Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Πως πέντε εξαιρετικοί ηθοποιοί δικαιώνουν μια ενδιαφέρουσα ιδέα


ΘΗΛΥ-ΑΝΙΜΑ-DEVI στο «Θέατρο της Ημέρας»

Δεν είναι συχνά τα χειμωνιάτικα συναπαντήματα με ερμηνείες αρχαίων κειμένων και μάλιστα σε επίπεδο τέτοιο που να τα κάνουν δυσεύρετα ακόμα και τα καλοκαίρια, στα καλοκαίρια που ο τραγικός λόγος αντηχεί απ’ άκρου εις άκρη σ’ όλη τη χώρα. Με κάποια πρόφαση ένα σεναριακό περιτύλιγμα τέσσερις γυναίκες ηθοποιοί καλής μαρτυρίας και με σοβαρά εχέγγυα, ανταμώνουν με τις πιο "δύσβατες" τραγικές ηρωίδες του αρχαίου θεάτρου. Με τα δικά της μέσα η κάθε μια απ’ τις ηθοποιούς και τα δικά της υποκριτικά χαρακτηριστικά πετυχαίνουν να δικαιώσουν το εγχείρημα να μας δημιουργήσουν ισχυρές εντυπώσεις. Η Φαίδρα, η Μήδεια, η Ιφιγένεια, η Κλυταιμνήστρα, η Κασσάνδρα και η Εκάβη ακούμπησαν μ’ εμπιστοσύνη τα τραγικά τους πάθη στις τέσσερις γυναίκες του σήμερα και γίναμε μάρτυρες πως καμιά απ’ τις μυθικές μορφές δεν προδόθηκε. Καθένας απ’ τους ρόλους, ανάλογα με την τραγική κατάσταση που τον συνέχει και ανάλογα με την ποιητική διαπραγμάτευση, αποδόθηκαν από την κάθε ηθοποιό που επωμίσθηκε την ευθύνη της ερμηνείας του, με υποκριτική επάρκεια και ωριμότητα και σε κάποιες περιπτώσεις άγγιξαν το τραγικό ρίγος.

Μια ενδιαφέρουσα ιδέα, ιδέα σεναριακής περιβολής, βρίσκεται στην αφετηρία του θεάματος με τον ιδιότυπο τίτλο ΘΗΛΥ-ΑΝΙΜΑ-DEVI που συνοδεύεται απ τον υπότιτλο σε παρένθεση ΘΗΛΥΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Ναι, υπάρχει, αγαπητέ αναγνώστη, μια ιδιοφυής εύρεση, πρωτότυπη και ερεθιστική και ιδού αυτή. Τέσσερις γυναίκες, σύγχρονες, ανδροκαμμένες (επί το λαϊκότερο «καψούρες») τα πίνουν σ’ ένα μπαρ και γελώντας ασταμάτητα, τραγουδάνε άσματα που εκφράζουν τον καημό τους. Και κει πέρα, «από το βαριανάθεμα και τη βαριά κατάρα..» που λέει και ο ποιητής της παραλογής, εμφανίζεται ένας θεός, ο Βάκχος, λέει η ιδέα που συζητάμε, και παίρνοντας μαζί του τις γυναίκες και τους καημούς τους τις μεταμορφώνει σε ηρωίδες μύθων που έχουν δεινοπαθήσει από τους άνδρες, όχι μόνο σε επίπεδο ερωτικού βασάνου αλλά και ιστορικού. Η μεταμόρφωση του θνητού για την απαλλαγή του από τα δεινά του γήινου βίου, προσφιλέστατο θέμα στη μυθολογία και στη λαϊκή μας ποίηση, ωστόσο εδώ η επιλογή του Διόνυσου ως θεού συν-τελεστή στο μυστήριο της μετουσίωσης των γυναικών είναι αφ’ ενός υπαινιγμός για τη συμβολή της μέθης ( του οίνου βοηθούντος) και αφ’ ετέρου για την αναγνωρισμένη θεατρική του αρμοδιότητα. Πολύ καλά ως εδώ με την καλή ιδέα. Από σκηνοθετική άποψη (σκηνοθεσία Γιώτα Κουνδουράκη) η θεϊκή εμφάνιση δεν είναι αποκαλυπτική, θαυματική, όπως θα απαιτούσε η παρουσία ενός τέτοιου θεού, όπως ο Διόνυσος. Δεν στάθηκε δηλαδή η σκηνοθεσία σ’ αυτό το ιδιαίτερα καίριο σημείο της Αποκάλυψης του θείου. (Θεοφάνεια). Στους ρόλους της κριτικής ασφαλώς δεν είναι οι υποδείξεις, αλλά το ξαφνικό πέρασμα απ’ το κοσμικό στο υπερβατικό πρέπει να ‘ναι, νομίζω, πιο μαγικό και η εμφάνιση του Διόνυσου απροσδόκητη, λαμπερή, εκτυφλωτική για να υποβληθεί ο θεατής και να δεχθεί τη σύμβαση πως εκείνη τη στιγμή η πιωμένη γυναικοπαρέα μετουσιώνεται στα πρόσωπα της τραγωδίας. Περνάει τάχα σε άλλη διάσταση, στο υπερβατικό, που είπαμε. Δυο φιλολογικές παρατηρήσεις επίσης είναι απαραίτητες. Ο Διόνυσος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «θεός της ζωής και του θανάτου», όπως τρεις φορές προσφωνείται. Από πού κι ως που; Επίσης το επίθετο «Τρισμέγιστος» που του αποδίδεται είναι επίθετο λατρευτικό του Ερμή και ήταν ανεπίτρεπτο να χρησιμοποιείται σε άλλη θεότητα και μάλιστα ελάσσονος βαθμού.

Εξοικειωμένη η προσληπτικότητα μας από τελετουργικές παραστάσεις, πομπές, λιτανείες και πλείστα όσα δρώμενα θρησκευτικά, δικά μας και αλλότρια, τωρινά αλλά και αλλοτινά, έχουμε ανάγκη να αντιληφθούμε το τελετουργικό με κάποιον ιδιαίτερο ρυθμό, συγχρονισμένο, ίσως με συνοδεία τους κτύπους κάποιου κρουστού. « Την τραγωδία, ως έργο πίστεως και σοφίας, πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε με τις δικές μας λατρευτικές εμπειρίες», λέει ο Φώτος Πολίτης. Μήπως θα «έδενε» περισσότερο αν οι γυναίκες σε μια κατάσταση ημικαταληψίας, προσκαλούσαν τον πανάρχαιο θεό κι εκείνος, ξυπνούσε από λήθαργο αιώνων κι ερχόταν σ' αυτό το κάλεσμα. Να ένα κείμενο απολύτως ταιριαστό, απ’ τα πολλά που προσφέρονται (στους Ορφικούς Ύμνους) και που θα μπορούσαν να αποτελέσουν επικλητικό των γυναικών η ακόμα για ρόλο του ίδιου του Διόνυσου αν "γύριζε" σε πρώτο πρόσωπο «Τον Αμφιετή Βάκχο προσκαλώ, τον γήινο Διόνυσο, να ξυπνήσει μαζί με τις ομορφοπλόκαμες παρθένες νύμφες, που διανυκτερεύοντας στα ιερά της Περσεφόνης δώματα, κατευνάζει με τον ιερό της τριετηρίδας βάκχειο καιρό….».

Η μετακίνηση των ηθοποιών και των θεατών από τον χώρο του μπαρ μέχρι την θεατρική αίθουσα δεν έπρεπε να γίνεται αγεληδόν και άτακτα σαν ένα γκρουπ τουριστών σε ξενάγηση, αλλά να αποτελεί μια ιερή πομπή, μια θρησκευτική ακολουθία. Έτσι ο θεατής θα διατηρούσε τη μέθεξη που θα του είχε υποβάλει η εμφάνιση του θεού και η μεταρσίωση των γυναικών και θα μετείχε και στην μεταμόρφωση τους σε ηρωίδες των μύθων. Νομίζω πως μια ωραία ιδέα αδικήθηκε από την μερική σκηνοθετική αξιοποίησή της. (Εδώ, μια σύντομη παρένθεση είναι απαραίτητη. Τόσο στο έπος Διονυσιακά του Νόννου, όσο και στον Ομηρικό Ύμνο στο Διόνυσο, αλλά και στους Ορφικούς Ύμνους, όπως και σε Διθύραμβους , υπάρχει πολύ πλούσιο υλικό για έναν εκτενή ρόλο του Διόνυσου, που θα ενίσχυε το εγχείρημα και με φιλολογική εγκυρότητα και με μεγαλύτερο θεατρικό ενδιαφέρον). Μια άλλη ένσταση αφορά την υποκριτική γραμμή που δόθηκε στο θεό. Τι είναι ο Διόνυσος; Θεός της αίσθησης και της παραίσθησης, της οργιαστικής τελετής, της μυσταγωγίας, του θεάτρου, θεός της σωματικότητας. Ένας τέτοιος ευδαιμονιστής, λάγνος, τελεστής και ρυθμιστής μια μυστικής τελετουργίας, όπως είναι η μύηση των γυναικών του μπαρ στις ανδρόπληκτες μυθικές υποστάσεις, γιατί έχει τέτοια σπασμωδική συμπεριφορά; Γιατί ο μεγάλος θεός έμοιαζε με φουριόζο τελετάρχη;

Έτσι ένας εξαιρετικός ηθοποιός, όπως είναι Νίκος Πανόπουλος, σκηνοθετικά παραπλανήθηκε. Δεν χάθηκε ωστόσο. Η κλάση του διέσωσε πολλά και παρά την παραπλάνηση του αυτή ο οξυδερκής καλλιτέχνης στήριξε με την προσωπική του διαίσθηση την θεϊκή παρουσία εξασφαλίζοντας ως ένα βαθμό το απαιτούμενο σκηνικό δέος.

Έχω εκφράσει πολλές φορές την άποψη να διακόψουμε λίγο την κατάχρηση αυτών των ιερών κειμένων επειδή η συνεχής κατανάλωσή τους τα φθείρει. Έχω υποστηρίξει πως οι σκηνοθέτες για να αντιδράσουν στην εξαντλητική υπερκόπωση των έργων, φθάνοντας σε αδιέξοδο, προχωρούν μοιραία σε εξευτελιστικές ακρότητες, αγοραίες σκοπιμότητες, κι αυτό αποτελεί ύβρη και για τα έργα και για τον αποδέκτη τους, που είναι ο σημερινός θεατής. Τέτοιες ερμηνείες ωστόσο, σαν αυτές στη συγκεκριμένη παράσταση, που τεκμηριώνουν το τραγικό και αναδεικνύουν την σύγκρουση ανάμεσα στο ένστικτο και την ανάγκη, ερμηνείες που μεταφέρουν την τραγωδία σε μεγέθη ηθικών και οντολογικών προβληματισμών, πιο πέρα ασφαλώς από τις αντιθέσεις των φύλων, με υποχρεώνουν να αποσύρω την άποψη μου, επειδή αποτελούν εξαίρεσεις σεμνότητας, σεβασμού και ήθους. Με ανάλογη λιτότητα εγκωμίων αναφέρω τα ονόματα των ερμηνευτριών και δίπλα σ’ αυτά τους ρόλους των μυθικών γυναικών με τους οποίους αναμετρήθηκαν: Γεωργία Ζώη, Κλυταιμνήστρα, Εκάβη, Προθιέρεια. Βίκυ Πρωτογεράκη, Μήδεια, Κασσάνδρα. Βάνα Ζάκκα, Φαίδρα, Κασσάνδρα, Μήδεια. Ελίζα Τζίτζη, Ιφιγένεια. Συγχαρητήρια στους ηθοποιούς!

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Η εμπειρία μιας εξαιρετικής θεατρικής δημιουργίας




«Σαν βροχή» στο θέατρο «Βαφείο»

Ένας λόγος στα πρόθυρα παραληρήματος. Εγκλειστικό, αδιέξοδο κείμενο που σε κάθε του προσπάθεια διαφυγής συγκρούεται στους τοίχους ενός σπιτιού στο κέντρο μιας πόλης. Έξω βρέχει και η βροχή κρατάει ρόλο καθοριστικό σ’ αυτόν τον υπαρξιακό εγκλωβισμό. Ο γυμνός άνδρας με το μπουρνούζι δείχνει πως είναι για τα καλά πιασμένος στη φάκα. Περιφέρεται με εναλλασσόμενους ρυθμούς, αυξομειούμενη ένταση, μετερχόμενος συναισθηματικές μεταβολές, αδιάκοπα εξωτερικεύοντας με φραστικούς σχηματισμούς την αγωνία του αδιεξόδου του. Όσο κι αν είναι εγκεφαλικό το γραπτό δεν εμποδίζεται να σε διαπερνάει και να σου μεταδίδει την αίσθηση της απόγνωσης, την δυνατή επιθυμία του ήρωα να βγει και τον ταυτόχρονο τρόμο του γι αυτό το ενδεχόμενο. Ποιος είναι ο παγιδευμένος; Δηλώνει πως αρνείται να μας το πει απ’ την αρχή. Οπωσδήποτε είναι ένας συγγραφέας και τα διάσπαρτα, τα άτακτα σκορπισμένα χαρτιά στο πάτωμα, μαρτυράνε για αγωνία και τη βάσανο που τον συνέχουν, την προσδοκία της σύλληψης και της βάσανο της κυοφορίας. Φαίνεται να είναι στοιχειωμένος από πρόσωπα που αναζητούν σχήμα, φωνή, ύπαρξη, την δική τους απόγνωση και που η σκιά τους, το ακίνητο σχήμα τους υπάρχει καρτερικά στο περιβάλλον.

Η αναφορά στη βροχή κι επαφή του ανθρώπου με το μπουρνούζι με το νερό είναι ένα σημειολογικό στοιχείο όχι ευανάγνωστο, γιαυτό και δεν διακινδυνεύω να προτείνω ερμηνείες γιατί το θέατρο των αποκρυπτογραφήσεων πρέπει να λειτουργεί αυτόματα στο θεατή, επί τη τελέσει, ειδ’ άλλως γίνεται άσκηση για το σπίτι, πέραν του θεατρικού χρόνου. Εδώ, ωστόσο, δεν χρειάζεται, δεν προλαβαίνει να χρειαστεί επειδή η γραφή του μονολόγου, αναμιγνύεται με τη βροχή κειμένου οικείου, αναγνωρίσιμου, κι ο άνθρωπος με το μπουρνούζι παίρνει μονομιάς ταυτότητα. Η γυναικεία φιγούρα που κάθονταν αμίλητη ζωντανεύει και είναι η ηρωίδα του Γουίλιαμς, η Γυναίκα του «Μίλα μου σαν την βροχή». Εξαιρετικής γραφής και έμπνευσης η διάχυση του ενός κειμένου μέσα στο άλλο, το πέρασμα απ’ τη δημιουργία στο δημιούργημα, απ’ το ανέλπιδο αδιέξοδο στο ξέφωτο. Εδώ πρέπει να σταθούμε αναγνώστη για να χαιρετήσουμε την καταγραφή, την τεκμηρίωση, την μαρτυρία αυτής της μετάβασης. Να παρατηρήσουμε και να θαυμάσουμε με πόση προσοχή, παρατηρητικότητα και ειλικρίνεια ο συγγραφέας του μονολόγου, ο Παναγιώτης Μπρατάκος, μας φώτισε αυτό το σημείο. Την κοσμογονική στιγμή που ο δραματουργός διοχετεύει την υπαρξιακή του αγωνία, το δικό του πάθος, στα πρόσωπα των έργων του. Και σκεπάζοντας τα πατρικά με το μπουρνούζι του, βάζει το κοστούμι του και βγαίνει.

Αποφεύγω να συναντώ τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους συγγραφείς μετά την παράσταση. Είμαι σε μεγάλη αμηχανία. Δεν ξέρω τι να τους πω. Σπάνια, αμέσως έχω καταλήξει γιαυτό που είδα. Εδώ, τώρα, γράφοντας, κλείνω με την παλάμη μου τα μάτια επαναφέρω όσο επιτρέπει η μνήμη, το έργο και την παράσταση, μόνο έτσι μπορώ να μιλήσω πιο υπεύθυνα. Πως μπορεί για ένα έργο, για μια παράσταση που η αγωνία της σύλληψης της κράτησε μέρες και μήνες, ο κριτικός να αποφανθεί μια κι έξω; Τώρα λοιπόν είμαι σε θέση να τονίσω πως είχα στο «Βαφείο» την εμπειρία μιας εξαιρετικής θεατρικής δημιουργίας, κατ’ αρχήν ως έμπνευση και εν συνεχεία σαν γραφή και σύνθεση με το μονόπρακτο του Αμερικάνου. Και μετά το μέγα ευτύχημα, την πλούσια, διεξοδική, πολύπτυχη ερμηνεία του ρόλου του συγγραφέα, δεύτερη παράλληλη δημιουργία του Μπρατάκου. Με πικρία και διαμαρτυρόμενος επαναλαμβάνω αυτό που πολλές φορές, ακόμα και πρόσφατα, έχω στυλιτεύσει. Την αδιαφορία, σχεδόν την περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι κριτικοί για τις περιφερειακές δουλειές, τον μικρών σχημάτων, αποκόβοντας απ’ την ακμαία θεατρική ζωή του τόπου το πιο ζωντανό και ελπιδοφόρο κομμάτι της. Τους δυο ρόλους του Γουίλιαμς, αυτά τα δυο πρόσωπα μου που συνυφάνθηκαν με το σύγχρονο κείμενο αλλά και διατήρησαν την αυτονομία τους, τα ερμήνευσαν με έκδηλη την αίσθηση του ανικανοποίητου αναχωρητισμού της γυναίκας και του συμβιβαστικού, του αγωνιώδους της εγκατάλειψης, του άνδρα, η Μαρία Μαλούχου και ο Σταύρος Κώττας, ερμηνείες γεμάτες και μεταδοτικές.

Πολλές οι καλές στιγμές της σκηνοθεσίας που, ωστόσο δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι αναλογεί στο κείμενο και τι στους σκηνοθέτες. Είναι βέβαιο πως πολλές απ’ τις σκηνικές εντυπώσεις τις δικαιούται η σκηνοθετική έμπνευση, άλλες πάλι, αναλογούν ίσως στο κείμενο που δεν μπορεί παρά να είχε σχεδιαστεί με συγκεκριμένο πατρόν για να «κουμπώσει» με το μονόπρακτο της βροχής του οποίου γίνεται εισαγωγικό μέρος. Είναι αναμφισβήτητο πάντως πως η συνολική διαμόρφωση της αισθητικής αυτής παράστασης, οι ρυθμοί και οι συνειρμικότητες, οι αναλογίες στις ερμηνείες και το συνολικό υγρό κλίμα της παράστασης, οι συμβολισμοί και οι διατάξεις στο χώρο είναι δημιουργικότητες που οφείλονται στην Παναγιώτα Πανταζή και τον Αλέξη Κοτσιώρη που υπογράφουν τη σκηνοθεσία. Ένα προικισμένο αξιοσημείωτο κουιντέτο που πρέπει να έχουμε το νου μας να τους αναζητήσουμε στον κυκεώνα των καταιγιστικών προτάσεων.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Είναι μεγάλο μυστήριο το υποκρίνεσθαι και θείο δώρο η παρακολούθηση του.



Η «Μαντάμ Φλό» στο «Αγγέλων Βήμα»

Η Μαρίκα Παλαίστη ήταν μια εγχώρια όμοια περίπτωση. Μετά τα μεσαία χρόνια του προηγούμενου αιώνα, στις δεκαετίες του 50 και του 60, γινόταν πανζουρλισμός με τα ρεσιτάλ της Παλαίστη και τα πλήθη που συνέρρεαν σ’ αυτές τις διοργανώσεις μόνο για τα μουσικά τους ενδιαφέροντα δεν θα μπορούσαν να καυχηθούν. Τα ίδια ακριβώς με τα όσα ο συγγραφέας Στέφεν Τιμπερλέι δραματούργησε ως δεινά της ηρωίδας του θεατρικού έργου «Μανταμ Φλό» που είδαμε στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα». Και πριν προχωρήσω στα του έργου και της παράστασης επιτρέψτε μου να αφιερώσω λίγες αράδες στο ρωμαίικο πρωτότυπο. Ήταν λοιπόν η Μαρίκα Παλαίστη μια υψίφωνος που στα νιάτα της γνώρισε, λένε, κάποιες καλές καλλιτεχνικές ημέρες, στη δύση όμως του βίου της έγινε η δύστυχη περίγελως με τα ρεσιτάλ που διοργάνωνε, στην αίθουσα του Παρνασσού κυρίως. Η αίθουσα γέμιζε συνήθως από νέους που πήγαιναν για καζούρα. Η ημετέρα περίπτωση είχε μολυνθεί παράλληλα και με το μικρόβιο της πολιτικής και έβρισκε την ευκαιρία στις μουσικές της συγκεντρώσεις να εκφωνεί και πολιτικά λογύδρια και να τραγουδάει και τραγούδια ανάλογου περιεχομένου, δικής στιχουργικής και μελωδίας. Πασίγνωστο είχε γίνει του τραγούδι της «Πατρίς, Πατρίς», που το είχε αφιερώσει στον δολοφονημένο ηγέτη του Κογκό Πατρίς Λουμούμπα. Για την πλάκα του πράγματος πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες, συνθέτες και ποιητές, σκηνοθέτες και ηθοποιοί έσπευδαν στα ρεσιτάλ της Παλαίστη για να πρωταγωνιστήσουν στο γιούχα και να διακριθούν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων της επομένης. Οι αντιστοιχίες με της μαντάμ Παλαίστη με την μαντάμ Φλο είναι πράγματι εντυπωσιακές.

Πόση υποκειμενικότητα χωράει στην καλλιτεχνική δημιουργία; Απεριόριστη, θα σπεύσουμε ν’ απαντήσουμε, όταν το ερώτημα αφορά σ’ έναν ποιητή που έχει την ελευθερία να εκφράζεται χωρίς δεσμεύσεις τέτοιας φύσης. Το ίδιο αφορά κι έναν ζωγράφο η θεατρικό συγγραφέα, ακόμα και σ’ έναν ηθοποιό έστω κι αν αυτός υποχρεούται ν’ ακολουθεί κάποιο δεδομένο κείμενο. Αν όμως το ερώτημα τίθεται σ’ έναν λυρικό τραγουδιστή οι νότες και τα πεντάγραμμα, τα σολφέζ και οι παρτιτούρες τον κρατούν δέσμιο και δεν μπορεί να αυθαιρετήσει ούτε στίξη. Το μόνο που μπορεί και υποχρεούται να κάνει είναι να εκτελεί πιστά και απαρέγκλιτα. Μια φωνητική ερμηνεία στη μουσική έχει ίδια υποχρέωση μ’ αυτήν που έχει το μουσικό όργανο, ειδ’ άλλως παρεκτρέπεται και προδίδει, καταστρέφει και κακοποιεί το έργο που επιχειρεί να εκ-τελέσει. Αν η εντέλεια της εκ-τέλεσης παρεκκλίνει, το έργο παραβιάζεται. Γίνεται σε μια τέτοια προσβολή να χωρέσει μια ιδέα αναρχίας, επαναστατικότητας, ανατρεπτικότητας, άρνησης των κανόνων; Όχι, το μόνο που γίνεται, αν σημειωθεί εκτροπή και απόκλιση στην τέχνη της φωνητικής εκτέλεσης είναι μια κακωδία που στην αρχή φέρνει ενόχληση και στην επανάληψη της ιλαρότητα. Μια κωμ-ωδία.

Και απ’ αυτή την παράβαση προκύπτει ρόλος πολυσύνθετος, με δοσολογία από δράμα και τραγικότητα, με ολίγη ηθογραφία στο περίγραμμα, ξεκάθαρα και κυρίαρχα στοιχεία κωμικού σε τέτοια έκταση ωστόσο που φθάνει ως την φόρμα της κλοουνερί. Ένας ρόλος για ηθοποιό μέγιστων απαιτήσεων. Ένας τέτοιος πυκνός ρόλος είναι η μαντάμ Φλο, από το ομώνυμο έργο του Τίμπερλεϊ που η ηρωίδα του δεν υστερεί στις φωνητικές της ερμηνείες από άποψη, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνει το σωστό και το λάθος, δεν έχει μόνο φυσική ανεπάρκεια να ανταποκριθεί, φαίνεται καθαρά πως δεν την ενδιαφέρει να βελτιωθεί και πολύ περισσότερο να παραιτηθεί. Αρνείται να συγκατανεύσει στην ανεπάρκεια της. Έχει κατασκευάσει το κουκούλι της και κει μέσα ζει το παραμύθι της, αναμφισβήτητα νύμφη, χρυσαλίδα και βασίλισσα. Καμιά πραγματικότητα δεν στέκεται ικανή να εκπορθήσει την οχύρωσή της. Αντίθετα, υποχρεώνει τους έξω να καταφεύγουν σε συμβιβασμούς με την πραγματικότητα τους, που στέκεται αμείλικτη με τις ζωές των ίδιων κι έτσι γινόμαστε μάρτυρες μιας αναγκαστικής, μιας συναινετικής συνύπαρξης, όπως η συγκατάβαση του πιανίστα με τον πλασματικό κόσμο τις παράφωνης και κακότεχνης κυρίας Φλο. Να λοιπόν μια ηρωίδα της ηθελημένης αυταπάτης. Να μια συμβολική οντότητα της θεατρικής ψευδαίσθησης. Να μια άλλη διάσταση του θεάτρου εν θεάτρω, όπου το ένα πρόσωπο του έργου είναι ο ηθοποιός, ο ιερέας των ηθελημένων μεθέξεων και το άλλο ο θεατής. Ιδιοφυές!

Μια ανόητη, επηρμένη, ισχυρογνώμων, ατάλαντη μεσήλικας κυρία είναι η μια διάσταση του ρόλου, που συχνά συγχέεται με την άλλη όψη που εικονίζει τη μουτσούνα του κωμικού, του ψώνιου, του κορόιδου, του αντικείμενου χλεύης, καζούρας, πλάκας. Κάποιου που γίνεται περίγελως των πάντων κι όσο αρνείται ν’ ακούσει τα χάχανα τόσο η γελοιοποίησή του μεγαλώνει. Η Φλο αντιμετωπίζεται σαν ένας γελωτοποιός, ένας παλιάτσος, ένας κλόουν. Έχει πολλούς τέτοιους ήρωες η κλασική κωμωδία απ’ τον Μένανδρο ως τον Μολιέρο. Στο νου μου τώρα δα έρχεται ο Λεπρέντης του Χουρμούζη. Μια καλοστεκούμενη αστή λοιπόν, επίμονα ασχολούμενη με την τέχνη παρ’ ότι δεν διαθέτει κανένα ταλέντο, κι απ’ την άλλη της όψη ένα πρόσωπο γελοίο, καρικατούρα καταγέλαστη, πονηρή ωστόσο και πολυμήχανη και που ζητάει ηθοποιό για να την ενσαρκώσει. Και εκεί προβάλει η Αντιγόνη Βαλάκου. Στερνοπαίδι της παλιάς μεγάλης φρουράς, με αναγνωρίσιμη μανιέρα, ιδιότυπη υποκριτική τεχνική, του δραματικού ρεπερτορίου θα μπορούσαμε να πούμε, ντύνεται με άνεση το ρόλο της Φλο κι από κει και πέρα συντελούνται πράγματα και θάμματα που ο κριτικός τρίβει τα μάτια του για να τα παρατηρήσει προσεκτικά και να τα καταγράψει. Η Θεατρίνα με τους δικούς της ρυθμούς, τις παύσεις, το στρογγύλεμα των φράσεων, με το ιδιόμορφο εκείνο γέμισμα των μεσαίων λέξεων, με την κυβελική εκφορά, επιβίωση της υποκριτικής του μεσοπολέμου, ορθώνει στη σκηνή την ηρωίδα της τρισδιάστατη, πραγματική, πάσχουσα. Διέρχεται τις εκφάνσεις του χαρακτήρα απ’ το δραματικό ως το γελοίο με ανεπαίσθητες μεταβολές στο πρόσωπο και φεγγίσματα στα μάτια και είναι το θεατρικό θαύμα να παρακολουθείς πως σμιλεύεται ο θεατρικός χαρακτήρας χωρίς προσπάθεια, σχεδόν χωρίς παίξιμο, απλώς με την ευκολία του βιώματος. Αξιοθαύμαστη μετάβαση είναι το πέρασμα από το δραματικό στο κωμικό μπριλάντε κι εκεί ανακαλύπτεις κι έναν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό. Είναι μεγάλο μυστήριο το υποκρίνεσθαι και θείο δώρο η παρακολούθηση του.

Ο νεαρός πιανίστας που την συνοδεύει στο πιάνο και αυτοπαγιδεύεται στον ιστό της από μια ποικιλία αφορμών, θα μπορούσε να δραματουργηθεί με βάθος και πλάτος αν ο συγγραφέας δεν τον αδικούσε βάζοντας τον να κάνει τον αφηγητή. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία ενός πυκνού, τραγικού στη σύγκρουση του, πολυδιάστατου ρόλου που ο Γιώργος Χρανιώτης δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να τον εκτελέσει. Εύκολη σχετικά δουλειά που είχε λίγες ευκαιρίες ως θεατρικό πρόσωπο να φτιάξει κάτι παραπάνω απ’ το αυτονόητο. Σε μια αναλογία η θέση του σκηνοθέτη ήταν πιο ευνοημένη και ο Γιώργος Καραμίχος αξιοποίησε αυτή τη διαφορά οργανώνοντας μια παράσταση ευπρόσωπη, καλοστημένη και με μεγάλο χώρο για την ανάπτυξη και το ξετύλιγμα του ρόλου της Φλο. Ευτυχώς αποφεύχθηκαν σκηνοθετικά τερτίπια, πράγμα που συνιστά τον νεοφώτιστο σκηνοθέτη ως τρέφοντα σοβαρές προθέσεις και αρχές. Καθαρή και διαυγής η θεατρική αίσθηση της μετάφρασης της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα- Καλογήρου και αισθητικό όσο και εντυπωσιακό το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Ω, των σχηματισμών και των εντολών



«Μελάνι» στο θέατρο Θεμιστοκλέους 104

Με προεξάρχουσες αρετές τον αδιάκοπο οίστρο, την εκτελεστική ακρίβεια και έναν διάχυτο ενθουσιασμό, το θέαμα «Μελάνι» μας έπιασε γερά απ’ την αρχή, δεν μας επέτρεψε ωστόσο, ως το τέλος να αντιληφθούμε ποιες ήταν οι προθέσεις του σκηνοθέτη. Ούτε και να καταλάβουμε ποιο ήταν το θέμα που τα τέσσερα κορίτσια της διανομής πάσχιζαν να μας παραστήσουν. Ίσως μάλιστα οι αρετές που διέκρινα στην παράσταση και η καθ’ υπερβολή κυριαρχία τους να στάθηκαν εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια να κατανοηθεί σε τι αποσκοπούσε η συγκεκριμένη επιλογή. Δοκίμασα δυο τρεις τρόπους «ανάγνωσης» και προσηλώθηκα με σχολαστική προσοχή στα τεκταινόμενα επί σκηνής με αποτέλεσμα το θέαμα να αποκαλύπτει μόνιμα και αδιαπέραστα την ερμητική του όψη. Κινήσεις, εκφορές, παραγγέλματα, εκτελέσεις, δυσάκουστος ο λόγος, ομαδικές εκφωνήσεις, κανόνες, πλούσια εκφραστική από μέρους των τεσσάρων γυναικών που εκτελούσαν, κανένα νόημα ωστόσο, καμιά ένδειξη για τον λόγο και το περιεχόμενο που αυτές οι ασκήσεις εκτελούνταν στο χώρο του ισόγειου θεάτρου, ψηλά στα σκαλοπάτια της Θεμιστοκλέους. Αν είχες διαβάσει το σημείωμα της αναγγελίας της παράστασης και περίμενες να φωτιστείς απ’ τα όσα σημειώνονται, αγαπητέ μου θεατή θα απογοητευόσουν απογοήτευση μεγάλη. Και ιδού δια του λόγου το αληθές: Γιατί είναι πιο σημαντικό να ερωτευτείς πρώτα στην πραγματικότητα κι έπειτα στο μυθιστόρημα; Τέσσερις γυναίκες. Βρίσκονται μέσα στο μυθιστόρημα. Έξω από αυτό. Φοβούνται αν στην επόμενη σελίδα ο αναγνώστης που είναι η ζωή τους τις παρατήσει. Ξαναπερνούν τις σελίδες. Και οι ηρωίδες ξαναπαντρεύονται. Ξαναερωτεύονται. Έχουν ζωή. Με σάρκα κι αίμα. Στις σελίδες όμως του βιβλίου δεν υπάρχει αίμα….

Οι σαν κρυπτογράφημα παραπάνω αράδες της αναγγελίας κάνουν τον αναγνώστη τους να προσδοκά κάποια αποκάλυψη, κάποια ολοκλήρωση, κάποια αποσαφήνιση, κάτι να συμβεί με την παράσταση. Αντίθετα όλη η σκηνοθετική φροντίδα εξαντλήθηκε στο να κάνει και το θέαμα εξ ίσου ακατάληπτο. Στην αρχή του παρόντος αναφέρθηκα σε αρετές κι αυτό δεν το έκανα ούτε ειρωνικά, ούτε καταχρηστικά. Θεωρώ πραγματικές αρετές, σαν μια σπουδή επί τούτων, τους συνεχείς ρυθμούς, τους μετασχηματισμούς και τις αλλεπάλληλες διατάξεις των τεσσάρων κοριτσιών στο χώρο, τις συμπράξεις και τις εξακτινίσεις, τις συνεκφορές και τις φραστικές αλληλουχίες. Εντυπωσιακή ήταν η συνέπεια αυτών των εκτελέσεων, που λειτουργούσαν σαν ασκήσεις ακριβείας. Και δεν θεωρώ επαρκή την εξήγηση πως αυτό δεν είναι θέατρο με την κλασική έννοια αλλά περφόρμανς.

Υπάρχει μια πρωτοτυπία, μια ιδιο-τροπία της σκηνοθεσίας ενδιαφέρουσα. Η παρουσία του σκηνοθέτη που σαν ευσυνείδητος Ντιτζέι, ρόλος μαζί και μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας και διοικητής του λόχου, εμψυχωτής αλλά και μεσολαβητής ανάμεσα στο θέαμα και στο κοινό, κατηύθυνε με ζωντάνια, αλλάζοντας μουσικές στο ηχητικό μηχάνημα, πετώντας ατάκες η μικρές κραυγούλες, υποδαυλίζοντας και σκορπώντας παραγγέλματα. Αυτό το στοιχείο ήταν σίγουρα ένας νεωτερισμός και δεν θυμάμαι πρόσφατα να έχει επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο. Στο παρελθόν ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την περίπτωση του Ταντέους Καντόρ, του Πολωνού εικαστικού και σκηνοθέτη στη δεκαετία του ’80, που σ’ όλες τις παραστάσεις της ομάδας του «Κρικό 2», βρισκόταν πάντα στη σκηνή διαμορφώνοντας τις παραστάσεις του και τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών δημιουργώντας έτσι κάθε φορά μια άλλη εκδοχή.

Στην τωρινή περίπτωση ο σκηνοθέτης Μπάμπης Γαλιατσάτος βασίστηκε στην ασφάλεια της παράστασης της προετοιμασμένης και μάλιστα στην εντέλεια. Έτσι ο ρόλος του περιοριζόταν να διευθύνει διεκπεραιώνοντας το προκαθορισμένο, γεγονός που ωστόσο δεν έχανε ούτε το ενδιαφέρον του, ούτε μετρίαζε την αίσθηση που πρόσθετε η έντονη συμμετοχή του. Οι τέσσερις ηθοποιοί είχαν πολύ μικρό περιθώριο συμμετοχής μ’ αυτή την ιδιότητα (της ηθοποιού). Δεν είχαν να φτιάξουν τον ρόλο μιας πάσχουσας ηρωίδας όπως φαντάζεται κανείς διαβάζοντας το κείμενο της αναγγελίας η αρπάζοντας κάποια ξεφτίδια λόγου κατά την παράσταση. Η διατεταγμένη ισοπέδωση της εκφοράς αφαίρεσε κάθε συναίσθημα από το όλον. Έτσι ξηρό και άνυδρο δεν έδειξε καμιά ηρωίδα να ερωτεύεται η να ξαναερωτεύεται, να παντρεύεται η να ξαναπαντρεύεται όπως τάζει το μικρό κειμενάκι. Ούτε κάποιο δραματικό περιστατικό διεξάγεται που να δικαιώνει το σάρκα και αίμα!

Σ’ αυτή τη σκηνοθετική γραμμή τα τέσσερα κορίτσια- ηθοποιοί σαν εκτελεστικά όργανα πειθάρχησαν αξιοθαύμαστα. Επιστράτευσαν όλη την εκφραστικότητα που διέθεταν και ποίκιλαν τους σχηματισμούς, τις μετακινήσεις τους και τις εμφαντικές τους συμμετοχές, με ζέση και προσφορά. Χωρίς αμφιβολία είναι ηθοποιοί με χαρίσματα της σκηνής πολλά και ακριβά που –κρίμα- σπαταλήθηκαν άγονα. Αισθάνεται ο θεατής την επιθυμία να ξανασυναντήσει τα κορίτσια αυτά σε μια παράσταση που δε θα είναι εντεταλμένες να εκτελούν παραγγέλματα αλλά θα τους δίνεται το περιθώριο να είναι ηθοποιοί, δηλαδή να πλάθουν ρόλους γιαυτό και ας σημειώσουμε τα ονόματά τους: Αναστασία Αρβανίτη, Ζωή Ξανθοπούλου, Άλκηστη Πουλοπούλου και Αλεξάνδρα Χασάνι . Και μια απορία για τα κοστούμια: Αποτελούσε άποψη η κακογουστιά στην επιλογή τους;

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Με ασυνήθιστο πλούτο χορογραφικών εμπνεύσεων



"Σ αγαπώ", απ' τη χοροθεατρική ομάδα "Cast"

Σαν τις αρχαίες φρυκτωρίες που άναβαν σε διάφορα σημεία μεταδίδοντας τα μηνύματα μοιάζουν σήμερα οι αποκεντρωμένες εστίες καλλιτεχνικών αναφλέξεων που διαδίδουν το παρήγορο μήνυμα της τέχνης και της δημιουργίας. Μια απ’ αυτές που πυροδοτήθηκε πρόσφατα, βρίσκεται σ΄ ένα προωθημένο σημείο, εκτός καθιερωμένου κέντρου, είναι η εστία χορευτικών σπουδών και δημιουργίας της Μπέττυς Βυτινάρου και η στέγη της χοροθεατρικής δράσης του σχήματος “Cast”. Κέντρο απόκεντρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το σημείο που βρίσκεται το διατηρητέο, σε μια ανηφοριά της Καστέλας, και εκεί παρακολούθησα μια άξια λόγου παράσταση κίνησης και λόγου. Σε μια ευρύχωρη σάλα χορού, ιδανικά διαμορφωμένη για να φιλοξενήσει το θέαμα της ομάδας, καλλιτέχνες και θεατές συναποτελούσαν το μεγάλο πανάρχαιο τύπο της τέλεσης.

Το θέμα ήταν το ερωτικό αίσθημα, η δονήσεις του υπαρξιακού καλέσματος, οι περιδινήσεις των σωμάτων, οι συμπλέξεις των δεσμών, ρεαλιστικά χωρίς την ρομαντική εκτροπή του αφηρημένου, αλλά τολμηρά, γειωμένα, με στέρεες κινήσεις, στάσεις, σχηματισμούς, έλξεις και απώσεις. Καλογυμνασμένοι οι χορευτές, ανταποκρίνονταν με ακρίβεια στην πληθώρα των ευρηματικών και ευφάνταστων ιδεών. Με ένα ασυνήθιστο πλούτο χορογραφικών εμπνεύσεων πλημμύρισε το θέμα της η χορογράφος και οδήγησε στην εφαρμογή τους με ακρίβεια. Θαυμάζεις και εκτιμάς το πολύτιμο στοιχείο της μεγάλης πείρας και των εκλεκτικών επιλογών ενός πυκνού καλλιτεχνικού βίου. Παρά τις ιδιαιτερότητες και τις ατομικές ικανότητες καθενός απ’ τους χορευτές, η Μπέττυ Βυτινάρου με σταθερή μπαγκέτα οδήγησε όλους σε συνεπείς εκτελέσεις κι έτσι το σύνολο σφραγίστηκε με ομοιογενή ποιότητα.

Κατατετμημένο σε μέρη, ενότητες, ένα είδος θεματικά κεφάλαια, κάποιες ενδιάμεσες παρεμβολές μιας γυναίκας ηθοποιού, δήλωναν πως η ματιά ήταν από γυναικεία θέση. Ο εμβόλιμος αυτός λόγος, γραμμένος και εκφραζόμενος με ποιητική διάθεση, βρισκόταν κάποιες στιγμές σε ασυμφωνία με την ρωμαλέα και δυναμική, εκτέλεση και σύλληψη. Γενικά έχω την εντύπωση πως μια στιβαρότητα που χαρακτήριζε κάποιους χορευτές και μερικά απ’ τα χορογραφήματα, ερχόταν σε αντίθεση με το αχνή και ολίγον φευγάτη αίσθηση που άχνιζε απ’ το κείμενο. Η εκφορά επίσης της ηθοποιού Άννας Παπαδάκη, καθοδηγημένη προς το αισθηματολογικό, αφαιρούσε την πολυπλοκότητα του ερωτικού πάθους και αδικούσε τη συμμετοχή του λόγου στο σύνολο. Νομίζω πως η απόδοση του θεατρικού μέρους υστέρησε από έλλειψη σωστής προδιαγραφής. Δεν προαποφασίστηκε τι αντιπροσώπευε η συμμετοχή της θεατρικής παρουσίας, οι παρεμβάσεις του λόγου, και πως έπρεπε να είναι, να εμφανίζεται, να στέκεται και το κυριότερο πώς να εκφέρει και να υποκρίνεται. Σε ποιους ρυθμούς και σε ποιους τόνους. Φαινόταν ωστόσο πως η ηθοποιός έκανε από μόνη της το καλύτερο που μπορούσε.

Ναι, αποκομίζει ο θεατής καλή συνολική εντύπωση. Ναι, υπήρχε μια αξιοσημείωτη συλλογικότητα και το σωστό θα ήταν να επαινεθούν όλοι το ίδιο. Ωστόσο δεν μπορεί να αδικηθεί το καλλιτεχνικά κάλλιστο που ήταν το «Το τραγούδι της νύχτας» με τον αυτοσχεδιασμό της Ηλέκτρας Αρσενίδου. Ο θεατής καθηλώθηκε στο κάθισμα του. Το δεύτερο κομμάτι επίσης (Una musica Brutal) με την Ηλέκτρα Αρσενίδου και πάλι και τον πολύ καλό Ερβις Τόσκα, χορευτή με αισθητό το χορευτικό του ήθος. Ξεχωριστά αξίζει ν ‘αναφερθεί επίσης το κομμάτι Silence με την αξιοπρόσεκτη Ελίνα Ματζαβίνου και Ερβις Τόσκα. Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι νόημα είχε η ανάμειξη των χορευτών με τους θεατές και οι θωπείες και τα αγγίγματα. Ίσως να είναι μια αντανάκλαση του αγγλικής προέλευσης «Θεάτρου των αισθήσεων», που εμφανίστηκε την δεκαετία του ’80. Αν αυτό είχε στο νου της η χορογράφος νομίζω πως πρέπει να χαιρετήσουμε την επιστροφή σε μια εποχή καλλιτεχνικών ανησυχιών και αναζητήσεων, που σφράγισε ανεξίτηλα τις παραστασιακές τέχνες.

Τα κείμενα της Καίτης Αγγελάκου δεν αποκάλυπταν νέες πτυχές του ερωτικού παιγνίου, ήταν ωστόσο ευπρεπή και πρόδιδαν πρόθεση ποιητική. Βρήκα όλες τις μουσικές επιλογές εξαιρετικές, και το αναφέρω σαν ένα απ’ τα πιο θετικά στοιχεία της παράστασης. Πρέπει επίσης να επαινέσουμε την Μπέττυ Βυτινάρου και για την εικαστική της συνεισφορά, με την πετυχημένη αισθητική διευθέτηση του χώρου και τα πολύ καλόγουστα και συνεπή κοστούμια. Ο θεατής, ο φέρων την υποχρέωση να αξιολογεί τις καλλιτεχνικές προσπάθειες, να εκφράζει θέσεις, αντιρρήσεις και επαίνους, παράλληλα δε να καταχωρίζει στο χρονικό των δημιουργιών τις παραστάσεις που παρακολουθεί, συγκαταλέγει χωρίς επιφύλαξη το «Σ’ αγαπώ» στις καλές και αξιοθέατες δουλειές, που σπρώχνουν τα πράγματα μπροστά και παροτρύνουν τους νεότερους να πουν τον δικό τους λόγο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Σαν Κιβωτός που ταξιδεύει από μια εποχή σε μια άλλη.


Piaf. Ένα θέαμα με τη Μίλλη Καραλή και τον Νίκο Λαβράνο στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα»

Βουερό σύννεφο μυριάδων πετούμενων προτάσεων, σαν σαΐτες οι προσκλήσεις και προκλήσεις μας σημαδεύουν καθημερινά διεκδικώντας την προσοχή μας και ζητώντας την παρουσία μας. Αμέτρητα έργα, πληθώρα παραστάσεων μας τραβούν απ’ το μανίκι στους πιο απίθανους χώρους, στα πιο ασυνήθιστα σημεία της πόλης. Και ηθοποιοί, ηθοποιοί, ηθοποιοί, κατακλυσμός ονομάτων που δεν προλαβαίνει το μυαλό να τους καταγράψει, να τους απομνημονεύσει να τους αναγνωρίσει. Σαν πρόσωπα μιας χρήσης. Μια νέα Βαβυλώνα, ένας πύργος της Βαβέλ από επιλογές έργων – τα πιο πολλά ιδίας γραφής, ευτελούς θεματικής για ευκολότερη κατανάλωση - και σκηνοθετικές προτάσεις αλλοπρόσαλλες, που η αφομοίωση τους δυσκολεύει και δυσκολεύεται και η συνδιαλλαγή παραμένει πολλές φορές ανέφικτη. Το πρόσωπο της θεατρικής μας πραγματικότητας εμφανίζεται αποκρουστικό και μεταλλαγμένο σαν ζόμπι ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Παραμέρισα τη πηχτή ατμόσφαιρα και κατευθύνθηκα σε ήρεμα και γνώριμα νερά, μακριά από το αγριεμένο πλήθος.

Η Εντίθ Πιαφ και τα τραγούδια της είναι η μεγάλη συμμετοχή στη μουσική κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο μυθιστορηματικός της βίος ωστόσο, το σπουργιτάκι του περιθωρίου, ζωντανεύει μνήμες ακόμα παλαιότερες, αυτές των παρισινών βουλεβάρτων και των κακόφημων σοκακιών, την εποχή που τους περπατούσε ο Φιλαράκος του Γκι ντ Μωπασάν, οι Μποέμ του τον Αλφρέ ντε Μυσσέ και τους διέσχιζε το αμάξι της Νανάς του Ζολά. Η αναφορές στην Πιαφ και στα τραγούδια της είναι μια σύνοψη εβδομήντα περίπου χρόνων της παρισινής μυθολογίας της Μπελ Εποκ, είναι επιστροφή σε έναν ρομαντικό κόσμο, γλυκό και τρυφερό, ερωτικό και αμαρτωλό, πονεμένο, βασανισμένο και οδυνηρό μα τυλιγμένο σε μια ονειρική και γοητευτική αχλή , σ’ ένα σύννεφο ρομαντισμού μυθικό και νοσταλγικό. Ναι, η Εντίθ Πιαφ είναι ένα σταθερό σημείο νοσταλγικής επιστροφής γιαυτό και συχνά τα τελευταία χρόνια στρεφόμαστε προς αυτήν αναζητώντας τον χαμένο κόσμο που εκπροσωπεί.

Αλλά και το «Αγγέλων Βήμα», είναι ο χώρος που αντιστέκεται σαν νησίδα πολιτισμού καταμεσής στην εξαθλιωμένη πρωτεύουσα. Είναι σας ένας θύλακας ευπρέπειας , καλού γούστου, αίγλης. Με το άνοιγμα της πόρτας ο επισκέπτης δραπετεύει από το βραχνά της μιζέριας κι αυτό δεν αφορά μόνο την κατάντια της γύρω περιοχής η τα θλιβερά συναπαντήματα, μέχρι που να φθάσει στα σκαλοπάτια του αναπαλαιωμένου κτηρίου. Με ιδιαίτερη φροντίδα σε υποδέχονται όλοι οι χώροι και με σεβασμό, με αισθητική αρμονία μιας άλλης περασμένης ζωής, μακριά απ’ το lifestyle της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο χώρος «Αγγέλων βήμα» είναι μια εστία αντίστασης στην καταρράκωση της εποχής μας φτιαγμένη με φροντίδα και νιάσιμο για το καλό και το ωραίο. Σαν Κιβωτός του Νώε που έχει αναλάβει να μεταφέρει πολύτιμες και ακριβές μαρτυρίες από μια εποχή σε μια άλλη μέσα από έναν αλλοτριωτικό κατακλυσμό.

Δεν είχα ακούσει ποτέ για τη Μίλλη. Ήμουν μεγάλος όταν μεσουρανούσε στους ορίζοντες των νεανικών προτιμήσεων. Κατόπιν, νεανικό ίνδαλμα ακόμη έφυγε και έζησε στην Ευρώπη. Απόρησα λοιπόν όταν άκουσα τ’ όνομά της. Πολλά χρόνια κοντά στο ραδιόφωνο ο υπογραφόμενος με πλήθος εκπομπών, στο άκουσμα του ονόματός της αναρωτήθηκα ποια είναι. Ωστόσο αφού την άκουσα στα τραγούδια της Πιαφ, που δεν είναι κι απ’ τα εύκολα, ήξερα πως είναι μια σπουδαία τραγουδίστρια με φωνή, πάθος, τεχνική και αίσθημα. Κι ακόμα με λάμψη στη σκηνή, γοητευτική παρουσία και εμφαντικότητα στο λόγο. Ναι, γιατί η παράσταση για την θρυλική Γαλλίδα τροβαδούρισσα έχει και λόγο. Η Μίλλη Καραλή ως Πιαφ δεν τραγουδάει μόνο τα τραγούδια μύθους, με βαθύ συναίσθημα και προσωπικό παλμό, αλλά αφηγείται κιόλας τον ταραχώδη και δραματικό βίο της και τον ερμηνεύει θεατρικά με χρωματισμούς και υποκριτική συμμετοχή. Ο Δημήτρης Μαλισσόβας , σκηνοθέτης και συγγραφέας, επί πλέον και παραγωγός του γοητευτικού αυτού θεάματος για την Πιαφ, σχεδίασε και μια δραματουργική χρονογραφία στοιχειοθετώντας γλαφυρά με χιούμορ και δραματικές κορυφώσεις τη ζωή, τους έρωτες, τα τραγούδια και όλα τα δεινά της παθιασμένης Γαλλίδας. Αυτό το κείμενο, σαν αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ερμήνευσε η Μίλλη και οφείλω να σημειώσω πως αποδόθηκε με ενάργεια, συμμετοχή και λίγο απείχε από μια εντελή θεατρική ερμηνεία. Εν κατακλείδι, ο θεατής φεύγει απ’ την παράσταση με την αίσθηση πως ταξίδεψε μέσα στο χρόνο σε εποχές που τα τραγούδια περιείχαν και μετέδιδαν την ουσία της ζωής, της τέχνης, του έρωτα και του πάθους.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ωραίο θέαμα πολλαπλών σημάνσεων



Dance me to the end of Greece #1: Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα

Όπως και να το χαρακτηρίσουμε, είτε performance το πούμε, είτε προχωρημένο αναλόγιο, είτε αλληλουχία θεατρικών επινοήσεων, αναμφισβήτητο παραμένει πως το θέαμα που παρακολουθήσαμε στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Επιγραφικού Μουσείου, στην οδό Τοσίτσα ήταν ένα αποτέλεσμα υψηλής ποιότητας και μια σύνθεση παραγωγικής φαντασίας. Ωστόσο όλο αυτό το ευφυές πλέγμα των καμωμάτων δεν εμπνέονταν πάντα απ’ την οργανική αναγκαιότητα των κειμένων. Δεν ήταν αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του λόγου που γεννούσε τις εμπνεύσεις, τους σχηματισμούς και τις στάσεις των ηθοποιών, ήταν απλώς ένα στόλισμα, μια θεατρική γιρλάντα που κάποιες φορές κατόρθωνε να φτάσει ως το σχόλιο. Δεν υπέβαλε στον θεατή. Η σκηνοπραξία ακουμπούσε πολύ χαλαρά στο συμπίλημα των ταξιδιωτικών εντυπώσεων των ξένων περιηγητών και μόνο σε πολύ λίγες στιγμές ερεθιζόταν απ’ τα διαλαμβανόμενα, διατηρώντας τις πιο πολλές φορές μια εικονοποιητική ανεξαρτησία. Αυτό δεν ωφειλόταν σε αναπάρκεια η παρεξήγηση, φαινόταν καθαρά πως αποτελούσε σκηνοθετική άποψη, να μην επηρεαστεί δηλαδή και να μην επηρεάσει κι έτσι περιορίστηκε σε κινησούλες, περασματάκια, στησίματα, χειρονομίες, εκφράσεις (μούτες) και σατιρισμούς.

Όταν ο ηθοποιός Σαμψών Φύτρος από αποστασιοποιημένος αφηγητής μεταμορφώθηκε σε πρόσωπο πάσχον, όταν καταλήφθηκε από τον μανιακό οίστρο του Αβά Φουρμόντ («Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα… Από την Σπάρτη δεν απόμεινε λίθος επί λίθου») όταν δηλαδή το άνευρο θέαμα έγινε θέατρο, οι θεατές ανακάθησαν στις καρέκλες τους. Αισθάνθηκαν πως είχαν κληθεί εκεί για να συμμετάσχουν. Το περιεχόμενο όλων αυτών των χρονικών, λίγο πολύ είναι γνωστό σε όλους μας. Το πεντάτομο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα» πούλησε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και εκτός αυτού πολλά μεμονωμένα αποσπάσματα και του Μπάιρον, και του Φουρμόντ και του Σατομπριάν και του Άντερσεν και της συζύγου Έλγιν έχουν δημοσιευθεί πολλές φορές ώστε η ανακοίνωση τους να μην είναι ο κύριος σκοπός της παράστασης. Κατά τη γνώμη μου ήταν απαραίτητο μεγαλύτερο ποσοστό θεατρικότητας, ψυχικής συμμετοχής ηθοποιών και θεατών στο δρώμενο και όχι η ψύχρα της διάλεξης.

Έχω ακόμα να προσθέσω πως η ανέμελη και γι αυτό κυνική, η βρετανική αναισθησία που έβγαινε από το υποκριτικό ύφος της Φρόσως Ζαγοραίου ως κα Έλγιν, ακριβώς επειδή αυτό το στοιχείο ενοχλούσε, λειτουργούσε στο θυμικό του θεατή. Εξαιρετική ηθοποιός η Ελένη Ευθυμίου και στα τραγούδια της αξιοθαύμαστη. Στοιχείο γοητευτικό τα τραγούδια στη συνολική εντύπωση, έχω ωστόσο μια ουσιώδη παρατήρηση να προσθέσω. Για το ανεπαίσθητο, το φευγαλέο στιγμιότυπο, που τραγουδήθηκε α καπέλα ένα τετράστιχο από ένα ελληνικό παραδοσιακό, άλλαξε το κλίμα. Οι περιγραφές του τόπου, τα ονόματα των περιοχών, οι αναφορές στους κατοίκους αυτής της χώρας, έστω και μυκτηριστικές, πήραν μια ζεστή αίσθηση ιθαγένειας. Η επιλογή των τραγουδιών μπορεί να υπογράμμιζε το αλλότριο ήθος αλλά και το μέλος της παράδοσης απαιτούνταν για να γεωγραφηθεί ο τόπος.

Με εμφαντικές ερμηνείες των διάφορων ρόλων τους οι Θέμης Μητρόπουλος και Θοδωρής Σκυφτούλης συμπλήρωναν το κουιντέτο των πολύ καλών εκτελεστών που ολοκλήρωνε την εντύπωση της υψηλής στάθμης, υπάκουο στη μπαγκέτα της Κυριακής Σπανού, που συνέθεσε και σκηνοθέτησε το θέαμα. Μαζί με τους επαίνους προς όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δημιουργών των υπαινικτικών σκηνικών και κοστουμιών Απόστολου - Φωκίωνα Βέττας, Ολυμπίας Σιδερίδου και Μάρθας Φωκά, της ατμοσφαιρικής μουσικής του Κώστα Βόμβολου, είναι απαραίτητο να συγκατανεύσουμε στο ιδεολογικό επίγραμμα πως το θέμα που παρακολουθήσαμε αναφερόταν «στον τρόπο που γνωριστήκαμε με την Ευρώπη, την εκατέρωθεν στρέβλωση της εθνικής μας ταυτότητας και η συγκεχυμένη ιδέα της αυτογνωσίας μας που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα», όπως γράφει η σκηνοθέτης. Προσθέτοντας απαραιτήτως πως οι ξένοι ποτέ δεν μας άφησαν ανεπηρέαστους για γνωρίσουμε εαυτούς και αλλήλους, να εκτιμήσουμε την ιστορία και την παράδοση μας και τις μαρτυρίες της μαρτυρικής πορείας μια φυλής με πανάρχαιες ρίζες. Κοντολογίς αυτό που είδαμε ήταν μια παράσταση με αξιέπαινες προθέσεις, και όπως σημείωσα στην αρχή ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, με μερικές ίσως επιφυλάξεις στην άποψη και με λίγη ασάφεια στους στόχους της

Γιώργος Χατζηδάκης