Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Μόνο οι ηθοποιοί τεκμηριώνουν το τραγικό


Ζουζέπ Μαρία Μπενέτ ι Ζουρνέτ : Δυο γυναίκες χορεύουν
Θέατρο «Μεταξουργείο»


Δυο θεατρικές ηρωίδες, χωρίς την συμμετοχή άλλων προσώπων έχουν αρκετές φορές συναντηθεί στη σκηνή κάτω από διαφορετικές συνθήκες κάθε φορά. Σχεδόν πάντα τα δυαδικά αυτά δραματουργήματα καταγίνονται με προβληματισμούς υπαρξιακούς και αναφέρονται στις σχέσεις των δυο ηρωίδων, σχέση που συνήθως εξελίσσεται η αποκαλύπτεται στη διάρκεια του έργου. Πρόχειρα μπορώ να θυμηθώ το έργο του Στρίνμπεργκ «Η πιο δυνατή», τα μονόπρακτα του Ουίλιαμς «Κάτι που δε λέγεται», «Η αδέσμευτη» και «Το σκοτεινό δωμάτιο», το έργο «Η Γερτρούδη Στάιν και η συνοδός της» του Ουίν Ουέλς, το «Καληνύχτα μητέρα» της Μάρσα Νόρμαν, τις «Χρωματιστές γυναίκες» του Βασίλη Ζιώγα και να προσθέσω το «Ναι» της Καραπάνου όπου δυο ηθοποιοί μοιράζονται τον αυτοπρόσωπο ρόλο, πότε σε διπλοτυπία κι άλλοτε συμπληρωματικά η μια της άλλη, και μερικά ακόμα που μου διαφεύγουν. Σ’ όλα το υπόβαθρο, όπως σημείωσα ήδη, είναι ψυχολογικό, ο καμβάς που ο συγγραφέας κεντάει τα μοτίβα του είναι υπαρξιακός και τα δυο πρόσωπα των έργων συνήθως κινούνται σε ατμόσφαιρα καταθλιπτική έστω κι αν κάποτε οι διάλογοι του διανθίζονται με ψήγματα αναπάντεχα χιουμοριστικά. Οι ανελίξεις της πλοκής κλιμακώνονται συνήθως προς ακραίες κορυφώσεις πάντα ωστόσο μέσα σε από μια διαδικασία πιθανού, αληθοφανούς ακόμα κι αν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις ψυχοπαθολογικές η υπερρεαλιστικές. Εάν οι ψυχολογίες είναι αποκλίνουσες οι αντιδράσεις και η τελική εξέλιξη είναι αναμενόμενη.

Αντίθετα στο έργο «Δυο γυναίκες χορεύουν» του Καταλανού Ζουζέπ Μαρία Μπένετ ι Ζουρνέτ η εξέλιξη μοιάζει αστήρικτη και τα πρόσωπα δραματουργικά έωλα. Οι αντιδράσεις της ηλικιωμένης αδικαιολόγητες, οι επιθετικότητα εναντίον της νεώτερης, που έρχεται να της προσφέρει τις υπηρεσίες της, αφύσικη. Όσο κι αν το δούμε σαν αντίδραση στην πρωτοβουλία της κόρης της να την απαλλάξει απ’ τη φροντίδα του νοικοκυριού και την περιποίηση της στέλνοντας της την νεώτερη ως βοηθό, η αντίδραση της μοιάζει σαν ένα ατεκμηρίωτο γεροντικό γινάτι. Στην εξέλιξη της επαφής μεταξύ της ηλικιωμένης και της νεώτερης τα πράγματα βελτιώνονται, προσεγγίζονται, ανταλλάσουν τα δεινά τους, αλληλοκατανοούνται και η μεγαλύτερη από κοινού με την μικρότερη αποφασίζουν να τελειώσουν μια και καλή με το ζειν και ταΐζοντας η μία στην άλλη χάπια οδηγούνται προς έναν τελευταίο χορό περιμένοντας το τέλος τους. Αλλά πόσο αληθοφανές είναι να θέλουν να πεθάνουν; Τι είναι το τόσο αβάσταχτο που ο συγγραφέας θεωρεί πειστικό για να οδηγήσει τις ηρωίδες του στην αλληλοβοήθεια της εξόδου από την απελπισία; Για την ηλικιωμένη είναι πως ο γιός και η κόρη της έχουν αποφασίσει να πουλήσουν το σπίτι και να την βάλουν σε γηροκομείο. Δυσάρεστο αλλά όχι απελπιστικό σε σημείο αυτοκτονίας. Μια δραματουργική σύλληψη που συγκρούεται με την πραγματικότητα. Αλλά ας δεχθούμε πως η γηραλέα μητέρα καταλαμβάνεται και λίγο από γεροντική κατάθλιψη και δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει. Η νεώτερη όμως; Γιατί συναινεί και συμμετέχει; Τι την ωθεί στην αυτοκτονία αλλά και στη συνέργεια για τον θάνατο της άλλης; Η απελπισία πως κάποτε στο παρελθόν σκοτώθηκε από ατύχημα το παιδί της σε μια σύγκρουση με τον άντρα της; Σας φαίνεται αληθοφανές με αιτία ένα τραγικό περιστατικό του παρελθόντος μια νέα γυναίκα ακόμα να κάτω από το βάρος μιας βαριάς απώλειας να αποφασίζει πως δεν αξίζει να ζεί αλλά και συνεργεί για να σκοτωθεί η γριούλα; Δεν «πατάει» το έργο κατά τη γνώμη μου. Το τραγικό μένει ανυποστήρικτο. Ούτε και η ψυχοπαθολογία δεν έχει συμπτώματα για να βασιστεί το δραματικό φινάλε. Η εγκληματολογία ίσως αλλά δεν φαίνεται να ήταν προς αυτή τη κατεύθυνση η συγγραφική έμπνευση.



