Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Σάτιρα – Ζοφερή πραγματικότητα 1- 0 "Ελίζαντεθ" στις Ράγες




ELIZADETH από την ομάδα backup στις Ράγες

Αυτή η εκρηκτική άνθιση του θεάτρου, η ανεξήγητη , πέπρωται να οδηγηθεί σε λίγα χρόνια σ’ έναν θλιβερό μαρασμό. Το κομμάτι αυτό της κοινωνίας που θάλλει σκανδαλωδώς και μας κάνει να τρίβουμε τα μάτια μας, παρατηρώντας στο ένα εμπορικό μαγαζί που κλείνει δυο θέατρα να ανοίγουν, αυτό το ευφορικό φαινόμενο λοιπόν, δεν θα διατηρηθεί. Το θέατρο θα ακολουθήσει κι αυτό τη μοίρα όλου του ελληνικού κορμού. Θα καταρρεύσει! Αυτό το δυσοίωνο μήνυμα έρχεται όχι από κάποιον κοινωνιολόγο, μελλοντολόγο, οικονομικό αναλυτή, προφήτη η καφετζού αλλά από μια θεατρική παράσταση. Μέρες μεγάλης μιζέριας προβλέπονται για το θέατρό μας και αναδουλειά, φτώχια και πείνα περιμένει τους ηθοποιούς. Τα σίριαλ θα σταματήσουν, το Εθνικό Θέατρο θα πουληθεί στο ΙΚΕΑ, η Λυρική θα γίνει Σουπερμάρκετ και οι πρωταγωνιστές του θεάτρου και της τηλεόρασης θα καταντήσουν σουβλατζήδες, καθαριστές, ντελιβερήδες, παπατζήδες, πλανώδιοι μουσικοί, λουλουδάδες, ομπρελάδες, λαχειοπώλες κι όποιο άλλο παρασιτικό επάγγελμα για να «τη βγάλουν». Και ξαφνικά, ενώ όλα είναι «μαύρα κι άραχλα» σ’ αυτή την απελπιστική κατάσταση «σκάει» η είδηση πως η «Ακατανόμαστη», πρωταγωνίστρια του παλιού καλού καιρού, βαθύτατα απαξιωμένη απ’ όλους, βρήκε χορηγό και ετοιμάζει μια θεατρική παραγωγή.

Δεν σκοπεύω βέβαια να σας αφηγηθώ το έργο. Θα ήταν ενέργεια αθέμιτη αλλά και μάταιη αφού η σάτιρα αλυσιδωτών εκρήξεων και τα πυροτεχνήματα των έξυπνων ευρημάτων που σκάνε επί σκηνής αλλεπάλληλα, σε ρυθμούς καταιγιστικούς δεν περιγράφονται και κάθε απόπειρα θα αδικούσε την εντύπωση που αποκομίζει ο θεατής. Φαίνεται πως εξ αρχής υπήρξε ένας καμβάς από έργο μάλλον ξενόφερτο. Πάνω σ’ αυτό ο Χάρης Ρώμας σχεδίασε μια δική του έμπνευση κι αυτό το παρέλαβε η ομάδα backup και κυρίως ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καρατζιάς και σήκωσε έργο και παράσταση όπως θα φούσκωνε ένα μπαλόνι με το αέριο της απογείωσης.

Ετερόκλητα τα πρόσωπα που καλούνται να συγκροτήσουν τον θίασο – στο έργο -- με το κουσούρι του το καθένα, μια ανθολογία από σπαρταριστές καρικατούρες, σαν σκίτσα του μετρ της γελοιογραφίας Αλμπέρ Ντυμπού. Διάφορα σουλούπια, μεγέθη, με σωματικά με ελαττώματα και ποικιλίες που ωστόσο προεξέχουν τα χαρακτηριστικά των θεατρίνων. Μωροφιλοδοξίες, αλαζονείες, βεντετιλίκια, ανταγωνισμοί, αντιζηλίες, έρωτες, μίση και πάθη. Το πιο διασκεδαστικό είναι πως καθένα απ’ τα πρόσωπα αυτά έχει μια αντιστοιχία με την σημερινή πραγματικότητα. Διακριτικά. Αυτό είναι ένα απ’ τα επίπεδα της σάτιρας. Μια ανάγνωση με γεύση επιθεώρησης.

Τα δελτία τύπου της ομάδας δίνουν ένα διάγραμμα της υπόθεσης και μια περιγραφή των προσώπων του «θιάσου των ποικιλιών»: «ένας ματαιόδοξος "εναλλακτικός" (διάβαζε ψώνιο), σκηνοθέτης,(κωμικός μεγάλου διαμετρήματος) ένας νευρωσικός αλκοολικός, εκπεσών πρωταγωνιστής του θεάτρου, μια βουλιμική ιέρεια της τέχνης, μια υπερφιλόδοξη νέα Κυπραία ηθοποιός, μια ετοιμόγεννη υστερικούλα πρώην σταρ σαπουνόπερας, ο σύζυγος της (σαν σωσίας του Τζέρυ Λούις), ένας ατάλαντος τσεβδός μουσικός, μια παντελώς κουνημένη θεατρική συγγραφέας, μια φιλοβασιλικιά παραγωγός "μαιμού" και μια μανιακή λεσβιάζουσα καπνίστρια διευθύντρια σκηνής(εξαιρετική τυπίστα) ». Ακολουθώντας την παράδοση των μπουλουκιών ο θίασος προσάρμοσε τους ρόλους στο physic και στις ιδιαίτερες δεξιότητες κάθε ηθοποιού και μ’ αυτά τα δεδομένα το έργο πήρε την τελική μορφή του και η παράσταση ανοίγει τα φτερά της.

