Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Αν ζούσε ο Σιδέρης θα έκλεινε το Μουσείο;

Έχω δυό ερωτήματα ζωτικής σημασίας
Ένα ερώτημα προς όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον κορυφαίο ιστορικό του θεάτρου μας, προς όλους αυτούς που είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο, συνεργάτη, φίλο η να είχαν έστω μια απλή γνωριμία , τι πιστεύουν, θα έκλεινε το Μουσείο, το έργο που με αυταπάρνηση δημιούργησε εκ του μηδενός, αυτός που το στοιχειοθέτησε λίγο λίγο, θα έβαζε αυτός ο ίδιος κλειδί να κλειδώσει το δημιούργημα του θάβοντας ότι πολύτιμο και σπάνιο είχε συγκεντρώσει;                                                                                                                                                              Ρωτάω την Λουίζα Μητσάκου, την Ξανθή Ζαχαριάδου, τους θεατρικούς συγγραφείς που του παράστεκαν, στους συνεργάτες που τον πλαισίωναν, τους ηθοποιούς που του εμπιστεύονταν τα ενθυμήματά τους τι πιστεύουν, θα παρέδιδε όλα αυτά στον αφανισμό;                                                                                                                                                        Εγώ πιστεύω πως ο Γιάννης Σιδέρης θα στεκόταν εκεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, και θα αγωνιζόταν με το ίδιο πάθος να βρεί  λύσεις στα δεινά, που ασφαλώς δεν θα καλυτέρευαν αν έκλεινε το Μουσείο, ούτε όμως και θα χειροτέρευαν αν έμενε ανοιχτό. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει κάθε μέρα ή δυο ώρες τρεις φορές τη βδομάδα. Να φροντίζει τα πολύτιμα εκθέματα, να φέρνει μια καθαρίστρια να καθαρίζει και να δέχεται επιλεγμένους επισκέπτες και μόνο για ειδικές εργασίες. Είμαι δε βέβαιος πως αυθόρμητα ομάδες εθελοντών, μαθητών και σπουδαστών θα συντρέχανε τον σοφό γέροντα ώστε να κρατηθεί ανοιχτό το έργο το σπουδαίο. Αυτό φαντάζομαι. Και φαντάζομαι επίσης πως ο Σιδέρης με πείσμα θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει μικρά η και μεγαλύτερα έσοδα, χορηγίες, ενισχύσεις ιδιωτικών φορέων η και έσοδα από την χρήση των αρχείων του Μουσείου. Ναι, πιστεύω πως ο Σιδέρης δεν θα το έκλεινε το Μουσείο, το έργο της ζωής του. Βέβαιο θεωρώ πως και χώρος καταλληλότερος θα βρισκόταν και το πολύτιμο ίδρυμα κάπου πολύ καλύτερα θα μεταφερόταν. Και πιστεύω επίσης πως στο μεταξύ θα βρισκόταν τρόπος να καλυφθούν τα ελλείμματα, να αντιμετωπιστεί μέρος των απαιτήσεων και να δοθούν παρατάσεις σε χρέη.

Έχω ωστόσο κι ένα άλλο ερώτημα. Γιατί σ’ όλο αυτό το διάστημα των  οκτώ χρόνων που το υλικό του Μουσείου μουχλιάζει, σαπίζει και λεηλατείται δεν ιδρύθηκε ένα ανεξάρτητο Σωματείο «Όμιλος Φίλων του Θεατρικού Μουσείου»; Ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με σοβαρά αποτελέσματα σε κάθε παράμετρο. Υπάρχουν θεματικά ευρωπαϊκά προγράμματα όχι μόνο για Μουσεία αλλά και για έρευνες. Το πολύτιμο αρχειακό υλικό του Θεατρικού μας Μουσείου, οι ομάδες των σπουδαστών ερευνητών των πανεπιστημιακών σχολών, τα σπάνια βιβλία παλαιών εκδόσεων, όλα αυτά σε δημιουργικούς συγκερασμούς θα μπορούσαν να αποδώσουν σε πολιτιστική αξία αλλά και σε οικονομική που θα υπερκάλυπτε ολόκληρο το χρέος η έστω ένα μέρος του. Παράλληλα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σεμινάρια με θέματα από τον πλούτο των αρχείων του Μουσείου με δασκάλους προσφερόμενους από το πλήθος των επίδοξων διδακτόρων. Κι άλλα πολλά θα μπορούσαν να γίνονται και σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια αδράνειας πολλά να αποδώσουν. Προσιτό παράδειγμα το Ημερολόγιο του ΤΑΣΕΗ, που καλύπτεται από ιδιωτική χορηγία και αποφέρει πολλά στο ταμείο των απόμαχων του θεάτρου. Πόσο μάλλον μια έκδοση με το δυσεύρετο αρχείο του Μουσείου και επιχορηγημένο από μια Τράπεζα η έναν πολύφερνο ιδιωτικό φορέα.

Αν λοιπόν πιστεύετε ότι ο Σιδέρης θα κρατούσε του Μουσείο ανοικτό χωρίς καμιά αρνητική συνέπεια, αντίθετα θα υπήρχε σοβαρή περίπτωση η συνέπεια να είναι πολλαπλά θετική, τότε γιατί η υπουργός Πολιτισμού δεν ανοίγει το Μουσείο και να βάλει ένα συνεργείο καθαρισμού και απεντόμωσης σώζοντας ότι δεν έχει ακόμα καταστραφεί; Αν δεν υπάρχει το απαιτούμενη πίστωση ας γίνει ένας εθελοντικός έρανος.  Αν σ’ αυτή τη λύση αντιτίθεται το Διοικητικό Συμβούλιο (καταργημένο στην ουσία, αφού σύμφωνα με το καταστατικό εδώ και χρόνια η θητεία του δεν έχει ανανεωθεί και γενικές συνελεύσεις δεν γίνονται) υπάρχει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων για άμεσες δικαστικές αποφάσεις λόγω κινδύνων  κοινής περιουσίας.        Κυρία υπουργέ ανοίξτε αμέσως το Μουσείο, ενεργείστε ρεαλιστικά για την σωτηρία του διότι το σχέδιο «Οδικός Χάρτης», ακόμα και ως ονομασία  προσβάλλει τη νοημοσύνη όλων μας κυρίως όμως τη δική μου που προς ενημέρωση σας διανύω τον 88ο χρόνο του βίου μου και απαιτώ ανάλογο σεβασμό και σοβαρότητα.

Για την ίδρυση Σωματείου Όμιλος Φίλων Θεατρικού Μουσείου, αυτό αποτελεί μια σοβαρή σοβαρότητα παράλειψη για την οποία ευθύνονται άπαντες οι ενδιαφερόμενοι και εμού μη εξαιρουμένου. Μια παράληψη που θα αποκατασταθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και θα μπει αμέσως σε δράση. Μαζί και με το άμεσο άνοιγμα του Μουσείου και την συγκρότηση Επίσημης Γνωμοδοτικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, μεριμνήστε κυρία υπουργέ και για τον Όμιλο Φίλων Θεατρικού Μουσείου, που αναπόφευκτα θα περάσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία,  ώστε το πέρασμα σας από το ΥΠΠΑ να αφήσει ένα αποτύπωμα σε αντίθεση με των προκατόχων σας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Κώδικας «αιδοίον»

Αλέξη Σταμάτη: Μελίσσια                                                                                Εθνικό Θέατρο - Σκηνή Νίκος Κούρκουλος
Είτε οξυδέρκεια την πεις είτε υπόνοια χωράει νομίζω να υποθέσουμε πως ένας κρυφός συμβολισμός κρύβεται στην ερμηνεία για το θέμα του πίνακα ζωγραφικής. Ίσως ο συγγραφέας δεν ενίσχυσε δραματουργικά αυτό το κεφαλαιώδες σημείο του έργου του, οπωσδήποτε όμως η σκηνοθετική ανεπάρκεια είναι απ΄ τις κύριες αιτίες που το στοιχείο αυτό περνάει απαρατήρητο. Και όχι μόνο αυτό. Τι παρουσιάζει λοιπόν ο πίνακας που ζωγράφισε ο γιός της δεσπόζουσας μητρικής φιγούρας που εγκαταστημένη σε μια κλίνη (άλλο ένα προκλητικό στοιχείο για αποσυμβολισμό) ως μητριαρχική θεότητα στο κέντρο του χώρου (και χρόνου) συγκεντρώνοντας γύρω της τους γόνους της οικογενειακής κοινωνίας της; Το θέμα του πίνακα είναι ένα αιδοίο. Στα γριφώδη abstrait σχήματα με τους παιγνιώδεις χρωματισμούς αναγνωρίζεται το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το σημείο της γέννησης, όπως είναι ο τίτλος του σκανδαλώδους πίνακα του Γκυστάβ Κυρμπέ. Αν ο αποκρυπτογράφος προσθέσει στην «Αναζήτηση» τον τίτλο του έργου «Μελίσσια» και το χρησματικό αφήγημα του μύθου της Κασσιόπης που λέει η ξαπλωμένη γυναίκα, τότε το πρόγραμμα θα του βγάλει μόνο του όλη την διάρθρωση της κοινωνίας των μελισσών, την βασίλισσα, τους κηφήνες και τις εργάτριες και θα ξεκινήσει τις προσπάθειες αναγνώρισης και ταύτισης με τα πρόσωπα του έργου και την πλέξη του της υπόθεσης. Να προσθέσω εδώ την κατάληξη του μύθου πως η Κασσιόπη μετά το θάνατό της μεταμορφώνεται σε αστερισμό που ο σχηματισμός του αντιστοιχούσε σε μια γυναίκα καθισμένη σε θρόνο, («η γυναίκα του θρόνου») τότε συμπεραίνουμε πως όλα αυτά δεν μπορεί να μπήκανε τυχαία. Κάτι θέλει να μας μεταδώσει ο συγγραφέας. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως όλα συμβαίνουν σε όνειρο, δηλαδή εκτός εαυτού, σε κατάσταση μη συνειδητή, σε όραμα, τότε αναμφισβήτητα παρακολουθούμε ένα έργο με μυστηριακά στοιχεία, με παραπομπές σε αλληγορίες που αναζητούν να διαβαστούν και να κατανοηθούν.

Είναι πραγματικά συναρπαστικό αν η υποψία μου δικαιώνεται – και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι συμπτωματικά όλα αυτά - έστω και αν είναι μόνο ένα νεύμα του συγγραφέα προς μια άλλη γραφή και άλλη ανάγνωση. Είναι πραγματικά συναρπαστικό επειδή θα μπορούσε να σημαίνει μια δραματουργική έκρηξη, μια στροφή, ένα άνοιγμα, ένα νέο σκαλοπάτι προβληματισμού στο κλιμακοστάσιο της δραματουργίας μας, ένα ξεκόλλημα από τα μικροαστικά ηθογραφήματα, τα μωροπολιτικά με τις καταγγελίες των καταπιεστικών σχέσεων της καθημερινότητας, των μονοσήμαντων επαφών, αυτά που υπερφίαλα τα βαφτίσαμε έργα «με μηνύματα». Αυτή η καινούργια γραφή, (ίσως επηρεασμένη από μια γενικότερη τάση της ευρωπαϊκής μυθιστοριογραφίας) ακόμα και φόρμα μπορείς να την πεις , και μας βγάζει δυο τρεις βαθμίδες ψηλότερα απ όπου μπορούμε να δούμε μακρύτερα και βαθύτερα και το κυριότερο να κοιτάξουμε τον κόσμο με άλλη γνώση. Περιέχονται στο έργο στοιχεία μυστικισμού, συμβολισμών, αποκρυφιστικών μηνυμάτων που δραματουργικά μας βγάζουν απ’ την τυρβώδη ροή της απλοϊκότητας. Χωρίς αμφιβολία μ’ αυτό το έργο ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μας εισάγει σε μια άλλη εποχή όπου παρακολουθώντας ένα έργο και μια παράσταση υποχρεωνόμαστε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση στην παράλληλη παρέλαση των εννοιών.

Και το κυνήγι του θησαυρού που οδηγεί; Ακολουθήσαμε τα σήματα και φτάσαμε στην καρδιά του μυστικού. Μας περιμένει εκεί κάποια αποκάλυψη; Έχει κάποια κρυμμένη διάσταση η συγκέντρωση των δυο παιδιών, του γιου και της κόρης που συνοδεύεται από τον σύζυγο και οι συγκρούσεις μεταξύ των δυο αδελφών. Εκτός από κάποιον αιφνιδιασμό σημαίνει κάτι περισσότερο η απρόσμενη εμφάνιση – προς μεγάλη έκπληξη της νεαρής κόρης του τρίτου αδελφού που αυτοκτόνησε. Είναι συμβολισμός ότι αυτή η μικρή ερμηνεύει την εικόνα του πίνακα που έχει ζωγραφίσει ο αυτόχειρας πατέρας της. Αν σημαίνουν κάτι περισσότερο όλα αυτά δεν μπορώ να το αποφασίσω. Μα ναι, σημαίνει πως το κορίτσι που απροσδόκητα εμφανίζεται και λύνει το αίνιγμα αυτή θα είναι η καινούργια βασίλισσα που θα κληρονομήσει τα Μελίσσια. Οπότε και η μάσκα που φοράει ο θεράπων επιτηρητής είναι η μάσκα του μελισσοκόμου. Να τα που δένουν όλα. Ούτε κατάλαβα αν το ανατρεπτικό εύρημα πως όλα αυτά έγιναν σ’ ένα όνειρο της καθηλωμένης ενώ την είχε πάρει ο ύπνος. Είναι βέβαιο πως ο συγγραφέας με όλα αυτά κάπου το πάει. Σε κάτι θέλησε να μας μυήσει. Πιθανόν να μην το κατόρθωσε αποτελεσματικά και απολύτως , ίσως πάλι να μην μας βοήθησε η σκηνοθεσία και η απόδοση των ρόλων. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο πως κάπου θέλησε να μας οδηγήσει.


Μόνο που ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης δεν το κατάλαβε η το κατάλαβε αλλά δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και μετέτρεψε το έργο σε σενάριο τηλεταινίας. Αγνόησε τα σημάδια και έστησε, δίδαξε, φώτισε την παράσταση σαν δραματική κομεντί ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Η ηλικιωμένη μάνα που πεθαίνει και τα παιδιά της που κουβαλάνε μίση και πάθη μαζεύονται γύρω της και διεκδικούν την κληρονομιά. Οι σεναριογράφοι αυτά τα θέματα τα εξάντλησαν με απανωτές παραλλαγές και μεταποιήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού έστησε με τηλεοπτική αντίληψη τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ρυθμούς. Δεν έχω την πρόθεση να υποδείξω τι και πως θα ‘πρεπε να σκηνοθετηθεί το έργο αλλά και ο αφελέστερος, ο πλέον ανίδεος δεν θα φώτιζε την παράσταση τόσο διάπλατα αποκλείοντας και την παραμικρή υποψία ενός σκιερού σημείου που θα μπορούσε να κρυφτεί κάποιο συνθηματικό νεύμα. Ένα κατάφωτο δωμάτιο επιπλωμένο με έπιπλα Louis Philipp, άψογα πατιναρισμένα με λευκή πατίνα και τοίχοι με πανώ στο ίδιο στυλ, δεν είναι σίγουρα το κατάλληλο περιβάλλον για να δημιουργηθεί στον θεατή η υποψία πως κάτι περισσότερο υπάρχει μέσα σ’ αυτό το μεγαλοαστικό δωμάτιο με το στυλέ κρεβάτι στο κέντρο και την κομψή καθηλωμένη στο κέντρο του. Είναι απορίας άξιο πως ο συγγραφέας δεν εξήγησε στον σκηνοθέτη, στον σκηνογράφο, στον κινησιολόγο πως το έργο του το πάει αλλού, σε μια ατμόσφαιρα κάπως μυστηριακή αφού ο συμβολισμός της Κασσιόπης διαβάζεται στον ουράνιο θόλο κι αυτή η φωταύγεια δεν θερμαίνει ούτε τον νου ούτε το συναίσθημα.


Επίπεδο, χωρίς ίχνος αληθινών αισθημάτων, μια πλαστή απομίμηση των δυνατών και των αδύνατων στοιχείων συμπεριφοράς, το παίξιμο των ηθοποιών σε όλο το μήκος της υπόκρισης τους. Σε απόλυτη αντίθεση με τις απαιτήσεις του ρόλου η μητέρα, το μητριαρχικό σύμβολο, η θηλυκή θεότητα, «η γυναίκα του ουράνιου θρόνου» κατά τον μύθο που ο συγγραφέας την βάζει να αφηγείται, η Μπέτυ Αρβανίτη περιορίστηκε στα εύκολα και στα ρηχά. Μια ερμηνεία χωρίς ήθος, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ιδίωμα, χωρίς δέος. Όχι μόνο δεν πλησίασε καν το σύνθετο, πυκνό, πολυσήμαντο πρόσωπο που σαφέστατα ζητάει το έργο, όχι μόνο δεν απόδωσε τις διαστάσεις το «αλλού» στο όνειρο σε ανεπαίσθητη έστω διαφοροποίηση του πραγματικού, αλλά και στο μονοδιάστατο του ρόλου της «κοσμικής» συγγραφέας το παίξιμο της ήταν ρηχό και διεκπεραιωτικό. Η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του ρόλου της μητέρας αρνήθηκαν να ιδούν τα καταφάνερα σημάδια που επίμονα έδειχναν σε πλατύτερους ορίζοντες.

Τι να πούμε για τους άλλους ηθοποιούς. Περιορίστηκαν σε τυπικές ρετσέτες. Κανένα επιπλέον νόημα, ούτε ιδιαίτερη επίδοση. Ο Νίκος Αρβανίτης στο ρόλο του γαμπρού της καθηλωμένης, όσο και η Μαρία Κεχαγιόγλου, ρεγουλαρισμένοι ως την επάρκεια δεν ξέφυγαν ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω απ’ τις αναμενόμενες σεναριακές προδιαγραφές. Ακόμα και ο Κώστας Βασαρδάνης, που με κατέπληξε με την πλουραλιστική του ερμηνεία και κυριολεκτικά με ενθουσίασε στην Τερέζα Ρακέν, εδώ κλείστηκε μέσα σε κλισέ ανέμπνευστων υφέσεων και εντάσεων. Ο καλός ηθοποιός Νίκος Χατζόπουλος ουδέν το ιδιαίτερο στον παραπληρωματικό του ρόλο. Εξαίρεση λαμπερή, με άλλη υποκριτική αντίληψη και αισθητική, σε άλλες κλίμακες και ρυθμούς η Νεφέλη Κουρή, ένα νέο αστεράκι στον ορίζοντα μας. Καλώστην !



Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ένα απολαυστικό διαχρονικό κουαρτέτο


Τόρμπεν Μπετς : Οι Άτρωτοι                                                                            Θέατρο Αγγέλων Βήμα


Η κλασική συνταγή μιας θεατρικής κριτικής είθισται να αρχίζει πάντα με το έργο, το περιεχόμενο του, την πλοκή, την φόρμα και τον προβληματισμό του. Κεντρική ιδέα, εξέλιξη, πλοκή και τελική λύση. Εν τάξει. Θα συμμορφωθώ. Ας αρχίσουμε λοιπόν από τον τίτλο. Άτρωτοι, δηλαδή αχτύπητοι. Η μήπως όχι; Αναζητάω μια εφαρμογή του τίτλου στο έργο και δεν την βρίσκω παρά μόνο σε γενικές γραμμές. Κάπου κολλάει και κάπου αλλού όχι. Μάλλον η έννοια είναι Ανθεκτικοί. Χαρακτήρες σταθεροί και αναλλοίωτοι τόσο στο θέατρο, στο σινεμά όσο και στις κοινωνίες σε μια μεγάλη ιστορική προοπτική. Φυσικά δεν  είναι κάθε φορά αυτοί καθ’ αυτοί, ίδιοι και απαράλλακτοι, αλλά με τις παραλλαγές τους, ωστόσο πάντα αναγνωρίσιμοι και ενδιαφέροντες και κατά περίπτωση συναρπαστικοί και το κυριότερο στην περίπτωση μας, σαν ξεσηκωμένοι από την σημερινή πραγματικότητα.  Το έργο λοιπόν του Τόρμπεν Μπετς διαθέτει ως αρχική αρετή τύπους γνώριμους, διασκεδαστικούς  και με καλή μαρτυρία ανά τους αιώνες και μια συγκρατημένη δοσολογία από πολλά είδη. Το ίδιο και η διασταυρώσεις μεταξύ τους, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και οι πλοκές τους είναι δοκιμασμένες, γραμμένες έξυπνα και αρέσουν. Όσον αφορά ωστόσο τους προβληματισμούς που εκφράζουν  και ότι αντιπροσωπεύει ο καθένας τους, αυτά δεν χαρακτηρίζουν το έργο συνολικά, αλλά αποτελούν σκαρίφημα του καθενός από τα τέσσερα πρόσωπα. 

Οι ριζικές διαφορές ανάμεσα τους, τα ιδιαίτερα γραφικά χαρακτηριστικά τους εξασφαλίζουν μια πολυχρωμία στο έργο, μια ευχάριστη ποικιλία, μια ζωηρή παράθεση και αντιπαράθεση που κρατάει ξύπνιο το ενδιαφέρον του θεατή, σε καμιά περίπτωση όμως το έργο δεν κατατάσσεται ανάλογα με τους χαρακτήρες, τις ιδέες, τις αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες των όσων ξεστομίζουν οι ήρωες του. Αλλά και ούτε οι θεωρίες, οι απόψεις, οι συνήθειες, ακτιβιστικές η συντηρητικές, φιλοπόλεμες η ειρηνικές, απελευθερωμένες η κατεστημένες, αισιόδοξες η πεσιμιστικές  που περιέχονται στους διαλόγους προτείνονται προς τον θεατή για επεξεργασία. Είναι  ρηχές,  επίπεδες που απλώς γίνονται για να ξεχωρίσουν ευκρινέστερα τα πρόσωπα και να περιπλέξουν εναργέστερα τις εξελίξεις. Κοντολογίς η δομή και η διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου δραματουργήματος δεν προσφέρεται σε αναλύσεις και στοχασμούς, ούτε σε συμπεράσματα κοινωνιολογικά και ιστορικά, όσα κι αν εμφαντικά επισημαίνονται στα κριτικά σημειώματα του όχλου των κριτικών. Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια καθενός θεατή αν θα δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για τα όσα ακούγονται στους διαλόγους για τη φιλοσοφία ζωής, τα ήθη, την οικονομική κρίση, τις σχέσεις, τον πόλεμο , το θεό, τη ζωή και το θάνατο αλλά σίγουρα όλα αυτά δεν είναι στοιχεία αποφασιστικά για την κατάταξη του έργου και την αξιολόγηση του.

Η έννοια του χαρακτηρισμού Άτρωτοι μπορεί να λάβει και ευρύτερες διαστάσεις και ερμηνείες. Είναι Άτρωτοι επειδή είναι διαχρονικοί. Αν βάλεις ακριβώς αυτούς τους διαλόγους σε μια κωμωδία του Μένανδρου, του Δίφιλου η του Φιλήμωνα, ακόμα και του Πλαύτου η λίγο μακρύτερα του Ρίνθωνα  ως και τους Αλεξανδρινούς, με τις απαιτούμενες προσαρμογές, εννοείται,  τίποτα δεν θα ηχήσει παράταιρα. Καμιά απ’ τις κουβέντες της  Έμιλυ και του Όλιβερ, από τις αμφισβητήσεις και τις αρχές που διατυπώνουν δεν θα ήταν αταίριαστο και ανεπίκαιρο. Ιδιαίτερα ο Αλαν και η Ντων σαν πιο λαϊκοί τύποι, θα έβρισκαν τέλεια εφαρμογή. Η ριζική διαφορά ωστόσο είναι πως το τωρινό έργο του Άγγλου δεν έχει κέντρο που να γυροφέρνει η  πλοκή του αλλά είναι  ένα κομποσκοίνι  με περιστατικά, σκηνές, εξελίξεις, ανατροπές, σαν να υπακούει περισσότερο σε σεναριακή λογική για την ικανοποίηση διαφόρων ειδών απαιτήσεις. Δεν επικεντρώνει σε στόχο, στη διεξαγωγή του δοκιμάζει και αγγίζει διάφορα, μετακινείται από φάση σε φάση, από κατάσταση σε κατάσταση, από είδος σε είδος. Ώστε λοιπόν το έργο είναι μια πολύσπαστη κωμωδία; Ίσως μια σάτιρα ηθών; Μια τοιχογραφία με ένα ετερόκλιτο πάνελ; Θα μπορούσε να είναι όλα αυτά, και άλλα, ανάλογα με την κλίση που θα του έδινε ο σκηνοθέτης, οπωσδήποτε όμως κοινωνιολογικό δοκίμιο δεν είναι. Πιο πολύ θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια κομεντί με πινελιές σάτιρας πάνω σε σύγχρονα (αλλά και διαχρονικά) κοινωνικά φαινόμενα με πρόσωπα χαρακτηριστικά διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Μικροαστοί της πόλης με μικροαστούς της πολίχνης. Δυο τάξεις και δυο μορφωτικά επίπεδα σε αντιπαράθεση. Κλασική συνταγή, σταθερή αξία, πετυχημένη σύνθεση. Ένα έργο στην κατηγορία της κομεντί που παρέχει και έδαφος για κάτι περισσότερο. Ωστόσο το έργο του  έχει δυο πολύ βασικές και εντελώς ιδιαίτερες αρετές. Μοιάζει πολύ αληθινό, έχει μια φρεσκάδα, μια αίσθηση νωπών εντυπώσεων και γι αυτό δίνει την αίσθηση ενός ημερολογίου, σαν μια εντελώς ειλικρινής εξομολόγηση. Δηλαδή ένα χρονικό βιωματικό, μια σειρά γεγονότων που τα έζησε κάποιος πρόσφατα. Θεωρώ αυτό ως την σπουδαιότερη αξία του έργου. Και μ’ αυτήν την φυσικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό το έργο και οι άνθρωποι που κινούνται εντός του είναι άτρωτοι επειδή είναι αυθεντικοί.


Βέβαια βασικό στοιχείο για την αξιοποίηση του κάθε έργου είναι σε τι χέρια θα πέσει. Η μετάφραση ( Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου) το έψαξε και το ξεψάχνισε μετά λόγου γνώσεως και ο σκηνοθέτης Σταύρος Στάγκος το σήκωσε με σοφά υποστυλώματα βρίσκοντας τις πρέπουσες αναλογίες του ώστε να το κρατήσει σταθερά στις ισόρροπες εναλλαγές από την κομεντί, στην κωμωδία, στη γνήσια φάρσα και στο απρόοπτο δραματικό. Αλλά, φίλοι αναγνώστες μου η πολύ δουλειά, όπως ξέρουμε όλοι μας γίνεται από τους ηθοποιούς. Τα περισπούδαστα που γράφονται σαν κλισέ από τις ομογενοποιημένες κριτικές (καταπληκτική η ομοιομορφία των συναινετικών κριτικών που αιωρούνται στα ψηφιακά νέφη) για τα υψηλά νοήματα του έργου και όλα τα συναφή θα κείτονταν άψυχα στο δάπεδο της σκηνής. Η τετράδα των άξιων και σοφά επιλεγμένων ηθοποιών κρατάει το ύψος της παράστασης. Με τις δικές του δυνατότητες ο καθένας, το σθένος και το ταλέντο, την σκηνική του επιρροή, έδωσαν ψυχή στους ρόλους τους και  έκαναν την παράσταση ένα κομμάτι ζωής, που λέει και ο Ζολά. Πιεστικότατη λαϊκή φιγούρα η απεγνωσμένη στα αδιερεύνητα αδιέξοδα της η  Ειρήνη Μπαλτά είχε μια πολύ αληθινή στιγμή δραματικού ξεσπάσματος, απολαυστικός βετεράνος του πολέμου του Ιρακ, λάτρης της μπύρας και ανεύθυνος πατριδολάτρης ο Γιάννης Μπουραζάνας καρύκευσε με κωμικά στοιχεία την παράσταση και ο Μιχάλης Μερκάτης με υποκριτική ευγλωττία υποστήριξες τον ηθικής ρευστότητας Εγγλέζο διανοούμενο. 

Και σταματώ εντυπωσιασμένος, γοητευμένος και έκπληκτος στο φαινόμενο Μαριλίτα Λαμπροπούλου. Να σημειώσω πως όταν η Μαριλίτα βρίσκεται στη σκηνή όλα, ακόμα και οι θεατές, ανυψώνονται δυο εκατοστά απ’ τις θέσεις τους. Δεν είναι μόνο εξαιρετικά πειστική στη γνωστή φόρμα της αντικομφορμίστριας, της «νέας γυναίκας» παντός καιρού και χρόνου, είναι ταυτόχρονα και μια αισθητική παρουσία ευρέως φάσματος. Αυτά, με όση καλοπιστία και ειλικρίνεια, μια κριτική που την διεκπεραίωσα ικανοποιητικά με πλοηγική δεξιοτεχνία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Άνθρωπος "το κάνει" με κατσίκα


Άλμπη : Η γίδα
Μυθωδία - Θέατρο Θησείο


Άνθρωπος γαμεί κατσίκα, είναι στοιχείο αποσημειωτικό κύριε καθηγητά; Όχι, φυσικά όχι, αφού ως κοινωνικό φαινόμενο έχει επισημανθεί σε εντυπωσιακή συχνότητα σε κτηνοτροφικούς ορεινούς κυρίως πληθυσμούς, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και σε πιο εξελιγμένες ακόμα κοινωνίες. Μέχρι να εξαπλωθούν ευρύτερα τα ευφάνταστα προϊόντα της πορνοσόπ βιομηχανίας και πριν αφιχθούν τα ευεργετικά καραβάνια των βόρειων θηλυκών, αυτά που πρόσφεραν ανακουφιστικές λύσεις στη χειμαζόμενη σεξουαλικά εφηβεία (και όχι μόνο) τα αιγοπρόβατα και τα κοτέτσια γνώριζαν μεγάλη επισκεψιμότητα. Υπάρχουν και σχετικά ιατροδικαστικά και αστυνομικά ντοκουμέντα με τερατογενέσεις. Να μην παραγνωρίσουμε και τα αφηγήματα με σκύλους. Εξ ού και το λογοπαίγνιο «με απάτησε με τον καλύτερο μου σκύλο». Οπότε δεν σας παραπέμπω στον Λέβι - Στρος αλλά στον Νίκο Καββαδία και στο διήγημα του για την Μαριλόρ και σ’ ένα γαϊδούρι της Άνω Αιγύπτου. Απρέπειες ! Τι να την κάνεις λοιπόν την αποσημειωτική; Κι όμως, κι όμως, υπάρχει θέμα, αν όχι αποσημειωτικό οπωσδήποτε συζητήσιμο. Πρώτον λοιπόν δεν είναι σοκαριστικό το εύρημα του Άλμπη. Όχι. Κι αν μάλιστα σταθούμε στη άποψη γνωστού πεζογράφου μας που αποστόμωνε την σύζυγο του πως δεν θεωρούσε απιστία τα ερωτικά παιχνίδια με άτομα του ίδιου του φύλου του μπορεί άριστα να σταθεί το επιχείρημα πως δεν νοείται προδοσία η σεξουαλική συνεύρεση με άλλο είδος του ζωικού βασιλείου. 





Αλλά ως εδώ αγαπητοί μου οι αστεϊσμοί και τα ευτράπελα σχόλια κι ας δούμε στα σοβαρά τι μας εμπνέει να σκεφθούμε ο συγγραφέας. Όουτς! δε γίνεται ! Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδώσεις τα του συγγραφέα τω συγγραφέα και τα του σκηνοθέτη τω σκηνοθέτη. Η παράσταση φαίνεται πως είναι ένα σφιχτό ερωτικό ταγκό στην πιο περίπλοκη φιγούρα που μπορεί ο θεατής να φανταστεί, φιγούρα συγγραφέα και σκηνοθέτη που δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει καθένας ποιες είναι οι ευθύνες και τα γνωρίσματα ενός εκάστου. Είναι ο Άλμπη άραγε που επιχειρεί να επαναλάβει τις εντάσεις της «Βιρτζίνια Γουλφ» η ο Χανιωτάκης ερανίζεται το εντυπωσιακό εκείνο προηγούμενο για το βάλει με νέο τρόπο στην παράσταση του φορτσαρίσματα μιας και η συζυγική σύγκρουση του τα επιτρέπει. Κλίνω προς την πλευρά της σκηνοθετικής εφαρμουργίας. (Πως σας φαίνεται ο νεολογισμός μου;) Η αντίληψη για την σκηνική διάπλαση ενός έργου, για τον σκηνοθέτη αυτόν προϋποθέτει εντάσεις υψηλών ρίχτερ και μεγάλης διάρκειας. Ισχυρές δόσεις δονήσεων. Τα είδαμε και στο Σε Τσουάν που προηγήθηκε. Αλλεπάλληλες σεισμικές βουερές εκρήξεις. Εδώ μάλιστα, στη «Γιδα», προεκτείνοντας την έννοια του διαδραστικού, συμπεριέλαβε και τον θεατή στη σύγκρουση του ζεύγους, τον έφερε αντιμέτωπο με τον γνήσιο κίνδυνο χωρίς ωστόσο να τον αποσύρει από το απυρόβλητο. Πως το’ κανε; Με ευρηματικότητα και όχι μόνο. Γι’ αυτό το «όχι μόνο» θα εξηγηθώ παρακάτω. Έφτιαξε λοιπόν ένα ευρύχωρο σχετικά κυβόσχημο χώρο, σαν δωμάτιο, ένα καθιστικό ας πούμε, ανάλογα επιπλωμένο, με τέσσερις πλευρές από άθραυστο απολύτως διαφανές πλαστικό. Το εν λόγω κιβωτιόσχημο κατασκεύασμα το τοποθέτησε στο κέντρο του χώρου με τα καθίσματα των θεατών να το περιβάλλουν. Έστησε δηλαδή έναν αγωνιστικό χώρο, ένα ρινγκ. Όταν λοιπόν η σύζυγος πληροφορείται πως ο άντρας της όχι μόνο «το κάνει» με μια κατσίκα αλλά την αγαπάει κι όλας, ξεσπάει με ένταση μεγατόνων και ρίχνει καταπάνω στο μοιχό τα ανθοδοχεία, που βρίσκονται σε επάρκεια στα τραπεζάκια κι όπως ο ευέλικτος σύζυγος τα αποφεύγει, αυτά βρίσκονται σε τροχιά κατευθείαν στα κεφάλια των θεατών που ασυναίσθητα δοκιμάζουν τον τρόμο του κινδύνου. Ως εύρημα όχι σπουδαίο αλλά σπουδαία αποτελεσματικό ως εμπειρία.




Για να συνεχίσουμε πάνω στο σφιχταγκάλισμα σκηνοθέτη και συγγραφέα θα σταθούμε και στο αξεχώριστο των προβληματισμών που ανάγονται στο δραματούργημα και στα όσα θέλησε να επισημάνει ο σκηνοθέτης. Η εύκολη προσέγγιση του έργου και των προθέσεων του είναι πως το γενετήσιο ένστικτο με όλες τις παραμορφώσεις που δώσαμε στα πλαίσια μια σαρκικής απόλαυσης, στην επιτακτική ανάγκη της ικανοποίησης της σεξουαλικής ορμής και στην αναζήτηση τρόπων ακόμα μεγαλύτερης ηδονής, αποτελεί μια α π ο κ τ ή ν ω σ η. Αρκεί φυσικά να είναι εφικτό από τεχνική άποψη. Η άλλη ανάγνωση, η αντίθετη, αυτή που διακρίνει την αγάπη ως διάχυτη κυρίαρχη ευλογία ανάμεσα σε όλα το έμβια όντα του πλανήτη, που εν δυνάμει περιλαμβάνουν και την ικανοποίηση των σεξουαλικών ορμών, μ ΄αυτήν την αναγνώριση τα όντα οδηγούνται προς μια τελείωση, προς έναν, ας πούμε, ε ξ α ν θ ρ ω π ι σ μ ό. Υπάρχει και μια παρακαμπτήρια προσέγγιση. Η σχέση, κάθε σχέση, η επαφή, κάθε επαφή, αδιακρίτως, εμπεριέχει αναγκαστικά – δηλαδή για την εκπλήρωση μιας στοιχειώδους αναγκαιότητας - την ενεργοποίηση του ενστικτώδους σεξουαλισμού. Σαν, ο δημιουργός προγραμματιστής, αυτός που εμπνεύστηκε τις εφαρμογές, να εμφύτευσε σε κάθε όν τσιπάκι σεξουαλισμού που με την προσέγγιση των όντων μεταξύ τους, να ενεργοποιείται. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη η τον βαθμό συγγένειας το τσιπάκι μπαίνει σε λειτουργία. Ο ερωτισμός αφυπνίζεται ερήμην της φραγής που ο πολιτισμός ανήγειρε ως οχύρωση. Δεν μας λέει κάτι καινούργιο ο Άλμπη, όταν αφήνει να εννοηθεί πως σε όλες μας τις σχέσεις υποφώσκει λανθάνων ερωτισμός. Ούτε ο σκηνοθέτης Νικορέσης Χανιωτάκης όταν τονίζει με σκηνική σαφήνεια την έλξη ανάμεσα σε γιο και πατέρα, την εκδηλωμένη από τα παιδικά χρόνια του γιού, που καταλήγει σε σαφή ομοφυλοφιλία. Ναι, ο ερωτισμός, η λαγνεία, το σεξουαλικό ένστικτο διακρίσεις δεν γνωρίζουν και κανένας πολιτισμός, θρησκεία η ηθικό δόγμα μπορεί να τα ανακόψει η να τα αναστείλει. Όλα τα όντα γεννιούνται και πεθαίνουν μ΄ αυτό. Είναι μια κατάρα ανεξάλειπτη.




Κατάρα; Ναι, ας το δούμε προς στιγμή ως κατάρα. Και γιατί; Διότι κρατάει τον άνθρωπο υποδουλωμένο για όλη του τη ζωή, δούλο στην υπηρεσία και εξυπηρέτηση μιας ανεξήγητης αναπαραγωγής του είδους. Μιας αναίτιας διαιώνισης. Ας αποστασιοποιηθούμε για ένα πολύ μικρό διάστημα, πολύ μικρό γιατί μόνο τόσο μπορούμε ίσως να ξεφύγουμε από την εξάρτηση μας από το σεξουαλικό ένστικτό που επαγρυπνά πάνω μας με αδιάκοπη εξουσιαστικότητα, για ένα ελάχιστο διάστημα ας ξεφύγουμε και να κοιτάξουμε ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού μας. Ένας πολιτισμός που σε κάθε του στοιχείο εκδηλώνεται η σεξουαλικότητα μας και η υποδούλωση μας στην εξυπηρέτηση της. Είναι έτσι δομημένη η φύση μας, η φυσιολογία μας, ώστε όχι να μοιάζει σαν ηθελημένη και επιθυμητή αλλά να είναι. Είμαστε λοιπόν έγκλειστοι σε έναν σεξουαλικό εγκιβωτισμό. Αυτό είναι μοναδικός πόθος, επιδίωξη, προσδοκία και αυτοσκοπός όποια μεταμόρφωση, εξιδανίκευση, η ιδεολογοποίηση κι αν του κατασκευάσαμε για να το καλύψουμε. Από κάτω είμαστε σεξουαλικά κτήνη και δεν μας περισσεύει καθόλου νους να σκεφτούμε ποιόν εξυπηρετούν όλα αυτά και τι όντα θα ήμασταν αν αυτή η δεσποτεία του σεξουαλισμού δεν μας κυριαρχούσε. Δεν μπορούμε ούτε να το διανοηθούμε. Δεν μας παραχωρείτε κανένα περιθώριο να το φανταστούμε. Είμαστε βαλμένοι να σχετιζόμαστε μέσα σ΄ ένα κώδωνα έρμαια της παντοδύναμης σεξουαλικής μας υποδούλωσης που μοναδική ελευθερία που μας παρέχεται είναι να επιλέγουμε με ποιόν τρόπο θα ικανοποιούμε αυτή την καταναγκαστική τυραννική μας επιθυμία.




Οπότε το γυάλινο κιβώτιο του σκηνοθέτη προσφέρεται για μια βαθύτερη έννοια, ανεξάρτητα αν ήταν στις προθέσεις του η όχι. Ωστόσο το εύρημα δημιούργησε προβλήματα στην παράσταση. Το διαφανής κύβος που περιέκλειε τον προβληματισμό της σκηνοθεσίας, εκτός από την κίνηση των προσώπων περιόριζε και τις φωνές. Υποχρεώθηκε λοιπόν να κρεμάσει πυκνωτικά μικρόφωνα που ρουφούσαν τα λόγια των ηθοποιών και τα μετέφεραν στα ηχεία με αποτέλεσμα ο λόγος αλλοιωμένος ήδη να νοθεύεται ακόμα περισσότερο και σε πολλές στιγμές να μην ακούγεται το κείμενο. Με δεδομένο τον περιορισμένο χώρο η παράσταση ήταν οργανωμένη με ευστροφία και στις κορυφώσεις των εντάσεων είχε νεύρο και δυναμικότητα και οι συσχετίσεις των προσώπων δεν σκόνταψαν πουθενά. Αυτά είναι όσα θα είχαμε να πούμε για το τεχνικό μέρος της σκηνοθεσίας μιας και για το ευρύτερα σημαντικό τα είπαμε ήδη. Και οι ηθοποιοί; Σίγουρα βρέθηκαν σε δοκιμασία. Περίβλεπτοι από κάθε πλευρά, εκτεθειμένοι πανταχόθεν και υποχρεωμένοι να μετατοπίζονται, να συγκρούονται , να αντιπαρατίθενται με τους άλλους ρόλους μεταβάλλοντας συνεχώς μέτωπο, στάση, κίνηση, άσκηση για δεινούς παίχτες. Πτοημένος από την ενοχή ο μοιχός Μάρτιν, εξουθενωμένος, παραλογισμένος από την αλλόκοτη αφύπνιση του ζωώδους, η ζωντανή έκφραση του τραγικού, της σύγκρουσης του ενστίκτου με την ιστορική του οχύρωση μας δίνεται παραστατικότατα από τον Νίκο Κουρή. 




Η Στήβι, σύζυγος, μητέρα και ενθρονισμένη από αιώνες πολιτισμού βασίλισσα στις κοινωνίες των ανθρώπων, συνταράζεται από την αποκάλυψη πως επέστρεψε η πανάρχαιη καταγωγή της, η πρωταρχική της μορφή, η θεά Αίγα και διεκδικεί τα δικαιώματα της πάνω στο αρσενικό, στο αρσενικό τραγί. Δεν είναι δυο αντίζηλες. Είναι η ίδια που παλεύει να κρατήσει τα κεκτημένα της. Και την σφάζει ! Με όλες τις ενάντιες συνθήκες η αδαμάντινη ανθεκτικότητα και λάμψη της Λουκίας Μιχαλοπούλου ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του συμβολισμού. Άστραψε και βρόντηξε, εξαπολύοντας καταπάνω στην αποκάλυψη μύδρους και αφορισμούς για να διώξει το παρελθόν στα καταχωνιασμένα υποστρώματα του αρχέγονου διατηρώντας σ’ όλη τη διάρκεια της πάλης σαγηνευτικό το θηλυκό της στοιχείο. Και για φινάλε ολίγον ρίγος τραγωδίας. Ο γιός Μπίλλυ, Μιχαήλ Ταμπάκης το όνομα του εξαιρετικού ηθοποιού, αντιφέγγισμα του Ορέστη, συμμετέχει στο φόνο; Ή μήπως όχι; Πάντως ωραία θα ταίριαζε ο συμβολισμός αν μάνα και γιος, με ερωτικά κίνητρα προς τον πατέρα, συνεργάζονταν στο φόνο της αντίζηλης. Όπως και να΄χει η πανάρχαια μάνα αίγα εξοντώνεται κι ο πολιτισμός ξανάρχεται στα ίσα του. Συντονιστικός ο ρόλος του Ρος, φίλου και δημοσιογράφου που ο Γιάννης Δρακόπουλος του έδωσε όση ενέργεια του επέτρεψε το κείμενο. Δραματούργημα δοκιμιακού χαρακτήρα που θα μπορούσε να φτάσει μακρύτερα, ως και θέαμα μυστηριακού είδους, αν δεν έπρεπε να συνδυαστεί με τα καταναλωτικά της κομεντί. της φάρσας και της κωμωδίας.


Γιώργος Χατζηδάκης



Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Άγαρμπη και ανεύθυνη κακοτεχνία



Χάρολντ Πίντερ : Ένας ασήμαντος πόνος                                                       
Θέατρο «Μπιπ»


Τι να κάνει ο παλαίμαχος, πολύπειρος κριτικός, σαν βρίσκεται μπροστά σε μια θεατρική δημιουργία νέων που επιχείρησαν να καταπιαστούν μ’ έναν συγγραφέα όχι μόνο αναγνωρισμένο για την αξία του αλλά και με γνωρίσματα και ιδιομορφίες τόσο ιδιαίτερα, και είτε από ασέβεια είτε από άγνοια, είτε ακόμα και από βάναυσο θράσος  παρουσιάζουν μια παράσταση καθ΄ όλα απαράδεκτη, προσβλητική και το χειρότερο παραπλανητική; Μπορεί και πρέπει ο  παλαιότερος στα θεατρικά  να διαθέτει ένα απόθεμα κατανόησης απέναντι στα καμώματα των νεώτερων, να τους αναγνωρίζει δικαιώματα και να παραχωρεί περιθώρια, μα όταν οι λεγόμενοι νεώτεροι έχουν καβατζάρει τα σαράντα κι όταν αυτά που παράγουν δεν αφήνουν καμιά ελπίδα για οτιδήποτε καλύτερο, τότε ο έμπειρος οφείλει να τους τραβήξει τ’ αυτί. Πολύ περισσότερο που σαν άνθρωπος κι αυτός απελπίζεται και θυμώνει. Και τώρα ας πούμε ολίγα για τον Χάρολντ Πίντερ. Μια βασική προϋπόθεση για να παιχτεί ένα έργο του και να αναδειχθεί ο όποιος προβληματισμός χαρακτηρίζει αυτό το έργο είναι να παιχθεί και να σκηνοθετηθεί με αλήθεια. Να δίνεται με ρεαλισμό και συνέπεια μια εικόνα πραγματικής ζωής. Μέσα σε μια τέτοια εικόνα ειρηνικής συμβατικότητας, ηπιότητας, υποκριτικής αρμονίας, εισβάλει το «έξω» που με τρόπο «ύπουλο» επενεργεί ανατρεπτικά και αποκαλυπτικά. Πολλές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί από διάφορους είτε αρμόδιους, είτε όχι, σχετικά με την πιντερική δραματουργία. Στα έργα του υπάρχει πράγματι ένα στοιχείο παράλογου,  αναγνωρίζεται μια αίσθηση ελλοχεύοντος κινδύνου, κάτι διαισθητικό προδιαθέτει, ένα υφέρπον στοιχείο προκαλεί στον θεατή ανησυχία πως από την γαλήνια επιφάνεια θα προκύψει αλλόκοτο και δυσάρεστο απροσδόκητο. Μα για να λειτουργήσουν όλα αυτά απαραίτητη είναι η ειρηνική και παραπειστικά φυσική η όψη της πραγματικότητας. Ίσως μάλιστα με πολύ διακριτικό τρόπο, η φυσικότητα να είναι ελαφρά τονισμένη.


Στη συγκεκριμένη περίπτωση η σκηνοθεσία έδειξε μια καταστροφική αδεξιότητα. Έφτιαξε απ’ την αρχή απροκάλυπτη τη δυσάρμονη σχέση του ζεύγους. Έκανε ότι μπορούσε για να  προδιαθέσει με τον πιο άγαρμπο τρόπο για την αδιαφορία του συζύγου και την δουλική υποταγή της συζύγου , τόσο γκροτέσκα σαν να σκηνοθετούσε χοντροκωμωδία. Επιδεικτικά χωμένος στην εφημερίδα ο άνδρας και  υπερβολικά περιποιητική η γυναίκα με μικρούς δηλωτικούς αναστεναγμούς, καρικατούρες και οι δυο από τα μπουρλέσκ των ταινιών του βωβού κινηματογράφου. Φαίνεται πως ίσως προβληματίστηκε αρκετά για να βρεί τους πιο κατάλληλους ηθοποιούς για την κακοποίηση του έξυπνου και υπαινικτικού έργου του Πίντερ. Διάλεξε δυο ηθοποιούς, σωστότερα είναι να τους χαρακτηρίσουν συνεργούς σ’ αυτή την αδίστακτη μεταχείριση του έργου, που έχουν περί υποκριτικής την πιο πρωτόγονη αντίληψη. Αφύσικες στάσεις και κινήσεις, υπερβολικές εκφράσεις και μούτες, ασουλούπωτες εμφανίσεις κι αν πεις για τις ερμηνείες, φωνασκίες, ακκίσματα, χειρονομίες, πριονίσματα του αέρα, στόμφους, ξαφνικές κραυγές που μέσα στο σαν κουτί μικρό χώρο σκηνής και πλατείας ηχούσαν σαν εκρήξεις και σ΄ έκαναν να αναπηδάς στο κάθισμά σου τρομαγμένος. Μια υποκριτική παρωχημένη, σα να ακούς ηθοποιούς του 19ου αιώνα. Υπάρχουν κάποιοι που δυσφορούν για το επίπεδο των ερασιτεχνικών παραστάσεων και δηλώνουν αρνητικοί σε κάθε τι ερασιτεχνικό, θεωρώντας τους σκηνοθέτες αυτοσχέδιους και τους ηθοποιούς ανεκπαίδευτους. Είμαι βέβαιος πως θα αλλάξουν γνώμη αν παρακολουθήσουν την συγκεκριμένη επαγγελματική παράσταση.


Όλα τα άλλα ευρήματα της σκηνοθεσίας, σε όλο το μήκος της παράστασης, ιδέες ξεσηκωμένες από κάπου και βαλμένες ανόητα, αταίριαστα και ανάρμοστα όπου δει, οι μουσικές υποκρούσεις χωρίς ξεκάθαρο λόγο, τα βουίσματα της σφίγγας σε καίρια τάχα σημεία σαν σήματα κινδύνου, οι σκιές πίσω από μια οθόνη που ποτέ δεν γινόταν σαφές τι συμβόλιζε, το μπακλαβαδωτό πλέγμα από πηχάκια που κυριαρχούσε στη σκηνή και διέλυε κάθε ανθρώπινη παρουσία, η ασυνέπεια ως προς το κείμενο που λέει σε πολλά σημεία «βγάλε τον σκούφο σου» και ο Σπιρτοπώλης φοράει καπελάκι, που λέει «έχουμε τέσσερις καρέκλες,  καθήστε όπου θέλετε» και οι καρέκλες είναι δυο, που ο Σπιρτοπώλης είναι ντυμένος και μακιγιαρισμένος σε κλόουν χωρίς λόγο και αιτία. Τι να πει κανείς μπροστά σ’ αυτό το θρίαμβο κακογουστιάς και κακοτεχνίας.  Πώς να σβήσεις την εντύπωση της παράστασης του Μίνου Βολανάκη και των ερμηνειών του Βασίλη Διαμαντόπουλου και της Δέσπως Διαμαντίδου;
Το πιο περιττό και εντελώς απελπιστικό θα ήταν να επιχειρήσει ο κριτικός να αναλύσει τα επίπεδα, τις σημασίες και συμβολισμούς του έργου. Τα χαρακτηριστικά της πιντερικής δραματουργίας και τις αποσημειολογήσεις μαζί και τα ιστορικά του συγκεκριμένου έργου. Δεν σε μεταχειρίστηκε αγαπητέ Πίντερ ο ελληνικός φετινός θεατρικός χειμώνας με την σεβασμό που σου χρωστάμε. Η παράσταση του Χουβαρδά είχε πρόσχημα για την κακοποίηση σου το άλλοθι της αναζήτησης πρωτοποριακής αφηγηματικότητας, τούτο εδώ δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Να σας δώσω και τα ονόματα για να μην τους στερήσουμε την υστεροφημία τους. Σκηνοθέτης η Χριστίνα Χριστοφή, ερμηνευτές Δημοσθένης Φίλιππας, Μαρία Μπρανίδου και Κωνσταντής Μιζάρας, ρόλος βουβός και συνεπώς αθώος του αίματος τούτου.


Κανονικά θα΄ πρεπε ν’ ανοίξουμε διάλογο με πεντέξη ουρανοκατέβατους «κριτικούς», εντελώς πρόσφατης εμφάνισης που δεν συμπεριλαμβάνονται στους καταλογογραφημένους ( βλέπε περιοδικό «Τόπος Θεάτρου», τεύχος Νο 11 Ιανουάριος – Μάρτιος 2019 ) αμφισβητούμενης αμεροληψίας, ως πιθανό δεδομένο, που εκθειάζουν την παράσταση, την σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, με πολλά άρρητ’ αθέμιτα, κουβέντες του αέρα, και διάφορα ξεσηκωμένα από εγκυκλοπαίδειες και άλλες  πηγές, άτομα που σε μια δημόσια συζήτηση, θα ‘πρεπε να υποστηρίξουν υπεύθυνα και με επιχειρήματα τα θετικά που αβασάνιστα και παραπλανητικά σημειώνουν. Αυτά βαθαίνουν το ρήγμα και διαδίδουν τη σύγχυση.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δευτέρα 15 Απριλίου 2019

Αναρτήσεις που...ακούγονται

Οι τέσσερις πρόσφατες ραδιοφωνικές εκπομπές
στο metadeftero.gr

Σπύρος Μπιμπίλας, Δανάη Καλαχώρα, 
Εβίτα Παπασπύρου, Μαριλίτα Λαμπροπούλου



04.03.2019 με την Εβίτα Παπασπύρου
για ακρόαση: https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-o4032019/
για κατέβασμα: https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/topos%20theatrou%2020190304


18.03.2019 με τη Δανάη Καλαχώρα
για ακρόαση: https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-18032019/
για κατέβασμα: https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/topos%20theatrou%2020190318

01.04.2019 με τον Σπύρο Μπιμπίλα
για ακρόαση: https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-01042019/
για κατέβασμα: https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/topos%20theatrou%2020190401

08.04.2019 με τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου
για ακρόαση: https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-08042019/

για κατέβασμα: https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/topos%20theatrou%2020190408


...

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Στην κορυφή του θεατρικού πανθέου

Ευαγγελινή !

Στα διακόσια είκοσι χρόνια που διαρκεί ο νεοελληνικός θεατρικός βίος αναδείχθηκε ένα πάνθεο θεών και θεαινών που εγκαταστάθηκαν στη εθνική μας συνείδηση και αποτελεί ένα μυθικό υπόβαθρο της θεατρικής μας συνείδησης. Είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωτικά συντετμημένο το σημείωμα και χωράει μόνο το μεγαλύτερο των μυθικών προσώπων του θεατρικού μας θεολογίου. 
Την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Την Ευαγγελινή. Την σπουδαιότερη θεατρίνα του θεάτρου μας όλων των εποχών. Αυτοδίδακτη όχι μόνο όσον αφορά την υποκριτική της μόρφωση αλλά και την στοιχειώδη. Ανάγνωση έμαθε διαβάζοντας τους ρόλους της. Τα μεγάλα πάθη των ηρωίδων της τα προσήγγισε αφ΄εαυτού της. Μόνη της ανέλυσε τους χαρακτήρες και τα έργα που έπαιξε. Υπήρξε ένα φαινόμενο πάθους, αυταπάρνησης, διονυσιακού μένους.





Μια απ' τις πιο γνωστές φωτογραφίες της 
Κανένας και καμία δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Λένε πως οι εποχές άλλαξαν και στο πέρασμα τους άφησαν πίσω την Παρασκευοπούλου. Ίσως. Το μεγαλείο της όμως δεν ξεπεράστηκε ποτέ ούτε καμιά μεταγενέστερη το πλησίασε στο ελάχιστο. 
Ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος έγραψε γιαυτήν το παρακάτω ποίημα και τα απήγγειλε από τη σκηνή μετά την πρεμιέρα του έργου «Η κυρία με τις καμέλιες»

Άνθη εις τ´ άνθος της σκηνής σκορπίστε το μόνον,
όπερ μας φερ' εις εποχάς άλλων αρχαίων χρόνων
όπερ μυρώνει την ψυχήν, πτερώνει την καρδίαν
και διακόπτει την πεζήν του βίου μας πορείαν
Ρίψατε άνθη, ρίψατε μυρσίνην, ανεμώνην
εις την ηθοποιόν ημών την μίαν και την μόνην
σκορπίσατε καμέλιαις εμπρός της Καμελίας
και στέψατε το μέτωπον το πλήρες ευφυΐας

Ευαγγελία! και αυτό το όνομα της έτι
ευαγγελίζει την Σκηνήν κ´ εις άλλα    φέρει  έτη.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Θεατρικό Μουσείο: Αδιανόητες επιπλοκές


Το Θεατρικό Μουσείο σε πρώτη προτεραιότητα !

Κάθε συνειδητοποιημένος άνθρωπος του θεάτρου, θεατρικός δημιουργός η θεατής, πρέπει να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στο Θεατρικό Μουσείο. Η κιβωτός της θεατρικής κληρονομιάς δυο αιώνων είναι απαραίτητο να στεγαστεί σε χώρο κατάλληλο και να γίνει εστία προσκυνημάτων στους σκαπανείς ηθοποιούς, τους σπουδαίους και γενναίους και στους σοφούς της θεατρικής γνώσης, στους συγγραφείς και στους σκηνοθέτες που ξόδεψαν τη ζωή τους στην οικοδόμηση ενός θεάτρου που σε ποιότητα και αξιοσύνη ανταγωνίζεται όλα τα αναγνωρισμένα θέατρα της Ευρώπης και της Αμερικής.


Τα τεκμήρια, φωτογραφίες, παραστάσεις βιντεοσκοπημένες,  χειρόγραφα, σημειώσεις σκηνοθετών, προγράμματα, αφίσες, ενθυμήματα, ομοιώματα, σκηνικά αντικείμενα, εργασίες ερευνητικές, βιβλία, λευκώματα, συγγράμματα, έργα θεατρικά τριών αιώνων δυσεύρετα, όλα αυτά και άλλα πολλά πρέπει να δίνεται η ευκαιρία σε Έλληνες κάθε ηλικίας και σε ξένους να τα επισκέπτονται, να τα βλέπουν , να τα μελετούν. Η σημαντική για τον πολιτισμό αυτή αναγκαιότητα επιβάλλεται να γίνει συνείδηση κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Συνείδηση βαθιά που να εμπνέει και να τροφοδοτεί συνεχές πάθος και δύναμη για να γίνει πραγματικότητα ένα Θεατρικό Μουσείου, λίκνο και τέμενος της ελληνικής θεατρικής ιστορίας 3000 ετών ! Παρακάμπτουμε τις πρόσφατες δυσάρεστες και αδιανόητες εξελίξεις και να επικεντρωθούμε στο καίριο ζήτημα.
Τα άλλα, τα καινούργια νομικά επινοήματα δεν πρέπει να μας αφορούν. Θα τα βρούν οι διάδικοι, οι δικαστές και οι δικηγόροι τους.
Από μας μια ατάκα που ο κυρ – Γιώργης, απ΄το έργο
«Ερωτευμένοι Μυλωνάδες» σε κάθε περίσταση σύσταινε στον εαυτό του «Φρόνηση, Γιώργη. Φρόνηση!»

Στο τεύχος του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου", που θα κυκλοφορήσει στις 10 Απριλίου, περιλαμβάνεται εκτεταμένο και αναλυτικό αφιέρωμα στο Θεατρικό Μουσείου και σε όλα τα σχετικά, με ιδιαίτερη αναφορά στα Μουσεία της Ευρώπης.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Εκπομπές Τόπος Θεάτρου

metadeftero.gr

11.02.2019 - Γιασεμή Κηλαηδόνη   (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-11022019/



18.02.2019 - Αλεξάνδρα Σκένδρου   (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-18022019/



25.02.2019 - Ηλίας Μαλανδρής  (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-25022019


Οι τρεις εκπομπές μαζί για κατέβασμα:


https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/tt%20201902


...

Φονικό αμάλγαμα



Εμιλ Ζολά : 
Τερέζ  Ρακέν                                                                                       

Θέατρο Ροές


Ποια είναι η δραστικότητα των μυθιστορημάτων του Εμιλ Ζολά σήμερα, αυτό θα πρέπει νομίζω να είναι το ερώτημα ενός σύγχρονου θεατή η κριτικού, μπροστά σε μια παράσταση σαν αυτή της Τερέζας Ρακέν που είδαμε στο θέατρο «Ροές». Σοκάρει τον αναγνώστη η θεατή μια υπόθεση όπου ένα παράνομο ζευγάρι τυφλωμένο από το ερωτικό ντελίριο αποφασίζει και σκοτώνει τον σύζυγο εκείνης, που στέκεται εμπόδιο στην ελεύθερη απόλαυση του έρωτα τους, αλλά που οι τύψεις και οι ενοχές της ανόσιας πράξης τους οδηγούν στην αποξένωση και στην ακραία απόφαση της κοινής αυτοκτονίας; Δραματικό στόρυ αλλά αρκούντως ξεπερασμένο από τις πολλές επαναλήψεις στο κόσμο της πραγματικότητας και όχι μόνο στον φανταστικό του μυθιστορήματος και των σεναρίων. Τα μυθιστορήματα των Γάλλων πεζογράφων, αυτής της εκλεκτής ομάδας, που στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις πρώτες του 20ου ταρακούνησε τα στάσιμα  του ρομαντισμού, ξεκινώντας από τον Μυσσέ, τον Μπαλζάκ, τον Φλωμπέρ, τον Γκωτιέ, τον Ζολά, τον Μωπασάν, τον Δουμά και έφεραν ρίγη στο αναγνωστικό κοινό με τις αισθησιακές τους τολμηρότητες και τις τραγικές τους περιπλοκές, είναι από καιρό ξεπερασμένα. Τα αστυνομικά χρονικά ευρωπαϊκών χωρών, της ίδιας εκείνης εποχής όσο και σε μεταγενέστερα χρόνια , βρίθουν από εγκλήματα πάθους, δολοφονίες, αυτοκτονίες και πάμπολλους συνδυασμούς τραγικών καταλήξεων και φινάλε.  


Σ’ αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα ξεμυτίζει και η ψυχολογία που διευκρινίζει κίνητρα, πράξεις, αισθήματα και κάνει το κοινό να βλέπει με κατανόηση, επιείκεια και απάθεια τα τραγικά επιδόρπια . Είτε στην σημερινή ελευθεριότητα των ηθών οφείλεται είτε στην εξέλιξη των μέσων πληροφόρησης τα θέματα των συγγραφέων αυτής της περιόδου δεν αποτελούν εξαιρέσεις και φυσικά δεν αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη και τον θεατή. Εκτός από τις εφημερίδες και τα λαϊκά φυλλάδια στα χρόνια του μεσοπολέμου που πρόσφεραν δραματικά αφηγήματα πραγματικά  ή διογκωμένα είτε φανταστικά σε  με ανάλογες μυθιστορηματικές εξελίξεις, εισβάλουν αμέσως μετά οι σεναριογράφοι και από κει και ύστερα το ομοειδή θέματα γνώρισαν μια πληθωρική ποικιλία. Οπότε για τον σημερινό θεατή ουδέν ρίγος από την νουβέλα του Ζολά.
Ξεπερασμένος μεν ο καμβάς αλλά το κέντημα εξαίσιο. Πρόσχημα το λιμπρέτο για να στηθεί μια καθαρά ποιητική παράσταση με μια αλληλουχία μετακινήσεων και μετασχηματισμών που συνειρμικά μοιάζει με καλειδοσκόποιο.  Το συναρπαστικό στοιχείο είναι  μια συνοιρμική σύνθεση σωμάτων που μετακινούνται στο χώρο, παραλληλόγραμμων τραπεζιδίων που ανάλογα  μετασχηματίζονται και αποσυναρμολογούνται για να απανασυνδυαστούν σαν τα πούλια του ντόμινο που σε μικροκλίμακα παίζουν κι αυτά και παίζονται. Η εναρμόνιση του συνόλου συμπληρώνεται με τον λόγο, την φωνή και τους τόνους των ηθοποιών, τα αισθήματα που αναδίδουν και την αίσθηση που δημιουργεί η χρυσή αναλογία χορού, υποκριτικής, κίνησης κάτω από την  εμπνευσμένη διεύθυνση μιας αφανέρωτης μπαγκέτας.

Μα όλα αυτά τα ποιητικά  ξεσπάσματα αγαπητοί μου, που όσο μπορώ τα κρατώ υπό έλεγχο, σας μεταδίδω τις εντυπώσεις μου, και συμπληρώνω πως όλα δεν θα είχαν καμιά ψυχή αν δεν κυριαρχούσε ένας ηθοποιός που η εκφορά το, ο ήχος της φωνής του, οι παύσεις, οι χρωματισμοί, η ποικιλία των τόνων και το διακεκομμένο, κατακερματισμένο  των φράσεων σε λέξεις, διαφορετικά φορτισμένο ακόμα και σε κάθε συλλαβή, δεν βρισκόταν επί σκηνής και δεν εξέπεμπε, δεν ενέπνεε έναν ιδιαίτερο οίστρο σε κάθε τι. Ο Κώστας Βασαρδάνης. Είναι ίσως η πρώτη φορά που τον βλέπω, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος. Μπορεί να τον έχω ξαναδεί αλλά είτε ο ρόλος ή η σκηνοθεσία ή όλα μαζί να μην μου εντυπώθηκαν με τρόπο τόσο απόλυτο. Παίζει τον ρόλο του Καμμί, του προδομένου συζύγου που δολοφονείται και είναι χαρακτηριστικό πως από τη στιγμή που λείπει από τη σκηνή η παράσταση αλλάζει αίσθηση. Μεταβάλλεται η αισθητική της. Σαν να εκπνέει η έμπνευση της παράστασης και σαν αυτό να γίνεται επίτηδες. Σαν να θέλει η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ να κάνει αισθητή την απουσία του, τον φόνο του αθώου και ειλικρινούς αισθήματος και την κυριαρχία του βάρους ενός εγκλήματος.


Η πάντα γοητευτική παρουσία της Μαρίας Κίτσου που δεσπόζει στη σκηνή  ενισχυμένη από την προσωπικότητα της παθιασμένης Τερέζας, δεν μειώνεται ούτε η δραματική της παρουσία χάνει την δριμύτητα της. Η διαφοροποίηση είναι ανεπαίσθητη αλλά ωστόσο σαφής. Ο ερωτικός πυρετός έχει πέσει, ο δολοφονημένος άντρας της βρίσκεται «ανάμεσα» σ’ αυτήν και στον εραστή της, δεύτερο σύζυγό της στην εξέλιξη. Ωραίο το εύρημα του «ανάμεσα», έμπνευση της σκηνοθεσίας. Με τον ίδιο τρόπο κατρακυλάει μετά το φόνο και το πάθος του εραστή συνένοχου. Το βάρος της ενοχής το εξαερώνει. Ο Θανάσης Πατριαρχέας στο ρόλο του εκμαυλιστικού αρσενικού, στο συναρπαστικού εραστή που εμπνέει το ισχυρό πάθος στην γυναίκα του φίλου του, ασυνείδητος αλλά υποχείριο της ερωτικής έξαψης, είναι  πολύ πειστικός και όχι μόνο σαν φυζίκ αλλά και υποκριτικά ακολουθεί με συμμετοχή όλη την γκάμα της μεταστροφής. Ένα ερωτικό τρίγωνο τραγικό, μοιραίο και καταστροφικό. Πόση ικανοποίηση για τον θεατή να παρακολουθεί τρεις ηθοποιούς να συστρέφονται  στις περιπλοκές παθών και να αποστρέφονται ως τον θάνατο. Και πώς να μην θαυμάσεις την σκηνοθετική και συνάμα την χορογραφική κινησιολογική της Μόνικας Κολοκοτρώνη που συνέθεσαν αυτό το εξαίσιο σκηνικό αμάλγαμα (λέξη τόσο ταιριαστή με την ετυμολογία της που προέρχεται από ρίζες με έννοιες σχέσεις σαρκικές περιπλεγμένες). 

Στο ρόλο της μητέρας η Σοφία Σεϊρλή, δίνει στο ρόλο προσωπικότητα και συμμετοχή μεγαλύτερη απ’ όση της καταμέρισε ο συγγραφέας κι έτσι  μπόρεσε να διεκδικήσει μια εναργέστερη  ανάμιξη στο δράμα, πιθανόν με πρωτοβουλίες  και παρεμβάσεις της διασκευής και της σκηνοθεσίας.

Επανέρχομαι στους ρόλους της σκηνοθεσίας και της κινησιολογίας κι αυτό για να υπογραμμίσω πως οι σκηνικές συνθέσεις ήταν τόσο αναμεμιγμένες σαν κράμα μετάλλων που είναι αδύνατο να διακρίνεις την συμμετοχή του καθενός. Είναι γνωστό εξ άλλου πως η συνεργασία της συγκεκριμένης σκηνοθέτιδας με την  Κολοκοτρώνη είναι πολύχρονη και έχει δοκιμαστεί σε πολλές παραστάσεις μέχρι σήμερα. Εδώ είναι απαραίτητο να εξαρθεί και η συμβολή της εικαστικής δημιουργίας του έξυπνα και καλλιτεχνικά  μεταβαλλόμενου χώρου, μιας συστοιχίας βασικά τεσσάρων παραλληλόγραμμων που ανακινούνταν σε αλληλοπροσαρμογές δημιουργώντας τα κατάλληλα περιβάλλοντα. Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης εκτός από την σκηνογραφική ευθύνη επιμελήθηκε και τα εναρμονισμένα με την εποχή όσο και με την γενική αισθητική κοστούμια.

Γιώργος Χατζηδάκης





Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ανάθεμα στη "σιωπή των αμνών"



Κώστα Γάκη : Απ’ την Αντιγόνη στη Μήδεια                                       
Θέατρο Αλφα – Ιδέα  -


Προβληματίστηκα αρκετά αγαπητοί μου για τον τίτλο που θα ‘βαζα στην κριτική μου για το έργο «Από την Αντιγόνη στη Μήδεια» που είδα στο θέατρο «Αλφα-Ιδέα». Στην αρχή σκέφτηκα και τον τίτλο «Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω», όπως επίσης και το «Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» αλλά τελικά προτίμησα τα αμνοερίφια. Ως εδώ όμως τα ευτράπελα και τα σατιρικά. Μπορεί με την διάθεση αυτή να θέλουμε να απαντήσουμε στο θέαμα που υποχρεωθήκαμε να παρακολουθήσουμε και στα ανεβοκατεβάσματα σε πλήθος σκάλες ανέβα – κατέβα που δρασκελίσαμε μέχρι να φτάσουμε στον τόπο της παράστασης, αλλά μια θεατρική παράσταση  απαιτεί σοβαρότητα και ευθύνη στην αντιμετώπιση της και ακριβώς  στις αξίες αυτές έχουμε σκοπό να αναφερθούμε. Στο κάτω κάτω ένας της ηλικίας μου δεν μπορεί να ανοητολογεί ανταποδοτικά,  έχει άλλη υποχρέωση να εκπληρώσει απευθυνόμενος σ’ έναν κατά πολύ νεότερο παρά να τον ειρωνευτεί και να τον σατιρίσει. Αναδιπλώνομαι λοιπόν και ξεκινώ με νέο αναθεωρημένο πνεύμα. Σας εκθέτω τα διαλαμβανόμενα επί σκηνής και επί οθόνης.


Πριν απ’ την παράσταση ζητιέται από τον θεατή που προσέρχεται να γράψει ένα ποίημα για τη γυναίκα κατά τα πρότυπα των παλαιών κονφερασιέ των μεταπολεμικών αναψυκτηρίων και να το παραδώσει σε κάποιον του θιάσου.  Ίσως και ως παιχνίδι συναναστροφών, κάπως σαν τα λεύκωμα μικρών μυστικών, για όποιους τα θυμούνται. Μπορεί όμως και σαν απόπειρα διαδραστικής προσέγγισης που εφαρμόζεται εσχάτως. Ίσως κάτι απ’ όλα. Αρχίζει λοιπόν η παράσταση με πρόλογο περί ποίησης και ταυτόχρονα στην οθόνη προβάλλονται  πορτρέτα ποιητών. Σεφέρης, Ναζιμ Χικμέτ, το νησί Ικαρία, Πολυδούρη, Πεσσόα. Επιλογές τυχάρπαστες. Για τους πρώτους δίνεται εξήγηση της επιλογής τους το Αιγαίο (;) για την Πολυδούρη ότι αγάπησε με πάθος, (;) και για τον Πεσσόα πως έγραψε με πολλά ψευδώνυμα και ντύθηκε πολλές προσωπικότητες όπως  μας προειδοποιεί πως θα κάνει στη συνέχεια και ο αφηγητής Κώστας Γάκης, συγγραφέας και πρωταγωνιστής του θεάματος που θα ακολουθήσει. Στη συνέχεια προβάλλεται ο Όμηρος και οι τρεις τραγικοί. Ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σολωμός δεν σήμαιναν επί του θέματος. Το οργιώδες ωστόσο είναι τα τρυκ και τα κόλπα της τεχνολογικής θαυματοποιίας που με κάμερες και προβολές, φώτα και πατέντες και προγράμματα αυτοματισμού και εφέ, που διαδέχονται το ένα το άλλο και όπου το επόμενο ανταγωνίζεται το προηγούμενο, τα δαιμόνια αυτά συνεπαίρνουν τον θεατή, που έχει πια χαθεί σε χάος αλλοπροσαλλοσύνης. Δεν υπάρχει επικέντρωση, σημείο στήριξης, κέντρο βάρους, θέμα, πρόθεση,  αρχή και τέλος. Ο λαός λέει «Ότι του φανεί του Λωλοστεφανή». Σ΄ όλο αυτό το διάστημα  παρελαύνουν οι τραγικές ηρωίδες συνοδευόμενες από σχόλια, πληροφορίες, ονόματα, πρόσωπα, σκιές, μύθους σε ένα ανακάτεμα  Αντιγόνη, με Κρέοντα, ύστερα το ροζ ελαφάκι της Αρτέμιδας από το jumbo με κερατάκια. Κάπου και ο Αγαμέμνονας και η φιγούρα του Αχιλλέα ως ήρωας θεάτρου σκιών και μετά η Ελένη και ο όρκος των μνηστήρων και λίγο πριν η λίγο μετά η κρίση του Πάριδος με το μήλο κι ύστερα η Κασσάνδρα και η καταστροφή της Τροίας στην αμμουδιά κι ύστερα μια ελληνική σημαία και αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης κι ύστερα η Ικαρία και οι πολιτικοί εξόριστοι κι ύστερα ο Ορέστης. Ο Ορέστης που όμως είναι αυτιστικός και τον στέλνουν σε άσυλο στη Συρία. Επιστρέφει στο επόμενο πλάνο  – μήπως όχι –  πάντως αν επιστρέφει είναι απολύτως φυσιολογικός και φέρνει στην Ηλέκτρα την τεφροδόχο κι εκεί  μπαίνει σφήνα ο θρήνος, αλλά είναι ψέματα γιατί ο Ορέστης είναι μια χαρά και αναγνωρίζονται με την Ηλέκτρα και αγκαλιάζονται και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά όχι ακόμα.  Ξεχάσαμε την Εκάβη και τα πολεμικά ανακοινωθέντα αριθμημένα που εκφωνούνται σε ποιόν πάει ποια απ΄ τις θυγατέρες του Πρίαμου.


Αλλά φίλτατε αναγνώστη τα πράγματα δεν γίνονται έτσι απλά και ήρεμα. Καθόλου! Τα τερτίπια με τις κάμερες και τις προβολές οργιάζουν, βυσσοδομούν, μηχανορραφούν, εξυφαίνουν, εξαφανίζουν πρόσωπα από σκηνής και τα εμφανίζουν επί οθόνης, χάνεται ο αφηγητής σε μια καταπακτή και αναδύεται την ίδια στιγμή στην οθόνη  τα φωτιστικά προγράμματα κόβουν τα σώματα σε δυο χρωματικά μέρη κι άλλα μαγικά που τύφλα να ‘χει ο Χουντίνι. Κοντά στο τέλος εμφανίζεται και η παιδοκτόνα Μήδεια υπεράνω του διαδρόμου γεφυρώνοντας τις δυο σειρές των καθισμάτων με τα δυο παιδιά της, ένα σε κάθε χέρι και ο κομπέρ μας λέει κάτι για τον Ιάσονα και την απιστία του αναφέρεται το άρμα του ήλιου και αναγγέλλει ως κλου την εμφάνιση του ποιητή ( ποιού ποιητή, του αιώνιου ποιητή;) και μας παρουσιάζει η οθόνη τον Στέφανο Ληναίο να πλησιάζει φλου και να νετάρει φτάνοντας ως ένα χορταστικό γκρο πλαν. Ήταν λοιπόν ο Ληναίος ο ποιητής του εμπνευσμένου πονήματος ; 
Όχι βέβαια ! Απλώς ο Στέφανος έβαλε το θέατρο Άλφα και ο Γάκης την Ιδέα.  

Μια σύσταση σχετικά με τα πρόσωπα των μύθων και των τραγωδιών. 
Είναι καλύτερα να τα σεβόμαστε και να τα αγνοούμε παρά να τα θυμόμαστε για να τα καπηλευθούμε. Απ’ όσο έτυχε να γνωρίζω όλο αυτό που σας περιέγραψα - και όσα αρκετά παρέλειψα - θέατρο δεν είναι και ούτε με θέατρο μοιάζει.  Το θέατρο, είτε κλασικό η πρωτοποριακό, πειραματικό, περφόρμανς η θέατρο της επινοητικότητας, θέατρο του παραλόγου η θέατρο ανατρεπτικό, πολιτικό, επικό, αποστασιοποιημένο, θέατρο δωματίου η θέατρο του δρόμου, απαιτεί μια συνοχή, έναν μπούσουλα, ένα θέμα, μια αιτία και έναν λόγο για να το κάνεις και να το δεις. Αν κανένας τέτοιος λόγος δεν υπάρχει τότε δεν έχουμε ούτε καν θέατρο αλλά σαχλαμάρα η ακόμα χειρότερα κάποιος εξυπνάκιας εκμεταλλεύεται την σιωπή των αμνών και εξυπηρετεί με έπαρση και θρασύ τρόπο κάποιο σύνδρομο. Στην περίπτωση αυτή ο κριτικός παραπέμπει την περίπτωση σε άλλη επιστημονική αρμοδιότητα.


Υπήρχε ωστόσο ένα ισχυρό αντίδοτο στην απελπισία του θεατή, μια, δυο τρεις παρηγορητικές ερμηνείες, τρεις γυναικείες  παρουσίες που εξουδετερώνουν  όλον αυτόν τον αχταρμά και διατηρούν μικρές εστίες θεατρική κοινωνίας. Οάσεις που θάλλει η θεατρική αίσθηση και μάλιστα με τρόπο θαυμαστό. Η Μαρία Παπαφωτίου μια ασυνήθιστα καλή θεατρίνα με ένα πλήθος σκηνικά προσόντα, υπάκουη και αποδοτική σε κάθε απαίτηση της υπερβολών της σκηνοθετικής άποψης καταφέρνει εντούτοις να δώσει μια αίσθηση των  τραγικών προσώπων που έχει επιφορτιστεί  διαφεύγοντας κάποτε κάποτε από τον κλοιό των «ευρημάτων». Υποβλητική εκφορά, πολύ καλή κίνηση, σημαντική στάση και αισθησιακή παρουσία σημειώνουμε στη μερίδα της. Τα τραγούδια της Ίριδας Κανδρή και το πιάνο και το βιολί της Στέλλας Ζιοπούλου ήταν μια ανάπαυλα γνήσιας τέχνης, ανάσα και ανακούφιση για τον «στριμωγμένο» θεατή. Ως συνθέτης της μουσικής και των τραγουδιών ιδιαίτερα, ο σκηνοθέτης αξίζει έπαινο ιδιαίτερο αλλά και όταν ο πνιγηρός  και εξαμβλωματικός του ολοκληρωτισμός για να κυριαρχήσει επί των σιωπηλών αμνών του επέτρεπε να παραμείνει απέριττος ηθοποιός Κώστας Γάκης είναι καλός ως πολύ καλός.  Η αγωνία της παντοκρατορίας τον καταπίνει.

Γιώργος Χατζηδάκης