Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Τα Παιδιά του Κάιν στο θέατρο Βαφείο





Είναι δυνατόν να γεννηθεί τέτοιο θανάσιμο πάθος ανάμεσα σε άντρες που δεν είναι ομοφυλόφιλοι; Μπορεί να κρυφοκαίει τέτοια παθιασμένη έλξη που να μην είναι ερωτική, δηλαδή να μην επιδιώκει σεξουαλική επισφράγιση; Είναι άραγε μια λανθάνουσα, ανάπτυξη της έμφυτης τάσης του νεαρού αγοριού να προσκολλάται σ’ ένα αρσενικό πατρικό πρότυπο, είναι κάποια ψύχωση ανταγωνιστικού χαρακτήρα η ένα υπεραναπτυγμένο κτητικό σύνδρομο; Σε ποια ψυχαναλυτική ερμηνεία να απευθυνθούμε για να δεχθούμε το φαινόμενο που αναπτύσσεται στο έργο του Ανδρέα Θωμόπουλου «Τα παιδιά του Κάιν», που παρουσιάζεται στο θέατρο «Βαφείο»; Σε ποιο πρότυπο μέσα στην ιστορία να ανατρέξουμε για να κατανοήσουμε αυτό το πάθος; Μήπως στη επική φιλία του Αχιλλέα και του Πάτροκλου η στην ιστορική του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα. Και προς τα κει να κατευθύνουμε το πατρόν πάλι αταίριαστο μας βγαίνει. Αλλά και στο παγκόσμιο θέατρο ένα τέτοιο νοσηρό πάθος δεν έχει το όμοιό του. Και στη ζωή εξ άλλου, όπου κι αν στρέψουμε το βλέμμα τέτοιο ζευγάρι δε θα συναντήσουμε. Ομοφυλόφιλους παθιασμένους πολλούς, με αβυσσαλέα ως φονικά η και κανιβαλικά πάθη τα αστυνομικά δελτία διαθέτουν άπειρους. «Κανονικούς» όμως άντρες που ζουν, πορεύονται, εργάζονται, δημιουργούν, ερωτεύονται γυναίκες αλλά μέσα τους επιπολάζει για καιρό κάτι πολύ ισχυρό απ’ τον ένα για τον άλλο, ηφαίστειο που τους καίει τα σωθικά, μέχρι που ξεσπάει και εξοντώνει και τους δυο, είναι ένα ντουέτο που ούτε το θέατρο, ούτε η ζωή έχει να μας δείξει.
Μήπως όμως πρέπει να αναζητήσουμε έναν συμβολισμό; Υπαινιγμός για την έλλειψη επικοινωνίας είπανε κάποιοι κριτικοί, όταν πρωτοπαίχτηκε το έργο πριν από κάμποσα χρόνια κι ο μακαρίτης ο Νάσος Νικόπουλος έγραψε πως η χωρίς όρια ενοχή και ανασφάλεια οδηγούν σε παρόμοιες ακρότητες. Υπερβολές; Ασφαλώς. Οι περισσότεροι πάντως μίλησαν τότε για ένα αριστούργημα. Και θα μπορούσαμε εν μέρει να συμφωνήσουμε αν δούμε το έργο σαν έναν ύμνο στο πάθος του Έρωτα. Στον έρωτα προς τη ζωή, προς τη φύση, προς την τέχνη, προς έναν άνθρωπο, χωρίς να συγχέουμε αυτό το υπέρτατο υπαρξιακό αίσθημα μα τον σεξουαλισμό. Δεν είναι κρυπτομοφυλόφιλοι οι δυο ήρωες του έργου, που διστάζουν να εκδηλωθούν. Μόνο η σημερινή ευτέλιση του βίου δεν μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την ανθρώπινη σχέση χωρίς « κρεβάτι».
Ο θαυμασμός ή η εκτίμηση από έναν άντρα προς έναν άλλο, η εξάρτηση που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσά τους, η ανάμιξη του ανταγωνισμού, αυτού πανίσχυρου ενστίκτου μεταξύ των αρσενικών, αυτή η μέχρι θανάτου μονομαχία, δεν έχει να κάνει καθόλου με ομοφυλοφιλία. Αντίθετα είναι δυο γνήσια αρσενικά που συγκρούονται σε έναν παροξυσμό αυτού που η επιστήμη ονομάζει δυαδική ψύχωση.
Καταπληκτική σύλληψη κι απ’ όσο ξέρω μοναδική στο παγκόσμιο δραματολόγιο.
Η διαπραγμάτευση ωστόσο δεν στέκεται στο ύψος του θέματος. Το έργο στη διεξαγωγή του πλατειάζει κουραστικά με αλλεπάλληλες κορυφώσεις και οξύνσεις που η μία υπονομεύει και εκτονώνει την άλλη. Με τον Θωμόπουλο συμβαίνει ότι με πολλούς συγγραφείς. Διστάζουν να απαγκιστρωθούν απ’ το γραπτό τους. Αιχμαλωτίζονται και δεν μπορούν να ξεφύγουν κι αυτό τους εμποδίζει να αντιληφθούν τις περιττολογίες. Στο πράγματι εξαιρετικό αυτό έργο περισσεύουν πολλές φλυαρίες που αφαιρούν απ’ δυναμική του.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Ασλανίδη έκανε σπατάλη σε εντάσεις και ρεαλιστικές υπερβολές με αποτέλεσμα να αποστρέψει την προσοχή του θεατή απ’ την υπαρξιακή πάλη και να την στρέψει στο χολυγουντιανό μπουνίδι. Λάθος μέγα. Κι ένα ακόμα λάθος πολύ βασικό. Βάζει τους δυο ήρωες, σε πολλά σημεία, να πλησιάζουν πολύ κοντά τα πρόσωπά τους σαν να πρόκειται να φιληθούν, δημιουργώντας έτσι στο θεατή την υπόνοια πως αυτοί είναι δυο ομοφυλόφιλοι που διστάζουν να εκδηλωθούν. Οι δυο ηθοποιοί Φάνης Κατέχος και Βασίλης Γιακουμάρος υπηρέτησαν με αυταπάρνηση (αναφέρομαι κυρίως στη σκηνή του πνιγμού) όλες τις κινηματογραφικές ακρότητες της σκηνοθεσίας. Η ερμηνεία των δυο νέων ωστόσο είχε και δύναμη και αλήθεια. Συνταρακτική, με την αυθεντική έννοια της λέξης.

Το σκηνικό της Κατερίνας Καμπανέλλη πειστικό και συνεπές στη ρεαλιστική αντίληψη της σκηνοθεσίας.
Και επειδή ανησυχώ μήπως δεν ήμουνα αρκετά σαφής θέλω εν κατακλείδι να τονίσω πως άλλο θέατρο και άλλο κινηματογράφος – κατ’ επέκταση και τηλεόραση – και να υποσημειώσω πως δεν έχω δει μέχρι σήμερα στο θέατρο κανέναν σκηνοθέτη της κάμερας και του πλατώ που να απαλλάσσεται από το κινηματογραφικό του σύνδρομο. Ούτε ο Κακογιάννης, ούτε ο Μαυρίκιος, ούτε ο Βαφέας, ούτε κανένας άλλος. Το ντεκουπάζ τους κυνηγάει.
Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

ΙΟΥΛΙΑ, ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ

Ιουλία, γύρνα πίσω

Ομάδα ΟΚΤΩ – SOUL
Στη Σοφίτα

Αυτός που θα ελπίσει να συναντήσει τον Ντανίλο Κις στο έργο που με τ’ όνομά του και τον τίτλο του πρωτόλειου κειμένου του «Σοφίτα» (του έργου που η κριτική το χαρακτήρισε «Χωρίς κοινωνικές αναφορές παρακολουθούμε τους κυματισμούς και την εξομολόγηση μιας συνείδησης που αιμάσσει από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και τις υπαρξιακές αγωνίες, ενοφθαλμίζοντας στην ιστορία τα αδιέξοδα της ζωής του και την δημιουργική περιπέτεια της γραφής» ) παρουσιάζεται στον πάνω χώρο του Soul από την ομάδα «Οκτώ», θα απελπιστεί. Βέβαια στους τίτλους δηλώνεται πως πρόκειται για διασκευή αλλά και μ’ αυτή την προϋπόθεση τίποτα απ’ τον Γιουγκοσλαύο συγγραφέα δεν διατηρείται στην παράσταση. Αυτό βέβαια δεν είναι αθέμιτο. Συχνά, συχνότατα η σκηνοθετική διεξαγωγή απεξαρτάται απ’ το κείμενο και διατηρεί μόνο μια αναφορά στην αφετηρία των αυτοσχεδιασμών και την αναζητήσεων ενός διαφορετικού προσανατολισμού.
Δεν κατανόησα ωστόσο που σκόπευε το σκηνικό αποτέλεσμα της ομάδας «Οκτώ», δεν μπόρεσα ν’ αντιληφθώ ούτε και ποιοι κώδικες μας προτείνονταν για την επικοινωνία με το θέαμα, δεν έβγαλα κανένα νόημα απ’ τα λόγια και τις σκηνές, απ’ τις εμφανίσεις και τις μεταμορφώσεις, απ’ τις μετακινήσεις και τις στάσεις των προσώπων. Ούτε καν διέκρινα αυτά που διακρίνονται στο βιβλίο δηλαδή: «Ένα ερωτικό σονέτο -ένα ωραίο ερωτικό σονέτο- είναι ένα λιθόστρωτο πάνω στο τέλμα των τυποποιημένων λεξιλογίων. Μια μικρή νησίδα πάνω στην οποία μπορούμε να σταθούμε.»
Φαίνεται πάντως πως μια σκιώδης υπόθεση αγωνιζόταν να προβάλει και να αρθρωθεί και απ’ όσο κατάλαβα κάποιος άφησε κάποια και πήγε στον κόλπο των δελφινιών κι όταν γύρισε αυτή είχε πάρει τον κακό δρόμο. Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει ένα σεξουαλικό όργιο με πουριτανικό ένδυμα (αφού οι ταινίες του παληού ελληνικού σινεμά, στις σκηνές της πλαζ ήταν ενδυματολογικά περισσότερο απελευθερωμένες) με «καλοφασκιωμένα» τα κορίτσια της παρτούζας μη τυχόν και παρεξηγηθούν οι προθέσεις μας. Ναι μεν τολμηρότητα αλλά στα πλαίσια του επιτρεπτού. Μοναδική παρέκκλιση απ’ την ευπρέπεια το γλείψιμο στο…πρόσωπο (αηδία, να σαλιώνουν τα μάγουλα της ηθοποιού) ως ακραία σεξουαλική διαστροφή, τάχα. Κι εδώ χωράει απαιτητικό το ερώτημα τι θέλει να πει αυτό το έργο-παράσταση, κι ακόμα γιατί οι συντελεστές μόχθησαν, ξοδεύτηκαν, αναλώθηκαν να το ανεβάσουν;
Έχω ένα πρόβλημα, αγαπητοί μου. Ανησυχώ μήπως είμαι παρωχημένων αντιλήψεων. Μήπως αδυνατώ να κατανοήσω τα νέα ρεύματα. Μου έχει δημιουργήσει τραύμα που κάποιοι θεωρητικοί μου «χτύπησαν» πως το θέατρο μ’ έχει ξεπεράσει. Γι αυτό και τις αντιρρήσεις μου τις διατυπώνω με δισταγμό και σας παρακαλώ βάλτε τις απόψεις μου σε μια δοκιμασία και πηγαίνετε να δείτε το εν λόγω πόνημα και διορθώστε με. Ανακαλέστε με στη τάξη και κηρύξτε τις γνώνες μου σε καραντίνα.
Ανησυχώ όμως μήπως, παρ’ όλα αυτά έχω κάποιο δίκιο και το θέατρο τραβάει πράγματι δρόμο χαώδη και αλλοπρόσαλλο και με το πρόσχημα των τάχα ανανεωτισμών πορεύεται σε σημείο άγονο και στείρο.
Άδικα ωστόσο ανησυχώ γιατί έχει αποδειχθεί πως το θέατρο είναι φτιαγμένο από ανθεκτικά υλικά και διατηρείται αλώβητο πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Στο κάτω κάτω τέτοιες παραστάσεις αποτελούν μια πρόκληση η αν θέλετε ένα στοίχημα. Επειδή άνθρωποι είναι αυτοί που το φτιάχνουν όπως κι αυτοί που το βλέπουν, άνθρωποι που στοχάζονται, αισθάνονται και πάσχουν, αν λοιπόν μέσα απ’ αυτή η άλλη θεατρική πρόταση, δυνηθούν να επικοινωνήσουν τότε η παράσταση είναι δικαιωμένη.
Δεν εξέλειπε μόνο ο Ντανίλο Κις απ’ τη συγκεκριμένη παράσταση, απουσίασε και η Ιουλία Σιάμου, η ευαίσθητη, η ευρηματική, η ευφάνταστη, η Ιουλία που προκαλούσε άλλοτε έναν εσωτερικό λυγμό και μια αισθητική συγκίνηση με τα σκηνικά της ποιήματα. Αδύνατο να πιστέψω πως όλες τις εξαίσιες σκηνές της παράστασης «Το αμάρτημα της μητρός» και των «Αργοναυτικών», αυτά τα εξαίσια σκιρτήματα ποιητικού ρεαλισμού (αυτά όλα που με είχαν ενθουσιάσει και την πρότεινα για τα βραβεία Κουν) έδωσαν τη θέση τους στα ευτελή και ανόητα, όπως η κοπέλα με το ταγιέρ που αυνανίζεται. Παιδιά, πως μπορείτε να καταβαραθρώνετε έτσι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα;
Ιουλία νομίζω παραπλανήθηκες, γύρνα πίσω.

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

ΔΥΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠ' ΤΟ Θ.Ο.Κ

«Καυτός πάγος» και «Βρυκόλακες»
Μια πετυχημένη αντίστιξη



Έρχομαι απ’ την Κύπρο φέρνοντας εντυπώσεις ωραίες πάσης φύσεως, εδώ ωστόσο θα σας απασχολήσω μόνο με τις θεατρικές. Πρώτα πρώτα σας μεταφέρω έκπληκτος ένα αρχικό γενικό συμπέρασμα πως το ωραίο αυτό ελληνικό νησί της ανατολικής Μεσογείου επιδεικνύει μια ζωηρή έφεση για το θέατρο, το θέατρο όλων των τάσεων, όλων των ρευμάτων και όλων των επιπέδων. Ρυθμιστής της θεατρικής ζωής είναι ο πολύς Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου που τον διευθύνει άνθρωπος με ευρυγώνιο θεατρικό βλέμμα που «πιάνει» μεγάλη γκάμα θεατρικών προβληματισμών. Ο Βαρνάβας Κυριαζής, ηθοποιός και σκηνοθέτης κρατάει σφιχτά και με γνώση τα γκέμια του θεατρικού άρματος που ταξιδεύει ανά τους αιώνες .
Στην Κύπρο βρεθήκαμε για την πρεμιέρα του φίλου σκηνοθέτη Τάκη Τζαμαριά, ιδρυτή της ομάδας «Δυτικά της πόλης», μέλους του Πυρ Ομαδόν.
Η πρεμιέρα έγινε στην Νέα Σκηνή του ΘΟΚ και αφορούσε το έργο της Μπράινι Λέβερι «Καυτός πάγος». (Το ίδιο έργο παίζεται και παρ υμίν, στο θέατρο των Εξαρχείων). Είναι η περίπτωση ενός παιδόφιλου που ενέχεται για τον φόνο πολλών μικρών κοριτσιών και που η διόπτρα της συγγραφέως τον συμπλέκει με την μητέρα ενός απ’ τα θύματα καθώς και με την ερευνήτρια ψυχολόγο που ως δραματικό πρόσωπο του έργου διεκπεραιώνει και τον ρόλο της αφηγήτριας και επιστημονικής αναλύτριας. Έργο με καινοτροπικές αρετές αποτελεί μια καλή επιλογή κυρίως για την αντίστιξη της Νέας Σκηνής απέναντι στην Κεντρική του Οργανισμού, που ανέβασε τους κλασικούς «Βρυκόλακες» του κορυφαίου δραματουργού του 20ου αιώνα, του Ίψεν.
Η παράσταση της Νέας Σκηνής ανταποκρίνεται απολύτως στις αισθητικές διαφορές και προτάσεις που οφείλει να διατηρεί και να επιδεικνύει απέναντι στην κύρια Κεντρική Σκηνή, ώστε οι αρμοδιότητες καθεμιάς απ’ αυτές να είναι διακριτές. Και η επιλογή συνεπώς του Τάκη Τζαμαριά, με τις νεωτεριστικές σκηνοθετικές επιδόσεις που η έξωθεν μαρτυρία τον έχει προικίσει(οι θετικές ως ενθουσιώδεις κριτικές που έχουν πάρει οι παραστάσεις του), δίκαια κρίθηκε ως ο κατάλληλος να του ανατεθεί το έργο της Νέας Σκηνής.
Δεν υστέρησε των προσδοκιών ο Τζαμαριάς. Έστησε μια παράσταση με μοντέρνα (η μεταμοντέρνα, αν θέλετε,) ευρήματα, αναμιγνύοντας αυτοσχεδιασμούς με στοιχεία ρεαλισμού, (όπως το συμβατικό κλάδεμα του θάμνου με το πραγματικό κλαδευτήρι ανά χείρας), με συμβολικά ευρήματα (το «ντούς» ως αλληγορία του αποκαθαρμού ) και άλλα ηχηρά παρόμοια, ευφυή ωστόσο, ευρηματικά και ευφάνταστα.
Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να προσθέσω μια προσωπική άποψη, όχι με όποια άλλη ιδιότητα αλλά μόνο ως θεατής μιας πολύχρονης εμπειρίας. Λοιπόν, αυτό που θέλω να προσθέσω είναι πως τα σκηνοθετικά ευρήματα, όσο και αν δεν είναι προβλεπόμενα από τον δραματουργό, ακόμα κι αν λογικά δεν δικαιολογούνται, αν είναι οργανικά ενταγμένα στο σύνολο της παράστασης από τον σκηνοθέτη, κακό δεν μπορούν να κάνουν ενώ σε πολλές περιπτώσεις πλουτίζουν την εντύπωση και ενισχύουν την θεαματικότητα, υποβάλλοντας συχνά ατμόσφαιρες και αισθήματα. Δικαιωμένα λοιπόν τα πρόσθετα στη σκηνοθεσία της συγκεκριμένης παράστασης, αφού ενσωματώθηκαν χωρίς καμιά δυσκολία υπογραμμίζοντας μ’ αυτά και μ’ αυτά την νεοτερικότητα της Νέας Σκηνής. Ο Τζαμαριάς, που είναι πριν από κάθε τι άλλο ηθοποιός, έχει αναπτυγμένο το σκηνικό αισθητήριο και προσαρμόζει τα επινοήματά του ώστε να μην «κλωτσάνε» σαν παράταιροι σκηνοθετισμοί.
Το δύσκολο σημείο του έργου είναι να αιτιολογηθεί, ηθικά, δραματουργικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά, σκηνοθετικά, υποκριτικά ή όπως αλλιώς, η συγνώμη που δίνει η μάνα στον δολοφόνο και βιαστή της εξάχρονης κόρης της. Γιατί τον συγχωρεί και τον επισκέπτεται στη φυλακή γεμάτη κατανόηση για το έγκλημά του και σχεδόν τον ευγνωμονεί για την πράξη του; Στο θεματικό φάσμα της παιδοφιλίας και της αιμομιξίας έχουμε δει παραλλαγές πολλές και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Σε καμιά περίπτωση η ψυχολογική συμπεριφορά ενός των ηρώων δε μας άφησε κενά. Εδώ τα κενά είναι χαώδη. Πως μπορεί μια μάνα να συγχωρήσει τον βιαστή και φονιά της δεκάχρονης κόρης της; Δεν συμβιβάζεται με τα ανθρώπινα. Υποβαθμίζει το υπέρτατο του μητρικού ενστίκτου και του προστατευτικού γονικού αισθήματος. Είναι διαστροφικό, αλλά απ’ την πλευρά της μάνας. Δεν είναι ένδειξη φιλανθρωπίας, υψηλοφροσύνης και κάθαρσης η συγνώμη στον παιδοκτόνο. Αντίθετα αποτελεί φαινόμενο απανθρωπισμού. Η σύγχυση, που σαν πολιτισμός διερχόμαστε, πολύ φοβάμαι πως μας οδηγεί σε τραγικές παρεξηγήσεις. Το συγκεκριμένο κρούσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί άλλοθι για τις παιδοκτονίες και όχι μόνο τις μεμονωμένες, αν γίνομαι αντιληπτός.
Πολύς λόγος έγινε για τη φράση «Tην απαρτίωση θα την κάνει ο θεατής. Τη σχάση θα ζήσει ο ήρωας» που κάποιος ψυχολόγος, σε στιγμή οίστρου, είπε, λένε, για το έργο και η ρήση του έλαβε δημοσιότητα. Προς θεού ! Κατά τη γνώμη μου η φράση αυτή θα πρέπει να παραμείνει μνημείο για να δηλώνει την βαθειά κρίση που διέρχεται το θέατρό στην εποχή μας από την εισβολή των θεωρητικών. Φραστικές συνθέσεις εναντίον της ουσίας του θεάτρου. Έχει κι άλλες αδυναμίες η δραματουργική συγκρότηση του έργου της Μπράϊνι Λέβερι αλλά νομίζω πως αυτή είναι η πιο κραυγαλέα .
Οι ηθοποιοί Πόπη Αβραάμ (Ψυχολόγος), Ιωάννα Καμμένου (Μητέρα) Ανδρέας Τσουρής (Ραλφ,παιδοκτόνος) καθοδηγημένοι και απ’ τον σκηνοθέτη έδωσαν πολύ καλά αποτελέσματα κατά την δυνατότητα του και του ρόλου του ο καθένας. Ο Τσουρής, που είχε το πλεονέκτημα να παίζει τον «αβανταδόρικο» παιδοκτόνο, επινόησε πολλά, εξωτερικά το πλείστον, νευρωτικά τικ και συνέθεσε εντυπωσιακά την αποκλίνουσα φιγούρα του ήρωά του, υπερνικώντας το ηθογραφικό είδος του. Σημειώνω την απόδοσή του ως επίτευξη, δική του και του σκηνοθέτη.
Το σκηνικό της Μαρίας Κονομή καλής και λειτουργικής έμπνευσης.

Στην Κεντρική Σκηνή του κυπριακού θεατρικού οργανισμού είδαμε τους «Βρυκόλακες» σε μια παράσταση που χωρίς δισταγμό περνάει στις πρώτες σειρές παρελθόντων ανεβασμάτων, όσων είχα την τύχη να παρακολουθήσω τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η κυρία Άλβινγκ της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, ωριμότερη, τεχνικότερη, φορτισμένη με όλα τα αθροίσματα την προηγούμενων εμπλοκών της με τον ίδιο ρόλο, εξερράγη σ’ έναν πίδακα οδύνης, σπαραγμού και απόγνωσης στο συντριπτικό φινάλε που έστησε ο σκηνοθέτης Γιάννης Ιορδανίδης. Ο ρεαλισμός αυτής της κορυφαίας σκηνής του έργου «γυμνώθηκε» από τεχνοπρέπειες και εστετισμούς δραματικών συνταγών και αφέθηκε με απελπισμένη αλήθεια στην καταβαράθρωση που ρίχνει η αποκάλυψη της πραγματικότητας αυτή την πλανημένη γυναίκα. Ο Όσβαλντ του Ορέστη Σοφοκλέους βουτηγμένος στον ίδιο ρεαλισμό απ’ τον σκηνοθέτη, συμπαρέσυρε σκαλί σκαλί την μητέρα του στη δική του πτώση, στον πάτο του σκοτεινού πηγαδιού. Χωρίς υπερβολή μια συγκλονιστική ερμηνεία που μακάρι να είναι υποσχετική για εξ ίσου καλά πράγματα στο μέλλον.
Η Χριστίνα Χριστόφια έπλασε αριστοτεχνικά μια Ρεγγίνα που υπομένει αθόρυβα και υποτακτικά μια μοίρα, συσπειρωμένη ωστόσο κι έτοιμη να αρπάξει τη λεία της κι όταν οι προσδοκίες της αναποδογυρίζονται απ’ την αποκάλυψη ο αμοραλισμός ξεσκεπάζει την αγοραία συμπεριφορά της καθώς ολισθαίνει κι αυτή στο δικό της πηγάδι. Εξαιρετικά δουλεμένη η μεταστροφή της. Ο Ανδρέας Βασιλείου πειστικός και καλοσχεδιασμένος Έγκστραντ, ενώ η ερμηνεία του Γιώργου Μουαΐμη στον καίριο ρόλο του πάστορα Μάντερς μας άφηνε κενά.
Η σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη οργάνωσε μια παράσταση δίνοντας αξία σ’ αυτό το σημαντικό στοιχείο που πολλοί ομότεχνοί του το παραμελούν, την πλαστικότητα των αλληλοδιαδοχικών εικόνων. Την αρχιτεκτονική αρμονία των εναλλασσόμενων « κάδρων». Αυτή η παράμετρος με το δραματικό βάθος και την υποκριτική καθοδήγηση είναι τα γνωρίσματα των ικανών του είδους.
Δυο παραστάσεις που ανεβάζουν τον δείκτη ποιότητας του κυπριακού θεάτρου και θα είναι ευχής έργον αν ευοδωθεί η πρόθεση να έρθει η παράσταση των Βρυκολάκων στην Αθήνα.
Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Σώμα = Σήμα

Η Αναστασία Ρεβή και η ομάδα της TLC

Τον κώδικα μας τον υπέβαλαν οι πρωτόγονοι όταν χάραξαν ανθρώπινες φιγούρες στα τοιχώματα των σπηλαίων. Από τότε το σώμα χρησιμοποιήθηκε σαν σήμα. Σύμβολο που σημαίνει. Σημαίνει η εικόνα του, σημαίνει πολλαπλά η στάση του, σημαίνει ακόμα πιο πολυσύνθετα και η μετακίνησή του μέσα στο χώρο. Σημαίνει και δέεται, σημαίνει και εξευμενίζει, σημαίνει και αφηγείται, και περιγράφει και υποβάλει. Σώματα ακίνητα σε στάσεις και σώματα κινούμενα είναι το κύριο στοιχείο ενός θαύματος που με το συντακτικό μιας παράστασης μας παρουσίασε η Αναστασία Ρεβή με την ομάδα της Theatre Lab Company που εγκαταστημένη στο Λονδίνο δικτυώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.Είναι γνωστή στην Αθήνα η Αναστασία Ρεβή. Είχα την ευκαιρία να την γνωρίσω το 1997 που σαν ηθοποιός μετείχε τότε, με την ίδια ομάδα, σε μια παράσταση του έργου «Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη στο θέατρο Πολιτεία, σε σκηνοθεσία Νίκο Ντόβα. Δουλειά της ξαναείδαμε στο «Αγγέλων βήμα» πριν από λίγα χρόνια σ’ ένα έργο δικό της, το Urban Stories, (νομίζω) κείμενο με γόμωση σάτιρας και σουρεαλισμού που άλεθε τα ποικίλα φαινόμενα ήθους και ηθικής στις μειονότητες στη βρετανική πρωτεύουσα.Οι ελληνικές εφημερίδες έχουν ασχοληθεί αρκετά συχνά, όχι μόνο με την καλλιτεχνική αξία των δραστηριοτήτων της αλλά και με την πολύπλευρη σημασία της για την χώρα μας. Για το νεοελληνικό θέατρο που μεταγγίζει στον κόσμο. Αυτά όλα τα σπουδαία ας τα αναζητήσει ο ενδιαφερόμενος στο αξιοθαύμαστο βιογραφικό της ομάδας της και ας επιστρέψουμε στην πρόσφατη παράστασή της.Σώματα λοιπόν, περιελιγμένα και περιελισσόμενα τα νήματα και τις κλωστές μια μπεκετικής ατμόσφαιρας και πιο ειδικά του κλίματος του «Τέλους του παιχνιδιού», αυτού του εσχατολογικού κλίματος εφιάλτη, που αναμιγνυόμενο με τους ατμούς απ’ την «Ωραία Ερέντιρα» του Μαρκές παράγουν μαγεία και έκσταση παραμυθιού.Είναι δύσκολο στις λέξεις να μεταδώσουν αυτό που συνέθεταν τα απίστευτα κοστούμια από ράκη, αυτό το χρώμα του γαριασμένου λευκού που κυριαρχούσε, αυτοί οι φωτισμοί που αναμετρούνταν με τους τόνους του σκοταδιού και του εξώκοσμου μπλε, αυτοί οι ήχοι του ηλεκτρικού οργάνου με τον μαυροντυμένο μουσικό που συνόδευαν την παράσταση σ’ όλο το μήκος της, αυτά τα κοράκια του Πόε που έκρωζαν κατά διαστήματα μα πάνω απ’ όλα οι λέξεις καταρρέουν από ανεπάρκεια όταν καλούνται να μιλήσουν για τους τρεις ηθοποιούς, αυτούς τους ιεροπράκτες που με τα σώματά τους, τα πρόσωπά τους, τις φωνές τους και την άγια ικανότητα να μεταλλάσονται από ρόλο σε ρόλο.Το θέατρο των επινοήσεων, η καινούργια τεχνοτροπία, η ανάδειξη της σωματικής γλώσσας σε κυρίαρχη πρακτική , η γέννηση ενός έργου και μιας παράστασης μέσα από μια διαδικασία συνευρέσεων, η πολυμέθεξη , η πιο θριαμβευτική εκδοχή της ομαδικότητας, των οριζόντιων σχέσεων,παρουσιάζεται στην τελευταία δουλειά του TLC σ’ όλο του το μεγαλείο. Στην εντελέστερη μορφή του.Για τους ηθοποιούς τι να πω; Αφού δήλωσα την αδυναμία των λέξεων και αποφεύγοντας την ευτέλεια των επιθέτων μόνο να τους σκεφτώ μπορώ και ανακαλώντας το θαυμασμό που με πλημμύριζε όταν τους έβλεπα μπορώ να τους στείλω έναν χαιρετισμό χαιρετώντας στα ονόματά τους την τέχνη, την αληθινή τέχνη, την τέχνη που κερδίζεται με μόχθο και την υψηλή ποιότητα του θεάτρου, αυτής της πανάρχαιης θρησκείας που δεν απαιτεί από μας τίποτα απ’ τα πολλά που μας υποχρεώνουν οι άλλες θρησκείες παρά μόνο να την λειτουργούμε. Γειά σου Mariene Kaminski. Γειά σου Σταματίνα Παπαμιχάλη. Γειά σου Miguel Pinheiro. Γειά σου Μάϊρα Βαζαίου, που πήρες μαγνάδια ονείρου και τα έκανες κοστούμια. Και πάνω απ’ όλους Γειά σου Αναστασία Ρεβή που ξέρεις και δύνασαι να κάνεις τα όνειρά σου να γίνονται και δικά μας.Είδα την παράσταση στο θέατρο «Μικρή Χώρα».

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Η Αγάπη απέθανε, ζήτω το Ζελόβ - Ομάδα Abovo

Ομάδα Abovo

Η Αγάπη απέθανε, ζήτω το ΖΕΛΟΒ

Απίστευτη περίπτωση ο Σαρακατσάνης Η ιδέα του έργου θα μπορούσε να έχει ξεκινήσει απ’ την «Αγάπη» του Έρικ Φρομ όπου ο διάσημος ψυχολόγος ξεσκεπάζει όλη την πλάνη γύρω από την κατάχρηση του όρου. Απ’ την ίδια βάση ορμώμενος ο Γιάννης Σαρακατσάνης σκαρώνει ένα έργο με επιθεωρησιακό σχεδιασμό και με παρελαύνοντα νούμερα-περιπτώσεις που δοκιμάζει να αποδείξει μέσα απ’ αυτά την πλαστότητα των αισθημάτων που φέρονται ως αγάπες. Στη θέση της χρεοκοπημένης λέξης προτείνει την ιδίας εμπνεύσεως λέξη «Ζελόβ». Καλή η ιδέα. Φιλόδοξες οι προθέσεις. Η πραγμάτωση όμως δεν έφτασε για να επισημανθεί η ρηχότητα των σχέσεων σε μια απατηλή, καιροσκοπική και αποξηραμένη αισθηματικά εποχή . Επίσης η έλλειψη ειλικρίνειας στις σχέσεις κάθε είδους αναφέρθηκε αλλά δεν στηρίχθηκε δραματουργικά. Τα «νουμεράκια» που εισέρχονταν με της αναγγελία του κομπέρ εξαντλούνταν στο γελαστικό η θεαματικό η στο χορευτικό και ξεστράτιζαν. Απ’ την άποψη αυτή το θέαμα στερείται στόχων. Πόσο σημαντικό θα ήταν αν στο θεατρικό αυτό ζαχαρωτό, το τόσο μα τόσο ευχάριστο και διασκεδαστικό, υπήρχε και γέμιση. Κορυφαία αρετή της παράστασης ήταν η ίδια η ομάδα. Τέτοια δυναμική σκηνικής πράξης είναι σπάνιο είδος στο ελληνικό θέατρο. Τέτοια ζωτικότητα θεατρίνων δεν καταγράφεται συχνά. Όλοι καλοί ως εξαιρετικοί. Η πρώτη αξία όμως ο ίδιος ο Σαρακατσάνης. Μια σκηνική προσωπικότητα που συγκεντρώνει όλα τα προσόντα του «μπριλάντε», ενός υποκριτικού είδους που απουσιάζει πολλά χρόνια απ’ το θέατρό μας. Κυριαρχεί στη σκηνή με απίστευτη αυτοπεποίθηση και γοητεία, ελέγχει τους φραστικούς του αυτοσχεδιασμούς, το πλασάρισμα των λόγων του, το παιχνίδι του με το κοινό, διαπραγματεύεται με άνεση τα θέματά του, τα διανθίζει με εύστοχα αστεία, έχει μέτρο και αναλογία, έχει σοφές αυξομειώσεις και επιταχύνσεις, αυτοσαρκάζεται και το κυριότερο δείχνει ο ίδιος ευτυχισμένος, μεθυσμένος, μεταρσιωμένος μ’ αυτό που κάνει κι αυτό το μεταδίδει. Είχα την τύχη να γνωρίσω και να συναναστραφώ όλους τους σπουδαίους κονφερασιέ των μετακατοχικών χρόνων, όλους που κυριάρχησαν στα πατάρια των βαριετέ και των επιθεωρήσεων. Τον Οικονομίδη, τον Αρία, τον Ορέστη Λάσκο, τον Τραϊφόρο, το Λάμπρο Ζούνη, τον Όμηρο Αθηναίο, τον Πύρπασο, όλους αυτούς τους μάγους που διέλυαν την ζοφερότητα της Κατοχής. Ε, λοιπόν ο Σαρακατσάνης έχει όλα τους τα προσόντα. Είναι ο θεατρίνος που μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού, μόνος του επί σκηνής, για όση ώρα θέλει και να μην δυσφορήσει κανείς. Εκτός αυτού χορεύει, παίζει και επιδεικνύει την πραγματικά μαγική ικανότητα να «μπαινοβγαίνει» σε όποιο μέρος της παράστασης γουστάρει. Ένα φαινόμενο. Όλη η ομάδα Abovo αποτελείται από ηθοποιούς αξιοσημείωτων ικανοτήτων. Ξεχώρισα κάποιους και θα μπορούσα να αναφέρω τα καλά του καθενός. Δυστυχώς δεν έχει τη δυνατότητα ο κριτικός – και ο θεατής – να ξαχωρίσει απ’ τα ονόματα στο πρόγραμμα ποιος ρόλος αντιστοιχεί στο κάθε όνομα .Πριν αναφέρω τα ονόματά τους θέλω να σημειώσω πως τα σύνολα ήταν εξαιρετικά παιγμένα και οργανωμένα είχαν ακρίβεια, έμπνευση και σφρίγος. Πολύ, πολύ καλές και οι χορογραφίες της Ηρώς Αποστολέλη. Τα μέλη της ομάδας: Λευτέρης Ελευθερίου, Βάσω Καβαλιεράτου, Μαρία Μπαλούτσου, Φάνης Παυλόπουλος, Σωσώ Χατζημανώλη, Βάσω Χελά

Κάθε πρόταση διαφορετικής προσέγγισης είναι θεμιτή

Ομάδα Deconstr Action
Play Gatz
Booz Coperativa

-Είναι θεμιτή η αναζήτηση και η πρόταση ενός τρόπου διαφορετικής σκηνικής αφηγηματικότητας;
-Είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία αφού όλοι αναγνωρίζουμε πως το θεατρικό μας οικοδόμημα, που παραμένει αναλλοίωτο στις δομές του από τον 18ο αιώνα, τείνει να μεταβληθεί σε απολίθωμα και χρειάζεται οπωσδήποτε μια ανανέωση.
-Έχω λοιπόν να προτείνω έναν νέο τρόπο, μια νέα αντίληψη παραστασιακής διεξαγωγής και μάλιστα εφαρμοσμένη σ’ ένα κείμενο καταστάσεων, χαρακτήρων, μεταπτώσεων συναισθηματικών, με ήρωες ψυχογραφημένους, με σασπένς, με συγκρούσεις, δηλαδή με το στοιχείο του αγώνα, που να μπαινοβγαίνει απ’ το ρομαντισμό στο ρεαλισμό και τανάπαλιν και το κυριότερο να μην έχει δραματουργική δόμηση. Ιδού αυτό!
Και ο Γιάννης Αποσκίτης με την ομάδα του μας προτείνει την παράσταση που παίζεται στο Booz Coperativa.
Οι πρωτοβουλίες της σκηνοθεσίας δικαιώνονται από την δεδηλωμένη της ανανεωτικής πρότασης και μ’ αυτή την προϋπόθεση εξετάζεται. Και εφ’ όσον είναι έτσι πρέπει κατ’ αρχήν να απαντηθεί αν τα όσα παρακολουθήσαμε έχουν την εγκυρότητα μιας σαφούς και ολοκληρωμένης πρότασης και η απάντηση σ’ αυτό είναι κατηγορηματικά καταφατική. Συζητείται ωστόσο αν το θέατρο, η αναζήτηση της αναλλακτικής μορφής μπορεί να στηριχθεί στα ευφάνταστα επινοήματα, στην αναδιάταξη της αφηγηματικής συγκρότησης που επιχειρήθηκε, στην εναλλασσόμενη κατανομή των ρόλων που περνούσαν από ηθοποιό σε ηθοποιό, στον πλούτο των σκηνικών εφευρημάτων (εφευρημάτων πραγματικά έξυπνων και αισθητικών τις περισσότερες φορές) και στους ποικίλους αιφνιδιασμούς που επιφυλάσσονται στον θεατή. Όλα αυτά συνθέτουν ένα θέαμα οπωσδήποτε εντυπωσιακό και συντηρούν την εγρήγορση, συγχέουν όμως, σαστίζουν, μπερδεύουν και δυσχεραίνουν το ξετύλιγμα της υπόθεσης. Όχι πάντα αλλά σε πολλά σημεία.
Το κυριότερο ωστόσο είναι πως το «σύστημα» εγκαταλείπεται όταν η εξέλιξη φθάνει στο σημείο που θα λέγαμε «καπιτάλε» σκηνή. Εκεί όπου οι δυο ήρωες συγκρούονται διεκδικώντας τη γυναίκα. Η σκηνή αυτή, κραυγάζοντας τον θρίαμβο του θεάτρου έναντι όλων των νοθευτικών συσωρρεύσεων, αποκλείει κάθε παρέμβαση. Δεν επιτρέπει καμιά μετάβαση προσώπων, ούτε κανένα παρεμβατικό επινόημα. Δεν «σηκώνει», και άριστα έπραξε ο σκηνοθέτης που το σεβάστηκε έστω κι αν αυτό είναι μια ομολογία πως η πρότασή του μπορεί να εφαρμόζεται σ΄ έναν κορμό, ανακρούει πρύμναν όμως όταν κινδυνεύει να πλήξει το έργο στην καρδιά του. Οι ηθοποιοί υπηρέτησαν την άποψη με αφοσίωση. Ξεχώρισα την Μαρία Χαμαράκη για την σκηνική της ενέργεια και ενέργεια, επίσης την Νικολίτσα Ντρίζη για ένα ιδιαίτερο ήθος που εκπέμπει. Βρήκα την Κύνθια Πλαγιανού με υποκριτική ωριμότητα κι έναν πολύ ταιριαστό αισθησιασμό. Την Σεραφίνα Σιδέρη δεν την ξεχώρισα γιατί την έχω ξεχωρίσει σε πολλά πριν από χρόνια, ωστόσο πέρα απ’ την τοιαύτη επιδαψίλευση οι σύντομες συμμετοχές της ως ένα απ’ τα πρόσωπα του Γκάσμπυ ήταν καίριες και η αφήγηση της, ωραία ηχοχρωματισμένη και ζωντανή. Ο Μάνος Χαμαράκης και ο Διαμαντής Διαμαντάκος επαρκέστατοι στην πολυποίκιλη συμμετοχή τους.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Η δραματοποίηση ενός ποσοστου

Ένας στους δέκα

ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ Ν’ ΑΓΝΟΟΥΜΕ

Ποιες είναι οι λέξεις; Καημός, Παράπονο και Πάθος. Όλα αυτά στην προθήκη μα από πίσω ένα ξεκάθαρο «κατηγορώ». Ένα κατηγορητήριο τεκμηριωμένο , δικαιωμένο, αυταπόδεικτο που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Ούτε να το απεκδυθεί.Ξεκάθαρη είναι ωστόσο η ευθύνη που αποδίδεται στην Ιστορία κι απ’ αυτή την άποψη φαίνεται καθαρά πως η ομάδα αντιμετωπίζει το πρόβλημα, που αποτελεί το θέμα πάνω στο οποίο δούλεψαν, με ωριμότητα και συνειδητοποιημένα και με τέτοια διάθεση καλούν τον θεατή να παρακολουθήσει τις μαρτυρίες τους. Μας καλούν επίσης να συνειδητοποιήσουμε μια ρεαλιστική μέτρηση, ένα ποσοστό που αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Το ότι οι ξένοι, αποτελούν σήμερα το 10% του ελληνικού πληθυσμού.
Θα ήθελα σ’ αυτό το σημείο να αντιγράψω λίγες γραμμές από ένα παλαιότερο κείμενό μου που δεν έφτασε να δημοσιευθεί στο περιοδικό προς το οποίο το απηύθυνα. Βρίσκεται ωστόσο αναρτημένο στο Site της Θεώρησης (www.theorisi.gr) στην ενότητα των κριτικών μου με τίτλο «Αγαπητή μου Μαρία» με ημερομηνία 19 Δεκεμβρίου 2006.
Και από τώρα βρίσκεται αναρτημένο και στο blog www.topostheatroy.blogspot.gr.

«Γινόμαστε Μαρία μου, μάρτυρες βαθιών πολιτιστικών ανατροπών και αναμοχλεύσεων, ιστορικών θα μπορούσαμε να τις πούμε, που έχω την εντύπωση πως δεν έχουμε συλλάβει την έκτασή τους, το βάθος και την σημασία τους καθώς μας απασχολούν μερικές μόνο πλευρές των εκφάνσεών τους. Είναι τώρα μερικά χρόνια (ξεπερνούν οπωσδήποτε τα δεκαπέντε) που ο πληθυσμός της χώρας μας έχει δεχθεί μια μετάγγιση από προσφυγικά κύματα αλλοεθνή, με άλλες μορφωτικές καταβολές, άλλες γλώσσες, διαφορετικές θεωρήσεις του κόσμου και εν πολλοίς άλλες αξίες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοίκων αυτών είναι βορειοευρωπαίοι και Βαλκάνιοι, με τους Αλβανούς να έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσα σ’ όλους τους μετανάστες. Οι πρώτοι Αλβανοί ήρθαν με τα παιδιά τους ή τα έφεραν μετά από κάποιο διάστημα, η τα απέκτησαν εδώ, το γεγονός είναι πως σήμερα τα σχολεία της χώρας μας έχουν μεγάλο ποσοστό μαθητών από την Αλβανία, στις τάξεις του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου και αρκετοί απόφοιτοι έχουν ανέβει ήδη τα σκαλιά των ελληνικών Πανεπιστημίων. Κι όπως είναι φυσικό οι δραματικές σχολές δεν άφησαν τους νέους των ξένων ασυγκίνητους.

Η Μιρέλα Κόντι είναι μια Αλβανίδα που έχει τελειώσει μια αθηναϊκή δραματική σχολή. Είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί της τώρα που σκηνοθέτησα τους «Ιχνευτές» του Σοφοκλή και είμαι σε θέση να σου περιγράψω πόσο βαθιά έχει αφομοιώσει, όχι μόνο τη γλώσσα και τους κανόνες της θεατρικής τέχνης ( η μετάφραση είναι σε δεκαπεντασύλλαβο) μα και την θεωρητική γνώση για το αρχαίο θέατρο, την μυθολογία, τους ομηρικούς Ύμνους. Εκτός απ’ τον ρόλο της Μαίας, της μητέρας του Ερμή, την είχα και βοηθό μου. Μπορώ, λοιπόν, να μιλήσω με ενθουσιασμό για την ευσυνειδησία της, την συνέπειά της, την πλήρη επάρκεια της σε ότι της ζητήθηκε. Η Μιρέλα δεν είναι η μόνη Αλβανίδα στο ελληνικό θέατρο. Έχουμε πολλές φορές χειροκροτήσει τον Λαέρτη Βασιλείου, σε ρόλους δύσκολους και απαιτητικούς και πρόπερσι, νομίζω, στο θέατρο του Νέου Κόσμου είχε ανέβει ένα έργο που παιζόταν εναλλάξ στα ελληνικά και στα αλβανικά από Αλβανούς ηθοποιούς.. Κατά τους υπολογισμούς μου δέκα- τουλάχιστον -νέοι εξ Αλβανίας μέτριονται αυτή τη στιγμή στην λεγεώνα των ηθοποιών μας και είναι βέβαιο πως στα αμέσως προσεχή χρόνια θα πολλαπλασιαστούν εντυπωσιακά.

Η τέχνη του θεάτρου δεν είναι μια οποιαδήποτε δουλειά ή σπουδή που μπορεί εύκολα να κάνει ένας μετανάστης στην χώρα μας. Απαιτείται απόλυτη γνώση της γλώσσας και της εκφοράς της. Απαιτείται επίσης μια ιδιαίτερη αφομοίωση της ελληνικής κουλτούρας. Ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία, μυθολογία, κοινωνιολογία, γνώσεις που και οι ντόπιοι σπουδαστές δυσκολεύονται να αποκτήσουν. Οι Αλβανοί, ωστόσο, απ’ όσες περιπτώσεις έχω υπ’ όψη μου, με έχουν εκπλήξει. Εγκολπώνονται την ελληνική μόρφωση, ενσωματώνονται στον πολιτισμό μας, αφομοιώνουν την θεατρική σπουδή, με τέτοια όρεξη που πιστεύω πως πολύ σύντομα θα κατακτήσουν ξεχωριστές θέσεις στο θεατρικό μας στερέωμα.
Σου σημείωσα πως «θα κατακτήσουν», Μαρία μου ενώ στην πραγματικότητα θα κατακτηθούν, με μια κατάκτηση όμως αβίαστη, εκούσια, επιθυμητή και σπουδαία, με την έννοια άξια σπουδής.
Οι περιπτώσεις των Αλβανών δεν είναι οι μοναδικές. Στον χώρο του θεάματος απασχολούνται αρκετοί Βούλγαροι και Πολωνοί και Ρουμάνοι Στην δραματική σχολή που διδάσκω έχω στο πρώτο έτος μια μαθήτρια απ’ τη Ρωσία, την Άννα. Τα φαινόμενα νέων που προέρχονται από γειτονικές χώρες και στρέφονται στο θέατρο τα προσεχή χρόνια θα αυξηθούν. Έχω την εντύπωση πως δεν είναι μακριά ο καιρός που η ελληνική θεατρική παιδεία και το ελληνικό θέατρο, οι δραματικές σχολές και οι ελληνικοί θίασοι, το ελληνικό δραματολόγιο, σύγχρονο και αρχαίο θα γνωρίσουν μεγάλη εξάπλωση στον βαλκανικό χώρο. Και ψηλότερα. Υπάρχει εξ άλλου ένα σημαντικό παρελθόν που έχει σοβαρό λόγο να προβάλλεται. Οι Ρουμάνοι ιστορικοί του θεάτρου Νικολάϊ Φιλιμόν (ελληνικής καταγωγής οπωσδήποτε) και ο Ντιμίτρι Ουλανέσκου, θεωρούν πως το ελληνικό θέατρο στο Βουκουρέστι, που οργάνωσε και ενέπνευσε η Ραλλού Καρατζά το 1818 ήταν θρυαλλίδα όχι μόνο της ελληνικής Επανάστασης μα και της Επανάστασης του Βλαδιμηρέσκου. Πρωτοπόρος, εξ άλλου του Ρουμανικού θεάτρου στάθηκε ο Κωνσταντίνος Κυριακού Αριστίας. Και για να μην στενοχωρήσω τον Κώστα Ασημακόπουλο, παραλείποντας τον προσφιλή του Καρατζιάλε, που τον αναφέρει σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονίσω πως κι αυτός είναι ελληνικής καταγωγής. Όσο για την Βουλγαρία περιορίζομαι να σημειώσω πως το πρώτο έργο του βουλγαρικού θεάτρου είναι η με τον τίτλο «Μιχάλ» μεταφορά στα βουλγαρικά του «Λεπρέντη» του Χουρμούζη.
Ας αφήσουμε, ωστόσο, τα παρελθόντα. Στο παρόν και στο μέλλον το ελληνικό θέατρο, η γλώσσα μας, το δραματολόγιό μας με την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας του 19ου, του 20ου και του 21ου αιώνα, η θεατρική μας παράδοση, αρχαία και βυζαντινή θα δρουν δυναμικά σε όλο τον βαλκανικό χώρο κι αυτό θα είναι μια πολιτιστική επικράτηση ανυπολόγιστης σημασίας. Προς αυτή τη κατεύθυνση ας στραφεί το ενδιαφέρον της Πολιτείας, των Κρατικών Θεάτρων, της Εταιρειών Θεατρικών Συγγραφέων και Σκηνοθετών, της Ένωσης Κριτικών, του Σωματείου Ηθοποιών, του Συλλόγου Αποφοίτων θεατρικών Σπουδών, η πολυάριθμη Κοινότητα Πανεπιστημιακών περί το θέατρο ασχολουμένων, οι ποικίλες Επιτροπές, για όλους αυτούς, τους είτε με σπουδαίους στόχους ασχολούμενους, είτε είναι από τους φλυναφούντες ματαιόσπουδους. Ιδού φίλτατοι μου στάδιον δόξης λαμπρόν, σπουδαίον και ουσιαστικόν».
Σ’ αυτό το σημείο διακόπτω την αντιγραφή και θέλω να συμπληρώσω πως ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ετοιμάζει τις «Τρωάδες» για την Αλβανία με τη συνεργασία του Λαέρτη Βασιλείου. Σαν να το ‘ξερα!
Σε κάποια άλλη ευκαιρία θα σημειώσω ολίγα για τον αλβανικής καταγωγής λόγιο και θεατρικό συγγραφέα Νίκανδρο Νούκιο τον Κερκυραιο. Αυτός εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ξαναγυρίζω στην παράσταση.
Η βάση με την οποία δούλεψαν οι τρεις ηθοποιοί με το σκηνοθέτη τους είναι αυτή των αυτοσχεδιασμών, των επινοήσεων, των εμπνεύσεων με κύριο εργαλείο το σώμα τους. Είδα την εφαρμογή μιας μεθόδου που αποτελεί την πιο θριαμβευτική δικαίωση των αρχών του γκροτοφσκικού «φτωχού» θεάτρου. Με τα σώματα, τις φωνές και την φαντασία, με πάθος και παράπονο και με τις λυγμικές παρεμβολές του πνευστού μας προσφέρθηκε ένα συγκλονιστικό (όχι με την έννοια που το επίθετο καταναλίσκεται στα κανάλια ) θέαμα αποστομωτικό και αποσβολωτικό, με υψηλή καλλιτεχνική αξιολόγηση. Θα συμφωνήσω με εκείνους που θα διαγνώσουν έναν λαϊκισμό, έναν μελοδραματισμό, στην επανάληψη των δεινών εμπειριών θα υπογραμμίσω όμως πως όλα όσα διεκτραγωδούνται είναι πραγματικά. Δεν υπάρχει καμιά δραματοποίηση, καμιά σεναριακή μεγέθυνση. Είμαι βέβαιος πως πολλά κόπηκαν κι άλλα μειώθηκαν. Βρήκα καταπληκτικό, από δραματουργική άποψη, ως σύλληψη και ως σκηνική πραγμάτωση, το κομμάτι με τις σημαίες. Αριστουργηματικό.
Μπράβο παιδιά. Σ όλους. Ποιους; Τον Δαυιδ Μαλτέζε, τον Κρις Ραντάνοφ, τον Ένκελεντ Φεζολλάρι και φυσικά τον Λαέρτη Βασιλείου, άνθρωπο ευφυή που αφομοιώνει όχι μόνο τα θεατρικά ρεύματα μα και τα πνεύματα των καιρών.