Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ανάθεμα στη "σιωπή των αμνών"



Κώστα Γάκη : Απ’ την Αντιγόνη στη Μήδεια                                       
Θέατρο Αλφα – Ιδέα  -


Προβληματίστηκα αρκετά αγαπητοί μου για τον τίτλο που θα ‘βαζα στην κριτική μου για το έργο «Από την Αντιγόνη στη Μήδεια» που είδα στο θέατρο «Αλφα-Ιδέα». Στην αρχή σκέφτηκα και τον τίτλο «Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω», όπως επίσης και το «Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» αλλά τελικά προτίμησα τα αμνοερίφια. Ως εδώ όμως τα ευτράπελα και τα σατιρικά. Μπορεί με την διάθεση αυτή να θέλουμε να απαντήσουμε στο θέαμα που υποχρεωθήκαμε να παρακολουθήσουμε και στα ανεβοκατεβάσματα σε πλήθος σκάλες ανέβα – κατέβα που δρασκελίσαμε μέχρι να φτάσουμε στον τόπο της παράστασης, αλλά μια θεατρική παράσταση  απαιτεί σοβαρότητα και ευθύνη στην αντιμετώπιση της και ακριβώς  στις αξίες αυτές έχουμε σκοπό να αναφερθούμε. Στο κάτω κάτω ένας της ηλικίας μου δεν μπορεί να ανοητολογεί ανταποδοτικά,  έχει άλλη υποχρέωση να εκπληρώσει απευθυνόμενος σ’ έναν κατά πολύ νεότερο παρά να τον ειρωνευτεί και να τον σατιρίσει. Αναδιπλώνομαι λοιπόν και ξεκινώ με νέο αναθεωρημένο πνεύμα. Σας εκθέτω τα διαλαμβανόμενα επί σκηνής και επί οθόνης.


Πριν απ’ την παράσταση ζητιέται από τον θεατή που προσέρχεται να γράψει ένα ποίημα για τη γυναίκα κατά τα πρότυπα των παλαιών κονφερασιέ των μεταπολεμικών αναψυκτηρίων και να το παραδώσει σε κάποιον του θιάσου.  Ίσως και ως παιχνίδι συναναστροφών, κάπως σαν τα λεύκωμα μικρών μυστικών, για όποιους τα θυμούνται. Μπορεί όμως και σαν απόπειρα διαδραστικής προσέγγισης που εφαρμόζεται εσχάτως. Ίσως κάτι απ’ όλα. Αρχίζει λοιπόν η παράσταση με πρόλογο περί ποίησης και ταυτόχρονα στην οθόνη προβάλλονται  πορτρέτα ποιητών. Σεφέρης, Ναζιμ Χικμέτ, το νησί Ικαρία, Πολυδούρη, Πεσσόα. Επιλογές τυχάρπαστες. Για τους πρώτους δίνεται εξήγηση της επιλογής τους το Αιγαίο (;) για την Πολυδούρη ότι αγάπησε με πάθος, (;) και για τον Πεσσόα πως έγραψε με πολλά ψευδώνυμα και ντύθηκε πολλές προσωπικότητες όπως  μας προειδοποιεί πως θα κάνει στη συνέχεια και ο αφηγητής Κώστας Γάκης, συγγραφέας και πρωταγωνιστής του θεάματος που θα ακολουθήσει. Στη συνέχεια προβάλλεται ο Όμηρος και οι τρεις τραγικοί. Ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σολωμός δεν σήμαιναν επί του θέματος. Το οργιώδες ωστόσο είναι τα τρυκ και τα κόλπα της τεχνολογικής θαυματοποιίας που με κάμερες και προβολές, φώτα και πατέντες και προγράμματα αυτοματισμού και εφέ, που διαδέχονται το ένα το άλλο και όπου το επόμενο ανταγωνίζεται το προηγούμενο, τα δαιμόνια αυτά συνεπαίρνουν τον θεατή, που έχει πια χαθεί σε χάος αλλοπροσαλλοσύνης. Δεν υπάρχει επικέντρωση, σημείο στήριξης, κέντρο βάρους, θέμα, πρόθεση,  αρχή και τέλος. Ο λαός λέει «Ότι του φανεί του Λωλοστεφανή». Σ΄ όλο αυτό το διάστημα  παρελαύνουν οι τραγικές ηρωίδες συνοδευόμενες από σχόλια, πληροφορίες, ονόματα, πρόσωπα, σκιές, μύθους σε ένα ανακάτεμα  Αντιγόνη, με Κρέοντα, ύστερα το ροζ ελαφάκι της Αρτέμιδας από το jumbo με κερατάκια. Κάπου και ο Αγαμέμνονας και η φιγούρα του Αχιλλέα ως ήρωας θεάτρου σκιών και μετά η Ελένη και ο όρκος των μνηστήρων και λίγο πριν η λίγο μετά η κρίση του Πάριδος με το μήλο κι ύστερα η Κασσάνδρα και η καταστροφή της Τροίας στην αμμουδιά κι ύστερα μια ελληνική σημαία και αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης κι ύστερα η Ικαρία και οι πολιτικοί εξόριστοι κι ύστερα ο Ορέστης. Ο Ορέστης που όμως είναι αυτιστικός και τον στέλνουν σε άσυλο στη Συρία. Επιστρέφει στο επόμενο πλάνο  – μήπως όχι –  πάντως αν επιστρέφει είναι απολύτως φυσιολογικός και φέρνει στην Ηλέκτρα την τεφροδόχο κι εκεί  μπαίνει σφήνα ο θρήνος, αλλά είναι ψέματα γιατί ο Ορέστης είναι μια χαρά και αναγνωρίζονται με την Ηλέκτρα και αγκαλιάζονται και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά όχι ακόμα.  Ξεχάσαμε την Εκάβη και τα πολεμικά ανακοινωθέντα αριθμημένα που εκφωνούνται σε ποιόν πάει ποια απ΄ τις θυγατέρες του Πρίαμου.


Αλλά φίλτατε αναγνώστη τα πράγματα δεν γίνονται έτσι απλά και ήρεμα. Καθόλου! Τα τερτίπια με τις κάμερες και τις προβολές οργιάζουν, βυσσοδομούν, μηχανορραφούν, εξυφαίνουν, εξαφανίζουν πρόσωπα από σκηνής και τα εμφανίζουν επί οθόνης, χάνεται ο αφηγητής σε μια καταπακτή και αναδύεται την ίδια στιγμή στην οθόνη  τα φωτιστικά προγράμματα κόβουν τα σώματα σε δυο χρωματικά μέρη κι άλλα μαγικά που τύφλα να ‘χει ο Χουντίνι. Κοντά στο τέλος εμφανίζεται και η παιδοκτόνα Μήδεια υπεράνω του διαδρόμου γεφυρώνοντας τις δυο σειρές των καθισμάτων με τα δυο παιδιά της, ένα σε κάθε χέρι και ο κομπέρ μας λέει κάτι για τον Ιάσονα και την απιστία του αναφέρεται το άρμα του ήλιου και αναγγέλλει ως κλου την εμφάνιση του ποιητή ( ποιού ποιητή, του αιώνιου ποιητή;) και μας παρουσιάζει η οθόνη τον Στέφανο Ληναίο να πλησιάζει φλου και να νετάρει φτάνοντας ως ένα χορταστικό γκρο πλαν. Ήταν λοιπόν ο Ληναίος ο ποιητής του εμπνευσμένου πονήματος ; 
Όχι βέβαια ! Απλώς ο Στέφανος έβαλε το θέατρο Άλφα και ο Γάκης την Ιδέα.  

Μια σύσταση σχετικά με τα πρόσωπα των μύθων και των τραγωδιών. 
Είναι καλύτερα να τα σεβόμαστε και να τα αγνοούμε παρά να τα θυμόμαστε για να τα καπηλευθούμε. Απ’ όσο έτυχε να γνωρίζω όλο αυτό που σας περιέγραψα - και όσα αρκετά παρέλειψα - θέατρο δεν είναι και ούτε με θέατρο μοιάζει.  Το θέατρο, είτε κλασικό η πρωτοποριακό, πειραματικό, περφόρμανς η θέατρο της επινοητικότητας, θέατρο του παραλόγου η θέατρο ανατρεπτικό, πολιτικό, επικό, αποστασιοποιημένο, θέατρο δωματίου η θέατρο του δρόμου, απαιτεί μια συνοχή, έναν μπούσουλα, ένα θέμα, μια αιτία και έναν λόγο για να το κάνεις και να το δεις. Αν κανένας τέτοιος λόγος δεν υπάρχει τότε δεν έχουμε ούτε καν θέατρο αλλά σαχλαμάρα η ακόμα χειρότερα κάποιος εξυπνάκιας εκμεταλλεύεται την σιωπή των αμνών και εξυπηρετεί με έπαρση και θρασύ τρόπο κάποιο σύνδρομο. Στην περίπτωση αυτή ο κριτικός παραπέμπει την περίπτωση σε άλλη επιστημονική αρμοδιότητα.


Υπήρχε ωστόσο ένα ισχυρό αντίδοτο στην απελπισία του θεατή, μια, δυο τρεις παρηγορητικές ερμηνείες, τρεις γυναικείες  παρουσίες που εξουδετερώνουν  όλον αυτόν τον αχταρμά και διατηρούν μικρές εστίες θεατρική κοινωνίας. Οάσεις που θάλλει η θεατρική αίσθηση και μάλιστα με τρόπο θαυμαστό. Η Μαρία Παπαφωτίου μια ασυνήθιστα καλή θεατρίνα με ένα πλήθος σκηνικά προσόντα, υπάκουη και αποδοτική σε κάθε απαίτηση της υπερβολών της σκηνοθετικής άποψης καταφέρνει εντούτοις να δώσει μια αίσθηση των  τραγικών προσώπων που έχει επιφορτιστεί  διαφεύγοντας κάποτε κάποτε από τον κλοιό των «ευρημάτων». Υποβλητική εκφορά, πολύ καλή κίνηση, σημαντική στάση και αισθησιακή παρουσία σημειώνουμε στη μερίδα της. Τα τραγούδια της Ίριδας Κανδρή και το πιάνο και το βιολί της Στέλλας Ζιοπούλου ήταν μια ανάπαυλα γνήσιας τέχνης, ανάσα και ανακούφιση για τον «στριμωγμένο» θεατή. Ως συνθέτης της μουσικής και των τραγουδιών ιδιαίτερα, ο σκηνοθέτης αξίζει έπαινο ιδιαίτερο αλλά και όταν ο πνιγηρός  και εξαμβλωματικός του ολοκληρωτισμός για να κυριαρχήσει επί των σιωπηλών αμνών του επέτρεπε να παραμείνει απέριττος ηθοποιός Κώστας Γάκης είναι καλός ως πολύ καλός.  Η αγωνία της παντοκρατορίας τον καταπίνει.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: