Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Φασματοσκοπικό ντελίριο υποκριτικής

                                                                                       
Τόμας Μπέρντχαρτ : "Ρίττερ, Ντένε, Φος"  
Θέατρο Τέχνης - Υπόγειο

Όταν όλα - και ακόμα περισσότερα - έχουν ειπωθεί από το λεφούσι των κριτικών κάθε είδους, μορφής και ποιότητας και επιπλέον ο ίδιος ο συγγραφέας τα λέει ξεκάθαρα ότι έχει νε πει, είναι νομίζω πλεονασμός να επιχειρηθεί απ’ αυτή τη στήλη να αναλυθούν περισσότερα και να αποσημειολογηθούν τα κρυμμένα σημεία του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Βος» του Τόμας Μπέρνχαρτ που παίζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Θεωρώ ωστόσο πως λαθεμένα οι Γερμανοί χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα Μπέκετ των Άλπεων. Ο Αυστριακός με τον Ιρλανδό καμιά σχέση. Ηθογράφος, έστω ιδιόμορφος και εγκεφαλικός, ακραίος, γκροτέσκος και αδυσώπητος ο πρώτος και ερμητικός, δυσερμήνευτος και παράλογος ο άλλος. Διαμετρικά διαφορετικοί. Η περίπτωση των τριών αδελφών στο έργο του Μπέρχαρτ, που απεγνωσμένα συστρέφονται με άγριες περιελίξεις δεν είναι ιδιαίτερη, δεν είναι αποκαλυπτική και ούτε αποτελεί ασυνήθιστο σύμπτωμα στα σώματα των σημερινών κοινωνιών. Η ευρύτητα των πληροφοριών, το άνοιγμα των ηθών και η ανοχή και κατανόηση στις ποικιλίες της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς μας δημιούργησαν ένα είδος εθισμού. Έχουμε εξοικειωθεί με το κακό, το αφύσικο, το αμαρτωλό, το ανόσιο. Περιπτώσεις που ακόμα και αν δεν τις συναντάς καθημερινά, όταν τις πληροφορείσαι δεν τις αντιμετωπίζεις με φρίκη και δέος. Η καθημερινότητα βρίθει από ποικίλες ακρότητες και συνήθειες αλλά η θεματολογία των συγγραφέων δεν αρκείται σ’ αυτά. Ο πεινασμένος ανικανοποίητος καταναλωτής, αναγνώστης η θεατής ζητάει περισσότερο κακό και οι συγγραφείς αλλά οι σεναριογράφοι ιδίως, που κυνηγούν κάθε συνδυασμό όχι απλά νοσηρών αλλά τερατικών ψυχολογικών συμπλεγμάτων, μας έχουν «μορφώσει» δεόντως. Κοντολογίς ζούμε σε μια εποχή τερατουργιών όσον αφορά τις ποικίλες συμπεριφορές των ομοίων μας ώστε το ακραίο σαν ακραίο πια να μην μοιάζει. Μια παραπλήσια παράμετρος είναι πως η κατάρρευση κάθε δοκού και άξονα ισορροπίας, ηθικών υποστυλωμάτων και πλαισίων ξεχαρβάλωσε τις ψυχολογίες των ανθρώπων του καιρού μας. Δηλαδή έχουμε περιπλακεί σ’ ένα κύκλο παραμορφωτικής αμοιβαιότητας. Ασφαλώς είναι κι αυτή μια μορφή εξέλιξης και προόδου. Και για να αφήσουμε τις γενικότητες και να επιστρέψουμε στο έργο θα το χαρακτήριζα σαν έναν θύλακα πρωτογονισμού, ενστίκτων που η παραφροσύνη τα απελευθερώνει, μέσα σε μια κοινωνία έμφοβη και υποκριτική, υποκείμενη σε παρηγορητικές καταφυγές.

Το ψυχολογικό φαινόμενο των τριών αδελφών ωστόσο, με όλο το φάσμα ζωώδους συμπεριφοράς τους στο μήκος των σχέσεων του καθενός προς τον άλλο, δεν είναι σύμπτωμα αποκλειστικά της κοινωνίας της εποχής που γράφτηκε το έργο, δεκαετία του ’80, ούτε της δικής μας. Αναμφισβήτητα υπήρχαν παρόμοια νοσηρά περιστατικά σε προηγούμενες εποχές. Υποκρισία θα είναι επίσης αν το θεωρήσουμε απόστημα της μεγαλοαστικής τάξης αφού είναι βέβαιο πως παρόμοια περιστατικά κλιμακώνονται σ’ όλη τη βαθμίδα των τάξεων από τις ανακτορικές αυλές ως τις ορεινές κτηνοτροφικές καλύβες η στα καταθλιπτικά υπόγεια των περιθωριακών ομάδων. Και φυσικά, κατά τη γνώμη μου δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελέσματα γονικών καταπιέσεων, διεστραμμένων επιρροών η ναζιστικών νοοτροπιών. Συνοπτικά και συμπερασματικά το έργο διακρίνεται για έναν ωραίο, δυνατό και τεχνικό λόγο και νομίζω πως όλα τα άλλα αποτελούν φιλολογικές αμηχανίες των κριτικών που φληναφούν με προσεγγίσεις και εκφράσεις τυπικών συνταγογραφήσεων.

Και φθάνουμε στο μεγαλειώδες των ερμηνειών και της παράστασης εν συνόλω. Η τέχνη της υποκριτικής προχωρημένη πέρα από τα όρια της φαντασίας του καθενός. Εμβρόντητος ο θεατής, με την παλάμη να πνίγει στο στόμα το επιφώνημα του θαυμασμού, παρακολουθώντας τους ακροβατισμούς που επιχειρούν με τον λόγο οι ηθοποιοί. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιο παράδειγμα για να μεταφέρω στον αναγνώστη μου την εντύπωση γιατί οι περιγραφικές δυνατότητες μιας κριτικής σταματάνε κάπου και οι φραστικοί συνδυασμοί εξαντλούν την δυνατότητα τους. Φανταστείτε λοιπόν κάποιον απ’ αυτούς τους δεξιοτέχνες της τράπουλας που κάνουν τα αμέτρητα κόλπα με τα παιγνιόχαρτα η κάποιον χορευτή του break dance που με σώμα, χέρια και πόδια του πραγματοποιεί τερτίπια απίθανα, αυτούς τους θαυμαστούς ακροβολισμούς οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης το κατορθώνουν με τον λόγο. Δεν αυξομειώνουν μόνο το μήκος η την ένταση των φράσεων η και των συλλαβών, δεν κόβουν απροσδόκητα τις λέξεις η τις φράσεις με παύσεις που ξαφνιάζουν, δεν αυξομειώνουν εντάσεις και υφέσεις σε πρωτόγνωρη τεχνική, είναι που αντιμετωπίζεις μια ολότελα διαφορετική υποκριτική εφαρμογή, τεχνοτροπία, μετάδοση, υποβολή. Δεν ξέρω αν θα ήταν υπερβολή να σημειώσω πως και οι τέσσερεις ηθοποιοί που συνεργάστηκαν σ’ αυτό το σκηνικό αποτέλεσμα επιφυλάσσουν για τον θεατή μια πραγματική αποκάλυψη ενός νέου κώδικα συμμετοχικής διαδικασίας στο θεατρικό μυστήριο.



Ναι, αυτό πρέπει να ειπωθεί με την πλήρη, σαφή, τολμηρή και ανεπιφύλακτη διατύπωση πως με ρυθμούς ιδιαίτερους, με μεθέξεις μαγικές, με προσεγγίσεις τελετουργικές, με λόγο, κίνηση, εισόδους, φωτιστικές μεταβολές, ο θεατής εισάγεται και περιβάλλεται από μια μυστηριακή τελετουργία. Η παραφροσύνη, το τερατώδες, το αφύσικο, το αχαλίνωτο ενστικτώδες, η λαγνεία, ο παλιμπαιδισμός, προσφέρουν τις δόσεις τους σ’ αυτό το φασματοσκοπικό νελίριο. Και, ναι, πλάθονται χαρακτήρες. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της απόκλισης τα τρία πρόσωπα διαπλάθουν τις ιδιαίτερες συμπεριφορές τους, τις σαφώς διαφορετικές προς τον κάθε άλλον και με περισσότερη ευκρίνεια οι δυο αδελφές προς τον αδελφό τους, με τις δικές της ελκυστικές τακτικές η καθεμιά, σαφώς ερωτικών προθέσεων αμφότερες.



Προσπαθώ να φανταστώ με ποια αισθήματα θα παρακολουθούσαν οι μεγάλες πρωταγωνίστριες του 20ου αιώνα, οι θρύλοι του θεάτρου μας, αυτές τις δυο σύγχρονες μας , τις καλλιτεχνικά ώριμες πια αλλά και πολύ νέες ακόμα, να έχουν προχωρήσει την υποκριτική στις ακίδες, σε συνθέσεις τόσο πλούσιες και αξιοθαύμαστες. Το ίδιο φυσικά και οι πρωταγωνιστές, οι υπερασπιστές των μεγάλων ρόλων, βλέποντας τον Αργύρη Ξάφη στη γκάμα των εξωτερικεύσεων του εσωτερικού του στροβίλου του Φος. Την αξία της Λουκίας Μιχαλοπούλου, εδώ στο ρόλο της Ντέννε, της μικρότερης αδελφής, σε μια τρισυπόστατη ερμηνεία, της απαθούς, της εκρηκτικής και της «ξαναστρεμάρας» , παρ’ ότι την έχω παρακολουθήσει σε πολλές ερμηνείες της, μπορώ εντούτοις να φανταστώ την έκπληξη και τον θαυμασμό των παλαιότερων σ’ αυτό το ρόλο. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για την Στεφανία Γουλιώτη που έστησε την Ρίττερ σε μια άλλη παράμετρο ψυχοπαθολογικής περίπτωσης, η ψύχωση της τάξης, της ακρίβειας και της συμμετρίας. Η τρίτη ηθοποιός που δούλεψε πάνω σ΄ αυτό το κατόρθωμα, που συντόνισε και σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να υπέδειξε μιας και είχε ρόλο καθοδηγητή σκηνοθέτη , η Μαρία Πρωτόπαππα, δεν θα εντυπωσίαζε μόνο τους ηθοποιούς της προηγούμενης γενιάς μα και τους σκηνοθέτες, μιας και βρέθηκαν όλοι μαζί και οι τέσσερις σε πολύ προχωρημένο σημείο της θεατρικής έκφρασης και της σκηνικής πράξης. Ναι, σίγουρα, μπορούμε να φανταστούμε τις περασμένες και τους περασμένους των σπουδαίων ρόλων και των έντονων εντυπώσεων, τους θρυλικούς του παρελθόντος, όσους προλάβαμε να κοινωνήσουμε την μετάληψη των ερμηνειών τους και τους σκηνοθέτες των ευφάνταστων συλλήψεων και των σπουδαίων παραστάσεων και τους άλλους τους εμμονικών και σχολαστικών αγκυλώσεων του λόγου, όλους αυτούς κι αυτές, μπορούμε να τους φανταστούμε, να βλέπουν αυτούς τους τέσσερις σημερινούς δημιουργούς και να δοκιμάζουν τα ίδια ακριβώς αισθήματα που και κείνοι είχαν προκαλέσει στους προγενέστερους, που, όπως και τώρα έτσι και τότε, οι δάσκαλοι είχαν παρακολουθήσει τους μαθητές τους που τους διαδέχονταν.



Έχουν ένα προνόμιο οι θεατές ή κριτικοί εκείνοι που έχουν την ευκαιρία, δηλαδή την ηλικία, που τους εξασφαλίζει την δυνατότητα να βλέπουν δυο και τρεις γενιές ηθοποιών και σκηνοθετών, να παρατηρούν τις εφαρμογές των τεχνικών τους, να διαπιστώνουν τις διαφορές και τις εξελίξεις, να καταγράφουν παράλληλα ποιες ήταν η είναι δραστικότερες, να βλέπουν πόσο οι κάθε γενιά επηρέασε την άλλη και με ποιο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε τέσσερις ηθοποιούς που δεν είχαν όλοι τους πολλά κοινά βιώματα, δέχθηκαν όμως συνολικά τις επιρροές των αμέσως προηγούμενων, την διδασκαλία τους η την έμμεση επίδραση τους. Απόφοιτες του Θεάτρου Τέχνης η Πρωτόπαππα και η Μιχαλοπούλου, συνεργασία με τον Λευτέρη Βογιατζή η Γουλιώτη και η Μιχαλοπούλου, καμιά επιρροή δεν εξακριβώνεται από κανένα, ούτε από Θωμά Μοσχόπουλου, ούτε και από Εθνικό, η τεχνική που παρακολουθήσαμε στην πρόσφατη παράσταση που συνεργάστηκαν οι τέσσερις τους είναι οπωσδήποτε μια φόρμα πρωτογενής, τεχνικότερη κυρίως στην εκφορά του λόγου. Οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους ωστόσο θα προβληματίζονταν ίσως πόσο μεταδοτικότερη σε αίσθημα ήταν μια υποκριτική λιγότερο τεχνουργημένη.



.Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: