Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Μια σκηνοθετική αήθεια σε βαθμό προσβολής



Χάρολντ Πίντερ : Παλιοί Καιροί                                                       

Θέατρο Τέχνης- Υπόγειο


Δηλώνω αναρμόδιος. Πιθανώς επειδή δεν κατέχω κανένα πτυχίου πανεπιστημιακής δυνατότητας που θα μου έδινε τα εφόδια να επικαλεστώ βιβλιογραφίες που θα με βοηθούσαν να κατανοήσω τα καμώματα του σκηνοθέτη ούτε και διπλώματα ισάξια άλλης επιστήμης που θα μου επέτρεπαν να εισχωρήσω στο βάθος των κινήτρων η των τραυμάτων η τέλος πάντων στα ερέβη της ψυχολογίας απ’ όπου ξεκινούν οι προθέσεις, οι ενέργειες και οι συμπεριφορές ενός εκάστου εξ ημών, μηδέ και κάποιων σκηνοθετών εν προκειμένω. Δηλώνω λοιπόν αναρμόδιος να κατανοήσω και να εξηγήσω γιατί ο σκηνοθέτης παρέλαβε τρεις απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς μας. ένα κείμενο καταξιωμένο σπουδαίου συγγραφέα, εγκαταστάθηκε σ’ ένα θέατρο που είναι περισσότερο τέμενος και κακοποίησε, πρόσβαλε, ασχημόνησε, κυριολεκτικά διέλυσε έργο, ηθοποιούς, βεβήλωσε το χώρο και ταλαιπώρησε παραπλανώντας τους θεατές που εμπιστεύτηκαν το θέατρο και την ιστορία του, το έργο με το καλής μαρτυρίας βιογραφικό, τον συγγραφέα μ’ ένα αξιοσέβαστο πνευματικό ανάστημα και τρεις ηθοποιούς που παραμόρφωσε την υποκριτική τους προσωπικότητα, διαστρέβλωσε την τεχνική της εκφοράς τους και κακοποίησε την σκηνική τους παρουσία με τα παιδαριώδη κινηματογραφικά τεχνάσματα σαν ένα ανήλικο η άτομο καθυστερημένο, που παίζει με τις κάμερες και διασκεδάζει με τα πλάνα που προκύπτουν.


Πρόταξα στον τίτλο του παρόντος την λέξη αήθεια στη θέση της κακοήθειας, όπως θα ταίριαζε περισσότερο. Βαριά κουβέντα αλλά τι άλλο παρά κακοήθεια είναι όταν καλείς τους θεατές να παρακολουθήσουν ένα έργο με γνωστό τίτλο και παρελθόν, ενός αξιοσέβαστου συγγραφέα με ξεχωριστή θέση στο θέατρο του 20ου αιώνα, με τρεις ηθοποιούς λαμπρών συμμετοχών ίσαμε τώρα και εσύ «τα γράφεις» όλα αυτά και καταγίνεσαι με πλαναρίσματα παράδοξων λήψεων αποσπώντας απολύτως την προσοχή του θεατή από το κείμενο, την υπόθεση και την ερμηνεία των ηθοποιών; Και μην ακούσω από τον σκηνοθέτη η από κανέναν από κείνους τους τάχα ειδικούς που ανεμίζουν κάποιο πτυχίο ως παντιέρα νικηφόρου αγώνα, πως όλα αυτά είναι πρωτοπορίες και πειραματισμοί που ανοίγουν νέους δρόμους στο θέατρο. Επειδή κρατάω από πολλά χρόνια ετούτα τα πόστα και τον Γιάννη Χουβαρδά τον παρακολουθώ από τα θεατρικά του γεννοφάσκια, από την πρώτη του παράσταση στο Κολέγιο κι έχω γίνει μάρτυρας όλης της διαδρομής του, είναι αφέλεια ως βλακεία να περιμένουμε πρωτοπορία από έναν σκηνοθέτη που έδωσε ότι είχε να δώσει. Και είναι αλήθεια πως στο παρελθόν έδωσε αρκετά και σημαντικά. Όσο για τα κινηματογραφικά καμώματα με τις κάμερες επί σκηνής να προβάλλουν στην οθόνη από άλλη γωνία λήψης το πρόσωπο που μιλάει η το άλλο που ακούει, άλλοτε σε γκρο τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια, τα δάχτυλα, τα πέλματα, τις απόκρυφες περιοχές του κορμιού τους με ζουμ, άλλοτε τα σερβίτσια του τσαγιού κι άλλες γκροτεσκαρισμένες λεπτομέρειες κι άλλοτε σε υποχρεωτικές παύσεις με παράσιτα «χιόνια» στην οθόνη η όπως σκρατς στο βίντεο. Να σημειωθεί πως οι ηθοποιοί χειρίζονταν οι ίδιοι τις λήψεις μετακινώντας τις θέσεις της κάμερας διακόπτοντας την ροή της δράσης η σιωπώντας και παίρνοντας πόζες, όρθιοι η ξαπλωτοί για να τους βλέπουμε σε στάσεις ποικίλες . Επινοήσεις ενός ανήλικου, πριν απ’ το στάδιο της αυτοϊκανοποίησης, που βρήκε ξεκλείδωτη την κάμερα του μπαμπά και κάνει παλαβομάρες της ηλικίας του.


Όσον αφορά το άλλοθι της πρωτοπορίας και του πειραματισμού, ας σημειωθεί πως ουδέν καινόν υπό τον ήλιον. Δέκα ακριβώς χρόνια πρωτύτερα στα 2008 στη θεατρική αίθουσα Θύρα Τέχνης ένας νέος σκηνοθέτης με ανήσυχο και ευφάνταστο, ο Δημήτρης Τσιάμης (Τώρα μάλλον ζει στο Λονδίνο) είχε ανεβάσει ένα θέαμα που χρησιμοποιούσε στη διάρκεια της παράστασης έναν χειριστή ηθοποιό που με την κάμερα στο χέρι βιντεοσκοπούσε συνεχώς όλη τη δράση του έργου ενώ ταυτόχρονα μέσω ενός λάπτοπ, που το τροφοδοτούσε από μακρυά, έστελνε την εικόνα σε μια δυο κάμερες προβολής με όποια παραμόρφωση η μεγέθυνση του ερχόταν κείνη τη στιγμή. Το έργο απαιτούσε μια τέτοια παρέμβαση. Τίτλος του θεάματος ήταν «Στους Dada θα άρεσε μια νύχτα σαν αυτή» και φυσικά το εύρημα με την διαρκή βιντεοσκόπηση ήταν απολύτως ταιριαστό με το θέμα της παράσταση δηλαδή τη ζωή ενός ζωγράφου από τους ιερείς του ντανταϊσμού. Η ομάδα που είχε τίτλο «Per Theater Formance» και για την ιστορία σημειώνω τα ονόματα τους Βασιλική Πολυμένη, Άντζελα Χριστοφίλου, Γιώργος Βρόντος και Θοδωρής Σμέρος. Το κείμενο το είχε γράψει η Κωνσταντίνα Σταθουλοπούλου και τους χειρισμούς της κάμερας και τις προβολές τις έκανε ο Παναγιώτης Γιαννιός. Προς ενημέρωση των ενδιαφερομένων στην κριτική μου ( Blog ΘΕΑΤΡΟΚΡΙΣΙΑ 2008) είχα σημειώσει μεταξύ άλλων και τα παρακάτω : « Μ’ ένα χείμαρρο ευρηματικότητας και καταιγιστικών εμπνεύσεων ο Δημήτρης Τσιάμης μας εισάγει σ’ έναν αιφνιδιαστικό κόσμο ανακολουθίας, παράλογου, ονείρου που πάει να πει στο κόσμο του υπερρεαλισμού. Το θέαμα «Στους DADA θα άρεσε μια νύχτα σαν αυτή» είναι μια αυθαίρετη ψηφιδογραφία ενός ντανταϊστικού περιβάλλοντος καθώς επιχειρείται να τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτό η εικόνα ενός απ’ τους ιερείς τον ντανταϊσμού και ταυτόχρονα να σχηματιστεί το αμφισβητισιακό έναυσμα του κινήματος….».  Σε κείνη λοιπόν την παράσταση φίλτατε αναγνώστη η βιντεοσκόπηση και οι παραμορφωτικές προβολές, που πολλές φορές μεγάλωναν τόσο που τα πρόσωπα καταλάμβαναν όλο το χώρο κι άλλοτε προβάλλονταν πάνω στα ίδια τα πρόσωπα και στα σώματα των ηθοποιών, οι βιντεοσκοπήσεις ζυμώνονταν με το έργο και την αισθητική του αναγκαιότητα. Έτσι που ο βιντεοσκόπος μπαλαντέρ κινούνταν συνεχώς ανάμεσα στους ηθοποιούς σ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, αυτοσχεδιάζοντας κάθε φορά τις λήψεις και τις προβολές του. Ένα προηγούμενο μια δεκαετία προγενέστερο από την τωρινή «καινοτομία» ( μήπως καλύτερα κενοτομία )  που τότε είχε άρρηκτη σχέση με το θέμα, μια νεανική τόλμη, πρωτοτυπία και χιούμορ και που κάνει την άποψη του Χουβαρδά να δείχνει κακοχωνεμένη αντιγραφή, γεροντισμό και συντηρητισμό.


Διατηρώ σεβασμό και εκτίμηση για την Μαρία Κεχαγιόγλου που την έχω δει σε πολλούς ρόλους και κάθε φορά η εκτίμηση μου ανανεώνεται, τα ίδια αφορούν και το Χρήστο Λούλη ενώ για την Μαρία Σκουλά προστίθενται και υποκειμενικά δεδομένα μιας και την παρακολουθώ από τα πρώτα της βήματα, απ’ τον καιρό της σχολής και της ομάδας που είχαν σχηματίσει με τον Πέτρο Γάλλια, στενοχωρούμαι ωστόσο και για τους τρεις που υποχρεώθηκαν να υποκύψουν στις απρονόητες μοντερνιές του σκηνοθέτη που έπνιξαν τις ερμηνείες τους αλλοιώνοντας την επαφή την τους με τους τόσο ενδιαφέροντες ρόλους. Θυμάμαι πως πιο διακριτικά ο Χουβαρδάς είχε δοκιμάσεις τις κάμερες και στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα  αλλά η εφαρμογή τους σε κείνη την περίπτωση δεν υπήρξε τόσο διαλυτική, τόσο καταλυτική για το έργο και την παράσταση όσο σε τούτο το εξαιρετικό, αινιγματικό, διφορούμενο, γοητευτικό έργο του Χάρολντ Πίντερ,  χτυπώντας το στην δομή του, δηλαδή στην συνοχή του, στην ατμόσφαιρα, στην ψυχολογία των προσώπων, στην απροσδιοριστία και την υποψία που μαζί με την αιωρούμενη απειλή είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της σπουδαιότητας του όλων των έργων του συγγραφέα και του συγκεκριμένου έργου περισσότερο, με την ιδιαίτερη αβεβαιότητα των χαρακτήρων.


Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: