Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Ποιός τα στέργει όλα αυτά;

«Κόκκινα Φανάρια» στο χώρο «Cartel»


Όπως ο Μόγλης του Κίπλινγκ που βρέθηκε χαμένο νήπιο στη ζούγκλα και οι μαϊμούδες τον περιέθαλψαν κάπως έτσι κατά τις εξομολογήσεις του, ο Βασίλης Μπισμπίκης βρέθηκε έρμαιο στην αθηναϊκή ζούγκλα και η κάστα των τραβεστί τον βοήθησαν, τον τάισαν, τον στέγασαν, τον μύησαν στα μυστικά της ζωής  και τον παρέδωσαν στην κοινωνία για να διαπρέψει σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης άξιος και ακουστός. Από ευγνωμοσύνη ο ευεργετημένος αποφάσισε  να ανταποδώσει την ευεργεσία των τραβεστί ή τρανς ή μεταλλαγμένων η «Μεταμορφωτών» ,( όπως ήταν παλιά ο όρος για τους ηθοποιούς που εμφανίζονταν ως γυναίκες, Χριστοδούλου, Ροζάιρον κλπ.) η όπως αλλιώς αναφερόμαστε στην συγκεκριμένη κάστα. Μια λαμπρή ανταμοιβή θα ήταν με μια  θεατρική παράσταση δική τους, καμωμένη γι αυτές αποκλειστικά, όπου οι  φίλες του που τον ευεργέτησαν θα λούζονταν την λάμψη του καλλιτέχνη της σκηνής ερμηνεύοντας ρόλους που σε προγενέστερες εποχές είχαν ερμηνευθεί από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του καιρού εκείνου και το ίδιο το έργο  είχε πλησιάσει σε διεθνείς διακρίσεις. Ανταπόδοση δίκαιη και άξια. Τι τιμή για τις τραβεστί και πόση κοινωνική δικαίωση και αποκατάσταση για την διασυρμένη αυτή κοινότητα του περιθωρίου.  

Αλλά το θαύμα που ο ευγνώμων σκηνοθέτης έταξε γύρισε ανάποδα κι αντί η στοργική ομάδα να βρεθεί σε μια αποθεωτική δικαίωση βρέθηκε να επιδεικνύεται σαν κάποιο παράδοξο αξιοθέατο. Ένα τσίρκο. Ούτε έργο, ούτε θεατρική παράσταση. Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο Αρκουδιάρης που κάποτε περιέφερε στα πανηγύρια μια Αρκούδα και της ζητούσε προς τέρψη  της ομήγυρης να μιμηθεί τα καμώματα της Βουγιουκλάκη. Στο ίδιο αρχετυπικό και η παράσταση που με τσουρνεμένο τίτλο και όνομα συγγραφέα που προσφέρθηκε σαν ανταπόδοση στην ευεργεσία που του προσφέρθηκε αλλά και στο ανίδεο κοινό που προσδοκούσε έστω ιδιότυπο και μεταλλαγμένο το γνωστό και αγαπητό θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού. Έστω με τις αναμενόμενες ανατροπές, έστω παράδοξο και με ακρότητες αλλά παράσταση. Στο θέαμα που παρουσιάζεται στο  Cartel επιλέχθηκαν οι  χειρότερες πλευρές της ιδιόρρυθμης αυτής ομάδας συνανθρώπων μας, παραποιημένες,  μεγεθυμένες, γκροτέσκες, αισχρές, τερατώδεις, αηδιαστικές. Ζωολογικός κήπος τεράτων. Όχι, φίλε αναγνώστη, όσον αφορά τον κόσμο των τραβεστί ξέρω καλά πως δεν είναι απολύτως αυτή η πραγματικότητα τους


Οι τραβεστί είναι κατά κανόνα παιδιά από χωριά η από υποβαθμισμένες συνοικίες αστικών κέντρων. Των περισσότερων η μόρφωση είναι χαμηλή, η σχέση τους με την ομιλία και τη γλώσσα είναι αδούλευτη, ακατέργαστη. Εκφέρουν με κάποια τραχύτητα, αχρωμάτιστη, μονοδιάστατη, αγοραία, σε πολλές περιπτώσεις δυσκολεύεσαι να καταλάβεις. Δεν είναι σε θέση να εκφράσουν νοήματα, αίσθημα, υποκριτική υποστήριξη ενός ρόλου ή μιας σκηνής. Αλλά και σωματικά δεν διαθέτουν την ικανότητα να κινηθούν στη σανίδι υποστηρίζοντας μια ερμηνεία ενός θεατρικού χαρακτήρα, μιας δράσης που χρειάζεται συντονισμό και διεξαγωγή.


Οι κινήσεις των τραβεστί από φυσικού τους ακατέργαστες που με την προσθήκη του επίπλαστου επαγγελματικού καμώματος τους καθιστούν απ’ αρχής ακατάλληλους να υποδυθούν και να υποστηρίξουν ένα ρόλο, ένα έργο, μια θεατρική παράσταση που έχει χαρακτήρες, αισθήματα, μεταπτώσεις, συγκρούσεις και πάθη. Ούτε γίνεται να καθοδηγηθούν, να προσαρμοστούν υποκριτικά, να βελτιώσουν τα μέσα τους. Οι συμπεριφορές τους στο θέμα της επικοινωνίας είναι παγιωμένες, προσαρμοσμένες σε αποκρυσταλλωμένους επαγγελματικούς κώδικες. Είναι μέσα σε μια φόρμα όπου το ένα φύλο αγωνίζεται να καταβάλλει το άλλο. Είναι μια άγρια πάλη ανάμεσα σε δυο ορμέμφυτα που συγκρούονται καταφάνερα. Όταν δυο υφαιστειώδεις ροπές τους διεκδικούν το αγόρι ψυχή τε και σώματι με την οικογένεια ενάντια, την κοινωνία χλευαστική να στέκεται αδυσώπητη, βασανιστική και χλευαστική ώστε περιθώρια για υποκριτικές παιγνιώδους τύπου δεν χωράνε.


Συγκυριακά γνωρίστηκα με τον κόσμο των τραβεστί και ιδιαίτερα με την Μπέτυ Βακαλίδου. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σταύρακας γύρισε ένα ντοκυμαντέρ για την Μπέτυ κι έτσι αυτή πλησίασε τους ανθρώπους του κινηματογράφου και του θεάτρου. Τότε έγραψε και το βιβλίο της «Μπέττυ» και λίγο αργότερα, 1982,  έπαιξε σε μια παράσταση ενός έργου με τίτλο  «Πρόσωπα φυσικά και αλλόκοτα» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου με την Ντίνα Κώνστα, τον Μάνο  Τσιλιμίδη και τον μαύρο ηθοποιό Ιλάγκα. Έγραψα τότε κριτική στο περιοδικό «Σκηνή και Οθόνη» που κυκλοφόρησε με εξώφυλλο από την παράσταση. Όλα αυτά στάθηκαν αφορμή να πλησιάσω την κοινωνία των τραβεστί, να συναναστραφώ την Μπέτυ και αρκετές από το περιβάλλον τους και να γνωρίσω πολλά από τα καλά στοιχεία που συνθέτουν τους χαρακτήρες τους. Σε κάποιο πάρτι που μας κάλεσε η Μπέτυ, με την Μαίη Σεβαστοπούλου, στην ταράτσα ενός διαμερίσματος στο Καλαμάκι βρεθήκαμε σ’ έναν κόσμο κοριτσιών όμορφων ντυμένων με ιδιαίτερη κομψότητα και χάρη, χωρίς παρεκτροπές, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας φυσιολογικής κοινωνικής συγκέντρωσης. Αν δεν ξέφευγαν κάποτε κάποιοι γκροτέσκοι τονισμοί και κάποιο χαχανητό η βραδιά συναγωνιζόταν την εντύπωση μιας κοσμικής συγκέντρωσης ενός γυναικείου συλλόγου.


Η μεταφορά των αισχροτήτων που πρόσθεσε  ο Μπισμπίκης στη σκηνή δεν είναι η πραγματικότητα των τραβεστί,  αλλά ούτε και θέατρο υπό καμιά έννοια. Είναι μια προβοκατόρικη και μπαμπέσικη πλαστογραφία, είναι μια ξεδιάντροπη παραποίηση για να γαργαλίσει ένα κοινό που επιδιώκει, ηδονίζεται  να σοκάρεται, ευδαιμονεί από την αισχρότητα την όσο το δυνατό πιο ακραία.

 


Οι Τραβεστί είναι παιδιά που βιάσθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον, είτε είχαν την τάση ή επηρεάστηκαν, είτε οδηγήθηκαν από ανάγκη βιοπορισμού και σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπέκυψαν σε ψυχολογικές αφορμές η γενετήσιες παρορμήσεις. Οι τραβεστί είναι συνάνθρωποί μας αξιοσέβαστοι για την ιδιαιτερότητα τους όσο προκλητική κι αν είναι η εμφάνιση τους. Δεν είναι μαγκιά να τους μοστράρεις για ηθοποιούς κολακεύοντας την ευπιστία τους και να εκμεταλλεύεσαι την βαθιά ανάγκη που τους κατατρώει για κοινωνική αποδοχή. Είσαι μπαμπέσης. Μπαμπέσης και λαθρέμπορος είσαι και με τους θεατές. Τι υποτίθεται πως  πουλάς; Θεατρικό έργο όπως υπόσχεται ο τίτλος και το όνομα του συγγραφέα που σφετερίζεσαι και υπεξαιρείς αδιάντροπα;



Ένα θέαμα ποικιλιών τους πουλάς με τα υποκείμενα εκθέματα να σε ακολουθούν πειθήνια και ξεγελασμένα που τα καθοδηγείς όπως ο Αρκουδιάρης να ζωντανεύουν τα άγρια δραματικά περιστατικά που αποκομίζουν από τη ζωή της νύχτας, παραποιημένα κι αυτά προς δημιουργία εντυπώσεων των αγαθιάρηδων, ευκολόπιστων, μικροαστών. Ρίχνεις δόλωμα και σε μια ακόμα κατηγορία θετών. Τους κρυφούς. Τους δειλούς. Αυτούς που τρομοκρατημένοι φτάνουν με χίλιους δισταγμούς κάποιες νύχτες στη Συγγρού για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους πριν επιστρέψουν λάθρα στην αξιοπρέπεια ενός γάμου, μιας οικογένειας η μιας άμεμπτης επαγγελματικής  επιφάνειας. Λες «δεν κάνω θέατρο, κάνω ζωή». Την ζωή την ξέρουμε, την ζούμε καθημερινά μέχρι ασφυξίας, τη βλέπου δίπλα μας, μας ζορίζει και μας πνίγει, υποφέρουμε από κατάθλιψη και διέξοδα δεν βλέπουμε. Δεν έχουμε ανάγκη λοιπόν από ζωή, δεν έχουμε ανάγκη από πραγματικότητα. Θέατρο θέλουμε, μαγεία, έκσταση, ερεθίσματα για σκέψεις και ιδέες. Θέλουμε τη συμμετοχή στο πλαστό, στο πεποιημένο, στο μύθο. Θέατρο λοιπόν χρειαζόμαστε κι αυτό απαιτούμε να αγοράσουμε. Κι ακόμα δεν ανεχόμαστε πλαστογραφίες. Μην κάνεις ανοίκειες καταλήψεις σε πνευματικές ιδιοκτησίες έργων άλλων και μπαμπέσικα πάντα πουλάς τα ονόματα τους και τα έργα τους. Αν είσαι ικανός γράψε έργα δικά σου και ανάρτησε τ’ όνομα σου αφού ούτως η άλλως τα βανδαλίζεις.

 


Ένα χαρακτηριστικό της αισχρότητας και της ασυδοσίας που πουλάς. Μια σκηνή απ’ τα αυθεντικά «Φανάρια» που στο κινηματογραφικό του Γεωργιάδη τους ρόλους έπαιζαν ο Κατράκης και Λαδικού, ολοκληρωτικά διαφορετικό, όπου ο Καπετάνιος Κατράκης παροτρύνει την ιερόδουλη να φύγει απ’ το μπορντέλο και να την πάρει μαζί του στα ταξίδια του. Ο εμπνευσμένος διασκευαστής του εξαμβλώματος βάζει στη θέση αυτής της σκηνής ένα ζευγάρι τραβεστί όπου η μια έχει την εμμονική απόφαση να πάει να χειρουργηθεί, να της αφαιρέσουν το ανδρικό της μόριο και να της φτιάξουν αιδοίο. Το άλλο σκέλος του ζεύγους αντιδρά. «Και τότε πως θα με γαμάς;», αναρωτιέται γεμάτη απελπισία. « Με λαστιχένιο πούτσο», έχει έτοιμη τη λύση η άλλη. Τα παρόμοια πολλά, παραπολλά «ευρήματα» που βρίθει το έργο συλλέγονται από τα απόβλητα των υπονόμων. Κατά τα άλλα ο Μπισμπίκης δεν καταδέχεται να κάνει τέχνη, προτιμάει να κάνει ζωή. Σάμπως θεός !

Γιώργος Χατζηδάκης


Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

 Πολιτικές σκέψεις

Μια εξαίρεση για μια σκέψη πολιτική. Την πολιτικοί και τους πολιτικούς παντός φάσματος τους εχω αποκηρύξει και κάνω παρασπονδία να εκφράσω σκέψη και πρόβλεψη σχεδόν υποχρεωτικά εξ αιτίας των πιεστικών συνθηκών που βιώνουμε. Το αποδεχθήκαμε πως τα παντός είδους Μέσα επικοινωνίας είναι ελεγχόμενα και εξαγορασμένα.
Μεταδίδουν αυτά που κελεύει η εξουσία. Συνηθισμένες καταστάσεις και δοκιμασμένες φόρμουλες. Σε ποσοστό ανάλογο ελέγχονται και οι σφυγμομετρήσεις. Ανεβοκατεβάζουν μονάδες κατά το δοκούν. Ανάλογες και οι ερωτήσεις. Φυσικά δεν διαθέτω μηχανισμούς καταμέτρησης αλλά μόνο ένστικτο δοκιμασμένο στο χρόνο.
Η διαφορά του Μητσοτάκη με τον Τσίπρα παραμένει στα ίδια περίπου επίπεδα. Ισως δέκα μονάδες, ίσως εννιά ίσως και λίγο η πολύ παρακάτω. Το νέο κόμμα, που ούτε Πασοκ είναι ούτε Κινάλ, ανανεωμένο και άφθαρτο βρίσκεται δυο μονάδες πάνω απ' όσο του δίνουν οι μετρήσεις και ως το Μάρτιο θα έχει φτάσει το Σύριζα που βαθμιαία θα κατεβαίνει.
Τον κεντροαριστερό κόσμο τον εκφράζει εντιμότερα και συνεπέστερα ο Ανδρουλάκης και αυτός ο σχηματισμός θα τείνει να πάρει τη δεύτερη θέση, με τον εν πολλές αμαρτίες Μητσοτάκη να μην κρύβει την ανησυχία του. Αν δε προκηρυχθούν εκλογές οι ανατροπές θα είναι εντυπωσιακές και να μου το θυμάστε.
Χατζηδάκης Γιώργος
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΞΕΧΩΡΙΣΑΝ

Τα διακόσια χρόνια ελεύθερου ελληνικού θεάτρου


Τα διακόσια χρόνια που μεσολάβησαν απ’ την επανάσταση του 21 μας έδωσαν ευκαιρίες για πολλά. Ασφαλώς πανηγυρισμούς, γιορτές και εκδηλώσεις πάσης φύσεως. Μας πρόσφεραν όμως και την ευκαιρία να μετρηθούμε, να ζυγιστούμε, να αξιολογηθούμε, να συγκριθούμε με τους άλλους λαούς που δεν είχαν τη ατυχία να μείνουν σκλάβοι και εξαθλιωμένοι για τέσσερις αιώνες. Ατενίζοντας τους δυο αιώνες ανεξαρτησίας και ζωής ελεύθερης και δημιουργικής, ζωής αυτεξούσιας, έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε αυτό το διάστημα που δημιουργήσαμε αδέσμευτοι την θεατρική μας πρόοδο και νοιώθουμε ικανοποιημένοι και περήφανοι απ’ το σύνολο των επιτευγμάτων μας στον τομέα της σκηνικής τέχνης και άξιοι συνεχιστές των προγόνων μας που πρώτοι έγραψαν έργα θεατρικά, πρώτοι έδωσαν μέτρα της ποιητικής δραματουργίας και πρώτοι τα ζωντάνεψαν. 

Μπορούμε να μετρήσουμε τους δραματουργούς και τους ηθοποιούς που πρόσθεσαν και ερμήνευσαν άξια  έργα σε πολλές και διαφορετικές φόρμες, ακολουθώντας τους κύκλους που έκανε η γλώσσα μας και τους προβληματισμούς, ανθρώπους αξιόλογους, σπουδαίους και σημαντικούς στον καιρό του ο καθένας. Αλλά και στο τομέα των υποκριτών, ηθοποιών ανδρών και γυναικών κερδίσαμε διακρίσεις και πρώτες θέσεις στην κλίμακα των μεγάλων ερμηνευτών όλου του κόσμου. Ξεχωριστή θέση κρατάνε και οι Έλληνες επιστήμονες του θέατρο σε κάθε τομές της θεατρικής γνώσης. Με την ελπίδα και την ευχή το θέατρο μας να εξελίσσεται και να προοδεύει σε κάθε παράμετρο απ’ τις σελίδες αυτού του περιοδικού χαιρετούμε και γιορτάζομε τα διακόσια θεατρικά χρόνια θεατρικής ζωής συμπεριλαμβάνοντας και όσες κοσμογονικές προεπαναστατικές παραστάσεις προηγήθηκαν στον 19ο αιώνα.

 


Το υπερυψωμένο σημείο που θωρούμε το δρόμο που διανύσαμε μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε μεγέθη και να ξεχωρίσουμε αναστήματα, να κάνουμε συγκρίσεις των αξιότερων και σπουδαιότερων. Στεκόμαστε στους δραματουργούς, τους ποιητές της πρωτογενούς ύλης της θεατρικής πράξης, Πολλοί. Πρωτομάστορες, μεγαλομάστορες, με την ιδιαίτερη τέχνη του ο καθένας. Στην εποχή δάσκαλος και οδηγός. Ένας μόνο αξίζει να τον πούμε εθνικόν θεατρικό συγγραφέα. Αγκάλιασε την ιστορία, τους μύθους κι έπιασε κουβέντα με τους κλασικούς, ζωντάνεψε τα σύγχρονα παραμύθια αλλά και πέρασε στο κομπολόϊ του χάντρες απ’ τις συμφορές του έθνους, τις μεγάλες ώρες, τους έρωτες, τις ιδέες, τις μεταβολές των καιρών και τα πάθη των ανθρώπων, τις διαψεύσεις και τις ελπίδες. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο ξεχωριστός δημιουργός ανάμεσα στους άλλους όλους. Πόσα έργα άφησε στην εθνική μας παρακαταθήκη; Για ποια θέματα έγραψε; Με ποια τεχνική; Ποιο είδος υπηρέτησε ιδιαίτερα; έγραψε έργα πολλά και διάφορα. Με την τεχνική που μπορούμε να την πούμε πολύτροπο ρεαλισμό. Έπλασε αληθινούς χαρακτήρες που τους παρατήρησε και τους έζησε. Έγραψε για τα πάθη και τις συμφορές που πλάκωναν τη χώρα, πολέμους, ξεριζωμούς, κατοχές και δικτατορίες, ομηρίες και απελευθερώσεις. Έγραψε για κοινωνικές ανατροπές, μεταβολές και εξελίξεις ακολουθώντας τον εικοστό αιώνα κατά πόδα. Μα έγραψε και για τις χαρούμενες, τις ευτυχισμένες ώρες, τους πανηγυρισμούς, τα τραγούδια. Ο Καμπανέλλης ήταν ένας καταγραφέας απέραντος που νομίζω πως ακόμα δεν αξιολογήθηκε η σημασία του έργου του και το πλάτος της δραματουργικής του αξίας. Θα γίνει οπωσδήποτε όταν βρεθεί αυτός που θα τον αναψηλάφηση λέξη τη λέξη και έργο το έργο.


Είχα την τύχη και την ευκαιρία να ιδώ τα περισσότερα έργα του, πολλά απ’ αυτά δυο και τρεις φορές, ιδιαίτερη εύνοια θεωρώ ωστόσο πως δεν έχασα το πιο ιδιαίτερο και πιο προσωπικό του έργο, έργο με γραφή αλλιώτικη, ελλειπτική, έργο που μπορούμε να το ονομάσουμε υπαρξιακό υπερρεαλισμό αλλά χωράει και το πούμε και βιωματικό συναξάρι με θραύσματα η και ξεφτίδια ονείρων, αναμνήσεων και ποιητικών αναλογισμών. Το έργο του «Μια συνάντηση κάπου αλλού» το θεωρώ και το υπολογίζω ξεχωριστό, και σπουδαίο όχι μόνο για την ελληνική δραματουργία αλλά και για τη ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη στο διάστημα δυο αιώνων. Θεωρώ εύνοια που παρακολούθησα την παράσταση και έγραψα εκφράζοντας τις εντυπώσεις μου.

 

ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ 28 Μαρτίου-3 Απριλίου 1998

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ

ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ: «ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΠΟΥ ΑΛΛΟΥ


Μίμης Κουγιουμτζής, Ιάκωβος Καμπανέλλης

Δραματουργημένο έπος

Το καινούργιο έργο του Καμπανέλλη θυμίζει εκείνα τα έντυπα πολύπτυχα, που με διάφορες ποιητικές εικόνες, σπαράγματα μιας πόλης, προσπαθούν να μεταδώσουν την αίσθηση πως περπατάς στους δρόμους της. Ένα οδοιπορικό είναι. Μια περιπλάνηση οδυνηρή μέσα από ελπίδες, διαψεύσεις, προδοσίες, ιδανικά, οδυνηρές εμπειρίες, ενοχές και τύψεις και τον μεγάλο τρόμο του επερχόμενου τέλους. Το βασικό χαρακτηριστικό που ιδιαιτεροποιεί το έργο αυτό είναι η επική του μορφή. Το «Μια συνάντηση κάπου αλλού» είναι ένα δραματουργημένο έπος και από την άποψη αυτή ενισχύεται ότι είχα γράψει παλαιότερα πως δηλαδή ο Καμπανέλλης είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που έχει έναν ανοιχτό διάλογο με τους αρχαίους τραγικούς. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι πως το έργο είναι μια «Οδύσσεια», με την έννοια της περιπλάνησης σε ιδεολογικές, κοινωνικές και ψυχολογικές εμπειρίες



\Εικόνες ξεκομμένες, ξεφτίδια μνήμης, πρόσωπα μεταλλασσόμενα που αναδύονται βγάζοντας στην επιφάνεια κομμάτια από γεγονότα, σκηνές ελλειπτικές από έναν οδυνηρό βίο γεμάτο ιδανικά και ψευδαισθήσεις, λάθη, προδοσίες, ιταμότητες και πράξεις ανδρείας. Μια αληθινή, εξομολογητική ανθρώπινη διαδρομή χωρίς εξωραϊσμούς και εξιδανικεύσεις με όλα τα οράματα και τους συμβιβασμούς, ως την επιστροφή και το τέλος. Κατά τη γνώμη μου το έργο είναι αυτοβιογραφικό όχι επειδή τα διαλαμβανόμενα ταιριάζουν με τη ζωή του συγγραφέα. Δεν καταδέχτηκε τέτοια ευκολία ο Καμπανέλλης. Υπάρχει ωστόσο τόση υποκειμενικότητα σε πολλές απ’ τις σκηνές που προδίδουν την βιωματική του προέλευση και το ιδιοφυές διαπιστώνεται σ’ αυτήν ακριβώς την σύμπλεξη τους με το πεποιημένο. Ένα ακόμα στοιχείο που προλαβαίνω να εκθειάσω στη σύντομη αναφορά μου είναι η αλληγορία κάποιων απ’ τις σκηνές και να σημειώσω πως η αλληλουχία ρεαλισμού και ονειρικών συμβολισμών δείχνει την επιρροή που έχει δεχθεί ο συγγραφέας απ’ τα ομηρικά έπη. Έχουμε να κάνουμε με μεγάλο έργο πέραν του καλού και του κακού, ένα έργο εξομολογητικό, σοφό, ειλικρινές, ντοκουμέντο μιας υπαρξιακής περιπέτειας με έντονη την παρουσία του ιστορικού περιβάλλοντος και των εποχών που διαδραματίσθηκε




Ο Μίμης Κουγιουμτζής το σκηνοθέτησε μ’ έναν τρόπο που έδειξε πως το κατάλαβε καλά. Απ’ τον τρόπο που στήθηκαν οι σκηνές φάνηκε πως η κατανόηση ήταν πλήρης. Προσπάθησε να βρει τους κατάλληλους ρυθμούς, τις εντάσεις και την αίσθηση κάθε εικόνας. Νομίζω πως ήταν απ’ τις επιτυχέστερες σκηνοθεσίες του. Οι απαιτήσεις του έργου ωστόσο ήταν για υψηλότερη σύλληψη, για νύξεις άλλων διαστάσεων, για μια εντύπωση περισσότερο υπερβατική. Ενώ στην πρώτη σκηνή που το παιδί κοιμάται και οι Μοίρες – χορταρούδες το περιτριγυρίζουν είναι ωραία δεμένα το ηθογραφικό με το μαγικό, η σκηνή της εκκλησίας που είναι που είναι η πιο δυσπροσάρμοστη στο σύνολο, σκηνή εξαιρετική κατά τη γνώμη μου, δεν στήνεται με τον υπερρεαλισμό και το χιούμορ που ζητάει το κείμενο. Για τις επιμέρους υστερήσεις ο σκηνοθέτης έχει ένα σοβαρό ελαφρυντικό, την ακαταλληλότητα κάποιων ηθοποιών για ένα είδος άλλων διαστάσεων. Η μανιέρα της Ντενίζ Μπαλτσαβιά π.χ. , επαρκέστατη για ρόλους κωμικής καρατερίστας, δεν της επέτρεψε ούτε στη Μοίρα να βάλει υπόνοιες ξωτικού, ούτε να πιάσει την τραγικότητα της μάνας στην έβδομη εικόνα. Η Άνδρη Θεοδότου στο ρόλο του αγοριού δεν έδωσε την αβίαστη αθωότητα της παιδικής ηλικίας, όπως μιμήθηκε στανικά το παιδί, με γκροτέσκα αφέλεια, τεχνητή που έκανε την παρουσία του συχνά ενοχλητική




Η υποκριτική μονομέρεια του Γιάννη Δεγαΐτη αφαίρεσε από τις τρεις τελευταίες σκηνές την ποίηση, την μελαγχολία και τον τρόμο που περιέχουν Πολύ καλά, ευαίσθητη και εσωτερική ήταν η Μαριάννα Κάλμπαρη στην έβδομη εικόνα, ο Περικλής Καρακωνσταντόγλου σαν ρακοσυλλέκτης είχε μια γνησιότητα, ο Δημήτρης Αστεριάδης σαν «φευγάτος» Λοράνδος και η Χριστίνα Τσάφου σαν Ελίζα

Επιφυλάχθηκα για τη σκηνή του νεκροταφείου να την αναφέρω χωριστά, επειδή την θεωρώ αριστουργηματική, πρώτα πρώτα σαν γραφή αλλά και ως σκηνοθεσία απ’ τις καλύτερες στιγμές της παράστασης. Σ’ αυτό συνετέλεσε πολύ ο αισθαντικός γερο – θεατρίνος του Αθηνόδωρου Προύσαλη, ένας έκπτωτος ασπροντυμένος άγγελος της ψευδαίσθησης, μια θεία ευκαιρία για έκσταση, ακόμα και με το αμείλικτο ερώτημα αν η περιπέτεια του βίου αξίζει παρά την οδύνη της



Η σκηνογραφία του Αντώνη Δαγκλίδη ελλείπουσα και αφαιρετική υπέβαλλε την αίσθηση του μεταφυσικού με τα απαραίτητα στοιχεία που προσκόμιζε, καλά και τα κοστούμια (με τη συνεργασία της Χριστίνας Παπαγεωργίου) και η μουσική του Φίλιππου Τσαλαχούρη ταιριαστή με το ύφος της παράστασης.

Γιώργος Χατζηδάκης