Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

Νέκυια


Σαίξπηρ: Άμλετ  
Αμφιθέατρο


ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Δεν είναι αντιληπτό στον απλό θεατή αλλά ίσως ούτε και στην ίδια την σκηνοθέτιδα, πόσο αφιερωματική υπήρξε η παράσταση του Άμλετ, που παρουσιάζεται στο οικογενειακό τύμβο «Αμφιθέατρο» (κυρίαρχο στοιχείο του σκηνικού ο χωμάτινος τύμβος), πόσο συναισθηματική, πόσο πιεστική υπαρξιακά η ανάγκη επαφής με τους γονιούς τους αγαπημένους, και παράλληλα πόσο ενδιαφέρθηκε να εκφράσει μια σκηνοθετική άποψη για το έργο. Το εμβληματικό δραματούργημα του βάρδου, προσφέρει μια πλούσια γκάμα λαβών, ευκαιριών, απ’ όπου να εκκινήσουν προθέσεις και προβληματισμοί πολλών κατευθύνσεων που οι περισσότερες  να συνδιαλέγονται με το επέκεινα, με την λαχτάρα της επαφής με τα  προσφιλή πρόσωπα που εγκατέλειψαν τον κόσμο των ζωντανών. Όχι μόνο το φάντασμα του νεκρού βασιλιά, όχι μόνο η διαρκής εικόνα του πένθους που δεσπόζει σ’ όλη τη συμπεριφορά του Άμλετ και ο πικρός σαρκασμός του προς τον νεκρό  Πολώνιο και τα πεισιθάνατα αισθήματα του για την Οφηλία, κυρίως όμως ο μονόλογος του νεκροθάφτη και ο μονόλογος του Άμλετ με το κρανίο του Γιόρικ και κάθε αυτού του μονολόγου.


Ήταν λοιπόν περισσότερο απόπειρα επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων, ήταν μια Νέκυια, με την φιλοσοφική όσο και με την μεταφυσική της σημασία,  ήταν προσκύνημα οδύνης, λατρείας, τιμής και δοξολόγημα σε τρεις αγαπημένους που φάνηκε ολοκάθαρα η αγωνία της σκηνοθέτιδας. Αδελφής και θυγατέρας να συνδεθεί μαζί τους, να τους απευθυνθεί. Τόπος ιδανικός το κοινό σημείο, το θέατρο, το φορτισμένο πνευματική και ζωική ενέργεια, νοτισμένο από πάθη, αισθήματα, αγωνίες, ικανοποιήσεις, απογοητεύσεις, επιχρισμένο με ανθρώπινα βιώματα. Να μη σταθούμε περισσότερο σ’ αυτό το επίπεδο από λόγο κύριο, αυτόν και μόνο να τονίσουμε, πως μια τραγωδία πεποιημένη, ένα δραματούργημα, έργο έμπνευσης, μέτρου και λογικής, έγινε πρόσχημα για να βιωθεί και να δεηθεί μια ευλαβική προσευχή
Παράλληλο και παράτολμο το εγχείρημα να επιχειρηθεί και η μίμηση, δηλαδή το πλαστό σε παράλληλη εξέλιξη με το μνημόσυνο, το προσκύνημα, η προσευχή δίπλα στο αληθινό. Και λέω παράτολμο και προσθέτω αδιανόητο επειδή ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός της αντανάκλασης,  εννοείται πως πρέπει να είναι ο ίδιος ψ ύ χ ρ α ι μ ο ς πάσχων, ως έ τ ε ρ ο ς, ως απομιμητής  του αυθεντικού αλλά όχι ο ίδιας να συμμετέχει, να πάσχει  και ταυτόχρονα να αναπαριστά. 


Μεταχειριζόμαστε την λέξη, τον χαρακτηρισμό α λ ή θ ε ι α σαν χαρακτηρισμό  στην  ερμηνεία ενός ρόλου η μιας σκηνοθεσίας κάποιων παθών αλλά ποτέ δεν εννοούμε  την αλήθεια την ίδια, την αληθινή, την αιμάσσουσα να την εκθέσουμε, να την εμφανίσουμε  και όχι να την παραστήσουμε. Αυτό που παρακολουθήσαμε στην παράσταση του Αμφιθεάτρου, στην "ομολογία" της Κατερίνας Ευαγγελάτου,  με πρόσχημα το έργο του Σαίξπηρ, είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο, ίσως και στο παγκόσμιο. Η Κατερίνα μας προσκάλεσε να παραστούμε μάρτυρες σε μια λιτανεία η σε μια  βαθύτερη συνειδητοποίηση του ανθρώπινου δράματος, της οδύνης των απουσιών. Το αισθανθήκαμε.
Το γεγονός πως υπήρχε διασωθέν ως τεκμήριο ένα τμήμα της παλαιάς παράστασης του ίδιου έργου που είχε ανέβει στον ίδιο χώρο από τον Σπύρο Ευαγγελάτο και με την Λήδα Τασσοπούλου, μητέρα της σκηνοθέτιδας, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν συγκυρία ευτυχής με την προϋπόθεση η ανάμειξη του ντοκουμέντου αυτού να  μην μείωνε την ιερότητα του αφιερώματος.
Πολλοί θα εντυπωσιάστηκαν και λιγότερο θα συγκινήθηκαν από την πρωτοβουλία της θυγατέρας που επιχείρησε την συρραφή και την συμπαράθεση. Κατά την άποψη μου ήταν το ατυχέστερο που θα μπορούσε να συμβεί στην τελετουργική πρόθεση. Απλουστευτικά το εγχείρημα το χαρακτηρίζω ως ξενέρωμα, θεωρώντας πως εκτόνωσε και πιο πολύ μετατόπισε μεγάλο μέρος της  συγκίνησης μειώνοντας το στο επίπεδο μιας απλής περιέργειας  Ίσως αν του κινηματογραφικού αποσπάσματος γινόταν άλλη χρήση, αλλιώς να συνδυαστεί  με την θεατρική διαδικασία, αν είχε υποστεί τεχνικές αλλοιώσεις, αν η προβολή γινόταν σε άλλο σημείο και με άλλον τρόπο, τότε μπορεί να μην μείωνε την κατάνυξη αλλά να την μεγάλωνε.  Μ΄ αυτήν την  τυπική μετωπική προβολή όμως μετέτρεψε δια μιας τον θεατή από μύστη σε περίεργο. Ο θεατής κυριεύθηκε αμέσως από την περιέργεια να αναγνωρίσει τους ηθοποιούς της παλιάς διανομής. Άγαρμπη και  η προσπάθεια του κινηματογραφιστή που επιμελήθηκε  το φιλμάρισμα του φαντάσματος του σκοτωμένου βασιλιά,  που μάταια επιχείρησε με ανισόπεδα πλάνα να δώσει μεταφυσική αίσθηση.


Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η άλλη διάσταση είναι το σκάφανδρο αυτού του "μαρτυρίου". Το πασίγνωστού έργου του Σαίξπηρ. Το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα της ελισαβετιανής δραματουργίας.  Άμλετ.  Έχουν γραφεί τόσα πολλά στους αιώνες για την τραγωδία του Δανού καταθλιπτικού  πρίγκιπα που δεν σκοπεύω να διαθέσω ούτε λέξη για λογαριασμό του. Αφήνω αυτή τη λάντσα στους νεοφώτιστους που τους σαγηνεύει  η αναμετάδοση, το αναμάσημα και το ακόμα πιο πληκτικό, οι αναφορές σε αποσπάσματα διάσημων μελετητών. Αναπόφευκτο. Στο κάτω κάτω μια φασίνα είναι κι αυτή που κάποιος πρέπει να την κάνει και η τήρηση αυτού του τυπικού προσομοιάζει με την επίσημη ανάδειξη, χρησμός σε ιππότη της θεατρικής κριτικής. Ας αφήσουμε λοιπόν το έργο στην δόξα που του αναγνώρισαν οι αιώνες κι ας δούμε με προσοχή την παράσταση που έστησε η Ευαγγελάτου. Μιας και ο κύριος στόχος της ήταν αφιερωματικός, όπως το αναλύσαμε και η συγκίνηση της ήταν αυτονόητη, η παράσταση  δεν είχε συνοχή, παραπατούσε και μόνο σε μερικές σκηνές αποκτούσε μια συνεκτικότητα και έβρισκε κάποιον συνεπή βηματισμό. Η μεγάλη έκταση του σκηνικού χώρου δημιουργούσε μια αμηχανία και στον θεατή. Έτσι η αίσθηση της ροής και της διεξαγωγής ήταν χαοτική. Το κεντρικό σημείο τύμβος, όπου πάνω του ήταν εγκατεστημένος ο Άμλετ σε μια αδρανή κατάσταση, με την πολύ καλοφτιαγμένη θεατρική σκηνή στα δεξιά του και με τα ριντό στ΄ αριστερά, βρίσκονταν πολύ απομακρυσμένα απ’ τα δρώμενα οποθενδήποτε τελούμενα. Οι μετακινήσεις και οι είσοδοι συνόλων η ατόμων έδιναν την εντύπωση μιας αταξίας, αρρυθμίας και αφροντισιάς.


Η πλήρης αμηχανία, σκηνική ακαταστασία, αφασία, σημειώνεται στη σκηνή όπου οι ηθοποιοί , όπως εξ άλλου και οι θεατές, υποχρεώνονται να παρακολουθήσουν την κινηματογραφική προβολή της ίδιας σκηνής, της σκηνής της ξιφομαχίας από την παλιά παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου. Αναφέρθηκα και πιο πάνω. Μια παρένθεση ανέμπνευστη και καθόλου απαραίτητη, υπονομευτική θα την χαρακτήριζα.

Ο λόγος των ηθοποιών ακολουθούσε μια τεχνική εκφορά, με ασυνήθιστα διακεκομμένες περιόδους, που αφαιρούσε αίσθημα και προβλημάτιζε ως και το νόημα. Ηθοποιούς της αξίας της Άννας Μάσχα, του Νίκου Ψαρά, του Οδυσσέα Παπασπηλιώπουλου δυσκολευόσουν να τους αναγνωρίσεις. Εσκεμμένα πιθανόν σε ολόκληρη την διεξαγωγή να δόθηκε ένας διεκπεραιωτικός ρυθμός, μια τυπική διαδικασία. για να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον σε δυο "σεκάνς".  Υπήρχαν στην παράσταση δυο θαυμαστές εξαιρέσεις, οι δυο  θεμελιώδεις σκηνές του έργου, οι κλασικές κλειδώσεις της τραγωδίας, που εκτελέστηκαν κατά τρόπο παραδειγματικό. Σε όλα τα επίπεδα. Λες και η σκηνοθέτης επιδίωξε "παραμελώντας" το έργο στο σύνολο του να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον στη σκηνή του "θεάτρου εν θεάτρω", και σε ολόκληρη η σκηνή των θεατρίνων, ως το κλείσιμό της με την μισοχορευτική αποχώρηση, - που ήταν αξιοθαύμαστη από κάθε άποψη -  και δεύτερη επίσης σπουδαία εξαίρεση η σκηνή του νεκροθάφτη. Συνολικά. Εκεί, στις δυο αυτές ενότητες  καθηλώνεσαι. Κυρίαρχη εκείνη η γνωστή αγωνία του θεατή να να παρατηρήσει όλα, να τα χαρεί, να τα διατηρήσει να μην του ξεφύγει το παραμικρό. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δικαιώνει την αξία του. Το ίδιο και η Άννα Μάσχα ως βασίλισσα και ο Νίκος Ψαράς ως Κλαύδιος. Ερμηνείας σε βάθος με τον Παπασπηλιόπουλο να εκφράζει αγωνιακά το ερώτημα της ύπαρξης, σαρκαστικός για την ματαιότητα της ζωής, τρυφερός ως ερωτικός για εφήμερο της σάρκας. Ερμηνεία πλούσια και ο Γιάννης Κότσιφας στο ρόλο του νεκροθάφτη. Χωρατεύει το μακάβριο, αναισθητοποιημένος σκαφτιάς, εξοικειωμένος τροφοδότης του χώματος, ρόλος μέγιστος στο παγκόσμιο δραματολόγιο. Ο ίδιος ηθοποιός πολύ καλός, εξαιρετικός και στο ρόλο του θεατρίνου. Κατά την γνώμη μου ο καλύτερος της παράστασης με δυο ερμηνείες καθοριστικές. Οι άλλοι ηθοποιοί της διανομής με μικρές διαβαθμίσεις, δεν διεκδικούν καμιά διάκριση σε κανένα σημείο της ερμηνείας τους. Δημήτρης Παπανικολάου, Πολώνιος, με έφεση πως την διακωμώδηση του ρόλου, γιατί άραγε; Μιχάλης Μιχαλακίδης, Οράτιος και Γιώργος Ζυγούρης Λαέρτης, εντός των πλαισίων, ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου και ο Βασίλης Μπούτσιος, Ρόζενγκραντ και Γκίλντερστεν, υποκριτικά, χωρίς σχόλιο. Η Αμαλία Νίνου, Οφηλία, υπηρέτησε την διανομή με συνέπεια αλλά η βελόνα του σχετικού μετρητή δεν ταράχτηκε καθόλου. Ένας τέτοιος ρόλος;



THE SANS-CYLOTTES

Και φθάνω σε κάποιες πρωτοβουλίες της σκηνοθεσίας που με ρίχνουν σε πηγάδι προβληματισμών, δισταγμών, αμφιβολιών, αντιρρήσεων και  εν μέρει απογοήτευσης. Απογοήτευσης κυρίως για την αντίληψη μου και με την οξυδέρκεια μου. Για την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Είχα μέχρι σήμερα την πεποίθηση πως όλα τα καταλαβαίνω, αποκρυπτογραφώ τα αινίγματα και ερμηνεύω τα σύμβολα. Πως μπορώ να βρώ τον δρόμο ακόμα και στο πιο πυκνό δάσος όπου βρίσκεται καλοκρυμμένο ένα νόημα που κάποιος συγγραφέας η σκηνοθέτης το τοποθέτησαν για να το ανακαλύψει ο θεατής η αναγνώστης. Κι όμως εδώ αγαπητέ μου αναγνώστη βρέθηκα ανήμπορος να καταλάβω το νόημα γιατί ο Άμλετ, καθιστός στον τύμβο, κατεβάζει ξαφνικά το παντελόνι του αποκαλύπτοντας κυρίως την περιοχή των αποκρύφων του. Είναι μήπως υπαινιγμός πως ο Άμλετ αυνανίζεται;  Σ’ αυτήν την έξη να αποδώσουμε την υποτονική του φύση; Η μήπως στο ερωτικό του απωθημένο προς την μητέρα του που είναι απαγορευμένο να εκδηλωθεί; Μήπως μια υποφώσκουσα ομοφυλόφιλη φύση με την οποία δικαιολογείται και η πλατωνική του έφεση προς την Οφηλία; Προτείνετε μου παρακαλώ μια δική σας εξήγηση, θα με υποχρεώσετε. Και το άλλο. Γιατί θεωρήθηκε απαραίτητο η Οφηλία να μας δείξει γυμνά τα οπίσθια της ομοίως και όλα τα εμπρόσθια ; Εδώ δηλώνω αναρμόδιος. Κάτι θέλει να μας πει η σκηνοθέτης χωρίς άλλο, που προσωπικά ούτε που το υποπτεύομαι. Ως τώρα η αποκάλυψη του γυναικείου στήθους ήταν ψωμοτύρι, φαίνεται πως η νέα αισθητική απαιτεί την κάλυψη του στήθους και το ξεβράκωμα. Και μάλιστα στην Οφηλία, το σύμβολο του ρομαντισμού και της μελαγχολίας ως την αυτοκτονία; Ίσως αυτό κάπως να εξηγείται.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Τον έπιασα όμηρο και σας τον παραδίδω!



Η Απομνημόνευση των επών


Ο Μανώλης Βαμιεδάκης, απ' τον Μέρωνα που ξέρει όλον τον Ερωτόκριτο απ' 'εξω!  
Δεν έχω την πρόθεση να πάρω θέση, δηλαδή να την εκφράσω, διότι θέση έχω και μάλιστα πολύ συγκεκριμένη, στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο η αφετηρία του παρόντος είναι βέβαια επί του ίδιου  θέματος. Οι διαφορές, οι διαφωνίες, οι προβληματισμοί και οι θεωρίες γύρω από τα ομηρικά έπη και τον ίδιο τον Όμηρο συντηρούν το λεγόμενο ομηρικό ζήτημα επί πολλούς αιώνες και στο διάστημα αυτό είναι αναρίθμητες και οι ποικιλίες των προτάσεων που έχουν εκφραστεί από μια χιλιάδα και παραπάνω φιλόλογους ομηριστές που προσφέρουν γνώμες και ερμηνείες στο άλυτο και πολύπλοκο αίνιγμα.


Μεγάλο μέρος των συζητήσεων καταλαμβάνει οι ενότητα των ερωτημάτων αν και κατά πόσο τα έπη γράφτηκαν απ’ αρχής στα ηρωικά χρόνια (13ος αι. π.Χ.) με την υπάρχουσα γραφή των μυκηναϊκών χρόνων (γραμμική β)  ενιαία ή κομματιαστά που συναρμολογήθηκαν ή συντέθηκαν άγραφα στον νου των ραψωδών και απομνημονεύθηκαν και στη συνέχεια μεταδόθηκαν από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση. Έτσι και συγκροτήθηκε το σινάφι των Αοιδών που αφηγούνταν η τραγουδούσαν τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων από εποχή σε εποχή, στα αρχοντικά των βασιλιάδων η και στα πανηγύρια, με τις αναπόφευκτες προσθήκες, αλλοιώσεις, διορθώσεις η και χάσματα. Έτσι κυλούσαν οι αιώνες μέχρι που εξελίχθηκε η γραφή και τα «νούτικα» έπη αποκρυσταλλώθηκαν σε κιτάπια, παπύρους, η περγαμηνές. Οι λογομαχίες και οι διασταυρούμενες απόψεις περιλαμβάνουν πολλά και ισχυρά επιχειρήματα που αντικρούονται με άλλα άλλων το ίδιο ισχυρά και εξ ίσου αδιάσειστα. Και το «Ομηρικό Ζήτημα» κρατάει αιώνες και με καινούργια επιχειρήματα ολοένα φουντώνει και εξαπλώνεται.


Ο Μέρωνας, ενδιάμεσα το Αμάρι και απέναντι ο Ψηλορείτης
Από την αρχή του παρόντος δήλωσα πως δεν έχω την πρόθεση να εμπλακώ όχι μόνο επειδή το ζήτημα είναι αδιέξοδο αλλά και διότι έχω καταλήξει  πως αφού έχουμε τα έπη ας αρκεστούμε σ΄ αυτή την εύνοια και ας μην απεραντολογούμε μιας και  οι γνώσεις μα δεν επαρκούν για μια στέρεη κατάληξη. 





Περιοδικό ΘΕΑΤΡΙΚΑ. Αφιέρωμα στον Ερωτόκριτο, με το κείμενο και εξώφυλλο Νίκου Κούνδουρου. Ο Σκουρολιάκος γράφει για την παράσταση του Ευαγγελάτου, ο Αρμάος για την παράσταση της Συντεχνίας. ο Γιάννης Χρυσούλης ένα συγκριτικό κείμενο ("Ερωτόκριτος, δυο προσεγγίσεις") των δυο παραστάσεων,ο Andre Deiser για τους Δρόμους του Ερωτόκριτου, η Σωτηρία Ματζίρη ένα κομμάτι με τίτλο "Ρώτας, Κούνδουρος, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ από τα ελληνικά στα ελληνικά" και η αφεντιά μου ένα κείμενο Ο Χουρμούζης για τον Ερωτόκριτο. Ενα καλό αφιέρωμα, νομίζω.















Από λόγου μου ωστόσο άρπαξα ένα ζωντανό επιχείρημα και το σπρώχνω στην κουβέντα. Σ’ αυτούς τους σοφούς που αρνούνται πως ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να απομνημονεύσει 15.693 στίχους της Ιλιάδας, με τα ονόματα, τα περιστατικά και τις περιγραφές, σε λόγο έμμετρο, κι αυτή τη γνώση να την μεταδώσουν αυτούσια και χωρίς σοβαρές αβαρίες σε κάποιον νεότερο κι αυτός σε κάποιον άλλον μεταγενέστερο και να πάει λέγοντας. Να τον λοιπόν ο Μανώλης Βαμιεδάκης, τυχαίος και ερασιτέχνης απομνημονευτής, συγχωριανός μου απ’ τον Μέρωνα, στο Αμάρι (το χωριό του Χορτάτση) που ξέρει όλον τον Ερωτόκριτο απ’ έξω κι ανακατωτά και δεν χάνει στίχο παρά την προχωρημένη του ηλικία και τον απαγγέλει και τον τραγουδά και που τον έμαθε χωρίς να τον διαβάσει αλλά εξ ακοής το περισσότερο. Να σας προσθέσω επίσης πως γνώρισα κάποτε και κάποιον άλλο, στις Δαφνές Ηρακλείου νομίζω, δεν συγκράτησα τ’ όνομα του, που όχι μόνο τον Ερωτόκριτο ήξερε από μνήμης αλλά κι ένα άλλο μεγάλο ποίημα έλεγε όπου ένα κρητικόπουλο είχε αγαπήσει μια τουρκοπούλα κι ακολουθούσε ένα επικό δράμα με πολλά επεισόδια. 


Κι εδώ θα θυμηθώ και θα σας θυμίσω τον Κοραή που στην επιστολή του στον φίλο του Βασιλείου του γράφει πως ο «Ερωτόκριτος» είναι ο Όμηρος της νεώτερης ελληνικής. Περισσότερα Ομηρικά, τα «μυστικά» των Ραψωδών και Αοιδών και για την καταπληκτική τεχνική των μαντιναδολόγων, που είχα την τύχη να παρακολουθήσω μια ολονύχτια σχεδόν "μονομαχία". δεξιοτεχνίας και έμπνευσης. στ' Ανώγεια, ένα καλοκαίρι, αυτά σε άλλη ευκαιρία. Αλλά και για τη μουσική που ντύνει το ποίημα του Κορνάρου, την τόσο όμορφη και συγκινητική, ποιος την πρωτόγραψε που να μην ξεχνιέται και να μην αλλαξοδρομεί τόσα χρόνια τώρα.

Γιώργος Χατζηδάκης



Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

«Σαν εκσπερμάτωση»! Αλλά μάλλον όχι !

Χένρικ Ιψεν : Νόρα                                                                                               Θέατρο «Άττις»


Ο μύθος γύρω από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και το έργο του, πράξη και θεωρία είναι σαν ένα κάστρο πολύ καλοχτισμένο, φρούριο απρόσβλητο, με μια ποικίλη φρουρά πιστών ολοτρόγυρα, σε Ανατολή και Δύση, ορκισμένη να το υπερασπίζεται με αυταπάρνηση κι έτσι από τίποτα δεν προσβάλλεται και φυσικά ούτε και θίγεται στο παραμικρό. Αναμφισβήτητα είναι στέρεα εδραιωμένη η μέθοδος του, θεμελιωμένη σε πολύχρονη δοκιμασία σε θεωρία και πράξη.  Οφείλω συνεπώς να διευκρινίσω προς τον ίδιο αλλά και στην ευάριθμη ομάδα που ανά τον κόσμο πολύ δίκαια τον αποδέχεται πως ο σχολιασμός που θα τολμηθεί παρακάτω δεν αφορά παρά μόνο την συγκεκριμένη παράσταση με τον τίτλο «Νόρα» που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο θέατρο «Ατις», μιας και από κακή τύχη έχω να ιδώ παράσταση του από το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλλερ το 1989. Έχω δηλαδή ένα κενό τριάντα χρόνων. Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης κατέκτησε τον κόσμο και απόκτησε φήμη και κύρος σε πολλά επίπεδα καθώς και μια αναγνωρισμένη μέθοδο δουλειάς αποδεκτή με θαυμασμό και αποδεδειγμένη από πλήθος εφαρμογών.


Ειλικρινά δεν μπορώ να  δικαιολογήσω την τόσο μεγάλη χρονική απόσταση μου από τις δημιουργίες του Τερζόπουλου και είναι  γελοίο να ισχυριστώ πως αιτία είναι η λέξη «εκσπερμάτωση». Θα σας προκαλεί ασφαλώς έκπληξη και αιφνιδιασμό η αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη που επικαλούμαι σαν εξήγηση της αποχής μου από παραστάσεις και τις θεωρίες, αλλά η σοκαριστική εντύπωση της λέξης με ανέκοπτε κάθε φορά που έβαζα στο πρόγραμμα μου μια παράσταση του. Ιδού ωστόσο η μικρή ιστορία της λέξης περί της οποίας πρόκειται. Είχα παρακολουθήσει, όπως σημείωσα παραπάνω την παράσταση του «Κουαρτέτου» σ’ ένα θέατρο λίγο πιο κάτω απ’ τη Μητρόπολη. Θυμάμαι την συμμετοχή της Όλιας Λαζαρίδου και του Ακη Σακελλαρίου και θυμάμαι επίσης πως πολλά στοιχεία της παράστασης τα είχα βρει ενδιαφέροντα και κάποια άλλα αινιγματικά. Εδώ πρέπει να προσθέσω πως παλαιότερες σκηνοθεσίες του στη Θεσσαλονίκη (θυμάμαι το «Μικρό Μαχαγκόνι» και το «Κεκλεισμένων των θυρών») που είχαν τροφοδοτήσει συζητήσεις ανάμεσα μας. Έτσι λοιπόν μετά το «Κουαρτέτο» αναζητούσα ν΄ ακούσω κάποιες εξηγήσεις για την παράσταση και "ω του θαύματος" πέφτω πάνω σε μια συνέντευξή του τηλεοπτική, στο αλήστου μνήμης SEVEN X (ίσως εκπομπή του Μαλανδρή), όπου ο σκηνοθέτης σε ερώτηση σχετική με την παράσταση και μια λεπτομέρεια της σκηνοθεσίας, εξήγησε, μετά από δισταγμό πως το σημείο εκείνο ήταν «...σαν.. εκσπερμάτωση!». Δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιόν λόγο ακριβώς κρατήθηκα έκτοτε σε μια επιφυλακτική απόσταση από τις παραστάσεις του. Ίσως μου δημιουργήθηκε μια προκατάληψη, όπως αποδείχτηκε εντελώς άδικη και λαθεμένη, αφού ο κόσμος ολόκληρος αποδέχεται από πολύ θερμά ως και υστερικά τις απόψεις και τις σκηνικές του εφαρμογές. Αναγνωρίζω το λάθος μου και μέμφομαι τον εαυτό μου που άφησα μια ποιητική μεταφορά να μου στερήσει την μέθεξη μου στις τόσο φημισμένες παραστάσεις του.

Απαλλαγμένος λοιπόν από κάθε αρνητική η θετική ιδεοληψία και προκατάληψη και με την απόφαση να μην εξακολουθήσω να απέχω απ’ την γενική αποδοχή, μιας κατά γενική ομολογία κοσμογονικής αντίληψης και εφαρμογής, καθώς μάλιστα βρίσκομαι και μάλλον κοντά στην έξοδο από τον κόσμο τούτο, διάβηκα την είσοδο του θεάτρου «Άττις» και παρακολούθησα την παράσταση της «Νόρας» του Ίψεν, κατά «σκηνοθεσία και σκηνική εγκατάσταση» του Θόδωρου Τερζόπουλου. Προχωρώ στην περιγραφή και στην έκθεση των εντυπώσεων μου με όση αντικειμενικότητα μου επιτρέπει η μνήμη μου.


Μια λοξή επιφάνεια κόβει τη σκηνή διαγωνίως. Η επιφάνεια αυτή αποτελείται από πορτόφυλλα με πύρο στη μέση του φάρδους τους, ώστε να ανοίγουν λίγο η ολοκληρωτικά περιστρεφόμενες, βαμμένες απ’ την μια όψη λευκές και από την άλλη μαύρες. Στην έναρξη όλες οι επιφάνειες, λευκές που με τον φωτισμό να δυναμώνει βαθμιαία ώστε να γίνεται σχεδόν εκτυφλωτικές. Διάρκεια χρονική. Στην δεξιά πλευρά το τελευταίο πορτόφυλλο ανοίγει ελάχιστα και ξεπροβάλλει ένα χέρι; Διάρκεια χρονική. Αναμονή. Από κει και πέρα ακολουθεί μια αλληλουχία εμφανίσεων με διάρκειες πάντα υποβλητικές. Απ’ τ΄ αριστερά βγαίνουν η διακρίνονται ανάμεσα από μισανοίγματα, πρόσωπα, χέρια η πόδια η και κορμοί ολόκληροι που γλιστρούν κατά μήκος των θυρόφυλλων, άλλοτε χάνονται, άλλοτε ο ένας καλύπτει τον άλλον. Μιλούν, ψιθυρίζουν, ξεφωνίζουν, στριγκλίζουν, τσιρίζουν, καγχάζουν, αγκαλιάζονται, κοροϊδεύουν, μιμούνται, σατιρίζουν. Τρεις ηθοποιοί, μια γυναίκα δυο άνδρες, διεκπεραιώνουν το ένα δέκατο του ιψενικού κειμένου, (το άλλο προφανώς θυσιάστηκε στο βωμό του ουσιώδους) ,  με όλη αυτή την γκάμα των καμωμάτων, των ευρημάτων, των εμπνεύσεων του συμπυκνωμένου συμβολισμού η μάλλον των πολλών συμβολισμών που καλείται ο θεατής να ανακαλύψει τις σημασίες τους η να διανοηθεί δικές του. Θα σεβαστώ την προσπάθεια του αναγνώστη μου να ακολουθήσει ο ίδιος το «παιχνίδι του θησαυρού» και δεν θα παρασυρθώ να ξεσκεπάσω τα όσα  προοδευτικά για τη γυναικεία χειραφέτηση θίγει ο μέγας Νορβηγός, για τα στεγανά των οικογενειακών ερμητισμών, για τα εκμαυλιστικά των γυναικείων σοφισμάτων προς υποδούλωση των συζύγων, για τα σατανικά τεχνάσματα των τοκογλύφων και τα κοινωνικά δεινά των τραπεζιτικών συστηματισμών. Ο σκηνοθέτης κάτι ακούμπησε απ΄ όλα αυτά, ακροθιγώς όμως, ανεπαισθήτως,  ίσα ίσα ώστε να μην θιγεί η δική του φόρμουλα και να μην μολυνθεί από τον θεατρικό ιό του κατεστημένου το προσωπικό του οικοδόμημα του καινοφανούς.



Αυτολογοκρίνομαι και συγκρατούμαι ώστε να μην συμπεράνω πως η «μέθοδος» στην προσπάθεια της να κυριαρχήσει, να υπάρξει, να επιδείξει την υπεροχή της, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να αποκαλύψει την ανεπάρκεια της. Και σημειώνω πως αυτολογοκρίνομαι με την απόλυτη συναίσθηση πως δεν είναι ούτε τίμιο εκ μέρους μου, ούτε δίκαιο μα ούτε και φρόνιμο να εμφανιστώ πως αμφισβητώ την αξία της τερζοπουλικής μεθόδου βασιζόμενος σε μια παράσταση που φαίνεται καθαρά πως δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ελάχιστα την αξία του σκηνοθέτη που όλος ο κόσμος αναγνωρίζει.

Τους τρεις ρόλους της παράστασης διεκπεραιώνουν τρεις ηθοποιοί με φιλοτιμία και σαφήνεια ώστε να προβάλει ευδιάκριτη η άποψη της σκηνοθεσίας. Την Νόρα η Σοφία Χιλλ, τον Κρόκσταντ ο  Τάσος Δήμας και τον Τρόβαλντ ο Αντώνης Μυριαγκός. Ο δεύτερος είναι και ο πιο επιτυχής στον σαρδόνιο κρακελωτό καγχασμό του φαινομένου συνολικά. Χοντρικά και ακραία σχεδιασμένες όλων οι φιγούρες με μια ηθελημένη γελοιογραφική σκιτσογράφηση, αποφυγή κάθε φυσιολογικότητας, κινήσεις και στάσεις μαριονετίστικες, διαστρεβλωτικές ώστε να υποστηρίζεται η αρχή της σωματικότητας, χωρίς ωστόσο κανένα αισθητικό, σημασιολογικό η ουσιαστικό όφελος. Εκφορά επίσης αλλόκοτη, μίμηση περισσότερο και εσκεμμένα σαχλοποιημένη, αυτά είναι αγαπητοί μου τα όσα αποκόμισα από την παράσταση «Νόρα» του Θόδωρου Τερζόπουλου στο θέατρο «Αττις»


Σας υπογραμμίζω ωστόσο και το θεωρώ απαραίτητο να σας το τονίσω πως ασφαλώς θα ακούσετε να λέγεται, αν κάποιος ασχοληθεί με το κείμενο μου, πως είμαι παλαιών αντιλήψεων, πως δεν είμαι σε θέση να ακολουθήσω τις εξελίξεις του θεάτρου και πώς τολμώ και διανοούμαι να διαφωνώ και να διίσταμαι με τις γνώμες τόσων σπουδαίων ανά τον κόσμο ειδικών.  Σ’ αυτή την περίπτωση σας εξουσιοδοτώ να τους μεταφέρετε την  σεμνότητα μου κι ακόμα πως με πολύ προσεκτικό και επιφυλακτικό τρόπο μετέφερα την περιγραφή των όσων είδα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Φασματοσκοπικό ντελίριο υποκριτικής

                                                                                       
Τόμας Μπέρντχαρτ : "Ρίττερ, Ντένε, Φος"  
Θέατρο Τέχνης - Υπόγειο

Όταν όλα - και ακόμα περισσότερα - έχουν ειπωθεί από το λεφούσι των κριτικών κάθε είδους, μορφής και ποιότητας και επιπλέον ο ίδιος ο συγγραφέας τα λέει ξεκάθαρα ότι έχει νε πει, είναι νομίζω πλεονασμός να επιχειρηθεί απ’ αυτή τη στήλη να αναλυθούν περισσότερα και να αποσημειολογηθούν τα κρυμμένα σημεία του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Βος» του Τόμας Μπέρνχαρτ που παίζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Θεωρώ ωστόσο πως λαθεμένα οι Γερμανοί χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα Μπέκετ των Άλπεων. Ο Αυστριακός με τον Ιρλανδό καμιά σχέση. Ηθογράφος, έστω ιδιόμορφος και εγκεφαλικός, ακραίος, γκροτέσκος και αδυσώπητος ο πρώτος και ερμητικός, δυσερμήνευτος και παράλογος ο άλλος. Διαμετρικά διαφορετικοί. Η περίπτωση των τριών αδελφών στο έργο του Μπέρχαρτ, που απεγνωσμένα συστρέφονται με άγριες περιελίξεις δεν είναι ιδιαίτερη, δεν είναι αποκαλυπτική και ούτε αποτελεί ασυνήθιστο σύμπτωμα στα σώματα των σημερινών κοινωνιών. Η ευρύτητα των πληροφοριών, το άνοιγμα των ηθών και η ανοχή και κατανόηση στις ποικιλίες της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς μας δημιούργησαν ένα είδος εθισμού. Έχουμε εξοικειωθεί με το κακό, το αφύσικο, το αμαρτωλό, το ανόσιο. Περιπτώσεις που ακόμα και αν δεν τις συναντάς καθημερινά, όταν τις πληροφορείσαι δεν τις αντιμετωπίζεις με φρίκη και δέος. Η καθημερινότητα βρίθει από ποικίλες ακρότητες και συνήθειες αλλά η θεματολογία των συγγραφέων δεν αρκείται σ’ αυτά. Ο πεινασμένος ανικανοποίητος καταναλωτής, αναγνώστης η θεατής ζητάει περισσότερο κακό και οι συγγραφείς αλλά οι σεναριογράφοι ιδίως, που κυνηγούν κάθε συνδυασμό όχι απλά νοσηρών αλλά τερατικών ψυχολογικών συμπλεγμάτων, μας έχουν «μορφώσει» δεόντως. Κοντολογίς ζούμε σε μια εποχή τερατουργιών όσον αφορά τις ποικίλες συμπεριφορές των ομοίων μας ώστε το ακραίο σαν ακραίο πια να μην μοιάζει. Μια παραπλήσια παράμετρος είναι πως η κατάρρευση κάθε δοκού και άξονα ισορροπίας, ηθικών υποστυλωμάτων και πλαισίων ξεχαρβάλωσε τις ψυχολογίες των ανθρώπων του καιρού μας. Δηλαδή έχουμε περιπλακεί σ’ ένα κύκλο παραμορφωτικής αμοιβαιότητας. Ασφαλώς είναι κι αυτή μια μορφή εξέλιξης και προόδου. Και για να αφήσουμε τις γενικότητες και να επιστρέψουμε στο έργο θα το χαρακτήριζα σαν έναν θύλακα πρωτογονισμού, ενστίκτων που η παραφροσύνη τα απελευθερώνει, μέσα σε μια κοινωνία έμφοβη και υποκριτική, υποκείμενη σε παρηγορητικές καταφυγές.

Το ψυχολογικό φαινόμενο των τριών αδελφών ωστόσο, με όλο το φάσμα ζωώδους συμπεριφοράς τους στο μήκος των σχέσεων του καθενός προς τον άλλο, δεν είναι σύμπτωμα αποκλειστικά της κοινωνίας της εποχής που γράφτηκε το έργο, δεκαετία του ’80, ούτε της δικής μας. Αναμφισβήτητα υπήρχαν παρόμοια νοσηρά περιστατικά σε προηγούμενες εποχές. Υποκρισία θα είναι επίσης αν το θεωρήσουμε απόστημα της μεγαλοαστικής τάξης αφού είναι βέβαιο πως παρόμοια περιστατικά κλιμακώνονται σ’ όλη τη βαθμίδα των τάξεων από τις ανακτορικές αυλές ως τις ορεινές κτηνοτροφικές καλύβες η στα καταθλιπτικά υπόγεια των περιθωριακών ομάδων. Και φυσικά, κατά τη γνώμη μου δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελέσματα γονικών καταπιέσεων, διεστραμμένων επιρροών η ναζιστικών νοοτροπιών. Συνοπτικά και συμπερασματικά το έργο διακρίνεται για έναν ωραίο, δυνατό και τεχνικό λόγο και νομίζω πως όλα τα άλλα αποτελούν φιλολογικές αμηχανίες των κριτικών που φληναφούν με προσεγγίσεις και εκφράσεις τυπικών συνταγογραφήσεων.

Και φθάνουμε στο μεγαλειώδες των ερμηνειών και της παράστασης εν συνόλω. Η τέχνη της υποκριτικής προχωρημένη πέρα από τα όρια της φαντασίας του καθενός. Εμβρόντητος ο θεατής, με την παλάμη να πνίγει στο στόμα το επιφώνημα του θαυμασμού, παρακολουθώντας τους ακροβατισμούς που επιχειρούν με τον λόγο οι ηθοποιοί. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιο παράδειγμα για να μεταφέρω στον αναγνώστη μου την εντύπωση γιατί οι περιγραφικές δυνατότητες μιας κριτικής σταματάνε κάπου και οι φραστικοί συνδυασμοί εξαντλούν την δυνατότητα τους. Φανταστείτε λοιπόν κάποιον απ’ αυτούς τους δεξιοτέχνες της τράπουλας που κάνουν τα αμέτρητα κόλπα με τα παιγνιόχαρτα η κάποιον χορευτή του break dance που με σώμα, χέρια και πόδια του πραγματοποιεί τερτίπια απίθανα, αυτούς τους θαυμαστούς ακροβολισμούς οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης το κατορθώνουν με τον λόγο. Δεν αυξομειώνουν μόνο το μήκος η την ένταση των φράσεων η και των συλλαβών, δεν κόβουν απροσδόκητα τις λέξεις η τις φράσεις με παύσεις που ξαφνιάζουν, δεν αυξομειώνουν εντάσεις και υφέσεις σε πρωτόγνωρη τεχνική, είναι που αντιμετωπίζεις μια ολότελα διαφορετική υποκριτική εφαρμογή, τεχνοτροπία, μετάδοση, υποβολή. Δεν ξέρω αν θα ήταν υπερβολή να σημειώσω πως και οι τέσσερεις ηθοποιοί που συνεργάστηκαν σ’ αυτό το σκηνικό αποτέλεσμα επιφυλάσσουν για τον θεατή μια πραγματική αποκάλυψη ενός νέου κώδικα συμμετοχικής διαδικασίας στο θεατρικό μυστήριο.



Ναι, αυτό πρέπει να ειπωθεί με την πλήρη, σαφή, τολμηρή και ανεπιφύλακτη διατύπωση πως με ρυθμούς ιδιαίτερους, με μεθέξεις μαγικές, με προσεγγίσεις τελετουργικές, με λόγο, κίνηση, εισόδους, φωτιστικές μεταβολές, ο θεατής εισάγεται και περιβάλλεται από μια μυστηριακή τελετουργία. Η παραφροσύνη, το τερατώδες, το αφύσικο, το αχαλίνωτο ενστικτώδες, η λαγνεία, ο παλιμπαιδισμός, προσφέρουν τις δόσεις τους σ’ αυτό το φασματοσκοπικό νελίριο. Και, ναι, πλάθονται χαρακτήρες. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της απόκλισης τα τρία πρόσωπα διαπλάθουν τις ιδιαίτερες συμπεριφορές τους, τις σαφώς διαφορετικές προς τον κάθε άλλον και με περισσότερη ευκρίνεια οι δυο αδελφές προς τον αδελφό τους, με τις δικές της ελκυστικές τακτικές η καθεμιά, σαφώς ερωτικών προθέσεων αμφότερες.



Προσπαθώ να φανταστώ με ποια αισθήματα θα παρακολουθούσαν οι μεγάλες πρωταγωνίστριες του 20ου αιώνα, οι θρύλοι του θεάτρου μας, αυτές τις δυο σύγχρονες μας , τις καλλιτεχνικά ώριμες πια αλλά και πολύ νέες ακόμα, να έχουν προχωρήσει την υποκριτική στις ακίδες, σε συνθέσεις τόσο πλούσιες και αξιοθαύμαστες. Το ίδιο φυσικά και οι πρωταγωνιστές, οι υπερασπιστές των μεγάλων ρόλων, βλέποντας τον Αργύρη Ξάφη στη γκάμα των εξωτερικεύσεων του εσωτερικού του στροβίλου του Φος. Την αξία της Λουκίας Μιχαλοπούλου, εδώ στο ρόλο της Ντέννε, της μικρότερης αδελφής, σε μια τρισυπόστατη ερμηνεία, της απαθούς, της εκρηκτικής και της «ξαναστρεμάρας» , παρ’ ότι την έχω παρακολουθήσει σε πολλές ερμηνείες της, μπορώ εντούτοις να φανταστώ την έκπληξη και τον θαυμασμό των παλαιότερων σ’ αυτό το ρόλο. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για την Στεφανία Γουλιώτη που έστησε την Ρίττερ σε μια άλλη παράμετρο ψυχοπαθολογικής περίπτωσης, η ψύχωση της τάξης, της ακρίβειας και της συμμετρίας. Η τρίτη ηθοποιός που δούλεψε πάνω σ΄ αυτό το κατόρθωμα, που συντόνισε και σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να υπέδειξε μιας και είχε ρόλο καθοδηγητή σκηνοθέτη , η Μαρία Πρωτόπαππα, δεν θα εντυπωσίαζε μόνο τους ηθοποιούς της προηγούμενης γενιάς μα και τους σκηνοθέτες, μιας και βρέθηκαν όλοι μαζί και οι τέσσερις σε πολύ προχωρημένο σημείο της θεατρικής έκφρασης και της σκηνικής πράξης. Ναι, σίγουρα, μπορούμε να φανταστούμε τις περασμένες και τους περασμένους των σπουδαίων ρόλων και των έντονων εντυπώσεων, τους θρυλικούς του παρελθόντος, όσους προλάβαμε να κοινωνήσουμε την μετάληψη των ερμηνειών τους και τους σκηνοθέτες των ευφάνταστων συλλήψεων και των σπουδαίων παραστάσεων και τους άλλους τους εμμονικών και σχολαστικών αγκυλώσεων του λόγου, όλους αυτούς κι αυτές, μπορούμε να τους φανταστούμε, να βλέπουν αυτούς τους τέσσερις σημερινούς δημιουργούς και να δοκιμάζουν τα ίδια ακριβώς αισθήματα που και κείνοι είχαν προκαλέσει στους προγενέστερους, που, όπως και τώρα έτσι και τότε, οι δάσκαλοι είχαν παρακολουθήσει τους μαθητές τους που τους διαδέχονταν.



Έχουν ένα προνόμιο οι θεατές ή κριτικοί εκείνοι που έχουν την ευκαιρία, δηλαδή την ηλικία, που τους εξασφαλίζει την δυνατότητα να βλέπουν δυο και τρεις γενιές ηθοποιών και σκηνοθετών, να παρατηρούν τις εφαρμογές των τεχνικών τους, να διαπιστώνουν τις διαφορές και τις εξελίξεις, να καταγράφουν παράλληλα ποιες ήταν η είναι δραστικότερες, να βλέπουν πόσο οι κάθε γενιά επηρέασε την άλλη και με ποιο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε τέσσερις ηθοποιούς που δεν είχαν όλοι τους πολλά κοινά βιώματα, δέχθηκαν όμως συνολικά τις επιρροές των αμέσως προηγούμενων, την διδασκαλία τους η την έμμεση επίδραση τους. Απόφοιτες του Θεάτρου Τέχνης η Πρωτόπαππα και η Μιχαλοπούλου, συνεργασία με τον Λευτέρη Βογιατζή η Γουλιώτη και η Μιχαλοπούλου, καμιά επιρροή δεν εξακριβώνεται από κανένα, ούτε από Θωμά Μοσχόπουλου, ούτε και από Εθνικό, η τεχνική που παρακολουθήσαμε στην πρόσφατη παράσταση που συνεργάστηκαν οι τέσσερις τους είναι οπωσδήποτε μια φόρμα πρωτογενής, τεχνικότερη κυρίως στην εκφορά του λόγου. Οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους ωστόσο θα προβληματίζονταν ίσως πόσο μεταδοτικότερη σε αίσθημα ήταν μια υποκριτική λιγότερο τεχνουργημένη.



.Γιώργος Χατζηδάκης

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Η προσωπική σπουδαιότητα του καλλιτέχνη




Μηνά Βιντιάδη: Τάρτα ροδάκινο                                             Θέατρο Αλκμήνη

Είθισται  μια θεατρική κριτική ν’ αρχίζει το απολυτίκιο της με την ανάλυση του έργου, την κατάταξη του, τους στόχους του και τις δομές του στην περίπτωση όμως της «Τάρτας Ροδάκινο» του Μηνά Βιντιάδη θα παραβώ την παραδοσιακή ρετσέτα και θα πάω κατευθείαν στο κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης που καλύπτει κάθε άλλη εντύπωση. Θα προσπεράσω ακόμα και την έκπληξη που δημιουργεί ο χώρος. Τον ισχυρό εντυπωσιασμό που μου έκανε η πληθωρική, η αλλόκοτη, η τερατική ποικιλομορφία της πρόσοψης του θεάτρου, της εισόδου, του χώρου αναμονής και του πλήθους των παραστάσεων που στεγάζονται στις «αίθουσες» του, κάτι σαν σταθμός λεωφορείων αφρικανικής χώρας, μια εικόνα ενός κατεστραμμένου από τσουνάμι χώρου όπου οι πολυέλαιοι, οι παραγκοειδείς κατασκευές και προσθήκες, οι άθλιες ρεπροντιξιόν σε βαρύγδουπες κορνίζες, τα σιδερένια η ξύλινα έπιπλα, καρέκλες πάσης μορφής, οι βελούδινοι χωστοί καναπέδες και το πλήθος των ανθοδοχείων. Παλαιοπωλείο – παζάρι η σουρεαλιστική σκηνογραφία για ταινία τύπου Mad Max. Όχι πάντως ένας χώρος που προδιαθέτει για την τέλεση μια ιεροπραξίας όπως είναι μια θεατρική παράσταση. Πολλές σκέψεις κάνει ο επισκέπτης ενός τέτοιου  περιβάλλοντος, σκέψεις απαισιόδοξες και μελαγχολικές, που συμπεριλαμβάνουν την αφηνιασμένη κερδοσκοπία κάποιων επιτήδειων αλλά και το ασυγκράτητο φαινόμενο της θεατρικής πλημμυρίδας.


Κι όμως όλα αυτά όχι μόνο τα συγχωρείς και τα παραγνωρίζεις αλλά ίσως και να τα ευγνωμονείς κι όλας όταν βρίσκεσαι καθισμένος απέναντι στη σκηνή και παρακολουθείς την ερμηνεία της Άννας Αδριανού απολαμβάνοντας την παρουσία της. Ερμηνεία αποκλειστική, ένας ρόλος ουσιαστικά μονόλογος, ο λόγος της γλαφυρά αφηγηματικός και άλλοτε πάσχων, καθαρός, με εναλλαγές, παύσεις και τονικές αυξομειώσεις, νοηματικές ακολουθίες, γυρίσματα και παιχνιδίσματα, γεμίσματα με ποικιλία συναισθημάτων και όλα αυτά με μεταδοτικότητα και ευπροσηγορία. Μια πλούσια γκάμα με δραματικές εφάψεις ως σαρκαστικές και αυτοσαρκαστικές  και στιγμές με χιούμορ. Κίνηση άνετη, σχεδόν χορογραφική, χειρονομίες εύγλωττες, διευκρινιστικές του λόγου και του αισθήματος. Μια επίδειξη υποκριτικής δεξιοτεχνίας και σκηνικής συμπεριφοράς γνώσης και γοητείας. Οι εντυπώσεις του περιβάλλοντος ξεχνιούνται, κάθε αρνητικό στοιχείο εξουδετερώνεται και σβήνει, ο θρίαμβος της προσωπικής σπουδαιότητας του καλλιτέχνη δημιουργού κυριαρχεί καταλυτικά.

Κρίμα που μια τέτοια ερμηνεία δεν έχει να μας πει τίποτα παρά μηρυκάσματα παλιών. ξεπερασμένων, προβληματισμών πάνω στις διαδικασίες των σχέσεων και πιο ιδιαίτερα στα  διαπροσωπικά ενός γάμου. Ακόμα και οι κλασικοί δραματουργοί των αρχών του 20ου αιώνα διαπραγματεύθηκαν τα ίδια με μεγαλύτερη αναλυτικότητα, πολυπλοκότητα, διεισδυτικότητα και ασφαλώς με τεχνικότερη ανάλυση. Πόσο μάλλον που και η θεατρική δραματουργία σε διάρκεια ενός αιώνα αντιμετώπισε τα ίδια φαινόμενα παράλληλα με τις εξελίξεις των ηθών και της κοινωνίας και με την συνεχή μεταβολή της θέσης της γυναίκας συζύγου στις μεγάλες μεταπολεμικές αναμοχλεύσεις. Και ασφαλώς παράλληλα και καταλυτικά επελαύνει η σεναριογραφία του παγκόσμιου κινηματογράφου με όλα τα ανατρεπτικά της ρεύματα, τις αμφισβητήσεις και την άπλετη περιπτωσιολογία που διαπραγματεύθηκε. Το ατροφικό λιμπρέτο του Βιντιάδη είναι ξεπερασμένο από κάθε άποψη και όσο κι αν το καλύπτει η υποκριτική της Αδριανού δεν κρύβεται η αναχρονιστική αποτύπωση του σχήματος ενός συζυγικού ζεύγους με τις παθογένειες του. Η παραμελημένη σύζυγος, η αδικοχαμένη καριέρα, οι απιστίες του συζύγου, η έλλειψη επικοινωνίας και ειλικρίνειας  και η εξωπραγματική και αψυχολόγητη απόφαση αυτοκτονίας, με την συνακόλουθη δολοφονία του συζύγου από την δηλητηριασμένη τάρτα ροδάκινου είναι σοβαρές δραματουργικές ανεπάρκειες. Και ελπίζεις προς στιγμήν πως οι δυο νεκροί σύζυγοι, όπως έχουν «παρκάρει» τα κεφάλια του συμμετρικά επί της τραπέζης, θα πεταχτούν ξαφνικά και θα ξεσπάσουν σ’ ένα τρανταχτό γέλιο, καταγγέλλοντας ως φάρσα όλο το μελό που προηγήθηκε, αλλά και κοροϊδεύοντας την επίπλαστη αισθηματολογία των λαϊκών περιοδικών ποικίλης ύλης που έθρεψε την συνείδηση τόσο της προπολεμικής γενιάς όσο και τις δυο μεταπολεμικές, δίνοντας πρώτα τη σκυτάλη στο παλιό ελληνικό σινεμά και στη συνέχεια στα όμοιας αισθητικής και θεματολογίας τηλεοπτικά προγράμματα.

Αλλά δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτός ο σαρκαστικός εξορκισμός και η ηθοποιός υποχρεώνεται να ακολουθήσει και «μετά θάνατον» τον βιντιάδειο τηλεοπτικισμό με τρίλιες στην ίδια τη συχνότητα. Η ηθοποιός που έδωσε σκηνική υπόσταση στο συγκεκριμένο έργο είναι η ίδια μια έμπειρη συγγραφέας και δημιουργός και παρακολουθεί ασφαλώς όλες τις εξελίξεις στα ήθη αλλά και στις φόρμες της δραματουργίας και όσες προτάσεις γίνονται σ΄ αυτόν τον τομέα της πνευματικής ζωής. Αν δεν ήθελε η ίδια να παίξει σε δικό της κείμενο – κατανοητό σε κάποιο  βαθμό - γιατί δεν αναζητούσε έργα νέων συγγραφέων που αν δεν διέθεταν τεχνικές αρτιότητες θα είχαν ωστόσο όχι μόνο καινούργιες ματιές πάνω στα κοινωνικά ζητήματα και στα προβλήματα σχέσεων αλλά και σύγχρονη γραφή και αφήγηση. Με τις σκηνικές της δυνατότητες, την πείρα και την σκηνική σοφία η Αδριανού θα μπορούσε να γίνει μια θετική αυτουργός σε κάτι νέο και ουσιαστικό. Αν και είμαι πεπεισμένος απόλυτα πως της ίδιας η γραφή θα μπορούσε να προσθέσει ενδιαφέροντα κείμενα στην σύγχρονη δραματουργία.





Η σκηνοθεσία του Μανώλη Ιωνά συνήργησε εξ ίσου στα θετικά όσο και στα αρνητικά. Δεν έχει ο θεατής να αναφερθεί σε καμιά παράμετρο της όλης συνεισφοράς του. Η συμμετοχή του Κυριάκου Γεραμπίνη υπάκουη και περιορισμένη στα όρια ενός διεκπεραιωτικού  ρόλου. Παρά την εσφαλμένη και άστοχη επιλογή έργου, η παρουσία της Άννας Αδριανού στο γίγνεσθαι του φετινού θεατρικού χειμώνα, αποτελεί μια θετική μαρτυρία και η κοινή συνείδηση την χειροκροτεί. Η υποκριτική της ιδιοσυγκρασία, πλούσια και περιεκτική όπως την είδαμε, αποτελεί μια ιδιαιτερότητα πολυμέρειας και αισθητικής, τεχνοτροπίας και ποικιλίας που διαφέρει επειδή διατηρεί αρετές και αξίες που οι ανησυχίες πολλών νεώτερων συναδέλφων της τις παραγνωρίζουν οδηγώντας σε πολλές περιπτώσεις τις ερμηνείες τους σε μια υποτονικότητα. ΄Ενας ακόμα λόγος να γιορτάζουμε και να νοιαζόμαστε για την παρουσία της στα θεατρικά μας πράγματα.  

Γιώργος Χατζηδάκης
 

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

«Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε...»

Το έργο το έχουμε ξαναδεί !

Πλήξη και αγανάκτηση προκαλούν τα παμπάλαια νέα για το Θεατρικό Μουσείο που περιλαμβάνονται στο ρεπορτάζ της Γιώτας Συκκά που δημοσιεύει στο σημερινό της φύλλο η «Καθημερινή». Με τίτλο «Αναζητείται νέα οριστική λύση» το δημοσίευμα επαναλαμβάνει όσα πολύ καλά γνωρίζει καθένας που έχει έστω και λίγο ασχοληθεί με το αδιέξοδο του ζητήματος. Με απολύτως ρεαλιστικό τρόπο η υπουργός δηλώνει πως μέχρι σήμερα. «Ουδέν σχέδιο εκπονήθηκε, ουδεμία μελέτη έγινε, ουδεμία απόφαση ελήφθη» και συνεχίζει το ρεπορτάζ πως την περασμένη εβδομάδα, η υπουργός συναντήθηκε με εκπροσώπους του Θεατρικού Μουσείου (Κ. Γεωργουσόπουλο, Στ. Φασουλή, Φ. Νικολόπουλο).

Γνωρίζοντας το πρόβλημα του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικού Μουσείου, από τα χρόνια της θητείας της ως γ.γ. στο υπουργείο Πολιτισμού η κ. Μενδώνη λέει πως η εξέλιξη προς την λύση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δύο μείζονα ζητήματα: «Το πρώτο αφορά τη στέγαση των υφισταμένων συλλογών του και της θεατρικής βιβλιοθήκης. Σήμερα φυλάσσονται σε χώρο της ΕΡΤ. Συλλογές και βιβλιοθήκη αποτελούν εξαιρετικά σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου από τα προεπαναστατικά ήδη χρόνια, αλλά και ανεξάντλητη πηγή υλικού για τους ειδικούς μελετητές και τους θεατρολόγους. Για τον λόγο αυτό ορθά χαρακτηρίστηκαν το 2016, στο σύνολό τους μνημεία δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3028/2002».


Και συνεχίζει: «Παρά τις ανακοινώσεις του υπουργείου Πολιτισμού (20.2.2018) «ότι ο χώρος που θα στεγάσει το Θεατρικό Μουσείο είναι το νεοκλασικό κτίριο της οδού Σταδίου 47, κληροδότημα Αλέξανδρου Σούτσου, το οποίο θα παραχωρηθεί, βάσει συμφωνίας, από την Εθνική Πινακοθήκη στο ΥΠΠΟΑ», καμία ενέργεια δεν έγινε γι’ αυτό. Σύμφωνα με επόμενη ανακοίνωση του υπουργείου (9/11/2018), «η δαπάνη για την ανακαίνιση και την ανακατασκευή του κτιρίου που θα μπορεί να το στεγάσει εκτιμάται ότι, μαζί με τις δαπάνες για τις σχετικές μελέτες και τη συντήρηση και ψηφιοποίηση του μουσειακού υλικού και τον εξοπλισμό, θα αγγίξει τα 10.770.000 ευρώ...»
Δηλαδή, ακόμη και αν μπορούσε να διασφαλιστεί σήμερα το αναγκαίο κονδύλι, θα απαιτείτο για την εκπόνηση της μελέτης και την υλοποίηση του έργου περισσότερο από μία εξαετία.              

Με τα ίδια λόγια, στην ίδια ακριβώς σειρά προβληματισμών και – σκανδαλώδης σύμπτωση - είχα υπολογίσει και το ύψος της δαπάνης και τον χρόνο για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Αναζητήστε το εδώ σε προηγούμενη ανάρτηση.

Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα τώρα εντοπίζεται στη μείωση των απαιτήσεων των εργαζομένων και δυστυχώς, σύμφωνα με το ρεπορτάζ ως προς το θέμα των χρεών η υπουργός Πολιτισμού τονίζει ότι το ΥΠΠΟΑ «με ενέργειές του στηρίζει τις θέσεις του μουσείου στη διαπραγμάτευσή του με τον ΕΦΚΑ, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή μείωση. Το υπόλοιπο των χρεών θα αντιμετωπιστεί από το υπουργείο σε συνεννόηση με τους δικαιούχους». Αισιόδοξος από τη συνάντηση δηλώνει στην «Κ» ο Σταμάτης Φασουλής. «Μπήκαν τα πράγματα σε έναν πολύ πρακτικό δρόμο. Η Λυδία Κονιόρδου έδωσε στο Θ.Μ. 450.000 ευρώ, που ήταν ευπρόσδεκτα, αλλά με γραφειοκρατικές συνθήκες για την εκταμίευσή τους, τέτοιες που τα πράγματα περιπλέκονταν. Το ουσιαστικό μας πρόβλημα είναι ότι εδώ και έξι χρόνια, και ενώ έχει γίνει επίσχεση εργασίας, χρωστάμε ένα εικονικό ΕΦΚΑ. Προσπαθούμε να βρούμε ένα νομικό τρόπο ώστε να λυθεί το ζήτημα. Δεν ζητάμε τίποτε που να υπερβεί τον νόμο ή το δίκιο των εργαζομένων» . Το ελπίζουμε.

Γ.Χ.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Οι Ελληνες ηθοποιοί πριν από 135 χρόνια


Όχι, δεν χιλιαπλασιάστηκαν (ακόμα) !!!

Γράφει η "Νέα Εφημερίς" στις 10 Ιουλίου του 1884. Σήμερον θα παραθέσωμεν τι πολύ αξιοπερίεργον, όλους δηλαδή τους εις διάφορα μέρη εσχηματισμένους την ώραν ταύτην ελληνικούς δραματικούς θιάσους με τα ονόματα όλων των ηθοποιών. Όλων τουτέστιν των Ελλήνων ηθοποιών, όσων υπάρχουν, δια να τους μάθετε άπαξ δια παντός και εν πλήρη καταλόγω. Έτσι λοιπόν:

Εν Αθήναις θίασος των αδελφών κ.κ. Διονυσίου και Σπύρου Ταβουλάρη, μεθ΄ών οι κ.κ. Κοτοπούλης, Λαζαρίδης, Νικηφόρος, Δαβίλας, Ζάνος, Δημητρόπουλος, Βόλας, Σφήκας, Λαγκαδάς, Σταυρόπουλος, Δρακόπουλος, Βέργος, Γιορλάνος, Απέργης, Βενετσάνος, Νικολαΐδης, Μιχαηλίδης και αι κυρίαι Σοφία Ταβουλάρη, Ιω, Νικηφόρου, Σ, Δημητροπούλου, Αννα Λαζαρίδου, Ελένη Κοτοπούλη, Κλεοπ. Δαβίλα, Μαρία Συλιβάκου.

Εν Πειραιεί θίασος του κ. Δημοσθένους Αλεξιάδου μεθ’ ού οι κ.κ. Χρυσάφης, Δρακάκης, Πεταλάς, Παντόπουλος, Χαλκιόπουλος, Ευτύχιος Βονασέρας. Κάππας, Ζαχαρόπουλος και δυο μαθητευόμενοι και αι κυρίαι Πιπίνα Βονασέρα, Φιλομήλα Βονασέρα, (θυγάτηρ της) Αικατερίνη Δρακάκη, Μαρίκα Αλεξιάδου (θυγάτηρ του κ. Αλεξιάδου).

Εν Αιγίω θίασος του κ. Αλ. Πίστη, οι κ.κ. Δημ. Πίστης, Κυριακός, Διον. Πίστης και δυο μαθητευόμενοι και αι κυρίαι Αμαλία Α. Πίστη. Ελένη Χέλμη, Χρυσάνθη Ταμβακοπούλου, Εν Βόλω θίασος των κ.κ. Τασσόγλου, Βούλγαρη, Πετρίδη, Τσούκα, Ρούσου, Ράμφου, Κωνσταντινοπούλου, Παντελοπούλου, και αι κ.κ. Μαρία Πετρίδου, Μέλπω, Ευανθία Ράμφου, Αριάδνη Τασσόγλου.

Εν Καβάλα του κ, Ξενή Ησαΐου μεθ’ ού οι κ.κ. Παρασκευόπουλος, Λούης Γαδ, Σφαιρίδης, Κυτταριόλος και αι κ.κ. Μαρία Ησαΐα, Ευαγγελινή Παρασκευοπούλου, Αγγέλικα. Εν Χίω ο κ. Λεκατσάς και νυν οι κ.κ. Αρνιωτάκης, Τσίντος, Βασιλειάδης, Παπαδόπουλος, Λοράνδος (μικρός) και αι κ. κ. Ελένη Αρνιωτάκη, Βασιλειάδου, Παπαδοπούλου, μια δεσποινίς ανεψιά του κ. Λεκατσά.

Εν Κύπρω θίασος του κ. Ανδρονόπουλου μεθ’ ού οι κ. κ. Κρανιώτης, Μιχαηλίδης και τέσσαρες άλλοι d occasion, ακατάτακτοι και αι κ.κ. Μιχαηλίδου, Κρανιώτου, Ανδρονοπούλου.

Εν Ρωσσία θίασος του κ. Χαλκιοπούλου μεθ’ ού οι κ.κ. Αικατερινιάδης, Δεπάστας, Πέρβελης, δύο μαθητευόμενοι και αι κ.κ. Ελένη Χαλκιοπούλου, Δεπάστα μετά της αδελφής της.

Εν Συρία αι κυρίαι Σοφία Νέρη, Μαρίκα Νέρη ο κ. Σ, Δημητρόπουλος και άγνωστοι εγχώριοι. Ανεξάρτητος απεσπασμένος μεταξύ ηθοποιού και ιμπρεσαρίου ο κ. Κορδοβίλης, εκ των γνωστοτάτων.

Τους παραθέσαμεν εν βία ουχί βεβαίως κατά σειράν αξίας εν τη κατατάξει δι ο παρακαλούμεν να μην γίνουν παρεξηγήσεις. Εισίν εν συνόλω 70 ηθοποιοί πάσης τάξεως, 10 – 12 μαθητευόμενοι και 5 – 10 εκ συμπτώσεως, κυρίαι δε μόλις 36 όλαι κι όλαι. Βλέπετε δε ότι εισίν κατακερματισμένοι εις δέκα θιάσους, εξ ών τώρα αδιάκοπαι γίνονται μεταθέσεις από του ενός εις τον άλλον και αλλαγαί και ανακηρύξεις νέων θιασαρχών ενίοτε, ου μην και ονομάτων. Δι ο και δεν είναι παράδοξον δυο τρεις να τους συναντήσετε με τρία ονόματα. Οι πλείστοι όμως είναι και οριστικώς ονοματισμένοι, πλην των διακεκριμένων κορυφαίων.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Άκρα του τάφου σιωπή


Θεατρικό Μουσείο : Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! 
Επιστολή προς την υπουργό Πολιτισμού
Αξιότιμη 
κυρία Λίνα Μενδώνη                                                                                                          Υπουργό Πολιτισμού

Αγαπητή κυρία

Άκρα του τάφου σιωπή βασιλεύει γύρω από την υπόθεση του σαν ενταφιασμένου σε κατακόμβη Θεατρικού Μουσείου. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Δεν γνωρίζουμε αν το περιοδικό  «Τόπος Θεάτρου». Τεύχος 11, που σας αφήσαμε στο υπουργείο, έφθασε στα χέρια σας και εάν τα πολλά ζητήματα που σας απασχολούν σας επέτρεψαν να ανοίξετε τις σελίδες του και ιδιαίτερα εκείνες που σχολαστικά και  διεξοδικά αναφέρονται στο Θεατρικό Μουσείο αναλύοντας το ιστορικό του και την θλιβερή σημερινή του κατάσταση.                                                                                                                      
Το πρόβλημα και οι πιέσεις που αντιμετωπίζετε, χωρίς το υπουργείο να ευθύνεται, όπως έχετε αποφανθεί, αφού νομικά το Θεατρικό Μουσείο αποτελεί μια ιδιωτική πρωτοβουλία,  είμαστε βέβαιοι ωστόσο, ακόμη κι αν η αντίληψη αυτή ισχύει, πως το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να αισθάνεται την βαριά ευθύνη της τύχης ενός ιδρύματος αρχείου και βιβλιοθήκης θεατρικών κειμηλίων.                                                                                                        

Το πολύπλοκο πρόβλημα όπως αντιμετωπίζεται απ’ όλους μας συνοψίζεται ως εξής: Εξασφάλιση ενός ποσού  εκατομμυρίου περίπου για την εξόφληση των εργατικών αποζημιώσεων και την κάλυψη οφειλομένων ενοικίων, χρεών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, καθώς και διάφορα άλλα ποσά. Εν συνεχεία δαπάνη για την ανασυγκρότηση και συγκέντρωση, καταμέτρηση και καθαρισμό του εκθεσιακού υλικού,  αποκατάσταση των ζημιών και των φθορών. Εξασφάλιση κατάλληλου χώρου για την επανεγκατάσταση του Μουσείου και την κατασκευή προθηκών, γραφείων, βιβλιοθηκών, βεστιαρίων, κλιματισμού κλπ κλπ και φυσικά ο απαραίτητος ηλεκτρονικός εξοπλισμός με το πλήθος των σύγχρονων ψηφιακών εφαρμογών και συστημάτων.

Η επαναλειτουργία ενός Θεατρικού Μουσείου αξιοπρεπούς και αντάξιου του θεατρικού παρελθόντος της χώρας, δεν είναι πρόβλημα που βολεύεται με λύσεις εμβαλωματικές και επ’ αυτού καταλαβαίνουμε τους προβληματισμούς σας. Είναι δυνατή ωστόσο μια λύση που θα εξασφάλιζε όλα αυτά; Ιδού η απορία. 

Ακόμα και σήμερα, μετά από οκτώ χρόνια θα μπορούσε να μπει σε εφαρμογή μια αποτελεσματική λύση αν το Μουσείου είχε την φαντασία να αξιοποιήσει τον εαυτό του. Παράδειγμα; Αυτή τη στιγμή στην πρωτεύουσα τελείται μια δέσμη εκδηλώσεων στα πλαίσια ενός φεστιβάλ ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Εκθέσεις βιβλίων, θεατρικά αναλόγια, αφιερώματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνέδρια. Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλες θεματικές εκδηλώσεις, όπως bazaar θεατρικών βιβλίων και περιοδικών, «ευεργετικές» παραστάσεις. Θέατρο σκιών και κουκλοθεάτρου, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι διοργανωμένα  από το Θεατρικό Μουσείο. Τα ποσά των εσόδων είναι αυτονόητα.  Αρκεί  μια παρόμοια ετήσια διοργάνωση για να καλυφθεί εξ ολοκλήρου το σημερινό χρέος του Μουσείου και αν γινόταν σε βάση ετήσια επί επτά χρόνια, σήμερα το Μουσείο θα ήταν ασφαλές, ακέραιο  και σταθερά εγκαταστημένο σ’ έναν κεντρικό και κατάλληλο χώρο. Μπορούμε  να προσθέσουμε πως αν σ΄ αυτό το διάστημα πραγματοποιούσε κάθε χρόνο την έκδοση ενός Ημερολογίου, (όπως κάνει και το παραμικρό Σωματείο), με θέματα από το πολύτιμο υλικό του, καθώς και θεματικά Λευκώματα με χορηγίες Τραπεζών, η κατάσταση θα ήταν απολύτως διαφορετική.


Λύσεις πολλές, παρόμοιες η διαφορετικές υπάρχουν η θα μπορούσαν να προκύψουν αναμφισβήτητα αν υπάρχει φαντασία και πάθος. Με τέτοιους στόχους με πρωτοβουλία του περιοδικού «Τόπος Θεάτρου» υποκινήσαμε την ίδρυση «Φίλων Θεατρικού Μουσείου- Γιάννης Σιδέρης»,  με την συμμετοχή  πολλών ανθρώπων  του θεάτρου, της σκηνής και της θεωρίας καθώς και πολλών θεατρόφιλων, 180 εν συνόλω ως τώρα,  με καμιά απολύτως όχι πρόθεση η φιλοδοξία  αλλά ούτε διάθεση να αναμειχθούμε στα διοικητικά του Μουσείου.  Ο ρόλος του «Ομίλου Φίλων Θεατρικού Μουσείου» για να πετύχει στις προθέσεις και τους σκοπούς του, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από ανταγωνισμούς, υποψίες και αντιπαραθέσεις με το σημερινό καθεστώς του ΔΣ του Μουσείου. Και αυτό το δηλώσαμε και το δηλώνουμε προς κάθε κατεύθυνση. Άμεσα προγραμματίζεται μια ανοιχτή εκδήλωση όπου ο Όμιλος θα εμφανιστεί  δημόσια, ενώ παράλληλα έχουν ενημερωθεί και  εκπρόσωποι των Κομμάτων επιφορτισμένοι με τα του πολιτισμού.


Ωστόσο το συγκεκριμένο μέτρο, άμεσο και αυτονόητα επιτακτικό που σας προτείνουμε και που έχουμε και δημόσια εκφράσει είναι η  συγκρότηση μιας Επιτροπής Ειδικών για την μελέτη όλων των παραμέτρων του προβλήματος. Νομικών, οικονομολόγων, αρχιτεκτόνων, μάνατζερς, μουσειολόγων, επικοινωνιολόγων, θεατρολόγων, νέων και ενήμερων, που θα μελετήσουν τα πολύπλοκα προβλήματα και σε πέντε η δέκα συνεδριάσεις θα μπορούσαν να σας υποβάλουν μια έκθεση,  της οποίας  θα αξιολογούσατε τις δυνατότητες εφαρμογής της. 


Δεν αμφιβάλουμε καθόλου κυρία υπουργέ πως σας απασχολεί το πρόβλημα του Θεατρικού Μουσείου και πως μελετάτε και πιθανόν μεθοδεύετε κάποιες ενέργειες τις οποίες τόσο εμείς του περιοδικού, όσο και τα μέλη του Ομίλου αλλά και ο κόσμος του θεάτρου ευχόμαστε να μην αργοπορήσουν περισσότερο.

Μένουμε πάντα στη διάθεσή σας

Για το περιοδικό «Τόπος Θεάτρου»
Γιώργος Χατζηδάκης