσταση που με τσουρνεμένο τίτλο και όνομα συγγραφέα που προσφέρθηκε σαν ανταπόδοση στην ευεργεσία που του προσφέρθηκε αλλά και στο ανίδεο κοινό που προσδοκούσε έστω ιδιότυπο και μεταλλαγμένο το γνωστό και αγαπητό θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού. Έστω με τις αναμενόμενες ανατροπές, έστω παράδοξο και με ακρότητες αλλά παράσταση. Στο θέαμα που παρουσιάζεται στο  Cartel επιλέχθηκαν οι  χειρότερες πλευρές της ιδιόρρυθμης αυτής ομάδας συνανθρώπων μας, παραποιημένες,  μεγεθυμένες, γκροτέσκες, αισχρές, τερατώδεις, αηδιαστικές. Ζωολογικός κήπος τεράτων. Όχι, φίλε αναγνώστη, όσον αφορά τον κόσμο των τραβεστί ξέρω καλά πως δεν είναι απολύτως αυτή η πραγματικότητα τους


Οι τραβεστί είναι κατά κανόνα παιδιά από χωριά η από υποβαθμισμένες συνοικίες αστικών κέντρων. Των περισσότερων η μόρφωση είναι χαμηλή, η σχέση τους με την ομιλία και τη γλώσσα είναι αδούλευτη, ακατέργαστη. Εκφέρουν με κάποια τραχύτητα, αχρωμάτιστη, μονοδιάστατη, αγοραία, σε πολλές περιπτώσεις δυσκολεύεσαι να καταλάβεις. Δεν είναι σε θέση να εκφράσουν νοήματα, αίσθημα, υποκριτική υποστήριξη ενός ρόλου ή μιας σκηνής. Αλλά και σωματικά δεν διαθέτουν την ικανότητα να κινηθούν στη σανίδι υποστηρίζοντας μια ερμηνεία ενός θεατρικού χαρακτήρα, μιας δράσης που χρειάζεται συντονισμό και διεξαγωγή.


Οι κινήσεις των τραβεστί από φυσικού τους ακατέργαστες που με την προσθήκη του επίπλαστου επαγγελματικού καμώματος τους καθιστούν απ’ αρχής ακατάλληλους να υποδυθούν και να υποστηρίξουν ένα ρόλο, ένα έργο, μια θεατρική παράσταση που έχει χαρακτήρες, αισθήματα, μεταπτώσεις, συγκρούσεις και πάθη. Ούτε γίνεται να καθοδηγηθούν, να προσαρμοστούν υποκριτικά, να βελτιώσουν τα μέσα τους. Οι συμπεριφορές τους στο θέμα της επικοινωνίας είναι παγιωμένες, προσαρμοσμένες σε αποκρυσταλλωμένους επαγγελματικούς κώδικες. Είναι μέσα σε μια φόρμα όπου το ένα φύλο αγωνίζεται να καταβάλλει το άλλο. Είναι μια άγρια πάλη ανάμεσα σε δυο ορμέμφυτα που συγκρούονται καταφάνερα. Όταν δυο υφαιστειώδεις ροπές τους διεκδικούν το αγόρι ψυχή τε και σώματι με την οικογένεια ενάντια, την κοινωνία χλευαστική να στέκεται αδυσώπητη, βασανιστική και χλευαστική ώστε περιθώρια για υποκριτικές παιγνιώδους τύπου δεν χωράνε.


Συγκυριακά γνωρίστηκα με τον κόσμο των τραβεστί και ιδιαίτερα με την Μπέτυ Βακαλίδου. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σταύρακας γύρισε ένα ντοκυμαντέρ για την Μπέτυ κι έτσι αυτή πλησίασε τους ανθρώπους του κινηματογράφου και του θεάτρου. Τότε έγραψε και το βιβλίο της «Μπέττυ» και λίγο αργότερα, 1982,  έπαιξε σε μια παράσταση ενός έργου με τίτλο  «Πρόσωπα φυσικά και αλλόκοτα» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου με την Ντίνα Κώνστα, τον Μάνο  Τσιλιμίδη και τον μαύρο ηθοποιό Ιλάγκα. Έγραψα τότε κριτική στο περιοδικό «Σκηνή και Οθόνη» που κυκλοφόρησε με εξώφυλλο από την παράσταση. Όλα αυτά στάθηκαν αφορμή να πλησιάσω την κοινωνία των τραβεστί, να συναναστραφώ την Μπέτυ και αρκετές από το περιβάλλον τους και να γνωρίσω πολλά από τα καλά στοιχεία που συνθέτουν τους χαρακτήρες τους. Σε κάποιο πάρτι που μας κάλεσε η Μπέτυ, με την Μαίη Σεβαστοπούλου, στην ταράτσα ενός διαμερίσματος στο Καλαμάκι βρεθήκαμε σ’ έναν κόσμο κοριτσιών όμορφων ντυμένων με ιδιαίτερη κομψότητα και χάρη, χωρίς παρεκτροπές, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας φυσιολογικής κοινωνικής συγκέντρωσης. Αν δεν ξέφευγαν κάποτε κάποιοι γκροτέσκοι τονισμοί και κάποιο χαχανητό η βραδιά συναγωνιζόταν την εντύπωση μιας κοσμικής συγκέντρωσης ενός γυναικείου συλλόγου.


Η μεταφορά των αισχροτήτων που πρόσθεσε  ο Μπισμπίκης στη σκηνή δεν είναι η πραγματικότητα των τραβεστί,  αλλά ούτε και θέατρο υπό καμιά έννοια. Είναι μια προβοκατόρικη και μπαμπέσικη πλαστογραφία, είναι μια ξεδιάντροπη παραποίηση για να γαργαλίσει ένα κοινό που επιδιώκει, ηδονίζεται  να σοκάρεται, ευδαιμονεί από την αισχρότητα την όσο το δυνατό πιο ακραία.

 


Οι Τραβεστί είναι παιδιά που βιάσθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, είτε είχαν την τάση ή επηρεάστηκαν, είτε οδηγήθηκαν από ανάγκη βιοπορισμού και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπέκυψαν σε ψυχολογικές αφορμές η γενετήσιες παρορμήσεις. Οι τραβεστί είναι συνάνθρωποί μας αξιοσέβαστοι για την ιδιαιτερότητα τους όσο προκλητική κι αν είναι η εμφάνιση τους. Δεν είναι μαγκιά να τους μοστράρεις για ηθοποιούς κολακεύοντας την ευπιστία τους και να εκμεταλλεύεσαι την βαθιά ανάγκη που τους κατατρώει για κοινωνική αποδοχή. Είσαι μπαμπέσης. Μπαμπέσης και λαθρέμπορος είσαι και με τους θεατές. Τι υποτίθεται πως  πουλάς; Θεατρικό έργο όπως υπόσχεται ο τίτλος και το όνομα του συγγραφέα που σφετερίζεσαι και υπεξαιρείς αδιάντροπα;



Ένα θέαμα ποικιλιών τους πουλάς με τα υποκείμενα εκθέματα να σε ακολουθούν πειθήνια και ξεγελασμένα που τα καθοδηγείς όπως ο Αρκουδιάρης να ζωντανεύουν τα άγρια δραματικά περιστατικά που αποκομίζουν από τη ζωή της νύχτας, παραποιημένα κι αυτά προς δημιουργία εντυπώσεων των αγαθιάρηδων, ευκολόπιστων, μικροαστών. Ρίχνεις δόλωμα και σε μια ακόμα κατηγορία θετών. Τους κρυφούς. Τους δειλούς. Αυτούς που τρομοκρατημένοι φτάνουν με χίλιους δισταγμούς κάποιες νύχτες στη Συγγρού για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους πριν επιστρέψουν λάθρα στην αξιοπρέπεια ενός γάμου, μιας οικογένειας η μιας άμεμπτης επαγγελματικής  επιφάνειας. Λες «δεν κάνω θέατρο, κάνω ζωή». Την ζωή την ξέρουμε, την ζούμε καθημερινά μέχρι ασφυξίας, τη βλέπου δίπλα μας, μας ζορίζει και μας πνίγει, υποφέρουμε από κατάθλιψη και διέξοδα δεν βλέπουμε. Δεν έχουμε ανάγκη λοιπόν από ζωή, δεν έχουμε ανάγκη από πραγματικότητα. Θέατρο θέλουμε, μαγεία, έκσταση, ερεθίσματα για σκέψεις και ιδέες. Θέλουμε τη συμμετοχή στο πλαστό, στο πεποιημένο, στο μύθο. Θέατρο λοιπόν χρειαζόμαστε κι αυτό απαιτούμε να αγοράσουμε. Κι ακόμα δεν ανεχόμαστε πλαστογραφίες. Μην κάνεις ανοίκειες καταλήψεις σε πνευματικές ιδιοκτησίες έργων άλλων και μπαμπέσικα πάντα πουλάς τα ονόματα τους και τα έργα τους. Αν είσαι ικανός γράψε έργα δικά σου και ανάρτησε τ’ όνομα σου αφού ούτως η άλλως τα βανδαλίζεις.

