Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Αν ζούσε ο Σιδέρης θα έκλεινε το Μουσείο;

Έχω δυό ερωτήματα ζωτικής σημασίας
Ένα ερώτημα προς όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον κορυφαίο ιστορικό του θεάτρου μας, προς όλους αυτούς που είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο, συνεργάτη, φίλο η να είχαν έστω μια απλή γνωριμία , τι πιστεύουν, θα έκλεινε το Μουσείο, το έργο που με αυταπάρνηση δημιούργησε εκ του μηδενός, αυτός που το στοιχειοθέτησε λίγο λίγο, θα έβαζε αυτός ο ίδιος κλειδί να κλειδώσει το δημιούργημα του θάβοντας ότι πολύτιμο και σπάνιο είχε συγκεντρώσει;                                                                                                                                                              Ρωτάω την Λουίζα Μητσάκου, την Ξανθή Ζαχαριάδου, τους θεατρικούς συγγραφείς που του παράστεκαν, στους συνεργάτες που τον πλαισίωναν, τους ηθοποιούς που του εμπιστεύονταν τα ενθυμήματά τους τι πιστεύουν, θα παρέδιδε όλα αυτά στον αφανισμό;                                                                                                                                                        Εγώ πιστεύω πως ο Γιάννης Σιδέρης θα στεκόταν εκεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, και θα αγωνιζόταν με το ίδιο πάθος να βρεί  λύσεις στα δεινά, που ασφαλώς δεν θα καλυτέρευαν αν έκλεινε το Μουσείο, ούτε όμως και θα χειροτέρευαν αν έμενε ανοιχτό. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει κάθε μέρα ή δυο ώρες τρεις φορές τη βδομάδα. Να φροντίζει τα πολύτιμα εκθέματα, να φέρνει μια καθαρίστρια να καθαρίζει και να δέχεται επιλεγμένους επισκέπτες και μόνο για ειδικές εργασίες. Είμαι δε βέβαιος πως αυθόρμητα ομάδες εθελοντών, μαθητών και σπουδαστών θα συντρέχανε τον σοφό γέροντα ώστε να κρατηθεί ανοιχτό το έργο το σπουδαίο. Αυτό φαντάζομαι. Και φαντάζομαι επίσης πως ο Σιδέρης με πείσμα θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει μικρά η και μεγαλύτερα έσοδα, χορηγίες, ενισχύσεις ιδιωτικών φορέων η και έσοδα από την χρήση των αρχείων του Μουσείου. Ναι, πιστεύω πως ο Σιδέρης δεν θα το έκλεινε το Μουσείο, το έργο της ζωής του. Βέβαιο θεωρώ πως και χώρος καταλληλότερος θα βρισκόταν και το πολύτιμο ίδρυμα κάπου πολύ καλύτερα θα μεταφερόταν. Και πιστεύω επίσης πως στο μεταξύ θα βρισκόταν τρόπος να καλυφθούν τα ελλείμματα, να αντιμετωπιστεί μέρος των απαιτήσεων και να δοθούν παρατάσεις σε χρέη.

Έχω ωστόσο κι ένα άλλο ερώτημα. Γιατί σ’ όλο αυτό το διάστημα των  οκτώ χρόνων που το υλικό του Μουσείου μουχλιάζει, σαπίζει και λεηλατείται δεν ιδρύθηκε ένα ανεξάρτητο Σωματείο «Όμιλος Φίλων του Θεατρικού Μουσείου»; Ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με σοβαρά αποτελέσματα σε κάθε παράμετρο. Υπάρχουν θεματικά ευρωπαϊκά προγράμματα όχι μόνο για Μουσεία αλλά και για έρευνες. Το πολύτιμο αρχειακό υλικό του Θεατρικού μας Μουσείου, οι ομάδες των σπουδαστών ερευνητών των πανεπιστημιακών σχολών, τα σπάνια βιβλία παλαιών εκδόσεων, όλα αυτά σε δημιουργικούς συγκερασμούς θα μπορούσαν να αποδώσουν σε πολιτιστική αξία αλλά και σε οικονομική που θα υπερκάλυπτε ολόκληρο το χρέος η έστω ένα μέρος του. Παράλληλα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σεμινάρια με θέματα από τον πλούτο των αρχείων του Μουσείου με δασκάλους προσφερόμενους από το πλήθος των επίδοξων διδακτόρων. Κι άλλα πολλά θα μπορούσαν να γίνονται και σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια αδράνειας πολλά να αποδώσουν. Προσιτό παράδειγμα το Ημερολόγιο του ΤΑΣΕΗ, που καλύπτεται από ιδιωτική χορηγία και αποφέρει πολλά στο ταμείο των απόμαχων του θεάτρου. Πόσο μάλλον μια έκδοση με το δυσεύρετο αρχείο του Μουσείου και επιχορηγημένο από μια Τράπεζα η έναν πολύφερνο ιδιωτικό φορέα.

Αν λοιπόν πιστεύετε ότι ο Σιδέρης θα κρατούσε του Μουσείο ανοικτό χωρίς καμιά αρνητική συνέπεια, αντίθετα θα υπήρχε σοβαρή περίπτωση η συνέπεια να είναι πολλαπλά θετική, τότε γιατί η υπουργός Πολιτισμού δεν ανοίγει το Μουσείο και να βάλει ένα συνεργείο καθαρισμού και απεντόμωσης σώζοντας ότι δεν έχει ακόμα καταστραφεί; Αν δεν υπάρχει το απαιτούμενη πίστωση ας γίνει ένας εθελοντικός έρανος.  Αν σ’ αυτή τη λύση αντιτίθεται το Διοικητικό Συμβούλιο (καταργημένο στην ουσία, αφού σύμφωνα με το καταστατικό εδώ και χρόνια η θητεία του δεν έχει ανανεωθεί και γενικές συνελεύσεις δεν γίνονται) υπάρχει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων για άμεσες δικαστικές αποφάσεις λόγω κινδύνων  κοινής περιουσίας.        Κυρία υπουργέ ανοίξτε αμέσως το Μουσείο, ενεργείστε ρεαλιστικά για την σωτηρία του διότι το σχέδιο «Οδικός Χάρτης», ακόμα και ως ονομασία  προσβάλλει τη νοημοσύνη όλων μας κυρίως όμως τη δική μου που προς ενημέρωση σας διανύω τον 88ο χρόνο του βίου μου και απαιτώ ανάλογο σεβασμό και σοβαρότητα.

Για την ίδρυση Σωματείου Όμιλος Φίλων Θεατρικού Μουσείου, αυτό αποτελεί μια σοβαρή σοβαρότητα παράλειψη για την οποία ευθύνονται άπαντες οι ενδιαφερόμενοι και εμού μη εξαιρουμένου. Μια παράληψη που θα αποκατασταθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και θα μπει αμέσως σε δράση. Μαζί και με το άμεσο άνοιγμα του Μουσείου και την συγκρότηση Επίσημης Γνωμοδοτικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, μεριμνήστε κυρία υπουργέ και για τον Όμιλο Φίλων Θεατρικού Μουσείου, που αναπόφευκτα θα περάσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία,  ώστε το πέρασμα σας από το ΥΠΠΑ να αφήσει ένα αποτύπωμα σε αντίθεση με των προκατόχων σας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Κώδικας «αιδοίον»

Αλέξη Σταμάτη: Μελίσσια                                                                                Εθνικό Θέατρο - Σκηνή Νίκος Κούρκουλος
Είτε οξυδέρκεια την πεις είτε υπόνοια χωράει νομίζω να υποθέσουμε πως ένας κρυφός συμβολισμός κρύβεται στην ερμηνεία για το θέμα του πίνακα ζωγραφικής. Ίσως ο συγγραφέας δεν ενίσχυσε δραματουργικά αυτό το κεφαλαιώδες σημείο του έργου του, οπωσδήποτε όμως η σκηνοθετική ανεπάρκεια είναι απ΄ τις κύριες αιτίες που το στοιχείο αυτό περνάει απαρατήρητο. Και όχι μόνο αυτό. Τι παρουσιάζει λοιπόν ο πίνακας που ζωγράφισε ο γιός της δεσπόζουσας μητρικής φιγούρας που εγκαταστημένη σε μια κλίνη (άλλο ένα προκλητικό στοιχείο για αποσυμβολισμό) ως μητριαρχική θεότητα στο κέντρο του χώρου (και χρόνου) συγκεντρώνοντας γύρω της τους γόνους της οικογενειακής κοινωνίας της; Το θέμα του πίνακα είναι ένα αιδοίο. Στα γριφώδη abstrait σχήματα με τους παιγνιώδεις χρωματισμούς αναγνωρίζεται το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το σημείο της γέννησης, όπως είναι ο τίτλος του σκανδαλώδους πίνακα του Γκυστάβ Κυρμπέ. Αν ο αποκρυπτογράφος προσθέσει στην «Αναζήτηση» τον τίτλο του έργου «Μελίσσια» και το χρησματικό αφήγημα του μύθου της Κασσιόπης που λέει η ξαπλωμένη γυναίκα, τότε το πρόγραμμα θα του βγάλει μόνο του όλη την διάρθρωση της κοινωνίας των μελισσών, την βασίλισσα, τους κηφήνες και τις εργάτριες και θα ξεκινήσει τις προσπάθειες αναγνώρισης και ταύτισης με τα πρόσωπα του έργου και την πλέξη του της υπόθεσης. Να προσθέσω εδώ την κατάληξη του μύθου πως η Κασσιόπη μετά το θάνατό της μεταμορφώνεται σε αστερισμό που ο σχηματισμός του αντιστοιχούσε σε μια γυναίκα καθισμένη σε θρόνο, («η γυναίκα του θρόνου») τότε συμπεραίνουμε πως όλα αυτά δεν μπορεί να μπήκανε τυχαία. Κάτι θέλει να μας μεταδώσει ο συγγραφέας. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως όλα συμβαίνουν σε όνειρο, δηλαδή εκτός εαυτού, σε κατάσταση μη συνειδητή, σε όραμα, τότε αναμφισβήτητα παρακολουθούμε ένα έργο με μυστηριακά στοιχεία, με παραπομπές σε αλληγορίες που αναζητούν να διαβαστούν και να κατανοηθούν.

