Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Π Ι Ν Ο Κ Ι Ο στο θέατρο Άλμα


Θεωρώ πως το θέαμα που παρακολούθησα στο θέατρο «Άλμα» με τον τίτλο «Πινόκιο» δεν έχει κανένα σημείο που να αγγίζει την τέχνη του θεάτρου. Σε καμιά στιγμή της παράστασης δεν παρατηρήθηκε έστω και μια σκηνοθετική υποψία, κάποια σπίθα σκηνοθεσίας, κάποια έστω φευγαλέα έμπνευση, ευφυΐα, ευρηματικότητα. Είμαι βέβαιος πως και ο πλέον προκατειλημμένος υποστηρικτής του σκηνοθέτη Βασίλη Ρίτσου δεν μπορεί να ισχυριστεί πως αντιλήφθηκε κάποιον ρυθμό, η έστω και μια τρέχουσα ροή αφηγηματικότητας. Ας πάρει το κείμενο του έργου στα χέρια του οποιοσδήποτε καλόβολος θεατής και ας μας πει αν έχει ειρμό, συνέπεια, ανέλιξη, εξέλιξη. Τέτοια προχειρότητα, ευτέλεια και κακοτεχνία λόγου και στίχων δεν επιτρέπεται, δεν είναι ανεκτό να ανεβαίνουν για οποιονδήποτε λόγο στη σκηνή του θεάτρου και να προτείνονται στα παιδιά ως θεατρική παράσταση. Γιατί η παραγωγός κ. Μαίρη Γκότση, που είναι και η ίδια ηθοποιός δεν προβληματίστηκε με το κείμενο και την παράσταση στο στάδιο της προετοιμασίας και πριν την πρεμιέρα ώστε να προλάβει να αποτρέψει και να διορθώσει; Αλλά και αν από ευαισθησία δεν ήθελε η δεν μπορούσε η ίδια να παραβιάσει την δεοντολογία παρεμβαίνοντας στο έργο του σκηνοθέτη, γιατί δεν συμβουλευόταν κάποιον σχετικό, άνθρωπο της τέχνης η εκπαιδευτικό η και απλό θεατή να της πει αν αυτό το συνονθύλευμα , είχε το παραμικρό ίχνος αισθητικής, καλλιέπειας ή μορφωτικής αξίας; Είμαι κατηγορηματικά απορριπτικός για την συγκεκριμένη παράσταση, απαλλάσσω δε τους ηθοποιούς από κάθε ευθύνη, διότι θεωρώ πως αυτό το θλιβερό θέαμα που παρουσίαζαν από άποψη υποκριτικής, ήταν αποτέλεσμα της ανεύθυνης παραγωγής, του έργου και κυρίως του σκηνοθέτη.
Γιώργος Χατζηδάκης

Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ του Μολιέρου

Παρακολούθησα την παράσταση «Φλάργυρος» του Μολιέρου, της Τούλας Ζαχαριουδάκη στο θέατρο Δανδουλάκη. Η γνώμη μου είναι μάλλον θετική με αρκετές αντιρρήσεις εντούτοις. Στις κύριες επιφυλάξεις μου συγκαταλέγεται πρώτον η προσθήκη πολλών τραγουδιών που η μεγάλη συχνότητά τους διασπούσε τον μολιερικό ρυθμό και ύφος και ανέκοπτε τη ροή. Νόθευε την ατμόσφαιρα της εποχής και την κομψότητα και χάρη του είδους μετατρέποντας την πατροπαράδοτη ευλαβή προσήλωση στο στυλ του 16ου αιώνα σε κάτι από αμερικάνικο μιούζικαλ. Μια ευκαιρία να μυηθούν οι μικροί θεατές στις ιδιαιτερότητες του μολιερικού θεάτρου, στο είδος που αποτελεί εθνική θεατρική έκφραση μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας και πιστοποίηση μιας ολόκληρης εποχής πήγε χαμένη. Εξίσου χαμένη πήγε μια δεύτερη ευκαιρία να έρθει σε ουσιαστική επαφή το παιδί του συγκεχυμένου σημερινού κόσμου μ’ έναν κλασικό Γάλλο συγγραφέα που συνδέεται απ’ ευθείας και πολύ στενά με το παλαιότερο και το νεότερο θέατρό μας. Μια άλλη επί μέρους αντίρρηση είναι πως ούτε η διασκευή ,( σαφέστατη και εξυπηρετική για την περίσταση ) , δεν νοιάστηκε να διατηρήσει την παιγνιώδη ευστροφία του μολιερικού λόγου και την ανάδειξη της μεγάλης σχολής της φάρσας και του σατιρισμού των ηθών. Από πλευράς υποκριτικής, έστω και μόνη της η δεξιοτεχνική ερμηνεία του Κώστα Λιάσκου στο ρόλο του Αρπαγκόν, άρκεσε για να καλύψει πολύ περισσότερες από τις λίγες ως αρκετές, επί μέρους ανεπάρκειες κάποιων ηθοποιών. Η σκηνοθεσία με γνώση και πείρα στο παιδικό θέαμα, επικεντρώθηκε χοντρικά στην υπόθεση και στην υπογράμμιση των αστείων στοιχείων, με την αντίληψη πως το παιδικό θέατρο πρέπει να περιορίζεται στο «σουμάρισμα». Μ’ αυτή τη μέτρηση μπορούμε να την κρίνουμε την σκηνοθεσία επαρκή έστω κι αν δε πλησίασε τις ιδανικές προθέσεις που θίξαμε στις προηγούμενες αράδες. Τα κοστούμια συνεπέστατα με την εποχή. Κοντολογίς μια αξιοπρεπής παραγωγή συντονισμένη στις ανάγκες της εύκολης κατανάλωσης και χωρίς να παραβαίνεται πουθενά ο κανόνας του ευπρεπούς αποτελέσματος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Σελίδες απ' την εργασία μου για το ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

1. ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
2. ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ


Παιδικό Θέατρο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Για να προβληματιστούμε πάνω στο θέατρο για παιδιά πρέπει πρωτύτερα να κατανοήσουμε σε βάθος και πλάτος την έννοια του θεάτρου, την βαθύτερη ουσία του και να μελετήσουμε τις αναγκαιότητες που το γέννησαν και αυτές που το διατηρούν παραπάνω από 3000 χρόνια μέσα στον καθημερινό βίο των ανθρώπων. Αν καταγίνουμε με το ζήτημα του παιδικού θεάτρου με την σπουδαιολογία του θεωρητικού η την επιπολαιότητα του παραγωγού η την σχολαστικότητα του εκπαιδευτικού θα περάσουμε δίπλα απ’ το πρόβλημα και δεν θα αγγίξουμε, το πρόβλημα που έχει από καιρό γίνει οξύ. Αφού κατανοηθεί και συνειδητοποιηθεί η παρηγορητική αιτία, το κίνητρο που προκάλεσε το φαινόμενο της θεατρικής πράξης, εκεί κάπου στις απαρχές της ανθρωπότητας, όταν οι άνθρωποι ήταν ακόμα αδιάφθοροι απ’ τη γνώση, την εμπειρία και την πληροφόρηση και αγωνιούσαν να βρουν τρόπους να επικοινωνήσουν με το άγνωστο, τότε θα προκύψει ολοφάνερη παρεξήγηση που επικρατεί σήμερα ως προς την προσληπτικότητα των σημερινών αποδεκτών μικρών και μεγάλων. Τα παιδιά, ωστόσο, άμωμοι και εκστατικοί ακόμα αποδέκτες των φαινομένων, είναι πολύ πιο κοντά στη μεθεκτική πρόσληψη του δρώμενου. Η τελετουργία της θεατρικής πράξης πετυχαίνει στο παιδί που δεν έχει ακόμα διαφθαρεί από ένα αλλοτριωτικό σύστημα αξιών και συμβατισμών, την προσδοκώμενη επαφή. Και ακριβώς αυτό το σύστημα των συμβατισμών είναι που οδηγεί στην ανάγκη του διαχωρισμού μεταξύ του παιδικού θέατρο σε αντίστιξη με το θέατρο των ενηλίκων.
Ακόμα και ο όρος παιδικό θέατρο είναι σαν κατάταξη επιπόλαιος και αβασάνιστος. Είναι ένας χαρακτηρισμός που απαιτεί διευκρινίσεις και επιμερισμούς, μιας και η παιδική ηλικία, που καλύπτει με τα σημερινά δεδομένα μια δεκαετία, μια ηλικιακή περίοδο δηλαδή από τα τρία ως τα δεκατρία χρόνια, αφορά μια κλίμακα που αλλεπάλληλα διαφοροποιείται και συνεχώς μεταβάλλεται σωματικά και ψυχοπνευματικά. Μια κλίμακα που δεν επιτρέπει κανέναν συνολικό προσδιορισμό, καμιά γενίκευση. Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα έχει επιχειρηθεί μια διαβάθμιση με βάση την κλίμακα της Εκπαίδευσης. Η μεθόδευση της εκπαιδευτικής αναγκαιότητας επινόησε την Πρωτοβάθμια κλίμακα, την Δευτεροβάθμια και την Τριτοβάθμια και κάθε μια απ’ αυτές τις κατηγορίες αφορά σε μια ηλικιακή περίοδο. Από τα τρία ως τα οκτώ η πρώτη (νηπιαγωγείο, δημοτικό) από τα εννέα ως τα δώδεκα η δεύτερη (Γυμνάσιο) και δεκατρία ως δεκαέξι (Λύκειο). Στην τελευταία κατηγορία δεν μιλάμε πια για παιδιά αλλά για εφήβους. Στους προβληματισμούς για το παιδικό θέατρο είναι, νομίζω ανεύθυνο αν αποδεχθούμε την κατηγοριοποίηση που υποχρεωτικά προτείνει η Εκπαίδευση, που την θέσπισε για την εξυπηρέτηση και εφαρμογή του δικού της συστήματος και να εντάξουμε σε ομαδοποιήσεις ηλικίες που αντιπροσωπεύουν της πιο συνεχώς μεταβαλλόμενη περίοδο ανάπτυξης του ανθρώπου. Η ευκολία με την οποία εντάσσουμε την τετραετία από τα τρία ως τα επτά χρόνια σε μια ομάδα, έστω και αν την εξυπηρέτηση της Εκπαίδευσης λόγοι πρακτικοί την επιβάλλουν, δείχνει πως ίσως δεν γνωρίζουμε ποια είναι η βιολογική, πνευματική και ψυχική διεργασία ανάπτυξης, ωρίμανσης και συνειδητοποίησης, συγκρότησης του «εγώ», της προσωπικότητας και της σχέσης του ανθρώπινου όντος με τον εαυτό του και με τους άλλους, σ’ αυτή την τετραετή φάση. Πόσο, όχι κατ’ έτος, ούτε ανά εξάμηνο η μήνα, εβδομάδα η ημέρα, αλλά ανά ώρα και λεπτό, οι μεταβολές που σημειώνονται σ’ αυτό το διάστημα είναι ραγδαίες και συχνότατα ανατρεπόμενες και ανατρεπτικές; Ανάλογες, εξ ίσου ραγδαίες και ριζικότερα ανατρεπτικές και ανατρεπόμενες, είναι και οι μεταβολές που σημειώνονται στην πορεία του ατόμου προς την εφηβεία αλλά και μέσα σ’ αυτήν. Απορρίπτουμε συνεπώς την κατάταξη που η εκπαιδευτική αναγκαιότητα, μάλλον επιπόλαια και οπωσδήποτε στην αγωνία μιας κατατακτικής φόρμουλας, απαραίτητης για λόγους πρακτικούς, έχει θεσπίσει.

Το Παιδικό θέατρο, λοιπόν μπορεί να ισχύει σαν όρος, γεμάτος όμως με επιφυλάξεις, ενστάσεις και αντιρρήσεις και πάντα με την απαραίτητη διευκρίνιση την επιβεβλημένη από την κατά περίπτωση ιδιαιτερότητα. Οι αμφισβητήσεις των γενικοτήτων εμπνέονται και από άλλες κοινωνικές παραμέτρους. Αν δεχθούμε πως παρά την ομοιογενή, κωδικοποιημένη παιδεία που παρέχει το κράτος, διατηρούνται διαφορές, ποικιλίες, μορφωτικές, ταξικές, αισθητικές που διαμορφώνουν αναπόφευκτα την προσληπτικότητα , την επικοινωνιακότητα, την δεκτικότητα σε επίπεδο διαλόγου και ανταλλαγής και ιδιαιτεροποιούν το σύνολο και το επιμερίζουν σε υποομάδες, που υποδιαιρούμενες μπορούν να φθάνουν ως και εξατομικευμένες περιπτώσεις. Δεν είναι δυνατό φυσικά να προβλεφθεί και παραχθεί ένα θέατρο που θα καλύπτει τον περιορισμένο αριθμό μικρών ομάδων προκειμένου να απευθύνεται στις εξειδικευμένες ανάγκες. Αυτό φαίνεται κατ’ αρχήν ανέφικτο και μόνο πειραματικά μπορεί να αναζητηθεί ένα τέτοιο μοντέλο, όπως και έχω υπ’ όψη μου πως κάτι ανάλογο επιχειρείται σεμιναριακά και πιθανόν περιορισμένα να εφαρμόζεται.

Οι παραπάνω νύξεις αποκαλύπτουν πως το θέατρο που απευθύνεται σε παιδιά είναι μια σοβαρή υπόθεση που έχει δυστυχώς εγκαταλειφθεί σε ευκολίες και δεν αντιμετωπίζεται με γνώση και ευθύνη. Ή μάλλον για να μην αδικήσουμε το σύνολο, αντιμετωπίζεται σε πολλές περιπτώσεις και με γνώση και με ευθύνη κάτω όμως από μια στρεβλή και παρεξηγημένη έννοια και ουσία και των δύο αυτών αξιών. Και σ’ αυτό το σημείο ας στραφούμε στην πρώτη και ογκωδέστερη παρεξήγηση. Γίνεται κατ’ αρχήν λοιπόν το κεφαλαιώδες λάθος να χρησιμοποιείται το θέατρο για παιδαγωγικούς και διδακτικούς σκοπούς. Μια αρχέγονη υπαρξιακή έκφραση γίνεται υποχείριο στην ωφελιμιστικότητα, στην σκοπιμότητα της εκπαιδευτικής μεθόδευσης. Θυσιάζεται η αίσθηση στη γνώση και μάλιστα στη γνώση που θα εξυπηρετήσει την κατάπνιξη της υπαρξιακής αίσθησης. Μεταβάλλεται δηλαδή η ουσία του θεάτρου, νοθεύεται ο ρόλος του που είναι η μέθεξη, και από τέχνη εκστατική μετατρέπεται σε από έδρας διδασκαλία. Είναι στρεβλή η αντίληψη να χρησιμοποιείται το θέατρο για να διοχετεύονται ηθικές αξίες, ευσεβή θρησκευτικά αισθήματα και πατριωτικά φρονήματα. Νοθεύεται έτσι η υπαρξιακή υπόσταση του θεάτρου, ο ψυχοπνευματικός του ρόλος, η αριστοτελική «δι ελέου και φόβου κάθαρσις». Δεν πρέπει να συγχέεται ο ρόλος του σκηνικού παταριού η της θυμέλης του αρχαίου θεάτρου με τον ρόλο της διδασκαλικής έδρας, του εκκλησιαστικού άμβωνα η του πολιτικού βήματος. Η απόσταση ανάμεσά τους πρέπει να μετρηθεί με τις διαστάσεις που προτείνει η ιστορία της σκοπιμότητας και η σκοπιμότητα της ιστορίας.
Είναι καταπληκτικό αλλά η συνήθεια που έχει επικρατήσει στο χώρο του παιδικού θεάτρου, να φορτίζεται με διδαχές και μορφωτικές σκοπιμότητες και χρηστομάθειες, όσο και να φαίνεται παραδοξολογία η μορφωτική αποστολή που επιφυλάσσεται στο θέατρο από την κρατούσα αντίληψη, το προσομοιάζει προς τις μπρεχτικές προδιαγραφές. Όπως ο Μπρέχτ και οι οπαδοί της αποστασιοποίησης φιλοδόξησαν να μεταχειριστούν το θέατρο για τους διαφωτιστικούς σκοπούς τους έτσι και χρησιμοποίηση του παιδικού θεάτρου από μορφωτικές και διαμορφωτικές σκοπιμότητες υπονομεύει τις δομές του θεάτρου. Η θεατρική τελετουργία η απευθυνόμενη στα παιδιά, ενώ θα ‘πρεπε να διατηρεί την αγνότητα της ψυχοπαρορμητικής προσέγγισης, μεταβάλλεται αντίθετα σε μέσο στρατευμένο, σε εργαλείο παιδαναγκασμού και όργανο προπαγάνδας, που όσο και αν εξιδανικεύουμε αυτή την πραγματικότητα με όρους όπως παιδαγωγικότητα, επιμόρφωση και άλλα ηχηρά παρόμοια παραμένει εντούτοις μια διαστρέβλωση. Εάν στα έργα και τις παραστάσεις παιδικού θεάτρου προτεραιότητα δίνεται στην μετάδοση ηθικοπλαστικών μηνυμάτων βρισκόμαστε μπροστά στην πρόθεση να μειωθεί η συμμετοχή στην τέλεση για να λειτουργήσει προπαγανδιστικά το μήνυμα. Ατόφια δηλαδή η πολυθρύλητη αποστασιοποίηση των μπρεχτικών μεθόδων. Μην αισθάνεσαι, μην συμμετέχεις αλλά αποδέξου και αφομοίωσε το μήνυμα. Κι έτσι συντηρούμε το αποτέλεσμα στην πιο πρόσφορη ηλικία των μαγικών εντυπώσεων, στην περίοδο που ο άνθρωπος διέρχεται μια περίοδο αγνότητας, με την έννοια πως δεν έχει υποστεί τις αλλοτριωτικές επιδράσεις των σκοπιμοτήτων και των κατά συνθήκην αποδοχών, στην ηλικία που ο νους και η ψυχή αντιδρούν στης ιστορίας τους κανόνες και προτιμούν των μύθων την ασυδοσία, έρχεται το θέατρο, η τέχνη της ψευδαίσθησης, η τελετή του πλαστού και γίνεται απόστολος και διανομέας ρεαλιστικών μηνυμάτων και αξιών περί των οποίων τα ιερατεία και τα διδασκαλεία και η κρατούσα ιδεολογία έχουν αποφασίσει.
Ασφαλώς ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως δεν κρίνεται εδώ η όποια σημασία ή ορθότητα των διδαχών. Καλά και άγια μπορεί να είναι τα όσα η επίσημη τάξη των πραγμάτων έχει θεσπίσει να διοχετεύονται στους πολίτες εξ απαλών ονύχων. Κρίνεται και κατακρίνεται η επιλογή του θεάτρου να γίνεται ο πομπός των διδασκαλιών και μηνυμάτων. Καταδικάζεται η μετατροπή της θυμέλης σε διδασκαλικό βήμα. Ο εκφυλισμός αυτός της θεατρικής λειτουργίας τραυματίζει ανεξίτηλα τη σχέση του νέου ανθρώπου με το θέατρο, στρεβλώνει από νωρίς την αντίληψη για το θέατρο και απομακρύνει απ’ αρχής τον θεατή απ’ αυτό που είναι δυνατόν να τον μεταφέρει σε επικοινωνίες βαθύτερες και πλατύτερες (αποφεύγω να σημειώσω τον όρο μεταφυσικές) και τον υποχρεώνει να το αντιμετωπίζει σαν ένα μέσο του καταπιεστικού συστήματος. Στην νεαρή ηλικία ο άνθρωπος έχει μια έντονη διάθεση ανυποταξίας, αντίδρασης στο επιβεβλημένο, άρνησης στις επιταγές για το πρέπον και το σωστό. Δεν είναι αυθαίρετη η διαπίστωση, ούτε και χρειάζεται να ανατρέξουμε σε επιστημονικά συμπεράσματα η στατιστικές. Οποιουδήποτε ατόμου απ’ τα είδη του ζωικού βασιλείου κι αν παρατηρήσουμε την συμπεριφορά στην νεαρή ηλικία θα διαπιστώσουμε έντονο το στοιχείο της ανυποταξίας. Εφ’ όσον λοιπόν το θέατρο αντί για ένα παιχνίδι φαντασίας και ανυποταξίας στην εκλογίκευση και στους κανόνες, αντί για μια πράξη παιδικής ανεμελιάς και απρονοησίας γίνεται συνεργός των καταπιεστικών μεθόδων των εκπαιδευτικών συστηματικών επινοήσεων, που σκοπό έχουν να νουθετήσουν το παιδί προς την κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξης, της συμμόρφωσης στο κυρίαρχο μοντέλο, αυτονόητη είναι η αντίθεση που εγκαθίσταται στο υπόβαθρο της παιδικής ψυχής. Κι αν δεν έγινε πειστικό το επιχείρημά μου ας σκεφθούμε πόσο αρνητικά συναισθήματα μπορεί να δημιουργεί στο παιδί που υποβάλλεται σε μια αγωγή κοινωνικής προσαρμοστικότητας, στην οποία η φύση του αντιδρά, όταν διαπιστώνει πως το θέατρο που του δημιουργεί την ελπίδα της διαφυγής αποδεικνύεται μέσο των ίδιων παιδαγωγικών μηχανισμών.
Και σ’ αυτό το σημείο καλούμαστε νομίζω να αναζητήσουμε τα επιχειρήματά μας στη σχέση θεάτρου και παιχνιδιού, στην αναζήτηση της σχέσεις του δηλωτικού και αποκαλυπτικού ρήματος παίζω. Κι ας ξεκινήσουμε απ’ το παιχνίδι, την αυθόρμητη και πηγαία αυτή έκφραση, αυτήν την φυσική σωματική και ψυχοπνευματική παρόρμηση του παιδιού που κύριο γνώρισμά της είναι η μεταφορά σ’ έναν κλειστό η ανοιχτό κόσμο ψευδαισθήσεων, φανταστικό κόσμο κατασκευασμένο από στοιχεία δάνεια της πραγματικότητας σε διεξαγωγές που πάντα περιέχουν μίμηση και υπόκριση. Το παιχνίδι είναι μια μαγική περίοδος στην παιδική ηλικία που δύσκολα μπορεί να προσεγγισθεί από τον κόσμο των ενήλικων. Το παιδί δοκιμάζει ρόλους, δηλαδή μεταφορές σε φανταστικές ταυτότητες και επιχειρεί δοκιμάζοντας τις δυνατότητες του να υπάρξει μέσα απ’ αυτές. Δοκιμάζει επίσης τρόπους και κώδικες αντίληψης των όσων του προτείνει η πραγματικότητα, προσπαθεί να καταλάβει και να αποδεχθεί τον κόσμο, άλλοτε υποκρινόμενο, μιμούμενο και μετερχόμενο τρόπους, μεθόδους και τεχνικές. Όλη αυτή η αγωνιώδης υπαρξιακή διαδικασία της ένταξης, της προσαρμογής και της αποδοχής, μια διαδικασία πειραματική του νεαρού ατόμου με στόχο να καταλάβει, να εντυπωθεί και το βασικότερο σαν ουσιαστικός στόχος να γίνει αποδεκτό, πρώτα απ’ την οικογένεια, στα στενά η τα ευρύτερα της πλαίσια της κι ύστερα απ’ την ομάδα κι εν συνεχεία απ’ το συνολικό περιβάλλον, είναι η «ιερή» φάση που οποιαδήποτε επέμβαση με οποιοδήποτε πρόσχημα είναι ανεπίτρεπτη. Κι όμως σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο, σ’ αυτήν την ευαίσθητη λειτουργία έρχεται και επεμβαίνει η ωφελιμότητα, η παιδαγωγική σκοπιμότητα, τα συστήματα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιώντας όλα όσα παραπάνω περιγράψαμε επιδιώκουν να διοχετεύσουν στο παιδί τις επινοήσεις και τεχνικές χειραφέτησης. Δεν απέχει καθόλου το παράδειγμα της χημικής επέμβασης στη βιολογική ανάπτυξη.

Μια κατευθυνόμενη εισβολή έχει επικρατήσει και έχει γίνει θεσμός αποδεκτός στην χρησιμοποίηση των παιχνιδιών για την εσκεμμένη διαπαιδαγώγηση. Η εκπαιδευτική εξουσία (Δεν υπάρχει άλλη αρχή για το παιδί παρά μόνο το επίσημο κρατικό όργανο για την Παιδεία. Και όταν λέμε παιδεία εννοούμε την εκπαίδευση και μόρφωση που ορίζει το Σύστημα που είναι εκφραστής της κρατούσας αντίληψης όχι μόνο από πλευράς ύλης αλλά κυρίως από τις μεθόδους που μετέρχεται για να την εφαρμόσει. Πλην αυτού δεν υπάρχει κανένα άλλο όργανο που να ασχολείται με την παιδαγωγή πέραν της ηθικογνωσιακής μόρφωσης . Το παιδί συνεπώς αντιμετωπίζεται σαν ένας στρατεύσιμος εκπαιδευόμενος που το παιχνίδι, το ανυπότακτο παιχνίδι, δεν συμπεριλαμβάνεται στην εκπαίδευσή του. Τα υπουργείο για την εκπαίδευση και την εν γένει διαπαιδαγώγηση δεν διακρίνει το παιχνίδι σαν ανάγκη της παιδικής έκφρασης και εκδήλωσης. Η μάλλον ανεπίσημα το διακρίνει αλλά το αποδέχεται κι αυτό για την εκπαιδευτική του επίδραση και μόνο όσο συμφωνεί με τις κρατούσες αντιλήψεις και την θέση που επιφυλάσσει για τα παιδιά στο σύστημα. Είναι κοινός τόπος και δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ στα αγορίστικα παιχνίδια που είναι, όπλα, πολεμικές μηχανές και άλλα δυναμικά αντικείμενα και στα κοριτσίστικα που είναι κούκλες, σπιτάκια, και άλλα θηλυκά τοιαύτα, θα σταθώ στα παιχνίδια που μεριμνούν και υποβάλλουν τάσεις, κοινωνικοποιήσεις, ενέργειες και ποικίλες άλλες προδιαθέσεις απολύτως θεμιτές ως επιλογές και ως προθέσεις, αποκαλυπτικές όμως για την τακτική των επεμβάσεων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, διάφορα παιχνίδια και κούκλες ακόμα και σε ανασκαφές προϊστορικών τόπων, πιστοποιούν την αρχέγονη ανάγκη του παιχνιδιού στη χαραυγή της ανθρωπότητας. Το παιχνίδι, τόσο το ενόργανο όσο και το αυτοσχέδιο, δεν είναι μόνο ανθρώπινο γνώρισμα. Αν πάρουμε για παράδειγμα το πασίγνωστο θέαμα νεαρού γατιού που παίζει μ’ ένα κουβάρι η και μόνο με την ουρά του, βάζοντας ένα αντικείμενο υποκατάστατο στη θέση ενός φανταστικού «άλλου», η και χωρίς αντικείμενο και μόνο με την βοήθεια της φαντασίας του. Είναι τόσο γνωστή σε όλους η συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων στην ιδιαίτερη αυτή λειτουργία του παιχνιδιού που είναι περιττά τα παραδείγματα ως επιχειρήματα. Όλα τα θηλαστικά από την βρεφική περίοδο ως την εφηβική παίζουν αυτοσχεδιάζοντας και επινοούν καταστάσεις φανταστικές που τις βιώνουν ως εμπειρίες, δοκιμάζοντας με τον τρόπο αυτό τη σχέση τους με τον κόσμο. Αυτό είναι μια απ’ τις συνιστώσες της θεατρικής ουσίας. Είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του θεάτρου γενικώς αλλά και πιο ειδικά για το θέατρο στην ηλικιακή περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Η φανταστική λειτουργία αλλά και η τεχνική της προσποίησης, η υποκριτική δηλαδή και η παραγωγή και η ταυτόχρονα συμμετοχή στο πλαστό, στο πεποιημένο είναι συνθήκες της τελετουργίας του θεάτρου και ενώ ο ενήλικας προσχωρώντας στην ιστορική ανάγκη απομακρύνεται απ’ τις μαγικές αυτές ιδιότητες και διαδικασίες, το παιδί θεατής είναι τόσο κοντά που μπορεί να περνάει απ’ την έκσταση του παιχνιδιού στην μέθεξη του θεάτρου. Από ειδικούς έχει υποστηριχθεί πως τα παιδιά εξασκούν τεχνικές εξαπάτησης σχεδόν αυτόματα και φέρνουν σαν παράδειγμα το κλάμα. Υποστηρίζουν πως όταν το κλάμα του παιδιού δεν προέρχεται από μια πραγματική αιτία, όταν κάτι δεν είναι κάν επώδυνο, η τόσο στενάχωρο, όταν είναι κάτι που θα έχουν ξεχάσει στα δυο μόλις επόμενα λεπτά, είναι μια απόδειξη της υποκριτικής ικανότητας - ταλέντου, όλων των παιδιών. Αυτό – λένε οι παιδοψυχολόγοι – ασκείται από τα παιδιά ως μέσο πίεσης η επιβολής προς το περιβάλλον τους και αποκαλύπτει την έφεση που έχουν οι μικρές ηλικίες προς την υπόκριση. Αυτός ο ισχυρισμός είναι ίσως λίγο υπερβολικός και εν πολλοίς αυθαίρετος, ωστόσο καμιά δόση υπερβολής δεν έχει η υποκριτική ικανότητα που αποκαλύπτουν τα παιδιά στα παιχνίδια τους που τα περισσότερα, είτε ατομικά. Είτε ομαδικά είναι αναπαραστατικά. Δεν είναι άγνωστο το θέαμα του παιδιού που έχει αφοσιωθεί σε κάποιο ατομικό παιχνίδι, κούκλα, αυτοκινητάκι, στρατιωτάκια, κάποιον ήρωα κόμικς ή οτιδήποτε από τα πολλά άλλα και στήνει μόνο του ολόκληρες σκηνές υποδυόμενο διάφορα πρόσωπα, αλλάζοντας φωνές, τόνους και χαρακτήρες πάνω σε δικά του αυτοσχέδια σενάρια. Μια άλλη διάσταση του παιχνιδιού είναι η δυνατότητα που δίνει στο παιδί να ξαναζήσει ενεργά και να επεξεργαστεί τραυματικές καταστάσεις, που αρχικά βίωσε παθητικά. Το παιδί είναι δυνατόν ¨ν’ αλλάξει ρόλο. Η πολυπλευρότητα του παιχνιδιού είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν τα παιδιά στην προσπάθειά τους ν’ αποσαφηνίσουν το άγνωστο ή τρομαχτικό. Ολοι γνωρίζουμε ότι η περιέργεια είναι μια πολύ σημαντική κινητήρια δύναμη, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Η δε ικανοποίησή της είναι μια ανάγκη που πρέπει να κορεστεί. Για να γίνει, όμως αυτό, μπαίνει σε ενέργεια η εφευρετικότητα και δημιουργικότητα του πνεύματος. Στα παιδιά, λοιπόν, αυτή η δημιουργική περιέργεια εκφράζεται από πολύ μικρή ηλικία με τη μορφή παιχνιδιού. Στο παιχνίδι ένα παιδί μπορεί να δράσει, ν’ αντιδράσει, να συμμετάσχει, να σκεφτεί κλπ.

Αλλά και τα περισσότερα απ’ τα ομαδικά παιχνίδια που λειτουργούν πάνω σ’ ένα δεδομένο τυπικό με χοροκινητικά και μουσικά στοιχεία, με αναπαραστάσεις και με εξελισσόμενη διεξαγωγή, περιέχουν ατόφια θεατρικά στοιχεία. Ας θυμηθούμε «Περνά, περνά η Μέλισσα», το «Δεν περνάς κυρά Μαρία», το «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει», «Γύρω, γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης», τα «Αγάλματα», το «Νάτο, νάτο το δακτυλίδι» κ. ά. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την διαδικασία των παιχνιδιών αυτών και των πολλών άλλων για να συνειδητοποιήσει πόσο όλα βρίσκουν εφαρμογή σε ιδιότητες καθαρά θεατρικές. Όλα προϋποθέτουν αυτοσχεδιασμό, τελετουργική ικανότητα, όπως και ικανότητες προσποίησης, δηλαδή στοιχεία μίμησης και υποκριτικής. Βρίσκεται συνεπώς το παιδί, από πολύ μικρή ηλικία μέσα σ’ έναν κόσμο όπου τα συνυφασμένα με την ύπαρξή του θεατρικά ιδιώματα υποκινούνται σε εγρήγορση. Αυτές είναι οι αιτίες που τα παραμύθια, τα γεμάτα με στοιχεία υπερεαλιστικά, τα φαντασιώδη αποκυήματα, με πλοκές και όντα πέραν του πραγματικού κόσμου γοητεύουν, γητεύουν, δηλαδή ασκούν μια μαγική επιρροή στον παιδικό νου.

Επιχειρήσαμε μια προσέγγιση μερικών απ’ όσα μαρτυρούν την ανέγγιχτη, την αδιάφθορη φάση της πνευματικής πρωιμότητας του ανθρώπου. Την περίοδο εκείνη που ο άνθρωπος διακατέχεται από την αγωνία να αντιληφθεί και να εισχωρήσει στα ορατά και αόρατα μυστήρια του κόσμου. Αναφερθήκαμε σε όσα τεκμηριώνουν την ανυποταξία στις επιταγές και τους συμβατισμούς και σταθήκαμε στις λειτουργίες πριν απ’ την κατακυρίευση της εμπειρίας και για την υπαρξιακή ανάγκη και ταυτόχρονα την αδυναμία του παιδιού να αποδεχθεί σαν αναμφισβήτητη την πραγματικότητα. Πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε «την πραγματικότητα της ιστορικής αποδοχής». Όλα αυτά τα επιχειρήσαμε για την κατανόηση της ευαισθησίας του παιδιού του ευεπίφορου πνεύματος, και της γόνιμης φαντασία του στις απαρχές του βίου. Ωστόσο παράλληλα ανασηκώθηκε η άκρη της σελίδας μιας άλλης παραμέτρου που εκφράζεται περισσότερο σαν συλλογισμός: πόσο λιγότερο αλλοτριωμένοι θα ήταν οι άνθρωποι αν δεν είχε μεσολαβήσει η επέλαση των κανόνων των ιερατείων αφ’ ενός και των κοσμικών εξουσιών αφ’ ετέρου . Αν τα συστήματα δεν είχαν επέμβει τόσο καταλυτικά μεταβάλλοντας την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου μέσα σε μια ιστορική διαδρομή τριών η τεσσάρων χιλιάδων χρόνων; Και για να μην απομακρυνθούμε από το θέμα μας ας αναρωτηθούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η σχέση του ανθρώπου με την θεατρική τέλεση, πόσο εντελέστερη η μέθεξη αν η εξέλιξη δεν μας είχε στερήσει τη δυνατότητα της ταύτισης με τον ιεροφάντη και την προσδοκία της εκστατικής μετάβασης. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία για την οποία τα παιδιά διαθέτουν την ιδιότητα και εμείς επιδιώκουμε να τα φρονηματίσουμε δηλαδή να εξαλείψουμε την παιδικότητά τους.

Ας προσγειωθούμε! Η πραγματικότητα είναι εδώ και η σκοπιμότητα σε ποικίλες παραλλαγές περισφίγγει το θέατρο για παιδιά. Οι κοινωνίες που κατασκευάσαμε ιδανικές δεν είναι οπωσδήποτε και το θέατρο για τα παιδιά, είτε στα σχολεία, είτε έξω απ’ αυτά θα πρέπει να το εξετάσουμε, να το κρίνουμε και να το επηρεάσουμε με γνώμονα τα πραγματικά δεδομένα. Μ’ αυτή την αντίληψη θα πρέπει όχι μόνο το θέατρο να καταγράψουμε μα και όλους τους θεσμούς και εξ αυτών τα όργανα και τις οργανώσεις που εμπνέουν, παράγουν, στηρίζουν, ελέγχουν το θέατρο για τις παιδικές ηλικίες. Κι επειδή το εγχείρημα του παρόντος δεν είναι ασφαλώς καταγραφικό και απαθές, με όση αντικειμενικότητα μας επιτρέπει η υποκειμενική μας ανάμειξη θα σχολιάσουμε θα στηλιτεύσουμε ,θα κατακρίνουμε και θα προτείνουμε στις σελίδες που θα ακολουθήσουν. Ορθό όμως είναι να εξετάσουμε την πορεία του παιδικού θεάτρου στη χώρα μας. Η ιστορία που μπορούμε να ξετυλίξουμε και να εκθέσουμε αρχίζει και διανύεται με την προσωπική μας εμπειρία. Εξιστορώ και συμπεραίνω μόνο απ’ όσα με τον ένα η τον άλλο τρόπο βίωσα, με όσα απ’ τα φαινόμενα του παιδικού θεάτρου διασταυρώθηκα, παρατήρησα, μελέτησα και κατά ποικίλους τρόπους συμμετείχα. Ας μην θεωρηθεί υπερφίαλο αλλά δεν γνωρίζω να υπάρχει άλλη τέτοια περίπτωση, καμιά παρόμοιο μαρτυρία, τόσο πλατειά εποπτεία της κοινωνικής περιπέτειας, της θεατρικής διαδρομής, της εκδίπλωσης του θεάτρου για παιδιά σε μήκος εξήντα χρόνων και της θεώρησης με τις διόπτρες του θεωρητικού παρατηρητή από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Το παιδικό και ειδικότερα το θέατρο που απευθύνεται σε μαθητές αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη βίβλο του νεοελληνικού θεάτρου. Η παρουσία του σημειώνεται από νωρίς και περιορίζεται κατ’ αρχήν σε επετειακές ευκαιρίες, με έργα εθνικού περιεχομένου που πλούτιζαν τα προγράμματα των σχολικών εορτών στις εθνικές επετείους. Δεν βρίσκω καταγραμμένη καμιά παράσταση σε σχολείο με έργο διαφορετικού θέματος. Η θεματική διαφοροποίηση θα μπορούσε να συναντηθεί στις γιορτές των εξετάσεων, στο τέλος του σχολικού έτους όπου οι επιλογές των έργων είχαν κατά κανόνα ηθικοπλαστικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα και στις παραστάσεις τις χριστουγεννιάτικες και τις πασχαλινές που κυριαρχούσαν τα βιβλικά η τα ποτισμένα με αλτρουιστική ευαισθησία, προπαγανδιστικά της φιλάνθρωπης συνείδησης του τύπου «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και άλλα παρόμοια αγγλικής κυρίως κοπής. Μια πτυχή κατευθυνόμενου νατουραλισμού που αποσκοπούσε να προκαλέσει αισθήματα συμπόνιας για τους παρίες της κοινωνίας. Μια άλλη κατηγορία ήταν τα γνωστά παραμύθια. Μυθιστορήματα και παραμύθια ανέβαιναν διασκευασμένα από τους δασκάλους που επέκτειναν την αρμοδιότητά τους ως τη σκηνοθετική καθοδήγηση σε κάθε περίπτωση δε απολύτως αποστειρωμένα από κάθε κοινωνικό προβληματισμό η κριτική. Στις τελευταίες γυμνασιακές βαθμίδες, στο μάθημα των αρχαίων διδασκόταν αρχαίο δράμα στο πρωτότυπο και θα ήταν σχεδόν φυσικό να επιλέγουν οι υπεύθυνοι καθηγητές και κείμενα τραγωδιών για μαθητικές παραστάσεις. Ωστόσο δεν συνηθίζονταν τέτοιεςεπιλογές.
Θα μπορούσαμε να σκεφθούμε πολλούς λόγους, ιδεολογικούς και πρακτικούς που ωστόσο δεν αποκλείει κάποια περίπτωση να μου έχει διαφύγει. Νομίζω πως οι θίασοι που επιχειρούσαν περιοδείες σε αστικά κέντρα της επαρχίας με ρεπερτόριο αρχαίων τραγωδιών θα μπορούσαν να έχουν δώσει κάποια παράσταση στο Γυμνάσιο της πόλης. Έχω υπ’ όψη μου την περίπτωση του θιάσου Νίκου Χατζίσκου και Τιτίκας Νικηφοράκη που τους είχα δει να παίζουν τον Οιδίποδα Τύραννο στην Ιστιαία το 1939, και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως νωρίτερα απ’ την παράστασή στο ζαχαροπλαστείο «Αίγλη» ήταν δυνατό να παρουσιάσουν το έργο για τους γυμνασιόπαιδες στα πλαίσια και των μαθημάτων των αρχαίων με αναφορές στους τραγικούς. Φαίνεται ωστόσο απίθανο να επιτρέψει το μυαλό ενός καθηγητή του καιρού εκείνου μια θεατρική παράσταση σε μαθητικό κοινό πολύ περισσότερο αν οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουν την παράσταση σε δημόσιο χώρο. Αυτό και μόνο το ενδεχόμενο αρκεί για να αποκλείσουμε απόλυτα την πιθανότητα. Ήταν σε τέτοιο καθεστώς πειθαρχίας και απαγορεύσεων και συνεπειών που οι μαθητές που απόφευγαν να συναντήσουν καθηγητή στο δρόμο οποιαδήποτε ώρα της ημέρας γιατί το βράδυ απαγορευόταν αυστηρά να μαθητές να κυκλοφορούν. Σχολιάζω ενδεχόμενα της επαρχίας και περιορίζομαι στην ύπαιθρο επειδή στην Αθήνα τα μέτρα ήταν μεν χαλαρότερα αλά οι δυνατότητες παρακολούθησης παραστάσεων από μαθητές ήταν περιορισμένες, παρά την ανοιχτότερη θεατρική κίνηση της πρωτεύουσας. Και ως μαθητής δεν θυμάμαι καμιά μεθοδευμένη κίνηση, από μέρους του σχολείου η πρωτοβουλία κάποιου καθηγητή που να προέτρεψε ποτέ τους μαθητές στο θέατρο. Γνωρίζω μόνο λίγες περιπτώσεις που οι γονείς η κάποιος συγγενής οδήγησε κάποιο παιδί σε μια θεατρική αίθουσα. Το σχολείο στάθηκε απόλυτα αρνητικό και σε αρκετές περιπτώσεις εχθρικό προς το θέατρο.

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Απολογισμός σε έργα και ημέρες

Το ‘γραψα και κάπου αλλού, πως δεν προλαβαίνω.. όχι από έλλειψη χρόνου αλλά από συνωστισμό ιδεών, από κακή διαχείριση των προτεραιοτήτων… σε κατακυριεύει μια σύγχυση κι αρχίζεις κάτι που χωρίς να τελειώσει αρχίζεις κάτι άλλο και μετά τρίτο και τέταρτο… Αναλυτικά: Έχω αρχινισμένο και προχωρημένο το ινδικό έπος «Νάλας και Νταμαγιάντη», απόσπασμα από τη «Μαχαμπχαράτα», παρατημένο ωστόσο το κείμενο λίγες σελίδες πριν απ’ το τέλος… Είχα προγραμματίσει και την παράστασή του… Τ’ άφησα όμως στις πρώτες δυσκολίες και ξαναγύρισα στο Αρκάδι που το ‘χα αφημένο κι αυτό… Τέσσερα χρόνια στριφογυρίζω γύρω απ’ το θέμα του ηρωικού μοναστηριού και το έργο «Πες μας τι είδες ουρανέ» είναι σχεδόν τελειωμένο. Προγραμματισμένου κι αυτουνού η παραγωγή με άμεσες προοπτικές. Ως τώρα κι αυτό ξαναπαρατημένο. Είναι αλήθεια πως η αδιαφορία κάποιων παραγόντων του Ρεθύμνου, με αποθάρρυνε και με αποθαρρύνει, όπως και οι συνθήκες των οικονομικών προϋποθέσεων που διέπουν τις δοσοληψίες με τους Δήμους γενικώς… Πληρώνεις όλα τα έξοδα για τις παραστάσεις, ήτοι: πρόβες, όλες τις δαπάνες της παραγωγής, μετακινήσεις του θιάσου, διανυκτερεύσεις, συντήρηση, προκαταβολές αμοιβών και εισπράττεις από τους Δήμους μετά από τρεις μήνες το νωρίτερο και ένα χρόνο το αργότερο. Και το ύψος των ποσών κατεβαίνει όλο και χαμηλότερα. Και για φέτος, πολλές οι αμφιβολίες.

Δεν είναι μόνο η πρόσφατη κρίση που συντελεί σ’ όλα αυτά, μιας και οι δαπάνες για τον πολιτισμό κρίνονταν από πάντα επουσιώδεις, είναι και οι ερασιτεχνικοί θίασοι τοπικών συνθέσεων. Μεγάλη πληγή που τα βάθος της δεν έχει ακόμα συνειδητοποιηθεί. Παραμυθιάζονται όλοι και θεωρούν την πληθώρα των ερασιτεχνικών θιάσων σαν έξαρση πολιτισμού. Και φαινομενικά είναι αλλά σε σχέση πάντα με το επίπεδο ρεπερτορίου και καλλιτεχνικής ποιότητας των παραστάσεων. Ομάδες ατόμων άλλων επαγγελμάτων, χωρίς καμιά σπουδή η γνώση γύρω απ’ την τέχνη του θεάτρου, που επιλέγουν χοντροκωμωδίες η άλλα έργα με σκαμπρόζικα θέματα, «πιασάρικα» (επιθεωρήσεις η σεξοκωμωδίες η τηλεοπτικά αναμασήματα), χρηματοδοτούνται από τις Νομαρχίες ( η και απ’ τους Δήμους απευθείας) και χώνονται στις τοπικές διοργανώσεις φυτευτοί, με την σαθρή ιδεολογία πως ενισχύεται τάχα η τοπική παραγωγή. Κίνητρο αφελές με μπόλικη δόση πελατειακών προθέσεων. Τα μέλη των θιάσων αυτών είναι πάντα εν δυνάμει ψηφοφόροι. Και τα τρία και τέσσερα χρόνια Δραματικής Σχολής, τα πέντε της θεατρολογίας και η εμπειρία με σκηνοθέτες στα κεντρικά θέατρα; Και μια άλλη κεφαλαιώδης παράμετρος: η κρίση που μαστίζει, χρόνια τώρα την επαγγελματική τάξη των ηθοποιών. Πως έρχεσαι εσύ κύριε άσχετε αλεξιπτωτιστή που σιτίζεσαι από άλλο επάγγελμα (είσαι υπάλληλος, τεχνίτης, αγρότης, φοιτητής η επαγγελματίας) αυτοχρίζεσαι ηθοποιός και σκαρώνεις ευκαιριακά έναν θιασάκο και τρυγάς τους Δήμους και τις Νομαρχίες αλλά και πολλούς ιδιώτες επιχειρηματίες; Δε λέω, σπουδαία η ερασιτεχνία και έχει αποδειχθεί ζωογόνος τροφοδότης του θεάτρου μας αλλά έχω μια απορία που βρίσκω τώρα ευκαιρία να την διατυπώσω στους καλούς τοπικούς άρχοντες. Δε μου λέτε κύριοι θα αναθέτατε κάποιο τεχνικό έργο, την ανέγερση ενός σχολείου, την κατασκευή μιας γέφυρας, μιας οποιασδήποτε άλλης οικοδομής, μια μελέτη οικονομοτεχνική η την οδήγηση ενός δημοτικού αυτοκινήτου, σε άτομα που δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις, σπουδές και πτυχία; Γιατί λοιπόν εμπιστεύεστε την επιμόρφωση και την ψυχαγωγία των συμπολιτών σας σε τυχάρπαστους και αδαείς; Αρκετά με τους σαλταδόρους του θεατρικού επαγγέλματος. Δεν περιμένω φυσικά καμιά βελτίωση σ’ αυτή την πλευρά του πολύπλοκου και πολύπτυχου πολιτιστικού προβλήματος..

Μισαρχινισμένα και μισοτελειωμένα λοιπόν τα μισοπαρατημένα έργα και οι παραστάσεις τους (δε λογάριασα την «Οδό Καυκάσου», στα σκαριά κι αυτή με ζεσταμένες επιθυμία και πρόθεση κοντά κοντά και με τη Μαρίτα Τζατζαδάκη να υπομονεύει καρτερικά ) και με μια αφιλοτιμία, πες την ανευθυνότητα, απέναντι σε όλες αυτές τις εκρεμότητες κάθισα κι έγραψα την «Αργώ». Έναν μονόλογο όπου το καράβι ξετυλίγει την ιστορία της εκστρατείας, επικεντρωμένη στον ανέφικτο έρωτά της για τον Ιάσονα. Μπήκε κι αυτό στο φάκελο «Προς ενέργειαν». Για να δούμε τι θα ευδοκιμήσει απ’ όλα. Σε ανάλογη εκκρεμότητα βρίσκονται και τα θεωρητικά μου. Εκτός από την «Ιστορία της Ραδιοφωνίας», στην ίδια κρεμάστρα βρίσκεται και ο «Σοφοκλής Καρύδης» και η «Ιστορία της κριτικής», μια μελέτη για το παιδικό θέατρο, μια καταγραφή των παραστάσεων του Αριστοφάνη αρχινισμένη από χρόνια, όπως και η ψηφιοποίηση των δημοσιευμένων κριτικών μου, των «Θεατρικών», της «Μεσημβρινής», της «Ραδιοτηλεόρασης» και των άλλων εντύπων που φιλοξένησαν τα κριτικά μου σημειώματα κατά καιρούς.
Όλα τα παραπάνω εξομολογητικά τα σημειώνω για να αναφερθώ στα πρόσφατα πεπραγμένα και στα άμεσα προγραμματισμένα. Τέλος έτους και είσοδος στο τελευταίο της δεκαετίας και ένας απολογισμός δεοντολογείται απολύτως. Έγινε στο Cabaret Voltaire η διοργάνωση «Δεκέμβριος Μέρες Μεταξουργείου», έγινε η έκθεση φωτογραφίας της ομάδας ΦΥΓΕΣ και η προβολή του ντοκυμανταίρ για το Μεταξουργείου, παραγωγής του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου της Αθήνας, έγινε το μουσικοθεατρικό έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Ήταν η Αθήνα…», έγινε το αφιέρωμα στον Δημήτρη Χριστοδούλου, (τίτλος «Στη γειτονιά του Κίκιζα, στον Άγιο Κωνσταντίνο» με εμβόλιμα τραγούδια του ποιητή) έγινε το αφιέρωμα στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, (τίτλος «Στη γειτονιά των Αγγέλων») με ερμηνείες έργων του) δεν έγινε το αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη λόγω μιας ασθένειας ηθοποιού. Κι αφού εκμετρήσαμε τις μέρες του 2009 μας τριβελίζει τι μέλλει γενέσθαι. Αρχίζουμε τον νέο χρόνο ( Δευτέρα 4 Ιανουαρίου) με το έργο της Μαίης Σεβαστοπούλου «Περμαγκανάτ», με παραστάσεις Δευτέρα Τρίτη, για δυο μήνες στο Cabaret Voltaire.
Μέσα στον Ιανουάριο πρέπει να αποφασιστεί τι θα κάνουμε το καλοκαίρι. .«Γιατί ο καιρός επείγει…». Κι αυτό γιατί πρέπει από τώρα να υποβληθούν οι προτάσεις σε διάφορες διοργανώσεις που άλλες αποφασίζουν νωρίς νωρίς κι άλλες Μάιο και Ιούνιο. Και τι να αποφασίσουμε για το καλοκαίρι; Αρχική σκέψη το Αρκάδι («Πες μας τι είδες Ουρανέ») με προορισμό βασικά την Κρήτη. Αν και οι προθέσεις του Δημάρχου Αρκαδίου είναι εισέτι αδιευκρίνιστες. Αντίθετα Νομαρχία και Δήμος Ρεθύμνου και Ηρακλείου έχουν εκδηλωθεί θετικά. Υπάρχει και η πιθανότητα θέματος μυθολογικού για να ενισχύσουμε τον θεματικό χαρακτήρα του φεστιβάλ Ταλλαία (για την επίτευξη του οποίου θεματικού χαρακτήρα και μας βράβευσε ο καλός Δήμαρχος του Κουλούκωνα Δημήτρης Κόκκινος). Μια ακόμα ιδέα μετεωρίζεται στον ορίζοντα των πιθανοτήτων. Παράσταση με έργο κωμωδία.
Αλλά και μετά την επιτυχία που είχε το θέαμα για τον Χριστοδούλου, αυτό με τον τίτλο «Στη γειτονιά του Κίκιζα στον Άγιο Κωνσταντίνο» παρουσιάστηκε στο Cabaret Voltaire. Αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του ποιητή «Το Γούπατο» και εμβόλιμα τραγούδια του ποιητή, αναδεύεται η σκέψη μήπως και πάει αυτό το έργο σε Δήμους πέριξ του κέντρου. Η διανομή είναι καλή, δοκιμασμένη και έτοιμη. Παιδιά ζωηρά, προικισμένα, παίζουν και τραγουδάνε εξοικειώθηκαν με το θέμα και «δέσανε». Τι καλύτερο;
Δεν με εγκαταλείπει ωστόσο και η ιδέα μιας κωμωδίας. «Κλασικόπρεπης», κρητικής ιδιοσυγκρασίας αλλά και εξ ίσου και αναγεννησιακής. Τα βασικά στοιχεία: Κωμωδία + Έρωτες + Ίντριγκα + Γνήσιο Αναγεννησιακό ύφος + Δεκαπεντασύλλαβος + Κοστούμια εποχής και ζωντανή (λαγούτο, πιάνο) μουσική κρητοαναγεννησιακή + Τραγούδια. Ανάμειξη Χορτάτση (Κατζούρμπος) με Φώσκολο (Φουρτουνάτος) και με αναγωγές στη μυθολογία του Ψηλορείτη. Ποιος θα το στηρίξει; Υπολογίζω στο Αναγεννησιακό, στα Ταλλαία, στη Σύβριτος, στο Ηράκλειο; Ίσως. Θα δούμε. Αισιόδοξα τα δεδομένα ακόμα κι αν γίνει ο δεύτερος Καποδίστριας πριν απ’ τις δημοτικές του Νοεμβρίου.

ΠΑΙΔΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Έχουμε ωστόσο και ανοιχτό φάκελο με το Θέατρο στα σχολεία. Εκεί, με την αρμοδιότητα του μέλους της Επιτροπής εμπλέκομαι με τις ευθύνες των εγκρίσεων και των απορρίψεων. Εγκαινίασα την τακτική των σημειωμάτων. Μετά από επτά χρόνια προφορικών γνωματεύσεων ξεκίνησα το 2009 γραπτές τις κρίσεις μου με «απ’ όλα». Verba volant, scripta manent . Τα παραθέτω στη διπλανή στήλη με την διατύπωση που συντάχθηκαν απευθυνόμενα στην Επιτροπή του ΥΠΠΑΙ ως προσωπική άποψη του υπογραφόμενου.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

Για τους ερμηνευτές των ρόλων του έργου "ΠΡΩΙΝΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ"

Για το έργο δεν μπορώ να πως τίποτα. Αυτό μας έλλειπε. Είναι γνωστή άλλωστε η λαϊκή ρήση «Ο παπας εβλογάει τα γένια του». Το μόνο που μπορώ να σημειώσω είναι πως πρόκειται για ένα έργο συνειρμών.
Τολμώ ωστόσο να επιχειρήσω κάτι λιγότερο παρακινδυνευμένο, καταδικασμένο βέβαια κατά το μάλλον απ’ την δεοντολογία και οπωσδήποτε και απ’ την κοινή γνώμη. Τίποτα απ’ αυτά όμως δεν με αποτρέπει να σημειώσω ολίγα για τους ηθοποιούς που έπαιξαν τα πρόσωπα του έργου «Πρωινοί Επισκέπτες», κι αυτό όχι από συναισθηματική παρόρμηση η χρέος αλλά από καθαρά υποκίνηση θεατροκριτικής έξης. (Τριάντα πέντε χρόνια θεατρικής κριτικής επιφέρουν μια ισχυρή εξάρτηση). Με τα δεδομένα αυτά όμως ίσως και να είμαι με τους ηθοποιούς πιο αυστηρός παρά αν έκρινα τους ερμηνευτές ενός άλλου έργου.
Μηδενός εξαιρουμένου οι ηθοποιοί του έργου σχεδίασαν με συνέπεια τα σχήματα που τους ζητήθηκαν απ’ τη σκηνοθεσία και φυσικά πρόσθεσαν ανάλογα με την ικανότητα η την ευκολία του ο καθένας γεμίσματα, φωτοσκιάσεις, έρματα και όγκους. Στο διάστημα των 20 προβών (εκ των πραγμάτων δεν μπορούσαν να γίνουν περισσότερες) οι πρωτοβουλίες και οι μέθοδοι και οι προσωπικές ικανότητες του καθενός, τους συμπαραστάθηκαν στην επίτευξη ενός ικανοποιητικού αποτελέσματος. Η Κυρία (Νίκη Βουγιού) έλαβε ένα σωστό γκροτέσκο σχήμα με μια γερή δόση υστερίας αν και νομίζω πως σαν καρικατούρα βρέθηκε μερικές φορές σε απόσταση απ’ τις φόρμες των άλλων ρόλων που διαγράφηκαν με πιο ρεαλιστικές μολυβιές. Σ’ αυτό συνετέλεσαν οι συχνοί οξείς της τόνοι . Η Φιλίτσα Βουλιώτη διακρινόταν από μια υποκριτική αυθάδεια πολύ ταιριαστή στο χαρακτήρα του κοριτσιού που ερμηνεύει, μερικές φορές όμως η στάση αυτή θα μπορούσε να απαλύνεται για να ποικίλει η συμπεριφορά της ηρωίδας σε πιο φυσικά πλαίσια. Η ανάγκη υφέσεων γινόταν φανερή. Ωστόσο η ηθοποιός με βάση αυτό που πιο πάνω χαρακτήρισα υποκριτική αυθάδεια, κινείται σ’ όλη τη διάρκεια με αξιοπαρατήρητη συμμετοχή σ’ όλες τις φάσεις. Ο Νίκος Γιαννίκας σαν διανομέας του αιρετικού εντύπου δεν εβρισκε πάντα την κλίμακα του κωμικού που να τον οδηγούν απ’ το ηθογραφικό στο επιθεωρησιακό, όμως όσες φορές οι αναλογίες συμφωνούσαν το αποτέλεσμα ήταν απολαυστικό. Ο Ηλίας Νομικός εξωτερικά ανταποκρίνεται απολύτως στον νεαρό που προωθεί πολιτικά έντυπα και σε πολλά σημεία αυτό το πετυχαίνει και με το παίξιμό του, διατηρεί ωστόσο μια αίσθηση «άγουρου», εντύπωση που με τις φανερές προσπάθειες του εξαλείφεται αλλά όχι πάντα. Και τελευταία αλλά όχι έσχατη η εξαιρετική «Σάρτζεντ» της Μαρίας Πανουτσοπούλου. Το ολίγον αινιγματικό αυτό πρόσωπο του έργου, το περίπου ξοανικό, είναι από τη γραφή του ανολοκλήρωτο. Φαίνεται καθαρά πως εδώ η δραματουργία σκόνταψε. Με τα όσα της προσφέρθηκαν ωστόσο η ηθοποιός προχώρησε τον ρόλο σε πιο τονισμένη εικόνα. Με πλούτο και πλατιά γκάμα του ενίσχυσε το μυστήριό του, το απροσδόκητο των αντιδράσεων του, την αλλόκοτη εμφάνισή του. Έμεινε όμως ακαθοδήγητη στα κενά της κι εκεί ανακύπτει μια αμηχανία που διατηρεί αρκετή απ’ την ασάφεια του ρόλου. Είναι ξεκάθαρο πως ρόλοι και παράσταση χρειάζονταν λίγες πρόβες ακόμα. Δεν ξέρω πολλές παραστάσεις στην Αθήνα που να μην διατηρούν ένα τέτοιο αίτημα. Απλώς δεν το ομολογούν.