Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Η εμπειρία μιας εξαιρετικής θεατρικής δημιουργίας




«Σαν βροχή» στο θέατρο «Βαφείο»

Ένας λόγος στα πρόθυρα παραληρήματος. Εγκλειστικό, αδιέξοδο κείμενο που σε κάθε του προσπάθεια διαφυγής συγκρούεται στους τοίχους ενός σπιτιού στο κέντρο μιας πόλης. Έξω βρέχει και η βροχή κρατάει ρόλο καθοριστικό σ’ αυτόν τον υπαρξιακό εγκλωβισμό. Ο γυμνός άνδρας με το μπουρνούζι δείχνει πως είναι για τα καλά πιασμένος στη φάκα. Περιφέρεται με εναλλασσόμενους ρυθμούς, αυξομειούμενη ένταση, μετερχόμενος συναισθηματικές μεταβολές, αδιάκοπα εξωτερικεύοντας με φραστικούς σχηματισμούς την αγωνία του αδιεξόδου του. Όσο κι αν είναι εγκεφαλικό το γραπτό δεν εμποδίζεται να σε διαπερνάει και να σου μεταδίδει την αίσθηση της απόγνωσης, την δυνατή επιθυμία του ήρωα να βγει και τον ταυτόχρονο τρόμο του γι αυτό το ενδεχόμενο. Ποιος είναι ο παγιδευμένος; Δηλώνει πως αρνείται να μας το πει απ’ την αρχή. Οπωσδήποτε είναι ένας συγγραφέας και τα διάσπαρτα, τα άτακτα σκορπισμένα χαρτιά στο πάτωμα, μαρτυράνε για αγωνία και τη βάσανο που τον συνέχουν, την προσδοκία της σύλληψης και της βάσανο της κυοφορίας. Φαίνεται να είναι στοιχειωμένος από πρόσωπα που αναζητούν σχήμα, φωνή, ύπαρξη, την δική τους απόγνωση και που η σκιά τους, το ακίνητο σχήμα τους υπάρχει καρτερικά στο περιβάλλον.

Η αναφορά στη βροχή κι επαφή του ανθρώπου με το μπουρνούζι με το νερό είναι ένα σημειολογικό στοιχείο όχι ευανάγνωστο, γιαυτό και δεν διακινδυνεύω να προτείνω ερμηνείες γιατί το θέατρο των αποκρυπτογραφήσεων πρέπει να λειτουργεί αυτόματα στο θεατή, επί τη τελέσει, ειδ’ άλλως γίνεται άσκηση για το σπίτι, πέραν του θεατρικού χρόνου. Εδώ, ωστόσο, δεν χρειάζεται, δεν προλαβαίνει να χρειαστεί επειδή η γραφή του μονολόγου, αναμιγνύεται με τη βροχή κειμένου οικείου, αναγνωρίσιμου, κι ο άνθρωπος με το μπουρνούζι παίρνει μονομιάς ταυτότητα. Η γυναικεία φιγούρα που κάθονταν αμίλητη ζωντανεύει και είναι η ηρωίδα του Γουίλιαμς, η Γυναίκα του «Μίλα μου σαν την βροχή». Εξαιρετικής γραφής και έμπνευσης η διάχυση του ενός κειμένου μέσα στο άλλο, το πέρασμα απ’ τη δημιουργία στο δημιούργημα, απ’ το ανέλπιδο αδιέξοδο στο ξέφωτο. Εδώ πρέπει να σταθούμε αναγνώστη για να χαιρετήσουμε την καταγραφή, την τεκμηρίωση, την μαρτυρία αυτής της μετάβασης. Να παρατηρήσουμε και να θαυμάσουμε με πόση προσοχή, παρατηρητικότητα και ειλικρίνεια ο συγγραφέας του μονολόγου, ο Παναγιώτης Μπρατάκος, μας φώτισε αυτό το σημείο. Την κοσμογονική στιγμή που ο δραματουργός διοχετεύει την υπαρξιακή του αγωνία, το δικό του πάθος, στα πρόσωπα των έργων του. Και σκεπάζοντας τα πατρικά με το μπουρνούζι του, βάζει το κοστούμι του και βγαίνει.

Αποφεύγω να συναντώ τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους συγγραφείς μετά την παράσταση. Είμαι σε μεγάλη αμηχανία. Δεν ξέρω τι να τους πω. Σπάνια, αμέσως έχω καταλήξει γιαυτό που είδα. Εδώ, τώρα, γράφοντας, κλείνω με την παλάμη μου τα μάτια επαναφέρω όσο επιτρέπει η μνήμη, το έργο και την παράσταση, μόνο έτσι μπορώ να μιλήσω πιο υπεύθυνα. Πως μπορεί για ένα έργο, για μια παράσταση που η αγωνία της σύλληψης της κράτησε μέρες και μήνες, ο κριτικός να αποφανθεί μια κι έξω; Τώρα λοιπόν είμαι σε θέση να τονίσω πως είχα στο «Βαφείο» την εμπειρία μιας εξαιρετικής θεατρικής δημιουργίας, κατ’ αρχήν ως έμπνευση και εν συνεχεία σαν γραφή και σύνθεση με το μονόπρακτο του Αμερικάνου. Και μετά το μέγα ευτύχημα, την πλούσια, διεξοδική, πολύπτυχη ερμηνεία του ρόλου του συγγραφέα, δεύτερη παράλληλη δημιουργία του Μπρατάκου. Με πικρία και διαμαρτυρόμενος επαναλαμβάνω αυτό που πολλές φορές, ακόμα και πρόσφατα, έχω στυλιτεύσει. Την αδιαφορία, σχεδόν την περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι κριτικοί για τις περιφερειακές δουλειές, τον μικρών σχημάτων, αποκόβοντας απ’ την ακμαία θεατρική ζωή του τόπου το πιο ζωντανό και ελπιδοφόρο κομμάτι της. Τους δυο ρόλους του Γουίλιαμς, αυτά τα δυο πρόσωπα μου που συνυφάνθηκαν με το σύγχρονο κείμενο αλλά και διατήρησαν την αυτονομία τους, τα ερμήνευσαν με έκδηλη την αίσθηση του ανικανοποίητου αναχωρητισμού της γυναίκας και του συμβιβαστικού, του αγωνιώδους της εγκατάλειψης, του άνδρα, η Μαρία Μαλούχου και ο Σταύρος Κώττας, ερμηνείες γεμάτες και μεταδοτικές.

Πολλές οι καλές στιγμές της σκηνοθεσίας που, ωστόσο δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τι αναλογεί στο κείμενο και τι στους σκηνοθέτες. Είναι βέβαιο πως πολλές απ’ τις σκηνικές εντυπώσεις τις δικαιούται η σκηνοθετική έμπνευση, άλλες πάλι, αναλογούν ίσως στο κείμενο που δεν μπορεί παρά να είχε σχεδιαστεί με συγκεκριμένο πατρόν για να «κουμπώσει» με το μονόπρακτο της βροχής του οποίου γίνεται εισαγωγικό μέρος. Είναι αναμφισβήτητο πάντως πως η συνολική διαμόρφωση της αισθητικής αυτής παράστασης, οι ρυθμοί και οι συνειρμικότητες, οι αναλογίες στις ερμηνείες και το συνολικό υγρό κλίμα της παράστασης, οι συμβολισμοί και οι διατάξεις στο χώρο είναι δημιουργικότητες που οφείλονται στην Παναγιώτα Πανταζή και τον Αλέξη Κοτσιώρη που υπογράφουν τη σκηνοθεσία. Ένα προικισμένο αξιοσημείωτο κουιντέτο που πρέπει να έχουμε το νου μας να τους αναζητήσουμε στον κυκεώνα των καταιγιστικών προτάσεων.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Είναι μεγάλο μυστήριο το υποκρίνεσθαι και θείο δώρο η παρακολούθηση του.



Η «Μαντάμ Φλό» στο «Αγγέλων Βήμα»

Η Μαρίκα Παλαίστη ήταν μια εγχώρια όμοια περίπτωση. Μετά τα μεσαία χρόνια του προηγούμενου αιώνα, στις δεκαετίες του 50 και του 60, γινόταν πανζουρλισμός με τα ρεσιτάλ της Παλαίστη και τα πλήθη που συνέρρεαν σ’ αυτές τις διοργανώσεις μόνο για τα μουσικά τους ενδιαφέροντα δεν θα μπορούσαν να καυχηθούν. Τα ίδια ακριβώς με τα όσα ο συγγραφέας Στέφεν Τιμπερλέι δραματούργησε ως δεινά της ηρωίδας του θεατρικού έργου «Μανταμ Φλό» που είδαμε στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα». Και πριν προχωρήσω στα του έργου και της παράστασης επιτρέψτε μου να αφιερώσω λίγες αράδες στο ρωμαίικο πρωτότυπο. Ήταν λοιπόν η Μαρίκα Παλαίστη μια υψίφωνος που στα νιάτα της γνώρισε, λένε, κάποιες καλές καλλιτεχνικές ημέρες, στη δύση όμως του βίου της έγινε η δύστυχη περίγελως με τα ρεσιτάλ που διοργάνωνε, στην αίθουσα του Παρνασσού κυρίως. Η αίθουσα γέμιζε συνήθως από νέους που πήγαιναν για καζούρα. Η ημετέρα περίπτωση είχε μολυνθεί παράλληλα και με το μικρόβιο της πολιτικής και έβρισκε την ευκαιρία στις μουσικές της συγκεντρώσεις να εκφωνεί και πολιτικά λογύδρια και να τραγουδάει και τραγούδια ανάλογου περιεχομένου, δικής στιχουργικής και μελωδίας. Πασίγνωστο είχε γίνει του τραγούδι της «Πατρίς, Πατρίς», που το είχε αφιερώσει στον δολοφονημένο ηγέτη του Κογκό Πατρίς Λουμούμπα. Για την πλάκα του πράγματος πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες, συνθέτες και ποιητές, σκηνοθέτες και ηθοποιοί έσπευδαν στα ρεσιτάλ της Παλαίστη για να πρωταγωνιστήσουν στο γιούχα και να διακριθούν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων της επομένης. Οι αντιστοιχίες με της μαντάμ Παλαίστη με την μαντάμ Φλο είναι πράγματι εντυπωσιακές.

Πόση υποκειμενικότητα χωράει στην καλλιτεχνική δημιουργία; Απεριόριστη, θα σπεύσουμε ν’ απαντήσουμε, όταν το ερώτημα αφορά σ’ έναν ποιητή που έχει την ελευθερία να εκφράζεται χωρίς δεσμεύσεις τέτοιας φύσης. Το ίδιο αφορά κι έναν ζωγράφο η θεατρικό συγγραφέα, ακόμα και σ’ έναν ηθοποιό έστω κι αν αυτός υποχρεούται ν’ ακολουθεί κάποιο δεδομένο κείμενο. Αν όμως το ερώτημα τίθεται σ’ έναν λυρικό τραγουδιστή οι νότες και τα πεντάγραμμα, τα σολφέζ και οι παρτιτούρες τον κρατούν δέσμιο και δεν μπορεί να αυθαιρετήσει ούτε στίξη. Το μόνο που μπορεί και υποχρεούται να κάνει είναι να εκτελεί πιστά και απαρέγκλιτα. Μια φωνητική ερμηνεία στη μουσική έχει ίδια υποχρέωση μ’ αυτήν που έχει το μουσικό όργανο, ειδ’ άλλως παρεκτρέπεται και προδίδει, καταστρέφει και κακοποιεί το έργο που επιχειρεί να εκ-τελέσει. Αν η εντέλεια της εκ-τέλεσης παρεκκλίνει, το έργο παραβιάζεται. Γίνεται σε μια τέτοια προσβολή να χωρέσει μια ιδέα αναρχίας, επαναστατικότητας, ανατρεπτικότητας, άρνησης των κανόνων; Όχι, το μόνο που γίνεται, αν σημειωθεί εκτροπή και απόκλιση στην τέχνη της φωνητικής εκτέλεσης είναι μια κακωδία που στην αρχή φέρνει ενόχληση και στην επανάληψη της ιλαρότητα. Μια κωμ-ωδία.

Και απ’ αυτή την παράβαση προκύπτει ρόλος πολυσύνθετος, με δοσολογία από δράμα και τραγικότητα, με ολίγη ηθογραφία στο περίγραμμα, ξεκάθαρα και κυρίαρχα στοιχεία κωμικού σε τέτοια έκταση ωστόσο που φθάνει ως την φόρμα της κλοουνερί. Ένας ρόλος για ηθοποιό μέγιστων απαιτήσεων. Ένας τέτοιος πυκνός ρόλος είναι η μαντάμ Φλο, από το ομώνυμο έργο του Τίμπερλεϊ που η ηρωίδα του δεν υστερεί στις φωνητικές της ερμηνείες από άποψη, δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνει το σωστό και το λάθος, δεν έχει μόνο φυσική ανεπάρκεια να ανταποκριθεί, φαίνεται καθαρά πως δεν την ενδιαφέρει να βελτιωθεί και πολύ περισσότερο να παραιτηθεί. Αρνείται να συγκατανεύσει στην ανεπάρκεια της. Έχει κατασκευάσει το κουκούλι της και κει μέσα ζει το παραμύθι της, αναμφισβήτητα νύμφη, χρυσαλίδα και βασίλισσα. Καμιά πραγματικότητα δεν στέκεται ικανή να εκπορθήσει την οχύρωσή της. Αντίθετα, υποχρεώνει τους έξω να καταφεύγουν σε συμβιβασμούς με την πραγματικότητα τους, που στέκεται αμείλικτη με τις ζωές των ίδιων κι έτσι γινόμαστε μάρτυρες μιας αναγκαστικής, μιας συναινετικής συνύπαρξης, όπως η συγκατάβαση του πιανίστα με τον πλασματικό κόσμο τις παράφωνης και κακότεχνης κυρίας Φλο. Να λοιπόν μια ηρωίδα της ηθελημένης αυταπάτης. Να μια συμβολική οντότητα της θεατρικής ψευδαίσθησης. Να μια άλλη διάσταση του θεάτρου εν θεάτρω, όπου το ένα πρόσωπο του έργου είναι ο ηθοποιός, ο ιερέας των ηθελημένων μεθέξεων και το άλλο ο θεατής. Ιδιοφυές!

Μια ανόητη, επηρμένη, ισχυρογνώμων, ατάλαντη μεσήλικας κυρία είναι η μια διάσταση του ρόλου, που συχνά συγχέεται με την άλλη όψη που εικονίζει τη μουτσούνα του κωμικού, του ψώνιου, του κορόιδου, του αντικείμενου χλεύης, καζούρας, πλάκας. Κάποιου που γίνεται περίγελως των πάντων κι όσο αρνείται ν’ ακούσει τα χάχανα τόσο η γελοιοποίησή του μεγαλώνει. Η Φλο αντιμετωπίζεται σαν ένας γελωτοποιός, ένας παλιάτσος, ένας κλόουν. Έχει πολλούς τέτοιους ήρωες η κλασική κωμωδία απ’ τον Μένανδρο ως τον Μολιέρο. Στο νου μου τώρα δα έρχεται ο Λεπρέντης του Χουρμούζη. Μια καλοστεκούμενη αστή λοιπόν, επίμονα ασχολούμενη με την τέχνη παρ’ ότι δεν διαθέτει κανένα ταλέντο, κι απ’ την άλλη της όψη ένα πρόσωπο γελοίο, καρικατούρα καταγέλαστη, πονηρή ωστόσο και πολυμήχανη και που ζητάει ηθοποιό για να την ενσαρκώσει. Και εκεί προβάλει η Αντιγόνη Βαλάκου. Στερνοπαίδι της παλιάς μεγάλης φρουράς, με αναγνωρίσιμη μανιέρα, ιδιότυπη υποκριτική τεχνική, του δραματικού ρεπερτορίου θα μπορούσαμε να πούμε, ντύνεται με άνεση το ρόλο της Φλο κι από κει και πέρα συντελούνται πράγματα και θάμματα που ο κριτικός τρίβει τα μάτια του για να τα παρατηρήσει προσεκτικά και να τα καταγράψει. Η Θεατρίνα με τους δικούς της ρυθμούς, τις παύσεις, το στρογγύλεμα των φράσεων, με το ιδιόμορφο εκείνο γέμισμα των μεσαίων λέξεων, με την κυβελική εκφορά, επιβίωση της υποκριτικής του μεσοπολέμου, ορθώνει στη σκηνή την ηρωίδα της τρισδιάστατη, πραγματική, πάσχουσα. Διέρχεται τις εκφάνσεις του χαρακτήρα απ’ το δραματικό ως το γελοίο με ανεπαίσθητες μεταβολές στο πρόσωπο και φεγγίσματα στα μάτια και είναι το θεατρικό θαύμα να παρακολουθείς πως σμιλεύεται ο θεατρικός χαρακτήρας χωρίς προσπάθεια, σχεδόν χωρίς παίξιμο, απλώς με την ευκολία του βιώματος. Αξιοθαύμαστη μετάβαση είναι το πέρασμα από το δραματικό στο κωμικό μπριλάντε κι εκεί ανακαλύπτεις κι έναν ανεπαίσθητο αυτοσαρκασμό. Είναι μεγάλο μυστήριο το υποκρίνεσθαι και θείο δώρο η παρακολούθηση του.

Ο νεαρός πιανίστας που την συνοδεύει στο πιάνο και αυτοπαγιδεύεται στον ιστό της από μια ποικιλία αφορμών, θα μπορούσε να δραματουργηθεί με βάθος και πλάτος αν ο συγγραφέας δεν τον αδικούσε βάζοντας τον να κάνει τον αφηγητή. Έτσι χάθηκε η ευκαιρία ενός πυκνού, τραγικού στη σύγκρουση του, πολυδιάστατου ρόλου που ο Γιώργος Χρανιώτης δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να τον εκτελέσει. Εύκολη σχετικά δουλειά που είχε λίγες ευκαιρίες ως θεατρικό πρόσωπο να φτιάξει κάτι παραπάνω απ’ το αυτονόητο. Σε μια αναλογία η θέση του σκηνοθέτη ήταν πιο ευνοημένη και ο Γιώργος Καραμίχος αξιοποίησε αυτή τη διαφορά οργανώνοντας μια παράσταση ευπρόσωπη, καλοστημένη και με μεγάλο χώρο για την ανάπτυξη και το ξετύλιγμα του ρόλου της Φλο. Ευτυχώς αποφεύχθηκαν σκηνοθετικά τερτίπια, πράγμα που συνιστά τον νεοφώτιστο σκηνοθέτη ως τρέφοντα σοβαρές προθέσεις και αρχές. Καθαρή και διαυγής η θεατρική αίσθηση της μετάφρασης της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα- Καλογήρου και αισθητικό όσο και εντυπωσιακό το σκηνικό του Μανώλη Παντελιδάκη.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Ω, των σχηματισμών και των εντολών



«Μελάνι» στο θέατρο Θεμιστοκλέους 104

Με προεξάρχουσες αρετές τον αδιάκοπο οίστρο, την εκτελεστική ακρίβεια και έναν διάχυτο ενθουσιασμό, το θέαμα «Μελάνι» μας έπιασε γερά απ’ την αρχή, δεν μας επέτρεψε ωστόσο, ως το τέλος να αντιληφθούμε ποιες ήταν οι προθέσεις του σκηνοθέτη. Ούτε και να καταλάβουμε ποιο ήταν το θέμα που τα τέσσερα κορίτσια της διανομής πάσχιζαν να μας παραστήσουν. Ίσως μάλιστα οι αρετές που διέκρινα στην παράσταση και η καθ’ υπερβολή κυριαρχία τους να στάθηκαν εμπόδιο σε κάθε προσπάθεια να κατανοηθεί σε τι αποσκοπούσε η συγκεκριμένη επιλογή. Δοκίμασα δυο τρεις τρόπους «ανάγνωσης» και προσηλώθηκα με σχολαστική προσοχή στα τεκταινόμενα επί σκηνής με αποτέλεσμα το θέαμα να αποκαλύπτει μόνιμα και αδιαπέραστα την ερμητική του όψη. Κινήσεις, εκφορές, παραγγέλματα, εκτελέσεις, δυσάκουστος ο λόγος, ομαδικές εκφωνήσεις, κανόνες, πλούσια εκφραστική από μέρους των τεσσάρων γυναικών που εκτελούσαν, κανένα νόημα ωστόσο, καμιά ένδειξη για τον λόγο και το περιεχόμενο που αυτές οι ασκήσεις εκτελούνταν στο χώρο του ισόγειου θεάτρου, ψηλά στα σκαλοπάτια της Θεμιστοκλέους. Αν είχες διαβάσει το σημείωμα της αναγγελίας της παράστασης και περίμενες να φωτιστείς απ’ τα όσα σημειώνονται, αγαπητέ μου θεατή θα απογοητευόσουν απογοήτευση μεγάλη. Και ιδού δια του λόγου το αληθές: Γιατί είναι πιο σημαντικό να ερωτευτείς πρώτα στην πραγματικότητα κι έπειτα στο μυθιστόρημα; Τέσσερις γυναίκες. Βρίσκονται μέσα στο μυθιστόρημα. Έξω από αυτό. Φοβούνται αν στην επόμενη σελίδα ο αναγνώστης που είναι η ζωή τους τις παρατήσει. Ξαναπερνούν τις σελίδες. Και οι ηρωίδες ξαναπαντρεύονται. Ξαναερωτεύονται. Έχουν ζωή. Με σάρκα κι αίμα. Στις σελίδες όμως του βιβλίου δεν υπάρχει αίμα….

Οι σαν κρυπτογράφημα παραπάνω αράδες της αναγγελίας κάνουν τον αναγνώστη τους να προσδοκά κάποια αποκάλυψη, κάποια ολοκλήρωση, κάποια αποσαφήνιση, κάτι να συμβεί με την παράσταση. Αντίθετα όλη η σκηνοθετική φροντίδα εξαντλήθηκε στο να κάνει και το θέαμα εξ ίσου ακατάληπτο. Στην αρχή του παρόντος αναφέρθηκα σε αρετές κι αυτό δεν το έκανα ούτε ειρωνικά, ούτε καταχρηστικά. Θεωρώ πραγματικές αρετές, σαν μια σπουδή επί τούτων, τους συνεχείς ρυθμούς, τους μετασχηματισμούς και τις αλλεπάλληλες διατάξεις των τεσσάρων κοριτσιών στο χώρο, τις συμπράξεις και τις εξακτινίσεις, τις συνεκφορές και τις φραστικές αλληλουχίες. Εντυπωσιακή ήταν η συνέπεια αυτών των εκτελέσεων, που λειτουργούσαν σαν ασκήσεις ακριβείας. Και δεν θεωρώ επαρκή την εξήγηση πως αυτό δεν είναι θέατρο με την κλασική έννοια αλλά περφόρμανς.

Υπάρχει μια πρωτοτυπία, μια ιδιο-τροπία της σκηνοθεσίας ενδιαφέρουσα. Η παρουσία του σκηνοθέτη που σαν ευσυνείδητος Ντιτζέι, ρόλος μαζί και μαέστρος, διευθυντής ορχήστρας και διοικητής του λόχου, εμψυχωτής αλλά και μεσολαβητής ανάμεσα στο θέαμα και στο κοινό, κατηύθυνε με ζωντάνια, αλλάζοντας μουσικές στο ηχητικό μηχάνημα, πετώντας ατάκες η μικρές κραυγούλες, υποδαυλίζοντας και σκορπώντας παραγγέλματα. Αυτό το στοιχείο ήταν σίγουρα ένας νεωτερισμός και δεν θυμάμαι πρόσφατα να έχει επιχειρηθεί κάτι παρόμοιο. Στο παρελθόν ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την περίπτωση του Ταντέους Καντόρ, του Πολωνού εικαστικού και σκηνοθέτη στη δεκαετία του ’80, που σ’ όλες τις παραστάσεις της ομάδας του «Κρικό 2», βρισκόταν πάντα στη σκηνή διαμορφώνοντας τις παραστάσεις του και τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών δημιουργώντας έτσι κάθε φορά μια άλλη εκδοχή.

Στην τωρινή περίπτωση ο σκηνοθέτης Μπάμπης Γαλιατσάτος βασίστηκε στην ασφάλεια της παράστασης της προετοιμασμένης και μάλιστα στην εντέλεια. Έτσι ο ρόλος του περιοριζόταν να διευθύνει διεκπεραιώνοντας το προκαθορισμένο, γεγονός που ωστόσο δεν έχανε ούτε το ενδιαφέρον του, ούτε μετρίαζε την αίσθηση που πρόσθετε η έντονη συμμετοχή του. Οι τέσσερις ηθοποιοί είχαν πολύ μικρό περιθώριο συμμετοχής μ’ αυτή την ιδιότητα (της ηθοποιού). Δεν είχαν να φτιάξουν τον ρόλο μιας πάσχουσας ηρωίδας όπως φαντάζεται κανείς διαβάζοντας το κείμενο της αναγγελίας η αρπάζοντας κάποια ξεφτίδια λόγου κατά την παράσταση. Η διατεταγμένη ισοπέδωση της εκφοράς αφαίρεσε κάθε συναίσθημα από το όλον. Έτσι ξηρό και άνυδρο δεν έδειξε καμιά ηρωίδα να ερωτεύεται η να ξαναερωτεύεται, να παντρεύεται η να ξαναπαντρεύεται όπως τάζει το μικρό κειμενάκι. Ούτε κάποιο δραματικό περιστατικό διεξάγεται που να δικαιώνει το σάρκα και αίμα!

Σ’ αυτή τη σκηνοθετική γραμμή τα τέσσερα κορίτσια- ηθοποιοί σαν εκτελεστικά όργανα πειθάρχησαν αξιοθαύμαστα. Επιστράτευσαν όλη την εκφραστικότητα που διέθεταν και ποίκιλαν τους σχηματισμούς, τις μετακινήσεις τους και τις εμφαντικές τους συμμετοχές, με ζέση και προσφορά. Χωρίς αμφιβολία είναι ηθοποιοί με χαρίσματα της σκηνής πολλά και ακριβά που –κρίμα- σπαταλήθηκαν άγονα. Αισθάνεται ο θεατής την επιθυμία να ξανασυναντήσει τα κορίτσια αυτά σε μια παράσταση που δε θα είναι εντεταλμένες να εκτελούν παραγγέλματα αλλά θα τους δίνεται το περιθώριο να είναι ηθοποιοί, δηλαδή να πλάθουν ρόλους γιαυτό και ας σημειώσουμε τα ονόματά τους: Αναστασία Αρβανίτη, Ζωή Ξανθοπούλου, Άλκηστη Πουλοπούλου και Αλεξάνδρα Χασάνι . Και μια απορία για τα κοστούμια: Αποτελούσε άποψη η κακογουστιά στην επιλογή τους;

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Με ασυνήθιστο πλούτο χορογραφικών εμπνεύσεων



"Σ αγαπώ", απ' τη χοροθεατρική ομάδα "Cast"

Σαν τις αρχαίες φρυκτωρίες που άναβαν σε διάφορα σημεία μεταδίδοντας τα μηνύματα μοιάζουν σήμερα οι αποκεντρωμένες εστίες καλλιτεχνικών αναφλέξεων που διαδίδουν το παρήγορο μήνυμα της τέχνης και της δημιουργίας. Μια απ’ αυτές που πυροδοτήθηκε πρόσφατα, βρίσκεται σ΄ ένα προωθημένο σημείο, εκτός καθιερωμένου κέντρου, είναι η εστία χορευτικών σπουδών και δημιουργίας της Μπέττυς Βυτινάρου και η στέγη της χοροθεατρικής δράσης του σχήματος “Cast”. Κέντρο απόκεντρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το σημείο που βρίσκεται το διατηρητέο, σε μια ανηφοριά της Καστέλας, και εκεί παρακολούθησα μια άξια λόγου παράσταση κίνησης και λόγου. Σε μια ευρύχωρη σάλα χορού, ιδανικά διαμορφωμένη για να φιλοξενήσει το θέαμα της ομάδας, καλλιτέχνες και θεατές συναποτελούσαν το μεγάλο πανάρχαιο τύπο της τέλεσης.

Το θέμα ήταν το ερωτικό αίσθημα, η δονήσεις του υπαρξιακού καλέσματος, οι περιδινήσεις των σωμάτων, οι συμπλέξεις των δεσμών, ρεαλιστικά χωρίς την ρομαντική εκτροπή του αφηρημένου, αλλά τολμηρά, γειωμένα, με στέρεες κινήσεις, στάσεις, σχηματισμούς, έλξεις και απώσεις. Καλογυμνασμένοι οι χορευτές, ανταποκρίνονταν με ακρίβεια στην πληθώρα των ευρηματικών και ευφάνταστων ιδεών. Με ένα ασυνήθιστο πλούτο χορογραφικών εμπνεύσεων πλημμύρισε το θέμα της η χορογράφος και οδήγησε στην εφαρμογή τους με ακρίβεια. Θαυμάζεις και εκτιμάς το πολύτιμο στοιχείο της μεγάλης πείρας και των εκλεκτικών επιλογών ενός πυκνού καλλιτεχνικού βίου. Παρά τις ιδιαιτερότητες και τις ατομικές ικανότητες καθενός απ’ τους χορευτές, η Μπέττυ Βυτινάρου με σταθερή μπαγκέτα οδήγησε όλους σε συνεπείς εκτελέσεις κι έτσι το σύνολο σφραγίστηκε με ομοιογενή ποιότητα.

Κατατετμημένο σε μέρη, ενότητες, ένα είδος θεματικά κεφάλαια, κάποιες ενδιάμεσες παρεμβολές μιας γυναίκας ηθοποιού, δήλωναν πως η ματιά ήταν από γυναικεία θέση. Ο εμβόλιμος αυτός λόγος, γραμμένος και εκφραζόμενος με ποιητική διάθεση, βρισκόταν κάποιες στιγμές σε ασυμφωνία με την ρωμαλέα και δυναμική, εκτέλεση και σύλληψη. Γενικά έχω την εντύπωση πως μια στιβαρότητα που χαρακτήριζε κάποιους χορευτές και μερικά απ’ τα χορογραφήματα, ερχόταν σε αντίθεση με το αχνή και ολίγον φευγάτη αίσθηση που άχνιζε απ’ το κείμενο. Η εκφορά επίσης της ηθοποιού Άννας Παπαδάκη, καθοδηγημένη προς το αισθηματολογικό, αφαιρούσε την πολυπλοκότητα του ερωτικού πάθους και αδικούσε τη συμμετοχή του λόγου στο σύνολο. Νομίζω πως η απόδοση του θεατρικού μέρους υστέρησε από έλλειψη σωστής προδιαγραφής. Δεν προαποφασίστηκε τι αντιπροσώπευε η συμμετοχή της θεατρικής παρουσίας, οι παρεμβάσεις του λόγου, και πως έπρεπε να είναι, να εμφανίζεται, να στέκεται και το κυριότερο πώς να εκφέρει και να υποκρίνεται. Σε ποιους ρυθμούς και σε ποιους τόνους. Φαινόταν ωστόσο πως η ηθοποιός έκανε από μόνη της το καλύτερο που μπορούσε.

Ναι, αποκομίζει ο θεατής καλή συνολική εντύπωση. Ναι, υπήρχε μια αξιοσημείωτη συλλογικότητα και το σωστό θα ήταν να επαινεθούν όλοι το ίδιο. Ωστόσο δεν μπορεί να αδικηθεί το καλλιτεχνικά κάλλιστο που ήταν το «Το τραγούδι της νύχτας» με τον αυτοσχεδιασμό της Ηλέκτρας Αρσενίδου. Ο θεατής καθηλώθηκε στο κάθισμα του. Το δεύτερο κομμάτι επίσης (Una musica Brutal) με την Ηλέκτρα Αρσενίδου και πάλι και τον πολύ καλό Ερβις Τόσκα, χορευτή με αισθητό το χορευτικό του ήθος. Ξεχωριστά αξίζει ν ‘αναφερθεί επίσης το κομμάτι Silence με την αξιοπρόσεκτη Ελίνα Ματζαβίνου και Ερβις Τόσκα. Προσπάθησα αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι νόημα είχε η ανάμειξη των χορευτών με τους θεατές και οι θωπείες και τα αγγίγματα. Ίσως να είναι μια αντανάκλαση του αγγλικής προέλευσης «Θεάτρου των αισθήσεων», που εμφανίστηκε την δεκαετία του ’80. Αν αυτό είχε στο νου της η χορογράφος νομίζω πως πρέπει να χαιρετήσουμε την επιστροφή σε μια εποχή καλλιτεχνικών ανησυχιών και αναζητήσεων, που σφράγισε ανεξίτηλα τις παραστασιακές τέχνες.

Τα κείμενα της Καίτης Αγγελάκου δεν αποκάλυπταν νέες πτυχές του ερωτικού παιγνίου, ήταν ωστόσο ευπρεπή και πρόδιδαν πρόθεση ποιητική. Βρήκα όλες τις μουσικές επιλογές εξαιρετικές, και το αναφέρω σαν ένα απ’ τα πιο θετικά στοιχεία της παράστασης. Πρέπει επίσης να επαινέσουμε την Μπέττυ Βυτινάρου και για την εικαστική της συνεισφορά, με την πετυχημένη αισθητική διευθέτηση του χώρου και τα πολύ καλόγουστα και συνεπή κοστούμια. Ο θεατής, ο φέρων την υποχρέωση να αξιολογεί τις καλλιτεχνικές προσπάθειες, να εκφράζει θέσεις, αντιρρήσεις και επαίνους, παράλληλα δε να καταχωρίζει στο χρονικό των δημιουργιών τις παραστάσεις που παρακολουθεί, συγκαταλέγει χωρίς επιφύλαξη το «Σ’ αγαπώ» στις καλές και αξιοθέατες δουλειές, που σπρώχνουν τα πράγματα μπροστά και παροτρύνουν τους νεότερους να πουν τον δικό τους λόγο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Σαν Κιβωτός που ταξιδεύει από μια εποχή σε μια άλλη.


Piaf. Ένα θέαμα με τη Μίλλη Καραλή και τον Νίκο Λαβράνο στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα»

Βουερό σύννεφο μυριάδων πετούμενων προτάσεων, σαν σαΐτες οι προσκλήσεις και προκλήσεις μας σημαδεύουν καθημερινά διεκδικώντας την προσοχή μας και ζητώντας την παρουσία μας. Αμέτρητα έργα, πληθώρα παραστάσεων μας τραβούν απ’ το μανίκι στους πιο απίθανους χώρους, στα πιο ασυνήθιστα σημεία της πόλης. Και ηθοποιοί, ηθοποιοί, ηθοποιοί, κατακλυσμός ονομάτων που δεν προλαβαίνει το μυαλό να τους καταγράψει, να τους απομνημονεύσει να τους αναγνωρίσει. Σαν πρόσωπα μιας χρήσης. Μια νέα Βαβυλώνα, ένας πύργος της Βαβέλ από επιλογές έργων – τα πιο πολλά ιδίας γραφής, ευτελούς θεματικής για ευκολότερη κατανάλωση - και σκηνοθετικές προτάσεις αλλοπρόσαλλες, που η αφομοίωση τους δυσκολεύει και δυσκολεύεται και η συνδιαλλαγή παραμένει πολλές φορές ανέφικτη. Το πρόσωπο της θεατρικής μας πραγματικότητας εμφανίζεται αποκρουστικό και μεταλλαγμένο σαν ζόμπι ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Παραμέρισα τη πηχτή ατμόσφαιρα και κατευθύνθηκα σε ήρεμα και γνώριμα νερά, μακριά από το αγριεμένο πλήθος.

Η Εντίθ Πιαφ και τα τραγούδια της είναι η μεγάλη συμμετοχή στη μουσική κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο μυθιστορηματικός της βίος ωστόσο, το σπουργιτάκι του περιθωρίου, ζωντανεύει μνήμες ακόμα παλαιότερες, αυτές των παρισινών βουλεβάρτων και των κακόφημων σοκακιών, την εποχή που τους περπατούσε ο Φιλαράκος του Γκι ντ Μωπασάν, οι Μποέμ του τον Αλφρέ ντε Μυσσέ και τους διέσχιζε το αμάξι της Νανάς του Ζολά. Η αναφορές στην Πιαφ και στα τραγούδια της είναι μια σύνοψη εβδομήντα περίπου χρόνων της παρισινής μυθολογίας της Μπελ Εποκ, είναι επιστροφή σε έναν ρομαντικό κόσμο, γλυκό και τρυφερό, ερωτικό και αμαρτωλό, πονεμένο, βασανισμένο και οδυνηρό μα τυλιγμένο σε μια ονειρική και γοητευτική αχλή , σ’ ένα σύννεφο ρομαντισμού μυθικό και νοσταλγικό. Ναι, η Εντίθ Πιαφ είναι ένα σταθερό σημείο νοσταλγικής επιστροφής γιαυτό και συχνά τα τελευταία χρόνια στρεφόμαστε προς αυτήν αναζητώντας τον χαμένο κόσμο που εκπροσωπεί.

Αλλά και το «Αγγέλων Βήμα», είναι ο χώρος που αντιστέκεται σαν νησίδα πολιτισμού καταμεσής στην εξαθλιωμένη πρωτεύουσα. Είναι σας ένας θύλακας ευπρέπειας , καλού γούστου, αίγλης. Με το άνοιγμα της πόρτας ο επισκέπτης δραπετεύει από το βραχνά της μιζέριας κι αυτό δεν αφορά μόνο την κατάντια της γύρω περιοχής η τα θλιβερά συναπαντήματα, μέχρι που να φθάσει στα σκαλοπάτια του αναπαλαιωμένου κτηρίου. Με ιδιαίτερη φροντίδα σε υποδέχονται όλοι οι χώροι και με σεβασμό, με αισθητική αρμονία μιας άλλης περασμένης ζωής, μακριά απ’ το lifestyle της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο χώρος «Αγγέλων βήμα» είναι μια εστία αντίστασης στην καταρράκωση της εποχής μας φτιαγμένη με φροντίδα και νιάσιμο για το καλό και το ωραίο. Σαν Κιβωτός του Νώε που έχει αναλάβει να μεταφέρει πολύτιμες και ακριβές μαρτυρίες από μια εποχή σε μια άλλη μέσα από έναν αλλοτριωτικό κατακλυσμό.

Δεν είχα ακούσει ποτέ για τη Μίλλη. Ήμουν μεγάλος όταν μεσουρανούσε στους ορίζοντες των νεανικών προτιμήσεων. Κατόπιν, νεανικό ίνδαλμα ακόμη έφυγε και έζησε στην Ευρώπη. Απόρησα λοιπόν όταν άκουσα τ’ όνομά της. Πολλά χρόνια κοντά στο ραδιόφωνο ο υπογραφόμενος με πλήθος εκπομπών, στο άκουσμα του ονόματός της αναρωτήθηκα ποια είναι. Ωστόσο αφού την άκουσα στα τραγούδια της Πιαφ, που δεν είναι κι απ’ τα εύκολα, ήξερα πως είναι μια σπουδαία τραγουδίστρια με φωνή, πάθος, τεχνική και αίσθημα. Κι ακόμα με λάμψη στη σκηνή, γοητευτική παρουσία και εμφαντικότητα στο λόγο. Ναι, γιατί η παράσταση για την θρυλική Γαλλίδα τροβαδούρισσα έχει και λόγο. Η Μίλλη Καραλή ως Πιαφ δεν τραγουδάει μόνο τα τραγούδια μύθους, με βαθύ συναίσθημα και προσωπικό παλμό, αλλά αφηγείται κιόλας τον ταραχώδη και δραματικό βίο της και τον ερμηνεύει θεατρικά με χρωματισμούς και υποκριτική συμμετοχή. Ο Δημήτρης Μαλισσόβας , σκηνοθέτης και συγγραφέας, επί πλέον και παραγωγός του γοητευτικού αυτού θεάματος για την Πιαφ, σχεδίασε και μια δραματουργική χρονογραφία στοιχειοθετώντας γλαφυρά με χιούμορ και δραματικές κορυφώσεις τη ζωή, τους έρωτες, τα τραγούδια και όλα τα δεινά της παθιασμένης Γαλλίδας. Αυτό το κείμενο, σαν αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, ερμήνευσε η Μίλλη και οφείλω να σημειώσω πως αποδόθηκε με ενάργεια, συμμετοχή και λίγο απείχε από μια εντελή θεατρική ερμηνεία. Εν κατακλείδι, ο θεατής φεύγει απ’ την παράσταση με την αίσθηση πως ταξίδεψε μέσα στο χρόνο σε εποχές που τα τραγούδια περιείχαν και μετέδιδαν την ουσία της ζωής, της τέχνης, του έρωτα και του πάθους.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ωραίο θέαμα πολλαπλών σημάνσεων



Dance me to the end of Greece #1: Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα

Όπως και να το χαρακτηρίσουμε, είτε performance το πούμε, είτε προχωρημένο αναλόγιο, είτε αλληλουχία θεατρικών επινοήσεων, αναμφισβήτητο παραμένει πως το θέαμα που παρακολουθήσαμε στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Επιγραφικού Μουσείου, στην οδό Τοσίτσα ήταν ένα αποτέλεσμα υψηλής ποιότητας και μια σύνθεση παραγωγικής φαντασίας. Ωστόσο όλο αυτό το ευφυές πλέγμα των καμωμάτων δεν εμπνέονταν πάντα απ’ την οργανική αναγκαιότητα των κειμένων. Δεν ήταν αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του λόγου που γεννούσε τις εμπνεύσεις, τους σχηματισμούς και τις στάσεις των ηθοποιών, ήταν απλώς ένα στόλισμα, μια θεατρική γιρλάντα που κάποιες φορές κατόρθωνε να φτάσει ως το σχόλιο. Δεν υπέβαλε στον θεατή. Η σκηνοπραξία ακουμπούσε πολύ χαλαρά στο συμπίλημα των ταξιδιωτικών εντυπώσεων των ξένων περιηγητών και μόνο σε πολύ λίγες στιγμές ερεθιζόταν απ’ τα διαλαμβανόμενα, διατηρώντας τις πιο πολλές φορές μια εικονοποιητική ανεξαρτησία. Αυτό δεν ωφειλόταν σε αναπάρκεια η παρεξήγηση, φαινόταν καθαρά πως αποτελούσε σκηνοθετική άποψη, να μην επηρεαστεί δηλαδή και να μην επηρεάσει κι έτσι περιορίστηκε σε κινησούλες, περασματάκια, στησίματα, χειρονομίες, εκφράσεις (μούτες) και σατιρισμούς.

Όταν ο ηθοποιός Σαμψών Φύτρος από αποστασιοποιημένος αφηγητής μεταμορφώθηκε σε πρόσωπο πάσχον, όταν καταλήφθηκε από τον μανιακό οίστρο του Αβά Φουρμόντ («Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα… Από την Σπάρτη δεν απόμεινε λίθος επί λίθου») όταν δηλαδή το άνευρο θέαμα έγινε θέατρο, οι θεατές ανακάθησαν στις καρέκλες τους. Αισθάνθηκαν πως είχαν κληθεί εκεί για να συμμετάσχουν. Το περιεχόμενο όλων αυτών των χρονικών, λίγο πολύ είναι γνωστό σε όλους μας. Το πεντάτομο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα» πούλησε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και εκτός αυτού πολλά μεμονωμένα αποσπάσματα και του Μπάιρον, και του Φουρμόντ και του Σατομπριάν και του Άντερσεν και της συζύγου Έλγιν έχουν δημοσιευθεί πολλές φορές ώστε η ανακοίνωση τους να μην είναι ο κύριος σκοπός της παράστασης. Κατά τη γνώμη μου ήταν απαραίτητο μεγαλύτερο ποσοστό θεατρικότητας, ψυχικής συμμετοχής ηθοποιών και θεατών στο δρώμενο και όχι η ψύχρα της διάλεξης.

Έχω ακόμα να προσθέσω πως η ανέμελη και γι αυτό κυνική, η βρετανική αναισθησία που έβγαινε από το υποκριτικό ύφος της Φρόσως Ζαγοραίου ως κα Έλγιν, ακριβώς επειδή αυτό το στοιχείο ενοχλούσε, λειτουργούσε στο θυμικό του θεατή. Εξαιρετική ηθοποιός η Ελένη Ευθυμίου και στα τραγούδια της αξιοθαύμαστη. Στοιχείο γοητευτικό τα τραγούδια στη συνολική εντύπωση, έχω ωστόσο μια ουσιώδη παρατήρηση να προσθέσω. Για το ανεπαίσθητο, το φευγαλέο στιγμιότυπο, που τραγουδήθηκε α καπέλα ένα τετράστιχο από ένα ελληνικό παραδοσιακό, άλλαξε το κλίμα. Οι περιγραφές του τόπου, τα ονόματα των περιοχών, οι αναφορές στους κατοίκους αυτής της χώρας, έστω και μυκτηριστικές, πήραν μια ζεστή αίσθηση ιθαγένειας. Η επιλογή των τραγουδιών μπορεί να υπογράμμιζε το αλλότριο ήθος αλλά και το μέλος της παράδοσης απαιτούνταν για να γεωγραφηθεί ο τόπος.

Με εμφαντικές ερμηνείες των διάφορων ρόλων τους οι Θέμης Μητρόπουλος και Θοδωρής Σκυφτούλης συμπλήρωναν το κουιντέτο των πολύ καλών εκτελεστών που ολοκλήρωνε την εντύπωση της υψηλής στάθμης, υπάκουο στη μπαγκέτα της Κυριακής Σπανού, που συνέθεσε και σκηνοθέτησε το θέαμα. Μαζί με τους επαίνους προς όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δημιουργών των υπαινικτικών σκηνικών και κοστουμιών Απόστολου - Φωκίωνα Βέττας, Ολυμπίας Σιδερίδου και Μάρθας Φωκά, της ατμοσφαιρικής μουσικής του Κώστα Βόμβολου, είναι απαραίτητο να συγκατανεύσουμε στο ιδεολογικό επίγραμμα πως το θέμα που παρακολουθήσαμε αναφερόταν «στον τρόπο που γνωριστήκαμε με την Ευρώπη, την εκατέρωθεν στρέβλωση της εθνικής μας ταυτότητας και η συγκεχυμένη ιδέα της αυτογνωσίας μας που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα», όπως γράφει η σκηνοθέτης. Προσθέτοντας απαραιτήτως πως οι ξένοι ποτέ δεν μας άφησαν ανεπηρέαστους για γνωρίσουμε εαυτούς και αλλήλους, να εκτιμήσουμε την ιστορία και την παράδοση μας και τις μαρτυρίες της μαρτυρικής πορείας μια φυλής με πανάρχαιες ρίζες. Κοντολογίς αυτό που είδαμε ήταν μια παράσταση με αξιέπαινες προθέσεις, και όπως σημείωσα στην αρχή ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, με μερικές ίσως επιφυλάξεις στην άποψη και με λίγη ασάφεια στους στόχους της

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

- Ω, ναι, το όνειρό μου το ανομολόγητο ήταν να ήμουν ηθοποιός!



Μικρά Διονύσια από το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο

Είναι χαρά θεού
όταν βγαίνουν ευχαριστημένοι ο θεατές από μια παράσταση στην Επίδαυρο. Ακούς και βλέπεις τον κόσμο γύρω σου να ‘ναι ικανοποιημένος, γελαστός, καλοδιάθετος και να σχολιάζει το θέαμα που παρακολούθησε ανατρέχοντας σε σκηνές, σε ερμηνείες, σε στιγμιότυπα. Νοιώθεις να σε περιβάλλει μια θέρμη, ένας παλμός θεατρικής ευδαιμονίας, να σε παρασέρνει ένα ρεύμα ζωηρότητας καθώς το πλήθος κατηφορίζει χοροπηδητά την πλαγιά απ’ το λόφο του θεάτρου προς το ίσιωμα. Και είναι σαν να νοιώθεις τον ίδιο το Διόνυσο να ροβολάει αγκαλιαστά με τους άλλους στην κατηφοριά του Κυνόρτιου, μέσα στη ίδια μέθη κι αυτός, συμμέτοχος στην ίδια κοινωνία των αχράντων μυστηρίων της θεατρικής πράξης. Τι να γράψω πλέον εγώ, τι να γράψεις εσύ και τι να γράψουν οι άλλοι, όλοι εμείς με τους ξεστρατισμένους νόες, περιπλανώμενοι στους λαβύρινθους των αποσημειολογιών όταν οι φυσικοί αποδέκτες, ψυχές, πνεύματα και σώματα των απλών ανθρώπων λαλούν και λέγουν. Μια μέτρηση του συνολικού συναισθήματος του κοινού μετά από μια παράσταση θα ήταν η αυθεντικότερη αξιολόγηση της τέλεσης που προηγήθηκε. Αλλά και μόνο να βλέπεις και να ακούς αυτούς που ξεχύνονται μετά την «απόλυση» της λειτουργίας αρκεί για να καταλάβεις αν μια παράσταση έπιασε, άγγιξε, προσλήφθηκε και άφησε συγκίνηση στο άγγιγμά της. Και η παράσταση «Μικρά Διονύσια» απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στην Επίδαυρο αυτά όλα τα πέτυχε.

Με τον θεό Διόνυσο ως πρόπλασμα
ο Κώστας Γεωργουσόπουλος εμπνεύστηκε ένα Διονύση, φροντιστή τάχα του θεσσαλονικιώτικου θεάτρου, που μ’ ένα μπαούλο, παραδοσιακή αποσκευή των θεατρίνων κι ένα μάτσο χαρτιά με υποτιθέμενες σημειώσεις και με τα φύλλα της μνήμης του πρωταρχικό μέσο, να τα ξεδιπλώνει ζωντανεύοντας, σκηνές και πρόσωπα, λόγια και περιστατικά και σαν μάγος ιεροπράκτης να φέρνει μπροστά στα μάτια μας μικρά όστρακα απ’ την πενηντάχρονη ιστορία του θεάτρου. Ο συγγραφέας, ποιητής και θεατρικός κριτικός, γνώστης και μάρτυρας της θεατρικής εποποιίας, δεν πρωτοτύπησε με το σεναριακό του εύρημα αλλά το πραγματεύθηκε αριστουργηματικά δείχνοντας την ιδιαίτερη και πολυμερή του κλάση . Διαρθρωμένο με άξονα τον αφηγητή ανοίγει σαν βεντάλια το πολύφυλλο χρονικό του θεάτρου και νοιάζεται βέβαια για τη σαφήνεια αλλά δεν αρνείται και την ελλειπτικότητα κι έτσι ποιητικά οι τραγικοί ήρωες βγαίνουν μέσα απ’ το Χορό σε μια μεταφυσική αλληλουχία. Το τοπίο είναι κι αυτό τόπος υπερβατικός, αλλόκοτα φωτισμένος με προβολές σχεδίων και σχηματισμών που μεταβάλουν τις ακίνητες παρουσίες των βράχων σε εναλλασσόμενες εντυπώσεις. Εξαιρετικά γραμμένο το λιμπρέτο οδηγεί τη σκηνοθεσία σε εμπνεύσεις αλλεπάλληλες και οι παρεμβατικές εμφανίσεις του ποιητικορεαλιστικού φαντάσματος φροντιστή Διονύση, επαναφέρει την ισορροπία της ιστορικής σειράς της αφήγησης.

Ο εν λόγω Διονύσης,
με ηθογραφικές πινελιές πότε πότε, λίγο Φήμιος άλλες φορές και επιθεωρησιακός κομπέρ στην ανάγκη, βγάζει απ’ την τσέπη του χαρτιά με σημειώσεις με λόγια που κράτησε απ’ τον Καραντινό, απ’ τον Βολανάκη, τον Ευαγγελάτο, τον Παπαβασιλείου, αποφθέγματα σαν συνοπτικά σχόλια, σαν αποστάγματα, σαν λεζάντες. Εδώ να σημειώσω μια παρατυπία. Η προβολή των πορτραίτων στους βράχους διέλυε την ατμόσφαιρα του θεάτρου και φτήναινε την παράσταση σε επίπεδο τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ. Να γυρίσουμε στα όσα διαφύλαξε ο Διονύσης. Ναι, λοιπόν λόγια ωραία, σοφά, συνοψιστικά, που όχι μόνο τα καταλαβαίνει ο θεατής μα τα χαίρεται, τα χειροκροτεί και τα συμμερίζεται. Σκέψεις των μεγάλων δασκάλων που πέρασαν απ’ τη διεύθυνση του θεάτρου μα και αποσπάσματα από ρόλους που ο παλαίμαχος τεχνικός τα κράτησε στη μνήμη του. Τι ωραία και πολύτιμη διαπραγμάτευση, από τον παλαίμαχο επίσης, δάσκαλο, μεταφραστή και συνοδοιπόρο κι αυτόν της θεατρικής περιπέτειας.

Η σκηνοθεσία των Γιάννη Ρήγα
και Γρηγόρη Καραντινάκη φτέρωσε το ωραίο γραπτό και του ‘δωσε διαστάσεις, βάθος και χαρακτήρα. Με ευλάβεια και γνώση ξετύλιξαν την ονειρική τοιχογραφία, φτιαγμένη ψηφίδα, ψηφίδα από το όλο τέχνημα και τα ‘δεσαν τα ταίριαξαν και τα συνόψισαν. Με δουλεμένες τις ερμηνείες των τραγικών προσώπων, με τον Χορό διαλαθόντα και διελαύνοντα, μετασχηματιζόμενο να φανερώνεται και να χάνεται και μετά πάλι να προβάλει σε άλλη σειρά και διάταξη, φέρνοντας μαζί του άλλη μορφή της πινακοθήκης του τραγικού πανθέου. Με τα αριστοφανικά η στάθμη κατέβηκε και η ευφροσύνη της ποιητικής χαράς σύρθηκε στο χώμα. Τα καμώματα, τα άχαρα και τα κακόγουστα με τους φαλούς τους υπερβολικούς – να ‘ ταν άραγε μια καταγγελία, ένας υπαινιγμός από μέρους του Γεωργουσόπουλου για την νεοελληνική κατάχρηση του γονιμικού συμβόλου, ή ήταν μήπως άτυχη αντίληψη πως μετά τα τραγικά ρίξ’ τους, στους θεατές, φαλούς φαλότατους, για να κακαρίσουν, ποιος ξέρει; Υπήρξαν ωστόσο στο κομμάτι των αριστοφανικών και καλές στιγμές, αν και λίγο νευρικές από σκηνοθετική άποψη.

Σ’ αυτή τη χρονογραφική σύνοψη
μιας επετηρίδας οι ερμηνείες των μεγάλων ρόλων που παρελαύνουν, ασφαλώς δεν πρέπει να είναι το πρώτο ζητούμενο. Αν και ο Χορός σαν σύνολο ήταν εξαιρετικά δουλεμένος και η χορογράφηση του ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, για τις ερμηνείες των κλασικών ρόλων, εδώ δεν επιτρέπονται αυστηρές απαιτήσεις. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε το θέμα με αναφορά σε φιλότιμες προσπάθειες, αν δεν είδαμε πεντέξη άριστες επιτεύξεις, σε επίπεδα ολοκληρωμένων έργων και όχι αποσπασματικών συντμήσεων. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το μειονέκτημα, να δουλεύεται μόνο ένα κομμάτι ενός ρόλου κι όχι στο σύνολό του το τραγικό πάθος με όλες τις εναλλαγές και τις αυξομειώσεις του. Οι άνθρωποι της σκηνής το ξέρουν καλά αυτό το μειονέκτημα απ’ τα χρόνια της δραματικής σχολής, οι εκτός θεάτρου, το αντιλαμβάνονται κάποιοι αλλά δεν το γνωρίζουν στην πράξη. Ναι, λοιπόν, εδώ είχαμε τέτοιες εκπλήξεις.


Να αναφέρω με ενθουσιασμό
την Ταμίλλα Κουλίεβα στην Ηλέκτρα, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στην Κλυταιμνήστρα και να ευχηθώ να τις δούμε σύντομα μαζί σε μια ολοκληρωμένη δουλειά και γιατί όχι, με τον εξαιρετικό Λάζαρο Γεωργακόπουλο, που κι αυτός στο ρόλο του Ορέστη ήταν εξαιρετικός. Οι δυο πρώτες ήταν πολύ καλές και στους ρόλους της Μυρίνης (της έλλειψε η εξοικείωση με το είδος) η πρώτη και της Κασσάνδρας η δεύτερη και ο Γεωργακόπουλος επιτέλεσε αξιοσημείωτο κατόρθωμα με το απόσπασμα του τιτάνιου ρόλου του Προμηθέα. Ορέστη (του Ευριπίδη) ερμήνευσε με πολλή καλή επίδοση και ενδιαφέρουσα προσέγγιση ο Νίκος Ψαράς. Μια ακόμα Ηλέκτρα επίσης ερμήνευσε στέρεα η Μαρία Καραμήτρη. Από τον καλοστημένο Φύλακα ( Αντιγόνη) του Γιάννη Καλατζόπουλου έλειψε, νομίζω το ηθογραφικό στοιχείο. Ο Αίαντας του Δημήτρη Κολοβού, ρόλος απολύτως ηρωικός, δεν ήταν για τα μέτρα του καλού κατά τα άλλα ηθοποιού, όπως επίσης και η Πραξαγόρα της Σοφίας Λάππου κραύγαζε ζητώντας απελπισμένα σουμπρέτα και όχι κομεντιέν, την ίδια στιγμή που η καταλληλότατη Φωτεινή Μπαξεβάνη αγωνιζόταν να φτιάξει μια καρικατούρα άσχημης γριάς στον Πλούτο του Αριστοφάνη και να βρει άκρη με τον αδρανές απόσπασμα της Ελένης. Η εξαιρετική Λίνα Λαμπράκη, ηθοποιός με μεγάλη γκάμα φωνής και πλούσια ποικιλία, στην Εκάβη απέδωσε με ενάργεια την οδύνη του ρόλου αλλά ανεξήγητα τον κράτησε σε ελαφρούς, γλυκερούς τόνους.

Δυο ακόμα δεινοί ερμηνευτές,
βετεράνοι της παλιάς φρουράς, ενίσχυσαν την παράσταση με ερμηνείες γερές, δυνατές, διεξοδικές, πλούσιες και απολαυστικές. Ο Γιάννης Μαλούχος στο ρόλο του Φρύγα, ξεσήκωσε το κοινό σε θερμό χειροκρότημα και ο Κώστας Σαντάς σε έναν Κινησία που απογειώθηκε σε σπαρταριστά πετάγματα. Για τον Γιώργο Αρμένη, τον αξονικό Διονύση, να πούμε πως ανταποκρίθηκε σ΄ αυτόν τον θεμελιώδη ρόλο με την γνωστή του άνεση και μοίρασε και στήριξε και γέμισε την παράσταση δημιουργώντας με την παρουσία του μικρές και μεγάλες επιστροφές και συγκινήσεις. Ιδιαίτερη στιγμή όταν ο Διονύσης, φροντιστής μια ζωή, δίπλα στη θεατρική πράξη συμπαραστάτης εξωτερικός, ομολογεί πως σ’ όλη του τη ζωή επιθυμούσε να είναι ηθοποιός. Με οξυδέρκεια ο συγγραφέας (ηθοποιός κι αυτός πριν από όλα τ’ άλλα) φανέρωσε αυτόν τον καημό που κρύβουν όλοι όσοι περιτριγυρίζουν τη σκηνή χωρίς να τολμούν ν’ ανέβουν, όλοι, είτε είναι φροντιστές, σκηνογράφοι, μαραγκοί, ηλεκτρολόγοι η θεωρητικοί. Ιδίως οι τελευταίοι.

Γιώργος Χατζηδάκης