Είναι πραγματικά συναρπαστικό αν η υποψία μου δικαιώνεται – και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι συμπτωματικά όλα αυτά - έστω και αν είναι μόνο ένα νεύμα του συγγραφέα προς μια άλλη γραφή και άλλη ανάγνωση. Είναι πραγματικά συναρπαστικό επειδή θα μπορούσε να σημαίνει μια δραματουργική έκρηξη, μια στροφή, ένα άνοιγμα, ένα νέο σκαλοπάτι προβληματισμού στο κλιμακοστάσιο της δραματουργίας μας, ένα ξεκόλλημα από τα μικροαστικά ηθογραφήματα, τα μωροπολιτικά με τις καταγγελίες των καταπιεστικών σχέσεων της καθημερινότητας, των μονοσήμαντων επαφών, αυτά που υπερφίαλα τα βαφτίσαμε έργα «με μηνύματα». Αυτή η καινούργια γραφή, (ίσως επηρεασμένη από μια γενικότερη τάση της ευρωπαϊκής μυθιστοριογραφίας) ακόμα και φόρμα μπορείς να την πεις , και μας βγάζει δυο τρεις βαθμίδες ψηλότερα απ όπου μπορούμε να δούμε μακρύτερα και βαθύτερα και το κυριότερο να κοιτάξουμε τον κόσμο με άλλη γνώση. Περιέχονται στο έργο στοιχεία μυστικισμού, συμβολισμών, αποκρυφιστικών μηνυμάτων που δραματουργικά μας βγάζουν απ’ την τυρβώδη ροή της απλοϊκότητας. Χωρίς αμφιβολία μ’ αυτό το έργο ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μας εισάγει σε μια άλλη εποχή όπου παρακολουθώντας ένα έργο και μια παράσταση υποχρεωνόμαστε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση στην παράλληλη παρέλαση των εννοιών.

Και το κυνήγι του θησαυρού που οδηγεί; Ακολουθήσαμε τα σήματα και φτάσαμε στην καρδιά του μυστικού. Μας περιμένει εκεί κάποια αποκάλυψη; Έχει κάποια κρυμμένη διάσταση η συγκέντρωση των δυο παιδιών, του γιου και της κόρης που συνοδεύεται από τον σύζυγο και οι συγκρούσεις μεταξύ των δυο αδελφών. Εκτός από κάποιον αιφνιδιασμό σημαίνει κάτι περισσότερο η απρόσμενη εμφάνιση – προς μεγάλη έκπληξη της νεαρής κόρης του τρίτου αδελφού που αυτοκτόνησε. Είναι συμβολισμός ότι αυτή η μικρή ερμηνεύει την εικόνα του πίνακα που έχει ζωγραφίσει ο αυτόχειρας πατέρας της. Αν σημαίνουν κάτι περισσότερο όλα αυτά δεν μπορώ να το αποφασίσω. Μα ναι, σημαίνει πως το κορίτσι που απροσδόκητα εμφανίζεται και λύνει το αίνιγμα αυτή θα είναι η καινούργια βασίλισσα που θα κληρονομήσει τα Μελίσσια. Οπότε και η μάσκα που φοράει ο θεράπων επιτηρητής είναι η μάσκα του μελισσοκόμου. Να τα που δένουν όλα. Ούτε κατάλαβα αν το ανατρεπτικό εύρημα πως όλα αυτά έγιναν σ’ ένα όνειρο της καθηλωμένης ενώ την είχε πάρει ο ύπνος. Είναι βέβαιο πως ο συγγραφέας με όλα αυτά κάπου το πάει. Σε κάτι θέλησε να μας μυήσει. Πιθανόν να μην το κατόρθωσε αποτελεσματικά και απολύτως , ίσως πάλι να μην μας βοήθησε η σκηνοθεσία και η απόδοση των ρόλων. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο πως κάπου θέλησε να μας οδηγήσει.


