Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑΝ

Τα διακόσια χρόνια ελεύθερου ελληνικού θεάτρου


Τα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν απ’ την επανάσταση του 21 μας έδωσαν ευκαιρίες για πολλά. Ασφαλώς πανηγυρισμούς, γιορτές και εκδηλώσεις πάσης φύσεως. Μας πρόσφεραν όμως και την ευκαιρία να μετρηθούμε, να ζυγιστούμε, να αξιολογηθούμε, να συγκριθούμε με τους άλλους λαούς που δεν είχαν τη ατυχία να μείνουν σκλάβοι και εξαθλιωμένοι για τέσσερις αιώνες. Ατενίζοντας τους δυο αιώνες ανεξαρτησίας και ζωής ελεύθερης και δημιουργικής, ζωής αυτεξούσιας, έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε αυτό το διάστημα που δημιουργήσαμε αδέσμευτοι την θεατρική μας πρόοδο και νοιώθουμε ικανοποιημένοι και περήφανοι απ’ το σύνολο των επιτευγμάτων μας στον τομέα της σκηνικής τέχνης και άξιοι συνεχιστές των προγόνων μας που πρώτοι έγραψαν έργα θεατρικά, πρώτοι έδωσαν μέτρα της ποιητικής δραματουργίας και πρώτοι τα ζωντάνεψαν. 

Μπορούμε να μετρήσουμε τους δραματουργούς και τους ηθοποιούς που πρόσθεσαν και ερμήνευσαν άξια  έργα σε πολλές και διαφορετικές φόρμες, ακολουθώντας τους κύκλους που έκανε η γλώσσα μας και τους προβληματισμούς, ανθρώπους αξιόλογους, σπουδαίους και σημαντικούς στον καιρό του ο καθένας. Αλλά και στο τομέα των υποκριτών, ηθοποιών ανδρών και γυναικών κερδίσαμε διακρίσεις και πρώτες θέσεις στην κλίμακα των μεγάλων ερμηνευτών όλου του κόσμου. Ξεχωριστή θέση κρατάνε και οι Έλληνες επιστήμονες του θέατρο σε κάθε τομές της θεατρικής γνώσης. Με την ελπίδα και την ευχή το θέατρο μας να εξελίσσεται και να προοδεύει σε κάθε παράμετρο απ’ τις σελίδες αυτού του περιοδικού χαιρετούμε και γιορτάζομε τα διακόσια θεατρικά χρόνια θεατρικής ζωής συμπεριλαμβάνοντας και όσες κοσμογονικές προεπαναστατικές παραστάσεις προηγήθηκαν στον 19ο αιώνα.

 


Το υπερυψωμένο σημείο που θωρούμε το δρόμο που διανύσαμε μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε μεγέθη και να ξεχωρίσουμε αναστήματα, να κάνουμε συγκρίσεις των αξιότερων και σπουδαιότερων. Στεκόμαστε στους δραματουργούς, τους ποιητές της πρωτογενούς ύλης της θεατρικής πράξης, Πολλοί. Πρωτομάστορες, μεγαλομάστορες, με την ιδιαίτερη τέχνη του ο καθένας. Στην εποχή δάσκαλος και οδηγός. Ένας μόνο αξίζει να τον πούμε εθνικόν θεατρικό συγγραφέα. Αγκάλιασε την ιστορία, τους μύθους κι έπιασε κουβέντα με τους κλασικούς, ζωντάνεψε τα σύγχρονα παραμύθια αλλά και πέρασε στο κομπολόϊ του χάντρες απ’ τις συμφορές του έθνους, τις μεγάλες ώρες, τους έρωτες, τις ιδέες, τις μεταβολές των καιρών και τα πάθη των ανθρώπων, τις διαψεύσεις και τις ελπίδες. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο ξεχωριστός δημιουργός ανάμεσα στους άλλους όλους. Πόσα έργα άφησε στην εθνική μας παρακαταθήκη; Για ποια θέματα έγραψε; Με ποια τεχνική; Ποιο είδος υπηρέτησε ιδιαίτερα; έγραψε έργα πολλά και διάφορα. Με την τεχνική που μπορούμε να την πούμε πολύτροπο ρεαλισμό. Έπλασε αληθινούς χαρακτήρες που τους παρατήρησε και τους έζησε. Έγραψε για τα πάθη και τις συμφορές που πλάκωναν τη χώρα, πολέμους, ξεριζωμούς, κατοχές και δικτατορίες, ομηρίες και απελευθερώσεις. Έγραψε για κοινωνικές ανατροπές, μεταβολές και εξελίξεις ακολουθώντας τον εικοστό αιώνα κατά πόδα. Μα έγραψε και για τις χαρούμενες, τις ευτυχισμένες ώρες, τους πανηγυρισμούς, τα τραγούδια. Ο Καμπανέλλης ήταν ένας καταγραφέας απέραντος που νομίζω πως ακόμα δεν αξιολογήθηκε η σημασία του έργου του και το πλάτος της δραματουργικής του αξίας. Θα γίνει οπωσδήποτε όταν βρεθεί αυτός που θα τον αναψηλάφηση λέξη τη λέξη και έργο το έργο.


Είχα την τύχη και την ευκαιρία να ιδώ τα περισσότερα έργα του, πολλά απ’ αυτά δυο και τρεις φορές, ιδιαίτερη εύνοια θεωρώ ωστόσο πως δεν έχασα το πιο ιδιαίτερο και πιο προσωπικό του έργο, έργο με γραφή αλλιώτικη, ελλειπτική, έργο που μπορούμε να το ονομάσουμε υπαρξιακό υπερρεαλισμό αλλά χωράει και το πούμε και βιωματικό συναξάρι με θραύσματα η και ξεφτίδια ονείρων, αναμνήσεων και ποιητικών αναλογισμών. Το έργο του «Μια συνάντηση κάπου αλλού» το θεωρώ και το υπολογίζω ξεχωριστό, και σπουδαίο όχι μόνο για την ελληνική δραματουργία αλλά και για τη ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη στο διάστημα δυο αιώνων. Θεωρώ εύνοια που παρακολούθησα την παράσταση και έγραψα εκφράζοντας τις εντυπώσεις μου.

 

ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 28 Μαρτίου-3 Απριλίου 1998

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ

ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ: «ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ


Μίμης Κουγιουμτζής, Ιάκωβος Καμπανέλλης

Δραματουργημένο έπος

Το καινούργιο έργο του Καμπανέλλη θυμίζει εκείνα τα έντυπα πολύπτυχα, που με διάφορες ποιητικές εικόνες, σπαράγματα μιας πόλης, προσπαθούν να μεταδώσουν την αίσθηση πως περπατάς στους δρόμους της. Ένα οδοιπορικό είναι. Μια περιπλάνηση οδυνηρή μέσα από ελπίδες, διαψεύσεις, προδοσίες, ιδανικά, οδυνηρές εμπειρίες, ενοχές και τύψεις και τον μεγάλο τρόμο του επερχόμενου τέλους. Το βασικό χαρακτηριστικό που ιδιαιτεροποιεί το έργο αυτό είναι η επική του μορφή. Το «Μια συνάντηση κάπου αλλού» είναι ένα δραματουργημένο έπος και από την άποψη αυτή ενισχύεται ότι είχα γράψει παλαιότερα πως δηλαδή ο Καμπανέλλης είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που έχει έναν ανοιχτό διάλογο με τους αρχαίους τραγικούς. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως το έργο είναι μια «Οδύσσεια», με την έννοια της περιπλάνησης σε ιδεολογικές, κοινωνικές και ψυχολογικές εμπειρίες



\Εικόνες ξεκομμένες, ξεφτίδια μνήμης, πρόσωπα μεταλλασσόμενα που αναδύονται βγάζοντας στην επιφάνεια κομμάτια από γεγονότα, σκηνές ελλειπτικές από έναν οδυνηρό βίο γεμάτο ιδανικά και ψευδαισθήσεις, λάθη, προδοσίες, ιταμότητες και πράξεις ανδρείας. Μια αληθινή, εξομολογητική ανθρώπινη διαδρομή χωρίς εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις με όλα τα οράματα και τους συμβιβασμούς, ως την επιστροφή και το τέλος. Κατά τη γνώμη μου το έργο είναι αυτοβιογραφικό όχι επειδή τα διαλαμβανόμενα ταιριάζουν με τη ζωή του συγγραφέα. Δεν καταδέχτηκε τέτοια ευκολία ο Καμπανέλλης. Υπάρχει ωστόσο τόση υποκειμενικότητα σε πολλές απ’ τις σκηνές που προδίδουν την βιωματική του προέλευση και το ιδιοφυές διαπιστώνεται σ’ αυτήν ακριβώς την σύμπλεξη τους με το πεποιημένο. Ένα ακόμα στοιχείο που προλαβαίνω να εκθειάσω στη σύντομη αναφορά μου είναι η αλληγορία κάποιων απ’ τις σκηνές και να σημειώσω πως η αλληλουχία ρεαλισμού και ονειρικών συμβολισμών δείχνει την επιρροή που έχει δεχθεί ο συγγραφέας απ’ τα ομηρικά έπη. Έχουμε να κάνουμε με μεγάλο έργο πέραν του καλού και του κακού, ένα έργο εξομολογητικό, σοφό, ειλικρινές, ντοκουμέντο μιας υπαρξιακής περιπέτειας με έντονη την παρουσία του ιστορικού περιβάλλοντος και των εποχών που διαδραματίσθηκε




Ο Μίμης Κουγιουμτζής το σκηνοθέτησε μ’ έναν τρόπο που έδειξε πως το κατάλαβε καλά. Απ’ τον τρόπο που στήθηκαν οι σκηνές φάνηκε πως η κατανόηση ήταν πλήρης. Προσπάθησε να βρει τους κατάλληλους ρυθμούς, τις εντάσεις και την αίσθηση κάθε εικόνας. Νομίζω πως ήταν απ’ τις επιτυχέστερες σκηνοθεσίες του. Οι απαιτήσεις του έργου ωστόσο ήταν για υψηλότερη σύλληψη, για νύξεις άλλων διαστάσεων, για μια εντύπωση περισσότερο υπερβατική. Ενώ στην πρώτη σκηνή που το παιδί κοιμάται και οι Μοίρες – χορταρούδες το περιτριγυρίζουν είναι ωραία δεμένα το ηθογραφικό με το μαγικό, η σκηνή της εκκλησίας που είναι που είναι η πιο δυσπροσάρμοστη στο σύνολο, σκηνή εξαιρετική κατά τη γνώμη μου, δεν στήνεται με τον υπερρεαλισμό και το χιούμορ που ζητάει το κείμενο. Για τις επιμέρους υστερήσεις ο σκηνοθέτης έχει ένα σοβαρό ελαφρυντικό, την ακαταλληλότητα κάποιων ηθοποιών για ένα είδος άλλων διαστάσεων. Η μανιέρα της Ντενίζ Μπαλτσαβιά π.χ. , επαρκέστατη για ρόλους κωμικής καρατερίστας, δεν της επέτρεψε ούτε στη Μοίρα να βάλει υπόνοιες ξωτικού, ούτε να πιάσει την τραγικότητα της μάνας στην έβδομη εικόνα. Η Άνδρη Θεοδότου στο ρόλο του αγοριού δεν έδωσε την αβίαστη αθωότητα της παιδικής ηλικίας, όπως μιμήθηκε στανικά το παιδί, με γκροτέσκα αφέλεια, τεχνητή που έκανε την παρουσία του συχνά ενοχλητική




Η υποκριτική μονομέρεια του Γιάννη Δεγαΐτη αφαίρεσε από τις τρεις τελευταίες σκηνές την ποίηση, την μελαγχολία και τον τρόμο που περιέχουν Πολύ καλά, ευαίσθητη και εσωτερική ήταν η Μαριάννα Κάλμπαρη στην έβδομη εικόνα, ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου σαν ρακοσυλλέκτης είχε μια γνησιότητα, ο Δημήτρης Αστεριάδης σαν «φευγάτος» Λοράνδος και η Χριστίνα Τσάφου σαν Ελίζα

Επιφυλάχθηκα για τη σκηνή του νεκροταφείου να την αναφέρω χωριστά, επειδή την θεωρώ αριστουργηματική, πρώτα πρώτα σαν γραφή αλλά και ως σκηνοθεσία απ’ τις καλύτερες στιγμές της παράστασης. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ ο αισθαντικός γερο – θεατρίνος του Αθηνόδωρου Προύσαλη, ένας έκπτωτος ασπροντυμένος άγγελος της ψευδαίσθησης, μια θεία ευκαιρία για έκσταση, ακόμα και με το αμείλικτο ερώτημα αν η περιπέτεια του βίου αξίζει παρά την οδύνη της



Η σκηνογραφία του Αντώνη Δαγκλίδη ελλείπουσα και αφαιρετική υπέβαλλε την αίσθηση του μεταφυσικού με τα απαραίτητα στοιχεία που προσκόμιζε, καλά και τα κοστούμια (με τη συνεργασία της Χριστίνας Παπαγεωργίου) και η μουσική του Φίλιππου Τσαλαχούρη ταιριαστή με το ύφος της παράστασης.

Γιώργος Χατζηδάκης