Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Εμπειρία δοκιμασμένη από πολλές απόψεις



Γκράχαμ Γκρήν :  Stamboul Train
Τρένο στο Ρουφ -



Μια θεατρική παράσταση σ’ ένα θεατρικό βαγόνι είναι πάντα μια εμπειρία ενδιαφέρουσα όσο κι αν την έχεις επανειλημμένα ξαναδοκιμάσει. Η έμπνευση που γεννήθηκε  στο μυαλό της Τατιάνας Λύγαρη εδώ και είκοσι χρόνια μπορεί στο διάστημα αυτό να ξεθώριασε λίγο ως αιφνιδιασμός διατηρεί ωστόσο πολλά από την γοητεία και την ψευδαίσθηση πως τα δρώμενα που παρακολουθείς  συμβαίνουν ενώ το βαγόνι στο οποίο επιβαίνεις κινείται προς έναν προορισμό. Η θεατρική σύμβαση καλείται ασφαλώς και σε τούτη την περίπτωση να συνεισφέρει την βοήθεια της σαν προαιώνιο χρέος απέναντι στη απόδραση απ’ την πραγματικότητα, πυλώνας αμετακίνητος για να υπάρξει η θρυλική μέθεξη. Με αλλεπάλληλες επινοήσεις και με την φαντασία να διερευνά κάθε τομέα τεχνολογικό η σκηνοθετικό, προσθέτοντας ολοένα καινούργιες εφαρμογές που διατηρούν, παρά την εικοσαετία που διέρρευσε, αρκετή απ’ την παρθενικότητα της πρώτης εντύπωσης.


Από τα «Κεράσια» του 1998 ως το θρίλερ του Γκράχαμ Γκρήν που είναι το πρόσφατο έργο που παρακολουθήσαμε η σκηνοθέτης πέρασε μέσα από πολλές δοκιμασίες και προβληματισμούς για να ανανεώνει και να πλουτίζει τις δυνατότητες που της παρέχονται να στήσει μια παράσταση σ’ έναν πολύ στενό χώρο, να αφομοιωθούν οι παρουσίες των θεατών που δεν κάθονται απέναντι απ’ το θέαμα αλλά το περιέχουν, το συγχωνεύουν στο σύνολό τους, χωρίς ωστόσο να εμποδίζουν τη διεξαγωγή του. Και μια άλλη αντιδραστική παράμετρος, ίσως και δυσκολότερη, να μπορεί ο κάθε θεατής, δήθεν επιβάτης, να παρακολουθήσει απ’ τη θέση του ανεμπόδιστα τη δράση της παράστασης και να μετέχει σε όλες τις εκφάνσεις της υπόθεσης και των καταστάσεων του έργου.  Αυτό ήταν ένα στοίχημα που κάθε φορά η Τατιάνα Λύγαρη έπρεπε να το αντιμετωπίσει και να το κερδίσει. Μια σειρά αινίγματα και προβλήματα που έπρεπε να απαντηθούν ειδ’ άλλως η βάση της έμπνευσης θα κατέρρεε.

Τα είκοσι χρόνια που πέρασαν αποδεικνύουν πως ο ήρωας διεκπεραίωσε τους άθλους του αποτελεσματικά και η πρόσφατη παράσταση, απ’ τις πολλές και τις ποικίλες  που παρακολούθησα εν τω μεταξύ, εξακολουθούσε να σε φέρνει στην μαγική αίσθηση μιας μετάβασης, ενός ταξιδιού.  Κι ένοιωθα να πλανάται στον περιορισμένο χώρο του κατάμεστου βαγονιού το ικανοποιημένο  χαμόγελο της Τατιάνας, ίσως και ελάχιστα ειρωνικό.  που απευθυνόταν σε όχι μόνο σε μένα, αλλά και σε κάθε άλλον που έχει παρακολουθήσει τους διάφορους νεωτερισμούς, εμπνεύσεις, τερτίπια και διαβολιές να τις πεις μέσα είσαι, σε κάθε στιγμή και ανάγκη των πολλαπλών θεατρικών της πραγματοποιήσεων, για να κρατήσει φρέσκια, πρωτότυπη και συναρπαστική την τολμηρή της ιδέα. Σαν στοίχημα, όπως σημείωσα παραπάνω, το ανέβασμα το συγκεκριμένου έργου το Γκράχαμ Γκρήν, είχε πολλά δύσκολα σημεία που έπρεπε να ξεπεραστούν. Γνήσιο θρίλερ με τα όλα του, έχει και σκηνές μυστηρίου, κατασκοπείας, τρομοκρατίας, βίας και φόνου, σκηνές σεξουαλικές σε ποικιλία στάσεων, ύποπτες και μυστηριώδεις παρουσίες, αποκρυπτογραφίσεις κωδικοποιημένων χαρτών, ομοφυλοφιλικούς έρωτες, αλλεπάλληλες σκηνές σασπένς και όλα όσα πρέπει να περιέχει ένα έργο κατασκοπείας που σέβεται τον εαυτό του.


Παρ’ όλου που το έργο είναι γραμμένο στις παραμονές του μεγάλου πολέμου (1932) ο Γκράχαμ Γκρην έχει γομώσει το μυθιστόρημα του με τα ίδια εκρηκτικά υλικό που ο συνάδελφος του Γιαν Φέμινγκ θα χρησιμοποιούσε  20 χρόνια αργότερα για να φορτίσει τα δικά του. Ωραία και καλά όλα αυτά και πετυχημένη η μεταφορά του μυθιστορήματος σε θεατρικό αλλά πως μπορούν όλα αυτά να λειτουργήσουν και να προσαρμοστούν θεατρικά σε χώρο με όλα τα προβλήματα που περιγράψαμε παραπάνω; Η σκηνοθέτης θαυματούργησε.  Ξεπέρασε όλα τα δύσκολα σημεία, με φαντασία και ευρηματικότητα, με την κινητικότητα και την αυξομείωση φωτισμών, με ήχους και με εισόδους και εξόδους ηθοποιών σε καίρια σημεία της διεξαγωγής, ακόμα και με υποδείξεις συγκεκριμένης εκφοράς φράσεων με τονισμούς εσκεμμένης υποβλητικότητας, κατόρθωσε με όλα αυτά να δημιουργήσει τις απαραίτητες ατμόσφαιρες που έβαζαν τον θεατή στο κατάλληλο κλίμα. Ασφαλώς στο συνολικό της στήσιμο η παράσταση διατηρούσε τα μειονεκτήματα που της επέβαλε ο υποχρεωτικός εγκιβωτισμός της στα ξύλινα τοιχώματα ενός βαγονιού τρένου με τις δυο σειρές καθισμάτων σε κάθε πλευρά, αλλά αυτό ακριβώς το μειονέκτημα πρόσφερε το άλλοθι. Την πολυθρύλητη θεατρική σύμβαση, την πανάρχαια θεότητα των μυστηριακών συνάξεων σε όποιον χώρο και αν τελούνταν. ΚΙ όπως το σημειώσαμε ήδη, στην προκειμένη περίπτωση όλα τα περιστατικά της κατασκοπευτικής υπόθεσης διαδραματίζονται σε ένα τρένο που ταξιδεύει. Βέβαια το κείμενο αναφέρεται συγκεκριμένα σε κουπέ, σε συρμό άλλης διαμόρφωσης αλλά κι εδώ η σκηνοθεσία με σύμμαχο την θεϊκή σύμβαση ξεπέρασε κι αυτό το εμπόδιο.


Ένας θίασος οκτώ ηθοποιών ανέλαβε να ζωντανέψει τα αινιγματικά και διφορούμενα πρόσωπα του περιπετειώδους αυτού στόρυ, τους μυθιστορηματικούς ήρωες που διαπλέκονται, συμπλέκονται, συνευρίσκονται και συγκρούονται στα  σπειροειδή επεισόδια με τις  ανατροπές και τις αποκαλύψεις που οδηγούν στην τελική λύση, ενώ τρένο συνεχώς ταξιδεύει σταματώντας από πόλη σε πόλη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Εις την Πόλη και σε παραφθορά Ιστανπούλ. Τους ρόλους του περιπετειώδους ταξιδιού, ρεαλιστικά ως προς την υπόθεση αλλά συμβολικά ως προς την φαντασιακή συμμετοχή του θεατή επιβάτη, ανέλαβαν οι  Γιάννης Διαμαντής, Δάφνη Καφετζή, Νίκη Λειβαδάρη, Τάνια Παλαιολόγου, Νίκος Παπαδόπουλος, Βασίλης Πολάκος, Δημήτρης Σταμούλης, Στράτος Σωπύλης.  Με ελάχιστες διαφορές ανάμεσα τους οι ηθοποιοί αξίζουν θερμό έπαινο γιατί ανταποκρίθηκαν επαρκέστατα σ’ αυτό που οι σχηματικοί τους ρόλοι απαιτούσαν. Ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι πάντα υποκριτικά ολιγαρκές επειδή κάθε τι παραπάνω θα το βγάλει έξω απ’ τα πλαίσια του. Μ’ αυτή την αντίληψη σκηνοθέτης και ηθοποιοί αξίζουν ένα δεύτερο κι ένα τρίτο χειροκρότημα που κράτησαν το έργο και τον καθένα ρόλο στις διαστάσεις ενός περιπετειώδους ρομάντσου.


Αν τώρα αναρωτηθούμε τι αφήνει το συγκεκριμένο έργο και η παράσταση του στο τρένο, δεν θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε πως διοχετεύει στον θεατή μια ξεκάθαρη αίσθηση ενός ταξιδιού στο ταραγμένο γεωγραφικό περιβάλλον των Βαλκανίων εκεί όπου απ’ τον 19ο αιώνα  που κινούνταν ρεύματα ισχυρά και θεριεμένες ιδεολογίες, που εύκολα, απ’ όσο έχει αποδείξει η εμπειρία δυο αιώνων είναι δυνατό να φουντώσουν μικρές και μεγάλες πυρκαγιές,  κινήματα, επαναστάσεις και πολέμους αιματηρούς και πως μέσα σε παρόμοιους σάλους, όσο κι αν φαίνεται εκτός πραγματικότητας, για μυθιστόρημα πρόκειται,  μπορούν να φυτρώσουν και ιστορίες αγάπης, αυτοθυσίας και αφοσίωσης. Είναι άλλωστε δηλωμένο το όλον με απόλυτη ειλικρίνεια: το τρένο είναι σταματημένο και το ταξίδι σου είναι μια φαντασία σ’ έναν πλαστό προορισμό. Εξ άλλου, για να θυμηθούμε και τον ποιητή : η Ιθάκη σε έδωσε το ωραίο ταξίδι....


Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Μια σκηνοθετική αήθεια σε βαθμό προσβολής



Χάρολντ Πίντερ : Παλιοί Καιροί                                                       

Θέατρο Τέχνης- Υπόγειο


Δηλώνω αναρμόδιος. Πιθανώς επειδή δεν κατέχω κανένα πτυχίου πανεπιστημιακής δυνατότητας που θα μου έδινε τα εφόδια να επικαλεστώ βιβλιογραφίες που θα με βοηθούσαν να κατανοήσω τα καμώματα του σκηνοθέτη ούτε και διπλώματα ισάξια άλλης επιστήμης που θα μου επέτρεπαν να εισχωρήσω στο βάθος των κινήτρων η των τραυμάτων η τέλος πάντων στα ερέβη της ψυχολογίας απ’ όπου ξεκινούν οι προθέσεις, οι ενέργειες και οι συμπεριφορές ενός εκάστου εξ ημών, μηδέ και κάποιων σκηνοθετών εν προκειμένω. Δηλώνω λοιπόν αναρμόδιος να κατανοήσω και να εξηγήσω γιατί ο σκηνοθέτης παρέλαβε τρεις απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς μας. ένα κείμενο καταξιωμένο σπουδαίου συγγραφέα, εγκαταστάθηκε σ’ ένα θέατρο που είναι περισσότερο τέμενος και κακοποίησε, πρόσβαλε, ασχημόνησε, κυριολεκτικά διέλυσε έργο, ηθοποιούς, βεβήλωσε το χώρο και ταλαιπώρησε παραπλανώντας τους θεατές που εμπιστεύτηκαν το θέατρο και την ιστορία του, το έργο με το καλής μαρτυρίας βιογραφικό, τον συγγραφέα μ’ ένα αξιοσέβαστο πνευματικό ανάστημα και τρεις ηθοποιούς που παραμόρφωσε την υποκριτική τους προσωπικότητα, διαστρέβλωσε την τεχνική της εκφοράς τους και κακοποίησε την σκηνική τους παρουσία με τα παιδαριώδη κινηματογραφικά τεχνάσματα σαν ένα ανήλικο η άτομο καθυστερημένο, που παίζει με τις κάμερες και διασκεδάζει με τα πλάνα που προκύπτουν.


Πρόταξα στον τίτλο του παρόντος την λέξη αήθεια στη θέση της κακοήθειας, όπως θα ταίριαζε περισσότερο. Βαριά κουβέντα αλλά τι άλλο παρά κακοήθεια είναι όταν καλείς τους θεατές να παρακολουθήσουν ένα έργο με γνωστό τίτλο και παρελθόν, ενός αξιοσέβαστου συγγραφέα με ξεχωριστή θέση στο θέατρο του 20ου αιώνα, με τρεις ηθοποιούς λαμπρών συμμετοχών ίσαμε τώρα και εσύ «τα γράφεις» όλα αυτά και καταγίνεσαι με πλαναρίσματα παράδοξων λήψεων αποσπώντας απολύτως την προσοχή του θεατή από το κείμενο, την υπόθεση και την ερμηνεία των ηθοποιών; Και μην ακούσω από τον σκηνοθέτη η από κανέναν από κείνους τους τάχα ειδικούς που ανεμίζουν κάποιο πτυχίο ως παντιέρα νικηφόρου αγώνα, πως όλα αυτά είναι πρωτοπορίες και πειραματισμοί που ανοίγουν νέους δρόμους στο θέατρο. Επειδή κρατάω από πολλά χρόνια ετούτα τα πόστα και τον Γιάννη Χουβαρδά τον παρακολουθώ από τα θεατρικά του γεννοφάσκια, από την πρώτη του παράσταση στο Κολέγιο κι έχω γίνει μάρτυρας όλης της διαδρομής του, είναι αφέλεια ως βλακεία να περιμένουμε πρωτοπορία από έναν σκηνοθέτη που έδωσε ότι είχε να δώσει. Και είναι αλήθεια πως στο παρελθόν έδωσε αρκετά και σημαντικά. Όσο για τα κινηματογραφικά καμώματα με τις κάμερες επί σκηνής να προβάλλουν στην οθόνη από άλλη γωνία λήψης το πρόσωπο που μιλάει η το άλλο που ακούει, άλλοτε σε γκρο τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια, τα δάχτυλα, τα πέλματα, τις απόκρυφες περιοχές του κορμιού τους με ζουμ, άλλοτε τα σερβίτσια του τσαγιού κι άλλες γκροτεσκαρισμένες λεπτομέρειες κι άλλοτε σε υποχρεωτικές παύσεις με παράσιτα «χιόνια» στην οθόνη η όπως σκρατς στο βίντεο. Να σημειωθεί πως οι ηθοποιοί χειρίζονταν οι ίδιοι τις λήψεις μετακινώντας τις θέσεις της κάμερας διακόπτοντας την ροή της δράσης η σιωπώντας και παίρνοντας πόζες, όρθιοι η ξαπλωτοί για να τους βλέπουμε σε στάσεις ποικίλες . Επινοήσεις ενός ανήλικου, πριν απ’ το στάδιο της αυτοϊκανοποίησης, που βρήκε ξεκλείδωτη την κάμερα του μπαμπά και κάνει παλαβομάρες της ηλικίας του.


Όσον αφορά το άλλοθι της πρωτοπορίας και του πειραματισμού, ας σημειωθεί πως ουδέν καινόν υπό τον ήλιον. Δέκα ακριβώς χρόνια πρωτύτερα στα 2008 στη θεατρική αίθουσα Θύρα Τέχνης ένας νέος σκηνοθέτης με ανήσυχο και ευφάνταστο, ο Δημήτρης Τσιάμης (Τώρα μάλλον ζει στο Λονδίνο) είχε ανεβάσει ένα θέαμα που χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της παράστασης έναν χειριστή ηθοποιό που με την κάμερα στο χέρι βιντεοσκοπούσε συνεχώς όλη τη δράση του έργου ενώ ταυτόχρονα μέσω ενός λάπτοπ, που το τροφοδοτούσε από μακρυά, έστελνε την εικόνα σε μια δυο κάμερες προβολής με όποια παραμόρφωση η μεγέθυνση του ερχόταν κείνη τη στιγμή. Το έργο απαιτούσε μια τέτοια παρέμβαση. Τίτλος του θεάματος ήταν «Στους Dada θα άρεσε μια νύχτα σαν αυτή» και φυσικά το εύρημα με την διαρκή βιντεοσκόπηση ήταν απολύτως ταιριαστό με το θέμα της παράσταση δηλαδή τη ζωή ενός ζωγράφου από τους ιερείς του ντανταϊσμού. Η ομάδα που είχε τίτλο «Per Theater Formance» και για την ιστορία σημειώνω τα ονόματα τους Βασιλική Πολυμένη, Άντζελα Χριστοφίλου, Γιώργος Βρόντος και Θοδωρής Σμέρος. Το κείμενο το είχε γράψει η Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου και τους χειρισμούς της κάμερας και τις προβολές τις έκανε ο Παναγιώτης Γιαννιός. Προς ενημέρωση των ενδιαφερομένων στην κριτική μου ( Blog ΘΕΑΤΡΟΚΡΙΣΙΑ 2008) είχα σημειώσει μεταξύ άλλων και τα παρακάτω : « Μ’ ένα χείμαρρο ευρηματικότητας και καταιγιστικών εμπνεύσεων ο Δημήτρης Τσιάμης μας εισάγει σ’ έναν αιφνιδιαστικό κόσμο ανακολουθίας, παράλογου, ονείρου που πάει να πει στο κόσμο του υπερρεαλισμού. Το θέαμα «Στους DADA θα άρεσε μια νύχτα σαν αυτή» είναι μια αυθαίρετη ψηφιδογραφία ενός ντανταϊστικού περιβάλλοντος καθώς επιχειρείται να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτό η εικόνα ενός απ’ τους ιερείς τον ντανταϊσμού και ταυτόχρονα να σχηματιστεί το αμφισβητισιακό έναυσμα του κινήματος….».  Σε κείνη λοιπόν την παράσταση φίλτατε αναγνώστη η βιντεοσκόπηση και οι παραμορφωτικές προβολές, που πολλές φορές μεγάλωναν τόσο που τα πρόσωπα καταλάμβαναν όλο το χώρο κι άλλοτε προβάλλονταν πάνω στα ίδια τα πρόσωπα και στα σώματα των ηθοποιών, οι βιντεοσκοπήσεις ζυμώνονταν με το έργο και την αισθητική του αναγκαιότητα. Έτσι που ο βιντεοσκόπος μπαλαντέρ κινούνταν συνεχώς ανάμεσα στους ηθοποιούς σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, αυτοσχεδιάζοντας κάθε φορά τις λήψεις και τις προβολές του. Ένα προηγούμενο μια δεκαετία προγενέστερο από την τωρινή «καινοτομία» ( μήπως καλύτερα κενοτομία )  που τότε είχε άρρηκτη σχέση με το θέμα, μια νεανική τόλμη, πρωτοτυπία και χιούμορ και που κάνει την άποψη του Χουβαρδά να δείχνει κακοχωνεμένη αντιγραφή, γεροντισμό και συντηρητισμό.


Διατηρώ σεβασμό και εκτίμηση για την Μαρία Κεχαγιόγλου που την έχω δει σε πολλούς ρόλους και κάθε φορά η εκτίμηση μου ανανεώνεται, τα ίδια αφορούν και το Χρήστο Λούλη ενώ για την Μαρία Σκουλά προστίθενται και υποκειμενικά δεδομένα μιας και την παρακολουθώ από τα πρώτα της βήματα, απ’ τον καιρό της σχολής και της ομάδας που είχαν σχηματίσει με τον Πέτρο Γάλλια, στενοχωρούμαι ωστόσο και για τους τρεις που υποχρεώθηκαν να υποκύψουν στις απρονόητες μοντερνιές του σκηνοθέτη που έπνιξαν τις ερμηνείες τους αλλοιώνοντας την επαφή την τους με τους τόσο ενδιαφέροντες ρόλους. Θυμάμαι πως πιο διακριτικά ο Χουβαρδάς είχε δοκιμάσεις τις κάμερες και στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα  αλλά η εφαρμογή τους σε κείνη την περίπτωση δεν υπήρξε τόσο διαλυτική, τόσο καταλυτική για το έργο και την παράσταση όσο σε τούτο το εξαιρετικό, αινιγματικό, διφορούμενο, γοητευτικό έργο του Χάρολντ Πίντερ,  χτυπώντας το στην δομή του, δηλαδή στην συνοχή του, στην ατμόσφαιρα, στην ψυχολογία των προσώπων, στην απροσδιοριστία και την υποψία που μαζί με την αιωρούμενη απειλή είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της σπουδαιότητας του όλων των έργων του συγγραφέα και του συγκεκριμένου έργου περισσότερο, με την ιδιαίτερη αβεβαιότητα των χαρακτήρων.


Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Στοχασμοί και εντυπώσεις



Μπέκετ : Περιμένοντας τον Γκοντό                                                    
Σημείο μηδέν - θέατρο Άττις


 Όταν, πριν από πολλά χρόνια πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας την Γκοντό» πολλοί αποφάνθηκα πως ήταν ένα κείμενο που απευθυνόταν στο μέλλον. Το μέλλον έγινε παρόν και ακόμα αιωρείται το ερώτημα τι εξακολουθούμε να περιμένουμε παρακολουθώντας τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν να περιμένουν τον Γκοντό; Απλοϊκά διακρίναμε στο άφαντο πρόσωπο του Γκοντό την υπόσχεση για έναν καινούργιο κόσμο, και μια ειρηνική ζωή - το έργο γράφτηκε, βλέπετε αμέσως μετά τον μεγάλο πόλεμο που εκατομμύρια τάφοι ήταν νωποί και τα ερείπια πολλών πόλεων ακόμα κάπνιζαν. Κάποιοι οραματίζονταν μια επανάσταση που ο Γκοντό σαν θα ερχόταν θα την έφερνε μαζί του, μια επανάσταση που θα ανέτρεπε τις δυνάμεις, τις αξίες και τις αναλογίες. Άλλοι πάλι περίμεναν τον Γκοντό σαν ένα μεσσία που θα θεμελίωνε έναν καινούργιο θεό, μια πίστη η μια καινούργια συμπαντική διάσταση. Για όποιον έχει δει την παράσταση με το εμβληματικό αυτό έργο του Μπέκετ περισσότερες από πέντε φορές, αυτός που είχε την ευκαιρία δει την πρώτη του παράσταση το 1965 στο ΚΘΒΕ (σκηνοθεσία Βολανάκη) και τώρα την τελευταία του σκηνική εκδοχή στο Ατις, όπως ο υπογραφόμενος, στέκεται απορημένος με τα χέρια σταυρωμένα και δεν μπορεί να βρει όχι μια απάντηση στο ερώτημα που αιωρείται αναπάντητο αλλά ούτε και τη φύση του ίδιου του ερωτήματος. Χαρακτηρίστηκε τραγωδία του 20ου αιώνα και κατ’ άλλους έργο που απευθύνεται σε χρόνο προωθημένο. Απέχουμε 73 χρόνια απ’ το 1946 που το έργο δημοσιεύθηκε και 65 απ’ όταν παρουσιάστηκε στη σκηνή και η κατανόηση του περιορίζεται στην απλοϊκή και εύκολη κατάταξη ως θέατρο του παραλόγου. Ως εκεί. 



Σε διπλανή παράμετρο επιχειρούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τους συμβολισμούς του αναζητώντας ερμηνείες, αντιστοιχίες και κώδικες θεωρώντας το, έργο συμβολισμών, έτσι που να το βγάζουμε απ’ την κατάταξη του παράλογου και να το φέρνουμε στην κατηγορία του συμβολικού  θεάτρου. Κάποιοι άλλοι  επινοούν εργαλεία αποσημειωτικά και βάζουν κάτω το έργο με τη λογική του κουίζ, της σπαζοκεφαλιάς και της μαγικής εικόνας.  Από λόγου μου έχω καταλήξει πως το έργο του Μπέκετ δεν κρύβει κανένα μυστήριο απλούστατα επειδή αυτό το ίδιο αποτελεί το μυστήριο, είναι  δηλαδή ένα μυστηριακό κείμενο. Από τη στιγμή που θα το αποδεχθούμε σαν ένα κείμενο κρυπτικό, όπως, ας πούμε την Οδύσσεια, η τις Βέδες, η τα Σανσκριτικά έπη, η την Αποκάλυψη του Ιωάννη, καθώς και τα Πυθαγόρεια έπη, τα Ορφικά, του Ιάμβλιχου, του Όσιρι και ας μην περιπλακούμε περισσότερο, το πρόβλημα του αναπάντητου ερωτήματος είναι αυτόματα απαντημένο.  Απλούστατα το ερώτημα έχει τεθεί, και προκύπτει για τον μύστη θεατή η  αναγνώστη για να παραμένει εσαεί αναπάντητο. Με όσα πατρόν κι αν επιχειρήσουμε να του ταιριάξουμε το έργο δεν ανοίγει.  Μένει ένα αιώνιο ερωτηματικό όσο διαρκεί το μυστήριο της ύπαρξης, δηλαδή για πάντα.
Οι δυο άνθρωποι που τον περιμένουν, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν δεν προβληματίζονται καθόλου για την φύση του Γκοντό. Έχουν αποδεχθεί την προσδοκία του ερχομού του, έχοντας πρωτύτερα αποδεχθεί τον μύθο μιας λυτρωτικής άφιξης που πολύ απλά μπορεί να είναι δική τους κατασκευή που ο ένας την διατηρεί για στον άλλο. Είναι μύθος ο Γκοντό η μια πραγματικότητα που οι δυο άνθρωποι αδυνατούν να την αντιληφθούν επειδή η φυσιολογία τους, η βιολογική τους κατασκευή δεν επαρκεί  για να την κατανοήσουν. Και αφού αδυνατούν να την κατανοήσουν αποτελεί συνεπώς έναν παρηγορητικό μύθο. Μια γνώση που δεν θα την κατακτήσουν ποτέ περιορισμένοι στη διάσταση που  τους επιτρέπεται να αντιληφθούν μόνο αυτά που δύνανται. Συνεπώς η καθημερινή αναμονή του Γκοντό και η διαρκής ελπίδα πως αύριο θα έρθει μπορεί να είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου να διευρύνει τις γνωστικές του δυνατότητες που θα συντηρούν την ελπίδα της αποκάλυψης με την διαρκή και επαναλαμβανόμενη επανάθεση του ερωτήματος. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως αυτά τα κείμενα τα κρυπτικά και αναπάντητα υπάρχουν για να απαθανατίζουν το ερώτημα εις το διηνεκές. Ας καταλήξουμε πως ο Μπέκετ, στα μέσα του χιλιοστού εικοστού αιώνα (χρονολόγηση Εμιλιάνι) και μετά από τον αιματηρότερο πόλεμο στη ιστορία της ανθρωπότητας, με 80.000.000 ανθρώπινα θύματα, μας δίνει ένα κείμενο αδιευκρίνιστο. Αν είναι απελπιστικό η ελπιδοφόρο, αν είναι προφητικό, παρηγορητικό, απροσπέλαστο και το σημαντικό – ίσως και ενδεικτικό – μας το δίνει για το θέατρο. Για να τελετουργηθεί ως μυστήριο. Μια προσέγγιση για μεγαλύτερο προβληματισμό που ενισχύει την μυστηριακή του σημασία.

Ξεφύγαμε απ’ τα όρια μιας θεατρικής κριτικής με αναφορές στα υπαρξιακά και μεταφυσικά αινίγματα του ανθρώπου που θα μπορούσαν να αποτελούν η προσδοκία του ερχομού του Γκοντό και της αναβλητικότητας του από μέρα σε μέρα. Παρακολουθήσαμε την δημιουργία ενός σκηνοθέτη και τεσσάρων ηθοποιών να επαναφέρουν, να επαναδιατυπώσουν σκηνικά το έργο που σχολιάσαμε πιο πάνω. Κι αφού αναλύσαμε τους διαλόγους, εξετάσαμε ατάκα την ατάκα ακόμα και συλλαβή τη συλλαβή, ψάξαμε σε κάθε γωνιά και άκρη της διάνοιας και της γνώσης μήπως και βρούμε από πού προκύπτουν  τα τέσσερα πρόσωπα που διασταυρώνονται στο μυστηριακό και άδηλο τοπίο κι αναζητήσαμε το είδος του δέντρου με την υποψία πως αποτελεί κάποια έμμεση αναφορά σε δρυιδικές λατρείες, καταλήξαμε πως η μόνη λύση είναι να το σκηνοθετούμε και να το ερμηνεύουμε συγκαλύπτοντας τα αδιέξοδα της κατανόησης του με τεχνικές και αισθητικές που εκφράζουν το θεατρικό παίζειν κάθε εκδοχής.
 Η εύκολη πλευρά του προβλήματος είναι ασφαλώς η θεατροποίηση του κειμένου. 

Προτάθηκαν μέχρι σήμερα σκηνοθετικές προσεγγίσεις σε πολλές εκφάνσεις ανάλογα με τις τάσεις που ισχύουν σε διάφορες εποχές και χώρες η ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες η τις τεχνικές που χαρακτήριζαν τους σκηνοθέτες που επιχείρησαν την σκηνική του έκφραση. Κανένας ωστόσο δεν έφτασε να κάνει έστω μια πειστική νύξη για την προσέγγιση του νοήματος του. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Αλλά αυτό το κλείσαμε πιο πάνω. Το πως έστησε την τελετουργία του ο Σάββας Στρούμπος είναι αυτό που μας απασχολεί εδώ. Φανέρωσε μονομιάς τα τέσσερα πρόσωπα, ιεροπράκτες  του Μυστηρίου, τα διέταξε σταυρικά δίνοντας σε καθένα ένα σημείο του ορίζοντα. Ανατολή ο Βλαντιμιρ κι αντικριστά του δυτικά ο Εστραγκόν. Σε αδράνεια, επιφορτισμένα μόνο να παράγουν  ηχητικές εντυπώσεις με φωνητικά, λαρυγγισμούς, κροταλισμούς και γρατζουνίσματα τα άλλα δυο πρόσωπα σε ύπτια θέση, κορίτσια αυτά ενώ οι αρχικοί ρόλοι αγόρια. Στη μέση σύμβολο του δέντρου θάμνωδες κατασκεύασμα με καμπυλωμένες μεταλλικές βέργες. Σωματικά στρεβλωμένος ο Βλαντιμίρ, καταφάνερα με ψυχογενή σπαστικότητα και στην απέναντι πλευρά ο Εστραγκόν με συμπεριφορά και εκφορά αυτιστικού, δημιουργούν την εικόνα δυο ιδρυματικών ατόμων. Η άποψη ενισχύει το αλλόκοτο αλλά υπονομεύει το παράλογο. Αν προσθέσεις ρεαλιστικά χαρακτηριστικά σε συμβολικά όντα τα καθιστάς κοσμικά. Δυο άτομα διαταραγμένα εξ άλλου, φυσικό να μοιράζονται φανταστικές αναμονές και να διατηρούν ψευδαισθήσεις.


Από τεχνική άποψη ωστόσο η εκτέλεση είναι άψογη και αξιοθαύμαστη και διακρίνεται η τερζοπουλική επιρροή στην ιδιαιτερότητα της σωματικής συμπεριφοράς. Αναμφισβήτητα  η συνεχής ενεργητικότητα και οι ποικιλία των στάσεων και των φερσιμάτων κρατάει τον θεατή σε συνεχή εγρήγορση. Η εμφάνιση του Πόντζο με τον Λάκυ, η μετατροπή δηλαδή των δυο κοριτσιών στους δυο μπεκετικούς ήρωες στερούνταν τον αιφνιδιασμό της απροσδόκητης εισόδου του εντυπωσιακού αυτού δίδυμου.  Αν ωστόσο χάθηκε αυτή η εντύπωση η σκηνές των τεσσάρων ζωήρεψαν το θέαμα με τις πλούσιες υποκριτικές συνταιριασμένες στην παρανοϊκή και  αλλοπρόσαλλη στοιχείωση των διαλόγων. Είναι φανερός ο μόχθος και η προσπάθεια αλλά και ξεκάθαρη η άποψη και η σταθερή πορεία προς την ολοκλήρωση της. Όποιος ξέρει κάπως την «τσαγκαρική» αναγνωρίζει την διαδικασία.

Στις ερμηνείες των ηθοποιών πρέπει να σταθεί με σεβασμό η κριτική. Ηρωική η προσπάθεια του καθενός και άθλος η πραγματοποίηση της. Θερμή επιδοκιμασία για τον Βλαντιμίρ του Χρήστου Κοντογιώργη και αντίστοιχα για τον Εστραγκόν του Κωνσταντίνου Γώγουλα. Πιστή στην άποψη ο Πότζο της Εβελύν Ασουάντ μόνο που δεν κατάλαβα γιατί η σκηνοθεσία διατήρησε τα θηλυκά χαρακτηριστικά της ηθοποιού στο ρόλο. Δεν κάλυψε δηλαδή ενδυματολογικά το φύλο ώστε να μας δώσει έναν εξουσιαστή, δήμιο, τύραννο, έστω άφυλο. Δεν κατάλαβα την ιδέα, γιατί ασφαλώς δεν είναι αμέλεια η ξεκάθαρη θηλυκότητα του ρόλου ακόμα και στην εξαιρετική κατά τα άλλα εκφορά. Στην περίπτωση του Λάκυ της Ελλης Ιγγκλιζ η ουδετεροποίηση ήταν απόλυτα σαφής κι έχω να προσθέσω πως η ερμηνεία ολόκληρου του ρόλου αλλά ιδιαίτερα ο παραληρηματικός μονόλογος. Η μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη δεν δυσκόλεψε ούτε την παράσταση ούτε τον θεατή.


Γιώργος Χατζηδάκης


Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Πρόταση παραστασιοποιημένης αφήγησης



Θουκυδίδης : Μαθήματα πολέμου                   

Υπόγειο Μεγάρου Μουσικής


Δεν κρίνεται με τις συνήθεις μεζούρες η παράσταση «Μαθήματα πολέμου» κι αυτό επειδή δεν είναι μια παράσταση σαν όλες τις άλλες. Ο κριτικός στέκεται αμήχανος πάνω απ’ το πληκτρολόγιο του.  Πρέπει να παρατήσει στην άκρη τους κώδικες του, τους κανόνες και τους τύπους.  Αναλογίζεται και ανακαλεί εικόνες και εντυπώσεις, κείμενο, εκφορά, τις εμπνεύσεις που μετέτρεψαν το λόγο του Θουκυδίδη σε παραστασιοποιημένο αφήγημα με αλληλουχία σκηνών ποίησης και θηριωδίας και διαπιστώνει πως δεν έχει να αντιμετωπίσει μια θεατρική παράσταση με τις καθιερωμένες δομές της αλλά ένα σκηνικό σύμφυρμα, ένα συμπίλημα ευφάνταστων ευρημάτων, συνταιριασμένο στην εξυπηρέτηση μιας  εξιστόρησης ανάγλυφων εντυπώσεων. Κι εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη παρατήρηση. Πώς ο ρήτορας επιλέγει με φαντασία και προσοχή τις φράσεις που θα αιχμαλωτίσουν την προσήλωση του ακροατή του έτσι και ο Δημήτρης Λιγνάδης θα κινηθεί μέσα απ’ τον λόγο του Θουκυδίδη, θα ελιχθεί μέσα απ’ τις περιγραφές και τις αφηγήσεις και θα διαλέξει κομμάτια για να τα ζωντανέψει άλλοτε με αποστασιοποιημένη πραότητα κι άλλοτε φορτισμένα με την αγριότητα μιας ανελέητης σφαγής. Διαλέγει τμήματα του κειμένου, μεγάλα η μικρά εδάφια για τα μετατρέψει σε μάθημα, σε επιτελική πολεμική σύσκεψη, σε εικόνα ειρηνικής σπουδής, σε λόγο διδακτικό, σε ρεαλιστικές εξαγγελικές ανακοινώσεις και σε σκηνές πολεμικής αλλοφροσύνης. Στην  επιτυχία αυτών των επιλογών έγκειται νομίζω η κύρια αρετή αυτής της παραστασιοποιημένης σκηνικής σύνθεσης.


Σ’ αυτό το συγκεκριμένο  δημιουργικό του σύνθεμα ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί  μόνο με μια τυπική εγκωμιαστική κριτική για το επίτευγμα του, όπως και ο Γιάννης Λιγνάδης και η μεταφραστική του δουλειά και τις δικές του προτάσεις και επιλογές. Θα αδικηθούν κατάφορα και οι δυο με έναν έπαινο η μερικά εντυπωσιασμένα επίθετα. Η προσέγγιση ενός ιστορικού κειμένου, με τον εναργή τρόπο που τα δυο αδέλφια Δημήτρης και Γιάννης Λιγνάδης, στον τομέα του ο καθένας, έφτασαν το  αποτέλεσμα που είδαμε αποκαθιστά, κατά έναν τρόπο, την επαφή με τους ραψωδούς και αοιδούς, την επαφή που διακόπηκε όταν οι τραγικοί άρχισαν να αποσπούν επεισόδια από τους μεγάλους μυθολογικούς κύκλους για το θέατρο, το καινούργιο είδος αφήγησης που προέκυψε από τον 6ο αιώνα και ύστερα.


Εκτός απ’ τις δυο αναφορές που έχουμε στην Οδύσσεια για δυο ραψωδούς, τον Δημόδοκο και τον Φήμιο, καμιά άλλη πιο συγκεκριμένη νύξη δεν διαθέτουμε για τον τρόπο που τελούνταν οι αφηγήσεις των επών. Ψάλλονταν προσωδιακά υποθέτουμε, απαγγέλλονταν μήπως, υπήρχε ίσως συνοδός και κιθαρωδός, αν χρησιμοποιήθηκε κάποια στιγμή δεύτερο πρόσωπο για μεγαλύτερη έμφαση, δεν μπορούμε να βασιστούμε σε καμιά πηγή αλλά μόνο να φανταστούμε τις μορφές και τους αυτοσχεδιασμούς που οι περιπλανώμενοι για αιώνες παραμυθάδες αφηγούνταν τις μυθικές ανδραγαθίες και τους ιστορικούς πολέμους του παρελθόντος. Ούτε με ποιό τρόπο αποδίδονταν οι περιπετειώδεις περιγραφές των ποιητικών κειμένων, οι πολεμικές σκηνές, οι άγριες μονομαχίες. Είναι σαφές πως το αρχαίο θέατρο διέκοψε την εξέλιξη των αφηγήσεων των επών περνώντας  στην καινούργια αναπαραστατική δυνατότητα του δράματος. Αναμφισβήτητα η δραματοποίηση ήταν μια πρόοδος στην αφηγηματική τεχνική των μοναχικών και περιοδευόντων ποιητών. Δεν μπορούμε να την φαντασθούμε ακόμα και αν δοκιμάσουμε να σχηματίσουμε μια ιδέα μελετώντας την εξέλιξη που είχε η αφήγηση των μυθολογικών περιστατικών στη Ρώμη από τον 3ο αιώνα και ύστερα. Τότε που η σκηνογραφία, η γλυπτική με τις ευφάνταστες τεχνοτροπίες και οι μηχανικές εξελίξεις έστηναν εντυπωσιακές εικονογραφικές συνθέσεις. Η έλλειψη περισσότερων στοιχείων για τις αφηγηματικές αναπαραστάσεις σταματάει ίσως ως εκεί.
Με την παράσταση που είδαμε στο υπόγειο του Μεγάρου βρεθήκαμε σε μια σχεδόν αποκαλυπτική δυνατότητα συνέχειας αυτής της διακοπής. Γίναμε μάρτυρες μιας εντυπωσιακής πρότασης για μια σύνθεση αφηγηματικού λόγου, αναπαραστατικών σκηνών με ποιητική ελλειπτικότητα, με πολεμικό μένος, με μουσική σύμπλεξη στις εναλλασσόμενες φάσεις των ιστορικών περιγραφών που ανεβοκατέβαιναν σε άγριους και ήπιους κυματισμούς, σαν ένας μανιώδης χορός με τον Άρη και τον Διόνυσο, με τους ηθοποιούς άλλοτε σαν σπουδαστές που μελετούν τα κείμενα κι άλλοτε πολεμιστές, τους ίδιους  εξάγγελους, ήρωες και μάρτυρες των αιματηρών γεγονότων. Συνοπτικά μια ισχυρή εντυπωσιακή εμπειρία για τον θεατή αλλά μια αιφνιδιαστική αποκάλυψη για τον κριτικό.
Ύστερα απ’ αυτή την στάση, την εξέλιξη, την ιδέα, οι προσεγγίσεις με ανάλογους τρόπους των μεγάλων αφηγηματικών κειμένων της αρχαίας και της ελληνιστικής γραμματείας, τον Ηρόδοτο, τον Παυσανία, τον Πλούταρχο, τους Αλεξανδρινούς επικούς, όπως τον Απολλώνιο Ρόδιο με τα «Αργοναυτικά» η τον Νόννο Πανοπολίτη με τα «Διονυσιακά», η τον Διόδωρο το Σικελιώτη. Ακόμα τα εγκαταλελειμμένα Κύκλια Έπη, όσα αποσπάσματα σώζονται αλλά και το σώο «Τα μεθ΄ Όμηρον» του Κόιντου του Σμυρναίου. Και σε μεταγενέστερες πηγές στους βυζαντινούς Ψελλό και Σκυλίτζη και στα λαϊκά έπη, στη «Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου» του Ψευδοκαλλισθένη, στον «Κρητικό Πόλεμο» του Μπουνιαλή και το «Χρονικό του Μορέως» και τόσα άλλα. Ο τρόπος προσέγγισης με προσιτό και εύληπτο λόγο, με γλωσσικές μεταφράσεις και τροποποιήσεις, στην εκφορά και την δραματοποίηση, στη μουσική συμμέθεξη με τον λόγο που μας προτάθηκε, στην εικαστική υποβλητικότητα των αλλεπάλληλων εικόνων, βρίσκεται νομίζω η σοβαρή, η σοβαρότερη μέχρι σήμερα πρόταση να στραφούμε στα πλούσια κοιτάσματα της παράδοσης μας. Μια νέα αντίληψη που θα μας επιτρέψει να ξεκόψουμε επιτέλους από την εξαντλητική κατάχρηση των αρχαίων δραμάτων και να επικοινωνήσουμε με γνήσιο και ανόθευτο θεατρικό τρόπο και με άλλα αρχαία και νεότερα κείμενα που στοιχειοθετούν την διαδρομή του ελληνισμού.
Κι ερχόμαστε στο συγκρότημα, στο σύνολο των λειτουργών, στην ομάδα, στο θίασο που ευλόγησε, που ευνόησε, που εύπραξε το έργο το σπουδαίο. Στη σκηνή κυριαρχεί η παρουσία του σκηνοθέτη που σαν διευθυντής ορχήστρας συνεργεί και  συμμετέχει καθοδηγώντας την πορεία της εξέλιξης, έχοντας  μέρισμα αφήγησης και υπόκρισης. Σφιχτή, δραστήρια και ενεργητική με συνεχή εμφαντικότητα η ομάδα που αποτελείται από την Aurora Marion, τον Βασίλη Αθανασόπουλο, τον Κώστα Νικούλι, τον Ανδρέα Καρτσάτο και την Κατερίνα Πατσιάνη, νέοι και προικισμένοι όλοι. Κεφαλαιώδης η συμμετοχή της μουσικής στο συνολικό αποτέλεσμα είναι σύνθεση του Θοδωρή Οικονόμου. 
Και να συμπληρώσω πως στις αξίες του παραπάνω σκηνικού ντοκουμέντου δεν έχει σημαντική θέση το αντιπολεμικό του κήρυγμα έχει όμως εξαιρετική σημασία η διάδοση του λόγου του Θουκυδίδη και με υπογράμμιση πρέπει ο σχολιαστής της σκηνικής αυτής μεταφοράς να μην παραλείψει να επαινέσει ανάμεσα στα άλλα και την έμπνευση να συστήνονται οι ηθοποιοί με τα ονόματα τους, πρόβλεψη για να τον θεατή να μην παγιδευτεί συναισθηματικά από τα περιστατικά αλλά να παραμείνει αντικειμενικός δέκτης του ιστορικού λόγου. Ευρηματική προσπάθεια αποστασιοποίησης, που την τόνισε η εισαγωγή της καθηγήτριας ιστορικού Ανδρονίκης Μακρή, χρήσιμη πληροφόρηση αλλά και ενισχυτική του χαρακτήρα της ψυχρής προσέγγισης των γεγονότων. Να μην παραλείψουμε για λόγους καθαρά ηθικούς αλλά και ευρύτερα ουσιαστικούς να αναφέρουμε πως τα «Μαθήματα Πολέμου» αποτελούν συμπαραγωγή της Dramaticus και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Σωματείο Διάζωμα, στο πλαίσιο του κύκλου ΘΕΑΤΡΟ@MEGARON UNDERGROUND καθώς και με την υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Πρωτοβουλίες επαινετές.

Γιώργος Χατζηδάκης


Διθυραμβικοί έπαινοι του ξένου τύπου για την παράσταση 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Υβρίδιο μιας μεταλλαγμένης θεατρικής κουλτούρας


Ζι Ζουν Ζιανγκ : Ο ορφανός Τζάο 
Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή




Ένα κινέζικο παραμυθόδραμα που σύμφωνα με το πρόγραμμα γράφτηκε τον 13ο αιώνα και αποδίδεται στον Ζι Ζουν Ζιανγκ, άγνωστο μας από οτιδήποτε άλλο. Μια απλοϊκή ιστορία που αγγίζει ολίγον την περιπέτεια του Μωυσή, του Χριστού, του Οιδίποδα και του Ορέστη κι άλλων πολλών συγγενικών μύθων όπου ένα νεογέννητο διασώζεται για να εκδικηθεί μεγαλώνοντας τον φόνο των γονιών του Το Χόλλυγουντ έχει κάνει κατάχρηση υπερβολική του ευρήματος σε βαθμό πλήξης.. Όσον αφορά το συσχετισμό με τον Άμλετ, ατυχέστατη η ιδέα. Ούτε κατά διάνοια. Καμία σχέση σε κανένα επίπεδο. Αλλά μην σπεύδουμε σε συσχετίσεις και αξιολογήσεις γιατί δεν ξέρουμε ποια ήταν η πρωταρχική μορφή του έργου που μας παρουσίασε το Εθνικό μας Θέατρο. Έχουμε περιθώρια να υποπτευθούμε πως οι ηθικές αξίες, η καταδίκη της βίας και της αγριότητας των δυναστειών, που η επιβίωση του Ορφανού Τζάο την διαιωνίζει, είναι στοιχεία που προστέθηκαν εκ των υστέρων. Άλλωστε σκοντάφτουμε σε μια δραματουργική ασυνέπεια. Γιατί θα επιβίωνε ο Τζάο αν όχι για να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα του και σφετεριστή του θρόνου; Για να τον συγχωρέσει διαψεύδοντας τις προσδοκίες του θεατή θρεμμένες με την ηθική της εκδίκησης; Το πρόσωπο του αγαθού γιατρού, του φορέα συναισθηματικών αντιτάσεων δεν το συναντάμε ποτέ στους παραδοσιακούς μύθους των Κινέζων. Η συγνώμη ως ηθική αξία δεν εμφανίζεται στην κινέζικη παράδοση παρά μόνο μετά τον 19ο αιώνα, όπως φαντάζομαι. Καθόλου υποχρεωμένοι δεν είμαστε εξ άλλου να συγκινηθούμε επειδή φημολογείται πως το στόρυ αυτό αγαπήθηκε πολύ σε όλο τον κόσμο και γνώρισε αναρίθμητες αναβιώσεις στο θέατρο, στην όπερα, στον χορό πανηγυρικά επιβεβαιωμένα και στον κινηματογράφο.



Πρόκειται, λέει για το πρώτο δράμα της Κίνας που μεταφράστηκε σε ευρωπαϊκές γλώσσες και ενέπνευσε δεκάδες διασκευές, μεταξύ των οποίων, του Βολταίρου και του Μεταστάσιου, αλλά και μια ημιτελή εκδοχή από τον Γκαίτε. Ε, και λοιπόν; Πήρε ξαφνικά το έργο κάποια αξία μεγαλύτερη απ’ αυτή που αυτό το ίδιο έχει; Ισχνό, τετριμμένο σενάριο βίας και αγριότητας που την όποια λογοτεχνική αξία του ούτε να την υποθέσουμε δεν μπορούμε απ’ την επίπεδη και φτωχή του μετάφραση, μάλλον διασκευή που παρακολουθήσαμε. Αν τα λογοτεχνικά έργα της κινεζικής παράδοσης είναι σ’ αυτό το επίπεδο 2000 χρόνια μετά τον Όμηρο και 1800 μετά τους τραγικούς, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να το διατυμπανίζουμε στεντωρίως.



Σπεύδω ωστόσο να δηλώσω απολύτως ανίδεος και ανενημέρωτος για την ιστορία και το παρελθόν της κινέζικης κουλτούρας, μια αδυναμία που όπως φαίνεται πολύ σύντομα θα υποχρεωθώ κι εγώ και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μας να την αντιμετωπίσουμε μιας και η Κίνα μπήκε δυναμικά στο δρόμο του μεταξιού κι έρχεται ραγδαία. Το ίδιο έργο είχε ανέβει ξανά πριν από μερικά χρόνια στο θέατρο Αμόρε νομίζω και σε σκηνοθεσία του Μοσχόπουλου και απ' τις κριτικές που διαβάζω καμία εντύπωση δεν μας προκάλεσε ούτε καμιά αγαθή ανάμνηση μας άφησε. Ωστόσο αγαπητέ μου αναγνώστη η μεγάλη ασιατική χώρα καταφθάνει σταθερά και επίσημα και όλες οι γνωστές μέχρι σήμερα περιπέτειες της ανθρωπότητας, όσον αφορά τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τις μεταναστεύσεις λαών, θα αποτελούν απλές ιστορικές παραγράφους μπροστά στην τεράστια πλημμυρίδα που επέρχεται. Στον τομέα της κουλτούρας και της επικοινωνίας γενικότερα πρωτοφανείς ανατροπές θα σημειωθούν και αναμφισβήτητα καινούργια φαινόμενα θα προκύψουν που δεν θα μοιάζουν σε τίποτα και με κανένα από τα μέχρι τώρα γνωστά.



Ας έρθουμε στη συγκεκριμένη μικτή παράσταση που πραγματοποίησε του Εθνικό εξασφαλίζοντας όλες τις προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατό πληρέστερη παραγωγή μιας και το εγχείρημα απαιτούσε προσοχή και λεπτουργικούς χειρισμούς σαν μια δύσκολη χειρουργική μεταμόσχευση. Προσωπικά για το κινέζικο θέατρο πολύ λίγα πράγματα γνωρίζω, όσα αποκόμισα από δυο παραστάσεις που παρακολούθησα κάποτε στο παρελθόν, ούτε θυμάμαι ποιες και πότε, και από σποραδικά διαβάσματα, δηλαδή προσεγγίσεις τυχαίες και αμεθόδευτες. Ωστόσο έχω συγκρατήσει μια κάποια εντύπωση από της παραστατικές περιγραφές που κάνει ο Καζαντζάκης μεταφέροντας τους μύθους των έργων και τις εντυπώσεις των παραστάσεων και τις τεχνικές των ηθοποιών. Ομολογώ επίσης πως οι εντυπώσεις μου για την ελληνοκινέζικη σύνθεση που παρακολούθησα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού, στηρίζονται στις παραστάσεις του τελευταίου διαστήματος που κάποιοι βασικοί Κινέζοι ηθοποιοί είχαν αποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί από δικούς μας. Ωστόσο έργο, διασκευή και σκηνοθεσία, μουσική, σκηνογραφία και κοστούμια ήταν κινέζικης αντίληψης και κάποιοι Κινέζοι που διατηρήθηκαν στη διανομή κι έτσι μας επιτρέπεται να θεωρούμε την άποψή μας εδραιωμένη επαρκώς. Μ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε πως το ταίριασμα πέτυχε απόλυτα. Η παράσταση δεν έδειξε πουθενά να αντιδρά στο μόσχευμα αλλά σε κανένα σημείο η συγκόλληση δεν κατόρθωσε να συγκαλύψει τις διαφορές. Δεν ήταν ούτε μια ελληνική παράσταση που αφομοίωσε ένα ξένο έργο, ούτε μια κινέζικη παράσταση που προσπαθούσε να γίνει αποδεκτή από έναν ξένο θεατή, ούτε μια ελληνοκινέζικη παράσταση που η μια παράδοση συγχωνευόταν αρμονικά μέσα στην άλλη.



Οι διαφορές ήταν φανερές και απολύτως αισθητές κυρίως με κείνους τους ξαφνικούς εκρηκτικούς εκκωφαντικούς ήχους που σε ανατίναζαν κανονικά. Οι δικοί μας με τις φιλότιμες καλλιτεχνικές τους προσπάθειες έδειχναν πως με αυταπάρνηση υποστήριζαν μια μασκαράτα. Η σκηνοθεσία και οι υποκριτικές υποδείξεις περιορίστηκαν σε σχήματα και σχηματισμούς, κανένα συναίσθημα και κανένα δέος, τίποτα το τελετουργικά ριγιλόν, παρ’ ότι οι ηθοποιοί μας έδειξαν ξεκάθαρα πως ξόδευαν το πάθος τους και κάθε υποκριτική τους ικανότητα για να δώσουν κάποια διάσταση στους καρτουνίστικους ρόλους τους. Η διαφορά ωστόσο φάνηκε ξεκάθαρα με την εμφάνιση της κινέζας με την χαρακτηριστική τεχνική του τόπου της που έδειξε απροκάλυπτα τις διαφορές με κάθε δική μας ατελέσφορη προσπάθεια να βρεθούμε κοντά σε μια ολότελα διαφορετική παράδοση. Αν υποτεθεί πως και τα έργα του ελληνικού αρχαίου θεάτρου όταν παρασταίνονταν συγγένευαν με την τοτεμική αυτή φόρμα, οι δυτικές επιρροές μας και οι αναβιωτικές αντιλήψεις του 18ου απομάκρυναν το θέατρο πολύ από αυτή την τελετουργική αντίληψη.




Είναι απολύτως βέβαιο πως στα επόμενα χρόνια θα βρισκόμαστε όλο και πιο συχνά μπροστά σε πολλές παρόμοιες απόπειρες που άλλοτε θα δίνουν αισιόδοξα υβρίδια ενός νέου γένους, μιας καλομιξαρισμένης σκηνικής αισθητικής, όπως αυτό που παρακολουθήσαμε κι άλλοτε τερατικές μεταλλάξεις φραγκενσταϊνικού τύπου που θα τις επιχειρούν για καταναλωτικούς σκοπούς επιτήδειοι επιχειρηματίες για την προσέλκυση κοινού ελληνοκινεζικής σύνθεσης η μάλλον κινεζοελληνικής μιας και η ποσοστική υπεροχή των ασιατών μετοίκων προβλέπεται στα μέγιστα μέτρα. Και επειδή ο υπογραφόμενος θεωρεί πως η παράσταση του «Ορφανού Τζάο» από το Εθνικό μας θέατρο βρίσκεται στην αφετηρία πολλών άλλων παραδίδω τα ονόματα των Ελλήνων ηθοποιών και των Κινέζων συναδέλφων τους όπως τα αντιγράφω από τα ηλεκτρονικά σάιτ επειδή την παληά καλή συνήθεια του Εθνικού να συνοδεύεται η πρόσκληση του κριτικού και από ένα πρόγραμμα έχει εγκαταλειφθεί και ο κριτικός αμελεί να το ζητήσει περιοριζόμαστε σε όσα μας δίνει το κύκλωμα των μέσων. Λοιπόν : Τσεν Γου (Ορφανός Τζάο), Θανάσης Ακοκκαλίδης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Γιώργος Ζυγούρης, Σταύρος Καραγιάννης, Γιασεμή Κηλαϊδόνη. Ελίζα Κουνάδη, Λήδα Διδασκάλου, Δαυίδ Μαλτέζε, Στρατής Πανούριος, Δήμητρα Χριστοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Τάσος Πυργιέρης και ο Θανάσης Σαράντος. Σκηνοθέτης ο Ουάν Σιαογίν. Δεν ξεχωρίζω κανέναν καλύπτοντας όλους με την γενική αναφορά πως δώσανε ζωή και σφρίγος σ’ ένα απλοϊκό ασιατικό παραμυθόδραμα.

Γιώργος Χατζηδάκης