Μόνο που ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης δεν το κατάλαβε η το κατάλαβε αλλά δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και μετέτρεψε το έργο σε σενάριο τηλεταινίας. Αγνόησε τα σημάδια και έστησε, δίδαξε, φώτισε την παράσταση σαν δραματική κομεντί ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Η ηλικιωμένη μάνα που πεθαίνει και τα παιδιά της που κουβαλάνε μίση και πάθη μαζεύονται γύρω της και διεκδικούν την κληρονομιά. Οι σεναριογράφοι αυτά τα θέματα τα εξάντλησαν με απανωτές παραλλαγές και μεταποιήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού έστησε με τηλεοπτική αντίληψη τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ρυθμούς. Δεν έχω την πρόθεση να υποδείξω τι και πως θα ‘πρεπε να σκηνοθετηθεί το έργο αλλά και ο αφελέστερος, ο πλέον ανίδεος δεν θα φώτιζε την παράσταση τόσο διάπλατα αποκλείοντας και την παραμικρή υποψία ενός σκιερού σημείου που θα μπορούσε να κρυφτεί κάποιο συνθηματικό νεύμα. Ένα κατάφωτο δωμάτιο επιπλωμένο με έπιπλα Louis Philipp, άψογα πατιναρισμένα με λευκή πατίνα και τοίχοι με πανώ στο ίδιο στυλ, δεν είναι σίγουρα το κατάλληλο περιβάλλον για να δημιουργηθεί στον θεατή η υποψία πως κάτι περισσότερο υπάρχει μέσα σ’ αυτό το μεγαλοαστικό δωμάτιο με το στυλέ κρεβάτι στο κέντρο και την κομψή καθηλωμένη στο κέντρο του. Είναι απορίας άξιο πως ο συγγραφέας δεν εξήγησε στον σκηνοθέτη, στον σκηνογράφο, στον κινησιολόγο πως το έργο του το πάει αλλού, σε μια ατμόσφαιρα κάπως μυστηριακή αφού ο συμβολισμός της Κασσιόπης διαβάζεται στον ουράνιο θόλο κι αυτή η φωταύγεια δεν θερμαίνει ούτε τον νου ούτε το συναίσθημα.


Επίπεδο, χωρίς ίχνος αληθινών αισθημάτων, μια πλαστή απομίμηση των δυνατών και των αδύνατων στοιχείων συμπεριφοράς, το παίξιμο των ηθοποιών σε όλο το μήκος της υπόκρισης τους. Σε απόλυτη αντίθεση με τις απαιτήσεις του ρόλου η μητέρα, το μητριαρχικό σύμβολο, η θηλυκή θεότητα, «η γυναίκα του ουράνιου θρόνου» κατά τον μύθο που ο συγγραφέας την βάζει να αφηγείται, η Μπέτυ Αρβανίτη περιορίστηκε στα εύκολα και στα ρηχά. Μια ερμηνεία χωρίς ήθος, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ιδίωμα, χωρίς δέος. Όχι μόνο δεν πλησίασε καν το σύνθετο, πυκνό, πολυσήμαντο πρόσωπο που σαφέστατα ζητάει το έργο, όχι μόνο δεν απόδωσε τις διαστάσεις το «αλλού» στο όνειρο σε ανεπαίσθητη έστω διαφοροποίηση του πραγματικού, αλλά και στο μονοδιάστατο του ρόλου της «κοσμικής» συγγραφέας το παίξιμο της ήταν ρηχό και διεκπεραιωτικό. Η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του ρόλου της μητέρας αρνήθηκαν να ιδούν τα καταφάνερα σημάδια που επίμονα έδειχναν σε πλατύτερους ορίζοντες.

Τι να πούμε για τους άλλους ηθοποιούς. Περιορίστηκαν σε τυπικές ρετσέτες. Κανένα επιπλέον νόημα, ούτε ιδιαίτερη επίδοση. Ο Νίκος Αρβανίτης στο ρόλο του γαμπρού της καθηλωμένης, όσο και η Μαρία Κεχαγιόγλου, ρεγουλαρισμένοι ως την επάρκεια δεν ξέφυγαν ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω απ’ τις αναμενόμενες σεναριακές προδιαγραφές. Ακόμα και ο Κώστας Βασαρδάνης, που με κατέπληξε με την πλουραλιστική του ερμηνεία και κυριολεκτικά με ενθουσίασε στην Τερέζα Ρακέν, εδώ κλείστηκε μέσα σε κλισέ ανέμπνευστων υφέσεων και εντάσεων. Ο καλός ηθοποιός Νίκος Χατζόπουλος ουδέν το ιδιαίτερο στον παραπληρωματικό του ρόλο. Εξαίρεση λαμπερή, με άλλη υποκριτική αντίληψη και αισθητική, σε άλλες κλίμακες και ρυθμούς η Νεφέλη Κουρή, ένα νέο αστεράκι στον ορίζοντα μας. Καλώστην !



Γιώργος Χατζηδάκης