Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Μακαρονάδα «πουτανέσκα» με λίγο από Πιραντέλο


Λουίτζι Πιραντέλο : Απόψε αυτοσχεδιάζουμε                                                   

Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή -


 Πρόκειται για την διαδικασία μιας δήθεν πρόβας όπου οι ηθοποιοί ως ρόλοι προβάρουν τους ρόλους τους με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη και ενώπιον ενός πραγματικού κοινού, ημών των ιδίων. Είναι γνωστή η έμπνευση του Πιραντέλο να πειραματίζεται αναμιγνύοντας το πραγματικό με το πεποιημένο. Να φέρνει σε αντιπαράσταση τη ζωή με την τέχνη και να δοκιμάζει σε διάφορες δοσολογίες τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Φαντάζομαι πως θα διασκέδαζε με τα συγγραφικά του αυτά καμώματα και γι αυτό ολοένα και περισσότερο εισχωρούσε σε βαθύτερα πεδία πολλαπλασιάζοντας τα διάφορα επίπεδα και πλάνα, αναπαράγοντας την πολλαπλότητα των χαρακτήρων των ηρώων του. Αυτή η ελευθερία να παίζεις με το αληθινό και το ψεύτικο και να βάζεις τα πρόσωπα των έργων σου να αυξάνουν σε πολυκατοπτρισμούς είναι ένα συναίσθημα μεθυστικό και χωρίς υπερβολή συναρπαστικό. Οπωσδήποτε η περίπτωση του Σικελού, ελληνικής καταγωγής θεατρικού συγγραφέα, είναι μοναδική στο παγκόσμιο θέατρο. Η συνάντηση του «ενός», παράγοντα της θεατρικής σύμβασης με τον χαλκευμένο «άλλον» ενώπιον του «τρίτου» και πραγματικού και με πρωτοβουλίες ενός «τέταρτου», του μαέστρου, στην προκειμένη περίπτωση του Σκηνοθέτη. Είναι απολύτως ευδιάκριτο πως η μαγιά με την οποία ζυμώνεται αυτό το πιραντελικό παράδοξο είναι η μητέρα φάρσα, το κύτταρο του ιταλικού θεάτρου. Διότι τι άλλο παρά μια φάρσα ορθόδοξη και ατόφια είναι ο καμβάς του και μαζί πρόθεση και αφετηρία του. Είναι μια φάρσα πολυδιάστατη, μια διαδοχική σειρά από αυλαίες που είτε ανοίγουν η μια μετά την άλλη είτε ανοιγοκλείνουν όλες μαζί.


Να λοιπόν που ο Πιραντέλο είχε στο αίμα του την αίσθηση του καμποτινισμού, του παταριού της ατελανής κωμωδίας όπου ο μίμος μπαινοβγαίνει απ’ το κάμωμα στην πραγματικότητα, φορέας ενός αέναου αυτοσχεδιασμού. Δοκιμάζει στο πειραματικό εργαστήρι της θεατρικής σκηνής και με υλικό τους ήρωες  που ο ίδιος κατασκευάζει,  διαμορφώνει τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές τους, τα αισθήματα και τα πάθη τους και αφού τους καθορίζει ως πραγματικότητα τους βάζει να υποδύονται μια άλλη πραγματικότητα, άλλους χαρακτήρες, άλλα πάθη και άλλους εαυτούς. Συναρπαστικό εγχείρημα που μπορεί να δοκιμαστεί σε πολλές εφαρμογές και εμπνεύσεις, όπως και το πραγματοποίησε με αρκετά έργα του. Αυτό που είναι βέβαιο ωστόσο ότι το βασικό του έναυσμα είναι η φάρσα. Όπως σημειώσαμε ήδη, αυτό είναι το πρωτεϊκό στοιχείο των ανησυχιών που τον οδηγούν στις ποικιλίες των υποθέσεων που εμπνέεται. Ρίζα και πηγή του λοιπόν αναγνωρίσιμη η φάρσα το κυτταρικό είδος της μακριάς και μεγάλης διαδρομής πολλών αιώνων χωρίς φυσικά να παραγνωρίζει το χρέος του απέναντι στην τραγωδία, είτε την ελληνική είτε την ρωμαϊκή. Σχετικά μάλιστα με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» εμπιστεύθηκε ο ίδιος στην Ελένη Ουράνη, την κριτικό Αλκη Θρύλο, πως πρόθεση του ήταν  να διαμορφώσει το έργο με δομή αρχαίας τραγωδίας γι αυτό και πρόσθεσε Χορό. ( Μαρτυρία Πέτρου Χάρη, στην κριτική του στη «Νέα Εστία» 1964)



Μπροστά στον θαυμασμό και στον ενθουσιασμό που μου προκαλούν
οι εμπνεύσεις του συγγραφέα παραγνωρίζω το γεγονός πως ήταν μέλος του
φασιστικού κόμματος θαυμαστής και κολλητός του Μουσολίνι. Καταλαβαίνω
πολύ καλά την κουβέντα του «Είμαι φασίστας γιατί είμαι Ιταλός». Αυτό θέλω
να πιστεύω πως κατά ένα μέρος προέρχεται από την βαθιά αίσθηση του
θεατρινισμού. Το φαινόμενο του μουσολινισμού στην Ιταλία είχε μια γερή
δόση γκροτέσκας και πομπώδους πόζας, όπου το ρεαλιστικό συγχέονταν με το
γελοίο. Φάρσα κι εδώ. Το ψευδές ως αληθινό. Ο ίδιος ο δικτάτορας με το
προτεταμένο πηγούνι και το troppo pomposo ύφος υπήρξε μια θεατρική φιγούρα
που παρέμεινε στην ιστορία σαν ο γελοιωδέστερος από τους κωμικούς ήρωες
της παγκόσμιας πολιτικής φάρσας, που δυστυχώς μετουσιώθηκε σε τραγωδία.



Ωστόσο η παράσταση του Εθνικού με το πιραντελικό «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» είχε πολύ λίγο απ’ αυτόν τον Πιραντέλο. Πρώτα πρώτα γιατί εκμεταλλευόμενος ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος το εύρημα του συγγραφέα αντιπαραβάλλοντας πολλές εκδοχές πραγματικότητας, χάνει το μπούσουλα και καταλήγει να εκτροχιάζεται κι αυτός και το θέαμα αποπροσανατολίζοντας απολύτως τον θεατή. Το έργο του Πιραντέλο, έστω κι αν λέγεται «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», με την τελευταία ατάκα που γράφει ο συγγραφέας του «κλειδώνει», δεν επιδέχεται καμιά τροποποίηση, καμιά παρέμβαση, καμιά προσθήκη και καμιά μεταφορά στα καθ’ ημάς διότι τότε δεν είναι το έργο του Πιραντέλο αλλά του Μαυρίκιου. Κι έτσι η παράσταση δεν είναι φώτα δεν είναι σκηνικό είναι ένα σοου για τηλεοπτική εκπομπή και μάλιστα κλειστού κυκλώματος. Εντελώς κλειστού και μόνο για τους παροικούντες. Πολύ περισσότερο αν προστεθούν τάχα αναλυτικοί μονόλογοι όπως αυτός της Ράνιας Οικονομίδου με τους αστεϊσμούς περί επιπέδων, οι αναφορές και διηγήσεις των δικών μας ηθοποιών από τις αναμνήσεις τους από άλλους ρόλους, η συγκινητική δήλωση του Γιάννη Βογιατζή πως είναι 92 χρόνων και επιθυμεί να πεθάνει στο σανίδι, παρεμβολές ανεκδοτολογικές πολλές, οι αναμνήσεις της Λυδίας Φωτοπούλου από άλλη συνεργασία της πριν 30 χρόνια με τον τωρινό σκηνοθέτη, ο πρόλογος του σκηνοθέτη Δημήτρη Μαυρίκιου που παίζει και τον ρόλο του σκηνοθέτη στο έργο, με το κείμενο του Χατζιδάκι «Η παράσταση δεν είναι φώτα δεν είναι σκηνικό είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ» και μια σειρά από δικά μας νοσταλγικά, αγαπημένα, ευαίσθητα αλλά αλλότρια ως προς το οριστικά και στέρεα δομημένο έργο του πρωτογενούς δημιουργήματος. Να προσθέσουμε, τις αδικαιολόγητες απανωτές προβολές, τις άσχετες ατάκες και την ένθεση προσώπων από άλλα έργα, τους μιλιταριστικούς υπαινιγμούς με τους φασίστες (;) να μπουκάρουν δυο και τρεις φορές μέσα στην αίθουσα, ένστολοι μελανοχίτωνες απειλητικοί με τους φακούς να αναζητούν ύποπτους ανάμεσα στους θεατές, τους φασιστικούς χαιρετισμούς με σηκωμένα τα χέρια και τεταμένη την παλάμη σαν φευγαλέο φινάλε στις χορευτικές φιγούρες των αγοριών, η φαιά μπέρτα που φοριέται στο παιδάκι (με ποιόν συμβολισμό άραγε;).



Και, προς θεού, να μη λησμονηθεί το γελοίο, θλιβερό και κακόγουστο, με μια παράταιρη γκέϊ αντίληψη της εμφάνισης του Νίκου Καραθάνου ως drag queen με πλερέζα, σε γιγαντοπροβολή, να τραγουδάει (αλίμονο) το εμβληματικό τραγούδι του Μάνου «Ο ταχυδρόμος πέθανε». Θρίαμβος του χυδαίου. Οι ακατανόητες παρελάσεις γλυπτών συμπλεγμάτων τι λόγο είχαν; Η αλληλουχία των τραμπουκέτων που ανεβοκατέβαιναν και βαγονέτων που πηγαινοέρχονταν αλλεπάλληλα, όλα αυτά σάστιζαν τον θεατή, όχι τον αμύητο αλλά και τον έμπειρο, και να τον έκαναν να αναρωτιέται τι είδους θέαμα παρακολουθεί, τι είναι όλα αυτά που συμβαίνουν και τι έννοια έχουν αυτά που λέγονται. Κοντολογίς ο θρίαμβος του αλλοπρόσαλλου. Ευτυχώς που έσπευσαν οι καλοπρόθετες κριτικές των επαϊόντων να εξηγήσουν στον αδαή κοσμάκη πως αυτό που είδε ήταν ένα αριστούργημα. Ομολογούν ομόφωνα πως είδαν έναν θρίαμβο. Άντε εσύ μετά να πείσεις πως δεν είσαι ελέφαντας.

Είναι αλήθεια πως από ένα σημείο και πέρα το θέαμα στρώνει. Ηρεμεί κάθε έξαλλο και παράταιρο «εύρημα» και το θέατρο ξαναβρίσκει τον εαυτό του και ο σκηνοθέτης το ίδιο. Παίζεται κανονικά, δηλαδή θεατρικά η σκηνή από το διήγημα «Αντίο Λεονόρα» του ίδιου του Πιραντέλο, όπως προβλεπόταν από το παράδοξο δραματούργημα του και ο θεατής μπορεί να χαρεί γνήσιες θεατρικές ερμηνείες που παρηγορούν λίγο για τα προηγούμενα αρνητικά και αποπροσανατολιστικά. Σημειώστε την πάντα έξοχη Γιούλικα Σκαφιδά, τον Αλέξανδρο Βάρθη και την Λιλή Νταλανίκα που τραγούδησε εξαγνιστικά το Μαντολίνο του Μάνου Χατζιδάκι. Σταθερή, πολύτιμη η ονειρική και σοφή παρουσία του ίδιου και της μουσικής του ευτυχώς στο μεγαλύτερο μέρος του μαυρίκιου συμπιλήματος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: