Κυριακή 4 Απριλίου 2010

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Λουκιανού


Αντιπαρέρχομαι τις αντιρρήσεις περί του φιλολογικού και των σατιρικών διαστρεβλώσεων του Λουκιανού που δίνουν αλλοιωμένες ιστορικές πληροφορίες. Στέκομαι στην παράσταση. Αν και ο ηθοποιός- αφηγητής κατέβαλε πολύ μεγάλη προσπάθεια, το κείμενο δεν έγινε ούτε μια στιγμή ενδιαφέρον και στο μεγαλύτερο διάστημα ήταν αδύνατο να το παρακολουθήσεις, πολύ περισσότερο αν στη θέση του θεατή βρίσκεται ένας μαθητής που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ούτε τους σαρκασμούς του Λουκιανού, ούτε την «επιστημονική φαντασία» των ελληνιστικών χρόνων. Η σκηνοθεσία δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βοηθήσει την κατανόηση του κειμένου. Το άφησε να «τρέξει» κι ότι βγει. Τα εμβόλιμα τραγούδια της Λάμια Μπεντίουι πολύ ωραία αλλά άσχετα και αντί να βοηθούν μπέρδευαν πιο πολύ. Αποτέλεσμα μια παράσταση περισσότερο από αδιάφορη: Βαρετή και κουραστική μέχρι απογνώσεως. Είναι βέβαιο πως οι ιθύνοντες στηρίχτηκαν στην άποψη πως «αρχαίος συγγραφέας είναι ο Λουκιανός, την Οδύσσεια είχε σαν πρότυπο, τι καταλληλότερο για τα σχολεία;…». Πρώτον ο σατιρικός αυτός επέλεξε την Οδύσσεια για να την «ξυλώσει» (Ο Λουκιανός είναι ένας Τσιφόρος της εποχής του) και δεύτερον ένα οποιοδήποτε αρχαίο κείμενο, οσοδήποτε σημαντικό η ασήμαντο χρειάζεται σκηνοθεσία για να ανέβει στη σκηνή. Για τον ηθοποιό σχολίασα θετικά, έχω όμως να προσθέσω πως η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από την σύνηθες ελάττωμα πολλών ομοτέχνων του. «Σβήνουν» την τελευταία λέξη κάθε φράσης. Κατεβάζουν πολύ τη φωνή τους στην κατάληξη μια πρότασης με αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση να χάνουμε ονόματα προσώπων, τοπωνύμια, επίθετα και να ακούμε το κείμενο ελλειπτικά. Ανεπάρκεια της σκηνοθεσίας κι αυτό. Για όλα τα παραπάνω θεωρώ την παράσταση με το έργο «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού, ευπρεπή, καλαίσθητη, καλών προθέσεων αλλά απολύτως ακατάλληλη για οποιαδήποτε εκπαιδευτική βαθμίδα , διότι εγκρίνοντας τέτοια θεάματα δημιουργούμε στους μαθητές πολύ αρνητικές εντυπώσεις για τα έπη, τους αρχαίους συγγραφείς, τον αρχαίο κόσμο γενικά. Με τέτοιες πληκτικές παραστάσεις εξ άλλου υπονομεύουμε στην συνείδηση του μαθητή και το θέατρο αυτό καθ’ αυτό.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ



Η παράσταση του διηγήματος του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» που είδαμε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία Κωστή Καπελώνη, είναι αυτό ακριβώς που μια Ομάδα Εργασίας σαν την δική μας πρέπει να εύχεται να συναντάει συχνά στις περιπλανήσεις μας. Με την συγκεκριμένη παράσταση πραγματοποιείται μια ιδανική σύγκλιση όλων των αντιθετικών απόψεων των μελών. Ακόμα και αν υπήρχαν οσοδήποτε συντηρητικές η προοδευτικές απόψεις δεν μπορεί παρά να συμφωνούν πανηγυρικά πως τα κείμενα του Βιζυηνού με τον δεξιοτεχνικό χειρισμό της ήπιας καθαρεύουσας δεν έχουν μόνο μορφωτική αξία από φιλολογική άποψη αλλά και καθαρά αισθητική από άποψη λογοτεχνίας. Το θέμα με την βαθειά κατάδυση στα μύχια της μητρικής ψυχολογίας, του μίγματος ευσέβειας και δεισιδαιμονίας μέσα σ’ ένα πλέγμα κοινωνικών προκαταλήψεων του κοινωνικού περίγυρου του χωριού της Ανατολικής Θράκης. Τα αισθήματα και η συμπόνια του γιού προς τον ψυχικό βασανισμό της μητέρας και η κατανόηση του είναι απ’ τα πιο τρυφερά της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Όλα τα παραπάνω τα σημειώνω και τα υπογραμμίζω όχι επειδή βρέθηκα σε μια κρίση σχολαστικότητας η επίδειξης των αναλυτικών μου ικανοτήτων αλλά για να επισημάνω την συγκεκριμένη επιλογή σαν μέτρο σύγκρισης. Ας αναλογιστούν οι αγαπητοί συνάδελφοι τι προσκληθήκαμε να παρακολουθήσουμε το τελευταίο διάστημα, και πάνω σε ποιά βλακώδη και μικρονοϊκά κείμενα υποχρεωθήκαμε να προβληματιστούμε, να συνεδριάσουμε και εν τέλει κάποια απ’ αυτά να τα εγκρίνουμε, επηρεασμένοι προφανώς από την έλλειψη καλύτερων. Εδώ είναι απαραίτητο να επανέλθω στην ανάγκη της δημιουργίας ενός Συνεδρίου με θέμα το Μαθητικό Θέατρο και κυρίως το θέατρο που περιοδεύει στα σχολεία της επαρχίας. Τις απόψεις μου πάνω σ’ αυτό τις έχω διατυπώσει και θα τις επαναλάβω αν χρειαστεί τώρα με την νέα ηγεσία του υπουργείου και τους καινούργιους υπηρεσιακούς αρμόδιους.
Δεν σημείωσα την γνώμη μου για την παράσταση. Νομίζω πως η έξωθεν μαρτυρία θα μπορούσε να είναι αρκετή. Εξ άλλου η απήχηση που είχε στο κοινό ήταν παραπάνω από θετική (επαναλαμβάνεται φέτος για δεύτερο χρόνο) και οι κριτικές ήταν όλες επαινετικές. Έχω όμως να προσθέσω για την εξαιρετικά ευρηματική σκηνοθεσία του Καπελώνη, την ερμηνεία του Ηλία Λογοθέτη στο ρόλο του Βιζυηνού και της Μαρίας Ζαχαρή στο ρόλο της μητέρας, ερμηνεία που την αναδεικνύει σε δραματική ηθοποιό υψηλής κλάσης. Είναι αυτονόητη η πολλαπλή ωφέλεια που θα αποκομίσουν τα παιδιά όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση.
Γιώργος Χατζηδάκης

Π Ι Ν Ο Κ Ι Ο στο θέατρο Άλμα


Θεωρώ πως το θέαμα που παρακολούθησα στο θέατρο «Άλμα» με τον τίτλο «Πινόκιο» δεν έχει κανένα σημείο που να αγγίζει την τέχνη του θεάτρου. Σε καμιά στιγμή της παράστασης δεν παρατηρήθηκε έστω και μια σκηνοθετική υποψία, κάποια σπίθα σκηνοθεσίας, κάποια έστω φευγαλέα έμπνευση, ευφυΐα, ευρηματικότητα. Είμαι βέβαιος πως και ο πλέον προκατειλημμένος υποστηρικτής του σκηνοθέτη Βασίλη Ρίτσου δεν μπορεί να ισχυριστεί πως αντιλήφθηκε κάποιον ρυθμό, η έστω και μια τρέχουσα ροή αφηγηματικότητας. Ας πάρει το κείμενο του έργου στα χέρια του οποιοσδήποτε καλόβολος θεατής και ας μας πει αν έχει ειρμό, συνέπεια, ανέλιξη, εξέλιξη. Τέτοια προχειρότητα, ευτέλεια και κακοτεχνία λόγου και στίχων δεν επιτρέπεται, δεν είναι ανεκτό να ανεβαίνουν για οποιονδήποτε λόγο στη σκηνή του θεάτρου και να προτείνονται στα παιδιά ως θεατρική παράσταση. Γιατί η παραγωγός κ. Μαίρη Γκότση, που είναι και η ίδια ηθοποιός δεν προβληματίστηκε με το κείμενο και την παράσταση στο στάδιο της προετοιμασίας και πριν την πρεμιέρα ώστε να προλάβει να αποτρέψει και να διορθώσει; Αλλά και αν από ευαισθησία δεν ήθελε η δεν μπορούσε η ίδια να παραβιάσει την δεοντολογία παρεμβαίνοντας στο έργο του σκηνοθέτη, γιατί δεν συμβουλευόταν κάποιον σχετικό, άνθρωπο της τέχνης η εκπαιδευτικό η και απλό θεατή να της πει αν αυτό το συνονθύλευμα , είχε το παραμικρό ίχνος αισθητικής, καλλιέπειας ή μορφωτικής αξίας; Είμαι κατηγορηματικά απορριπτικός για την συγκεκριμένη παράσταση, απαλλάσσω δε τους ηθοποιούς από κάθε ευθύνη, διότι θεωρώ πως αυτό το θλιβερό θέαμα που παρουσίαζαν από άποψη υποκριτικής, ήταν αποτέλεσμα της ανεύθυνης παραγωγής, του έργου και κυρίως του σκηνοθέτη.
Γιώργος Χατζηδάκης

Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ του Μολιέρου

Παρακολούθησα την παράσταση «Φλάργυρος» του Μολιέρου, της Τούλας Ζαχαριουδάκη στο θέατρο Δανδουλάκη. Η γνώμη μου είναι μάλλον θετική με αρκετές αντιρρήσεις εντούτοις. Στις κύριες επιφυλάξεις μου συγκαταλέγεται πρώτον η προσθήκη πολλών τραγουδιών που η μεγάλη συχνότητά τους διασπούσε τον μολιερικό ρυθμό και ύφος και ανέκοπτε τη ροή. Νόθευε την ατμόσφαιρα της εποχής και την κομψότητα και χάρη του είδους μετατρέποντας την πατροπαράδοτη ευλαβή προσήλωση στο στυλ του 16ου αιώνα σε κάτι από αμερικάνικο μιούζικαλ. Μια ευκαιρία να μυηθούν οι μικροί θεατές στις ιδιαιτερότητες του μολιερικού θεάτρου, στο είδος που αποτελεί εθνική θεατρική έκφραση μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας και πιστοποίηση μιας ολόκληρης εποχής πήγε χαμένη. Εξίσου χαμένη πήγε μια δεύτερη ευκαιρία να έρθει σε ουσιαστική επαφή το παιδί του συγκεχυμένου σημερινού κόσμου μ’ έναν κλασικό Γάλλο συγγραφέα που συνδέεται απ’ ευθείας και πολύ στενά με το παλαιότερο και το νεότερο θέατρό μας. Μια άλλη επί μέρους αντίρρηση είναι πως ούτε η διασκευή ,( σαφέστατη και εξυπηρετική για την περίσταση ) , δεν νοιάστηκε να διατηρήσει την παιγνιώδη ευστροφία του μολιερικού λόγου και την ανάδειξη της μεγάλης σχολής της φάρσας και του σατιρισμού των ηθών. Από πλευράς υποκριτικής, έστω και μόνη της η δεξιοτεχνική ερμηνεία του Κώστα Λιάσκου στο ρόλο του Αρπαγκόν, άρκεσε για να καλύψει πολύ περισσότερες από τις λίγες ως αρκετές, επί μέρους ανεπάρκειες κάποιων ηθοποιών. Η σκηνοθεσία με γνώση και πείρα στο παιδικό θέαμα, επικεντρώθηκε χοντρικά στην υπόθεση και στην υπογράμμιση των αστείων στοιχείων, με την αντίληψη πως το παιδικό θέατρο πρέπει να περιορίζεται στο «σουμάρισμα». Μ’ αυτή τη μέτρηση μπορούμε να την κρίνουμε την σκηνοθεσία επαρκή έστω κι αν δε πλησίασε τις ιδανικές προθέσεις που θίξαμε στις προηγούμενες αράδες. Τα κοστούμια συνεπέστατα με την εποχή. Κοντολογίς μια αξιοπρεπής παραγωγή συντονισμένη στις ανάγκες της εύκολης κατανάλωσης και χωρίς να παραβαίνεται πουθενά ο κανόνας του ευπρεπούς αποτελέσματος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Σελίδες απ' την εργασία μου για το ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

1. ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
2. ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Παιδικό Θέατρο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για να προβληματιστούμε πάνω στο θέατρο για παιδιά πρέπει πρωτύτερα να κατανοήσουμε σε βάθος και πλάτος την έννοια του θεάτρου, την βαθύτερη ουσία του και να μελετήσουμε τις αναγκαιότητες που το γέννησαν και αυτές που το διατηρούν παραπάνω από 3000 χρόνια μέσα στον καθημερινό βίο των ανθρώπων. Αν καταγίνουμε με το ζήτημα του παιδικού θεάτρου με την σπουδαιολογία του θεωρητικού η την επιπολαιότητα του παραγωγού η την σχολαστικότητα του εκπαιδευτικού θα περάσουμε δίπλα απ’ το πρόβλημα και δεν θα αγγίξουμε, το πρόβλημα που έχει από καιρό γίνει οξύ. Αφού κατανοηθεί και συνειδητοποιηθεί η παρηγορητική αιτία, το κίνητρο που προκάλεσε το φαινόμενο της θεατρικής πράξης, εκεί κάπου στις απαρχές της ανθρωπότητας, όταν οι άνθρωποι ήταν ακόμα αδιάφθοροι απ’ τη γνώση, την εμπειρία και την πληροφόρηση και αγωνιούσαν να βρουν τρόπους να επικοινωνήσουν με το άγνωστο, τότε θα προκύψει ολοφάνερη παρεξήγηση που επικρατεί σήμερα ως προς την προσληπτικότητα των σημερινών αποδεκτών μικρών και μεγάλων. Τα παιδιά, ωστόσο, άμωμοι και εκστατικοί ακόμα αποδέκτες των φαινομένων, είναι πολύ πιο κοντά στη μεθεκτική πρόσληψη του δρώμενου. Η τελετουργία της θεατρικής πράξης πετυχαίνει στο παιδί που δεν έχει ακόμα διαφθαρεί από ένα αλλοτριωτικό σύστημα αξιών και συμβατισμών, την προσδοκώμενη επαφή. Και ακριβώς αυτό το σύστημα των συμβατισμών είναι που οδηγεί στην ανάγκη του διαχωρισμού μεταξύ του παιδικού θέατρο σε αντίστιξη με το θέατρο των ενηλίκων.
Ακόμα και ο όρος παιδικό θέατρο είναι σαν κατάταξη επιπόλαιος και αβασάνιστος. Είναι ένας χαρακτηρισμός που απαιτεί διευκρινίσεις και επιμερισμούς, μιας και η παιδική ηλικία, που καλύπτει με τα σημερινά δεδομένα μια δεκαετία, μια ηλικιακή περίοδο δηλαδή από τα τρία ως τα δεκατρία χρόνια, αφορά μια κλίμακα που αλλεπάλληλα διαφοροποιείται και συνεχώς μεταβάλλεται σωματικά και ψυχοπνευματικά. Μια κλίμακα που δεν επιτρέπει κανέναν συνολικό προσδιορισμό, καμιά γενίκευση. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα έχει επιχειρηθεί μια διαβάθμιση με βάση την κλίμακα της Εκπαίδευσης. Η μεθόδευση της εκπαιδευτικής αναγκαιότητας επινόησε την Πρωτοβάθμια κλίμακα, την Δευτεροβάθμια και την Τριτοβάθμια και κάθε μια απ’ αυτές τις κατηγορίες αφορά σε μια ηλικιακή περίοδο. Από τα τρία ως τα οκτώ η πρώτη (νηπιαγωγείο, δημοτικό) από τα εννέα ως τα δώδεκα η δεύτερη (Γυμνάσιο) και δεκατρία ως δεκαέξι (Λύκειο). Στην τελευταία κατηγορία δεν μιλάμε πια για παιδιά αλλά για εφήβους. Στους προβληματισμούς για το παιδικό θέατρο είναι, νομίζω ανεύθυνο αν αποδεχθούμε την κατηγοριοποίηση που υποχρεωτικά προτείνει η Εκπαίδευση, που την θέσπισε για την εξυπηρέτηση και εφαρμογή του δικού της συστήματος και να εντάξουμε σε ομαδοποιήσεις ηλικίες που αντιπροσωπεύουν της πιο συνεχώς μεταβαλλόμενη περίοδο ανάπτυξης του ανθρώπου. Η ευκολία με την οποία εντάσσουμε την τετραετία από τα τρία ως τα επτά χρόνια σε μια ομάδα, έστω και αν την εξυπηρέτηση της Εκπαίδευσης λόγοι πρακτικοί την επιβάλλουν, δείχνει πως ίσως δεν γνωρίζουμε ποια είναι η βιολογική, πνευματική και ψυχική διεργασία ανάπτυξης, ωρίμανσης και συνειδητοποίησης, συγκρότησης του «εγώ», της προσωπικότητας και της σχέσης του ανθρώπινου όντος με τον εαυτό του και με τους άλλους, σ’ αυτή την τετραετή φάση. Πόσο, όχι κατ’ έτος, ούτε ανά εξάμηνο η μήνα, εβδομάδα η ημέρα, αλλά ανά ώρα και λεπτό, οι μεταβολές που σημειώνονται σ’ αυτό το διάστημα είναι ραγδαίες και συχνότατα ανατρεπόμενες και ανατρεπτικές; Ανάλογες, εξ ίσου ραγδαίες και ριζικότερα ανατρεπτικές και ανατρεπόμενες, είναι και οι μεταβολές που σημειώνονται στην πορεία του ατόμου προς την εφηβεία αλλά και μέσα σ’ αυτήν. Απορρίπτουμε συνεπώς την κατάταξη που η εκπαιδευτική αναγκαιότητα, μάλλον επιπόλαια και οπωσδήποτε στην αγωνία μιας κατατακτικής φόρμουλας, απαραίτητης για λόγους πρακτικούς, έχει θεσπίσει.

Το Παιδικό θέατρο, λοιπόν μπορεί να ισχύει σαν όρος, γεμάτος όμως με επιφυλάξεις, ενστάσεις και αντιρρήσεις και πάντα με την απαραίτητη διευκρίνιση την επιβεβλημένη από την κατά περίπτωση ιδιαιτερότητα. Οι αμφισβητήσεις των γενικοτήτων εμπνέονται και από άλλες κοινωνικές παραμέτρους. Αν δεχθούμε πως παρά την ομοιογενή, κωδικοποιημένη παιδεία που παρέχει το κράτος, διατηρούνται διαφορές, ποικιλίες, μορφωτικές, ταξικές, αισθητικές που διαμορφώνουν αναπόφευκτα την προσληπτικότητα , την επικοινωνιακότητα, την δεκτικότητα σε επίπεδο διαλόγου και ανταλλαγής και ιδιαιτεροποιούν το σύνολο και το επιμερίζουν σε υποομάδες, που υποδιαιρούμενες μπορούν να φθάνουν ως και εξατομικευμένες περιπτώσεις. Δεν είναι δυνατό φυσικά να προβλεφθεί και παραχθεί ένα θέατρο που θα καλύπτει τον περιορισμένο αριθμό μικρών ομάδων προκειμένου να απευθύνεται στις εξειδικευμένες ανάγκες. Αυτό φαίνεται κατ’ αρχήν ανέφικτο και μόνο πειραματικά μπορεί να αναζητηθεί ένα τέτοιο μοντέλο, όπως και έχω υπ’ όψη μου πως κάτι ανάλογο επιχειρείται σεμιναριακά και πιθανόν περιορισμένα να εφαρμόζεται.

Οι παραπάνω νύξεις αποκαλύπτουν πως το θέατρο που απευθύνεται σε παιδιά είναι μια σοβαρή υπόθεση που έχει δυστυχώς εγκαταλειφθεί σε ευκολίες και δεν αντιμετωπίζεται με γνώση και ευθύνη. Ή μάλλον για να μην αδικήσουμε το σύνολο, αντιμετωπίζεται σε πολλές περιπτώσεις και με γνώση και με ευθύνη κάτω όμως από μια στρεβλή και παρεξηγημένη έννοια και ουσία και των δύο αυτών αξιών. Και σ’ αυτό το σημείο ας στραφούμε στην πρώτη και ογκωδέστερη παρεξήγηση. Γίνεται κατ’ αρχήν λοιπόν το κεφαλαιώδες λάθος να χρησιμοποιείται το θέατρο για παιδαγωγικούς και διδακτικούς σκοπούς. Μια αρχέγονη υπαρξιακή έκφραση γίνεται υποχείριο στην ωφελιμιστικότητα, στην σκοπιμότητα της εκπαιδευτικής μεθόδευσης. Θυσιάζεται η αίσθηση στη γνώση και μάλιστα στη γνώση που θα εξυπηρετήσει την κατάπνιξη της υπαρξιακής αίσθησης. Μεταβάλλεται δηλαδή η ουσία του θεάτρου, νοθεύεται ο ρόλος του που είναι η μέθεξη, και από τέχνη εκστατική μετατρέπεται σε από έδρας διδασκαλία. Είναι στρεβλή η αντίληψη να χρησιμοποιείται το θέατρο για να διοχετεύονται ηθικές αξίες, ευσεβή θρησκευτικά αισθήματα και πατριωτικά φρονήματα. Νοθεύεται έτσι η υπαρξιακή υπόσταση του θεάτρου, ο ψυχοπνευματικός του ρόλος, η αριστοτελική «δι ελέου και φόβου κάθαρσις». Δεν πρέπει να συγχέεται ο ρόλος του σκηνικού παταριού η της θυμέλης του αρχαίου θεάτρου με τον ρόλο της διδασκαλικής έδρας, του εκκλησιαστικού άμβωνα η του πολιτικού βήματος. Η απόσταση ανάμεσά τους πρέπει να μετρηθεί με τις διαστάσεις που προτείνει η ιστορία της σκοπιμότητας και η σκοπιμότητα της ιστορίας.
Είναι καταπληκτικό αλλά η συνήθεια που έχει επικρατήσει στο χώρο του παιδικού θεάτρου, να φορτίζεται με διδαχές και μορφωτικές σκοπιμότητες και χρηστομάθειες, όσο και να φαίνεται παραδοξολογία η μορφωτική αποστολή που επιφυλάσσεται στο θέατρο από την κρατούσα αντίληψη, το προσομοιάζει προς τις μπρεχτικές προδιαγραφές. Όπως ο Μπρέχτ και οι οπαδοί της αποστασιοποίησης φιλοδόξησαν να μεταχειριστούν το θέατρο για τους διαφωτιστικούς σκοπούς τους έτσι και χρησιμοποίηση του παιδικού θεάτρου από μορφωτικές και διαμορφωτικές σκοπιμότητες υπονομεύει τις δομές του θεάτρου. Η θεατρική τελετουργία η απευθυνόμενη στα παιδιά, ενώ θα ‘πρεπε να διατηρεί την αγνότητα της ψυχοπαρορμητικής προσέγγισης, μεταβάλλεται αντίθετα σε μέσο στρατευμένο, σε εργαλείο παιδαναγκασμού και όργανο προπαγάνδας, που όσο και αν εξιδανικεύουμε αυτή την πραγματικότητα με όρους όπως παιδαγωγικότητα, επιμόρφωση και άλλα ηχηρά παρόμοια παραμένει εντούτοις μια διαστρέβλωση. Εάν στα έργα και τις παραστάσεις παιδικού θεάτρου προτεραιότητα δίνεται στην μετάδοση ηθικοπλαστικών μηνυμάτων βρισκόμαστε μπροστά στην πρόθεση να μειωθεί η συμμετοχή στην τέλεση για να λειτουργήσει προπαγανδιστικά το μήνυμα. Ατόφια δηλαδή η πολυθρύλητη αποστασιοποίηση των μπρεχτικών μεθόδων. Μην αισθάνεσαι, μην συμμετέχεις αλλά αποδέξου και αφομοίωσε το μήνυμα. Κι έτσι συντηρούμε το αποτέλεσμα στην πιο πρόσφορη ηλικία των μαγικών εντυπώσεων, στην περίοδο που ο άνθρωπος διέρχεται μια περίοδο αγνότητας, με την έννοια πως δεν έχει υποστεί τις αλλοτριωτικές επιδράσεις των σκοπιμοτήτων και των κατά συνθήκην αποδοχών, στην ηλικία που ο νους και η ψυχή αντιδρούν στης ιστορίας τους κανόνες και προτιμούν των μύθων την ασυδοσία, έρχεται το θέατρο, η τέχνη της ψευδαίσθησης, η τελετή του πλαστού και γίνεται απόστολος και διανομέας ρεαλιστικών μηνυμάτων και αξιών περί των οποίων τα ιερατεία και τα διδασκαλεία και η κρατούσα ιδεολογία έχουν αποφασίσει.
Ασφαλώς ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως δεν κρίνεται εδώ η όποια σημασία ή ορθότητα των διδαχών. Καλά και άγια μπορεί να είναι τα όσα η επίσημη τάξη των πραγμάτων έχει θεσπίσει να διοχετεύονται στους πολίτες εξ απαλών ονύχων. Κρίνεται και κατακρίνεται η επιλογή του θεάτρου να γίνεται ο πομπός των διδασκαλιών και μηνυμάτων. Καταδικάζεται η μετατροπή της θυμέλης σε διδασκαλικό βήμα. Ο εκφυλισμός αυτός της θεατρικής λειτουργίας τραυματίζει ανεξίτηλα τη σχέση του νέου ανθρώπου με το θέατρο, στρεβλώνει από νωρίς την αντίληψη για το θέατρο και απομακρύνει απ’ αρχής τον θεατή απ’ αυτό που είναι δυνατόν να τον μεταφέρει σε επικοινωνίες βαθύτερες και πλατύτερες (αποφεύγω να σημειώσω τον όρο μεταφυσικές) και τον υποχρεώνει να το αντιμετωπίζει σαν ένα μέσο του καταπιεστικού συστήματος. Στην νεαρή ηλικία ο άνθρωπος έχει μια έντονη διάθεση ανυποταξίας, αντίδρασης στο επιβεβλημένο, άρνησης στις επιταγές για το πρέπον και το σωστό. Δεν είναι αυθαίρετη η διαπίστωση, ούτε και χρειάζεται να ανατρέξουμε σε επιστημονικά συμπεράσματα η στατιστικές. Οποιουδήποτε ατόμου απ’ τα είδη του ζωικού βασιλείου κι αν παρατηρήσουμε την συμπεριφορά στην νεαρή ηλικία θα διαπιστώσουμε έντονο το στοιχείο της ανυποταξίας. Εφ’ όσον λοιπόν το θέατρο αντί για ένα παιχνίδι φαντασίας και ανυποταξίας στην εκλογίκευση και στους κανόνες, αντί για μια πράξη παιδικής ανεμελιάς και απρονοησίας γίνεται συνεργός των καταπιεστικών μεθόδων των εκπαιδευτικών συστηματικών επινοήσεων, που σκοπό έχουν να νουθετήσουν το παιδί προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξης, της συμμόρφωσης στο κυρίαρχο μοντέλο, αυτονόητη είναι η αντίθεση που εγκαθίσταται στο υπόβαθρο της παιδικής ψυχής. Κι αν δεν έγινε πειστικό το επιχείρημά μου ας σκεφθούμε πόσο αρνητικά συναισθήματα μπορεί να δημιουργεί στο παιδί που υποβάλλεται σε μια αγωγή κοινωνικής προσαρμοστικότητας, στην οποία η φύση του αντιδρά, όταν διαπιστώνει πως το θέατρο που του δημιουργεί την ελπίδα της διαφυγής αποδεικνύεται μέσο των ίδιων παιδαγωγικών μηχανισμών.
Και σ’ αυτό το σημείο καλούμαστε νομίζω να αναζητήσουμε τα επιχειρήματά μας στη σχέση θεάτρου και παιχνιδιού, στην αναζήτηση της σχέσεις του δηλωτικού και αποκαλυπτικού ρήματος παίζω. Κι ας ξεκινήσουμε απ’ το παιχνίδι, την αυθόρμητη και πηγαία αυτή έκφραση, αυτήν την φυσική σωματική και ψυχοπνευματική παρόρμηση του παιδιού που κύριο γνώρισμά της είναι η μεταφορά σ’ έναν κλειστό η ανοιχτό κόσμο ψευδαισθήσεων, φανταστικό κόσμο κατασκευασμένο από στοιχεία δάνεια της πραγματικότητας σε διεξαγωγές που πάντα περιέχουν μίμηση και υπόκριση. Το παιχνίδι είναι μια μαγική περίοδος στην παιδική ηλικία που δύσκολα μπορεί να προσεγγισθεί από τον κόσμο των ενήλικων. Το παιδί δοκιμάζει ρόλους, δηλαδή μεταφορές σε φανταστικές ταυτότητες και επιχειρεί δοκιμάζοντας τις δυνατότητες του να υπάρξει μέσα απ’ αυτές. Δοκιμάζει επίσης τρόπους και κώδικες αντίληψης των όσων του προτείνει η πραγματικότητα, προσπαθεί να καταλάβει και να αποδεχθεί τον κόσμο, άλλοτε υποκρινόμενο, μιμούμενο και μετερχόμενο τρόπους, μεθόδους και τεχνικές. Όλη αυτή η αγωνιώδης υπαρξιακή διαδικασία της ένταξης, της προσαρμογής και της αποδοχής, μια διαδικασία πειραματική του νεαρού ατόμου με στόχο να καταλάβει, να εντυπωθεί και το βασικότερο σαν ουσιαστικός στόχος να γίνει αποδεκτό, πρώτα απ’ την οικογένεια, στα στενά η τα ευρύτερα της πλαίσια της κι ύστερα απ’ την ομάδα κι εν συνεχεία απ’ το συνολικό περιβάλλον, είναι η «ιερή» φάση που οποιαδήποτε επέμβαση με οποιοδήποτε πρόσχημα είναι ανεπίτρεπτη. Κι όμως σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο, σ’ αυτήν την ευαίσθητη λειτουργία έρχεται και επεμβαίνει η ωφελιμότητα, η παιδαγωγική σκοπιμότητα, τα συστήματα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιώντας όλα όσα παραπάνω περιγράψαμε επιδιώκουν να διοχετεύσουν στο παιδί τις επινοήσεις και τεχνικές χειραφέτησης. Δεν απέχει καθόλου το παράδειγμα της χημικής επέμβασης στη βιολογική ανάπτυξη.

Μια κατευθυνόμενη εισβολή έχει επικρατήσει και έχει γίνει θεσμός αποδεκτός στην χρησιμοποίηση των παιχνιδιών για την εσκεμμένη διαπαιδαγώγηση. Η εκπαιδευτική εξουσία (Δεν υπάρχει άλλη αρχή για το παιδί παρά μόνο το επίσημο κρατικό όργανο για την Παιδεία. Και όταν λέμε παιδεία εννοούμε την εκπαίδευση και μόρφωση που ορίζει το Σύστημα που είναι εκφραστής της κρατούσας αντίληψης όχι μόνο από πλευράς ύλης αλλά κυρίως από τις μεθόδους που μετέρχεται για να την εφαρμόσει. Πλην αυτού δεν υπάρχει κανένα άλλο όργανο που να ασχολείται με την παιδαγωγή πέραν της ηθικογνωσιακής μόρφωσης . Το παιδί συνεπώς αντιμετωπίζεται σαν ένας στρατεύσιμος εκπαιδευόμενος που το παιχνίδι, το ανυπότακτο παιχνίδι, δεν συμπεριλαμβάνεται στην εκπαίδευσή του. Τα υπουργείο για την εκπαίδευση και την εν γένει διαπαιδαγώγηση δεν διακρίνει το παιχνίδι σαν ανάγκη της παιδικής έκφρασης και εκδήλωσης. Η μάλλον ανεπίσημα το διακρίνει αλλά το αποδέχεται κι αυτό για την εκπαιδευτική του επίδραση και μόνο όσο συμφωνεί με τις κρατούσες αντιλήψεις και την θέση που επιφυλάσσει για τα παιδιά στο σύστημα. Είναι κοινός τόπος και δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ στα αγορίστικα παιχνίδια που είναι, όπλα, πολεμικές μηχανές και άλλα δυναμικά αντικείμενα και στα κοριτσίστικα που είναι κούκλες, σπιτάκια, και άλλα θηλυκά τοιαύτα, θα σταθώ στα παιχνίδια που μεριμνούν και υποβάλλουν τάσεις, κοινωνικοποιήσεις, ενέργειες και ποικίλες άλλες προδιαθέσεις απολύτως θεμιτές ως επιλογές και ως προθέσεις, αποκαλυπτικές όμως για την τακτική των επεμβάσεων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, διάφορα παιχνίδια και κούκλες ακόμα και σε ανασκαφές προϊστορικών τόπων, πιστοποιούν την αρχέγονη ανάγκη του παιχνιδιού στη χαραυγή της ανθρωπότητας. Το παιχνίδι, τόσο το ενόργανο όσο και το αυτοσχέδιο, δεν είναι μόνο ανθρώπινο γνώρισμα. Αν πάρουμε για παράδειγμα το πασίγνωστο θέαμα νεαρού γατιού που παίζει μ’ ένα κουβάρι η και μόνο με την ουρά του, βάζοντας ένα αντικείμενο υποκατάστατο στη θέση ενός φανταστικού «άλλου», η και χωρίς αντικείμενο και μόνο με την βοήθεια της φαντασίας του. Είναι τόσο γνωστή σε όλους η συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων στην ιδιαίτερη αυτή λειτουργία του παιχνιδιού που είναι περιττά τα παραδείγματα ως επιχειρήματα. Όλα τα θηλαστικά από την βρεφική περίοδο ως την εφηβική παίζουν αυτοσχεδιάζοντας και επινοούν καταστάσεις φανταστικές που τις βιώνουν ως εμπειρίες, δοκιμάζοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση τους με τον κόσμο. Αυτό είναι μια απ’ τις συνιστώσες της θεατρικής ουσίας. Είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του θεάτρου γενικώς αλλά και πιο ειδικά για το θέατρο στην ηλικιακή περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Η φανταστική λειτουργία αλλά και η τεχνική της προσποίησης, η υποκριτική δηλαδή και η παραγωγή και η ταυτόχρονα συμμετοχή στο πλαστό, στο πεποιημένο είναι συνθήκες της τελετουργίας του θεάτρου και ενώ ο ενήλικας προσχωρώντας στην ιστορική ανάγκη απομακρύνεται απ’ τις μαγικές αυτές ιδιότητες και διαδικασίες, το παιδί θεατής είναι τόσο κοντά που μπορεί να περνάει απ’ την έκσταση του παιχνιδιού στην μέθεξη του θεάτρου. Από ειδικούς έχει υποστηριχθεί πως τα παιδιά εξασκούν τεχνικές εξαπάτησης σχεδόν αυτόματα και φέρνουν σαν παράδειγμα το κλάμα. Υποστηρίζουν πως όταν το κλάμα του παιδιού δεν προέρχεται από μια πραγματική αιτία, όταν κάτι δεν είναι κάν επώδυνο, η τόσο στενάχωρο, όταν είναι κάτι που θα έχουν ξεχάσει στα δυο μόλις επόμενα λεπτά, είναι μια απόδειξη της υποκριτικής ικανότητας - ταλέντου, όλων των παιδιών. Αυτό – λένε οι παιδοψυχολόγοι – ασκείται από τα παιδιά ως μέσο πίεσης η επιβολής προς το περιβάλλον τους και αποκαλύπτει την έφεση που έχουν οι μικρές ηλικίες προς την υπόκριση. Αυτός ο ισχυρισμός είναι ίσως λίγο υπερβολικός και εν πολλοίς αυθαίρετος, ωστόσο καμιά δόση υπερβολής δεν έχει η υποκριτική ικανότητα που αποκαλύπτουν τα παιδιά στα παιχνίδια τους που τα περισσότερα, είτε ατομικά. Είτε ομαδικά είναι αναπαραστατικά. Δεν είναι άγνωστο το θέαμα του παιδιού που έχει αφοσιωθεί σε κάποιο ατομικό παιχνίδι, κούκλα, αυτοκινητάκι, στρατιωτάκια, κάποιον ήρωα κόμικς ή οτιδήποτε από τα πολλά άλλα και στήνει μόνο του ολόκληρες σκηνές υποδυόμενο διάφορα πρόσωπα, αλλάζοντας φωνές, τόνους και χαρακτήρες πάνω σε δικά του αυτοσχέδια σενάρια. Μια άλλη διάσταση του παιχνιδιού είναι η δυνατότητα που δίνει στο παιδί να ξαναζήσει ενεργά και να επεξεργαστεί τραυματικές καταστάσεις, που αρχικά βίωσε παθητικά. Το παιδί είναι δυνατόν ¨ν’ αλλάξει ρόλο. Η πολυπλευρότητα του παιχνιδιού είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν τα παιδιά στην προσπάθειά τους ν’ αποσαφηνίσουν το άγνωστο ή τρομαχτικό. Ολοι γνωρίζουμε ότι η περιέργεια είναι μια πολύ σημαντική κινητήρια δύναμη, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Η δε ικανοποίησή της είναι μια ανάγκη που πρέπει να κορεστεί. Για να γίνει, όμως αυτό, μπαίνει σε ενέργεια η εφευρετικότητα και δημιουργικότητα του πνεύματος. Στα παιδιά, λοιπόν, αυτή η δημιουργική περιέργεια εκφράζεται από πολύ μικρή ηλικία με τη μορφή παιχνιδιού. Στο παιχνίδι ένα παιδί μπορεί να δράσει, ν’ αντιδράσει, να συμμετάσχει, να σκεφτεί κλπ.

Αλλά και τα περισσότερα απ’ τα ομαδικά παιχνίδια που λειτουργούν πάνω σ’ ένα δεδομένο τυπικό με χοροκινητικά και μουσικά στοιχεία, με αναπαραστάσεις και με εξελισσόμενη διεξαγωγή, περιέχουν ατόφια θεατρικά στοιχεία. Ας θυμηθούμε «Περνά, περνά η Μέλισσα», το «Δεν περνάς κυρά Μαρία», το «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει», «Γύρω, γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης», τα «Αγάλματα», το «Νάτο, νάτο το δακτυλίδι» κ. ά. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την διαδικασία των παιχνιδιών αυτών και των πολλών άλλων για να συνειδητοποιήσει πόσο όλα βρίσκουν εφαρμογή σε ιδιότητες καθαρά θεατρικές. Όλα προϋποθέτουν αυτοσχεδιασμό, τελετουργική ικανότητα, όπως και ικανότητες προσποίησης, δηλαδή στοιχεία μίμησης και υποκριτικής. Βρίσκεται συνεπώς το παιδί, από πολύ μικρή ηλικία μέσα σ’ έναν κόσμο όπου τα συνυφασμένα με την ύπαρξή του θεατρικά ιδιώματα υποκινούνται σε εγρήγορση. Αυτές είναι οι αιτίες που τα παραμύθια, τα γεμάτα με στοιχεία υπερεαλιστικά, τα φαντασιώδη αποκυήματα, με πλοκές και όντα πέραν του πραγματικού κόσμου γοητεύουν, γητεύουν, δηλαδή ασκούν μια μαγική επιρροή στον παιδικό νου.

Επιχειρήσαμε μια προσέγγιση μερικών απ’ όσα μαρτυρούν την ανέγγιχτη, την αδιάφθορη φάση της πνευματικής πρωιμότητας του ανθρώπου. Την περίοδο εκείνη που ο άνθρωπος διακατέχεται από την αγωνία να αντιληφθεί και να εισχωρήσει στα ορατά και αόρατα μυστήρια του κόσμου. Αναφερθήκαμε σε όσα τεκμηριώνουν την ανυποταξία στις επιταγές και τους συμβατισμούς και σταθήκαμε στις λειτουργίες πριν απ’ την κατακυρίευση της εμπειρίας και για την υπαρξιακή ανάγκη και ταυτόχρονα την αδυναμία του παιδιού να αποδεχθεί σαν αναμφισβήτητη την πραγματικότητα. Πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε «την πραγματικότητα της ιστορικής αποδοχής». Όλα αυτά τα επιχειρήσαμε για την κατανόηση της ευαισθησίας του παιδιού του ευεπίφορου πνεύματος, και της γόνιμης φαντασία του στις απαρχές του βίου. Ωστόσο παράλληλα ανασηκώθηκε η άκρη της σελίδας μιας άλλης παραμέτρου που εκφράζεται περισσότερο σαν συλλογισμός: πόσο λιγότερο αλλοτριωμένοι θα ήταν οι άνθρωποι αν δεν είχε μεσολαβήσει η επέλαση των κανόνων των ιερατείων αφ’ ενός και των κοσμικών εξουσιών αφ’ ετέρου . Αν τα συστήματα δεν είχαν επέμβει τόσο καταλυτικά μεταβάλλοντας την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου μέσα σε μια ιστορική διαδρομή τριών η τεσσάρων χιλιάδων χρόνων; Και για να μην απομακρυνθούμε από το θέμα μας ας αναρωτηθούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η σχέση του ανθρώπου με την θεατρική τέλεση, πόσο εντελέστερη η μέθεξη αν η εξέλιξη δεν μας είχε στερήσει τη δυνατότητα της ταύτισης με τον ιεροφάντη και την προσδοκία της εκστατικής μετάβασης. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία για την οποία τα παιδιά διαθέτουν την ιδιότητα και εμείς επιδιώκουμε να τα φρονηματίσουμε δηλαδή να εξαλείψουμε την παιδικότητά τους.

Ας προσγειωθούμε! Η πραγματικότητα είναι εδώ και η σκοπιμότητα σε ποικίλες παραλλαγές περισφίγγει το θέατρο για παιδιά. Οι κοινωνίες που κατασκευάσαμε ιδανικές δεν είναι οπωσδήποτε και το θέατρο για τα παιδιά, είτε στα σχολεία, είτε έξω απ’ αυτά θα πρέπει να το εξετάσουμε, να το κρίνουμε και να το επηρεάσουμε με γνώμονα τα πραγματικά δεδομένα. Μ’ αυτή την αντίληψη θα πρέπει όχι μόνο το θέατρο να καταγράψουμε μα και όλους τους θεσμούς και εξ αυτών τα όργανα και τις οργανώσεις που εμπνέουν, παράγουν, στηρίζουν, ελέγχουν το θέατρο για τις παιδικές ηλικίες. Κι επειδή το εγχείρημα του παρόντος δεν είναι ασφαλώς καταγραφικό και απαθές, με όση αντικειμενικότητα μας επιτρέπει η υποκειμενική μας ανάμειξη θα σχολιάσουμε θα στηλιτεύσουμε ,θα κατακρίνουμε και θα προτείνουμε στις σελίδες που θα ακολουθήσουν. Ορθό όμως είναι να εξετάσουμε την πορεία του παιδικού θεάτρου στη χώρα μας. Η ιστορία που μπορούμε να ξετυλίξουμε και να εκθέσουμε αρχίζει και διανύεται με την προσωπική μας εμπειρία. Εξιστορώ και συμπεραίνω μόνο απ’ όσα με τον ένα η τον άλλο τρόπο βίωσα, με όσα απ’ τα φαινόμενα του παιδικού θεάτρου διασταυρώθηκα, παρατήρησα, μελέτησα και κατά ποικίλους τρόπους συμμετείχα. Ας μην θεωρηθεί υπερφίαλο αλλά δεν γνωρίζω να υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση, καμιά παρόμοιο μαρτυρία, τόσο πλατειά εποπτεία της κοινωνικής περιπέτειας, της θεατρικής διαδρομής, της εκδίπλωσης του θεάτρου για παιδιά σε μήκος εξήντα χρόνων και της θεώρησης με τις διόπτρες του θεωρητικού παρατηρητή από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Το παιδικό και ειδικότερα το θέατρο που απευθύνεται σε μαθητές αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη βίβλο του νεοελληνικού θεάτρου. Η παρουσία του σημειώνεται από νωρίς και περιορίζεται κατ’ αρχήν σε επετειακές ευκαιρίες, με έργα εθνικού περιεχομένου που πλούτιζαν τα προγράμματα των σχολικών εορτών στις εθνικές επετείους. Δεν βρίσκω καταγραμμένη καμιά παράσταση σε σχολείο με έργο διαφορετικού θέματος. Η θεματική διαφοροποίηση θα μπορούσε να συναντηθεί στις γιορτές των εξετάσεων, στο τέλος του σχολικού έτους όπου οι επιλογές των έργων είχαν κατά κανόνα ηθικοπλαστικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα και στις παραστάσεις τις χριστουγεννιάτικες και τις πασχαλινές που κυριαρχούσαν τα βιβλικά η τα ποτισμένα με αλτρουιστική ευαισθησία, προπαγανδιστικά της φιλάνθρωπης συνείδησης του τύπου «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και άλλα παρόμοια αγγλικής κυρίως κοπής. Μια πτυχή κατευθυνόμενου νατουραλισμού που αποσκοπούσε να προκαλέσει αισθήματα συμπόνιας για τους παρίες της κοινωνίας. Μια άλλη κατηγορία ήταν τα γνωστά παραμύθια. Μυθιστορήματα και παραμύθια ανέβαιναν διασκευασμένα από τους δασκάλους που επέκτειναν την αρμοδιότητά τους ως τη σκηνοθετική καθοδήγηση σε κάθε περίπτωση δε απολύτως αποστειρωμένα από κάθε κοινωνικό προβληματισμό η κριτική. Στις τελευταίες γυμνασιακές βαθμίδες, στο μάθημα των αρχαίων διδασκόταν αρχαίο δράμα στο πρωτότυπο και θα ήταν σχεδόν φυσικό να επιλέγουν οι υπεύθυνοι καθηγητές και κείμενα τραγωδιών για μαθητικές παραστάσεις. Ωστόσο δεν συνηθίζονταν τέτοιεςεπιλογές.
Θα μπορούσαμε να σκεφθούμε πολλούς λόγους, ιδεολογικούς και πρακτικούς που ωστόσο δεν αποκλείει κάποια περίπτωση να μου έχει διαφύγει. Νομίζω πως οι θίασοι που επιχειρούσαν περιοδείες σε αστικά κέντρα της επαρχίας με ρεπερτόριο αρχαίων τραγωδιών θα μπορούσαν να έχουν δώσει κάποια παράσταση στο Γυμνάσιο της πόλης. Έχω υπ’ όψη μου την περίπτωση του θιάσου Νίκου Χατζίσκου και Τιτίκας Νικηφοράκη που τους είχα δει να παίζουν τον Οιδίποδα Τύραννο στην Ιστιαία το 1939, και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως νωρίτερα απ’ την παράστασή στο ζαχαροπλαστείο «Αίγλη» ήταν δυνατό να παρουσιάσουν το έργο για τους γυμνασιόπαιδες στα πλαίσια και των μαθημάτων των αρχαίων με αναφορές στους τραγικούς. Φαίνεται ωστόσο απίθανο να επιτρέψει το μυαλό ενός καθηγητή του καιρού εκείνου μια θεατρική παράσταση σε μαθητικό κοινό πολύ περισσότερο αν οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν την παράσταση σε δημόσιο χώρο. Αυτό και μόνο το ενδεχόμενο αρκεί για να αποκλείσουμε απόλυτα την πιθανότητα. Ήταν σε τέτοιο καθεστώς πειθαρχίας και απαγορεύσεων και συνεπειών που οι μαθητές που απόφευγαν να συναντήσουν καθηγητή στο δρόμο οποιαδήποτε ώρα της ημέρας γιατί το βράδυ απαγορευόταν αυστηρά να μαθητές να κυκλοφορούν. Σχολιάζω ενδεχόμενα της επαρχίας και περιορίζομαι στην ύπαιθρο επειδή στην Αθήνα τα μέτρα ήταν μεν χαλαρότερα αλά οι δυνατότητες παρακολούθησης παραστάσεων από μαθητές ήταν περιορισμένες, παρά την ανοιχτότερη θεατρική κίνηση της πρωτεύουσας. Και ως μαθητής δεν θυμάμαι καμιά μεθοδευμένη κίνηση, από μέρους του σχολείου η πρωτοβουλία κάποιου καθηγητή που να προέτρεψε ποτέ τους μαθητές στο θέατρο. Γνωρίζω μόνο λίγες περιπτώσεις που οι γονείς η κάποιος συγγενής οδήγησε κάποιο παιδί σε μια θεατρική αίθουσα. Το σχολείο στάθηκε απόλυτα αρνητικό και σε αρκετές περιπτώσεις εχθρικό προς το θέατρο.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Απολογισμός σε έργα και ημέρες

Το ‘γραψα και κάπου αλλού, πως δεν προλαβαίνω.. όχι από έλλειψη χρόνου αλλά από συνωστισμό ιδεών, από κακή διαχείριση των προτεραιοτήτων… σε κατακυριεύει μια σύγχυση κι αρχίζεις κάτι που χωρίς να τελειώσει αρχίζεις κάτι άλλο και μετά τρίτο και τέταρτο… Αναλυτικά: Έχω αρχινισμένο και προχωρημένο το ινδικό έπος «Νάλας και Νταμαγιάντη», απόσπασμα από τη «Μαχαμπχαράτα», παρατημένο ωστόσο το κείμενο λίγες σελίδες πριν απ’ το τέλος… Είχα προγραμματίσει και την παράστασή του… Τ’ άφησα όμως στις πρώτες δυσκολίες και ξαναγύρισα στο Αρκάδι που το ‘χα αφημένο κι αυτό… Τέσσερα χρόνια στριφογυρίζω γύρω απ’ το θέμα του ηρωικού μοναστηριού και το έργο «Πες μας τι είδες ουρανέ» είναι σχεδόν τελειωμένο. Προγραμματισμένου κι αυτουνού η παραγωγή με άμεσες προοπτικές. Ως τώρα κι αυτό ξαναπαρατημένο. Είναι αλήθεια πως η αδιαφορία κάποιων παραγόντων του Ρεθύμνου, με αποθάρρυνε και με αποθαρρύνει, όπως και οι συνθήκες των οικονομικών προϋποθέσεων που διέπουν τις δοσοληψίες με τους Δήμους γενικώς… Πληρώνεις όλα τα έξοδα για τις παραστάσεις, ήτοι: πρόβες, όλες τις δαπάνες της παραγωγής, μετακινήσεις του θιάσου, διανυκτερεύσεις, συντήρηση, προκαταβολές αμοιβών και εισπράττεις από τους Δήμους μετά από τρεις μήνες το νωρίτερο και ένα χρόνο το αργότερο. Και το ύψος των ποσών κατεβαίνει όλο και χαμηλότερα. Και για φέτος, πολλές οι αμφιβολίες.

Δεν είναι μόνο η πρόσφατη κρίση που συντελεί σ’ όλα αυτά, μιας και οι δαπάνες για τον πολιτισμό κρίνονταν από πάντα επουσιώδεις, είναι και οι ερασιτεχνικοί θίασοι τοπικών συνθέσεων. Μεγάλη πληγή που τα βάθος της δεν έχει ακόμα συνειδητοποιηθεί. Παραμυθιάζονται όλοι και θεωρούν την πληθώρα των ερασιτεχνικών θιάσων σαν έξαρση πολιτισμού. Και φαινομενικά είναι αλλά σε σχέση πάντα με το επίπεδο ρεπερτορίου και καλλιτεχνικής ποιότητας των παραστάσεων. Ομάδες ατόμων άλλων επαγγελμάτων, χωρίς καμιά σπουδή η γνώση γύρω απ’ την τέχνη του θεάτρου, που επιλέγουν χοντροκωμωδίες η άλλα έργα με σκαμπρόζικα θέματα, «πιασάρικα» (επιθεωρήσεις η σεξοκωμωδίες η τηλεοπτικά αναμασήματα), χρηματοδοτούνται από τις Νομαρχίες ( η και απ’ τους Δήμους απευθείας) και χώνονται στις τοπικές διοργανώσεις φυτευτοί, με την σαθρή ιδεολογία πως ενισχύεται τάχα η τοπική παραγωγή. Κίνητρο αφελές με μπόλικη δόση πελατειακών προθέσεων. Τα μέλη των θιάσων αυτών είναι πάντα εν δυνάμει ψηφοφόροι. Και τα τρία και τέσσερα χρόνια Δραματικής Σχολής, τα πέντε της θεατρολογίας και η εμπειρία με σκηνοθέτες στα κεντρικά θέατρα; Και μια άλλη κεφαλαιώδης παράμετρος: η κρίση που μαστίζει, χρόνια τώρα την επαγγελματική τάξη των ηθοποιών. Πως έρχεσαι εσύ κύριε άσχετε αλεξιπτωτιστή που σιτίζεσαι από άλλο επάγγελμα (είσαι υπάλληλος, τεχνίτης, αγρότης, φοιτητής η επαγγελματίας) αυτοχρίζεσαι ηθοποιός και σκαρώνεις ευκαιριακά έναν θιασάκο και τρυγάς τους Δήμους και τις Νομαρχίες αλλά και πολλούς ιδιώτες επιχειρηματίες; Δε λέω, σπουδαία η ερασιτεχνία και έχει αποδειχθεί ζωογόνος τροφοδότης του θεάτρου μας αλλά έχω μια απορία που βρίσκω τώρα ευκαιρία να την διατυπώσω στους καλούς τοπικούς άρχοντες. Δε μου λέτε κύριοι θα αναθέτατε κάποιο τεχνικό έργο, την ανέγερση ενός σχολείου, την κατασκευή μιας γέφυρας, μιας οποιασδήποτε άλλης οικοδομής, μια μελέτη οικονομοτεχνική η την οδήγηση ενός δημοτικού αυτοκινήτου, σε άτομα που δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις, σπουδές και πτυχία; Γιατί λοιπόν εμπιστεύεστε την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία των συμπολιτών σας σε τυχάρπαστους και αδαείς; Αρκετά με τους σαλταδόρους του θεατρικού επαγγέλματος. Δεν περιμένω φυσικά καμιά βελτίωση σ’ αυτή την πλευρά του πολύπλοκου και πολύπτυχου πολιτιστικού προβλήματος..

Μισαρχινισμένα και μισοτελειωμένα λοιπόν τα μισοπαρατημένα έργα και οι παραστάσεις τους (δε λογάριασα την «Οδό Καυκάσου», στα σκαριά κι αυτή με ζεσταμένες επιθυμία και πρόθεση κοντά κοντά και με τη Μαρίτα Τζατζαδάκη να υπομονεύει καρτερικά ) και με μια αφιλοτιμία, πες την ανευθυνότητα, απέναντι σε όλες αυτές τις εκρεμότητες κάθισα κι έγραψα την «Αργώ». Έναν μονόλογο όπου το καράβι ξετυλίγει την ιστορία της εκστρατείας, επικεντρωμένη στον ανέφικτο έρωτά της για τον Ιάσονα. Μπήκε κι αυτό στο φάκελο «Προς ενέργειαν». Για να δούμε τι θα ευδοκιμήσει απ’ όλα. Σε ανάλογη εκκρεμότητα βρίσκονται και τα θεωρητικά μου. Εκτός από την «Ιστορία της Ραδιοφωνίας», στην ίδια κρεμάστρα βρίσκεται και ο «Σοφοκλής Καρύδης» και η «Ιστορία της κριτικής», μια μελέτη για το παιδικό θέατρο, μια καταγραφή των παραστάσεων του Αριστοφάνη αρχινισμένη από χρόνια, όπως και η ψηφιοποίηση των δημοσιευμένων κριτικών μου, των «Θεατρικών», της «Μεσημβρινής», της «Ραδιοτηλεόρασης» και των άλλων εντύπων που φιλοξένησαν τα κριτικά μου σημειώματα κατά καιρούς.
Όλα τα παραπάνω εξομολογητικά τα σημειώνω για να αναφερθώ στα πρόσφατα πεπραγμένα και στα άμεσα προγραμματισμένα. Τέλος έτους και είσοδος στο τελευταίο της δεκαετίας και ένας απολογισμός δεοντολογείται απολύτως. Έγινε στο Cabaret Voltaire η διοργάνωση «Δεκέμβριος Μέρες Μεταξουργείου», έγινε η έκθεση φωτογραφίας της ομάδας ΦΥΓΕΣ και η προβολή του ντοκυμανταίρ για το Μεταξουργείου, παραγωγής του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου της Αθήνας, έγινε το μουσικοθεατρικό έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Ήταν η Αθήνα…», έγινε το αφιέρωμα στον Δημήτρη Χριστοδούλου, (τίτλος «Στη γειτονιά του Κίκιζα, στον Άγιο Κωνσταντίνο» με εμβόλιμα τραγούδια του ποιητή) έγινε το αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, (τίτλος «Στη γειτονιά των Αγγέλων») με ερμηνείες έργων του) δεν έγινε το αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη λόγω μιας ασθένειας ηθοποιού. Κι αφού εκμετρήσαμε τις μέρες του 2009 μας τριβελίζει τι μέλλει γενέσθαι. Αρχίζουμε τον νέο χρόνο ( Δευτέρα 4 Ιανουαρίου) με το έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Περμαγκανάτ», με παραστάσεις Δευτέρα Τρίτη, για δυο μήνες στο Cabaret Voltaire.
Μέσα στον Ιανουάριο πρέπει να αποφασιστεί τι θα κάνουμε το καλοκαίρι. .«Γιατί ο καιρός επείγει…». Κι αυτό γιατί πρέπει από τώρα να υποβληθούν οι προτάσεις σε διάφορες διοργανώσεις που άλλες αποφασίζουν νωρίς νωρίς κι άλλες Μάιο και Ιούνιο. Και τι να αποφασίσουμε για το καλοκαίρι; Αρχική σκέψη το Αρκάδι («Πες μας τι είδες Ουρανέ») με προορισμό βασικά την Κρήτη. Αν και οι προθέσεις του Δημάρχου Αρκαδίου είναι εισέτι αδιευκρίνιστες. Αντίθετα Νομαρχία και Δήμος Ρεθύμνου και Ηρακλείου έχουν εκδηλωθεί θετικά. Υπάρχει και η πιθανότητα θέματος μυθολογικού για να ενισχύσουμε τον θεματικό χαρακτήρα του φεστιβάλ Ταλλαία (για την επίτευξη του οποίου θεματικού χαρακτήρα και μας βράβευσε ο καλός Δήμαρχος του Κουλούκωνα Δημήτρης Κόκκινος). Μια ακόμα ιδέα μετεωρίζεται στον ορίζοντα των πιθανοτήτων. Παράσταση με έργο κωμωδία.
Αλλά και μετά την επιτυχία που είχε το θέαμα για τον Χριστοδούλου, αυτό με τον τίτλο «Στη γειτονιά του Κίκιζα στον Άγιο Κωνσταντίνο» παρουσιάστηκε στο Cabaret Voltaire. Αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του ποιητή «Το Γούπατο» και εμβόλιμα τραγούδια του ποιητή, αναδεύεται η σκέψη μήπως και πάει αυτό το έργο σε Δήμους πέριξ του κέντρου. Η διανομή είναι καλή, δοκιμασμένη και έτοιμη. Παιδιά ζωηρά, προικισμένα, παίζουν και τραγουδάνε εξοικειώθηκαν με το θέμα και «δέσανε». Τι καλύτερο;
Δεν με εγκαταλείπει ωστόσο και η ιδέα μιας κωμωδίας. «Κλασικόπρεπης», κρητικής ιδιοσυγκρασίας αλλά και εξ ίσου και αναγεννησιακής. Τα βασικά στοιχεία: Κωμωδία + Έρωτες + Ίντριγκα + Γνήσιο Αναγεννησιακό ύφος + Δεκαπεντασύλλαβος + Κοστούμια εποχής και ζωντανή (λαγούτο, πιάνο) μουσική κρητοαναγεννησιακή + Τραγούδια. Ανάμειξη Χορτάτση (Κατζούρμπος) με Φώσκολο (Φουρτουνάτος) και με αναγωγές στη μυθολογία του Ψηλορείτη. Ποιος θα το στηρίξει; Υπολογίζω στο Αναγεννησιακό, στα Ταλλαία, στη Σύβριτος, στο Ηράκλειο; Ίσως. Θα δούμε. Αισιόδοξα τα δεδομένα ακόμα κι αν γίνει ο δεύτερος Καποδίστριας πριν απ’ τις δημοτικές του Νοεμβρίου.

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Έχουμε ωστόσο και ανοιχτό φάκελο με το Θέατρο στα σχολεία. Εκεί, με την αρμοδιότητα του μέλους της Επιτροπής εμπλέκομαι με τις ευθύνες των εγκρίσεων και των απορρίψεων. Εγκαινίασα την τακτική των σημειωμάτων. Μετά από επτά χρόνια προφορικών γνωματεύσεων ξεκίνησα το 2009 γραπτές τις κρίσεις μου με «απ’ όλα». Verba volant, scripta manent . Τα παραθέτω στη διπλανή στήλη με την διατύπωση που συντάχθηκαν απευθυνόμενα στην Επιτροπή του ΥΠΠΑΙ ως προσωπική άποψη του υπογραφόμενου.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Για τους ερμηνευτές των ρόλων του έργου "ΠΡΩΙΝΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ"

Για το έργο δεν μπορώ να πως τίποτα. Αυτό μας έλλειπε. Είναι γνωστή άλλωστε η λαϊκή ρήση «Ο παπας εβλογάει τα γένια του». Το μόνο που μπορώ να σημειώσω είναι πως πρόκειται για ένα έργο συνειρμών.
Τολμώ ωστόσο να επιχειρήσω κάτι λιγότερο παρακινδυνευμένο, καταδικασμένο βέβαια κατά το μάλλον απ’ την δεοντολογία και οπωσδήποτε και απ’ την κοινή γνώμη. Τίποτα απ’ αυτά όμως δεν με αποτρέπει να σημειώσω ολίγα για τους ηθοποιούς που έπαιξαν τα πρόσωπα του έργου «Πρωινοί Επισκέπτες», κι αυτό όχι από συναισθηματική παρόρμηση η χρέος αλλά από καθαρά υποκίνηση θεατροκριτικής έξης. (Τριάντα πέντε χρόνια θεατρικής κριτικής επιφέρουν μια ισχυρή εξάρτηση). Με τα δεδομένα αυτά όμως ίσως και να είμαι με τους ηθοποιούς πιο αυστηρός παρά αν έκρινα τους ερμηνευτές ενός άλλου έργου.
Μηδενός εξαιρουμένου οι ηθοποιοί του έργου σχεδίασαν με συνέπεια τα σχήματα που τους ζητήθηκαν απ’ τη σκηνοθεσία και φυσικά πρόσθεσαν ανάλογα με την ικανότητα η την ευκολία του ο καθένας γεμίσματα, φωτοσκιάσεις, έρματα και όγκους. Στο διάστημα των 20 προβών (εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να γίνουν περισσότερες) οι πρωτοβουλίες και οι μέθοδοι και οι προσωπικές ικανότητες του καθενός, τους συμπαραστάθηκαν στην επίτευξη ενός ικανοποιητικού αποτελέσματος. Η Κυρία (Νίκη Βουγιού) έλαβε ένα σωστό γκροτέσκο σχήμα με μια γερή δόση υστερίας αν και νομίζω πως σαν καρικατούρα βρέθηκε μερικές φορές σε απόσταση απ’ τις φόρμες των άλλων ρόλων που διαγράφηκαν με πιο ρεαλιστικές μολυβιές. Σ’ αυτό συνετέλεσαν οι συχνοί οξείς της τόνοι . Η Φιλίτσα Βουλιώτη διακρινόταν από μια υποκριτική αυθάδεια πολύ ταιριαστή στο χαρακτήρα του κοριτσιού που ερμηνεύει, μερικές φορές όμως η στάση αυτή θα μπορούσε να απαλύνεται για να ποικίλει η συμπεριφορά της ηρωίδας σε πιο φυσικά πλαίσια. Η ανάγκη υφέσεων γινόταν φανερή. Ωστόσο η ηθοποιός με βάση αυτό που πιο πάνω χαρακτήρισα υποκριτική αυθάδεια, κινείται σ’ όλη τη διάρκεια με αξιοπαρατήρητη συμμετοχή σ’ όλες τις φάσεις. Ο Νίκος Γιαννίκας σαν διανομέας του αιρετικού εντύπου δεν εβρισκε πάντα την κλίμακα του κωμικού που να τον οδηγούν απ’ το ηθογραφικό στο επιθεωρησιακό, όμως όσες φορές οι αναλογίες συμφωνούσαν το αποτέλεσμα ήταν απολαυστικό. Ο Ηλίας Νομικός εξωτερικά ανταποκρίνεται απολύτως στον νεαρό που προωθεί πολιτικά έντυπα και σε πολλά σημεία αυτό το πετυχαίνει και με το παίξιμό του, διατηρεί ωστόσο μια αίσθηση «άγουρου», εντύπωση που με τις φανερές προσπάθειες του εξαλείφεται αλλά όχι πάντα. Και τελευταία αλλά όχι έσχατη η εξαιρετική «Σάρτζεντ» της Μαρίας Πανουτσοπούλου. Το ολίγον αινιγματικό αυτό πρόσωπο του έργου, το περίπου ξοανικό, είναι από τη γραφή του ανολοκλήρωτο. Φαίνεται καθαρά πως εδώ η δραματουργία σκόνταψε. Με τα όσα της προσφέρθηκαν ωστόσο η ηθοποιός προχώρησε τον ρόλο σε πιο τονισμένη εικόνα. Με πλούτο και πλατιά γκάμα του ενίσχυσε το μυστήριό του, το απροσδόκητο των αντιδράσεων του, την αλλόκοτη εμφάνισή του. Έμεινε όμως ακαθοδήγητη στα κενά της κι εκεί ανακύπτει μια αμηχανία που διατηρεί αρκετή απ’ την ασάφεια του ρόλου. Είναι ξεκάθαρο πως ρόλοι και παράσταση χρειάζονταν λίγες πρόβες ακόμα. Δεν ξέρω πολλές παραστάσεις στην Αθήνα που να μην διατηρούν ένα τέτοιο αίτημα. Απλώς δεν το ομολογούν.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008


Σαν πρόλογος στο πρόγραμμα της παράστασης των ΠΡΩΙΝΩΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ

Οι Επισκέπτες και εγώ ως οικοδεσπότης



Χρωστάω χάρη στα τέσσερα πρόσωπα που επισκέπτονται το διαμέρισμα της κυρίας το πρωινό που διαδραματίζεται το έργο. Πρώτη φορά οι ήρωες ενός θεατρικού με διευκόλυναν τόσο πολύ, μου προσφέρθηκαν τόσο γενναιόδωρα και μου παραχώρησαν τόσες ευκαιρίες να πω, δηλαδή να πουν, καθαρά και άμεσα τόσα απ’ αυτά που προβληματισμοί από καιρό με ωθούσαν να εκφράσω. Μήπως όμως δεν χρωστάω χάρη στην οικοδέσποινα, την αγαθή κυρία Καίτη, που επιπόλαια ανοίγει την πόρτα της στους πολιορκητές και προσφέρεται ανοχύρωτη στους σκοπούς τους;
Δεν είναι νομίζω σωστό να προχωρήσω περισσότερο στο φυλλάρισμα του έργου και στα ιδιαίτερα των προσώπων του, γιατί υπάρχει κίνδυνος να σας στερήσω την έκπληξη του ξεδιπλώματος της πλοκής του, ωστόσο δεν διακινδυνεύω στο παραμικρό αν σας εμπιστευθώ πως προβληματίστηκα πολύ όταν ήρθε η ώρα να χαρακτηρίσω το πόνημά μου. Μήπως πρόκειται για σατιρική κωμωδία, αναρωτήθηκα, η του πάει άραγε πιο ταιριαστά κάτι που να περιέχει και το χαρακτηρισμό συμβολισμός; Είναι αναμφισβήτητο πως και η οικοδέσποινα κυρία Καίτη, όπως και η σπουδάστρια Μαρία, και ο επίδοξος συγγραφέας νεαρός Νίκος και ο άνθρωπος του θεού κύριος Ανδρέας Καλλογερόπουλος είναι συμβολικές παρουσίες μιας υπερπολυμορφικής, συγκεχυμένης και διαταραγμένης κοινωνίας , είναι όλοι τους ταυτόχρονα πολιορκητές και πολιορκημένοι, θύτες και θύματα , φορείς και φερόμενοι, πλάνητες , πλανητές και παραπλανημένοι, στόχοι και σκοπευτές. Μετά σκόνταψα στην υποψηφιότητα του όρου ηθογραφία. Και βέβαια περί ηθογραφίας πρόκειται. Ηθογραφικές φιγούρες δεν είναι τα ανθρωπάκια μου; Αλλά και ο όρος θρίλερ του πάει πολύ περισσότερο και σκόπιμα γίνονται αναφορές στην αμερικάνικη κινηματογραφική κουλτούρα. Άλλωστε το σκαρίφημα της μυστηριώδους Σάρτζεντ εκεί δεν παραπέμπει; Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του έργου καταλήξτε, σας παρακαλώ εσείς για λογαριασμό μου, ειδ’ άλλως ας ελπίσουμε πως κάποιοι θεωρητικοί μπορεί να καταδεχτούν να επιστρατεύσουν τους σημειολογικούς τους κώδικες και να φωτίσουν κι εμένα και σας.
Απ’ τη μια μεριά ευτυχώ τις συγκυρίες που με απασχόλησαν πολύ καιρό με την δραματοποίηση των πανάρχαιων μύθων του πατρικού μου όρους, του Ψηλορείτη. Δε μετανιώνω που γοητεύθηκα απ’ τα μαγνάδια του δεκαπεντασύλλαβου κι απ’ την ποίηση των «κύκλων και των γυρισμάτων» της μακραίωνης παράδοσης της Κρήτης. Ακόμα όμως και μέσα απ’ αυτό το δεσμευτικό αγκαζάρισμα κάτι μπόρεσα να πω και για τους θεούς και για τους δαίμονες που οι φόβοι τους στοιχειώνουν και καθηλώνουν τους ανθρώπους και τους υποδουλώνουν. Ίσως κάτι μπόρεσα να υπαινιχθώ και για τις κάθε λογής εξουσίες, τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται, την θλιβερή άγνοια των ανθρώπων που χιλιάδες χρόνια δεν μπορούν παραμερίζοντάς τους εκμαυλισμούς να δουν , να καταλάβουν και να αλλάξουν τη μοίρα τους. Ίσως κάτι μπόρεσα να πω για όλα αυτά, μα οι μύθοι έχουν τις νεφέλες τους και οι στίχοι απαιτούν τα μέτρα τους και η παράδοση προβάλει την δίκαιη απαίτηση της αυτή να προηγείται. Απαιτεί αφοσίωση η παράδοση και ξελογιάζει τον συγγραφέα και τον αποστρέφει απ’ τα επίκαιρα δεινά. Δεν είμαι ωστόσο καθόλου αγνώμων προς την Ευρώπη, τον Κάδμο και τον Δία. Μήπως κι αυτοί δεν αντιτάχθηκαν στην εξουσιαστικά μανία του Τυφώνα και της άγριας μάνας του της Γαίας που διεκδίκησαν την κυριαρχία του κόσμου, την πήραν και ανέτρεψαν τη θεά Αρμονία από το θρονί της. Κι ο Τάλως , προασπιστής του καλού, δεν απέτρεψε το μιασμένο ζευγάρι Μήδειας και Ιάσονα να μολύνουν πατώντας το ιερό νησί που είχε ταχθεί από το Δία να το φυλάει; Και ο Χορτάτζης με την Εργίνα δεν ανακύκλωναν με το ανακάτεμα των εποχών τα αλισβερίσια των θεών και των βασιλιάδων; Το ίδιο και η Φρονίμη, η πριγκιπέσσα της Αξού, δε συγκρούστηκε με τον βασιλιά πατέρα της τον Ετέαρχο και ξεσήκωσε το λαό εναντίον του, όταν αυτός, για την εξουσία συμμάχησε με τους εισβολείς Αχαιούς; Και τέλος οι φετινές Αλοΐδες δε αναστήσανε απ’ τα βάθη των αιώνων την ερχέγονη προσταγή, πάνω από θεούς, ιερατεία και αρχόντους κι έφθασαν στα μεταγενέστερα βενετοκρατούμενα χρόνια για να πολεμήσουν το κακό, τονίζοντας πως το σύμπαν είναι θεμελιωμένο στο καλό, δηλαδή στις δομές εκείνες που του επιτρέπουν να λειτουργεί αρμονικά; Ώστε δεν άφησα την πενταετία να κυλήσει χωρίς την στόχευση που κάθε συγγραφέας πρέπει να έχει στο στόχαστρό του. Και οι δικοί μου στόχοι ήταν και είναι οι εξουσίες, τα οφίκια, οι κραταιότητες , κυρίως όταν διατηρούνται με την τρομοκρατία πνεύματος, ψυχών και σωμάτων. Ναι, αναφέρθηκα σε όλα τα έργα μου του κρητικού κύκλου για τις σκέψεις μου που η καταγγελία τους με συνέχει πολλά χρόνια. Μα είπα πιο πάνω πως η παραμυθένια όψη των έργων και των παραστάσεων νόθευαν την οξύτητα του μηνύματος τους.
Πριν επιστρέψω στους τωρινούς Επισκέπτες έχω υποχρέωση να μην παραλείψω τις Εταίρες. Εννοώ τις Εταίρες του Αλκίφρονα. Τα ελευθεριάζοντα αυτά κορίτσι του 4ου αιώνα, που ανέβασα το 2004 στο θέατρο «Βαφείο», μου προσφέρθηκαν κι αυτά σαν εξαίσια πρόφαση να στιγματίσω τα ιερατεία και τις διαπλοκές των παπάδων με τους σοφιστές, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Δεύτερος τίτλος του έργου ήταν άλλωστε «ποιος σκότωσε τη Βακχίδα» και πιο πιθανός ύποπτος για το φόνο της άφηνα να εννοηθεί πως ήταν το παπαδαριό της Ελευσίνας, επειδή η αγαθή εταίρα φλυάρησε, λέει για τα απόρρητα των Μυστηρίων. Για τον ίδιο λόγο, σύμφωνα με το έργο έστειλαν οι ιερείς τη Φρύνη στο δικαστήριο με την κατασκευασμένη κατηγορία της ασέβειας.
Τώρα με τους Πρωινούς Επισκέπτες δεν δεσμεύομαι να καταφύγω σε προφάσεις, ούτε ντύνω τους στόχους μου με μεταλλαγές. Αν οι ήρωές μου φάσκουν και αντιφάσκουν, αλλάζουν ιδέες και μεταστρέφονται σε διάφορες κατευθύνσεις είναι γιατί η αυθεντικότητά τους το επιβάλει. Αυτοί είμαστε . Δεχόμαστε την μια άποψη και την άλλη στιγμή προσχωρούμε σε κάποια άλλη. Κι έτσι η πραγματικότητα συγχέεται και η όποια αλήθεια χάνεται και στη θέση της μια άλλη εγκαθίσταται. Κι ο σύγχρονος άνθρωπος, σε πλήρη και συνεχή ιδεολογική σύγχυση άγεται και φέρεται, έρμαιο των σκοπιμοτήτων και των μεθοδεύσεων που ειδικοί ντίλερ ιδεολογιών, υπονοιών, σκοπών και συμφερόντων τους διοχετεύουν.
Ως εδώ με τους Επισκέπτες. Ας αφήσω τα άλλα να σας τα πουν οι ίδιοι..
Δεν είναι κακή η ευκαιρία σ’ αυτό το σημείωμα να προσθέσω κάτι ακόμα, κάτι που συνδέεται με τα όσα των προθέσεων μου είπα πιο πάνω. Καταγγελίες των πολιτικών εξουσιών ανέφερα πως είναι οι στόχοι των έργων της «Θεώρησης», της κάθε μορφής και τάξης εξουσιών. Όχι μόνο των ιερατείων, των εκ θεών εξουσιών, ούτε μόνο των κοσμικών μα και των πνευματικών, των καλλιτεχνικών, των διοικητικών, των μορφωτικών, των εκπαιδευτικών, των πληροφοριακών κι ακόμα της εξουσίας των πονηρών, των τάχα ειδημόνων και των επιτηδείων. Μα προς θεού να μη λησμονηθεί και η πολύμορφη εξουσία των ηλιθίων, των μικροπρεπών, των ιδιοτελών, των ανενδοίαστων, των βολεμένων.
Καλέ μου και υπομονετικέ αναγνώστη θέλω να γράψω έργα για όλες αυτές τις ποικιλίες και για όσες άλλες καθημερινά τα τρέχοντα μας πληροφορούν, για τα πρόσωπα και τα προσωπεία τους, για τις εξαγορές και τις χορηγίες και για την ασύδοτη αρπακτικότητα που κι αυτή μια ακόμα εξουσία στοιχειοθετεί. Ελπίζω και εύχομαι κάτι να προλάβω να πω ακόμα για όλα αυτά. Κι όσα δεν προλάβουμε να τα θίξουμε με έργα τα λέμε με την θέση και τη στάση του σχήματος που υπηρετούμε και μας υπηρετεί.

Στα δεκαοκτώ χρόνια που η Θεώρηση πορεύεται, ακολούθησε την αρχή να μην εκλιπαρήσει την αρωγή της Πολιτείας από άποψη πως η τέχνη πρέπει και μπορεί να επιβιώνει μόνη της και αδέσμευτη αλλά και από βαθειά αποστροφή στους πολιτικούς , στους κανόνες και στις πρακτικές τους. Ακολούθησε από αξιοπρέπεια την αρχή να μην ζητιανέψει προβολή και δημοσιότητα. Το κατάντημα καλλιτεχνών που γδύνονται τσίτσιδοι και «παίζουν» σε αποχωρητήρια για λίγη προβολή δείχνει την κατακόρυφη πτώση , όχι μόνον των ευτελών μα και του ίδιου του συστήματος που ευνοεί την κατάντια. Και το χειρότερο είναι πως οι κρατούντες, οι άνθρωποι των αποφάσεων επηρεάζονται κι αυτοί και αποφασίζουν από τέτοιες η παρόμοιες δημοσιότητες, χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ.
Αν δούμε τα πράγματα σε ευρύτερη ενατένιση. Μπορούμε χωρίς δισταγμό να διαπιστώσουμε πως ενώ είμαστε ένας λαός και με παράδοση και με αξίες, με ικανότητες και επιδόσεις αξιοσημείωτες με ιδιαίτερες δημιουργικές δυνατότητες σε πολλούς χώρους, έχουμε δυστυχώς την κακή μοίρα να μας διαφεντεύουν οι χείριστοι του γένους και από μορφωτική και από ηθική άποψη. Αναφερόμαστε απερίφραστα στους πολιτικούς. Είμαστε ωστόσο πολύ αρνητικοί και για όλους όσους απ’ το χώρο της τέχνης και της επιστήμης, σπεύδουν και περιβάλλουν τα ανδράποδα της εξουσίας για τίτλους, λεφτά, θέσεις και διακρίσεις.
Πραγματοποιήσαμε την παραγωγή τριάντα έργων, (και πολλών άλλων παράλληλων πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων) με παραστάσεις σ’ όλη την Ελλάδα, και στο πρόγραμμά μας υπάρχουν ακόμα τρία έργα πριν απ’ το καλοκαίρι, χωρίς να ζητήσουμε, ούτε φυσικά να λάβουμε, ούτε μια δραχμή από κανέναν φορέα. Γεννάει μήπως κάποιες σκέψεις αυτό; Εννοούμε μήπως τίθεται ζήτημα για την αναγκαιότητα των τόσων πολλών και τόσο απαιτητικών εκβιαστικών διεκδικήσεων.

Πόσες ζωές πρέπει να’ χει κανείς Οδυσσέα και πόσο σθένος για να στοχεύσει με το βαρύ σου τόξο όλη αυτή την άθλια συρροή τόσων μνηστήρων.

Χρωστάω χάρη στους ηθοποιούς που ζωντανεύουν τα πρόσωπα των Επισκεπτών, την ίδια χάρη χρωστάω και στις τρεις συνεργάτιδες μου στη κίνηση, στη μουσική και στα κοστούμια της παράστασης. Όπως χάρη χρωστάω σ’ όλα τα παιδιά και τα κορίτσια που στα 18 χρόνια της Θεώρηση στελέχωσαν την ομάδα και ζωντάνεψαν τους ρόλους και τα οράματά μας. Τους χαιρετώ και τους ευχαριστώ όλους.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Χωρίς την αγωνία της Nouvelle Cuisine

Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΟΥ ΔΗΠΕΘΕ ΡΟΥΜΕΛΗΣ


Σοβαρή, αξιοπρεπής και σεβαστική η παράσταση του Προμηθέα από το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης. Και φιλότιμη, καλοκρατημένη και με αξιοσύνη η ερμηνεία του μεγάλου ρόλου από το Χρήστο Καλαβρούζο. Η μετάφραση του Παναγιώτη Μουλά δεν είχε διαστάσεις, ούτε κατά προσέγγιση στα μεγέθη που απαιτούν αφ’ ενός η αισχύλια γραφή κι αφ’ ετέρου τα όντα που διασταυρώνονται και συγκρούονται στο υπερκόσμιο τοπίο. Η μουσική του Μιχάλη Χριστοδουλίδη αντίθετα είχε συχνά ήχους και μέτρα ενός υπερβατικού περιβάλλοντος.
Ο χορός των Ωκεανίδων της Έρσης Πίττα αταίριαστα καλαίσθητος. Αισθητικές κινήσεις και εναλλαγές σαν αναφορές σε κυματάκια απάνεμης ακρογιαλιάς κι όχι σε μανιασμένα νερά που σπάνε στα πόδια του τιτάνιου βράχου. Η Λαλούλα Χρυσικοπούλου ακολούθησε την πείρα και το αισθητήριό της κι έφτιαξε ένα λιτό και υποβλητικό σκηνικό. Τα κοστούμια της Ελένης Δουνδουλάκη, σχεδιασμένα με αίσθημα και ταλέντο πρόσφεραν στο θεατή πολύ ωραίες εικόνες, αλλά όχι το δέος του μυθικού και του γιγαντιαίου.
Η Ιώ που πρότεινε η Γιούλη Τάσιου ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του ρόλου, υστέρησε ωστόσο φωνητικά κι αυτό είναι ένα ζήτημα που η καλή νέα ηθοποιός πρέπει να προσέξει. Των ηθοποιών η απόδοση άξια επαίνων έστω κι αν προδιδόταν συχνά η ανεπάρκεια κάποιων για το είδος με αισθητές ηθογραφικές αποκλίσεις. Αξιέπαινα επίσης τα κορίτσια του Χορού που υποστήριξαν φιλότιμα την χορογραφία και πρόσφεραν ωραία σύνολα.

Γ.Χ.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Απόψε, χωρίς έκπληξη

Ένα θέαμα καμπαρέ που δεν βρήκε τα χνάρια του από την ομάδα «Θεατρομάθεια»στον πολυχώρο ΑΓΚΥΡΑ. Ένας κωμικός σολίστας κλοουνίστικου ήθους, μια καθαρίστρια που μπαίνει συνεχώς στη σκηνή και του διακόπτει τον μονόλογο , ο θιασάρχης με το αυταρχικό προφίλ του εξουσιαστή, μια τυφλή χαρτομάντισσα και μια τραγουδίστρια, μετρέσα του θιασάρχη που κάνει διάφορα για να επιβεβαιώνει την εξουσία της. Τι ωραίος σκελετός για να στηθεί ένα αριστουργηματικό σενάριο για ένα θέαμα καμπαρέ. Ο Τάκης Χρυσούλης, πνεύμα ανήσυχο δεν στέκεται σ’ αυτήν την επιφάνεια. Προχωρεί και σε βαθύτερες νύξεις. Τα ονόματα των προσώπων σημαίνουν. Οι ερμηνείες των συμπλέξεών τους παραπέμπουν σε μεταφυσικές η μυστηριακές έννοιες. Καριμάν ο κωμικοτραγικός άξονας, Αλουτέρ, Ηλιάμ, Μυριά και Βιβιάν δεν είναι τυχαίες επιλογές και μόνο η ηχητική τους σε μεταφέρει σε βιβλικές ατραπούς... Κάπως, λοιπόν το απλοϊκό στόρυ του καμβά για θέαμα καμπαρέ έχει και υποδόριες διαδρομές προς πολυπλοκότερους προβληματισμούς. Η διαπραγμάτευση του όλου αυτού πονήματος ωστόσο αδίκησε τις προθέσεις και δεν έφτασε σε αποτέλεσμα ανάλογης αξίας με τις εμπνεύσεις. Χανόταν αρκετές φορές σε περιττολογίες, ξεστράτιζε και βυθιζόταν κενά ανούσια. Ένας ικανός και καταξιωμένος δημιουργός δεν έφτασε στον προορισμό που είχε τάξει.
Η σκηνοθεσία του συγγραφέα δεν διόρθωσε τις αδυναμίες του κειμένου. Οι χαρακτήρες των προσώπων δεν χαράχτηκαν με σταθερές γραμμές ούτε με την μπαγκέτα του σκηνοθέτη. Δεν σταθεροποίηθηκαν τα σχήματά τους έτσι ώστε να ξεχωρίζουν ο ένας απ’ τον άλλο. Η καθαρίστρια ήταν περισσότερο μπελ φαμ, ο θιασάρχης μόνο στο μαύρο σμόκιν επιδιώχθηκε το αμφίφυλλο της ρετσέτας είδους, κατά τα άλλα ήταν μια χυμώδης γυναίκα. Τα ίδια αφορούν και το πρόσωπο της χαρτορίχτρας και της ντιζεζ. Το γραφικόν παραβιάστηκε απ’ το φιλάρεσκον. Και οι τέσσερις (Έλενα Ρουμελιώτη, Ζωή Σαντά, Τζούλη Τσόλκα και Νατάσσα Κρητικού) ήταν υπέροχες, όμορφες, χάρμα ιδέσθαι, πλην όμως του ρόλου μακράν. Και ερχόμαστε στον άλλο πόλο. Το κορίτσι με το αναμφισβήτητο ταλέντο, την Αλίκη Κατσαβού. Έχω δει την εξαιρετική αυτή ηθοποιό σε πολλούς και διάφορους ρόλους και θαυμάζω κάθε φορά την προσαρμοστικότητα της. Υπάρχουν ηθοποιοί που είναι εφοδιασμένοι από τη φύση με αισθητήρια προσανατολισμού και τους οδηγεί προς την ιδιοσυγκρασία του κάθε ρόλου; Αυτό με κάνει να πιστεύω η περίπτωση της Αλίκης Κατσαβού. Στον συγκεκριμένο ρόλο του ιδιόμορφου κωμικού σολίστα (του καταπιεσμένου ανθρωπάκου, με ολίγον Σαρλώ στη δοσολογία του και με πολύ και πολλά απ’ τους αρχετυπικούς προγόνους του) του Καριμάν, η ηθοποιός «μπήκε» σωστά στους κώδικες. Θα είχα να τις επισημάνω ωστόσο πως συχνά παρασύρεται από μια σπατάλη σε μούτες και γκριμάτσες. Μια πιο «οικονομική» ερμηνεία θα πλησίαζε το ιδανικό. Το κοστούμι της αδικούσε κι αυτήν και το ρόλο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Ευτυχώ εαυτόν ! (Το γιατί παρακάτω)

Το επίθετο «ευχάριστο» είναι μάλλον ανεπαρκές για να αποδοθεί η ιδιαίτερη θεατρική χαρά που προκαλούν στο θεατή, τον κουρασμένο από τις διάφορες τεχνοτροπίες που κατακλύζουν εσχάτως το θέατρό μας - στην προσπάθεια κάποιων οιηματιών να το ανανεώσουν - κάποιες παραστάσεις που σερβίρουν θέατρο πηγαίο, ανόθευτο, απολαυστικό, θέατρο μετάληψη της αρχαίας θεατρικής χαράς και χάρης.
Είναι τόσο εύκολο να παρεξηγηθεί κάποιος που θεωρεί θέατρο το
θ έ α τ ρ ο και όλες τις άλλες απόπειρες να μεταβάλλουν τους τύπους, (πολλάκις δε και την ουσία και να προτείνουν στη θέση του κάτι διαφορετικό) να τις αντιμετωπίζει με επιφύλαξη. Οι απόπειρες περί των οποίων ο λόγος αποτελούν βεβαίως επαναστάσεις δικαιωμένες στο πέρασμα του χρόνου και απολύτως θεμιτές, αναγκαίες και επιτακτικές αφού οι ανανεωτές αναζητούσαν κάθε φορά τρόπους επαφής με την εποχή τους. Έτσι ακριβώς καταρρίφθηκε απ’ την εξουσία του στα μέσα του 19 αιώνα ο ρομαντισμός και αναδείχθηκε στα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης και της ψυχανάλυσης ο ρεαλισμός, που εκτοπίσθηκε στη συνέχεια απ’ τον νατουραλισμό και ακολούθως από τον συμβολισμό, για να φτάσουμε στα μέσα του 20ου στις μεγάλες αναμοχλεύσεις των ανατρεπτικών της πρωτοπορίας που αντηχήσεις ακούμε ευκρινέστατα ακόμα και μέχρι σήμερα. Είναι λοιπόν ανιστόρητος εκείνος που θα αρνηθεί την αναγκαιότητα όλων των πειραματισμών, ακόμα και των πιο ακραίων. Ωστόσο, άλλο αυτό κι άλλο να ανησυχεί αυτός ο κάποιος όταν η έξαρση της πειραματικότητας φθάνει στο παραλήρημα και στην θεσμοποίηση της υστερίας η στη θεοποίηση της σύγχυσης.
Κουρασμένος το λοιπόν ο οδοιπόρος του θεατρικού μας τοπίου, ανήσυχος και προβληματισμένος, ανοιχτός όμως πάντα προς κάθε κατεύθυνση, ενοχλημένος απ’ αδηφάγες σκοπιμότητες και τις καιροσκοπικές προωθήσεις και πιο πολύ απ’ την κιβδηλεία (ενίοτε και απ’ την αταλαντοσύνη και την ανοησία) φθάνει σ’ ένα θεατρικό κάθισμα γεμάτος αναστολές και, ώ του θεατρικού θαύματος, βλέπει θέατρο πραγματικό και ηθοποιούς που δεν καμώνονται μα παίζουν, παίζουν αληθινά, γάργαρα, ψυχούλες και φωνούλες όμορφες, αληθινές, συμμετέχουσες ανεπιφύλακτα στο θεατρικό αλισβερίσι.
Αυτό μου συνέβη αγαπητοί μου στην παράσταση του έργου «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του ταλέντου» της ομάδας «Πλάνη» που είδα στο θέατρο «Σημείο». Στο κείμενο χρωστιέται ένα μεγάλο ποσοστό της όμορφης παράστασης. Μικρά θεατρικά κομμάτια γραμμένα από τον Κώστα Δαλακούρα και την Άννα Ετιαρίδου αποτελούν ένα πολύπτυχο σατιρικό, σαρκαστικό και καταγγελτικό, πάντα τρυφερό ωστόσο, απ’ τη ζωή των ηθοποιών, απ’ τις αγωνίες της δραματικής σχολής, τις δυσμένειες της επαγγελματικής ένταξης. Τις αντιζηλίες και τις ανταγωνιστικότητες και τέλος με το αξιογέλαστο βεντετιλίκι. Με γραφή σπιρτόζικη, πνευματώδη, ευγενική, χωρίς εκφραστικές βαναυσότητες (στον επιδεικτικό και προκλητικό ψευδότυπο του «έτσι μιλάνε σήμερα οι νέοι») πιάνει στιγμές και σκιτσάρει καταστάσεις με αξιοπρόσεκτη παρατηρητικότητα. Σας μιλάω για κείμενα σφιχτά, πολύ καλογραμμένα και πανέξυπνα.
Μα ποια θα ήταν η τύχη των κειμένων αν δεν είχαν πέσει στα χέρια αυτών των πέντε χαρισματικών κοριτσιών. Πρώτη στη σειρά η Κατερίνα Μαρτιμιανάκη στην απεγνωσμένη ολονύχτια προσπάθειά της να μάθει την Ηλέκτρα αλλά η φρικτή διαπίστωση «να μην έχει φωνή» μεταβάλει την ίδια σ’ ένα τραγικό πρόσωπο. Αυτό το κομμάτι, με την ομολογία πως στον ύπνο της βλέπει τον Ορέστη τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα και οι συμμαθήτριές τη θεωρούν ψώνιο, μπορεί να σταθεί από μόνο του σαν ένα δυνατό μονόπρακτο. Καταπληκτικό είναι επίσης με τις δυο απόφοιτες, που σχολιάζουν την κοινή τους αντιπάθεια που έμαθαν πως έκλεισε ρόλο σε καθημερινό σίριαλ αλλά, τι ικανοποίηση, διαπίστωσαν πως «κρέμασε» ο πισινός της, που ήταν ο καλύτερος της σχολής. Επειδή φοβάμαι μήπως κάνω κάποιο λάθος στο ποια είναι ποια δεν θα συνδέσω τα ονόματα των κοριτσιών που έχω στη διάθεσή μου με το καθένα απ’ τα σκετσάκια, θα σημειώσω όμως πως όλες ήταν πάνω από εξαιρετικές στο δικό της η καθεμιά και να τις αναφέρω με τη σειρά που εμφανίστηκαν. Την Μαρτιμιανάκη την είπαμε, δεύτερη η Γεωργία Οικονόμου, τρίτη η Έρη Μανουρά, τέταρτη η Ελευθερία Φουρναράκου και πέμπτη η Άννα Ετιαρίδου, που δικαιούται διπλό χειροκρότημα αφού εμπλέκεται και στη συγγραφή των κειμένων. Φαίνεται πολύ καθαρά ωστόσο, όσες επιδαψιλεύσεις κι αν δικαιούνται οι συντελεστές των επί μέρους, πως ο βασικός αυτουργός αυτής της ωραίας και καλλιτεχνικής εμπειρίας είναι ο Κώστας Δαλακούρας. Ευτυχώ εαυτόν που είχα την έμπνευση του «Πυρ Ομαδόν» και μου δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσω δουλειές και άτομα τόσο θεατρικά ικανά όσο η «Πλάνη» και ο Κώστας Δαλακούρας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ

Η Σιωπή στο στόμα
Από την Ομάδα «Προ-Ταση»



Στενά συγγενεύει με τον μονόλογο της Μόλλυ απ’ τον Οδυσσέα του Τζόϊς ο μονόλογος της Ηρώς , που με τίτλο «Η σιωπή στο στόμα» παρουσιάζει στο Χώρο Τέχνης Ασωμάτων η «Πρό-ταση» του Δημήτρη Φοινίτση. Συγγραφέας του εν λόγω κομματιού αναφέρεται η εμφανιζόμενη ως νεοεμφανιζόμενη Κ. Φ. Ντάγκινη, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αν και ολίγον μυστηριώδης η ταυτότητα της δραματουργού, περιοριζόμαστε στο πόνημά της κι αυτό δεν είναι καθόλου μα καθόλου αμελητέο. Είναι ολίγον παραληρηματικό, ανεπικέντρωτο, χαρακτηρίζεται ωστόσο από μια πρωτοτυπία και μια χυμώδη πρόζα. Μια γυναίκα έρχεται εκεί όπου βρίσκεται η σωρός ενός άντρα που υπήρξε ο εραστής της. Ο νεκρός έχει στύση πράγμα που διακρίνεται στο ανυψωμένο σημείο, στο λευκό σεντόνι που τον σκεπάζει ολόκληρον. Το περιεχόμενο του μονολόγου είναι η εξιστόρηση της κοινής τους ζωής, τα διάφορα περιστατικά που την συνθέτουν και παράλληλα, μέσα απ’ τα λεγόμενα, η ανάδειξη της προσωπικότητας και της ζωής της ηρωίδας. Το κείμενο, αν και λογοτεχνικό στη φραστική του ανάπτυξη, έχει έναν ξεκάθαρο ηθογραφικό χαρακτήρα και είναι μια πολύ καλή επιλογή για έναν θεατρικό μονόλογο. Στερείται βέβαια στόχου, ιδεολογίας, προθέσεων, αυτό που λέμε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Σ’ αυτό η απάντηση είναι «ότι θέλει ας πάρει ο καθένας» κι αυτό ασφαλώς δεν είναι λίγο.
Η σκηνοθεσία ωστόσο συνέταξε έναν κώδικα ιδιοτροπικόν, δυσπρόσιτο, δυσανάγνωστο. Δεν φάνηκε πρόθυμη να διευκολύνει το θεατή να κατανοήσει τα σημειωτικά της επινοήματα. Ανοιχτό σε πολλές υποθέσεις το «κλουβί» το περιζωσμένο με πλαστικό. Προσπάθεια να δημιουργηθεί αίσθημα εγκλεισμού, ερμητισμού, απομόνωσης με όποιες προεκτάσεις και προς όποια κατεύθυνση θέλει ο θεατής. Εντάξει. Το κατέβασμα όμως της γυναίκας αρκετές φορές κάτω απ’ το νεκροκρέβατο τι νόημα είχε; Τα «συναξαριστά» της λόγια, τα μουρμουριστά, τα δυσάκουστα πώς να ερμηνευθούν, το γδύσιμό της επίσης, ως και το ξεγύμνωμα του στήθους της και μετά το ντύσιμό της πως συνδέονται με το κείμενο; Ο λόγος, γιατί αποδόθηκε αναγνωστικά, εκφωνητικά και δεν «παίχτηκε» με τις καταστάσεις και το αίσθημα που περιέγραφε, γιατί δεν ζωντάνεψε, με την αναγλυφικότητα , τις αυξομειώσεις, τις θερμοκρασιακές του διαβαθμίσεις που το ίδιο το κείμενο απαιτούσε, ασφυκτιώντας σε μια φόρμα που το ‘πνιγε. Επίσης οι παρεμβολές της ανδρικής φωνής, με μια ανάγνωση απελπιστικά καλλιεπή και μ’ ένα κείμενο ολοσδιόλου ξένο, ιδιοσυγκρασιακά και νοηματικά, και οι προβολές βίντεο με τη θάλασσα όταν το κείμενο αναφερόταν σε κολύμπι και Αίγινα είναι δυνατόν να έχουν την αφελή ερμηνεία που υποθέτει ο καθένας;
Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Δημήτρης Φοινίτσης κατέληξε στα ευρήματα αυτά από αμηχανία η σκέτη πρόθεση εντυπωσιασμού. Δεν μπορώ να δεχθώ κάτι τέτοιο γιατί οι κριτικές του μας δίνουν δείγμα γραφής που μαρτυράει μια σκέψη θεατρική και μια αντίληψη συγκροτημένη. Υπήρχε οπωσδήποτε για όλα πρόθεση που δεν διευκολυνθήκαμε να πιάσουμε την άκρη της.
Η Ελισάβετ Σταυρίδου είναι μια ηθοποιός με γερή στόφα. Στέρεη φωνή και με κατάταξη στο είδος της σουμπρετοκαρατερίστας, ιδανική περίπτωση για το ρόλο της Ηρώς στο κείμενο της «Ντάγκινη». Ωστόσο, παρά τις σκηνοθετικές απόψεις νομίζω πως η ερμηνεία της άντεξε σε σημαντικό βαθμό και μπορώ να προσθέσω πως με την συμμετοχή της διατηρείται η θεατρική αίσθηση.

Γιώργος Χατζηδάκης.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Τα Παιδιά του Κάιν στο θέατρο Βαφείο





Είναι δυνατόν να γεννηθεί τέτοιο θανάσιμο πάθος ανάμεσα σε άντρες που δεν είναι ομοφυλόφιλοι; Μπορεί να κρυφοκαίει τέτοια παθιασμένη έλξη που να μην είναι ερωτική, δηλαδή να μην επιδιώκει σεξουαλική επισφράγιση; Είναι άραγε μια λανθάνουσα, ανάπτυξη της έμφυτης τάσης του νεαρού αγοριού να προσκολλάται σ’ ένα αρσενικό πατρικό πρότυπο, είναι κάποια ψύχωση ανταγωνιστικού χαρακτήρα η ένα υπεραναπτυγμένο κτητικό σύνδρομο; Σε ποια ψυχαναλυτική ερμηνεία να απευθυνθούμε για να δεχθούμε το φαινόμενο που αναπτύσσεται στο έργο του Ανδρέα Θωμόπουλου «Τα παιδιά του Κάιν», που παρουσιάζεται στο θέατρο «Βαφείο»; Σε ποιο πρότυπο μέσα στην ιστορία να ανατρέξουμε για να κατανοήσουμε αυτό το πάθος; Μήπως στη επική φιλία του Αχιλλέα και του Πάτροκλου η στην ιστορική του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα. Και προς τα κει να κατευθύνουμε το πατρόν πάλι αταίριαστο μας βγαίνει. Αλλά και στο παγκόσμιο θέατρο ένα τέτοιο νοσηρό πάθος δεν έχει το όμοιό του. Και στη ζωή εξ άλλου, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα τέτοιο ζευγάρι δε θα συναντήσουμε. Ομοφυλόφιλους παθιασμένους πολλούς, με αβυσσαλέα ως φονικά η και κανιβαλικά πάθη τα αστυνομικά δελτία διαθέτουν άπειρους. «Κανονικούς» όμως άντρες που ζουν, πορεύονται, εργάζονται, δημιουργούν, ερωτεύονται γυναίκες αλλά μέσα τους επιπολάζει για καιρό κάτι πολύ ισχυρό απ’ τον ένα για τον άλλο, ηφαίστειο που τους καίει τα σωθικά, μέχρι που ξεσπάει και εξοντώνει και τους δυο, είναι ένα ντουέτο που ούτε το θέατρο, ούτε η ζωή έχει να μας δείξει.
Μήπως όμως πρέπει να αναζητήσουμε έναν συμβολισμό; Υπαινιγμός για την έλλειψη επικοινωνίας είπανε κάποιοι κριτικοί, όταν πρωτοπαίχτηκε το έργο πριν από κάμποσα χρόνια κι ο μακαρίτης ο Νάσος Νικόπουλος έγραψε πως η χωρίς όρια ενοχή και ανασφάλεια οδηγούν σε παρόμοιες ακρότητες. Υπερβολές; Ασφαλώς. Οι περισσότεροι πάντως μίλησαν τότε για ένα αριστούργημα. Και θα μπορούσαμε εν μέρει να συμφωνήσουμε αν δούμε το έργο σαν έναν ύμνο στο πάθος του Έρωτα. Στον έρωτα προς τη ζωή, προς τη φύση, προς την τέχνη, προς έναν άνθρωπο, χωρίς να συγχέουμε αυτό το υπέρτατο υπαρξιακό αίσθημα μα τον σεξουαλισμό. Δεν είναι κρυπτομοφυλόφιλοι οι δυο ήρωες του έργου, που διστάζουν να εκδηλωθούν. Μόνο η σημερινή ευτέλιση του βίου δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ανθρώπινη σχέση χωρίς « κρεβάτι».
Ο θαυμασμός ή η εκτίμηση από έναν άντρα προς έναν άλλο, η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους, η ανάμιξη του ανταγωνισμού, αυτού πανίσχυρου ενστίκτου μεταξύ των αρσενικών, αυτή η μέχρι θανάτου μονομαχία, δεν έχει να κάνει καθόλου με ομοφυλοφιλία. Αντίθετα είναι δυο γνήσια αρσενικά που συγκρούονται σε έναν παροξυσμό αυτού που η επιστήμη ονομάζει δυαδική ψύχωση.
Καταπληκτική σύλληψη κι απ’ όσο ξέρω μοναδική στο παγκόσμιο δραματολόγιο.
Η διαπραγμάτευση ωστόσο δεν στέκεται στο ύψος του θέματος. Το έργο στη διεξαγωγή του πλατειάζει κουραστικά με αλλεπάλληλες κορυφώσεις και οξύνσεις που η μία υπονομεύει και εκτονώνει την άλλη. Με τον Θωμόπουλο συμβαίνει ότι με πολλούς συγγραφείς. Διστάζουν να απαγκιστρωθούν απ’ το γραπτό τους. Αιχμαλωτίζονται και δεν μπορούν να ξεφύγουν κι αυτό τους εμποδίζει να αντιληφθούν τις περιττολογίες. Στο πράγματι εξαιρετικό αυτό έργο περισσεύουν πολλές φλυαρίες που αφαιρούν απ’ δυναμική του.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Ασλανίδη έκανε σπατάλη σε εντάσεις και ρεαλιστικές υπερβολές με αποτέλεσμα να αποστρέψει την προσοχή του θεατή απ’ την υπαρξιακή πάλη και να την στρέψει στο χολυγουντιανό μπουνίδι. Λάθος μέγα. Κι ένα ακόμα λάθος πολύ βασικό. Βάζει τους δυο ήρωες, σε πολλά σημεία, να πλησιάζουν πολύ κοντά τα πρόσωπά τους σαν να πρόκειται να φιληθούν, δημιουργώντας έτσι στο θεατή την υπόνοια πως αυτοί είναι δυο ομοφυλόφιλοι που διστάζουν να εκδηλωθούν. Οι δυο ηθοποιοί Φάνης Κατέχος και Βασίλης Γιακουμάρος υπηρέτησαν με αυταπάρνηση (αναφέρομαι κυρίως στη σκηνή του πνιγμού) όλες τις κινηματογραφικές ακρότητες της σκηνοθεσίας. Η ερμηνεία των δυο νέων ωστόσο είχε και δύναμη και αλήθεια. Συνταρακτική, με την αυθεντική έννοια της λέξης.

Το σκηνικό της Κατερίνας Καμπανέλλη πειστικό και συνεπές στη ρεαλιστική αντίληψη της σκηνοθεσίας.
Και επειδή ανησυχώ μήπως δεν ήμουνα αρκετά σαφής θέλω εν κατακλείδι να τονίσω πως άλλο θέατρο και άλλο κινηματογράφος – κατ’ επέκταση και τηλεόραση – και να υποσημειώσω πως δεν έχω δει μέχρι σήμερα στο θέατρο κανέναν σκηνοθέτη της κάμερας και του πλατώ που να απαλλάσσεται από το κινηματογραφικό του σύνδρομο. Ούτε ο Κακογιάννης, ούτε ο Μαυρίκιος, ούτε ο Βαφέας, ούτε κανένας άλλος. Το ντεκουπάζ τους κυνηγάει.
Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ΙΟΥΛΙΑ, ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ

Ιουλία, γύρνα πίσω

Ομάδα ΟΚΤΩ – SOUL
Στη Σοφίτα

Αυτός που θα ελπίσει να συναντήσει τον Ντανίλο Κις στο έργο που με τ’ όνομά του και τον τίτλο του πρωτόλειου κειμένου του «Σοφίτα» (του έργου που η κριτική το χαρακτήρισε «Χωρίς κοινωνικές αναφορές παρακολουθούμε τους κυματισμούς και την εξομολόγηση μιας συνείδησης που αιμάσσει από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και τις υπαρξιακές αγωνίες, ενοφθαλμίζοντας στην ιστορία τα αδιέξοδα της ζωής του και την δημιουργική περιπέτεια της γραφής» ) παρουσιάζεται στον πάνω χώρο του Soul από την ομάδα «Οκτώ», θα απελπιστεί. Βέβαια στους τίτλους δηλώνεται πως πρόκειται για διασκευή αλλά και μ’ αυτή την προϋπόθεση τίποτα απ’ τον Γιουγκοσλαύο συγγραφέα δεν διατηρείται στην παράσταση. Αυτό βέβαια δεν είναι αθέμιτο. Συχνά, συχνότατα η σκηνοθετική διεξαγωγή απεξαρτάται απ’ το κείμενο και διατηρεί μόνο μια αναφορά στην αφετηρία των αυτοσχεδιασμών και την αναζητήσεων ενός διαφορετικού προσανατολισμού.
Δεν κατανόησα ωστόσο που σκόπευε το σκηνικό αποτέλεσμα της ομάδας «Οκτώ», δεν μπόρεσα ν’ αντιληφθώ ούτε και ποιοι κώδικες μας προτείνονταν για την επικοινωνία με το θέαμα, δεν έβγαλα κανένα νόημα απ’ τα λόγια και τις σκηνές, απ’ τις εμφανίσεις και τις μεταμορφώσεις, απ’ τις μετακινήσεις και τις στάσεις των προσώπων. Ούτε καν διέκρινα αυτά που διακρίνονται στο βιβλίο δηλαδή: «Ένα ερωτικό σονέτο -ένα ωραίο ερωτικό σονέτο- είναι ένα λιθόστρωτο πάνω στο τέλμα των τυποποιημένων λεξιλογίων. Μια μικρή νησίδα πάνω στην οποία μπορούμε να σταθούμε.»
Φαίνεται πάντως πως μια σκιώδης υπόθεση αγωνιζόταν να προβάλει και να αρθρωθεί και απ’ όσο κατάλαβα κάποιος άφησε κάποια και πήγε στον κόλπο των δελφινιών κι όταν γύρισε αυτή είχε πάρει τον κακό δρόμο. Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει ένα σεξουαλικό όργιο με πουριτανικό ένδυμα (αφού οι ταινίες του παληού ελληνικού σινεμά, στις σκηνές της πλαζ ήταν ενδυματολογικά περισσότερο απελευθερωμένες) με «καλοφασκιωμένα» τα κορίτσια της παρτούζας μη τυχόν και παρεξηγηθούν οι προθέσεις μας. Ναι μεν τολμηρότητα αλλά στα πλαίσια του επιτρεπτού. Μοναδική παρέκκλιση απ’ την ευπρέπεια το γλείψιμο στο…πρόσωπο (αηδία, να σαλιώνουν τα μάγουλα της ηθοποιού) ως ακραία σεξουαλική διαστροφή, τάχα. Κι εδώ χωράει απαιτητικό το ερώτημα τι θέλει να πει αυτό το έργο-παράσταση, κι ακόμα γιατί οι συντελεστές μόχθησαν, ξοδεύτηκαν, αναλώθηκαν να το ανεβάσουν;
Έχω ένα πρόβλημα, αγαπητοί μου. Ανησυχώ μήπως είμαι παρωχημένων αντιλήψεων. Μήπως αδυνατώ να κατανοήσω τα νέα ρεύματα. Μου έχει δημιουργήσει τραύμα που κάποιοι θεωρητικοί μου «χτύπησαν» πως το θέατρο μ’ έχει ξεπεράσει. Γι αυτό και τις αντιρρήσεις μου τις διατυπώνω με δισταγμό και σας παρακαλώ βάλτε τις απόψεις μου σε μια δοκιμασία και πηγαίνετε να δείτε το εν λόγω πόνημα και διορθώστε με. Ανακαλέστε με στη τάξη και κηρύξτε τις γνώνες μου σε καραντίνα.
Ανησυχώ όμως μήπως, παρ’ όλα αυτά έχω κάποιο δίκιο και το θέατρο τραβάει πράγματι δρόμο χαώδη και αλλοπρόσαλλο και με το πρόσχημα των τάχα ανανεωτισμών πορεύεται σε σημείο άγονο και στείρο.
Άδικα ωστόσο ανησυχώ γιατί έχει αποδειχθεί πως το θέατρο είναι φτιαγμένο από ανθεκτικά υλικά και διατηρείται αλώβητο πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Στο κάτω κάτω τέτοιες παραστάσεις αποτελούν μια πρόκληση η αν θέλετε ένα στοίχημα. Επειδή άνθρωποι είναι αυτοί που το φτιάχνουν όπως κι αυτοί που το βλέπουν, άνθρωποι που στοχάζονται, αισθάνονται και πάσχουν, αν λοιπόν μέσα απ’ αυτή η άλλη θεατρική πρόταση, δυνηθούν να επικοινωνήσουν τότε η παράσταση είναι δικαιωμένη.
Δεν εξέλειπε μόνο ο Ντανίλο Κις απ’ τη συγκεκριμένη παράσταση, απουσίασε και η Ιουλία Σιάμου, η ευαίσθητη, η ευρηματική, η ευφάνταστη, η Ιουλία που προκαλούσε άλλοτε έναν εσωτερικό λυγμό και μια αισθητική συγκίνηση με τα σκηνικά της ποιήματα. Αδύνατο να πιστέψω πως όλες τις εξαίσιες σκηνές της παράστασης «Το αμάρτημα της μητρός» και των «Αργοναυτικών», αυτά τα εξαίσια σκιρτήματα ποιητικού ρεαλισμού (αυτά όλα που με είχαν ενθουσιάσει και την πρότεινα για τα βραβεία Κουν) έδωσαν τη θέση τους στα ευτελή και ανόητα, όπως η κοπέλα με το ταγιέρ που αυνανίζεται. Παιδιά, πως μπορείτε να καταβαραθρώνετε έτσι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα;
Ιουλία νομίζω παραπλανήθηκες, γύρνα πίσω.

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

ΔΥΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ Θ.Ο.Κ

«Καυτός πάγος» και «Βρυκόλακες»
Μια πετυχημένη αντίστιξη



Έρχομαι απ’ την Κύπρο φέρνοντας εντυπώσεις ωραίες πάσης φύσεως, εδώ ωστόσο θα σας απασχολήσω μόνο με τις θεατρικές. Πρώτα πρώτα σας μεταφέρω έκπληκτος ένα αρχικό γενικό συμπέρασμα πως το ωραίο αυτό ελληνικό νησί της ανατολικής Μεσογείου επιδεικνύει μια ζωηρή έφεση για το θέατρο, το θέατρο όλων των τάσεων, όλων των ρευμάτων και όλων των επιπέδων. Ρυθμιστής της θεατρικής ζωής είναι ο πολύς Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου που τον διευθύνει άνθρωπος με ευρυγώνιο θεατρικό βλέμμα που «πιάνει» μεγάλη γκάμα θεατρικών προβληματισμών. Ο Βαρνάβας Κυριαζής, ηθοποιός και σκηνοθέτης κρατάει σφιχτά και με γνώση τα γκέμια του θεατρικού άρματος που ταξιδεύει ανά τους αιώνες .
Στην Κύπρο βρεθήκαμε για την πρεμιέρα του φίλου σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαριά, ιδρυτή της ομάδας «Δυτικά της πόλης», μέλους του Πυρ Ομαδόν.
Η πρεμιέρα έγινε στην Νέα Σκηνή του ΘΟΚ και αφορούσε το έργο της Μπράινι Λέβερι «Καυτός πάγος». (Το ίδιο έργο παίζεται και παρ υμίν, στο θέατρο των Εξαρχείων). Είναι η περίπτωση ενός παιδόφιλου που ενέχεται για τον φόνο πολλών μικρών κοριτσιών και που η διόπτρα της συγγραφέως τον συμπλέκει με την μητέρα ενός απ’ τα θύματα καθώς και με την ερευνήτρια ψυχολόγο που ως δραματικό πρόσωπο του έργου διεκπεραιώνει και τον ρόλο της αφηγήτριας και επιστημονικής αναλύτριας. Έργο με καινοτροπικές αρετές αποτελεί μια καλή επιλογή κυρίως για την αντίστιξη της Νέας Σκηνής απέναντι στην Κεντρική του Οργανισμού, που ανέβασε τους κλασικούς «Βρυκόλακες» του κορυφαίου δραματουργού του 20ου αιώνα, του Ίψεν.
Η παράσταση της Νέας Σκηνής ανταποκρίνεται απολύτως στις αισθητικές διαφορές και προτάσεις που οφείλει να διατηρεί και να επιδεικνύει απέναντι στην κύρια Κεντρική Σκηνή, ώστε οι αρμοδιότητες καθεμιάς απ’ αυτές να είναι διακριτές. Και η επιλογή συνεπώς του Τάκη Τζαμαριά, με τις νεωτεριστικές σκηνοθετικές επιδόσεις που η έξωθεν μαρτυρία τον έχει προικίσει(οι θετικές ως ενθουσιώδεις κριτικές που έχουν πάρει οι παραστάσεις του), δίκαια κρίθηκε ως ο κατάλληλος να του ανατεθεί το έργο της Νέας Σκηνής.
Δεν υστέρησε των προσδοκιών ο Τζαμαριάς. Έστησε μια παράσταση με μοντέρνα (η μεταμοντέρνα, αν θέλετε,) ευρήματα, αναμιγνύοντας αυτοσχεδιασμούς με στοιχεία ρεαλισμού, (όπως το συμβατικό κλάδεμα του θάμνου με το πραγματικό κλαδευτήρι ανά χείρας), με συμβολικά ευρήματα (το «ντούς» ως αλληγορία του αποκαθαρμού ) και άλλα ηχηρά παρόμοια, ευφυή ωστόσο, ευρηματικά και ευφάνταστα.
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να προσθέσω μια προσωπική άποψη, όχι με όποια άλλη ιδιότητα αλλά μόνο ως θεατής μιας πολύχρονης εμπειρίας. Λοιπόν, αυτό που θέλω να προσθέσω είναι πως τα σκηνοθετικά ευρήματα, όσο και αν δεν είναι προβλεπόμενα από τον δραματουργό, ακόμα κι αν λογικά δεν δικαιολογούνται, αν είναι οργανικά ενταγμένα στο σύνολο της παράστασης από τον σκηνοθέτη, κακό δεν μπορούν να κάνουν ενώ σε πολλές περιπτώσεις πλουτίζουν την εντύπωση και ενισχύουν την θεαματικότητα, υποβάλλοντας συχνά ατμόσφαιρες και αισθήματα. Δικαιωμένα λοιπόν τα πρόσθετα στη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης παράστασης, αφού ενσωματώθηκαν χωρίς καμιά δυσκολία υπογραμμίζοντας μ’ αυτά και μ’ αυτά την νεοτερικότητα της Νέας Σκηνής. Ο Τζαμαριάς, που είναι πριν από κάθε τι άλλο ηθοποιός, έχει αναπτυγμένο το σκηνικό αισθητήριο και προσαρμόζει τα επινοήματά του ώστε να μην «κλωτσάνε» σαν παράταιροι σκηνοθετισμοί.
Το δύσκολο σημείο του έργου είναι να αιτιολογηθεί, ηθικά, δραματουργικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά, σκηνοθετικά, υποκριτικά ή όπως αλλιώς, η συγνώμη που δίνει η μάνα στον δολοφόνο και βιαστή της εξάχρονης κόρης της. Γιατί τον συγχωρεί και τον επισκέπτεται στη φυλακή γεμάτη κατανόηση για το έγκλημά του και σχεδόν τον ευγνωμονεί για την πράξη του; Στο θεματικό φάσμα της παιδοφιλίας και της αιμομιξίας έχουμε δει παραλλαγές πολλές και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Σε καμιά περίπτωση η ψυχολογική συμπεριφορά ενός των ηρώων δε μας άφησε κενά. Εδώ τα κενά είναι χαώδη. Πως μπορεί μια μάνα να συγχωρήσει τον βιαστή και φονιά της δεκάχρονης κόρης της; Δεν συμβιβάζεται με τα ανθρώπινα. Υποβαθμίζει το υπέρτατο του μητρικού ενστίκτου και του προστατευτικού γονικού αισθήματος. Είναι διαστροφικό, αλλά απ’ την πλευρά της μάνας. Δεν είναι ένδειξη φιλανθρωπίας, υψηλοφροσύνης και κάθαρσης η συγνώμη στον παιδοκτόνο. Αντίθετα αποτελεί φαινόμενο απανθρωπισμού. Η σύγχυση, που σαν πολιτισμός διερχόμαστε, πολύ φοβάμαι πως μας οδηγεί σε τραγικές παρεξηγήσεις. Το συγκεκριμένο κρούσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί άλλοθι για τις παιδοκτονίες και όχι μόνο τις μεμονωμένες, αν γίνομαι αντιληπτός.
Πολύς λόγος έγινε για τη φράση «Tην απαρτίωση θα την κάνει ο θεατής. Τη σχάση θα ζήσει ο ήρωας» που κάποιος ψυχολόγος, σε στιγμή οίστρου, είπε, λένε, για το έργο και η ρήση του έλαβε δημοσιότητα. Προς θεού ! Κατά τη γνώμη μου η φράση αυτή θα πρέπει να παραμείνει μνημείο για να δηλώνει την βαθειά κρίση που διέρχεται το θέατρό στην εποχή μας από την εισβολή των θεωρητικών. Φραστικές συνθέσεις εναντίον της ουσίας του θεάτρου. Έχει κι άλλες αδυναμίες η δραματουργική συγκρότηση του έργου της Μπράϊνι Λέβερι αλλά νομίζω πως αυτή είναι η πιο κραυγαλέα .
Οι ηθοποιοί Πόπη Αβραάμ (Ψυχολόγος), Ιωάννα Καμμένου (Μητέρα) Ανδρέας Τσουρής (Ραλφ,παιδοκτόνος) καθοδηγημένοι και απ’ τον σκηνοθέτη έδωσαν πολύ καλά αποτελέσματα κατά την δυνατότητα του και του ρόλου του ο καθένας. Ο Τσουρής, που είχε το πλεονέκτημα να παίζει τον «αβανταδόρικο» παιδοκτόνο, επινόησε πολλά, εξωτερικά το πλείστον, νευρωτικά τικ και συνέθεσε εντυπωσιακά την αποκλίνουσα φιγούρα του ήρωά του, υπερνικώντας το ηθογραφικό είδος του. Σημειώνω την απόδοσή του ως επίτευξη, δική του και του σκηνοθέτη.
Το σκηνικό της Μαρίας Κονομή καλής και λειτουργικής έμπνευσης.

Στην Κεντρική Σκηνή του κυπριακού θεατρικού οργανισμού είδαμε τους «Βρυκόλακες» σε μια παράσταση που χωρίς δισταγμό περνάει στις πρώτες σειρές παρελθόντων ανεβασμάτων, όσων είχα την τύχη να παρακολουθήσω τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η κυρία Άλβινγκ της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, ωριμότερη, τεχνικότερη, φορτισμένη με όλα τα αθροίσματα την προηγούμενων εμπλοκών της με τον ίδιο ρόλο, εξερράγη σ’ έναν πίδακα οδύνης, σπαραγμού και απόγνωσης στο συντριπτικό φινάλε που έστησε ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης. Ο ρεαλισμός αυτής της κορυφαίας σκηνής του έργου «γυμνώθηκε» από τεχνοπρέπειες και εστετισμούς δραματικών συνταγών και αφέθηκε με απελπισμένη αλήθεια στην καταβαράθρωση που ρίχνει η αποκάλυψη της πραγματικότητας αυτή την πλανημένη γυναίκα. Ο Όσβαλντ του Ορέστη Σοφοκλέους βουτηγμένος στον ίδιο ρεαλισμό απ’ τον σκηνοθέτη, συμπαρέσυρε σκαλί σκαλί την μητέρα του στη δική του πτώση, στον πάτο του σκοτεινού πηγαδιού. Χωρίς υπερβολή μια συγκλονιστική ερμηνεία που μακάρι να είναι υποσχετική για εξ ίσου καλά πράγματα στο μέλλον.
Η Χριστίνα Χριστόφια έπλασε αριστοτεχνικά μια Ρεγγίνα που υπομένει αθόρυβα και υποτακτικά μια μοίρα, συσπειρωμένη ωστόσο κι έτοιμη να αρπάξει τη λεία της κι όταν οι προσδοκίες της αναποδογυρίζονται απ’ την αποκάλυψη ο αμοραλισμός ξεσκεπάζει την αγοραία συμπεριφορά της καθώς ολισθαίνει κι αυτή στο δικό της πηγάδι. Εξαιρετικά δουλεμένη η μεταστροφή της. Ο Ανδρέας Βασιλείου πειστικός και καλοσχεδιασμένος Έγκστραντ, ενώ η ερμηνεία του Γιώργου Μουαΐμη στον καίριο ρόλο του πάστορα Μάντερς μας άφηνε κενά.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη οργάνωσε μια παράσταση δίνοντας αξία σ’ αυτό το σημαντικό στοιχείο που πολλοί ομότεχνοί του το παραμελούν, την πλαστικότητα των αλληλοδιαδοχικών εικόνων. Την αρχιτεκτονική αρμονία των εναλλασσόμενων « κάδρων». Αυτή η παράμετρος με το δραματικό βάθος και την υποκριτική καθοδήγηση είναι τα γνωρίσματα των ικανών του είδους.
Δυο παραστάσεις που ανεβάζουν τον δείκτη ποιότητας του κυπριακού θεάτρου και θα είναι ευχής έργον αν ευοδωθεί η πρόθεση να έρθει η παράσταση των Βρυκολάκων στην Αθήνα.
Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Σώμα = Σήμα

Η Αναστασία Ρεβή και η ομάδα της TLC

Τον κώδικα μας τον υπέβαλαν οι πρωτόγονοι όταν χάραξαν ανθρώπινες φιγούρες στα τοιχώματα των σπηλαίων. Από τότε το σώμα χρησιμοποιήθηκε σαν σήμα. Σύμβολο που σημαίνει. Σημαίνει η εικόνα του, σημαίνει πολλαπλά η στάση του, σημαίνει ακόμα πιο πολυσύνθετα και η μετακίνησή του μέσα στο χώρο. Σημαίνει και δέεται, σημαίνει και εξευμενίζει, σημαίνει και αφηγείται, και περιγράφει και υποβάλει. Σώματα ακίνητα σε στάσεις και σώματα κινούμενα είναι το κύριο στοιχείο ενός θαύματος που με το συντακτικό μιας παράστασης μας παρουσίασε η Αναστασία Ρεβή με την ομάδα της Theatre Lab Company που εγκαταστημένη στο Λονδίνο δικτυώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.Είναι γνωστή στην Αθήνα η Αναστασία Ρεβή. Είχα την ευκαιρία να την γνωρίσω το 1997 που σαν ηθοποιός μετείχε τότε, με την ίδια ομάδα, σε μια παράσταση του έργου «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο Πολιτεία, σε σκηνοθεσία Νίκο Ντόβα. Δουλειά της ξαναείδαμε στο «Αγγέλων βήμα» πριν από λίγα χρόνια σ’ ένα έργο δικό της, το Urban Stories, (νομίζω) κείμενο με γόμωση σάτιρας και σουρεαλισμού που άλεθε τα ποικίλα φαινόμενα ήθους και ηθικής στις μειονότητες στη βρετανική πρωτεύουσα.Οι ελληνικές εφημερίδες έχουν ασχοληθεί αρκετά συχνά, όχι μόνο με την καλλιτεχνική αξία των δραστηριοτήτων της αλλά και με την πολύπλευρη σημασία της για την χώρα μας. Για το νεοελληνικό θέατρο που μεταγγίζει στον κόσμο. Αυτά όλα τα σπουδαία ας τα αναζητήσει ο ενδιαφερόμενος στο αξιοθαύμαστο βιογραφικό της ομάδας της και ας επιστρέψουμε στην πρόσφατη παράστασή της.Σώματα λοιπόν, περιελιγμένα και περιελισσόμενα τα νήματα και τις κλωστές μια μπεκετικής ατμόσφαιρας και πιο ειδικά του κλίματος του «Τέλους του παιχνιδιού», αυτού του εσχατολογικού κλίματος εφιάλτη, που αναμιγνυόμενο με τους ατμούς απ’ την «Ωραία Ερέντιρα» του Μαρκές παράγουν μαγεία και έκσταση παραμυθιού.Είναι δύσκολο στις λέξεις να μεταδώσουν αυτό που συνέθεταν τα απίστευτα κοστούμια από ράκη, αυτό το χρώμα του γαριασμένου λευκού που κυριαρχούσε, αυτοί οι φωτισμοί που αναμετρούνταν με τους τόνους του σκοταδιού και του εξώκοσμου μπλε, αυτοί οι ήχοι του ηλεκτρικού οργάνου με τον μαυροντυμένο μουσικό που συνόδευαν την παράσταση σ’ όλο το μήκος της, αυτά τα κοράκια του Πόε που έκρωζαν κατά διαστήματα μα πάνω απ’ όλα οι λέξεις καταρρέουν από ανεπάρκεια όταν καλούνται να μιλήσουν για τους τρεις ηθοποιούς, αυτούς τους ιεροπράκτες που με τα σώματά τους, τα πρόσωπά τους, τις φωνές τους και την άγια ικανότητα να μεταλλάσονται από ρόλο σε ρόλο.Το θέατρο των επινοήσεων, η καινούργια τεχνοτροπία, η ανάδειξη της σωματικής γλώσσας σε κυρίαρχη πρακτική , η γέννηση ενός έργου και μιας παράστασης μέσα από μια διαδικασία συνευρέσεων, η πολυμέθεξη , η πιο θριαμβευτική εκδοχή της ομαδικότητας, των οριζόντιων σχέσεων,παρουσιάζεται στην τελευταία δουλειά του TLC σ’ όλο του το μεγαλείο. Στην εντελέστερη μορφή του.Για τους ηθοποιούς τι να πω; Αφού δήλωσα την αδυναμία των λέξεων και αποφεύγοντας την ευτέλεια των επιθέτων μόνο να τους σκεφτώ μπορώ και ανακαλώντας το θαυμασμό που με πλημμύριζε όταν τους έβλεπα μπορώ να τους στείλω έναν χαιρετισμό χαιρετώντας στα ονόματά τους την τέχνη, την αληθινή τέχνη, την τέχνη που κερδίζεται με μόχθο και την υψηλή ποιότητα του θεάτρου, αυτής της πανάρχαιης θρησκείας που δεν απαιτεί από μας τίποτα απ’ τα πολλά που μας υποχρεώνουν οι άλλες θρησκείες παρά μόνο να την λειτουργούμε. Γειά σου Mariene Kaminski. Γειά σου Σταματίνα Παπαμιχάλη. Γειά σου Miguel Pinheiro. Γειά σου Μάϊρα Βαζαίου, που πήρες μαγνάδια ονείρου και τα έκανες κοστούμια. Και πάνω απ’ όλους Γειά σου Αναστασία Ρεβή που ξέρεις και δύνασαι να κάνεις τα όνειρά σου να γίνονται και δικά μας.Είδα την παράσταση στο θέατρο «Μικρή Χώρα».

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Η Αγάπη απέθανε, ζήτω το Ζελόβ - Ομάδα Abovo

Ομάδα Abovo

Η Αγάπη απέθανε, ζήτω το ΖΕΛΟΒ

Απίστευτη περίπτωση ο Σαρακατσάνης Η ιδέα του έργου θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει απ’ την «Αγάπη» του Έρικ Φρομ όπου ο διάσημος ψυχολόγος ξεσκεπάζει όλη την πλάνη γύρω από την κατάχρηση του όρου. Απ’ την ίδια βάση ορμώμενος ο Γιάννης Σαρακατσάνης σκαρώνει ένα έργο με επιθεωρησιακό σχεδιασμό και με παρελαύνοντα νούμερα-περιπτώσεις που δοκιμάζει να αποδείξει μέσα απ’ αυτά την πλαστότητα των αισθημάτων που φέρονται ως αγάπες. Στη θέση της χρεοκοπημένης λέξης προτείνει την ιδίας εμπνεύσεως λέξη «Ζελόβ». Καλή η ιδέα. Φιλόδοξες οι προθέσεις. Η πραγμάτωση όμως δεν έφτασε για να επισημανθεί η ρηχότητα των σχέσεων σε μια απατηλή, καιροσκοπική και αποξηραμένη αισθηματικά εποχή . Επίσης η έλλειψη ειλικρίνειας στις σχέσεις κάθε είδους αναφέρθηκε αλλά δεν στηρίχθηκε δραματουργικά. Τα «νουμεράκια» που εισέρχονταν με της αναγγελία του κομπέρ εξαντλούνταν στο γελαστικό η θεαματικό η στο χορευτικό και ξεστράτιζαν. Απ’ την άποψη αυτή το θέαμα στερείται στόχων. Πόσο σημαντικό θα ήταν αν στο θεατρικό αυτό ζαχαρωτό, το τόσο μα τόσο ευχάριστο και διασκεδαστικό, υπήρχε και γέμιση. Κορυφαία αρετή της παράστασης ήταν η ίδια η ομάδα. Τέτοια δυναμική σκηνικής πράξης είναι σπάνιο είδος στο ελληνικό θέατρο. Τέτοια ζωτικότητα θεατρίνων δεν καταγράφεται συχνά. Όλοι καλοί ως εξαιρετικοί. Η πρώτη αξία όμως ο ίδιος ο Σαρακατσάνης. Μια σκηνική προσωπικότητα που συγκεντρώνει όλα τα προσόντα του «μπριλάντε», ενός υποκριτικού είδους που απουσιάζει πολλά χρόνια απ’ το θέατρό μας. Κυριαρχεί στη σκηνή με απίστευτη αυτοπεποίθηση και γοητεία, ελέγχει τους φραστικούς του αυτοσχεδιασμούς, το πλασάρισμα των λόγων του, το παιχνίδι του με το κοινό, διαπραγματεύεται με άνεση τα θέματά του, τα διανθίζει με εύστοχα αστεία, έχει μέτρο και αναλογία, έχει σοφές αυξομειώσεις και επιταχύνσεις, αυτοσαρκάζεται και το κυριότερο δείχνει ο ίδιος ευτυχισμένος, μεθυσμένος, μεταρσιωμένος μ’ αυτό που κάνει κι αυτό το μεταδίδει. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συναναστραφώ όλους τους σπουδαίους κονφερασιέ των μετακατοχικών χρόνων, όλους που κυριάρχησαν στα πατάρια των βαριετέ και των επιθεωρήσεων. Τον Οικονομίδη, τον Αρία, τον Ορέστη Λάσκο, τον Τραϊφόρο, το Λάμπρο Ζούνη, τον Όμηρο Αθηναίο, τον Πύρπασο, όλους αυτούς τους μάγους που διέλυαν την ζοφερότητα της Κατοχής. Ε, λοιπόν ο Σαρακατσάνης έχει όλα τους τα προσόντα. Είναι ο θεατρίνος που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού, μόνος του επί σκηνής, για όση ώρα θέλει και να μην δυσφορήσει κανείς. Εκτός αυτού χορεύει, παίζει και επιδεικνύει την πραγματικά μαγική ικανότητα να «μπαινοβγαίνει» σε όποιο μέρος της παράστασης γουστάρει. Ένα φαινόμενο. Όλη η ομάδα Abovo αποτελείται από ηθοποιούς αξιοσημείωτων ικανοτήτων. Ξεχώρισα κάποιους και θα μπορούσα να αναφέρω τα καλά του καθενός. Δυστυχώς δεν έχει τη δυνατότητα ο κριτικός – και ο θεατής – να ξαχωρίσει απ’ τα ονόματα στο πρόγραμμα ποιος ρόλος αντιστοιχεί στο κάθε όνομα .Πριν αναφέρω τα ονόματά τους θέλω να σημειώσω πως τα σύνολα ήταν εξαιρετικά παιγμένα και οργανωμένα είχαν ακρίβεια, έμπνευση και σφρίγος. Πολύ, πολύ καλές και οι χορογραφίες της Ηρώς Αποστολέλη. Τα μέλη της ομάδας: Λευτέρης Ελευθερίου, Βάσω Καβαλιεράτου, Μαρία Μπαλούτσου, Φάνης Παυλόπουλος, Σωσώ Χατζημανώλη, Βάσω Χελά

Κάθε πρόταση διαφορετικής προσέγγισης είναι θεμιτή

Ομάδα Deconstr Action
Play Gatz
Booz Coperativa

-Είναι θεμιτή η αναζήτηση και η πρόταση ενός τρόπου διαφορετικής σκηνικής αφηγηματικότητας;
-Είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία αφού όλοι αναγνωρίζουμε πως το θεατρικό μας οικοδόμημα, που παραμένει αναλλοίωτο στις δομές του από τον 18ο αιώνα, τείνει να μεταβληθεί σε απολίθωμα και χρειάζεται οπωσδήποτε μια ανανέωση.
-Έχω λοιπόν να προτείνω έναν νέο τρόπο, μια νέα αντίληψη παραστασιακής διεξαγωγής και μάλιστα εφαρμοσμένη σ’ ένα κείμενο καταστάσεων, χαρακτήρων, μεταπτώσεων συναισθηματικών, με ήρωες ψυχογραφημένους, με σασπένς, με συγκρούσεις, δηλαδή με το στοιχείο του αγώνα, που να μπαινοβγαίνει απ’ το ρομαντισμό στο ρεαλισμό και τανάπαλιν και το κυριότερο να μην έχει δραματουργική δόμηση. Ιδού αυτό!
Και ο Γιάννης Αποσκίτης με την ομάδα του μας προτείνει την παράσταση που παίζεται στο Booz Coperativa.
Οι πρωτοβουλίες της σκηνοθεσίας δικαιώνονται από την δεδηλωμένη της ανανεωτικής πρότασης και μ’ αυτή την προϋπόθεση εξετάζεται. Και εφ’ όσον είναι έτσι πρέπει κατ’ αρχήν να απαντηθεί αν τα όσα παρακολουθήσαμε έχουν την εγκυρότητα μιας σαφούς και ολοκληρωμένης πρότασης και η απάντηση σ’ αυτό είναι κατηγορηματικά καταφατική. Συζητείται ωστόσο αν το θέατρο, η αναζήτηση της αναλλακτικής μορφής μπορεί να στηριχθεί στα ευφάνταστα επινοήματα, στην αναδιάταξη της αφηγηματικής συγκρότησης που επιχειρήθηκε, στην εναλλασσόμενη κατανομή των ρόλων που περνούσαν από ηθοποιό σε ηθοποιό, στον πλούτο των σκηνικών εφευρημάτων (εφευρημάτων πραγματικά έξυπνων και αισθητικών τις περισσότερες φορές) και στους ποικίλους αιφνιδιασμούς που επιφυλάσσονται στον θεατή. Όλα αυτά συνθέτουν ένα θέαμα οπωσδήποτε εντυπωσιακό και συντηρούν την εγρήγορση, συγχέουν όμως, σαστίζουν, μπερδεύουν και δυσχεραίνουν το ξετύλιγμα της υπόθεσης. Όχι πάντα αλλά σε πολλά σημεία.
Το κυριότερο ωστόσο είναι πως το «σύστημα» εγκαταλείπεται όταν η εξέλιξη φθάνει στο σημείο που θα λέγαμε «καπιτάλε» σκηνή. Εκεί όπου οι δυο ήρωες συγκρούονται διεκδικώντας τη γυναίκα. Η σκηνή αυτή, κραυγάζοντας τον θρίαμβο του θεάτρου έναντι όλων των νοθευτικών συσωρρεύσεων, αποκλείει κάθε παρέμβαση. Δεν επιτρέπει καμιά μετάβαση προσώπων, ούτε κανένα παρεμβατικό επινόημα. Δεν «σηκώνει», και άριστα έπραξε ο σκηνοθέτης που το σεβάστηκε έστω κι αν αυτό είναι μια ομολογία πως η πρότασή του μπορεί να εφαρμόζεται σ΄ έναν κορμό, ανακρούει πρύμναν όμως όταν κινδυνεύει να πλήξει το έργο στην καρδιά του. Οι ηθοποιοί υπηρέτησαν την άποψη με αφοσίωση. Ξεχώρισα την Μαρία Χαμαράκη για την σκηνική της ενέργεια και ενέργεια, επίσης την Νικολίτσα Ντρίζη για ένα ιδιαίτερο ήθος που εκπέμπει. Βρήκα την Κύνθια Πλαγιανού με υποκριτική ωριμότητα κι έναν πολύ ταιριαστό αισθησιασμό. Την Σεραφίνα Σιδέρη δεν την ξεχώρισα γιατί την έχω ξεχωρίσει σε πολλά πριν από χρόνια, ωστόσο πέρα απ’ την τοιαύτη επιδαψίλευση οι σύντομες συμμετοχές της ως ένα απ’ τα πρόσωπα του Γκάσμπυ ήταν καίριες και η αφήγηση της, ωραία ηχοχρωματισμένη και ζωντανή. Ο Μάνος Χαμαράκης και ο Διαμαντής Διαμαντάκος επαρκέστατοι στην πολυποίκιλη συμμετοχή τους.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Η δραματοποίηση ενός ποσοστου

Ένας στους δέκα

ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ Ν’ ΑΓΝΟΟΥΜΕ

Ποιες είναι οι λέξεις; Καημός, Παράπονο και Πάθος. Όλα αυτά στην προθήκη μα από πίσω ένα ξεκάθαρο «κατηγορώ». Ένα κατηγορητήριο τεκμηριωμένο , δικαιωμένο, αυταπόδεικτο που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Ούτε να το απεκδυθεί.Ξεκάθαρη είναι ωστόσο η ευθύνη που αποδίδεται στην Ιστορία κι απ’ αυτή την άποψη φαίνεται καθαρά πως η ομάδα αντιμετωπίζει το πρόβλημα, που αποτελεί το θέμα πάνω στο οποίο δούλεψαν, με ωριμότητα και συνειδητοποιημένα και με τέτοια διάθεση καλούν τον θεατή να παρακολουθήσει τις μαρτυρίες τους. Μας καλούν επίσης να συνειδητοποιήσουμε μια ρεαλιστική μέτρηση, ένα ποσοστό που αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το ότι οι ξένοι, αποτελούν σήμερα το 10% του ελληνικού πληθυσμού.
Θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να αντιγράψω λίγες γραμμές από ένα παλαιότερο κείμενό μου που δεν έφτασε να δημοσιευθεί στο περιοδικό προς το οποίο το απηύθυνα. Βρίσκεται ωστόσο αναρτημένο στο Site της Θεώρησης (www.theorisi.gr) στην ενότητα των κριτικών μου με τίτλο «Αγαπητή μου Μαρία» με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 2006.
Και από τώρα βρίσκεται αναρτημένο και στο blog www.topostheatroy.blogspot.gr.

«Γινόμαστε Μαρία μου, μάρτυρες βαθιών πολιτιστικών ανατροπών και αναμοχλεύσεων, ιστορικών θα μπορούσαμε να τις πούμε, που έχω την εντύπωση πως δεν έχουμε συλλάβει την έκτασή τους, το βάθος και την σημασία τους καθώς μας απασχολούν μερικές μόνο πλευρές των εκφάνσεών τους. Είναι τώρα μερικά χρόνια (ξεπερνούν οπωσδήποτε τα δεκαπέντε) που ο πληθυσμός της χώρας μας έχει δεχθεί μια μετάγγιση από προσφυγικά κύματα αλλοεθνή, με άλλες μορφωτικές καταβολές, άλλες γλώσσες, διαφορετικές θεωρήσεις του κόσμου και εν πολλοίς άλλες αξίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοίκων αυτών είναι βορειοευρωπαίοι και Βαλκάνιοι, με τους Αλβανούς να έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα σ’ όλους τους μετανάστες. Οι πρώτοι Αλβανοί ήρθαν με τα παιδιά τους ή τα έφεραν μετά από κάποιο διάστημα, η τα απέκτησαν εδώ, το γεγονός είναι πως σήμερα τα σχολεία της χώρας μας έχουν μεγάλο ποσοστό μαθητών από την Αλβανία, στις τάξεις του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου και αρκετοί απόφοιτοι έχουν ανέβει ήδη τα σκαλιά των ελληνικών Πανεπιστημίων. Κι όπως είναι φυσικό οι δραματικές σχολές δεν άφησαν τους νέους των ξένων ασυγκίνητους.

Η Μιρέλα Κόντι είναι μια Αλβανίδα που έχει τελειώσει μια αθηναϊκή δραματική σχολή. Είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί της τώρα που σκηνοθέτησα τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή και είμαι σε θέση να σου περιγράψω πόσο βαθιά έχει αφομοιώσει, όχι μόνο τη γλώσσα και τους κανόνες της θεατρικής τέχνης ( η μετάφραση είναι σε δεκαπεντασύλλαβο) μα και την θεωρητική γνώση για το αρχαίο θέατρο, την μυθολογία, τους ομηρικούς Ύμνους. Εκτός απ’ τον ρόλο της Μαίας, της μητέρας του Ερμή, την είχα και βοηθό μου. Μπορώ, λοιπόν, να μιλήσω με ενθουσιασμό για την ευσυνειδησία της, την συνέπειά της, την πλήρη επάρκεια της σε ότι της ζητήθηκε. Η Μιρέλα δεν είναι η μόνη Αλβανίδα στο ελληνικό θέατρο. Έχουμε πολλές φορές χειροκροτήσει τον Λαέρτη Βασιλείου, σε ρόλους δύσκολους και απαιτητικούς και πρόπερσι, νομίζω, στο θέατρο του Νέου Κόσμου είχε ανέβει ένα έργο που παιζόταν εναλλάξ στα ελληνικά και στα αλβανικά από Αλβανούς ηθοποιούς.. Κατά τους υπολογισμούς μου δέκα- τουλάχιστον -νέοι εξ Αλβανίας μέτριονται αυτή τη στιγμή στην λεγεώνα των ηθοποιών μας και είναι βέβαιο πως στα αμέσως προσεχή χρόνια θα πολλαπλασιαστούν εντυπωσιακά.

Η τέχνη του θεάτρου δεν είναι μια οποιαδήποτε δουλειά ή σπουδή που μπορεί εύκολα να κάνει ένας μετανάστης στην χώρα μας. Απαιτείται απόλυτη γνώση της γλώσσας και της εκφοράς της. Απαιτείται επίσης μια ιδιαίτερη αφομοίωση της ελληνικής κουλτούρας. Ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία, μυθολογία, κοινωνιολογία, γνώσεις που και οι ντόπιοι σπουδαστές δυσκολεύονται να αποκτήσουν. Οι Αλβανοί, ωστόσο, απ’ όσες περιπτώσεις έχω υπ’ όψη μου, με έχουν εκπλήξει. Εγκολπώνονται την ελληνική μόρφωση, ενσωματώνονται στον πολιτισμό μας, αφομοιώνουν την θεατρική σπουδή, με τέτοια όρεξη που πιστεύω πως πολύ σύντομα θα κατακτήσουν ξεχωριστές θέσεις στο θεατρικό μας στερέωμα.
Σου σημείωσα πως «θα κατακτήσουν», Μαρία μου ενώ στην πραγματικότητα θα κατακτηθούν, με μια κατάκτηση όμως αβίαστη, εκούσια, επιθυμητή και σπουδαία, με την έννοια άξια σπουδής.
Οι περιπτώσεις των Αλβανών δεν είναι οι μοναδικές. Στον χώρο του θεάματος απασχολούνται αρκετοί Βούλγαροι και Πολωνοί και Ρουμάνοι Στην δραματική σχολή που διδάσκω έχω στο πρώτο έτος μια μαθήτρια απ’ τη Ρωσία, την Άννα. Τα φαινόμενα νέων που προέρχονται από γειτονικές χώρες και στρέφονται στο θέατρο τα προσεχή χρόνια θα αυξηθούν. Έχω την εντύπωση πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η ελληνική θεατρική παιδεία και το ελληνικό θέατρο, οι δραματικές σχολές και οι ελληνικοί θίασοι, το ελληνικό δραματολόγιο, σύγχρονο και αρχαίο θα γνωρίσουν μεγάλη εξάπλωση στον βαλκανικό χώρο. Και ψηλότερα. Υπάρχει εξ άλλου ένα σημαντικό παρελθόν που έχει σοβαρό λόγο να προβάλλεται. Οι Ρουμάνοι ιστορικοί του θεάτρου Νικολάϊ Φιλιμόν (ελληνικής καταγωγής οπωσδήποτε) και ο Ντιμίτρι Ουλανέσκου, θεωρούν πως το ελληνικό θέατρο στο Βουκουρέστι, που οργάνωσε και ενέπνευσε η Ραλλού Καρατζά το 1818 ήταν θρυαλλίδα όχι μόνο της ελληνικής Επανάστασης μα και της Επανάστασης του Βλαδιμηρέσκου. Πρωτοπόρος, εξ άλλου του Ρουμανικού θεάτρου στάθηκε ο Κωνσταντίνος Κυριακού Αριστίας. Και για να μην στενοχωρήσω τον Κώστα Ασημακόπουλο, παραλείποντας τον προσφιλή του Καρατζιάλε, που τον αναφέρει σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονίσω πως κι αυτός είναι ελληνικής καταγωγής. Όσο για την Βουλγαρία περιορίζομαι να σημειώσω πως το πρώτο έργο του βουλγαρικού θεάτρου είναι η με τον τίτλο «Μιχάλ» μεταφορά στα βουλγαρικά του «Λεπρέντη» του Χουρμούζη.
Ας αφήσουμε, ωστόσο, τα παρελθόντα. Στο παρόν και στο μέλλον το ελληνικό θέατρο, η γλώσσα μας, το δραματολόγιό μας με την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου, του 20ου και του 21ου αιώνα, η θεατρική μας παράδοση, αρχαία και βυζαντινή θα δρουν δυναμικά σε όλο τον βαλκανικό χώρο κι αυτό θα είναι μια πολιτιστική επικράτηση ανυπολόγιστης σημασίας. Προς αυτή τη κατεύθυνση ας στραφεί το ενδιαφέρον της Πολιτείας, των Κρατικών Θεάτρων, της Εταιρειών Θεατρικών Συγγραφέων και Σκηνοθετών, της Ένωσης Κριτικών, του Σωματείου Ηθοποιών, του Συλλόγου Αποφοίτων θεατρικών Σπουδών, η πολυάριθμη Κοινότητα Πανεπιστημιακών περί το θέατρο ασχολουμένων, οι ποικίλες Επιτροπές, για όλους αυτούς, τους είτε με σπουδαίους στόχους ασχολούμενους, είτε είναι από τους φλυναφούντες ματαιόσπουδους. Ιδού φίλτατοι μου στάδιον δόξης λαμπρόν, σπουδαίον και ουσιαστικόν».
Σ’ αυτό το σημείο διακόπτω την αντιγραφή και θέλω να συμπληρώσω πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ετοιμάζει τις «Τρωάδες» για την Αλβανία με τη συνεργασία του Λαέρτη Βασιλείου. Σαν να το ‘ξερα!
Σε κάποια άλλη ευκαιρία θα σημειώσω ολίγα για τον αλβανικής καταγωγής λόγιο και θεατρικό συγγραφέα Νίκανδρο Νούκιο τον Κερκυραιο. Αυτός εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ξαναγυρίζω στην παράσταση.
Η βάση με την οποία δούλεψαν οι τρεις ηθοποιοί με το σκηνοθέτη τους είναι αυτή των αυτοσχεδιασμών, των επινοήσεων, των εμπνεύσεων με κύριο εργαλείο το σώμα τους. Είδα την εφαρμογή μιας μεθόδου που αποτελεί την πιο θριαμβευτική δικαίωση των αρχών του γκροτοφσκικού «φτωχού» θεάτρου. Με τα σώματα, τις φωνές και την φαντασία, με πάθος και παράπονο και με τις λυγμικές παρεμβολές του πνευστού μας προσφέρθηκε ένα συγκλονιστικό (όχι με την έννοια που το επίθετο καταναλίσκεται στα κανάλια ) θέαμα αποστομωτικό και αποσβολωτικό, με υψηλή καλλιτεχνική αξιολόγηση. Θα συμφωνήσω με εκείνους που θα διαγνώσουν έναν λαϊκισμό, έναν μελοδραματισμό, στην επανάληψη των δεινών εμπειριών θα υπογραμμίσω όμως πως όλα όσα διεκτραγωδούνται είναι πραγματικά. Δεν υπάρχει καμιά δραματοποίηση, καμιά σεναριακή μεγέθυνση. Είμαι βέβαιος πως πολλά κόπηκαν κι άλλα μειώθηκαν. Βρήκα καταπληκτικό, από δραματουργική άποψη, ως σύλληψη και ως σκηνική πραγμάτωση, το κομμάτι με τις σημαίες. Αριστουργηματικό.
Μπράβο παιδιά. Σ όλους. Ποιους; Τον Δαυιδ Μαλτέζε, τον Κρις Ραντάνοφ, τον Ένκελεντ Φεζολλάρι και φυσικά τον Λαέρτη Βασιλείου, άνθρωπο ευφυή που αφομοιώνει όχι μόνο τα θεατρικά ρεύματα μα και τα πνεύματα των καιρών.