Μήνυμα πεισιθάνατο και ακραία πεσιμιστικό μας διοχετεύει το έργο και μάλιστα με χαρούμενο και παιχνιδιάρικο τρόπο η επιλογή του θανάτου. Σαν τις ομαδικές αυτοκτονίες των παραθρησκευτικών αδελφοτήτων. Πάμε όλοι αντάμα να βρούμε την καλύτερη ζωή. Μπορεί ωστόσο το έργο στη διαδικασία του να μην είναι τόσο χονδροειδές και αστήρικτο και οι χαρακτήρες να μην οδηγούνται σε φινάλε τόσο αναιτιολόγητο. Μπορεί στο πρωτότυπο η δραματουργική διαδικασία, η σχεδίαση των πασχόντων προσώπων να μην είναι τόσο απλοϊκά και άτεχνα καμωμένα. Κάποιος μεταφραστής μεσολαβεί, κάποιος διασκευαστής βάζει το χεράκι του αλλά και ο σκηνοθέτης είναι πιθανό να απλοποίησε και να συνέπτυξε σκηνές, να διαμόρφωσε τα πρόσωπα κατά την άποψη που τον εξυπηρετούσε. Σ’ αυτά τα ψυχογραφήματα με τα τραγικά στροβιλίσματα μέχρι τη λύση που δείχνει πως η προσέγγιση της πρέπει να έρθει φωτίζοντας λίγο λίγο το αποκορύφωμα μέσα από πολύ προσεκτικά στημένες αντιδράσεις δεν είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που τα καταφέρνουν. Του Nebojsa Bradic Γιουγκοσλάβου σκηνοθέτη ίσως δεν είναι το δυνατό του στοιχείο τα ψυχογραφήματα και οι φωτοσκιάσεις των απεγνωσμένων χαρακτήρων. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα που να χρεωθεί η ασάφεια που διαπιστώνουμε στο έργο’




Η θετική συμβολή στη στήριξη του έργου, στη διάπλαση των χαρακτήρων, που σώζουν εν τέλει το ψυχογραφικό αυτό παλίμψηστο είναι ξεκάθαρα κατόρθωμα των ηθοποιών. Αυτές οι δυο, Άννα Βαγενά και Γιασεμή Κηλαϊδόνη συμπληρώνουν τα κενά, παίζουν τα διαστήματα, κλείνουν τα ελλείποντα και ολοκληρώνουν τους χαρακτήρες. Παρακολουθεί θεατής την πείρα και την ικανότητα, να δίνουν εξηγήσεις στα αινιγματικά σημεία, να μην αφήνουν απορίες και ερωτήματα, αυτά είναι τα μαγικά μανταρίσματα που κατορθώνει η άξια υποκριτική. Κι όχι μόνο αυτό αλλά πλουτίζουν και οι δυο, με τον τρόπο της η καθεμιά, τεχνικές της γενιάς τους τις διαφορετικές, μάνα και κόρη, με ποικιλία, χιούμορ, ψήγματα κωμικών στοιχείων, αναπάντεχα ξανοίγματα, ώστε το τραγικό που έρχεται στο τέλος βαρύ να ελαφρώνει, να διασκεδάζεται, να απαλύνεται σε τρόπο που ο θεατής να μην ξενίζεται από το παράταιρο και ασυμβίβαστο με τα ανθρώπινα χορό του θανάτου.




Ενδιαφέρον είναι το εύρημα της συλλογής των κόμικς. Μια ηλικιωμένη μαζεύει τεύχη περιοδικών κόμικς; Υποπτεύομαι πως κάπου ήθελε να το πάει ο συγγραφέας, κάτι να συμβολίσει, κάπως να υπαινιχθεί. Κάτι λέγεται πως με το παιδαριώδες των καρτούν παρηγορείται η ηλικιωμένη από την σκληρότητα της πραγματικότητας, καταφεύγει στο ανεύθυνο του αβασάνιστου σκαριφήματος, κι αυτό είναι ένα στοιχείο που ο δραματουργός (;) δεν το ανέπτυξε, δεν το αποσαφήνισε, δεν το άπλωσε ώστε να πιάσουμε το νόημα. Η μάλλον ο σκηνοθέτης να μην αναγνώρισε το σημειολογικό νεύμα που κάνει ο συγγραφέας. Τα κόμικς ωστόσο είναι στοιχείο που θα μπορούσε να ανοίξει το έργο σε ευρύτερες διαστάσεις, σημασίες και έννοιες. Μια γυναίκα που κυριαρχείται από την μανία συλλογής σπάνιων φυλλαδίων κομικς κάποια ιδιαίτερη ψυχολογική πτυχή πιθανόν να κρύβει. Δεν μπαίνουν στα θεατρικά κείμενα τυχαία τέτοια σημάδια τροχιοδεικτικά . Απλώς κάτι θόλωσε τα γεγονότα και ο θεατής δεν διακρίνει καθαρά τις έννοιες. Ωστόσο αυτό που διακρίνει και η εντύπωση που διατηρεί είναι το στέρεο και σαφές παίξιμο των δυο γυναικών που τεκμηριώνει το εύρημα του χορού στο φινάλε και την λύση μέσα σε μια πειστική ατμόσφαιρα παιγνιώδη και τραγική.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: