Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Μια σκανδιναβική Οδύσσεια


Ερρίκου Ίψεν : Πέερ Γκυντ                                                                                
Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή



Ας αρχίσουμε από το έργο, ως είθισται άλλωστε. Δεν πρόκειται να λάβουμε ανά χείρας το τεφτέρι με τους κώδικες για να αναλύσουμε το έργο, να διυλίσουμε σκηνές και ατάκες, να διαγνώσουμε τις προθέσεις, τους συμβολισμούς και τις έννοιες του συγγραφέα. Αυτά όλα έχουν γίνει και ξαναγίνει και, εξ άλλου δεν είναι στις προθέσεις μου και στις αρχές μου. Αυτά όλα είναι δουλειά των θεωρητικών που ομφαλοσκοπούν και μηρυκάζουν από μια θέση άγονη και στατική που δεν προωθεί τη γνώση παρά την ανακυκλώνει και την επωάζει με στείρα και άγονα αποτελέσματα. Και το κυριότερο οι  καθεστηκυίες αυτές συνήθειες βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με την ουσία, την ιστορία που αφηγείται το έργο αντιληπτή απ’ την πρώτη ανάγνωση. Όλα τα πληροφοριακά περί του έργου εξ άλλου βρίσκονται αποταμιευμένα στις θυρίδες του ηλεκτρονικού ταμιευτηρίου και η  επιστήμη της ψηφιακής τεχνολογίας φρόντισε για να ξεκουράζεται η αδελφή της της θεατρολογίας, να τα κάνει προσιτά με το άγγιγμα ενός πλήκτρου. Συνοπτικά λοιπόν το έργο του μεγάλου Νορβηγού αφηγείται το περιπετειώδες οδοιπορικό ενός άνδρα και βασίζεται σ’ έναν παλαιότερο σκανδιναβικό μύθο. Οι συγγένειες του με την δική μας Οδύσσεια είναι παραπάνω από ευδιάκριτες, είναι ολοφάνερες.



Στις κουλτούρες πολλών λαών υπάρχει ένας τέτοιος ήρωας που πορεύεται σε μια πορεία με περιπέτειες, εμπειρίες και γνώσεις, φιλοδοξίες και φαντασιώσεις, μέχρι την επιστροφή του στην μητρική εστία. Στην Οδύσσεια τον ήρωα δεν τον καρτερεί η μητέρα αλλά η σύζυγος Πηνελόπη, καθαρό υποκατάστατο της μητέρας, αφού συμβολίζει την πατρίδα και την εστία και όχι την ερωτική σύντροφο. Εν πάση περιπτώσει στο έργο του Ίψεν κυριαρχεί μια  μοναδική σχέση, αυτή του γιού με τη μάνα. Μια σχέση που είναι η μοναδική υπαρξιακή στη ζωή. Μάνα – γιός, Γιός και μάνα. Όλα τα άλλα συναπαντήματα στη ζωή ενός άντρα είναι υποκατάστατα, διασταυρώσεις περιπτωσιακές, συμβατικότητες κοινωνικές η ονειροφαντασίες. Νομίζω ωστόσο πως καθένας που ενδιαφέρεται λίγο παραπάνω, για τους συσχετισμούς θα βρεί πλούσιο υλικό για να παραβάλει τα συναπαντήματα του Πέερ Γκυντ με όσα τυχαίνουν τον Οδυσσέα στο ταξίδι του και να καταλήξει πως όλοι οι ανάλογοι ευρωπαϊκοί και ινδικοί μύθοι με τα ταξίδια του νεαρού άντρα στην πορεία του προς την ενηλικίωσης και την εμπειρία, η αναζήτηση της γνώσης και της αποκάλυψης, έχει ένα παμπάλαιο πρότυπο.



Ο Δημήτρης Λιγνάδης εμπνεύσθηκε, σχεδίασε και έφτιαξε μια παράσταση ενδιαφέρουσα σε όλο της το μήκος, εντυπωσιακή σε κάποια σημεία και σε άλλα πραγματικά συναρπαστική. Αυτό σημαίνει πως υπήρξε μια ανισότητα ανάμεσα στις σκηνές. Για παράδειγμα η σκηνή των ξωτικών δεν βρισκόταν στο ίδιο αισθητικό επίπεδο με τις άλλες σκηνές και φταίχτης σ΄ αυτό δεν ήταν μόνο τα κοστούμια και τα εξαρτήματα μεταμφίεσης αλλά και όλη η διάταξη που μειονεκτούσε. Έλλειπε το μεταφυσικό, το εφιαλτικό, το μαγικό και επικρατούσε η μασκαράτα. Οι αντιρρήσεις αυτές ωστόσο είναι το ελάχιστο μπροστά στο μέγα επίτευγμα του Λιγνάδη να φέρει σε πέρας το κυκλώπειο κατόρθωμα, σκηνοθετώντας και παίζοντας ταυτόχρονα το πιο απαιτητικό έργο της ιψενικής δραματουργίας και δυσκολότερου του παγκόσμιου δραματολογίου. Στα πιο δυσπρόσιτα μεγέθη, στους σκηνικούς άθλους, για άντρα ηθοποιό συγκαταλέγεται ο Πεερ Γκυντ και σαν παράσταση και σαν ερμηνεία του ρόλου. Κανείς ως τα σήμερα στην ιστορία του θεάτρου μας δεν καταπιάστηκε με το διπλό αυτό εγχείρημα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της παράστασης που μεγαλώνει την αξιοσύνη του πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη είναι πως έπρεπε να διοχετεύει θέρμη και ζωντάνια υποκριτική σ’ όλο το διάστημα της παράστασης. Η σφυγμός της παράστασης αδυνάτιζε όταν αυτός δεν βρισκόταν στη σκηνή. Ένοιωθε ο θεατής την θερμοκρασία του θεάματος να ανεβαίνει όταν ο Λιγνάδης έπαιρνε το λόγο. Κι αυτό όχι μόνο για έχει εξελιχθεί σε ερμηνευτή πρώτου μεγέθους που ξέρει να «κρατάει» τους θεατές, να πλουτίζει με αίσθημα τον λόγο, να μην παρασύρεται από το μέτρο του στίχου, να κρατάει όσο θέλει τις παύσεις του χωρίς να τις αφήνει να γίνονται χάσματα, να ανεβοκατεβάζει τις τονικές του κλίμακες.



Αυτά και πολλά άλλα καθιστούσαν τον πρωταγωνιστή έναν ενισχυτικό πάσσαλο που κρατάει την παράσταση ορθή και ζωηρή. Αυτές οι διαπιστώσεις έχουν να κάνουν και με την δυνητική ικανότητα του θιάσου και απ’ αυτή την άποψη δεν είναι δύσκολο στον θεατή να διαπιστώσει πως οι υπόλοιποι ηθοποιοί της διανομής, ακόμα και οι καλύτεροι βρίσκονταν σε χαμηλότερο επίπεδο από τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή κι αυτό όχι μόνο επειδή οι ρόλοι τους στερούσαν τη δυνατότητα να επιδείξουν τις ικανότητες τους. Απλοποιώντας την αξιολόγηση  μπορώ να σημειώσω πως στο επίπεδο της υποκριτικής ο διαχωρισμός είναι αυτόματος : ο Λιγνάδης και οι άλλοι.
Αναιμική παρουσία η Άαζε της Στεφανίας Γουλιώτη. Δεν εξέπεμπε ούτε στο ελάχιστο. Δέσμια μιας άτονης εκφοράς, απάγγελνε και εκτελούσε τις κινήσεις χωρίς αίσθημα κι έχοντας τον ουσιαστικό ρόλο της μητέρας τον καταδίκαζε σε μια αδρανή παρουσία. Τι κρίμα.  Πόσο αδικείται η φύση του ηθοποιού από την καταδυνάστευση μιας μανιέρας. Αντίθεα ο Ιερώνυμος Καλετσάνος υποστήριξε πειστικά τον Κουμποχύτη και στην συνολική του παρουσία ήταν μια εμφάνιση έντονα αισθητή. Επίσης ο νεαρός  Γιάννης Τσουμαράκης στην πρώτη εναλλακτική εκδοχή του Πέερ Γκυντ είχε μια αξιοπρόσεχτη ζωντάνια και διαρκή ενέργεια, κίνηση και ευφράδεια. Το δεύτερο alter ego  του ήρωα  ο Πάνος Παπαδόπουλος εξέπεμπε σε άλλο τόνο και σε άλλη υποκριτική συχνότητα. Σολβάιγ, η καρτερική Πηνελόπη της Νάνσυ Μπούκλη όμορφη, τρυφερή και ευαίσθητη παρουσία, αφήνει  στο θεατή ένα ευχάριστο συναίσθημα. Ένα καινούργιο φέγγος στο θεατρικό στερέωμα. Ο Δημήτρης Μοθωναίος, τελευταίος Πέερ Γκυντ της σκυταλοδρομίας, περισσότερο μεστός και από υποκριτική άποψη και ως προσωπικότητα, αποτελεί μια καλή επιλογή για την τελευταία φάση, ώστε να περάσει τον ρόλο στο υπεύθυνο διεκπεραιωτή, τον Λιγνάδη τον ίδιο, Τα άλλα μέλη του θιάσου δεν υστέρησαν σε τίποτα στις μεταμορφώσεις που η σκηνοθετική σύλληψη τους επιφόρτισε.


Να προτείνω μια κάπως τολμηρή «ανάγνωση» του Πέερ Γκυντ, όχι με απαιτήσεις αλλά ως ένα σχόλιο εμπνευσμένο από την φύση του ήρωα και της ζωής του, των περιπλανήσεων, του κυνηγιού ενός ουτοπικού μεγαλείου, την στέψη του εαυτού του μα και απ’ το ποίημα του Καρυωτάκη που ο σκηνοθέτης επέλεξα σαν πρόθεμα στο πρόγραμμα της παράστασης. Ε, ναι λοιπόν φαντάζομαι πως τα ξωτικά και οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες που διασταυρώνεται στο βίο του ο ήρωας του νορβηγέζικου παραμυθιού είναι σαν παραβολή της ζωής του θεατρίνου. Μοιάζει σαν την «ουτοπία του Θέσπη».  Δεν διατείνομαι πως προς τα κεί μας πάει η σκηνοθεσία αλλά  νομίζω πως εύκολα μπορούμε μόνοι μας να δούμε το δρόμο και προς τα εκεί.



Σ’ ένα προηγούμενο σημείωμα είχα γράψει πως οι σκηνοθεσίες μπορούν να γίνουν αποκαλυπτικές για την ψυχολογία του καθένα σκηνοθέτη αν προσεχτούν με τέτοια πρόθεση από μέρους του θεατή. Το ίδιο ισχύει και για τη μόρφωση και τους προβληματισμούς χαρακτηρίζουν τον κάθε σκηνοθέτη. Στην συγκεκριμένη παράσταση η επιβεβαίωση της άποψης μου έρχεται πανηγυρικά. Ο Δημήτρης Λιγνάδης δεν μεταχειρίζεται το κείμενο και κατ’ επέκταση τον θεατή ως μέσο για να προβάλλει μια αβέβαιη, αμφίβολη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Δεν παρατήρησα κανέναν εξυπναδισμό, κανέναν εξτρεμισμό καμιά ασέβεια. Η σχεδόν συνεχής παρουσία του στη σκηνή, είτε με τρόπο εμφανή και δρώντα είτε σε σημεία διακριτικά και μισοφωτισμένα, αποκαλύπτει την έγνοια του μαέστρου για την άψογη εκτέλεση του έργου, την σωστή εκφορά, την κίνηση, την αλληλουχία κι αυτή του η στάση μας αποκαλύπτει την ευλάβεια του για το έργο και την παράσταση, προς τον μεταφραστή (Γιώργο Δεπάστα), τον φωτιστή (Σάκη Μπιρμπίλη) και τον καθένα από τους ηθοποιούς.  Και βέβαια του ενδιαφέρον για τους θεατές που προσήλθαν για να δουν το συγκεκριμένο έργο του συγκεκριμένου συγγραφέα, ενώ σε άλλα κρούσματα δεν βλέπουν παρά τα συμπτώματα μιας τραυματικής ματαιοδοξίας, αγωνίες επιβολής και επικράτησης, έλλειμμα καλλιέργειας και μόρφωσης και απαξίωση του πρωτογενή δημιουργού συγγραφέα αλλά και το σοβαρότερο, αδιαφορία για το έτερο σκέλος της θεατρικής τελετουργίας, το εκκλησίασμα δηλαδή το κοινό.

Γιώργος Χατζηδάκης


Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Θέατρο θεατρένιο !



Εντουάρντο ντε Φιλίππο :                                                                 Φιλουμένα Μαρτουράνο                           

Θέατρο Διάνα


Το συναίσθημα μπορεί να παρομοιαστεί με την συγκίνηση που δοκιμάζει κάποιος ξενιτεμένος που   επαναπατρίζεται. Περιοδεύοντας σε διάφορες και διαφορετικές σκηνικές και υποκριτικές απόψεις και εφαρμογές, αποταμιεύοντας θεωρίες, αναλύσεις και μορφές που εκθέτει και προτείνει η συναναστροφή στους ποικίλους δρόμους της εμπειρίας, απομακρύνεσαι, λίγο ξεχνιέσαι, ξεθωριάζει κάπως το γνήσιο, το αυθεντικό, το πρωτογενές. Αυτό λοιπόν το συνάντησα στην παράσταση της «Φιλουμένας Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο στο θέατρο Διάνα. Ναι, τους βρήκα όλους εκεί. Όπως τα γνώρισα στις πρώτες μου επαφές με τον θαυμαστό κόσμο του θεατρικού γαλαξία, όταν σπούδαζα την αρχέγονη σούπα της αρχής. 


Τα πρόσωπα όπως τα σχεδίασαν ο Μένανδρος, ο Δίφυλος και ο Φιλήμονας τον 4ο αιώνα κι όπως τα μετέφεραν στη Δύση ο Πλαύτος και ο Τερέντιος, αυτή η μαγική πεντάδα των πατέρων της θεατρικής ευδαιμονίας, αυτά λοιπόν τα ίδια πρόσωπα με ελαφρές παραλλαγές, τα βρήκα να στροβιλίζονται στα αιώνια θεατρικά τους καμώματα. Η άγνοια, η παρεξήγηση, η εξαπάτηση, η ίντριγκα, η φάρσα, η Εταίρα, η Προαγωγός, ο Εραστής, οι φούρλες και τα κόλπα των υπηρετών, τα νόθα που αναγνωρίζονται αλλά και το οιστρηλατημένο δαιμόνιο του διάπλατου παιξίματος με περίμενε στη σκηνή του θεάτρου Διάνα.


 Καταφάνερη η καταγωγή  του Εντουάρντο ντε Φιλίππο από τα χώματα  της αρχαίας  ρίζας. Από μικρός στο θέατρο της περιπλάνησης ζυμώθηκε με την παράδοση και πλάστηκε, τόσο σαν θεατρίνος, όσο και σαν συγγραφέας, στα σχήματα και στις μορφές τις πατροπαράδοτες. Η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» είναι  σαν μια γκραβούρα της κομμέντια ντελ άρτε βαλμένη σε μια σύγχρονη κορνίζα. Έτσι λοιπόν η θέρμη της γνησιότητας του θεάτρου του ανόθευτου από περιπλεγμένες έννοιες και θολά μηνύματα, ευθύ και σαφές σε τυλίγει θαλπωρικά. Για τον στρατοκόπο των θεατρικών ατραπών, τον περιπλανώμενο στις μορφές τις μεταλλαγμένες, τον μάρτυρα τόσων και τόσων είτε ειλικρινών παρανοήσεων είτε πονηρών παρεκβάσεων, το να βρεθεί σε ένα θέατρο θεατρένιο, τυλιγμένος από το τα αγνότερα θεατρικά υλικά είναι μια χαρά, μια ανακούφιση και κάτι σαν αληθινή συγκίνηση.  Κι όταν γράφω αγνά υλικά δεν παρασύρομαι από λογοτεχνικές μεταφορές για τι τα αγνά υλικά είναι το ίδιο το έργο, η σκηνοθεσία του και πάνω απ’ όλα η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, των θεατρίνων που το ζωντανεύουν, του δίνουν υπόσταση, κίνηση, αίσθημα, χάρη, το μεταδίδουν.



Σ΄ αυτό το υπέροχο κωμικό στροβίλισμα καταστάσεων που από σκηνή σε σκηνή μια καινούργια εξέλιξη σε περιμένει ο Σταμάτης Φασουλής ξεσαλώνει μιας και βρίσκεται στο στοιχείο του. Το είδος του πάει γάντι. Το έργο είναι σαφώς πειραγμένο ίσως περισσότερο απ’ όσο πρέπει αλλά το σκαρί του το αντέχει και σε τίποτα δεν στραβώνει. Ο Σταμάτης το εξυπηρετεί με όλη του την παράλλαξη και το προσαρμόζει έτσι που το τσοντάρισμα να μην φαίνεται. Αγαπημένο λοιπόν το είδος, θαυμάσιο το έργο, δεξιοτέχνης και ιδανικός ο σκηνοθέτης αλλά το βασικό ατού, το μέγα πλεονέκτημα, το θεμελιώδες στοιχείο είναι η Ελένη Ράντου, η ίδια η Φιλουμένα, η βασίλισσα της παράτας, ο άξονας σ’ αυτό το συναρπαστικό γαϊτανάκι. Τι ηθοποιός ! Εξήντα χρόνια που συχνάζω σε θεατρικές σάλες, είδα πάνω στη σκηνή όλες τις θεατρίνες των συγγενικών ειδών, δεν ξέρω αν θολώνει η μνήμη μου αλλά τέτοια θεατρίνα δεν ξαναείδα ως τώρα. Θα ‘πρεπε ίσως να περιγράψω την τεχνική της, να αναφερθώ στις λεπτομέρειες του ρόλου της, να αναλύσω τις διακυμάνσεις της υποκριτικής της. Δεν μπορώ. Είναι τέτοια η ενέργεια, οι μεταβολές, οι στροφές και τα ανεβοκατεβάσματα, οι παύσεις και οι σβελτάδες, ο θησαυρός των ευρημάτων που γεννάει το πληθωρικό ταμπεραμέντο της που παραιτούμαι. Σημείωσα ήδη αρκετά γι αυτήν αλλά μόνο αν τη δει κανείς θα αποκομίσει την εντύπωση που προκαλεί. Η παράσταση της Φιλουμένας δεν είναι φετινή, ούτε και περσινή, ούτε και στήθηκε για το θέατρο Διάνα όπου προ ημερών την είδα. Νομίζω ωστόσο πως σας γράφω για καλλιτεχνικό επίτευγμα πέραν της επικαιρότητας, για ένα διαχρονικό δημιούργημα, με τους ίδιους καλλιτέχνες που το έργο πρωτανέβηκε στο Εθνικό αλλά στην επανάληψη του στο θέατρο που παίζεται τώρα έγιναν αναπόφευκτα πολλές αντικαταστάσεις. Συνεπώς η παρούσα κριτική αφορά την τωρινή του διανομή.


Ο Γιάννης Βούρος σαν Ντομένικο Σοράνο, έδειξε πως το ταλέντο του άντεξε στην κοινοβουλευτική του δοκιμασία και βγήκε απ’ αυτή την περιπέτεια μάλλον ενισχυμένο. Εξαιρετικός εδώ ανταποκρίνεται απόλυτα όχι μόνο στις απαιτήσεις του ρόλου, όχι μόνο υπερτερεί σε κάθε προηγούμενη επιλογή αλλά στέκεται και ισάξιος συμπρωταγωνιστής της Ράντου, προσαρμόζεται στις δικές της συχνότητες και προωθεί σε εξάρσεις τις σκηνές του. Η Βίλμα Τσακίρη , στέρεη και ενισχυτική παρουσία με γνώση και πείρα αβαντάρει τις αλληλουχίες του έργου. Ας μην συνεχίσω τις εξαιρέσεις μιας και όλοι, μα όλοι, σύνολο ιδανικό και αποτελεσματικό για την εγκάρδια εντύπωση του θεατή πως βρέθηκε σε μια αληθινή ατόφια θεατρική μέθεξη. Δεν μπορεί ωστόσο να μην ξεχωριστεί η προσπάθεια που καταβάλουν τρεις νέοι να προσθέσουν κάτι περισσότερο, πιο  προσωπικό στο σύνολο κι αυτές είναι περιπτώσεις που επιβάλλεται να αναγνωρίζονται. Πολύ γουστόζικη η φιγούρα της υπηρέτριας που σκαρώνει η Μαρσέλα Λένα, με χαρακτηριστικές ζωηρές γραμμές ο λαϊκός τεχνίτης του Παναγιώτη Καρμάτη και πειστικός ο διανοούμενος των νόθων γιών Νεκτάριος Φαρμάκης.


Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Έργο καταγγελτικό σε αμπαλάζ ευτράπελο


Ελένης Ζιώγα : Η Καρφίτσα                                                                             ή απλά μαθήματα επιβίωσης                                                                                
Θέατρο BIOS



Ιδιόμορφη γραφή και δραματουργική δόμηση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του έργου της Ελένης Ζιώγα που είδαμε στο χώρο του BIOS. Ένας γκροτέσκος σχεδιασμός και  πρόσωπα με υπερβολές σαν καρικατούρες κι άλλα ξεσηκωμένα από την πινακοθήκη των μπουφόνικων κωμωδιών, μονόλογοι φαινομενικά παράταιροι και σατιρικοί, εμφανίσεις απροσδόκητες και σχεδόν κωμικές, διεξαγωγή σε ροή σουρεαλιστική, υποκριτικές κυμαινόμενες από το επιθεωρησιακό στο δραματικό, όλα συγκλίνουν σε ένα θέαμα μάλλον υπερρεαλιστικό όχι στο απολύτως φευγάτο - μα σε είδος που πλησιάζει στον Ζενέ περισσότερο παρά στο Ζαρρύ - και σε προέκταση μάλλον αναρχικό. Μια υπόθεση που ξεκινάει από την κλοπή μιας καρφίτσας φθάνει σε μια τρομοκρατική ενέργεια, μια βόμβα που σμπαραλιάζει ένα  ενεχυροδανειστήριο και σε δυο φόνους που δίνουν στη συγγραφέα την ευκαιρία να προεκταθεί σε πολιτικούς, ηθικούς και μεταφυσικούς προβληματισμούς. 

Πολλές οι νύξεις για τις κοινωνικές δομές, για τις παραβιάσεις της λογικής συνέπειας, για τις ανατροπές και ανακολουθίες των ορισμών, για τις αντιφάσεις την θεσμών, για τις αντινομίες των νόμων και τις αθετήσεις των κανόνων μιας κοινωνίας που πορεύεται με βηματισμό άτακτο, αντικανονικό και παράλογο. Ένα κριτικό σημείωμα δεν επαρκεί να πιάσει όλες τις άκρες που προτείνει το έργο για σχολιασμό, αναγνώριση και πολύ περισσότερο ανάλυση. Δεν είμαι βέβαιος ωστόσο αν οι προθέσεις της συγγραφέως στοχεύουν σε μια τέτοια επεξεργασία από μέρους της κριτικής και μου φαίνεται εντελώς ουτοπικό να περιμένει από τον θεατή να μπει ψηλαφητά στα δαιδαλώδη κυκλώματα συλλογισμών και αιτιάσεων που προκαλεί ο προβληματισμός του έργου. Οπωσδήποτε είμαι βέβαιος πως η Ζιώγα δεν στήνει τα μονολογάκια της και τα πρόσωπα των ηρώων της απλώς και ως έτυχε. Μόνο που η σφιχτή πυκνότητα των σημάτων που βάζει δεν «πιάνεται» εύκολα. Το έργο είναι δυσπρόσιτο περισσότερο και απ’ τον απλοϊκό χαρακτηρισμό «δυσκολάκι», γιαυτό το καλύτερο για το θεατή να μείνει στην επιφανειακή του θέα.



Οι ρόλοι έχουν επί τη εμφανίσει κωμική όψη. Εύθυμα σατιρικά καρτουνίσματα. Πιασάρικες φιγούρες και ατάκες με επιθεωρησιακή συμπεριφορά κερδίζουν σε πρώτο επίπεδο τον θεατή. Ετερόκλητη και η υποκριτική απόδοση καθεμιάς απ’ τις τρεις γυναίκες ηθοποιούς που ακολουθούν αυτή τη γραμμή. Το αγόρι αντίθετα βαδίζει σε ρεαλιστικά πατρόν και οι υπερβολές του δεν τον δένουν με το όλο θέαμα. Αν αυτό ήταν το ζητούμενο απ’ τον ρόλο, πέτυχε, αλλά γιατί να είναι;  Η Κυρία η καθισμένη στην κυλιόμενη πολυθρόνα, η Καθυστερημένη αφελής άστεγη ζητιάνα και η Υπηρέτρια των καλλιτεχνικών απωθημένων. Με αταίριαστες μανιέρες καθεμιά τους, είχανε ωστόσο κοινό χαρακτηριστικό το στοιχείο του αστείου, του διακωμωδούμενου προσώπου, την υπερβολή και το γκροτέσκο, ο  Τρομοκράτης αθλούμενος νεαρός πολύ λίγο ξέφευγε προς την διακωμώδηση του προσώπου που είχε αναλάβει για να συμπληρώνεται το κουαρτέτο των εξωφρενικών τύπων. Και για να μην συνεχίζουμε να αποφαινόμαστε ανώνυμα να σημειώσουμε πως τον ρόλο της Κυρίας που χάνει την πολύτιμη καρφίτσα τον είχε επωμιστεί η Ελένη Ζιώγα, την Καθυστερημένη αφελή ζητιάνα η Υβόννη Μαλτέζου και την Υπηρέτρια που έκλεψε την καρφίτσα, άνεργη ηθοποιό «του ποιοτικού» η Λουκία Πιστιόλα και τον Τρομοκράτη νεαρό ο Έκτορας Λιάτσος. Πολύ καλοί όλοι τους με τις ιδιαιτερότητες που σημείωσα που αφορούν περισσότερο την γενική αντίληψη της παράστασης παρά την ξεχωριστή επίδοση του κάθε ηθοποιού.



Ναι, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, στο σύνολο και στην απόδοση του κάθε ρόλου ήταν φανερή η έλλειψη μιας ενιαίας αντίληψης, μιας συντονιστικής μπαγκέτας. Η απουσία του μαέστρου ήταν πολύ αισθητή. Δεν αγνοώ πως το θέαμα πρέπει  να είναι πολυμορφικό, ευπροσάρμοστο, ευλύγιστο για να προσαρμόζεται στις συνθήκες που συναντάει στους τόπους που μεταφέρεται, στις Φυλακές και όπου αλλού παρασταίνεται. Πρόκειται για μια παράσταση μετακινούμενη και μεταφερόμενη. Το γνωρίζω. Αλλά το στήσιμο στο συγκεκριμένο χώρο που το παρακολουθήσαμε πρόσφερε σταθερές συνθήκες, διέθετε χώρο άνετο, φωτισμούς και ηχητικά κι έτσι έπρεπε να ρεγουλαριστεί ένας ρυθμός των σκηνών, των διαδοχών της μιας ενότητας στην άλλη, της εμφάνισης των προσώπων και της απόσυρσης τους, οι έξοδοι και οι είσοδοι δηλαδή. Ζούμε στην εποχή της κυριαρχίας του σκηνοθέτη, του ρυθμιστή, του συντονιστή, του υποστηρικτή του όλου ή έστω και του μέρους. Αυτουνού που θα διευκρινίσει, με ευθύνη απέναντι στον συγγραφέα και τον ηθοποιό, την άποψη και τα νοήματα, θα συναρμολογήσει, θα λειάνει και θα αυξομειώσει τις υποκριτικές. Αυτός ο βασικός συντελεστής έλλειπε και η απουσία του ήταν πολύ αισθητή. Μα το έργο είναι απαιτητικό, ιδιαίτερα απαιτητικό μάλιστα και οι ρόλοι το ίδιο και που να βρεθεί σκηνοθέτης με τέτοια οξυδέρκεια, μόρφωση, ικανότητα να αντιληφθεί τον προβληματισμό του συγγραφέα, να τον κατανοήσει και να τον συμμεριστεί; Δύσκολο, μα όμως η έλλειψη του είναι αισθητή όπως σημείωσα παραπάνω και ιδιαίτερα επειδή το έργο είναι τέτοιας αξίας.

Δεν αγνοώ φυσικά πως ο σκηνοθέτης και ο καταχρηστικός πολλές φορές ρόλος του είναι προϊόν της εποχής. Έγινε ωστόσο απαραίτητος καθώς η θεατρική παράσταση αποτελεί σύνθεση, πολυπλοκότητα και όχι απλό στήσιμο. Τα παλιά χρόνια την ευθύνη του σκηνικού ρεγουλαρίσματος και τους ρυθμούς της παράστασης τους καθόριζε ο θιασάρχης, απ’ όταν όμως τα έργα έγιναν  πολύπλοκα και σύμμεικτα η συμμετοχή ενός διαγουμιστή σε πολλούς τομείς είναι αναγκαία και αυτή την αναγκαιότητα η παράσταση του BIOS την κάνει ιδιαίτερα αισθητή. 



Κοντολογίς ένα έργο που πλουτίζει την νεοελληνική δραματουργία στο επίπεδο των έργων προβληματισμού, καλές και ευχάριστες ερμηνείες από έμπειρους της σκηνής κι ένα δυο έξυπνα και ευρηματικά τεχνάσματα με τα φώτα, όπως το κόλπο της σκιάς και του προσώπου σε μια δυική παρουσία. Έξυπνο και πρωτότυπο !

Γιώργος Χατζηδάκης







Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

Δεξιοτεχνία γραφής, σπουδαίες ερμηνείες


Simon Stephens: Heisenberg                                 
Θέατρο του Νέου Κόσμου



Το έργο

Νομίζω πως πρωτεύουσα αρετή αυτού του ενδιαφέροντος θεατρικού κειμένου του Σίμον Στέφενς, είναι ο γοητευτικός του διάλογος. Αυτό είναι ένα στοιχείο που σε «πιάνει». Είναι διάλογος σύντομος, κοφτός, στακάτος, ελλειπτικός, μερικές φορές μοιάζει ασυνάρτητος, κάποτε φέρνει μια ανεπαίσθητη ποιητική αίσθηση. Δεξιοτεχνία γραφής ιδιαίτερη, μαστοριά, που στήνει απ την αρχή μια συμπάθεια για τα πρόσωπα και νιώθεις πως εκπέμπουν ο ένας για τον άλλο στοργή και τρυφερότητα. Τόσο ο Άλεξ όσο και η Τζώρτζι  έχουν κάτι φευγαλέο, κάτι αόριστο, κάτι πολύ λίγο ρεαλιστικό, δείχνουν πράγματι σαν αποκομμένοι από κάθε πραγματικότητα, σαν αιωρούμενα σωματίδια ενός χαώδους περιβάλλοντος. Ο χαρακτήρας του καθενός είναι αχνός χωρίς σαφή καταγωγή, τάξη, τόπο, χρόνο, βιώματα. Μια ταυτότητα κι ένα παρελθόν αναφέρει ο καθένας που στη συνέχεια αναιρείται και το αντικαθιστά μ ένα άλλο που η αλήθεια του κι αυτουνού αμφισβητείται. Ένα ίχνος παρελθόντος μόλις που διακρίνεται πίσω τους. Δεν ταιριάζουν στην ηλικία, μια ολόκληρη γενιά χωράει ανάμεσα τους, ούτε και κανένα άλλο στοιχείο τους συνδέει, ούτε και σεξουαλική έλξη φαίνεται πως τους τράβηξε αφού η ερωτική πράξη εκτελείται σαν διεκπεραιωτικά, σαν μια τρυφερή μεν αλλά υποχρεωτική συναινετική επικοινωνία. Τα μόνα στοιχεία που τους δικαιώνουν σαν ήρωες ενός θεατρικού είναι η μοναξιά του καθενός και το σημείο του χορού. Ναι, ο χορός είναι ένα στοιχείο που συγκλίνουν, ταυτίζονται και ίσως θα συμβαδίσουν. Ποια έννοια έχει ο χορός σ’ αυτή την συνάντηση, ποιες και πόσες προεκτάσεις, ας ασχοληθούν για λογαριασμό των ενδιαφερομένων, οι σημειολόγοι.



Η Αρχή της Απροσδιοριστίας

Όσον αφορά την σχέση του θεωρήματος της Απροσδιοριστίας, της κοσμολογικής αρχής του Heinenberg, φαίνεται πως σε σχέση με το συγκεκριμένο έργο, δεν αποτελεί παρά ένα πρόσχημα, ένα ρούχο που ο συγγραφέας κατ’ αρχήν και οι ευφάνταστοι αναλυτές στη συνέχεια, προσπάθησαν να το φορέσουν σ’ αυτό το έργο αλλά που δεν του χωράει. Δεν αποκτάει φιλοσοφικό υπόβαθρο με την αφελή ατάκα περί του σύμπαντος και του επίπεδου της γήινης σφαίρας, που λέγεται κάποια στιγμή. Μπορεί ο Στέφενς εντυπωσιασμένος από την έννοια της απροσδιοριστίας ως φιλολογικό ερέθισμα που του ενέπνευσε την αοριστία των προσώπων, του λόγο τους, και του όποιου άλλου προβληματισμού, να κοτσάρησε στον τίτλο το όνομα του Heisenberg. Μια υποκίνηση στην επιλογή της φόρμας ίσως μα ούτε κατά διάνοια ένα έργο εμπνευσμένο από μια ανατρεπτική θεωρία της φυσικής επιστήμης και της ερμηνείας του κόσμου. Ασφαλώς και υπάρχουν διάφορες απόπειρες θεωρητικών να στηριχθούν ποικίλοι συσχετισμοί του δραματουργήματος με το αξίωμα του Heisenberg, πλην όμως το ίδιο το έργο περιορίζεται στις αρετές που του αναγνωρίσαμε πιο πάνω και παραμένει με αξιοπρέπεια ως ένα πρωτότυπα και γοητευτικά γραμμένο αισθηματικό ζατρίκιον, που άλλα παρόμοια λίγο παλαιότερης κοπής, ήταν από θεατρική άποψη πολύ περισσότερο συγκινησιακά.



Η σκηνοθεσία

Η σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου κρατήθηκε στην αξιοπρέπεια το ρόλου της. Περιορίστηκε – όπως πρέπει – στην οργάνωση της παράστασης. Διευθέτησε, καθοδήγησε, ασφαλώς απέτρεψε, διόρθωσε και  υπέδειξε με τρόπο διακριτικό ως προς την παρουσία της, προτείνοντας τόσο στους ηθοποιούς όσο και στους θεατές την αντίληψη του για την παράσταση και τις ερμηνείες του έργου. Αυτό που γίνεται αισθητό είναι ένα αίσθημα που απ’ την αρχή περιβάλλει τα δυο πρόσωπα. Ένα θάλπος. Μια ευμενής αποδοχή του ενός προς τον άλλο. Επίτευγμα ασφαλώς όχι τυχαίο. Έχω παρατηρήσει πως η σκηνοθεσίες των διαφόρων παραστάσεων αποκαλύπτουν τον χαρακτήρα, την ψυχολογία, την παιδεία, την ιδεολογία του κάθε σκηνοθέτη. Προτρέπω τον αναγνώστη του παρόντος να το παρατηρήσει. Οι σκηνοθέτες ψυχογραφούνται, αποκαλύπτονται με την προσεκτική παρατήρηση των σκηνοθεσιών τους. Θα μπορούσε να προκύψει ένα ιδιαίτερο πεδίο ψυχαναλυτικών προθέσεων με αντικείμενο μελέτης τις σκηνοθεσίες και τους σκηνοθέτες. Θα ήταν νομίζω ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι προσεγγίσεις των χαρακτήρων των σκηνοθετών αναλύοντας τα σκηνοθετικά στοιχεία των παραστάσεων.



Οι ηθοποιοί

Οι δυο ηθοποιοί που ανέλαβαν το κείμενο του έργου που μας παρουσίασε το Θέατρο του Νέου Κόσμου είναι μια πολύ πετυχημένη επιλογή. Εξαιρετικά πετυχημένη.Μια συναρπαστική επίδειξη υποκριτικής δεξιοτεχνίας τόσο εκ μέρους του Περικλή Μουστάκη όσο και απ’ την Κόρα Καρβαούνη. Οι μονοσύλλαβες απαντήσεις και οι παρεμβολές του  Άλεξ έδιναν τις ευκαιρίες στον ηθοποιό να ανοίξει μια φανταχτερή σε πλούτο αποχρώσεων πασιέντσα με τόνους, ημιτόνια, ζωηρότητες, συνδυασμούς, συστροφές, πλουμισμένα άλλοτε με ελαφριά δόση ειρωνείας,  έκπληξης, άμυνας, άρνησης και αποδοχής. Όλα αυτά υποστηριγμένα με κινήσεις είτε μικρές και ανεπαίσθητες, κάποτε μεγαλύτερες, με το σώμα, με το κεφάλι  με τα χέρια. Έδινε την εντύπωση πως ο ήρωας κρατούσε μια στάση αμυντική, ανταποκρινόταν απρόθυμα, υποχρεωτικά. Αλλά όλα αυτά τόσο καλοδιάθετα, τόσο σίγουρα,  χωρίς έκδηλη αντίρρηση η ανησυχία. Αντίθετα η Τζόρτζι της Καρβούνη σαν να εισέβαλε, έδειχνε περισσότερο εξωτερική, μιλούσε με μεγαλύτερη έμφαση, οι ατάκες της ήταν πιο μεγάλες, οι κινήσεις της το ίδιο, οι τόνοι της ελαφρά ψηλότεροι, έδειχνε περισσότερο παρορμητική, λιγότερο ελεγχόμενη, το λεξιλόγιο της τολμηρότερο. Πρόδιδε περισσότερο την απόγνωση που έκρυβαν και οι δυο. Χωρίς έντονες διαφορές σ’ αυτό το εξαιρετικό διαξίφισμα, το απαλό και γεμάτο, οι δυο ήρωες που δυο εξαιρετικοί ηθοποιοί τους ζωντάνευαν θαυμαστά, γράπωναν τον θεατή και δεν τον άφηναν ως το τέλος. Το πιο αξιοθαύμαστο που έχει να υπογραμμίσει η κριτική είναι πως οι δυο ηθοποιοί δεν χρειάστηκε να υποδυθούν, να μεταβληθούν, δηλαδή καμωθούν για να γίνουν οι ρόλοι. Έμειναν όπως είναι και ήταν απολύτως Αυτοί. Ναι, στ’ αλήθεια το έργο ήταν εξαιρετικά γραμμένο, δουλεμένο προσεκτικά σε κάθε λέξη κάθε ατάκας, όπως σημείωσα ήδη, μα με άλλον σκηνοθέτη και το κυριότερο με άλλους ηθοποιούς θα μπορούσε να στραπατσαριστεί, να τσαλαπατηθεί, να σαραβαλιαστεί. Ευτυχώς η οξυδέρκεια των συντελεστών το διέσωσε και ο θεατής φεύγει με μια υπέροχη θεατρική αίσθηση και θαυμασμό για τον σπουδαίο Περικλή Μουστάκη και την πολύ καλή Κόρα Καρβούνη που φάνηκε αντάξια του.



Το σκηνικό

Επιφύλαξη και αντίρρηση για το σκηνικό. Οι σανιδένιες παλέτες υπέβαλαν ένα περιβάλλον αφιλόξενο, αρνητικό, άγαρμπο. Δεν βοηθούσε στην διεξαγωγή της κλιμάκωσης  ούτε και συνέβαλε στην ατμόσφαιρα της σχέσης που αναπτύσσονταν. Ιδιαίτερα στην ερωτική σκηνή του κρεβατιού ο θεατής αισθανόταν δυσάρεστα την σκληρότητα του ξύλου που καθόλου βέβαια δεν  βοηθούσε στη αίσθηση του στρώματος η του μαξιλαριού. Ήταν λάθος γιατί δεν μπορεί για κανένα λόγο να είναι ηθελημένο μιας κι έρχεται σε  φανερή κόντρα με κάθε άλλη πρόθεση. Η εξήγηση πως το ζητάει ο συγγραφέας δεν πείθει τον θεατή που νοιώθει την ενοχλητική, σκληρή, ξύλινη αίσθηση του.

Γιώργος Χατζηδάκης


Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Η ηθοποιός δίνει διαστάσεις, βάθος και έννοιες


Θέατρο Vault

Σίμου Παπαναστασόπουλου:
Νικολέτα Νομικού - Συγγρού - Ο Ανδρέας μου


Οι Εθνικοί Ευεργέτες

Η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει να επιδείξει τους περισσότερους εθνικούς ευεργέτες απ’ όλες τις χώρες της  Ευρώπης. Πολλά κοινωφελή ιδρύματα, κτίρια, θεσμοί και Οργανισμοί χρωστάνε την ύπαρξη τους στην ιδιωτική πρωτοβουλία, την χρηματοδότηση εν όλω η εν μέρει, την οργάνωση και τη λειτουργία τους. Συμπατριώτες μας από διάφορες περιοχές της χώρας που πλούτισαν με το εμπόριο, Έλληνες μεγιστάνες της Αιγύπτου, της Κωνσταντινούπολης, της Ρουμανίας, της Ρωσίας, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Αμερικής, πλοιοκτήτες των πέντε θαλασσών, απόδημοι ως επί τω πλείστον, που αναζήτησαν καλύτερη ζωή, που είχαν την τύχη και την ικανότητα και πλούτισαν και πετυχαίνοντας στρέψανε το βλέμμα στην πατρίδα που είχε πάντα πολλές ανάγκες και που δεν κατάφερνε να τις καλύψει από μόνη της. Οι εθνικοί ευεργέτες κρατάνε ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της κοινωνικής και πολιτιστικής εξέλιξης του τόπου.  Απ΄αυτή την άποψη η επιλογή του Ανδρέα Συγγρού να αποτελέσει ένα απ' τα θέματα αυτής της ευφυούς ενότητας του θεάτρου Vault, όπου μανάδες ξεχωριστών Ελλήνων μιλάνε για τους γιούς τους, είναι εξαιρετικά πετυχημένη. Στο συγκεκριμένο έργο η Νικολέτα Συγγρού, το γένος Νομικού από τη Χίο, εξιστορεί τον τρικυμιώδη βίο της πατρικής της οικογένειας, τις περιπέτειες του γάμου της, τις μετακινήσεις της, περιγράφει τη συζυγική της ζωή, τις αλλεπάλληλες εξελίξεις των δυο γιών που απέκτησε και τέλος επικεντρώνεται στον ένα απ’ τους δυο, σ’ αυτόν που αποτελεί το θέμα του έργου, τον Ανδρέα Συγγρό.



Πολύπτυχη υποκριτική

Είναι απολαυστικό και αποκαλυπτικό συνάμα να παρακολουθείς μια πολύπτυχη υποκριτική να ξετυλίγεται μπροστά σου καθώς η ηθοποιός, μόνη πάνω στη σκηνή, επιδίδεται στην δραματοποίηση μιας αφήγησης, μιας βιογραφικής εξιστόρησης, που διέρχεται μεν μέσα από φρικώδη κοσμοϊστορικά γεγονότα, όπως η σφαγή της Χίου, και που διαπραγματεύεται μια πολύπτυχη ζωή, δεινά και χαρές, μεταβολές, ανατροπές και οδύνες αλλά η δραματουργική αξιοποίηση υπολείπεται. Κι εδώ το λιμπρέτο μοιραία παραδίδεται στην ευθύνη της ηθοποιού.  Η δραματουργία προϋποθέτει δράσεις, σκηνές, συγκρούσεις, μεταβολές και μεταπτώσεις, εναλλαγές. Ο αφηγηματικός μονόλογος - που σαν είδος ευδοκιμεί τα τελευταία χρόνια στο θέατρο μας – γράφεται  βέβαια με την συναίσθηση των ερμηνευτικών αναγκών, αλλά είναι οι συγγραφείς είναι υποχρεωμένοι να ρίχνουν το βάρος τους σε άλλους τομείς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για βιογραφίες η σχολαστική εξακρίβωση των πηγών απορροφά μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος του συγγραφέα και η δραματουργική αναγκαιότητα αναπόφευκτα παραμελείται. Προκύπτει συνεπώς ένα σεναριακό σχεδίασμα δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ.  Έτσι όλο το βάρος πέφτει στη «γενναιότητα» της ηθοποιού, στις υποκριτικές της δυνατότητες, στην ευρηματικότητα και στα σκηνικά σοφίσματα που είναι υποχρεωμένη να επινοήσει. Ας γίνω ωστόσο συγκεκριμένος.


Πολλά τα προσφερόμενα στοιχεία


Το κριτικό τούτο σημείωμα έχει να κάνει με το έργο και την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο Vault, έργο που διαπραγματεύεται, όπως σημειώθηκε το βίο και τα γενεαλογικά του Ανδρέα Συγγρού, γνωστού στους νεότερους ως εθνικός ευεργέτης, δημιουργός πολλών και διαφόρων ιδρυμάτων και κοινωφελών κτισμάτων. Πολυπράγμων επιχειρηματίας, έμπορος και χρηματιστής ο Συγγρός με συμμετοχές σε πολλών ειδών  δοσοληψίες, αμφιλεγόμενης καθαρότητας και ηθικής, επικρίθηκε και κατηγορήθηκε και αυτό το στοιχείο αποτελεί από μόνο του πρόσφορη δυνατότητα δραματοποίησης. Δεν αξιοποιήθηκε ωστόσο αλλά πέρασε ως αναφορά μέσα στα άλλα. Μήπως και τα όσα ξετυλίγει η μητέρα πολλά απ' αυτά δεν είναι το καθένα από μόνο του εξαιρετικές ευκαιρίες να απομονωθεί και να  εξαρθεί δραματουργικά; Επί του προκειμένου, το αφήγημα αυτό, του βίου και της εξέλιξης του γνωστού οικονομικού παράγοντα των χρόνων της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄, που ξεκινάει, όπως σημειώσαμε από την αυτοβιογραφία της μητέρας του Νικολέτας Συγγρού το γένος Νομικού περιέχει πάμπολλα προσφερόμενα στοιχεία ενδιαφέροντα αλλά από δραματουργική άποψη αναξιοποίητα και ισοπεδωτικά. 


Δραματουργικές αδυναμίες

Κι εδώ νομίζω πως βρίσκεται η δυσκολία του συγγραφέα Σίμου Παπαναστασόπουλου και η αδυναμία του κειμένου ως προοριζόμενο να παρασταθεί. Υπάρχει στο γραπτό μια πληθώρα πληροφοριών, στοιχείων, και γεγονότων που πλουτίζουν την μορφωτική του αξία αδικούν όμως εκ των πραγμάτων τη θεατρικότητα και πιο πολύ το κεντράρισμα ενός πάσχοντος προσώπου. Μάλλον αυτό που λείπει είναι το αποκορύφωμα. Το όλον περιλαμβάνει πολλά, δυνατά ιστορικά και δραματικά βιογραφικά δεν επικεντρώνεται όμως σε κάποιο ώστε να  κλιμακωθεί προς αυτό το πάθος της ηρωίδας. Είναι καλογραμμένο, γλαφυρό, πλούσιο σε εκφράσεις και διατυπώσεις, με γλώσσα ρέουσα, απ τη φύση του όμως δεν είναι θεατρικό. Και σ’ αυτή την αδυναμία του έργου έρχεται σωτήρια η ερμηνεύτρια να καλύψει και να γεμίσει με υποκριτικά την δραματουργική αδυναμία του κειμένου.


Στοιχεία ασύμβατα

Η Ιωάννα Γκαβάκου έπαιξε με γνήσιο συναίσθημα και συμμετοχή απόλυτη, με μια τόση και τέτοια ποικιλία τεχνικών ευρημάτων που ο θεατής μόνο στο τέλος αισθάνεται τις αδυναμίες του κειμένου. Σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η ηθοποιός σε κρατάει δέσμιο του υποκριτικού της μαγνητισμού, συμπάσχεις και συμμετέχεις, ακολουθείς την πολύπτυχη περιπέτεια της, συνεπαίρνεσαι από το παραμύθι της ζωής της που έστω και εξωραϊσμένο σε κερδίζει επειδή η ηθοποιός δίνει διαστάσεις, βάθος, γεμίσματα, έννοιες και σημασίες κι έτσι το αδρανές κείμενο παίρνει σχήμα και ο χαρακτήρας της ηρωίδας αποκτάει ζωή  και πάθη.  Όσο η Γκαβάκου βρίσκεται στη σκηνή το θέμα διατηρείται, η έντονη παρουσία της και η υποκριτική της ικανότητα υποστηρίζουν και διατηρούν το σκηνικό εγχείρημα. Αλλά με την μετάβαση του δραματικού προσχήματος, από το πέρασμα της φιλτραρισμένης εικόνας, από το παραμύθι που αφηγείται η μάνα για τον γιό της, από το υποκειμενικό, προκατειλημμένο βλέμμα  στην εμφάνιση του ίδιου τον Ανδρέα Συγγρού ο θεατής σκοντάφτει. Του αφαιρείται το διαθλαστικό πρίσμα και είναι σαν όλο το προηγούμενο να ακυρώνεται, σαν να διαλύεται ο μύθος. Πολύ περισσότερο που αναγκάζεται από την θεατρική  σύμβαση να περάσει στην κινηματογραφική, απ' τον μύθο σε μια άλλη κατάσταση που διεκδικεί το στοιχείο του αυθεντικού, αυτό είναι ένα ξενέρωμα του θεατή και επίσης αποκαλύπτει την σύγχυση του συγγραφέα που επωμίσθηκε και το ρόλο του σκηνοθέτη, να συγκεράσει δηλαδή πολλά στοιχεία ασύμβατα και αντιθετικά.


Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Τόλμη και γοητεία


Μάνου Καρατζογιάννη : Για την Ελένη

Θέατρο Σταθμός



Πρόλαβα επιτέλους και είδα την παράσταση για την Ελένη Παπαδάκη, την αδικοχαμένη και άγρια δολοφονημένη πρωταγωνίστρια, που έχει στοιχειώσει το θέατρο μας. όσο ζούσε με τις θρυλικές ερμηνείες της,  με το θάνατο της με τα όσα φανερά η ψιθυριστά πλέξανε γύρω του ενοχές, αποκαλύψεις, αλήθειες, διαδόσεις, ψέματα και υπερβολές και στα κατοπινά χρόνια μέχρι σήμερα τους απόηχους που εξακολουθούν να θρέφουν το μύθο της με καταγγελίες, λατρείες, επιθετικότητες, αντιδράσεις, φανατισμένες και αναμοχλεύσεις παθών και διχασμών. Ευτυχώς, λοιπόν πρόλαβα και είδα την παράσταση.  

Σκηνική γοητεία

\Αυτό το στοιχείο που εντυπώνεται στο θεατή, αυτόν  που έχει  δεχθεί τη φήμη της σκηνικής σαγήνης της Ελένης Παπαδάκη, είναι αυτό ακριβώς που υπερβαίνει κάθε άλλο χαρακτηριστικό της τωρινής παράστασης. Η σκηνική γοητεία της Μαρίας Κίτσου που ερμηνεύει την αξέχαστη ομότεχνη της. Πολλοί και διάφοροι, ενήμεροι και ανίδεοι, κατήγοροι και απολογητές, αμερόληπτοι και εμπαθείς, όλοι αυτοί που λένε, αναμασούν, αναπαράγουν, το ένα και το άλλο, απ’ όλους αυτούς κανένας δεν αμφισβήτησε την θελκτικότητα που διέχεε στο περιβάλλον όπου και αν εμφανιζόταν η Ελένη Παπαδάκη. Ακριβώς αυτή την αίσθηση προκαλεί η παρουσία της ηθοποιού που ανέλαβε να την ενσαρκώσει στην παράσταση που παρακολούθησα. Αν αναγνωρίζω αυτό ως πρωταρχική αξία αφήνοντας τα υπόλοιπα ως ύστερα είναι επειδή ακριβώς επί τη εμφανίση η Μαρία Κίτσου έφερε επί σκηνής την αίσθηση του μυθοποιημένου προσώπου. Ήταν Εκείνη.


Ήταν Εκείνη

Όταν ένας ηθοποιός αποδέχεται  να υποδυθεί ένα πρόσωπο που έχει εγκατασταθεί στη συνείδηση του κόσμου με τις διαστάσεις και τη μορφή που παίρνει ένας μύθος, το μέγεθος της ευθύνης του είναι μεγαλύτερο από το να ερμηνεύσει ακόμα και τον απαιτητικότερο ρόλο του σπουδαιότερου κλασικού δραματουργήματος. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ηθοποιός κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια  του σκηνικού ήταν σαν να προσγειωνόταν στο επίπεδο της πραγματικότητας ένας άγγελος εξ ουρανού. Ναι, αυτή την εντύπωση έδινε. Σαν να επέστρεφε ένα γοητευτικό όραμα. Και μόνο αυτό αν ήταν είχαμε μεθέξει σαν ανταπόκριση στην προσδοκία που διατηρούσαμε πηγαίνοντας να δούμε μια παράσταση για την Παπαδάκη, μας είναι αρκετό. Αν μόνο αυτό είχαμε για να κρίνουμε τη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ευρηματική ποιητική σύλληψη. Ας μην προσπερνάμε ωστόσο το κείμενο αλλά και τη σκηνοθεσία στο σύνολό της.



Το κείμενο

Το κείμενο, γραμμένο απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη αποκαλύπτει πως η μαγνητική δύναμη του μύθου της Ελένης Παπαδάκη διαρκεί, αιχμαλωτίζει και επηρεάζει ακόμα και σήμερα 73 χρόνια μετά, τις ευαισθησίες πολλών νέων του θεάτρου. Αποκαλύπτει επίσης πόσο διακριτικά προσπάθησε να διαπραγματευθεί το θέμα ο δημιουργός του τολμήματος έχοντας συναίσθηση του ναρκοπέδιου που επιχειρούσε να βαδίσει. Ασφαλώς ακουμπούσε σε δυο τρία σταθερά στηρίγματα, τα βιβλία του Μαρσάν και του Ελευθερίου και άλλες δυο τρεις δημοσιοποιημένες αναφορές,  που του επέτρεπαν να δείχνει αντικειμενικός, αλλά παρά τους προσεκτικούς ελιγμούς του δεν κατόρθωνε να αποφύγει τους σκοπέλους. Η έρευνα και τα ντοκουμέντα, πιο πολύ οι ανεύθυνες διαδόσεις και οι επιπολαιότητες παραπλανούν  και φανατίζουν ακόμα και ανθρώπους μεγαλύτερους απ’ τον συγγραφέα, καθόλου ρομαντικούς και οπωσδήποτε λιγότερο ευαισθητοποιημένους που θα ‘πρεπε να έχουν μάθει οι αναξέσεις τι σημαίνουν.

Ωστόσο, ο Καρατζογιάννης τόλμησε κι αυτό πρέπει να το ακούσουμε σαν μια φωνή ενός νέου ανθρώπου που τολμάει να βάλει το δάχτυλο του επί του τύπου των ήλων. Εμείς οι μεγαλύτεροι πρέπει να σταθούμε ψύχραιμοι, νηφάλιοι και να διορθώσουμε μετά λόγου γνώσεως, τις αλλοιώσεις των γεγονότων περιορίζοντας τις αυθαιρεσίες του μύθου. Λοιπόν, η δική μου προσπάθεια : ο βάρβαρος φόνος της Παπαδάκη δεν ήταν πολιτικό έγκλημα γιατί δεν εξυπηρετούσε κανένα συμφέρον της παράταξης στην οποία ανήκε ο φονιάς. Δεν ήταν έγκλημα καλλιτεχνικού επαγγελματικού ανταγωνισμού γιατί καμιά ομότεχνη της σκοτωμένης δεν ήταν σε επίπεδο ανταγωνιστικό μ’ αυτήν, ήταν όλες σε πολύ χαμηλότερη κλίμακα η σε διαφορετικό είδος ώστε η Παπαδάκη να μην αποτελεί εμπόδιο. Δεν ήταν έγκλημα ερωτικού πάθους η αντιζηλίας γιατί παρ’ ότι το θύμα ήταν γυναίκα ανοιχτή σε μια ποικιλία σχέσεων, δεν είχε ποτέ δημιουργήσει συγκρούσεις, αντιζηλίες και δολοφονικές εντάσεις. Ήταν ένα έγκλημα μίσους; Ναι, ήταν ένα έγκλημα μίσους. Το μίσος και η θηριωδία είχαν τότε εκτοπίσει κάθε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα. Μισούσαν λοιπόν την Παπαδάκη και γι αυτό την σκότωσαν; Ασφαλώς την μισούσαν και την ζήλευαν γιατί ήταν υπέροχη από πολλές απόψεις, δηλαδή υπερείχε και τι πιο προκλητικό απ’ αυτό; Μόλις οκτώ χρόνια νωρίτερα στην Ανδαλουσία σκότωσαν το ίδιο αναίτια ένα ποιητή και ηθοποιό, τον Λόρκα, για τους ίδιους α κ ρ ι β ώ ς λόγους, επειδή ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός και 
υ π ε ρ ε ί χ ε.



Συμβολισμός ανεπίδοτος

Η  προσπάθεια του Καρατζογιάννη να συμπεριλάβει όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε η έρευνα του τον εμπόδισε να προσέξει το θέμα του δραματουργικά. Νοιάστηκε για το ντοκουμεντάρισμα πιο πολύ από τη θεατρική δόμηση του πονήματος του. Έστησε ένα κείμενο που κυριαρχεί η ανάγκη να απαλλαγεί η ηρωίδα του από τις κατηγορίες που υποτίθεται πως την βάραιναν και να τονιστεί καταδικαστικά ο φόνος της. Ήταν σαν μια αγόρευση συνήγορου και κατήγορου ταυτόχρονα. Στη σκηνοθεσία τον κυριάρχησε η ίδια πρόθεση. Να καταγγείλει τον φόνο, ένα τετελεσμένο που είναι αυτόματα καταδικασμένο απ’ όλους, ακόμα και απ’ τους μικρόνοες που αισθάνονται την ενοχή να τους βαραίνει. Τελικά την Παπαδάκη δεν την σκότωσε καμιά παράταξη. Την σκότωσαν οι αμείλικτες μυλόπετρες της ιστορίας και τα σκοτεινά ανθρώπινα πάθη που εκρήγνυνται στις μοιραίες κορυφώσεις  κι εκεί κατά τη γνώμη μου έπρεπε να στραφεί το έργο. 

Στο ευρηματικό φινάλε που η σκηνοθεσία εισάγει ένα δεύτερο πρόσωπο, ένα ανδρείκελο του φονιά υποτίθεται, που δυσεξήγητα, αδιευκρίνιστα,  χορεύει με το θύμα του. Θα έπαιρναν μια διαφορετική διάσταση, έργο, σκηνοθεσία και ερμηνευτική καθοδήγηση αν αυτός ήταν, σαν ένας φασματικός υπαινιγμός, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που χορεύοντας να παίρνει την Ελένη Παπαδάκη μαζί του προς ένα χώρο όπου τα ανθρώπινα δεν αγγίζουν τους αγγέλους της τέχνης - και χορεύοντας ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες που κατέβηκε εκείνη.


Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Σπαράγματα αμερικάνικου ονείρου


Σαμ Σέπαρντ : 


Fool for Love                                                                                                    


Θέατρο Άλμα. -




Ο κριτικός πηγαινοφέρνει στη μνήμη του μπρος πίσω το έργο που παρακολούθησε. Το στριφογυρίζει από δω κι από κει. Το σκέφτεται και το διατρέχει μερικές φορές, θυμάται και ξαναθυμάται την παράσταση κι ύστερα  απομονώνεται στο έργο. Απ’ το ανάδεμα του κειμένου σταματάει σε δυο σημεία που προεξέχουν. 
Η παρουσία του πατέρα είναι το ένα, του πατέρα που είναι παρών  και εντίθεται μονολογώντας αλλά είναι έξω απ’ τη δράση, σαν μια ανεξάρτητη παρουσία, σαν αόρατος απ’ τα πάσχοντα πρόσωπα, σαν αερικό που όμως αντιδρά και διαλογίζεται και σχηματίζει τον χαρακτήρα του. Αργότερα θα υλοποιηθεί, θα συμμεθέξει στη σύγκρουση. 
Το άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η απόσταση, η συμβολική έρημος Μοχάμπι, τα  400 μίλια που παρεμβάλει ο συγγραφέας εκτοπίζοντας το περιστατικό του σε ένα χώρο που θα μπορούσε να είναι σημείο υπερβατικό, μακριά από ένα περιβάλλον πραγματικότητας, αυτό το διάστημα που διασχίζει ο Έντυ για να βρεθεί κοντά στη Μέη. 
Ενθουσιάζεται ο κριτικός με το εύρημα και πιο πολύ όταν οι διώκτες του Έντυ, διασχίζοντας την ίδια διαστημική απόσταση τον βρίσκουν, τον πολιορκούν, τον διεκδικούν και επιχειρούν να τους σκοτώσουν. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι ο κόσμος του Έντυ, που ο καθένας μπορεί να τον αναγνωρίσει με τα δικά του μάτια.  Είναι μια γκόμενα, κορίτσι της πασαρέλας και κατ’ επέκταση του ημικόσμου, του σινεμά και των εξωφύλλων, που τον κυνηγάει μ’ ένα πιστόλι στο χέρι για να τον φέρει στην πραγματικότητα; Η μήπως είναι οι συνένοχοι του ή αντίπαλοι, είναι ίσως πιστωτές που τους χρωστάει; Το αναμφισβήτητο είναι πως αυτοί που έρχονται  θέλουν να τον αναγκάσουν να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξέφυγε για να βρεί τη Μέη.


Δυο στοιχεία ποιητικής ελλειπτικότητας


Αυτά τα δυο στοιχεία, το πρόσωπο του πατέρα, ο Όλντμεν, με την περιοδική παρουσία του σαν ψηφιακό ολόγραμμα, και το σημείο που ζει η Μέη,  ένα δωμάτιο ενός μοτέλ χαμένου σε απροσδιόριστη ερημιά, σε τόπο υπερβατικό είναι που δεν δίνουν στο έργο μια εξωπραγματική αίσθηση; Έχουμε λοιπόν να κάνουμε μ’ ένα έργο σχεδιασμένο σ’ ένα ποιητικό φόντο. Ο κριτικός νοιώθει τώρα πως μπορεί να σταθεί πιο σίγουρα για τα συμπεράσματα του. Το έργο του Σαμ Σέπαρντ «Fool for Love» είναι ένα έργο ακρότατα ρεαλιστικό, σκαλισμένο με σμίλη αδυσώπητη πάνω στη συμπαγή επιφάνεια ενός ποιητικού συμβολισμού. Αν ο κριτικός θυμάται καλά, κι απ’ όσα ξέρει, ούτε ο ίδιος  συγγραφέας, μας έχει δώσει άλλο κάτι παρόμοιο αλλά και ολόκληρη η αμερικάνικη δραματουργία δεν παρουσίασε ποτέ ανάλογο συνδυασμό. Ο Φώκνερ, για παράδειγμα, επιτρέπει συμβολισμούς αλλά σε έργα απολύτως ρεαλιστικά. Αυτό είναι ένα ακόμα συστατικό του Fool for Love που πυκνώνει τη σύνθεση του μάγματος. Η κυρίαρχη όψη ωστόσο είναι ένας  ρεαλισμός ωμός και βίαιος.

Πάθος δαιμονικό 

Πάθος ανεξέλεγκτο, απεγνωσμένο, δαιμονικό  περιτυλίγει και το αγόρι και το κορίτσι, σαν το τέρας του Λαοκόοντα και τους περισφίγγει. Η ευτυχία τους παλεύει με την ενοχή του ανόσιου, προσπαθούν να αντισταθούν, απομακρύνονται , κρύβονται, βάζουν ανάμεσα τους αναχώματα άλλους ανθρώπους σαν μονωτικά στο μαγνητισμό, βάζουν αποστάσεις, ερήμους ολόκληρες για να κομματιάσουν το μαγνάδι μα τίποτα δεν πετυχαίνει. Αυτή για να ξεκόψει καταφεύγει σε ένα μακρινό τόπο αλλά αυτός τη βρίσκει. Το αντάμωμα είναι βίαιο, οργισμένο, παθιασμένο, ορμητικό, ουρλιάζουν, συγκρούονται, χτυπιούνται, σφαδάζουν, λατρεύονται και μισιούνται. Φθάνουν πολύ κοντά στο φόνο και την αυτοκτονία. Τι λογής είναι αυτό το πάθος ο κριτικός δεν μπορεί να αποφανθεί.

Η Παράσταση
Η παράσταση που παρακολούθησα στο θέατρο «Αλμα» και που αποτελεί το ερέθισμα για όλα τα παραπάνω ήταν μια εξαιρετική παράσταση. Μεταχειρίζομαι το επίθετο «εξαιρετική» καταχρηστικά και με την έννοια της πολύ καλής θεατρικής δουλειάς αφού δεν έχω να την εξαιρέσω από τίποτα σχετικό δεδομένου πως την ταινία δεν την θυμάμαι και τα δυο προηγούμενα ανεβάσματα του έργου από άλλους θιάσους σε περασμένα χρόνια δεν τα είχα δει.


Κάπου πιο πίσω, μακριά σε τόπο και χρόνο υπάρχει μια κοινωνία που παράγει άτομα σαν τους ήρωες, μια κοινωνία ξεχαρβαλωμένη με ιδανικά όπως μια εξακύλινδρη Pontiac, μια κοινωνία που έχει τραφεί με τη μυθολογία  του Χόλιγουντ κι έχει στηθεί στους πόθους μιας Ντόλυ Παρτον, μια κοινωνία που ηρωοποιεί τον βίαιο άνδρα, τον νταή, τον πιστολά, τον κατακτητή γυναικών, τον πότη, τον αδέσμευτο από κανόνες ισορροπίας και παραβάτη κάθε ηθικής αξίας, τον αδιάβροχο από κάθε αίσθημα. Αυτός είναι ο αξονικός ρόλος του πατέρα, του Old Man στο έργο, του σπορέα όχι στο βιολογικό επίπεδο μόνο αλλά στο αναπαραγωγικό της νοοτροπίας, της φιλοσοφίας, της στάσης απέναντι στο κόσμο και στον άνθρωπο. Αυτός είναι ο χρυσοθήρας του αμερικάνικου ονείρου που μόνο επιδίωξε να πατήσει το πεντάλ ενός δυνατού και μεγάλου αυτοκινήτου,  να πιάσει τις μεγάλες ταχύτητες και να ονειρεύεται πιωμένος τα τορνευτά κορμιά μυθικών γυναικών και να ξεγελιέται με πρόθυμες γυναίκες,  θύματα  κι αυτές παρόμοιων ψευδαισθήσεων που ναυαγούν παρέα συμπαρασύροντας τα παιδιά που απόκτησαν.


Στην περίπτωση του δικού μας Ολντμεν ξεπερνάει σε ξέφρενο καλπασμό τις σταθερές, σπάει τα διαζώματα των κοινωνικών στάνταρ, σχηματίζει δυο οικογένειες, αποκτάει δυο πόρτες, δυο σπιτικά και δυο παιδιά. ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, τον Εντυ και τη Μέη. Και από δω ο συγγραφέας αρχίζει το χτίσιμο της ποιητικής του τραγωδίας που θα πεί πως βάζει να συγκρούεται η ιστορική ανάγκη με το υπαρξιακό κίνητρο. Ναι, το έργο είναι μια ατόφια τραγωδία με όλα τα στοιχεία δυνατά και όρθια. 
Τα δυο αδέρφια ερωτεύονται. 






Κι αυτό επειδή καθένας το καταλαβαίνει διαφορετικά ανάλογα με τις εμπειρίες, την ιδιοσυγκρασία και την νοοτροπία του. ανάλογα με την ανατροφή του η με τις αντιλήψεις του. Υπάρχει και το άλλο. Δεν ξέρουμε ποια είναι η αυθεντική σύλληψη του συγγραφέα. Ανάμεσα σε μας και σε κείνον μεσολαβεί η μετάφραση, η σκηνοθεσία και η πληροφόρηση που έχουμε από την αλλοιωμένη οπωσδήποτε κινηματογραφική εκδοχή. Το σενάριο, έστω και απ τον ίδιο το συγγραφέα προσαρμοσμένο, υπακούει στις αναγκαιότητες μιας άλλης λογικής. 
Για το θεατρικό γράφτηκαν πολλά και διάφορα σχετικά με το πάθος που συνέχει τα δυο αδέλφια. Κάποιος το είδε σαν μια καταδικαστέα παρεκτροπή κι ένας άλλος έβγαλε συμπέρασμα πως ο γιός ακολούθησε το πρότυπο του πατέρα κι ανοίχτηκε κι αυτός σε πολλαπλές σχέσεις και έρωτες. Αν πρέπει και καλά να έχω μια γνώμη νομίζω πως ο Σέπαρντ μας επισημαίνει πως το ζωώδες και συνάμα το θεϊκό της ανθρώπινης υπόστασης, τιθασεύονται σε νόμους κανόνες και φραγμούς και κώδικες αξιακούς ως ένα σημείο και πως σε κάποιες κορυφαίες στιγμές σπάνε τα υδατοφράγματα και τα πάθη ξεσπάνε ορμητικά. Ο Έντυ κυριευμένος από ένα τέτοιο μοιραίο πάθος δε θα σταματήσει να αναζητάει τη Μέη κι αυτή όσο κι αν κρύβεται δεν θα πάψει να εύχεται να τη βρεί γιατί και η δική της ύπαρξη έχει την ανάγκη του.


Αν στο μέλλον κάποια απ’ τις ολοκληρωτικές καταστροφές που αναμασάει  αδιάκοπα η βιομηχανία του κινηματογράφου, εξαφανίσει ολοκληρωτικά κάθε στοιχείο του σημερινού πολιτισμού και σε έναν σπασμό του γήινου φλοιού ξεπεταχτεί αυτό το κείμενο του Σέπαρντ, θα μπορέσει ο άνθρωπος του μέλλοντος να σχηματίσει μια ιδέα για τον κόσμο που ενέπνευσε τον συγγραφέα, τα ήθη και τα αισθήματα που περιγράφει, τα πάθη που τον κυριαρχούν και τον ψυχισμό που καθορίζει την συμπεριφορά του; Πιθανόν, εκτός εάν στο μεταξύ η ανθρωπότητα έχει τόσο πολύ χαθεί μέσα σε χαώδεις θεωρητικοποιήσεις που αναπόφευκτα θα έχει απομακρυνθεί από του αντικείμενο της που είναι το θαύμα των ανθρώπινων παθών.



Ωστόσο δεν διστάζω να θεωρήσω πως η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες των ηθοποιών τούτης της εκδοχής ήταν τέλειοι και θα με εξέπληττε αν οι συνάδελφοί τους που έπαιξαν τους ίδιους ρόλους παλαιότερα θα ήταν καλύτεροι. Η σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου είχε μέτρο και ξετύλιξε το έργο με αίσθημα αν και το αμερικάνικο ήθος που σχολαστικά «φορέθηκε» απομάκρυναν τον αέρα  της οικουμενικότητας που αποπνέει το έργο κι ακόμα πως η βιαιότητα η μάλλον η διάρκεια της βιαιότητας, καπέλωνε σε κάποια σημεία την δραματουργία.


Ωστόσο δεν ήταν άστοχη η μεταφορά της ατμόσφαιρας του θρίλερ και οι πιστολιές που πέφτουν απ’ τους διώκτες του Έντυ, γιατί έτσι γίνεται σαφέστερος ο υπαινιγμός προς το γουέστερν μιας και απευθύνεται σ’ ένα κοινό γαλουχημένο από τέτοιες σκηνές. Οι ηθοποιοί άριστοι. Το ζευγάρι αυτής της τραγικής αλληλουχίας έλξης και απώθησης, ο Έντι και η Μέη, παίχτηκε με αξιοθαύμαστη  φυσικότητα. Η υποκριτική αξία σε κορύφωση. Συμμετοχή, ενέργεια, πάθος, δυναμική, σαφήνεια, αρετές αξιοθαύμαστες. Συγχαρητήρια Τζένη Θεωνά και Γιώργη Τσιμπουράκη. Δεν συναντάμε συχνά ηθοποιούς της δικής σας αξίας. Πρόσωπο παρένθετο που δρασκελίζει το χώρισμα του υπερβατικού  ο κηπουρός Μάρτιν του Βασίλη Θεολόγου κρατήθηκε σε μια ισορροπημένη πραότητα, σύνεση κι έδωσε πολύ πειστικά το αίσθημα του ανθρώπου που βρίσκεται απροσδόκητα στη δίνη ενός κυκλώνα. Πολύ καλός. 
Αυτός ωστόσο που προκαλεί θαυμασμό είναι ο Γιώργος Κέντρος, που κατορθώνει να συνθέσει το πρόσωπο ενός ασυνείδητου πατέρα, αποχαυνωμένου από τα δέλεαρ μια καταναλωτικής κοινωνίας, τον κυνηγό άπιαστων φαντασιώσεων, οργισμένο και ταυτόχρονα συμβιβαστικό, θύμα και θύτη, έναν κρίκο μιας αλυσίδας χρεωκοπημένων αξιών, έναν άνθρωπο με σαφή χαρακτηριστικά του τόπου και της εποχής του αλλά απολύτως αναγνωρίσιμο και στον δικό μας σημερινό κόσμο.

Γιώργος Χατζηδάκης