 


Ένα χαρακτηριστικό της αισχρότητας και της ασυδοσίας που πουλάς. Μια σκηνή απ’ τα αυθεντικά «Φανάρια» που στο κινηματογραφικό του Γεωργιάδη τους ρόλους έπαιζαν ο Κατράκης και Λαδικού, ολοκληρωτικά διαφορετικό, όπου ο Καπετάνιος Κατράκης παροτρύνει την ιερόδουλη να φύγει απ’ το μπορντέλο και να την πάρει μαζί του στα ταξίδια του. Ο εμπνευσμένος διασκευαστής του εξαμβλώματος βάζει στη θέση αυτής της σκηνής ένα ζευγάρι τραβεστί όπου η μια έχει την εμμονική απόφαση να πάει να χειρουργηθεί, να της αφαιρέσουν το ανδρικό της μόριο και να της φτιάξουν αιδοίο. Το άλλο σκέλος του ζεύγους αντιδρά. «Και τότε πως θα με γαμάς;», αναρωτιέται γεμάτη απελπισία. « Με λαστιχένιο πούτσο», έχει έτοιμη τη λύση η άλλη. Τα παρόμοια πολλά, παραπολλά «ευρήματα» που βρίθει το έργο συλλέγονται από τα απόβλητα των υπονόμων. Κατά τα άλλα ο Μπισμπίκης δεν καταδέχεται να κάνει τέχνη, προτιμάει να κάνει ζωή. Σάμπως θεός !

Γιώργος Χατζηδάκης


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

 Πολιτικές σκέψεις

Μια εξαίρεση για μια σκέψη πολιτική. Την πολιτικοί και τους πολιτικούς παντός φάσματος τους εχω αποκηρύξει και κάνω παρασπονδία να εκφράσω σκέψη και πρόβλεψη σχεδόν υποχρεωτικά εξ αιτίας των πιεστικών συνθηκών που βιώνουμε. Το αποδεχθήκαμε πως τα παντός είδους Μέσα επικοινωνίας είναι ελεγχόμενα και εξαγορασμένα.
Μεταδίδουν αυτά που κελεύει η εξουσία. Συνηθισμένες καταστάσεις και δοκιμασμένες φόρμουλες. Σε ποσοστό ανάλογο ελέγχονται και οι σφυγμομετρήσεις. Ανεβοκατεβάζουν μονάδες κατά το δοκούν. Ανάλογες και οι ερωτήσεις. Φυσικά δεν διαθέτω μηχανισμούς καταμέτρησης αλλά μόνο ένστικτο δοκιμασμένο στο χρόνο.
Η διαφορά του Μητσοτάκη με τον Τσίπρα παραμένει στα ίδια περίπου επίπεδα. Ισως δέκα μονάδες, ίσως εννιά ίσως και λίγο η πολύ παρακάτω. Το νέο κόμμα, που ούτε Πασοκ είναι ούτε Κινάλ, ανανεωμένο και άφθαρτο βρίσκεται δυο μονάδες πάνω απ' όσο του δίνουν οι μετρήσεις και ως το Μάρτιο θα έχει φτάσει το Σύριζα που βαθμιαία θα κατεβαίνει.
Τον κεντροαριστερό κόσμο τον εκφράζει εντιμότερα και συνεπέστερα ο Ανδρουλάκης και αυτός ο σχηματισμός θα τείνει να πάρει τη δεύτερη θέση, με τον εν πολλές αμαρτίες Μητσοτάκη να μην κρύβει την ανησυχία του. Αν δε προκηρυχθούν εκλογές οι ανατροπές θα είναι εντυπωσιακές και να μου το θυμάστε.
Χατζηδάκης Γιώργος
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση