Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Η προσωπική σπουδαιότητα του καλλιτέχνη




Μηνά Βιντιάδη: Τάρτα ροδάκινο                                             Θέατρο Αλκμήνη

Είθισται  μια θεατρική κριτική ν’ αρχίζει το απολυτίκιο της με την ανάλυση του έργου, την κατάταξη του, τους στόχους του και τις δομές του στην περίπτωση όμως της «Τάρτας Ροδάκινο» του Μηνά Βιντιάδη θα παραβώ την παραδοσιακή ρετσέτα και θα πάω κατευθείαν στο κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης που καλύπτει κάθε άλλη εντύπωση. Θα προσπεράσω ακόμα και την έκπληξη που δημιουργεί ο χώρος. Τον ισχυρό εντυπωσιασμό που μου έκανε η πληθωρική, η αλλόκοτη, η τερατική ποικιλομορφία της πρόσοψης του θεάτρου, της εισόδου, του χώρου αναμονής και του πλήθους των παραστάσεων που στεγάζονται στις «αίθουσες» του, κάτι σαν σταθμός λεωφορείων αφρικανικής χώρας, μια εικόνα ενός κατεστραμμένου από τσουνάμι χώρου όπου οι πολυέλαιοι, οι παραγκοειδείς κατασκευές και προσθήκες, οι άθλιες ρεπροντιξιόν σε βαρύγδουπες κορνίζες, τα σιδερένια η ξύλινα έπιπλα, καρέκλες πάσης μορφής, οι βελούδινοι χωστοί καναπέδες και το πλήθος των ανθοδοχείων. Παλαιοπωλείο – παζάρι η σουρεαλιστική σκηνογραφία για ταινία τύπου Mad Max. Όχι πάντως ένας χώρος που προδιαθέτει για την τέλεση μια ιεροπραξίας όπως είναι μια θεατρική παράσταση. Πολλές σκέψεις κάνει ο επισκέπτης ενός τέτοιου  περιβάλλοντος, σκέψεις απαισιόδοξες και μελαγχολικές, που συμπεριλαμβάνουν την αφηνιασμένη κερδοσκοπία κάποιων επιτήδειων αλλά και το ασυγκράτητο φαινόμενο της θεατρικής πλημμυρίδας.


Κι όμως όλα αυτά όχι μόνο τα συγχωρείς και τα παραγνωρίζεις αλλά ίσως και να τα ευγνωμονείς κι όλας όταν βρίσκεσαι καθισμένος απέναντι στη σκηνή και παρακολουθείς την ερμηνεία της Άννας Αδριανού απολαμβάνοντας την παρουσία της. Ερμηνεία αποκλειστική, ένας ρόλος ουσιαστικά μονόλογος, ο λόγος της γλαφυρά αφηγηματικός και άλλοτε πάσχων, καθαρός, με εναλλαγές, παύσεις και τονικές αυξομειώσεις, νοηματικές ακολουθίες, γυρίσματα και παιχνιδίσματα, γεμίσματα με ποικιλία συναισθημάτων και όλα αυτά με μεταδοτικότητα και ευπροσηγορία. Μια πλούσια γκάμα με δραματικές εφάψεις ως σαρκαστικές και αυτοσαρκαστικές  και στιγμές με χιούμορ. Κίνηση άνετη, σχεδόν χορογραφική, χειρονομίες εύγλωττες, διευκρινιστικές του λόγου και του αισθήματος. Μια επίδειξη υποκριτικής δεξιοτεχνίας και σκηνικής συμπεριφοράς γνώσης και γοητείας. Οι εντυπώσεις του περιβάλλοντος ξεχνιούνται, κάθε αρνητικό στοιχείο εξουδετερώνεται και σβήνει, ο θρίαμβος της προσωπικής σπουδαιότητας του καλλιτέχνη δημιουργού κυριαρχεί καταλυτικά.

Κρίμα που μια τέτοια ερμηνεία δεν έχει να μας πει τίποτα παρά μηρυκάσματα παλιών. ξεπερασμένων, προβληματισμών πάνω στις διαδικασίες των σχέσεων και πιο ιδιαίτερα στα  διαπροσωπικά ενός γάμου. Ακόμα και οι κλασικοί δραματουργοί των αρχών του 20ου αιώνα διαπραγματεύθηκαν τα ίδια με μεγαλύτερη αναλυτικότητα, πολυπλοκότητα, διεισδυτικότητα και ασφαλώς με τεχνικότερη ανάλυση. Πόσο μάλλον που και η θεατρική δραματουργία σε διάρκεια ενός αιώνα αντιμετώπισε τα ίδια φαινόμενα παράλληλα με τις εξελίξεις των ηθών και της κοινωνίας και με την συνεχή μεταβολή της θέσης της γυναίκας συζύγου στις μεγάλες μεταπολεμικές αναμοχλεύσεις. Και ασφαλώς παράλληλα και καταλυτικά επελαύνει η σεναριογραφία του παγκόσμιου κινηματογράφου με όλα τα ανατρεπτικά της ρεύματα, τις αμφισβητήσεις και την άπλετη περιπτωσιολογία που διαπραγματεύθηκε. Το ατροφικό λιμπρέτο του Βιντιάδη είναι ξεπερασμένο από κάθε άποψη και όσο κι αν το καλύπτει η υποκριτική της Αδριανού δεν κρύβεται η αναχρονιστική αποτύπωση του σχήματος ενός συζυγικού ζεύγους με τις παθογένειες του. Η παραμελημένη σύζυγος, η αδικοχαμένη καριέρα, οι απιστίες του συζύγου, η έλλειψη επικοινωνίας και ειλικρίνειας  και η εξωπραγματική και αψυχολόγητη απόφαση αυτοκτονίας, με την συνακόλουθη δολοφονία του συζύγου από την δηλητηριασμένη τάρτα ροδάκινου είναι σοβαρές δραματουργικές ανεπάρκειες. Και ελπίζεις προς στιγμήν πως οι δυο νεκροί σύζυγοι, όπως έχουν «παρκάρει» τα κεφάλια του συμμετρικά επί της τραπέζης, θα πεταχτούν ξαφνικά και θα ξεσπάσουν σ’ ένα τρανταχτό γέλιο, καταγγέλλοντας ως φάρσα όλο το μελό που προηγήθηκε, αλλά και κοροϊδεύοντας την επίπλαστη αισθηματολογία των λαϊκών περιοδικών ποικίλης ύλης που έθρεψε την συνείδηση τόσο της προπολεμικής γενιάς όσο και τις δυο μεταπολεμικές, δίνοντας πρώτα τη σκυτάλη στο παλιό ελληνικό σινεμά και στη συνέχεια στα όμοιας αισθητικής και θεματολογίας τηλεοπτικά προγράμματα.

Αλλά δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτός ο σαρκαστικός εξορκισμός και η ηθοποιός υποχρεώνεται να ακολουθήσει και «μετά θάνατον» τον βιντιάδειο τηλεοπτικισμό με τρίλιες στην ίδια τη συχνότητα. Η ηθοποιός που έδωσε σκηνική υπόσταση στο συγκεκριμένο έργο είναι η ίδια μια έμπειρη συγγραφέας και δημιουργός και παρακολουθεί ασφαλώς όλες τις εξελίξεις στα ήθη αλλά και στις φόρμες της δραματουργίας και όσες προτάσεις γίνονται σ΄ αυτόν τον τομέα της πνευματικής ζωής. Αν δεν ήθελε η ίδια να παίξει σε δικό της κείμενο – κατανοητό σε κάποιο  βαθμό - γιατί δεν αναζητούσε έργα νέων συγγραφέων που αν δεν διέθεταν τεχνικές αρτιότητες θα είχαν ωστόσο όχι μόνο καινούργιες ματιές πάνω στα κοινωνικά ζητήματα και στα προβλήματα σχέσεων αλλά και σύγχρονη γραφή και αφήγηση. Με τις σκηνικές της δυνατότητες, την πείρα και την σκηνική σοφία η Αδριανού θα μπορούσε να γίνει μια θετική αυτουργός σε κάτι νέο και ουσιαστικό. Αν και είμαι πεπεισμένος απόλυτα πως της ίδιας η γραφή θα μπορούσε να προσθέσει ενδιαφέροντα κείμενα στην σύγχρονη δραματουργία.





Η σκηνοθεσία του Μανώλη Ιωνά συνήργησε εξ ίσου στα θετικά όσο και στα αρνητικά. Δεν έχει ο θεατής να αναφερθεί σε καμιά παράμετρο της όλης συνεισφοράς του. Η συμμετοχή του Κυριάκου Γεραμπίνη υπάκουη και περιορισμένη στα όρια ενός διεκπεραιωτικού  ρόλου. Παρά την εσφαλμένη και άστοχη επιλογή έργου, η παρουσία της Άννας Αδριανού στο γίγνεσθαι του φετινού θεατρικού χειμώνα, αποτελεί μια θετική μαρτυρία και η κοινή συνείδηση την χειροκροτεί. Η υποκριτική της ιδιοσυγκρασία, πλούσια και περιεκτική όπως την είδαμε, αποτελεί μια ιδιαιτερότητα πολυμέρειας και αισθητικής, τεχνοτροπίας και ποικιλίας που διαφέρει επειδή διατηρεί αρετές και αξίες που οι ανησυχίες πολλών νεώτερων συναδέλφων της τις παραγνωρίζουν οδηγώντας σε πολλές περιπτώσεις τις ερμηνείες τους σε μια υποτονικότητα. ΄Ενας ακόμα λόγος να γιορτάζουμε και να νοιαζόμαστε για την παρουσία της στα θεατρικά μας πράγματα.  

Γιώργος Χατζηδάκης
 

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

«Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε...»

Το έργο το έχουμε ξαναδεί !

Πλήξη και αγανάκτηση προκαλούν τα παμπάλαια νέα για το Θεατρικό Μουσείο που περιλαμβάνονται στο ρεπορτάζ της Γιώτας Συκκά που δημοσιεύει στο σημερινό της φύλλο η «Καθημερινή». Με τίτλο «Αναζητείται νέα οριστική λύση» το δημοσίευμα επαναλαμβάνει όσα πολύ καλά γνωρίζει καθένας που έχει έστω και λίγο ασχοληθεί με το αδιέξοδο του ζητήματος. Με απολύτως ρεαλιστικό τρόπο η υπουργός δηλώνει πως μέχρι σήμερα. «Ουδέν σχέδιο εκπονήθηκε, ουδεμία μελέτη έγινε, ουδεμία απόφαση ελήφθη» και συνεχίζει το ρεπορτάζ πως την περασμένη εβδομάδα, η υπουργός συναντήθηκε με εκπροσώπους του Θεατρικού Μουσείου (Κ. Γεωργουσόπουλο, Στ. Φασουλή, Φ. Νικολόπουλο).

Γνωρίζοντας το πρόβλημα του Κέντρου Μελέτης και Έρευνας Ελληνικού Θεάτρου - Θεατρικού Μουσείου, από τα χρόνια της θητείας της ως γ.γ. στο υπουργείο Πολιτισμού η κ. Μενδώνη λέει πως η εξέλιξη προς την λύση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δύο μείζονα ζητήματα: «Το πρώτο αφορά τη στέγαση των υφισταμένων συλλογών του και της θεατρικής βιβλιοθήκης. Σήμερα φυλάσσονται σε χώρο της ΕΡΤ. Συλλογές και βιβλιοθήκη αποτελούν εξαιρετικά σημαντικά τεκμήρια της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου από τα προεπαναστατικά ήδη χρόνια, αλλά και ανεξάντλητη πηγή υλικού για τους ειδικούς μελετητές και τους θεατρολόγους. Για τον λόγο αυτό ορθά χαρακτηρίστηκαν το 2016, στο σύνολό τους μνημεία δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3028/2002».


Και συνεχίζει: «Παρά τις ανακοινώσεις του υπουργείου Πολιτισμού (20.2.2018) «ότι ο χώρος που θα στεγάσει το Θεατρικό Μουσείο είναι το νεοκλασικό κτίριο της οδού Σταδίου 47, κληροδότημα Αλέξανδρου Σούτσου, το οποίο θα παραχωρηθεί, βάσει συμφωνίας, από την Εθνική Πινακοθήκη στο ΥΠΠΟΑ», καμία ενέργεια δεν έγινε γι’ αυτό. Σύμφωνα με επόμενη ανακοίνωση του υπουργείου (9/11/2018), «η δαπάνη για την ανακαίνιση και την ανακατασκευή του κτιρίου που θα μπορεί να το στεγάσει εκτιμάται ότι, μαζί με τις δαπάνες για τις σχετικές μελέτες και τη συντήρηση και ψηφιοποίηση του μουσειακού υλικού και τον εξοπλισμό, θα αγγίξει τα 10.770.000 ευρώ...»
Δηλαδή, ακόμη και αν μπορούσε να διασφαλιστεί σήμερα το αναγκαίο κονδύλι, θα απαιτείτο για την εκπόνηση της μελέτης και την υλοποίηση του έργου περισσότερο από μία εξαετία.              

Με τα ίδια λόγια, στην ίδια ακριβώς σειρά προβληματισμών και – σκανδαλώδης σύμπτωση - είχα υπολογίσει και το ύψος της δαπάνης και τον χρόνο για την ολοκλήρωση του σχεδίου. Αναζητήστε το εδώ σε προηγούμενη ανάρτηση.

Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα τώρα εντοπίζεται στη μείωση των απαιτήσεων των εργαζομένων και δυστυχώς, σύμφωνα με το ρεπορτάζ ως προς το θέμα των χρεών η υπουργός Πολιτισμού τονίζει ότι το ΥΠΠΟΑ «με ενέργειές του στηρίζει τις θέσεις του μουσείου στη διαπραγμάτευσή του με τον ΕΦΚΑ, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή μείωση. Το υπόλοιπο των χρεών θα αντιμετωπιστεί από το υπουργείο σε συνεννόηση με τους δικαιούχους». Αισιόδοξος από τη συνάντηση δηλώνει στην «Κ» ο Σταμάτης Φασουλής. «Μπήκαν τα πράγματα σε έναν πολύ πρακτικό δρόμο. Η Λυδία Κονιόρδου έδωσε στο Θ.Μ. 450.000 ευρώ, που ήταν ευπρόσδεκτα, αλλά με γραφειοκρατικές συνθήκες για την εκταμίευσή τους, τέτοιες που τα πράγματα περιπλέκονταν. Το ουσιαστικό μας πρόβλημα είναι ότι εδώ και έξι χρόνια, και ενώ έχει γίνει επίσχεση εργασίας, χρωστάμε ένα εικονικό ΕΦΚΑ. Προσπαθούμε να βρούμε ένα νομικό τρόπο ώστε να λυθεί το ζήτημα. Δεν ζητάμε τίποτε που να υπερβεί τον νόμο ή το δίκιο των εργαζομένων» . Το ελπίζουμε.

Γ.Χ.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

Οι Ελληνες ηθοποιοί πριν από 135 χρόνια


Όχι, δεν χιλιαπλασιάστηκαν (ακόμα) !!!

Γράφει η "Νέα Εφημερίς" στις 10 Ιουλίου του 1884. Σήμερον θα παραθέσωμεν τι πολύ αξιοπερίεργον, όλους δηλαδή τους εις διάφορα μέρη εσχηματισμένους την ώραν ταύτην ελληνικούς δραματικούς θιάσους με τα ονόματα όλων των ηθοποιών. Όλων τουτέστιν των Ελλήνων ηθοποιών, όσων υπάρχουν, δια να τους μάθετε άπαξ δια παντός και εν πλήρη καταλόγω. Έτσι λοιπόν:

Εν Αθήναις θίασος των αδελφών κ.κ. Διονυσίου και Σπύρου Ταβουλάρη, μεθ΄ών οι κ.κ. Κοτοπούλης, Λαζαρίδης, Νικηφόρος, Δαβίλας, Ζάνος, Δημητρόπουλος, Βόλας, Σφήκας, Λαγκαδάς, Σταυρόπουλος, Δρακόπουλος, Βέργος, Γιορλάνος, Απέργης, Βενετσάνος, Νικολαΐδης, Μιχαηλίδης και αι κυρίαι Σοφία Ταβουλάρη, Ιω, Νικηφόρου, Σ, Δημητροπούλου, Αννα Λαζαρίδου, Ελένη Κοτοπούλη, Κλεοπ. Δαβίλα, Μαρία Συλιβάκου.

Εν Πειραιεί θίασος του κ. Δημοσθένους Αλεξιάδου μεθ’ ού οι κ.κ. Χρυσάφης, Δρακάκης, Πεταλάς, Παντόπουλος, Χαλκιόπουλος, Ευτύχιος Βονασέρας. Κάππας, Ζαχαρόπουλος και δυο μαθητευόμενοι και αι κυρίαι Πιπίνα Βονασέρα, Φιλομήλα Βονασέρα, (θυγάτηρ της) Αικατερίνη Δρακάκη, Μαρίκα Αλεξιάδου (θυγάτηρ του κ. Αλεξιάδου).

Εν Αιγίω θίασος του κ. Αλ. Πίστη, οι κ.κ. Δημ. Πίστης, Κυριακός, Διον. Πίστης και δυο μαθητευόμενοι και αι κυρίαι Αμαλία Α. Πίστη. Ελένη Χέλμη, Χρυσάνθη Ταμβακοπούλου, Εν Βόλω θίασος των κ.κ. Τασσόγλου, Βούλγαρη, Πετρίδη, Τσούκα, Ρούσου, Ράμφου, Κωνσταντινοπούλου, Παντελοπούλου, και αι κ.κ. Μαρία Πετρίδου, Μέλπω, Ευανθία Ράμφου, Αριάδνη Τασσόγλου.

Εν Καβάλα του κ, Ξενή Ησαΐου μεθ’ ού οι κ.κ. Παρασκευόπουλος, Λούης Γαδ, Σφαιρίδης, Κυτταριόλος και αι κ.κ. Μαρία Ησαΐα, Ευαγγελινή Παρασκευοπούλου, Αγγέλικα. Εν Χίω ο κ. Λεκατσάς και νυν οι κ.κ. Αρνιωτάκης, Τσίντος, Βασιλειάδης, Παπαδόπουλος, Λοράνδος (μικρός) και αι κ. κ. Ελένη Αρνιωτάκη, Βασιλειάδου, Παπαδοπούλου, μια δεσποινίς ανεψιά του κ. Λεκατσά.

Εν Κύπρω θίασος του κ. Ανδρονόπουλου μεθ’ ού οι κ. κ. Κρανιώτης, Μιχαηλίδης και τέσσαρες άλλοι d occasion, ακατάτακτοι και αι κ.κ. Μιχαηλίδου, Κρανιώτου, Ανδρονοπούλου.

Εν Ρωσσία θίασος του κ. Χαλκιοπούλου μεθ’ ού οι κ.κ. Αικατερινιάδης, Δεπάστας, Πέρβελης, δύο μαθητευόμενοι και αι κ.κ. Ελένη Χαλκιοπούλου, Δεπάστα μετά της αδελφής της.

Εν Συρία αι κυρίαι Σοφία Νέρη, Μαρίκα Νέρη ο κ. Σ, Δημητρόπουλος και άγνωστοι εγχώριοι. Ανεξάρτητος απεσπασμένος μεταξύ ηθοποιού και ιμπρεσαρίου ο κ. Κορδοβίλης, εκ των γνωστοτάτων.

Τους παραθέσαμεν εν βία ουχί βεβαίως κατά σειράν αξίας εν τη κατατάξει δι ο παρακαλούμεν να μην γίνουν παρεξηγήσεις. Εισίν εν συνόλω 70 ηθοποιοί πάσης τάξεως, 10 – 12 μαθητευόμενοι και 5 – 10 εκ συμπτώσεως, κυρίαι δε μόλις 36 όλαι κι όλαι. Βλέπετε δε ότι εισίν κατακερματισμένοι εις δέκα θιάσους, εξ ών τώρα αδιάκοπαι γίνονται μεταθέσεις από του ενός εις τον άλλον και αλλαγαί και ανακηρύξεις νέων θιασαρχών ενίοτε, ου μην και ονομάτων. Δι ο και δεν είναι παράδοξον δυο τρεις να τους συναντήσετε με τρία ονόματα. Οι πλείστοι όμως είναι και οριστικώς ονοματισμένοι, πλην των διακεκριμένων κορυφαίων.

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

Άκρα του τάφου σιωπή


Θεατρικό Μουσείο : Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! 
Επιστολή προς την υπουργό Πολιτισμού
Αξιότιμη 
κυρία Λίνα Μενδώνη                                                                                                          Υπουργό Πολιτισμού

Αγαπητή κυρία

Άκρα του τάφου σιωπή βασιλεύει γύρω από την υπόθεση του σαν ενταφιασμένου σε κατακόμβη Θεατρικού Μουσείου. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Δεν γνωρίζουμε αν το περιοδικό  «Τόπος Θεάτρου». Τεύχος 11, που σας αφήσαμε στο υπουργείο, έφθασε στα χέρια σας και εάν τα πολλά ζητήματα που σας απασχολούν σας επέτρεψαν να ανοίξετε τις σελίδες του και ιδιαίτερα εκείνες που σχολαστικά και  διεξοδικά αναφέρονται στο Θεατρικό Μουσείο αναλύοντας το ιστορικό του και την θλιβερή σημερινή του κατάσταση.                                                                                                                      
Το πρόβλημα και οι πιέσεις που αντιμετωπίζετε, χωρίς το υπουργείο να ευθύνεται, όπως έχετε αποφανθεί, αφού νομικά το Θεατρικό Μουσείο αποτελεί μια ιδιωτική πρωτοβουλία,  είμαστε βέβαιοι ωστόσο, ακόμη κι αν η αντίληψη αυτή ισχύει, πως το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να αισθάνεται την βαριά ευθύνη της τύχης ενός ιδρύματος αρχείου και βιβλιοθήκης θεατρικών κειμηλίων.                                                                                                        

Το πολύπλοκο πρόβλημα όπως αντιμετωπίζεται απ’ όλους μας συνοψίζεται ως εξής: Εξασφάλιση ενός ποσού  εκατομμυρίου περίπου για την εξόφληση των εργατικών αποζημιώσεων και την κάλυψη οφειλομένων ενοικίων, χρεών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, καθώς και διάφορα άλλα ποσά. Εν συνεχεία δαπάνη για την ανασυγκρότηση και συγκέντρωση, καταμέτρηση και καθαρισμό του εκθεσιακού υλικού,  αποκατάσταση των ζημιών και των φθορών. Εξασφάλιση κατάλληλου χώρου για την επανεγκατάσταση του Μουσείου και την κατασκευή προθηκών, γραφείων, βιβλιοθηκών, βεστιαρίων, κλιματισμού κλπ κλπ και φυσικά ο απαραίτητος ηλεκτρονικός εξοπλισμός με το πλήθος των σύγχρονων ψηφιακών εφαρμογών και συστημάτων.

Η επαναλειτουργία ενός Θεατρικού Μουσείου αξιοπρεπούς και αντάξιου του θεατρικού παρελθόντος της χώρας, δεν είναι πρόβλημα που βολεύεται με λύσεις εμβαλωματικές και επ’ αυτού καταλαβαίνουμε τους προβληματισμούς σας. Είναι δυνατή ωστόσο μια λύση που θα εξασφάλιζε όλα αυτά; Ιδού η απορία. 

Ακόμα και σήμερα, μετά από οκτώ χρόνια θα μπορούσε να μπει σε εφαρμογή μια αποτελεσματική λύση αν το Μουσείου είχε την φαντασία να αξιοποιήσει τον εαυτό του. Παράδειγμα; Αυτή τη στιγμή στην πρωτεύουσα τελείται μια δέσμη εκδηλώσεων στα πλαίσια ενός φεστιβάλ ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Εκθέσεις βιβλίων, θεατρικά αναλόγια, αφιερώματα, διαλέξεις, σεμινάρια και συνέδρια. Θα μπορούσαν να προστεθούν κι άλλες θεματικές εκδηλώσεις, όπως bazaar θεατρικών βιβλίων και περιοδικών, «ευεργετικές» παραστάσεις. Θέατρο σκιών και κουκλοθεάτρου, όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι διοργανωμένα  από το Θεατρικό Μουσείο. Τα ποσά των εσόδων είναι αυτονόητα.  Αρκεί  μια παρόμοια ετήσια διοργάνωση για να καλυφθεί εξ ολοκλήρου το σημερινό χρέος του Μουσείου και αν γινόταν σε βάση ετήσια επί επτά χρόνια, σήμερα το Μουσείο θα ήταν ασφαλές, ακέραιο  και σταθερά εγκαταστημένο σ’ έναν κεντρικό και κατάλληλο χώρο. Μπορούμε  να προσθέσουμε πως αν σ΄ αυτό το διάστημα πραγματοποιούσε κάθε χρόνο την έκδοση ενός Ημερολογίου, (όπως κάνει και το παραμικρό Σωματείο), με θέματα από το πολύτιμο υλικό του, καθώς και θεματικά Λευκώματα με χορηγίες Τραπεζών, η κατάσταση θα ήταν απολύτως διαφορετική.


Λύσεις πολλές, παρόμοιες η διαφορετικές υπάρχουν η θα μπορούσαν να προκύψουν αναμφισβήτητα αν υπάρχει φαντασία και πάθος. Με τέτοιους στόχους με πρωτοβουλία του περιοδικού «Τόπος Θεάτρου» υποκινήσαμε την ίδρυση «Φίλων Θεατρικού Μουσείου- Γιάννης Σιδέρης»,  με την συμμετοχή  πολλών ανθρώπων  του θεάτρου, της σκηνής και της θεωρίας καθώς και πολλών θεατρόφιλων, 180 εν συνόλω ως τώρα,  με καμιά απολύτως όχι πρόθεση η φιλοδοξία  αλλά ούτε διάθεση να αναμειχθούμε στα διοικητικά του Μουσείου.  Ο ρόλος του «Ομίλου Φίλων Θεατρικού Μουσείου» για να πετύχει στις προθέσεις και τους σκοπούς του, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από ανταγωνισμούς, υποψίες και αντιπαραθέσεις με το σημερινό καθεστώς του ΔΣ του Μουσείου. Και αυτό το δηλώσαμε και το δηλώνουμε προς κάθε κατεύθυνση. Άμεσα προγραμματίζεται μια ανοιχτή εκδήλωση όπου ο Όμιλος θα εμφανιστεί  δημόσια, ενώ παράλληλα έχουν ενημερωθεί και  εκπρόσωποι των Κομμάτων επιφορτισμένοι με τα του πολιτισμού.


Ωστόσο το συγκεκριμένο μέτρο, άμεσο και αυτονόητα επιτακτικό που σας προτείνουμε και που έχουμε και δημόσια εκφράσει είναι η  συγκρότηση μιας Επιτροπής Ειδικών για την μελέτη όλων των παραμέτρων του προβλήματος. Νομικών, οικονομολόγων, αρχιτεκτόνων, μάνατζερς, μουσειολόγων, επικοινωνιολόγων, θεατρολόγων, νέων και ενήμερων, που θα μελετήσουν τα πολύπλοκα προβλήματα και σε πέντε η δέκα συνεδριάσεις θα μπορούσαν να σας υποβάλουν μια έκθεση,  της οποίας  θα αξιολογούσατε τις δυνατότητες εφαρμογής της. 


Δεν αμφιβάλουμε καθόλου κυρία υπουργέ πως σας απασχολεί το πρόβλημα του Θεατρικού Μουσείου και πως μελετάτε και πιθανόν μεθοδεύετε κάποιες ενέργειες τις οποίες τόσο εμείς του περιοδικού, όσο και τα μέλη του Ομίλου αλλά και ο κόσμος του θεάτρου ευχόμαστε να μην αργοπορήσουν περισσότερο.

Μένουμε πάντα στη διάθεσή σας

Για το περιοδικό «Τόπος Θεάτρου»
Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Ξαφνική και άδικη επίθεση


Ανάρτηση διευκρινιστική και αναγκαία !

Η ξαφνική και άδικη επίθεση που δέχθηκα από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, είναι περισσότερο αποτέλεσμα κακόβουλων εισηγήσεων κοντινού του προσώπου, παρά παρανοήσεων που μπορεί να προκάλεσε στον ίδιο η πρωτοβουλία της δημιουργίας του «Ομίλου Φίλων Θεατρικού Μουσείου».



Μια αποσαφηνιστική παράγραφος απαιτείται όχι προς τον επιστολογράφο, που ασφαλώς δεν του την οφείλω, αλλά προς όλους εκείνους που πιθανόν να επηρεάστηκαν από τις κατηγορίες και τους υπαινιγμούς που εκτόξευσε ο γνωστός στον θεατρικό κόσμο κριτικός και μεταφραστής. Ο «Όμιλος Φίλων Θεατρικού Μουσείου», όπως έχει διακηρυχθεί σε κάθε κατεύθυνση είναι προς το παρόν μια άτυπη συλλογική ιδιωτική συνάντηση που προτίθεται να αναλάβει πρωτοβουλίες για την λειτουργία θεατρικού Μουσείου στη χώρα μας (πατρίδα του θεάτρου) και για άλλες παράλληλες συναφείς δραστηριότητες. Καμιά πρόθεση, απολύτως καμιά, δεν διατηρεί  ο υπό σύσταση Όμιλος ούτε να συσχετιστεί, ούτε αναμιχθεί, ούτε και να ελέγξει το διοικητικό συμβούλιο του καταργημένου επί οκτώ χρόνια Θεατρικού Μουσείου, του οποίου ο αποστολέας της επιστολής εξακολουθεί να είναι πρόεδρος.




Μια παράγραφο ακόμα, ως προσωπική απορία. Το διάστημα οκτώ χρόνων ασφαλώς δεν είναι ένα διάστημα μικρό, αντίθετα θα το έλεγα ένα διάστημα πολύ μεγάλο. Προκαλεί συνεπώς κατάπληξη και όχι απλή απορία πως ο υπεύθυνος πρόεδρος και απόλυτος διευθυντής του Μουσείου δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα ποσό ώστε να καλύψει το χρέος που είχε δημιουργήσει η διοίκηση και λειτουργία του Μουσείου και το άφησε να διογκώνεται και να γίνεται ολοένα και δυσχερέστερη η αντιμετώπισή του; Πως δεν επινόησε ή μηχανεύθηκε ή εμπνεύσθηκε τρόπο ή τρόπους να συγκεντρώσει χρήματα; Θα μπορούσε να συμβουλευθεί ειδικούς επί του θέματος, συμβούλους ή μάνατζερ, ιδιώτες ή σχετικές εταιρείες που θα του υποδείκνυαν διοργανώσεις, συναυλίες, παραστάσεις, εκδόσεις, σεμινάρια, εκθέσεις θεματικές σε ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού. Εκθέσεις κοστουμιών αρχαίου δράματος, ας πούμε, ή εκθέσεις σκηνογραφιών, «ευεργετικές» για το Μουσείο, ώστε να συγκεντρωθούν ποσά μικρά ή μεγάλα για την αντιμετώπιση των επιτακτικών αναγκών. Φαντάζεστε αν επί οκτώ χρόνια είχε αναπτυχθεί μια τέτοια δραστηριότητα τι θαυμάσια αποτελέσματα θα απολαμβάναμε σήμερα, αντί να θρηνολογούμε το νεκρό ή έστω ημιθανές μουσείο;




Αν κάποιος θέλει να σώσει το Μουσείο για το οποίο έχει την μεγάλη απόλυτη ηθική ευθύνη και τυρόπιτες θα μπορούσε να πουλάει στον κήπο του απ’ έξω για να κρατηθεί ανοιχτό το Μουσείο. Ο Σιδέρης θα το έκανε ! Δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά ο σημερινός του πρόεδρος, αλλά και τίποτα άλλο, στρεφόμενος αποκλειστικά ως μονολιθικός και αμετακίνητος άρχοντας, προς το κράτος το οποίο του δηλώνει κατηγορηματικά σε όλες του τις προσφυγές πως χρήματα δεν δικαιούται να πάρει διότι δεν είναι πρόσωπο δημοσίου δικαίου αλλά μια ιδιωτική επιχείρηση. Να σημειωθεί εδώ πως δυο υπουργοί του πρότειναν το Θεατρικό Μουσείο να μετατραπεί σε «Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» και να αναλάβει το κράτος τις οικονομικές του ευθύνες αλλά ο κ. πρόεδρος για δικούς του λόγους το απέρριψε. Προφανώς πιστεύοντας στην προσωπική του επιβολή.


Μια τρίτη παράγραφο τελευταία. Καμιά εκατοστή άτομα, για διάφορους λόγους ο καθένας, από απερισκεψία ωστόσο οι περισσότεροι, έσπευσαν να επικροτήσουν τα ανόητα και ασυνάρτητα, αναληθή και συκοφαντικά παράλληλα, που διαλαμβάνονται στην επιστολή Γεωργουσόπουλου. Ας συνειδητοποιήσουν πως με την ανεύθυνη ενέργειά τους γίνονται συνυπεύθυνοι στην κατάργηση και ενταφιασμό του περιεχομένου του Θεατρικού Μουσείου που είναι περιουσία του ελληνικού λαού και διαθήκες των θεατρικών μας προγόνων. Κι ακόμα μια ανθρωπιστική ευθύνη. Είναι αυτονόητο και φανερό πως ο πρόεδρος του Μουσείου ως άνθρωπος περνάει δυσκολίες και υφίσταται πιέσεις, πως δεν είναι πια σε ηλικία παρόμοιων αντοχών αλλά και η υγεία του δεν είναι όπως πριν από δεκαπέντε χρόνια.  Ας συνδράμουν λοιπόν όπως μπορούν να τον απαλλάξουν απ’ αυτό το βάσανο που περνά μιας και, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει στην αρχή της επιστολής του, στερείται τη σύγχρονη γνώση και συνεπώς εξ αυτής της αιτίας και την σκέψη να αντιμετωπίσει τα δεινά που διέρχεται.


Δυο λόγια πριν να ολοκληρώσω την παρούσα. Ο «Όμιλος Φίλων Θεατρικού Μουσείου» δεν εναντιώνεται ούτε διαψεύδει τις ενέργειες του ΔΣ του Μουσείου και άλλωστε δεν έχει τρόπο να τις πληροφορείται παρά μόνο από όσα ακούγονται ή δημοσιεύονται. Και εξάλλου τόσο ο υπογραφόμενος όσο και ο Όμιλος δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να ενημερώνουμε τον πρόεδρο και το ΔΣ για τις κινήσεις και τις δραστηριότητές μας, εκτός φυσικά αν μας ζητηθεί. Κι ακόμα πως είναι απολύτως αναληθές και παραπλανητικό πως το Μουσείο ανοίγει όποτε του ζητηθεί. 

Είναι κλειδωμένο ερμητικά και όσα γράφονται στην επιστολή πως καθαρίζεται και αερίζεται είναι πελώριο ψέμα. Στα οκτώ χρόνια καθαρίστηκε και απεντομώθηκε μόνο μία φορά, επί Κονιόρδου  και όχι απολύτως και συστηματικά και άνοιξε μόνο τρεις φορές εκ των οποίων η πρόσφατη ήταν κατ’ απαίτηση του Δημάρχου  Αθηναίων που έχει την κυριότητα του ακινήτου.                                                                                            

Για το περιοδικό «Τόπος Θεάτρου»

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Αν ζούσε ο Σιδέρης θα έκλεινε το Μουσείο;

Έχω δυό ερωτήματα ζωτικής σημασίας
Ένα ερώτημα προς όσους είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον κορυφαίο ιστορικό του θεάτρου μας, προς όλους αυτούς που είχαν την τύχη να τον έχουν δάσκαλο, συνεργάτη, φίλο η να είχαν έστω μια απλή γνωριμία , τι πιστεύουν, θα έκλεινε το Μουσείο, το έργο που με αυταπάρνηση δημιούργησε εκ του μηδενός, αυτός που το στοιχειοθέτησε λίγο λίγο, θα έβαζε αυτός ο ίδιος κλειδί να κλειδώσει το δημιούργημα του θάβοντας ότι πολύτιμο και σπάνιο είχε συγκεντρώσει;                                                                                                                                                              Ρωτάω την Λουίζα Μητσάκου, την Ξανθή Ζαχαριάδου, τους θεατρικούς συγγραφείς που του παράστεκαν, στους συνεργάτες που τον πλαισίωναν, τους ηθοποιούς που του εμπιστεύονταν τα ενθυμήματά τους τι πιστεύουν, θα παρέδιδε όλα αυτά στον αφανισμό;                                                                                                                                                        Εγώ πιστεύω πως ο Γιάννης Σιδέρης θα στεκόταν εκεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, και θα αγωνιζόταν με το ίδιο πάθος να βρεί  λύσεις στα δεινά, που ασφαλώς δεν θα καλυτέρευαν αν έκλεινε το Μουσείο, ούτε όμως και θα χειροτέρευαν αν έμενε ανοιχτό. Τον φαντάζομαι να πηγαίνει κάθε μέρα ή δυο ώρες τρεις φορές τη βδομάδα. Να φροντίζει τα πολύτιμα εκθέματα, να φέρνει μια καθαρίστρια να καθαρίζει και να δέχεται επιλεγμένους επισκέπτες και μόνο για ειδικές εργασίες. Είμαι δε βέβαιος πως αυθόρμητα ομάδες εθελοντών, μαθητών και σπουδαστών θα συντρέχανε τον σοφό γέροντα ώστε να κρατηθεί ανοιχτό το έργο το σπουδαίο. Αυτό φαντάζομαι. Και φαντάζομαι επίσης πως ο Σιδέρης με πείσμα θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει μικρά η και μεγαλύτερα έσοδα, χορηγίες, ενισχύσεις ιδιωτικών φορέων η και έσοδα από την χρήση των αρχείων του Μουσείου. Ναι, πιστεύω πως ο Σιδέρης δεν θα το έκλεινε το Μουσείο, το έργο της ζωής του. Βέβαιο θεωρώ πως και χώρος καταλληλότερος θα βρισκόταν και το πολύτιμο ίδρυμα κάπου πολύ καλύτερα θα μεταφερόταν. Και πιστεύω επίσης πως στο μεταξύ θα βρισκόταν τρόπος να καλυφθούν τα ελλείμματα, να αντιμετωπιστεί μέρος των απαιτήσεων και να δοθούν παρατάσεις σε χρέη.

Έχω ωστόσο κι ένα άλλο ερώτημα. Γιατί σ’ όλο αυτό το διάστημα των  οκτώ χρόνων που το υλικό του Μουσείου μουχλιάζει, σαπίζει και λεηλατείται δεν ιδρύθηκε ένα ανεξάρτητο Σωματείο «Όμιλος Φίλων του Θεατρικού Μουσείου»; Ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με σοβαρά αποτελέσματα σε κάθε παράμετρο. Υπάρχουν θεματικά ευρωπαϊκά προγράμματα όχι μόνο για Μουσεία αλλά και για έρευνες. Το πολύτιμο αρχειακό υλικό του Θεατρικού μας Μουσείου, οι ομάδες των σπουδαστών ερευνητών των πανεπιστημιακών σχολών, τα σπάνια βιβλία παλαιών εκδόσεων, όλα αυτά σε δημιουργικούς συγκερασμούς θα μπορούσαν να αποδώσουν σε πολιτιστική αξία αλλά και σε οικονομική που θα υπερκάλυπτε ολόκληρο το χρέος η έστω ένα μέρος του. Παράλληλα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σεμινάρια με θέματα από τον πλούτο των αρχείων του Μουσείου με δασκάλους προσφερόμενους από το πλήθος των επίδοξων διδακτόρων. Κι άλλα πολλά θα μπορούσαν να γίνονται και σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια αδράνειας πολλά να αποδώσουν. Προσιτό παράδειγμα το Ημερολόγιο του ΤΑΣΕΗ, που καλύπτεται από ιδιωτική χορηγία και αποφέρει πολλά στο ταμείο των απόμαχων του θεάτρου. Πόσο μάλλον μια έκδοση με το δυσεύρετο αρχείο του Μουσείου και επιχορηγημένο από μια Τράπεζα η έναν πολύφερνο ιδιωτικό φορέα.

Αν λοιπόν πιστεύετε ότι ο Σιδέρης θα κρατούσε του Μουσείο ανοικτό χωρίς καμιά αρνητική συνέπεια, αντίθετα θα υπήρχε σοβαρή περίπτωση η συνέπεια να είναι πολλαπλά θετική, τότε γιατί η υπουργός Πολιτισμού δεν ανοίγει το Μουσείο και να βάλει ένα συνεργείο καθαρισμού και απεντόμωσης σώζοντας ότι δεν έχει ακόμα καταστραφεί; Αν δεν υπάρχει το απαιτούμενη πίστωση ας γίνει ένας εθελοντικός έρανος.  Αν σ’ αυτή τη λύση αντιτίθεται το Διοικητικό Συμβούλιο (καταργημένο στην ουσία, αφού σύμφωνα με το καταστατικό εδώ και χρόνια η θητεία του δεν έχει ανανεωθεί και γενικές συνελεύσεις δεν γίνονται) υπάρχει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο νόμων για άμεσες δικαστικές αποφάσεις λόγω κινδύνων  κοινής περιουσίας.        Κυρία υπουργέ ανοίξτε αμέσως το Μουσείο, ενεργείστε ρεαλιστικά για την σωτηρία του διότι το σχέδιο «Οδικός Χάρτης», ακόμα και ως ονομασία  προσβάλλει τη νοημοσύνη όλων μας κυρίως όμως τη δική μου που προς ενημέρωση σας διανύω τον 88ο χρόνο του βίου μου και απαιτώ ανάλογο σεβασμό και σοβαρότητα.

Για την ίδρυση Σωματείου Όμιλος Φίλων Θεατρικού Μουσείου, αυτό αποτελεί μια σοβαρή σοβαρότητα παράλειψη για την οποία ευθύνονται άπαντες οι ενδιαφερόμενοι και εμού μη εξαιρουμένου. Μια παράληψη που θα αποκατασταθεί σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και θα μπει αμέσως σε δράση. Μαζί και με το άμεσο άνοιγμα του Μουσείου και την συγκρότηση Επίσημης Γνωμοδοτικής Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, μεριμνήστε κυρία υπουργέ και για τον Όμιλο Φίλων Θεατρικού Μουσείου, που αναπόφευκτα θα περάσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία,  ώστε το πέρασμα σας από το ΥΠΠΑ να αφήσει ένα αποτύπωμα σε αντίθεση με των προκατόχων σας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Κώδικας «αιδοίον»

Αλέξη Σταμάτη: Μελίσσια                                                                                Εθνικό Θέατρο - Σκηνή Νίκος Κούρκουλος
Είτε οξυδέρκεια την πεις είτε υπόνοια χωράει νομίζω να υποθέσουμε πως ένας κρυφός συμβολισμός κρύβεται στην ερμηνεία για το θέμα του πίνακα ζωγραφικής. Ίσως ο συγγραφέας δεν ενίσχυσε δραματουργικά αυτό το κεφαλαιώδες σημείο του έργου του, οπωσδήποτε όμως η σκηνοθετική ανεπάρκεια είναι απ΄ τις κύριες αιτίες που το στοιχείο αυτό περνάει απαρατήρητο. Και όχι μόνο αυτό. Τι παρουσιάζει λοιπόν ο πίνακας που ζωγράφισε ο γιός της δεσπόζουσας μητρικής φιγούρας που εγκαταστημένη σε μια κλίνη (άλλο ένα προκλητικό στοιχείο για αποσυμβολισμό) ως μητριαρχική θεότητα στο κέντρο του χώρου (και χρόνου) συγκεντρώνοντας γύρω της τους γόνους της οικογενειακής κοινωνίας της; Το θέμα του πίνακα είναι ένα αιδοίο. Στα γριφώδη abstrait σχήματα με τους παιγνιώδεις χρωματισμούς αναγνωρίζεται το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το σημείο της γέννησης, όπως είναι ο τίτλος του σκανδαλώδους πίνακα του Γκυστάβ Κυρμπέ. Αν ο αποκρυπτογράφος προσθέσει στην «Αναζήτηση» τον τίτλο του έργου «Μελίσσια» και το χρησματικό αφήγημα του μύθου της Κασσιόπης που λέει η ξαπλωμένη γυναίκα, τότε το πρόγραμμα θα του βγάλει μόνο του όλη την διάρθρωση της κοινωνίας των μελισσών, την βασίλισσα, τους κηφήνες και τις εργάτριες και θα ξεκινήσει τις προσπάθειες αναγνώρισης και ταύτισης με τα πρόσωπα του έργου και την πλέξη του της υπόθεσης. Να προσθέσω εδώ την κατάληξη του μύθου πως η Κασσιόπη μετά το θάνατό της μεταμορφώνεται σε αστερισμό που ο σχηματισμός του αντιστοιχούσε σε μια γυναίκα καθισμένη σε θρόνο, («η γυναίκα του θρόνου») τότε συμπεραίνουμε πως όλα αυτά δεν μπορεί να μπήκανε τυχαία. Κάτι θέλει να μας μεταδώσει ο συγγραφέας. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως όλα συμβαίνουν σε όνειρο, δηλαδή εκτός εαυτού, σε κατάσταση μη συνειδητή, σε όραμα, τότε αναμφισβήτητα παρακολουθούμε ένα έργο με μυστηριακά στοιχεία, με παραπομπές σε αλληγορίες που αναζητούν να διαβαστούν και να κατανοηθούν.

Είναι πραγματικά συναρπαστικό αν η υποψία μου δικαιώνεται – και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι συμπτωματικά όλα αυτά - έστω και αν είναι μόνο ένα νεύμα του συγγραφέα προς μια άλλη γραφή και άλλη ανάγνωση. Είναι πραγματικά συναρπαστικό επειδή θα μπορούσε να σημαίνει μια δραματουργική έκρηξη, μια στροφή, ένα άνοιγμα, ένα νέο σκαλοπάτι προβληματισμού στο κλιμακοστάσιο της δραματουργίας μας, ένα ξεκόλλημα από τα μικροαστικά ηθογραφήματα, τα μωροπολιτικά με τις καταγγελίες των καταπιεστικών σχέσεων της καθημερινότητας, των μονοσήμαντων επαφών, αυτά που υπερφίαλα τα βαφτίσαμε έργα «με μηνύματα». Αυτή η καινούργια γραφή, (ίσως επηρεασμένη από μια γενικότερη τάση της ευρωπαϊκής μυθιστοριογραφίας) ακόμα και φόρμα μπορείς να την πεις , και μας βγάζει δυο τρεις βαθμίδες ψηλότερα απ όπου μπορούμε να δούμε μακρύτερα και βαθύτερα και το κυριότερο να κοιτάξουμε τον κόσμο με άλλη γνώση. Περιέχονται στο έργο στοιχεία μυστικισμού, συμβολισμών, αποκρυφιστικών μηνυμάτων που δραματουργικά μας βγάζουν απ’ την τυρβώδη ροή της απλοϊκότητας. Χωρίς αμφιβολία μ’ αυτό το έργο ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μας εισάγει σε μια άλλη εποχή όπου παρακολουθώντας ένα έργο και μια παράσταση υποχρεωνόμαστε να βρισκόμαστε σε εγρήγορση στην παράλληλη παρέλαση των εννοιών.

Και το κυνήγι του θησαυρού που οδηγεί; Ακολουθήσαμε τα σήματα και φτάσαμε στην καρδιά του μυστικού. Μας περιμένει εκεί κάποια αποκάλυψη; Έχει κάποια κρυμμένη διάσταση η συγκέντρωση των δυο παιδιών, του γιου και της κόρης που συνοδεύεται από τον σύζυγο και οι συγκρούσεις μεταξύ των δυο αδελφών. Εκτός από κάποιον αιφνιδιασμό σημαίνει κάτι περισσότερο η απρόσμενη εμφάνιση – προς μεγάλη έκπληξη της νεαρής κόρης του τρίτου αδελφού που αυτοκτόνησε. Είναι συμβολισμός ότι αυτή η μικρή ερμηνεύει την εικόνα του πίνακα που έχει ζωγραφίσει ο αυτόχειρας πατέρας της. Αν σημαίνουν κάτι περισσότερο όλα αυτά δεν μπορώ να το αποφασίσω. Μα ναι, σημαίνει πως το κορίτσι που απροσδόκητα εμφανίζεται και λύνει το αίνιγμα αυτή θα είναι η καινούργια βασίλισσα που θα κληρονομήσει τα Μελίσσια. Οπότε και η μάσκα που φοράει ο θεράπων επιτηρητής είναι η μάσκα του μελισσοκόμου. Να τα που δένουν όλα. Ούτε κατάλαβα αν το ανατρεπτικό εύρημα πως όλα αυτά έγιναν σ’ ένα όνειρο της καθηλωμένης ενώ την είχε πάρει ο ύπνος. Είναι βέβαιο πως ο συγγραφέας με όλα αυτά κάπου το πάει. Σε κάτι θέλησε να μας μυήσει. Πιθανόν να μην το κατόρθωσε αποτελεσματικά και απολύτως , ίσως πάλι να μην μας βοήθησε η σκηνοθεσία και η απόδοση των ρόλων. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο πως κάπου θέλησε να μας οδηγήσει.


Μόνο που ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης δεν το κατάλαβε η το κατάλαβε αλλά δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και μετέτρεψε το έργο σε σενάριο τηλεταινίας. Αγνόησε τα σημάδια και έστησε, δίδαξε, φώτισε την παράσταση σαν δραματική κομεντί ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Η ηλικιωμένη μάνα που πεθαίνει και τα παιδιά της που κουβαλάνε μίση και πάθη μαζεύονται γύρω της και διεκδικούν την κληρονομιά. Οι σεναριογράφοι αυτά τα θέματα τα εξάντλησαν με απανωτές παραλλαγές και μεταποιήσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού έστησε με τηλεοπτική αντίληψη τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ρυθμούς. Δεν έχω την πρόθεση να υποδείξω τι και πως θα ‘πρεπε να σκηνοθετηθεί το έργο αλλά και ο αφελέστερος, ο πλέον ανίδεος δεν θα φώτιζε την παράσταση τόσο διάπλατα αποκλείοντας και την παραμικρή υποψία ενός σκιερού σημείου που θα μπορούσε να κρυφτεί κάποιο συνθηματικό νεύμα. Ένα κατάφωτο δωμάτιο επιπλωμένο με έπιπλα Louis Philipp, άψογα πατιναρισμένα με λευκή πατίνα και τοίχοι με πανώ στο ίδιο στυλ, δεν είναι σίγουρα το κατάλληλο περιβάλλον για να δημιουργηθεί στον θεατή η υποψία πως κάτι περισσότερο υπάρχει μέσα σ’ αυτό το μεγαλοαστικό δωμάτιο με το στυλέ κρεβάτι στο κέντρο και την κομψή καθηλωμένη στο κέντρο του. Είναι απορίας άξιο πως ο συγγραφέας δεν εξήγησε στον σκηνοθέτη, στον σκηνογράφο, στον κινησιολόγο πως το έργο του το πάει αλλού, σε μια ατμόσφαιρα κάπως μυστηριακή αφού ο συμβολισμός της Κασσιόπης διαβάζεται στον ουράνιο θόλο κι αυτή η φωταύγεια δεν θερμαίνει ούτε τον νου ούτε το συναίσθημα.


Επίπεδο, χωρίς ίχνος αληθινών αισθημάτων, μια πλαστή απομίμηση των δυνατών και των αδύνατων στοιχείων συμπεριφοράς, το παίξιμο των ηθοποιών σε όλο το μήκος της υπόκρισης τους. Σε απόλυτη αντίθεση με τις απαιτήσεις του ρόλου η μητέρα, το μητριαρχικό σύμβολο, η θηλυκή θεότητα, «η γυναίκα του ουράνιου θρόνου» κατά τον μύθο που ο συγγραφέας την βάζει να αφηγείται, η Μπέτυ Αρβανίτη περιορίστηκε στα εύκολα και στα ρηχά. Μια ερμηνεία χωρίς ήθος, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ιδίωμα, χωρίς δέος. Όχι μόνο δεν πλησίασε καν το σύνθετο, πυκνό, πολυσήμαντο πρόσωπο που σαφέστατα ζητάει το έργο, όχι μόνο δεν απόδωσε τις διαστάσεις το «αλλού» στο όνειρο σε ανεπαίσθητη έστω διαφοροποίηση του πραγματικού, αλλά και στο μονοδιάστατο του ρόλου της «κοσμικής» συγγραφέας το παίξιμο της ήταν ρηχό και διεκπεραιωτικό. Η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του ρόλου της μητέρας αρνήθηκαν να ιδούν τα καταφάνερα σημάδια που επίμονα έδειχναν σε πλατύτερους ορίζοντες.

Τι να πούμε για τους άλλους ηθοποιούς. Περιορίστηκαν σε τυπικές ρετσέτες. Κανένα επιπλέον νόημα, ούτε ιδιαίτερη επίδοση. Ο Νίκος Αρβανίτης στο ρόλο του γαμπρού της καθηλωμένης, όσο και η Μαρία Κεχαγιόγλου, ρεγουλαρισμένοι ως την επάρκεια δεν ξέφυγαν ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω απ’ τις αναμενόμενες σεναριακές προδιαγραφές. Ακόμα και ο Κώστας Βασαρδάνης, που με κατέπληξε με την πλουραλιστική του ερμηνεία και κυριολεκτικά με ενθουσίασε στην Τερέζα Ρακέν, εδώ κλείστηκε μέσα σε κλισέ ανέμπνευστων υφέσεων και εντάσεων. Ο καλός ηθοποιός Νίκος Χατζόπουλος ουδέν το ιδιαίτερο στον παραπληρωματικό του ρόλο. Εξαίρεση λαμπερή, με άλλη υποκριτική αντίληψη και αισθητική, σε άλλες κλίμακες και ρυθμούς η Νεφέλη Κουρή, ένα νέο αστεράκι στον ορίζοντα μας. Καλώστην !



Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ένα απολαυστικό διαχρονικό κουαρτέτο


Τόρμπεν Μπετς : Οι Άτρωτοι                                                                            Θέατρο Αγγέλων Βήμα


Η κλασική συνταγή μιας θεατρικής κριτικής είθισται να αρχίζει πάντα με το έργο, το περιεχόμενο του, την πλοκή, την φόρμα και τον προβληματισμό του. Κεντρική ιδέα, εξέλιξη, πλοκή και τελική λύση. Εν τάξει. Θα συμμορφωθώ. Ας αρχίσουμε λοιπόν από τον τίτλο. Άτρωτοι, δηλαδή αχτύπητοι. Η μήπως όχι; Αναζητάω μια εφαρμογή του τίτλου στο έργο και δεν την βρίσκω παρά μόνο σε γενικές γραμμές. Κάπου κολλάει και κάπου αλλού όχι. Μάλλον η έννοια είναι Ανθεκτικοί. Χαρακτήρες σταθεροί και αναλλοίωτοι τόσο στο θέατρο, στο σινεμά όσο και στις κοινωνίες σε μια μεγάλη ιστορική προοπτική. Φυσικά δεν  είναι κάθε φορά αυτοί καθ’ αυτοί, ίδιοι και απαράλλακτοι, αλλά με τις παραλλαγές τους, ωστόσο πάντα αναγνωρίσιμοι και ενδιαφέροντες και κατά περίπτωση συναρπαστικοί και το κυριότερο στην περίπτωση μας, σαν ξεσηκωμένοι από την σημερινή πραγματικότητα.  Το έργο λοιπόν του Τόρμπεν Μπετς διαθέτει ως αρχική αρετή τύπους γνώριμους, διασκεδαστικούς  και με καλή μαρτυρία ανά τους αιώνες και μια συγκρατημένη δοσολογία από πολλά είδη. Το ίδιο και η διασταυρώσεις μεταξύ τους, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και οι πλοκές τους είναι δοκιμασμένες, γραμμένες έξυπνα και αρέσουν. Όσον αφορά ωστόσο τους προβληματισμούς που εκφράζουν  και ότι αντιπροσωπεύει ο καθένας τους, αυτά δεν χαρακτηρίζουν το έργο συνολικά, αλλά αποτελούν σκαρίφημα του καθενός από τα τέσσερα πρόσωπα. 

Οι ριζικές διαφορές ανάμεσα τους, τα ιδιαίτερα γραφικά χαρακτηριστικά τους εξασφαλίζουν μια πολυχρωμία στο έργο, μια ευχάριστη ποικιλία, μια ζωηρή παράθεση και αντιπαράθεση που κρατάει ξύπνιο το ενδιαφέρον του θεατή, σε καμιά περίπτωση όμως το έργο δεν κατατάσσεται ανάλογα με τους χαρακτήρες, τις ιδέες, τις αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες των όσων ξεστομίζουν οι ήρωες του. Αλλά και ούτε οι θεωρίες, οι απόψεις, οι συνήθειες, ακτιβιστικές η συντηρητικές, φιλοπόλεμες η ειρηνικές, απελευθερωμένες η κατεστημένες, αισιόδοξες η πεσιμιστικές  που περιέχονται στους διαλόγους προτείνονται προς τον θεατή για επεξεργασία. Είναι  ρηχές,  επίπεδες που απλώς γίνονται για να ξεχωρίσουν ευκρινέστερα τα πρόσωπα και να περιπλέξουν εναργέστερα τις εξελίξεις. Κοντολογίς η δομή και η διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου δραματουργήματος δεν προσφέρεται σε αναλύσεις και στοχασμούς, ούτε σε συμπεράσματα κοινωνιολογικά και ιστορικά, όσα κι αν εμφαντικά επισημαίνονται στα κριτικά σημειώματα του όχλου των κριτικών. Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια καθενός θεατή αν θα δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για τα όσα ακούγονται στους διαλόγους για τη φιλοσοφία ζωής, τα ήθη, την οικονομική κρίση, τις σχέσεις, τον πόλεμο , το θεό, τη ζωή και το θάνατο αλλά σίγουρα όλα αυτά δεν είναι στοιχεία αποφασιστικά για την κατάταξη του έργου και την αξιολόγηση του.

Η έννοια του χαρακτηρισμού Άτρωτοι μπορεί να λάβει και ευρύτερες διαστάσεις και ερμηνείες. Είναι Άτρωτοι επειδή είναι διαχρονικοί. Αν βάλεις ακριβώς αυτούς τους διαλόγους σε μια κωμωδία του Μένανδρου, του Δίφιλου η του Φιλήμωνα, ακόμα και του Πλαύτου η λίγο μακρύτερα του Ρίνθωνα  ως και τους Αλεξανδρινούς, με τις απαιτούμενες προσαρμογές, εννοείται,  τίποτα δεν θα ηχήσει παράταιρα. Καμιά απ’ τις κουβέντες της  Έμιλυ και του Όλιβερ, από τις αμφισβητήσεις και τις αρχές που διατυπώνουν δεν θα ήταν αταίριαστο και ανεπίκαιρο. Ιδιαίτερα ο Αλαν και η Ντων σαν πιο λαϊκοί τύποι, θα έβρισκαν τέλεια εφαρμογή. Η ριζική διαφορά ωστόσο είναι πως το τωρινό έργο του Άγγλου δεν έχει κέντρο που να γυροφέρνει η  πλοκή του αλλά είναι  ένα κομποσκοίνι  με περιστατικά, σκηνές, εξελίξεις, ανατροπές, σαν να υπακούει περισσότερο σε σεναριακή λογική για την ικανοποίηση διαφόρων ειδών απαιτήσεις. Δεν επικεντρώνει σε στόχο, στη διεξαγωγή του δοκιμάζει και αγγίζει διάφορα, μετακινείται από φάση σε φάση, από κατάσταση σε κατάσταση, από είδος σε είδος. Ώστε λοιπόν το έργο είναι μια πολύσπαστη κωμωδία; Ίσως μια σάτιρα ηθών; Μια τοιχογραφία με ένα ετερόκλιτο πάνελ; Θα μπορούσε να είναι όλα αυτά, και άλλα, ανάλογα με την κλίση που θα του έδινε ο σκηνοθέτης, οπωσδήποτε όμως κοινωνιολογικό δοκίμιο δεν είναι. Πιο πολύ θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια κομεντί με πινελιές σάτιρας πάνω σε σύγχρονα (αλλά και διαχρονικά) κοινωνικά φαινόμενα με πρόσωπα χαρακτηριστικά διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Μικροαστοί της πόλης με μικροαστούς της πολίχνης. Δυο τάξεις και δυο μορφωτικά επίπεδα σε αντιπαράθεση. Κλασική συνταγή, σταθερή αξία, πετυχημένη σύνθεση. Ένα έργο στην κατηγορία της κομεντί που παρέχει και έδαφος για κάτι περισσότερο. Ωστόσο το έργο του  έχει δυο πολύ βασικές και εντελώς ιδιαίτερες αρετές. Μοιάζει πολύ αληθινό, έχει μια φρεσκάδα, μια αίσθηση νωπών εντυπώσεων και γι αυτό δίνει την αίσθηση ενός ημερολογίου, σαν μια εντελώς ειλικρινής εξομολόγηση. Δηλαδή ένα χρονικό βιωματικό, μια σειρά γεγονότων που τα έζησε κάποιος πρόσφατα. Θεωρώ αυτό ως την σπουδαιότερη αξία του έργου. Και μ’ αυτήν την φυσικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό το έργο και οι άνθρωποι που κινούνται εντός του είναι άτρωτοι επειδή είναι αυθεντικοί.


Βέβαια βασικό στοιχείο για την αξιοποίηση του κάθε έργου είναι σε τι χέρια θα πέσει. Η μετάφραση ( Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου) το έψαξε και το ξεψάχνισε μετά λόγου γνώσεως και ο σκηνοθέτης Σταύρος Στάγκος το σήκωσε με σοφά υποστυλώματα βρίσκοντας τις πρέπουσες αναλογίες του ώστε να το κρατήσει σταθερά στις ισόρροπες εναλλαγές από την κομεντί, στην κωμωδία, στη γνήσια φάρσα και στο απρόοπτο δραματικό. Αλλά, φίλοι αναγνώστες μου η πολύ δουλειά, όπως ξέρουμε όλοι μας γίνεται από τους ηθοποιούς. Τα περισπούδαστα που γράφονται σαν κλισέ από τις ομογενοποιημένες κριτικές (καταπληκτική η ομοιομορφία των συναινετικών κριτικών που αιωρούνται στα ψηφιακά νέφη) για τα υψηλά νοήματα του έργου και όλα τα συναφή θα κείτονταν άψυχα στο δάπεδο της σκηνής. Η τετράδα των άξιων και σοφά επιλεγμένων ηθοποιών κρατάει το ύψος της παράστασης. Με τις δικές του δυνατότητες ο καθένας, το σθένος και το ταλέντο, την σκηνική του επιρροή, έδωσαν ψυχή στους ρόλους τους και  έκαναν την παράσταση ένα κομμάτι ζωής, που λέει και ο Ζολά. Πιεστικότατη λαϊκή φιγούρα η απεγνωσμένη στα αδιερεύνητα αδιέξοδα της η  Ειρήνη Μπαλτά είχε μια πολύ αληθινή στιγμή δραματικού ξεσπάσματος, απολαυστικός βετεράνος του πολέμου του Ιρακ, λάτρης της μπύρας και ανεύθυνος πατριδολάτρης ο Γιάννης Μπουραζάνας καρύκευσε με κωμικά στοιχεία την παράσταση και ο Μιχάλης Μερκάτης με υποκριτική ευγλωττία υποστήριξες τον ηθικής ρευστότητας Εγγλέζο διανοούμενο. 

Και σταματώ εντυπωσιασμένος, γοητευμένος και έκπληκτος στο φαινόμενο Μαριλίτα Λαμπροπούλου. Να σημειώσω πως όταν η Μαριλίτα βρίσκεται στη σκηνή όλα, ακόμα και οι θεατές, ανυψώνονται δυο εκατοστά απ’ τις θέσεις τους. Δεν είναι μόνο εξαιρετικά πειστική στη γνωστή φόρμα της αντικομφορμίστριας, της «νέας γυναίκας» παντός καιρού και χρόνου, είναι ταυτόχρονα και μια αισθητική παρουσία ευρέως φάσματος. Αυτά, με όση καλοπιστία και ειλικρίνεια, μια κριτική που την διεκπεραίωσα ικανοποιητικά με πλοηγική δεξιοτεχνία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Άνθρωπος "το κάνει" με κατσίκα


Άλμπη : Η γίδα
Μυθωδία - Θέατρο Θησείο


Άνθρωπος γαμεί κατσίκα, είναι στοιχείο αποσημειωτικό κύριε καθηγητά; Όχι, φυσικά όχι, αφού ως κοινωνικό φαινόμενο έχει επισημανθεί σε εντυπωσιακή συχνότητα σε κτηνοτροφικούς ορεινούς κυρίως πληθυσμούς, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και σε πιο εξελιγμένες ακόμα κοινωνίες. Μέχρι να εξαπλωθούν ευρύτερα τα ευφάνταστα προϊόντα της πορνοσόπ βιομηχανίας και πριν αφιχθούν τα ευεργετικά καραβάνια των βόρειων θηλυκών, αυτά που πρόσφεραν ανακουφιστικές λύσεις στη χειμαζόμενη σεξουαλικά εφηβεία (και όχι μόνο) τα αιγοπρόβατα και τα κοτέτσια γνώριζαν μεγάλη επισκεψιμότητα. Υπάρχουν και σχετικά ιατροδικαστικά και αστυνομικά ντοκουμέντα με τερατογενέσεις. Να μην παραγνωρίσουμε και τα αφηγήματα με σκύλους. Εξ ού και το λογοπαίγνιο «με απάτησε με τον καλύτερο μου σκύλο». Οπότε δεν σας παραπέμπω στον Λέβι - Στρος αλλά στον Νίκο Καββαδία και στο διήγημα του για την Μαριλόρ και σ’ ένα γαϊδούρι της Άνω Αιγύπτου. Απρέπειες ! Τι να την κάνεις λοιπόν την αποσημειωτική; Κι όμως, κι όμως, υπάρχει θέμα, αν όχι αποσημειωτικό οπωσδήποτε συζητήσιμο. Πρώτον λοιπόν δεν είναι σοκαριστικό το εύρημα του Άλμπη. Όχι. Κι αν μάλιστα σταθούμε στη άποψη γνωστού πεζογράφου μας που αποστόμωνε την σύζυγο του πως δεν θεωρούσε απιστία τα ερωτικά παιχνίδια με άτομα του ίδιου του φύλου του μπορεί άριστα να σταθεί το επιχείρημα πως δεν νοείται προδοσία η σεξουαλική συνεύρεση με άλλο είδος του ζωικού βασιλείου. 





Αλλά ως εδώ αγαπητοί μου οι αστεϊσμοί και τα ευτράπελα σχόλια κι ας δούμε στα σοβαρά τι μας εμπνέει να σκεφθούμε ο συγγραφέας. Όουτς! δε γίνεται ! Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδώσεις τα του συγγραφέα τω συγγραφέα και τα του σκηνοθέτη τω σκηνοθέτη. Η παράσταση φαίνεται πως είναι ένα σφιχτό ερωτικό ταγκό στην πιο περίπλοκη φιγούρα που μπορεί ο θεατής να φανταστεί, φιγούρα συγγραφέα και σκηνοθέτη που δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει καθένας ποιες είναι οι ευθύνες και τα γνωρίσματα ενός εκάστου. Είναι ο Άλμπη άραγε που επιχειρεί να επαναλάβει τις εντάσεις της «Βιρτζίνια Γουλφ» η ο Χανιωτάκης ερανίζεται το εντυπωσιακό εκείνο προηγούμενο για το βάλει με νέο τρόπο στην παράσταση του φορτσαρίσματα μιας και η συζυγική σύγκρουση του τα επιτρέπει. Κλίνω προς την πλευρά της σκηνοθετικής εφαρμουργίας. (Πως σας φαίνεται ο νεολογισμός μου;) Η αντίληψη για την σκηνική διάπλαση ενός έργου, για τον σκηνοθέτη αυτόν προϋποθέτει εντάσεις υψηλών ρίχτερ και μεγάλης διάρκειας. Ισχυρές δόσεις δονήσεων. Τα είδαμε και στο Σε Τσουάν που προηγήθηκε. Αλλεπάλληλες σεισμικές βουερές εκρήξεις. Εδώ μάλιστα, στη «Γιδα», προεκτείνοντας την έννοια του διαδραστικού, συμπεριέλαβε και τον θεατή στη σύγκρουση του ζεύγους, τον έφερε αντιμέτωπο με τον γνήσιο κίνδυνο χωρίς ωστόσο να τον αποσύρει από το απυρόβλητο. Πως το’ κανε; Με ευρηματικότητα και όχι μόνο. Γι’ αυτό το «όχι μόνο» θα εξηγηθώ παρακάτω. Έφτιαξε λοιπόν ένα ευρύχωρο σχετικά κυβόσχημο χώρο, σαν δωμάτιο, ένα καθιστικό ας πούμε, ανάλογα επιπλωμένο, με τέσσερις πλευρές από άθραυστο απολύτως διαφανές πλαστικό. Το εν λόγω κιβωτιόσχημο κατασκεύασμα το τοποθέτησε στο κέντρο του χώρου με τα καθίσματα των θεατών να το περιβάλλουν. Έστησε δηλαδή έναν αγωνιστικό χώρο, ένα ρινγκ. Όταν λοιπόν η σύζυγος πληροφορείται πως ο άντρας της όχι μόνο «το κάνει» με μια κατσίκα αλλά την αγαπάει κι όλας, ξεσπάει με ένταση μεγατόνων και ρίχνει καταπάνω στο μοιχό τα ανθοδοχεία, που βρίσκονται σε επάρκεια στα τραπεζάκια κι όπως ο ευέλικτος σύζυγος τα αποφεύγει, αυτά βρίσκονται σε τροχιά κατευθείαν στα κεφάλια των θεατών που ασυναίσθητα δοκιμάζουν τον τρόμο του κινδύνου. Ως εύρημα όχι σπουδαίο αλλά σπουδαία αποτελεσματικό ως εμπειρία.




Για να συνεχίσουμε πάνω στο σφιχταγκάλισμα σκηνοθέτη και συγγραφέα θα σταθούμε και στο αξεχώριστο των προβληματισμών που ανάγονται στο δραματούργημα και στα όσα θέλησε να επισημάνει ο σκηνοθέτης. Η εύκολη προσέγγιση του έργου και των προθέσεων του είναι πως το γενετήσιο ένστικτο με όλες τις παραμορφώσεις που δώσαμε στα πλαίσια μια σαρκικής απόλαυσης, στην επιτακτική ανάγκη της ικανοποίησης της σεξουαλικής ορμής και στην αναζήτηση τρόπων ακόμα μεγαλύτερης ηδονής, αποτελεί μια α π ο κ τ ή ν ω σ η. Αρκεί φυσικά να είναι εφικτό από τεχνική άποψη. Η άλλη ανάγνωση, η αντίθετη, αυτή που διακρίνει την αγάπη ως διάχυτη κυρίαρχη ευλογία ανάμεσα σε όλα το έμβια όντα του πλανήτη, που εν δυνάμει περιλαμβάνουν και την ικανοποίηση των σεξουαλικών ορμών, μ ΄αυτήν την αναγνώριση τα όντα οδηγούνται προς μια τελείωση, προς έναν, ας πούμε, ε ξ α ν θ ρ ω π ι σ μ ό. Υπάρχει και μια παρακαμπτήρια προσέγγιση. Η σχέση, κάθε σχέση, η επαφή, κάθε επαφή, αδιακρίτως, εμπεριέχει αναγκαστικά – δηλαδή για την εκπλήρωση μιας στοιχειώδους αναγκαιότητας - την ενεργοποίηση του ενστικτώδους σεξουαλισμού. Σαν, ο δημιουργός προγραμματιστής, αυτός που εμπνεύστηκε τις εφαρμογές, να εμφύτευσε σε κάθε όν τσιπάκι σεξουαλισμού που με την προσέγγιση των όντων μεταξύ τους, να ενεργοποιείται. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη η τον βαθμό συγγένειας το τσιπάκι μπαίνει σε λειτουργία. Ο ερωτισμός αφυπνίζεται ερήμην της φραγής που ο πολιτισμός ανήγειρε ως οχύρωση. Δεν μας λέει κάτι καινούργιο ο Άλμπη, όταν αφήνει να εννοηθεί πως σε όλες μας τις σχέσεις υποφώσκει λανθάνων ερωτισμός. Ούτε ο σκηνοθέτης Νικορέσης Χανιωτάκης όταν τονίζει με σκηνική σαφήνεια την έλξη ανάμεσα σε γιο και πατέρα, την εκδηλωμένη από τα παιδικά χρόνια του γιού, που καταλήγει σε σαφή ομοφυλοφιλία. Ναι, ο ερωτισμός, η λαγνεία, το σεξουαλικό ένστικτο διακρίσεις δεν γνωρίζουν και κανένας πολιτισμός, θρησκεία η ηθικό δόγμα μπορεί να τα ανακόψει η να τα αναστείλει. Όλα τα όντα γεννιούνται και πεθαίνουν μ΄ αυτό. Είναι μια κατάρα ανεξάλειπτη.




Κατάρα; Ναι, ας το δούμε προς στιγμή ως κατάρα. Και γιατί; Διότι κρατάει τον άνθρωπο υποδουλωμένο για όλη του τη ζωή, δούλο στην υπηρεσία και εξυπηρέτηση μιας ανεξήγητης αναπαραγωγής του είδους. Μιας αναίτιας διαιώνισης. Ας αποστασιοποιηθούμε για ένα πολύ μικρό διάστημα, πολύ μικρό γιατί μόνο τόσο μπορούμε ίσως να ξεφύγουμε από την εξάρτηση μας από το σεξουαλικό ένστικτό που επαγρυπνά πάνω μας με αδιάκοπη εξουσιαστικότητα, για ένα ελάχιστο διάστημα ας ξεφύγουμε και να κοιτάξουμε ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού μας. Ένας πολιτισμός που σε κάθε του στοιχείο εκδηλώνεται η σεξουαλικότητα μας και η υποδούλωση μας στην εξυπηρέτηση της. Είναι έτσι δομημένη η φύση μας, η φυσιολογία μας, ώστε όχι να μοιάζει σαν ηθελημένη και επιθυμητή αλλά να είναι. Είμαστε λοιπόν έγκλειστοι σε έναν σεξουαλικό εγκιβωτισμό. Αυτό είναι μοναδικός πόθος, επιδίωξη, προσδοκία και αυτοσκοπός όποια μεταμόρφωση, εξιδανίκευση, η ιδεολογοποίηση κι αν του κατασκευάσαμε για να το καλύψουμε. Από κάτω είμαστε σεξουαλικά κτήνη και δεν μας περισσεύει καθόλου νους να σκεφτούμε ποιόν εξυπηρετούν όλα αυτά και τι όντα θα ήμασταν αν αυτή η δεσποτεία του σεξουαλισμού δεν μας κυριαρχούσε. Δεν μπορούμε ούτε να το διανοηθούμε. Δεν μας παραχωρείτε κανένα περιθώριο να το φανταστούμε. Είμαστε βαλμένοι να σχετιζόμαστε μέσα σ΄ ένα κώδωνα έρμαια της παντοδύναμης σεξουαλικής μας υποδούλωσης που μοναδική ελευθερία που μας παρέχεται είναι να επιλέγουμε με ποιόν τρόπο θα ικανοποιούμε αυτή την καταναγκαστική τυραννική μας επιθυμία.




Οπότε το γυάλινο κιβώτιο του σκηνοθέτη προσφέρεται για μια βαθύτερη έννοια, ανεξάρτητα αν ήταν στις προθέσεις του η όχι. Ωστόσο το εύρημα δημιούργησε προβλήματα στην παράσταση. Το διαφανής κύβος που περιέκλειε τον προβληματισμό της σκηνοθεσίας, εκτός από την κίνηση των προσώπων περιόριζε και τις φωνές. Υποχρεώθηκε λοιπόν να κρεμάσει πυκνωτικά μικρόφωνα που ρουφούσαν τα λόγια των ηθοποιών και τα μετέφεραν στα ηχεία με αποτέλεσμα ο λόγος αλλοιωμένος ήδη να νοθεύεται ακόμα περισσότερο και σε πολλές στιγμές να μην ακούγεται το κείμενο. Με δεδομένο τον περιορισμένο χώρο η παράσταση ήταν οργανωμένη με ευστροφία και στις κορυφώσεις των εντάσεων είχε νεύρο και δυναμικότητα και οι συσχετίσεις των προσώπων δεν σκόνταψαν πουθενά. Αυτά είναι όσα θα είχαμε να πούμε για το τεχνικό μέρος της σκηνοθεσίας μιας και για το ευρύτερα σημαντικό τα είπαμε ήδη. Και οι ηθοποιοί; Σίγουρα βρέθηκαν σε δοκιμασία. Περίβλεπτοι από κάθε πλευρά, εκτεθειμένοι πανταχόθεν και υποχρεωμένοι να μετατοπίζονται, να συγκρούονται , να αντιπαρατίθενται με τους άλλους ρόλους μεταβάλλοντας συνεχώς μέτωπο, στάση, κίνηση, άσκηση για δεινούς παίχτες. Πτοημένος από την ενοχή ο μοιχός Μάρτιν, εξουθενωμένος, παραλογισμένος από την αλλόκοτη αφύπνιση του ζωώδους, η ζωντανή έκφραση του τραγικού, της σύγκρουσης του ενστίκτου με την ιστορική του οχύρωση μας δίνεται παραστατικότατα από τον Νίκο Κουρή. 




Η Στήβι, σύζυγος, μητέρα και ενθρονισμένη από αιώνες πολιτισμού βασίλισσα στις κοινωνίες των ανθρώπων, συνταράζεται από την αποκάλυψη πως επέστρεψε η πανάρχαιη καταγωγή της, η πρωταρχική της μορφή, η θεά Αίγα και διεκδικεί τα δικαιώματα της πάνω στο αρσενικό, στο αρσενικό τραγί. Δεν είναι δυο αντίζηλες. Είναι η ίδια που παλεύει να κρατήσει τα κεκτημένα της. Και την σφάζει ! Με όλες τις ενάντιες συνθήκες η αδαμάντινη ανθεκτικότητα και λάμψη της Λουκίας Μιχαλοπούλου ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του συμβολισμού. Άστραψε και βρόντηξε, εξαπολύοντας καταπάνω στην αποκάλυψη μύδρους και αφορισμούς για να διώξει το παρελθόν στα καταχωνιασμένα υποστρώματα του αρχέγονου διατηρώντας σ’ όλη τη διάρκεια της πάλης σαγηνευτικό το θηλυκό της στοιχείο. Και για φινάλε ολίγον ρίγος τραγωδίας. Ο γιός Μπίλλυ, Μιχαήλ Ταμπάκης το όνομα του εξαιρετικού ηθοποιού, αντιφέγγισμα του Ορέστη, συμμετέχει στο φόνο; Ή μήπως όχι; Πάντως ωραία θα ταίριαζε ο συμβολισμός αν μάνα και γιος, με ερωτικά κίνητρα προς τον πατέρα, συνεργάζονταν στο φόνο της αντίζηλης. Όπως και να΄χει η πανάρχαια μάνα αίγα εξοντώνεται κι ο πολιτισμός ξανάρχεται στα ίσα του. Συντονιστικός ο ρόλος του Ρος, φίλου και δημοσιογράφου που ο Γιάννης Δρακόπουλος του έδωσε όση ενέργεια του επέτρεψε το κείμενο. Δραματούργημα δοκιμιακού χαρακτήρα που θα μπορούσε να φτάσει μακρύτερα, ως και θέαμα μυστηριακού είδους, αν δεν έπρεπε να συνδυαστεί με τα καταναλωτικά της κομεντί. της φάρσας και της κωμωδίας.


Γιώργος Χατζηδάκης