Η βασική υπόθεση του υποτιθέμενου έργου έχει να κάνει με την διένεξη ανάμεσα στη βασίλισσα Ελισάβετ και την Μαρία Στιουάρτ. Η παρώδηση ξεχειλίζει οργιάστικά. Έχουμε λοιπόν και λέμε: Πρώτο επίπεδο οι ηθοποιοί του υποτιθέμενου θιάσου, δεύτερο επίπεδο οι αντιστοιχίες καθενός απ’ αυτούς με τα πρόσωπα- στόχους της σημερινής πραγματικότητας, τρίτο επίπεδο τα πρόσωπα του κλασικού δράματος.

Αν η σκηνοθεσία δεν είχε την σπουδαία ικανότητα να χειρίζεται με δεξιοτεχνία την μπαγκέτα της κι αν οι ηθοποιοί δεν ήταν ο καθένας πολλές γραμμές πάνω απ’ τα τρέχοντα standard, τότε θα υπήρχε κίνδυνος αυτό όλο το πλέξιμο να γινόταν μια σκηνική μουντζούρα. Τα θετικά όμως υπάρχουν και ο τυχερός θεατής απολαμβάνει την εξαιρετική αυτή σάτιρα που κεντράρει μεν μια ζοφερή πραγματικότητα αλλά που σου την σερβίρει σαν μια απολαυστική σπεσιαλιτέ. Δεν υπάρχει λόγος να κρίνω χωριστά τον καθένα απ’ τους ηθοποιούς. Και οι εννιά ήταν υπέροχοι. Πολυξένη (Σάββα), Τριανταφυλλιά (Ταμπαλιάκη), Αναστάση (Κολοβέ), Δήμητρα (Κολλά), Δημήτρη ( Καρατζιά), Μελίνα (Κυριακοπούλου), Τάσο (Τζιβίσκο), Αλκμήνη (Σταθάτου), και Αλέξανδρε ( Παρίσση) σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω. Έχετε όλοι το μέγα χάρισμα. Να ‘στε καλά.
Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Άστοχη επιλογή, παραπλανημένη σκηνοθεσία




Shopping and fucking από την ομάδα fAbricART στο «Βαφείο»



Η μεσήλιξ κυρία, με την ανθοδέσμη στα χέρια, κατέβηκε απ’ το ταξί, μπροστά στην πόρτα του θεάτρου πίσω απ’ το Εθνικό.. Και εκεί κοκάλωσε. Ένας εξαθλιωμένος , καθισμένος στα σκαλιά του νεοκλασικού, προσπαθούσε να κάνει την ένεση στο πέος του, ενώ ένα ετοιμόρροπο θηλυκό του παραστεκόταν. Οι ασφαλισμένοι που πάνε στα ιατρεία του ΙΚΑ, στην πλατεία θεάτρου πίσω απ’ τη Βαρβάκειο Αγορά, βρίσκονται κυριολεκτικά μπροστά σε μια κόλαση και σε σκηνές που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν. Τους δυο τελευταίους μήνες επτά τεμαχισμένα πτώματα έχουν βρεθεί σε χωματερές και οι καθημερινή ειδησεογραφία, εγχώρια και διεθνής μας , μας ενημερώνει για το βάθος της φρίκης στο οποίο βυθίζεται όλο και πιο βαθειά η ανθρωπότητα. Αυτά λοιπόν που μας περιγράφει ο Ρέηβενχιλ στο Shopping and fucking, μόνο σαν ένα ειρωνικό κόμικς θα μπορούσε να ευσταθήσει… Πριν από δέκα χρόνια, που το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Αμόρε» προκάλεσε ίσως κάποιο σοκ με την ωμότητα των σκηνών του και με την τόλμη των εξτρεμισμών του. Στη δεκαετία που μεσολάβησε όμως έχει επέλθει απόλυτη εξοικείωση με κάθε είδους διαστροφή κι όσα διαδραματίζονται στην σκηνή του «Βαφείου» μόνο χασμούρημα προκαλούν. Τα φιλόπονα και φιλότιμα παιδιά της ομάδας fAbricART αστόχησαν στην επιλογή τους.

Αφού το διαδίκτυο είναι σήμερα σε θέση να μας ενημερώσει παραστατικότατα για τις πιο ακραίες σεξουαλικές διαστροφές και η καθημερινή πραγματικότητα μας κατεβάζει στα πιο σκοτεινά πηγάδια της ανθρώπινης απελπισίας γιατί να πάμε στο θέατρο να δούμε σκηνές ερτζάτς; Και γιατί κάποιοι καλοί ηθοποιοί κοπιάζουν να μεταμφιέζονται , χτυπιούνται κυριολεκτικά στους τοίχους, στις κολώνες και στα πατώματα για να δείξουν μια φρενίτιδα που δεν έχουν και σκηνοθέτες πασχίζουν μάταια να δώσουν κοφτερές αιχμές πραγματικότητας σε κάτι που κραυγάζει πως είναι φτιαχτό. Έχω την εντύπωση πως υπάρχει μια παρανόηση και μια παραπλάνηση κι έχουμε υποχρέωση να το πούμε. Ο χρόνος με κατέστησε δάσκαλο κι αυτό έχει ευθύνες και υποχρεώσεις που η φιλία και η αγάπη τις μεγαλώνει

Το βασικό λάθος , είπαμε είναι η επιλογή του έργου. Είναι έργο ξεπερασμένο, μπαγιάτικο. Δεν έχει ούτε κόκκο απ’ την δεινή εποχή μας. Δεν αποκαλύπτει τίποτα και δεν προτείνει τίποτα. Η σκηνοθεσία χειροτέρεψε τα πράγματα περιγράφοντας τα πρόσωπα και τα γεγονότα με απλοϊκή εξωτερικότητα. Μα καλά, τα άτομα αυτά, περνάνε από τόσα, έρπουν και συστρέφονται σαν γαιοσκώληκες, βυθίζονται στα ελώδη ερέβη και δεν αισθάνονται τίποτα; Δεν πάσχουν; Μια ανθρώπινη ύπαρξη έχει διαστάσεις, διέρχεται διακυμάνσεις πριν γίνει σύμπτωμα. Οι απροκάλυπτες σεξουαλικές συνευρέσεις, τα αναίτια ξεγυμνώματα, οι εμετοί και οι ποικίλοι παροξυσμοί στέρησαν την παράσταση από κάθε αλήθεια. Βλέπαμε μονοδιάστατες φιγούρες και όχι ανθρώπους. Ο θεατής έχει ανάγκη να πειστεί πως τα πρόσωπα του έργου είναι άνθρωποι , άνθρωποι απελπισμένοι, σε θανατερά αδιέξοδα, σε μια ακραία ράμπα πάνω απ’ το χάος και λυπάμαι που θα το πω, αυτά δεν επιτυγχάνονται με το γυμνό στήθος του κοριτσιού και με το τσιτσίδωμα του αγοριού.

Υπήρχε ωστόσο μια ευκαιρία που χάθηκε μέσα στη ζάλη της παρανόησης. Το έργο είναι ασήμαντο, δραματουργικά ανούσιο. Έχει όμως μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι ένα αποκορύφωμα, μια καπιτάλε εκτίναξη που θα έριχνε λίγο απ’ το μαγικό φίλτρο που σταλάζει ο Ζενέ στα εφιαλτικά του τεχνήματα. Η σκηνή της θυσίας. Ο επιδιωκόμενος μαρτυρικός θάνατος για την προσέγγιση της υπέρτατης ηδονής. Μια θέωση . Κάτι απ’ την Αυτοκρατορία των αισθήσεων του Μισίμα. Ούτε το κείμενο υποστήριξε αυτήν την κατεύθυνση, ούτε η σκηνοθεσία, που με την εμμονή της να στήνει συνεχώς σκηνές σεξουαλικών πράξεων αποδυνάμωσε το μεγαλείο ενός τελετουργικού φινάλε. Συγχαρητήρια ωστόσο στα παιδιά Φάνη Κατέχο, Μαριλένα Ράδου, Παύλο Μελικίδη, Νεκτάριο Δημητρακόπουλο, Γιάννη Γιαννακόπουλο, που κουράστηκαν και προσπάθησαν για την παράσταση. Λυπάμαι που έχω αντιρρήσεις αλλά χαίρομαι που δεν τις πνίγω σε συμβατικές επιδαψιλεύσεις. Μόνο με την αλήθεια , μόνο μ’ αυτήν θεμελιώνεται ο γόνιμος διάλογος για την τέχνη κι έτσι πάει προχωρεί ο κόσμος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Ένα αγγελικό τέχνημα που σύζευξε τρεις κόσμους




«Λωξάντρα» από το ΚΘΒΕ

Αδικείται ο αθηναίος θεατής της «Λωξάντρας». Αδικείται και η παράσταση. Αδικούνται σκληρά και οι ηθοποιοί. Η «Λωξάντρα», που κατέβασε το Κρατικό Βορείου Ελλάδος στην Αθήνα, δεν ευτύχησε στον αχανή χώρο του Μείζονος Ελληνισμού. Κάθε σκηνή έδειχνε πως ήταν στημένη για χώρο μισού μεγέθους , για πιο σφιχτή πλέξη. Και η πλατεία κι αυτή γηπεδικών προδιαγραφών. Κερκίδες σταδίου, αποστάσεις ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, αρένα ιπποδρομίου. Αγναντεύει ο θεατής και αγνάντεμα στο Μυστήριο γίνεται; Το Μυστήριο απαιτεί συμμετοχή. Μέθεξη. Να γράψω και δυο λόγια στην ίδια ένσταση. Χαώδης και η κοσμοσυρροή. Δυο τεράστιοι χώροι, προαύλιο και φουαγιέ κατάμεστα, όχι από μύστες η προσκυνητές, αλλά από κοσμικούς και χαροκόπους, πλήθος ελαφρών διαθέσεων, με τις κάμερες να στριφογυρίζουν ολούθε σκοπεύοντας και κυνηγώντας τους κι άλλοι να ελίσσονται για ν’ αξιωθούν να βρεθούν στο στόχαστρό τους. Και γέλια και κακαρίσματα και βαβούρα και εναγκαλισμοί και φιλήματα. Άβατοι και απροσπέλαστοι ήταν κάποτε και ιεροί οι τόποι των Μυσταγωγιών κι όσοι προσέρχονταν είχαν εξαγνιστεί πρωτύτερα και είχαν νηστέψει κι είχαν σωπάσει κι είχαν μονωθεί για να αξιωθούν την συμμετοχή. Σημεία των καιρών.

Όχι, φίλε αναγνώστη, δεν τρελάθηκα, δεν έχω καταληφθεί από μισανθρωπία η αγοραφοβία, αντικοινωνικότητα η το σύνδρομο του μοναχισμού. Τα γράφω όλα αυτά γιατί ο Χατζάκης οργάνωσε ένα Μυστήριο, ένα αγγελικό τέχνημα τρισδιάστατο που σύζευξε τρεις κόσμους, τον κόσμο της ζωής, τον κόσμο τον μετά απ΄ αυτήν και τον τρίτο, της προέλευσης. Πήρε ένα ηθογραφικό μυθιστόρημα, γεμάτο από ζωϊκότητα, από μικρά και μεγάλα ανθρώπινα πάθη, αδυναμίες, ανάγκες και προσπάθειες, γεμάτο από μνήμες και ιστορία και παραδόσεις, μια τοιχογραφία ανθρώπινης περιπέτειας - και για μας τους ρωμιούς περιπέτειας συγκινητικής – και σαν να πρόσταξε, άνοιξαν οι κόσμοι οι άλλοι, ο κόσμος του μετά κι ο κόσμος του πριν, οι άγνωστοι, που σαγηνεύουν την μεταφυσική ιδιοσυγκρασία του Χατζάκη και που αυτός ξέρει , σαν άρχοντας μυστικών τελετουργιών , να τους φανερώνει. Έφερε στη σκηνή σκιές και ονειρικά εκτοπλάσματα, «…κι έκαμε θαύμα τ’ άδικο, δίκιο την αμαρτία, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους…». Κι όχι μόνο να περπατούν, αλλά και να συνομιλούν, να ανταλλάσσουν, να παραπονούνται και να κακιώνουν μα και ν’ αγαπούν και να φιλιώνουν και να χορεύουν. Μεγαλειώδης η σκηνή του Δημητρού που με δυο κουβέντες, αποχαιρετάει τη γυναίκα του και χορεύοντας ανηφορίζει στην αποθέωση του...Αυτά βιώνονται απ' το κατώφλι μιας προσευχής κι όχι απ' την πλατφόρμα του λιμανιού που το καράβι πάει για τη Μύκονο.

Ήταν λοιπόν η παράσταση που είδα, έστω από μακριά (απ’ την 18η σειρά ), μια σπουδαία παράσταση, με την έννοια ένα σκηνικό δημιούργημα, άξιο σπουδής και μελέτης. Ένας σημειολόγος θα είχε πολλή δουλειά να κάνει. Η όψη ήταν ένα ρωμαίικο ραβαΐσι σ’ ένα αστικό κωνσταντινουπολίτικο πλαίσιο, με όλα τα ιθαγενή στοιχεία, προβεβλημένα, (κουζίνα, προφορά, εθιμοτυπία). Μπροστά απ’ την επιφάνεια , ορθωνόταν ευδιάκριτο το στοιχείο το κυρίαρχο της μητριαρχίας . Άξονας της οικογενειακής κοινωνίας η Μητέρα, μεγάλη ιέρεια . Και όπως στις προϊστορικές κοινωνίες του Αιγαίου και των παραλίων του, απ’ την Κρήτη μέχρι και στη χώρα των Αμαζόνων, έτσι κι εδώ η Πρώτη γυναίκα είναι που επικοινωνεί με τους νεκρούς και συνυπάρχει μαζί τους. Αυτή είναι που βλέπει τα μέλλοντα κι όσα είναι να ’ρθουν. Αυτή ερμηνεύει τους χρησμούς. (Θησαυρός στην καρβουναποθήκη). Αυτή είναι που κατέχει και τελεί μαγικές τελετουργίες. Η μαγειρική έχει την ίδια ρίζα και την ίδια προέλευση με τη μαγεία. Είναι λοιπόν η Λωξάντρα μια επιβίωση , ένα κατάλοιπο, μια μνήμη πανάρχαιας θηλυκής θρησκείας. Της Λευκής Θεάς.

Η φόρμα του λαϊκού θεάτρου είναι ένας σταθερός προσανατολισμός για τον Χατζάκη. Τα «διάβασε» η τα διαισθάνθηκε όλα αυτά τα επίπεδα. Τα μεταφυσικά τα διέγνωσε σίγουρα και τα αξιοποίησε αριστουργηματικά. Έλαβε λοιπόν ένα πλαίσιο από μια άλλη περιοχή του λαϊκής ψυχαγωγίας, το γλέντι, (οικείο στοιχείο σ’ αυτόν αφού στην Κρήτη, απ’ όπου κατάγεται, πρώτη αρετή του άντρα είναι να είναι «γλεντιστής»), και έντυσε μ’ ένα ντύμα πανηγυριώτικο την παράστασή του. Παραπομπή σε αρχετυπικά δρώμενα μπορεί να θεωρηθεί και το απόσπασμα απ’ τον «Λεπρέντη» του Χουρμούζη που «έχωσε» στη σύνθεσή του. Εύρημα αξίας αλλά θα μπορούσε να βάλει απόσπασμα από τον «Οψίπλουτο», που γράφτηκε στην Πόλη και υπάρχουν υπόνοιες πως παραστάθηκε τότε, ενώ για τον «Λεπρέντη» δεν υπάρχει καμιά τέτοια μαρτυρία. Κι εκτός αυτού ο «Οψίπλουτος» είναι σάτιρα του περίγυρου αλλά και με αντιστοιχίες σημερινές και όχι σκέτη κωμωδία. Κι ακόμα κάτι. Κακώς αναφέρεται ο Χουρμούζης ως Χουρμούζιος. Δεν δικαιολογείται τέτοιο λάθος αφού ο αγωνιστής συγγραφέας ήταν τότε ακόμα ζωντανός , ζούσε στην Πόλη και ήταν μια προσωπικότητα της κοινωνίας της.

Δεν νομίζω πως μπορώ να εξαντλήσω το θέμα μιλώντας για τη «Λωξάντρα» του Χατζάκη. Έχω πολλά να πω. Μετά από τη «Φόνισσα», τη «Νύχτα του τράγου» τον «Ιερό γάμο», τους δυο «Οιδίποδες» και του «Νεκρού αδελφού» έχω λάβει τους βασικούς κλειδάριθμους της εκστατικής του γραφής , τους κλειδάριθμους να βλέπω τις παραστάσεις του, έστω κι αν υποχρεούμαι να τις παρακολουθώ αγναντεύοντας τις εκ του μακρόθεν. Μπορεί να μην είμαι σε θέση να μιλήσω με λεπτομέρειες , λόγω μεγάλης απόστασης, για τις καλλιτεχνικές επιδόσεις καθενός απ’ τους ηθοποιούς, (παρά μόνο να πω πως όλοι ήταν η μου φάνηκαν εξαιρετικοί με κορυφαία την Φωτεινή Μπαξεβάνη) για το σύνολο όμως της θεατρικής αυτής δημιουργίας εκφράζω τον θαυμασμό μου και δηλώνω την βαθιά μου εκτίμηση σε όλους αλλά κυρίως στον μυσταγωγό σκηνοθέτη.
Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Εμπειρία στις εσχατιές της θεατρικής αναζήτησης




Δεν είναι τωρινή διαπίστωση πως η τέχνη γενικώς απομακρύνθηκε από τα κάδρα της. Είναι τώρα πολλά χρόνια που όλες οι μορφές τέχνης αναζητούν να εκφραστούν και να διαβαστούν με καινούργια αναγνωστική. Πρωταρχικά όμως τους καλλιτέχνες τους συνέχει η αγωνία να βρουν αλφάβητο να διατυπώσουν το μήνυμά τους . Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και έχουν κοινολογηθεί κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους. Οι δημοσιογράφοι με εξομολογητικές συνεντεύξεις δημιουργών, το πλήθος των θεωρητικών με αναλύσεις, όλοι αυτοί έχουν καταγίνει να παρουσιάσουν το φαινόμενο, να το εντάξουν και να το πρακτικοποιήσουν. Μα η ανησυχία των νέων δεν τιθασεύεται. Σε κάθε καμπή και φάση προβάλλει και επιχειρεί να πει τα πράγματα μ’ έναν δικό της τρόπο, πιο απορριπτικό, πιο αφοριστικό και πιο επαναστατικό. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Στο θέατρο ειδικά αυτή η φυγή προς το αλλού, μετρώντας μόνο την μεταδικτατορική περίοδο, συμπληρώνει σαράντα χρόνια.


Στο μεταξύ οι αποδέκτες, αυτοί δηλαδή στους οποίους οι κραυγές και οι φόρμες της αμφισβήτησης των νέων απευθύνονται, αγωνίζονται κι αυτοί να επικοινωνήσουν και να σπάσουν τους κώδικες ώστε να λάβουν τα μηνύματα. Κι έτσι έχουμε ένα κυνηγητό σαράντα χρόνων όπου οι αμφισβητούντες τρέχουν προς νέες κατευθύνσεις και οι αποδέκτες τους ακολουθούν ασθμαίνοντας. Το αστείο μαζί και θλιβερό του φαινομένου είναι οι δυστυχείς θεωρητικοί που με τα επιστημονικά εργαλεία τους επιχειρούν σαστισμένοι να προλάβουν και να καταλάβουν, και προσπαθώντας να συλλάβουν το ασύλληπτο και να περικλείσουν σε νεολογικές ορολογίες με αποτέλεσμα να περιπλέκουν την ασυνεννοησία και να παραπλανούν εξαντλητικά τους αποδέκτες. Η κατάσταση παρουσιάζεται ως χαώδης, αγαπητέ μου απλέ θεατή, που θέλεις να επικοινωνήσεις με τις προκλήσεις των αυτών που δεν κάθονται σε μια θέση αλλά θέλουν να φύγουν μπροστά. Ο μόνος τρόπος είναι πρώτον να αγνοήσεις την δυσλεκτική θεωρητικολογία που σε περιπλέκει σ’ ένα γλωσσικό ιδίωμα, διάλεκτο της «φυλής» τους, που μόνο μεταξύ τους συνεννοούνται άνετα. Κι αφού απαλλαγείς απ’ αυτή τη βάσανο, να συγκεντρωθείς και να παρατηρήσεις προσεκτικά και με σεβασμό, το θέαμα που σου προτείνεται.


Παρακολούθησα προσεκτικά και με σεβασμό, χωρίς καμιά προκατάληψη θετική η αρνητική, το θέαμα που τιτλοφορείται «Repulsion_6» ( αφετηρία η «Αποστροφή» του Πολάνσκι, η γνωστή ελεγεία στον ερμητικό κόσμο της σχιζοφρένειας, με πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ) και που παρουσίασε η Ομάδα Erasers σ’ ένα παλιό αρχοντικό οίκημα στην οδό Μιλτιάδου, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Μια άνετη μαρμάρινη σκάλα οδηγεί σ’ ένα πολύ ευρύχωρο δωμάτιο που συνδέεται στα δεξιά μ’ έναν μακρύ διάδρομο. Αραδιασμένα κατά μήκος του διαδρόμου πέντε δωμάτια μ’ ένα μπάνιο στο απέναντι άκρο. Οι πόρτες των δωματίων είναι άλλοτε ορθάνοιχτες, άλλοτε κλειστές κι άλλοτε μισόκλειστες ασφαλισμένες με αλυσιδάκι. Σε κάθε δωμάτιο , που φωτίζεται διαφορετικά κατά διαστήματα, βρίσκεται κι από ένα κορίτσι και μαζί της ένας νέος με μια κάμερα που παρακολουθεί κάθε κίνηση, από κοντά, από πολύ κοντά η απ’ όσο γίνεται μακρύτερα. Οι κάμερες δίνουν εικόνα σε ένα σύνολο από έξη δέκτες που βρίσκονται στο αρχικό κεντρικό δωμάτιο, στη δεξιά πλευρά του οποίου υπάρχει το έκτο δωμάτιο με ένα ακόμα κορίτσι. Οι θεατές περιδιαβαίνουν στο μεγάλο διάδρομο και παρακολουθούν απ’ τις πόρτες τα διαλαμβανόμενα ή στέκουν στον κεντρικό χώρος βλέποντας τις εικόνες στους δέκτες.

Η επεξηγηματική φράση στο πρόγραμμα που πληροφορεί τον θεατή πως «Η δομή του repulsion_6 βασίζεται πάνω στη διάσπαση της αφήγησης και στις πολλαπλές οπτικές γωνίες, οι οποίες προκύπτουν από τα διαφορετικά σημεία όπου λαμβάνει χώρα η δράση: 6 διαφορετικές μορφές του Repulsion, με 6 οπερατέρ που βιντεοσκοπούν 6 performers σε 6 δωμάτια» επεξήγηση καθοδηγητική που είναι απαραίτητη για τον θεατή, ειδ’ άλλως το κατακερματισμένο θέαμα και η αποσπασματική του παρακολούθηση δεν θα του επέτρεπαν να καταλάβει περί τινος πρόκειται. Αν ο θεατής βλέποντας το ένα κορίτσι να συναρμολογεί σαν παζλ διάφορες φωτογραφίες, ένα άλλο να συστρέφεται σ’ ένα κρεβάτι, ένα τρίτον να αναδύεται και να κρύβεται πίσω από χαρτόκουτα κι ένα τέταρτο να διασχίζει ψαχουλευτά τον διάδρομο με τα μάτια δεμένα δεν διανοείται πως αυτά όλα αποτελούν κλάσματα μιας ενότητας , μιας ενιαίας προβληματικής, ενός συγκεκριμένου θέματος.


Πρέπει να συμπληρωθεί εδώ πως περιερχόμενος ο θεατής συλλέγει διάφορες και διαφορετικές εντυπώσεις από τον άλλο θεατή που θα ακολουθήσει μια διαφορετική διαδρομή στην πορεία του και σε διαφορετικές φάσεις του θεάματος. Αυτό είναι ένα στοιχείο της διαδραστικότητας αλλά δεν συντελεί καθόλου στη συγκρότηση μια ενιαίας εντύπωσης. Ο κριτικός σημειώνει την εξαιρετική και προωθημένη ερευνητική φορά της ομάδας, επαινεί αλλα διαφωνεί στην αποτελεσματικότητα της δήλωσης τους πως τους ενδιαφέρει η αποδόμηση και περιορίζεται να έχει αποκομίσει μια ποικιλία οπτικών εντυπώσεων. Που δεν είναι καθόλου λίγο. Ποια ήταν τα παιδιά της ομάδας δεν θέλουν να γραφτεί, εγώ όμως ξέρω και μαρτυράω πως οργανωτικός μοχλός ήταν η Σεραφίνα Σιδέρη κι απ’ τά άλλα κορίτσια γνώριζα την Νατάσα Ζάγκα. Το πρόγραμμα αναφέρει πως οι erasers είναι οι Γιώργος Κακανάκης, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Θάνος Ευγενίου και Σωτήρης Μήτσιος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Βουβή τελετουργία της απελπισίας



«Τα αγαπημένα σας τραγούδια» του Κρετζ στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα»

Μπορούμε να το δούμε σαν μια βουβή τελετουργία της απόγνωσης. Μια διεξαγωγή ενός τυπικού όπου η ιέρεια- θύμα, υπνωτισμένη από ιερές αναθυμιάσεις, προχωρεί αμίλητη στη κορύφωση της απελπισίας. Μπορούμε να το δούμε και σαν μια ρεαλιστική καταγραφή όπου μια μοναχική γυναίκα εκτελεί άβουλα τις προκαθορισμένες κινήσεις μιας αφυδατωμένης από κάθε αίσθημα ζωής, που επιζεί με υποκατάστατα μέσα σε παρηγορητικές συνθήκες. Η σύλληψη του συγγραφέα επιτρέπει στον θεατή να αντιληφθεί το έργο απ’ την αρχετυπική διάσταση ως την καταγγελία της εξέλιξης ενός απάνθρωπου συστήματος.
Ας προτιμήσουμε τα γυαλιά της πολιτικής ανάγνωσης.

Κατασκευάσαμε έναν πολιτισμό όπου όλα δεν είναι αλλά φαίνονται σαν να είναι. Η συμμετοχή του ανθρώπου μ ο ι ά ζ ε ι με συμμετοχή, η ζωή μ ο ι ά ζ ε ι με ζωή, η απόλαυση δεν είναι αληθινή και των πάντων η αίσθηση είναι αποστειρωμένη και προκατασκευασμένη. Η καταγγελία του Kroetz είναι σκληρή και πλατιά. Ξεκινάει απ’ την αναπαράσταση της ιεροπραξίας του θανάτου και φθάνει στον προγραμματισμένο, κομπιουτεροποιημένο κόσμο, την ρομποτική ακολουθία των κανόνων, την τεκτονική κατανομή του χρόνου σε όλες τις επιβεβλημένες απαιτήσεις της συνταγής, μιας συνταγογράφισης που περικλείνει τις φυσικές λειτουργίες, την ακριβή συμμόρφωση με όλες τις επιταγές, την ακολουθούμενη μεταμφιεστική αντιστοιχία σε κάθε φάση του προγράμματος , μια εις μικρόν αναλογία μιας μεταμφιεσμένης ζωής. Η τροφή τυποποιημένη, για την ψυχαγωγική απαίτηση η τηλεόραση και η τυποποιημένη μουσική απ’ το ραδιόφωνο, για την πνευματική ανησυχία λίγο διάβασμα πριν τον ύπνο, για την ανάγκη δημιουργίας ένα εργόχειρο με καθοδηγητικό πρότυπο. Όλη η ζωή δεδομένη με πρόβλεψη ακόμα και για το χάπι της αϋπνίας. Ένα χάπι; Η μήπως δύο; Η μήπως καλύτερα τρία; Η μήπως όλα; Κι αφού η αυστηρή τήρηση της δοσολογίας μας στέρησε κάθε αλήθεια απ’ τη ζωή αποτρέποντας μας από κάθε ενστικτώδη παρόρμηση , μήπως παραβιάζοντας την επιζητήσουμε την αλήθεια στο θάνατο; Μια έκβαση απελπιστική που προχωρεί πιο πέρα απ’ τον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» του Χάξλεϋ.

Για την παράσταση του έργου «Τα αγαπημένα σας τραγούδια» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» μας ανακοινώθηκε απ’ τη Χαρά Μπακονικόλα που το σκηνοθέτησε πως ήταν αποτέλεσμα ενός μικρού αριθμού προβών. Τα ίδια αναφέρονται και στο πρόγραμμα. Μ’ αυτές τις επεξηγήσεις ζητιέται προφανώς η κατανόησή των θεατών σε σκηνοθετικές, υποκριτικές οι άλλες αδυναμίες, ανεπάρκειες η πλημμελή ετοιμασία. Πρέπει να ομολογήσω απ’ αρχής πως όσο σχολαστικά και ευσυνείδητα κι αν είχα προετοιμαστεί για να συγχωρήσω ελλείψεις, ανεπάρκειες και άλλα ατοπήματα δεν μπόρεσα να εντοπίσω κανένα . Ίσως να έχει αμβλυνθεί η παρατηρητικότητα μου. Ίσως να με συνεπήρε το έργο, το στήσιμο της παράστασης, η ακριβής και γεμάτη ερμηνεία της ηθοποιού.
Μπορεί να επηρεάστηκα – άνθρωπος είμαι - και απ’ τον συναισθηματικό παράγοντα. Ίσως δεν μπορούσα να αγνοήσω πως παρακολουθούσα την σκηνοθεσία της κορυφαίας καθηγήτριας της θεατρικής θεωρητικής επιστήμης , της Χαράς Μπακονικόλα, και γινόμουν μάρτυρας να καταπιάνεται με την πρακτική του αντικειμένου της. Ίσως πάλι η συμπάθεια, η αγάπη και η εκτίμηση στο πρόσωπό της και η συναίσθηση πως μέσω της παράστασης και των προβληματισμών που εξέθετε επικοινωνούσα με τη σκέψη της. Μπορεί όλοι αυτοί οι παράγοντες να με επηρέασαν και να μην πρόσεξα τα σφάλματα και τις ανεπάρκειες, δηλώνω όμως πως βρήκα την παράσταση άριστα δομημένη, εξαιρετικά παιγμένη, με συνεχή συμμετοχή της γυναίκας που ξετύλιγε λίγο λίγο το έπος της υπαρξιακής της απελπισίας. Είχα ξεχάσει πως αυτή η ηθοποιός ήταν η φίλη μου Κέλλυ Σταμουλάκη, που εκεί μπροστά μου πετύχαινε έναν υποκριτικό άθλο ασυνήθιστης πληρότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Μια επιλογή που δεν αποκάλυψε τις προθέσεις της



«Σύλβια» από την εταιρεία «Όψεις» στο θέατρο «Όλβιο»

Με πολλές και σημαντικές παραστάσεις έχει κοσμήσει τον θεατρικό μας ορίζοντα την τελευταία εικοσιπενταετία η σκηνοθέτης Άσπα Τομπούλη. Υπήρξα μάρτυρας όλης σχεδόν της αξιοσημείωτης πορείας της, μιας πορείας που δοκίμασε με τρόπο περιστροφικό πολλά θεατρικά είδη, διάφορες εποχές και ποικίλες δραματουργικές φόρμες και προβληματισμούς. Επιλογές εύστοχες, συγκερασμένες με την τρέχουσα πραγματικότητα κι άλλοτε υποκειμενικές με το δικαίωμα που έχει ο δημιουργός να μην αφουγκράζεται παρά μόνο τις δικές του προκλήσεις. Σαν σταθερός παρακολουθητής των ανησυχιών της είχα την ευκαιρία να συμφωνήσω επικροτώντας αλλά και να διαφωνήσω επικρίνοντας άλλοτε τις επιλογές της κι άλλοτε τα επιμέρους των σκηνικών της εγχειρημάτων. Δεν ξέρω πόσο ευτυχές για ένα δημιουργό του θεάτρου μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός σταθερού αυτόπτη της διαδρομής του αλλά για έναν κριτικό είναι σίγουρα καλή τύχη να είναι μάρτυρας μιας πλούσιας πορείας καταγράφοντας όλη την τροχιά βήμα βήμα και παράσταση παράσταση. Κρατώ αυτή την ακριβή διαδικασία στην περιουσία των εμπειριών μου.

Και με όλα αυτά στον πρόλογο φτάνουμε στην πρόσφατη δουλειά της σκηνοθέτιδας που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω. Μια παράσταση με τη σχέση της Σύλβια Πλαθ και του Τεντ Χιούζ, που είχε την γνωστή τραγική κατάληξη, την αυτοκτονία της αμερικανίδας ποιήτριας. Ο περιπετειώδης αυτός έρωτας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό και από την πολυσυζητημένη ταινία της Κριστίν Τζεφς, με την Γκουίνεθ Πάλτροου και τον Ντάνιελ Κρεγκ στους κύριους ρόλους. Είδαμε τότε ένα αριστοτεχνικά δομημένο σενάριο, σε μια άρτια σκηνοθετημένη ταινία με ιδανική διανομή και εξαιρετικές ερμηνείες και ο κινηματογράφος ήρθε και κάλυψε επαρκέστατα το δράμα, την ψυχολογική διαδρομή της ηρωίδας, τα σκαμπανεβάσματα της θυελλώδους ερωτικής σχέσης της. Δεν έμεινε συνεπώς κανένα κενό στην ενημέρωση του Έλληνα θεατή.
Εύλογη λοιπόν η απορία τι φιλοδόξησε να κομίσει η τελευταία επιλογή της Τομπούλη. Είναι όμως στις υποχρεώσεις του καλλιτέχνη να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του περίγυρου; Δεν έχουν προτεραιότητα οι υποκειμενικές επιλογές, η εξωτερίκευση των δικών του εκφραστικών αναγκών, η προσωπική του κατάθεση; Κι αν η εποχή κριθεί απ’ τις επιλογές του καθενός, το συγκεκριμένο θέμα δεν αποτελεί κι αυτό μια μαρτυρία; Εκτός αυτών των σκέψεων και αμέτρητων άλλων που μπορούμε να αραδιάσουμε, η σύνοψη του πολυσέλιδου και πολυσήμαντου σκηνοθετικού έργου της Τομπούλη συμπληρώνεται με την τωρινή παράσταση και μπορεί να κριθεί αθροιστικά.

Ευνόητο είναι πως κριτήριο αποτελεί όχι μόνο το θέμα μα και η διαπραγμάτευση. Η δραματουργία, ίδιον πόνημα και εκτός αυτής και η σκηνοθεσία. Δραματουργικά λοιπόν κινήθηκε στον τύπο του σκηνικού ντοκιμαντέρ με απόπειρες ελλειπτικότητας και σκηνοθετικά επιχειρήθηκε να καταδειχθεί η ιδιαιτερότητα της ψυχολογίας της ηρωίδας, η συναισθηματική της αστάθεια και η εξάρτηση της απ’ τον δεσμό της. Με την βοήθεια δυο ικανών ηθοποιών, της Μαρίας Ζορμπά και του πολλά υποσχόμενου Νέστορα Κοψιδά, που ανέλαβαν να υποδυθούν τα πρόσωπα των δυο εραστών, η πρόθεση επιτεύχθηκε. Αμήχανος ωστόσο παραμένει ο θεατής με την παράθεση κι άλλων ειδώλων που προσιδίαζαν στα πρότυπα,( όπως σκηνές με την Ίγκριντ Μπέργκμαν και τον Κάρυ Γκραντ, απ’ το κινηματογραφικό του Χίτσκοκ Notorious) παράλληλα με τους ηθοποιούς της διανομής σε βιντεοσκοπημένη εκδοχή κι ακόμα με το στιγμιαίο πέρασμα των αυθεντικών φυσιογνωμιών των ίδιων, των πραγματικών προσώπων στα τζάμια ενός τρένου που φεύγει, η σκηνοθεσία επιδίωξε προφανώς να παίξει με τον θεατή καλώντας τον να ανακαλύψει τον συμβολισμό. Αυτές οι σημειωτικές καταφυγές δεν είναι συνηθισμένες στην πρακτική της σκηνοθέτιδας και ίσως να πέφτει έξω η προσέγγιση μας οπωσδήποτε όμως η τετραπλότητα των απεικονίσεων δεν είναι αθέλητη. Επαρκέστατα διεκπεραιωτική η ερμηνεία των ηθοποιών που δεν υστέρησαν χωρίς όμως και να υποστηρίξουν την ποιητικότητα που υποθέτουμε πως επιδίωξε η σκηνοθεσία. Δεν θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ στην σκηνογραφία με κάποια ιδιαίτερη αναφορά. Το αυτό ισχύει και για την μουσική, ενώ το βίντεο που προβαλλόταν σε παράλληλη ροή δεν επιτρέπει από τεχνικής πλευράς κανένα ψόγο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Για ποιόν γράφεται μια θεατρική κριτική;



ΤΣΕΧΩΦ - ΚΝΙΠΕΡ, Η αλληλογραφία

Σε ποιόν απευθύνεται; Αν αποδέκτης είναι το κοινό και ο κριτικός έχει τον ρόλο να το πληροφορήσει για την αξία μιας παράστασης και να το προετοιμάσει με κάποιες χρήσιμες πληροφορίες είμαι έτοιμος και ενθουσιώδης να εκφράσω τη γνώμη μου για το έργο που παίζεται στο θέατρο «104», στα ορεινά της Θεμιστοκλέους. Ναι! Ανεπιφύλακτα και με ενθουσιασμό, σου συστήνω αγαπητό κοινό να σπεύσεις να δεις την παράσταση «Τσέχωφ-Κνίπερ: Η αλληλογραφία».

Μέσα στον κυκεώνα των προτάσεων που έχουν πλημμυρίσει την θεατρική πιάτσα και ξεχύνονται απ’ έξω, στην οχλοβοή της θεατρικής πανηγύρεως, όπου λέγονται, γράφονται και παίζονται τα μύρια όσα, άρηττα αθέμιτα , φαινόμενο μιας πολτώδους παραγωγής πρωτοφανούς πανσπερμίας ο ευεργετικός οδοδείκτης σε καθοδηγεί σε χώρο που το θέατρο λειτουργείται ευλαβικά, με αίσθηση, σοβαρότητα και γνώση. Περιπλανημένος και συχνότατα παραπλανημένος θεατής βρίσκει χώρο παρηγορητικό τέχνης, ποίησης και αισθητικής χαράς στο ισόγειο του Καστανιώτη όπου ο Τσέχωφ και η Όλγα Κνίπερ ανταλλάσουν επιστολές και φυλλομετρούν τη σχέση τους. Ένα περιβάλλον ονείρου, σαν μια νύξη υπερβατικού χώρου, σαν με το τράβηγμα των ημιδιάφανων κουρτινών να ανοίγει ένα κουτί στο χρόνο, με τα νωπά και τα ξερά πλατανόφυλλα να είναι στρωμένα και άλλα να αιωρούνται, ενώ τα δυο πρόσωπα μετακινούνται προσερχόμενα, διασταυρούμενα και αφιστάμενα, ελκόμενα και απωθούμενα, σε ένα υποθετικό διάγραμμα όπως είναι οι ζωές των ανθρώπων. Να μιλούν με τα λόγια των σελίδων, να ψιθυρίζουν η να φωνάζουν, να σταματούν και να επαναλαμβάνουν, να ψιθυρίζουν, να τείνουν ο ένας προς τον άλλο, να απευθύνονται , να μεταστρέφονται και πάλι να σταματούν και να σωπαίνουν. Το όνειρο έχει και σκεύη. Κουτιά. Καπελιέρες, ταξιδιωτικά βαλιτσάκια, αποσκευές ομοιόσχημες που μεταφέρονται, μετασχηματίζονται σε σύνολα, πυργώνονται, διαμοιράζονται και ανοίγουν. Ανοίγουν αποκαλύπτοντας μπουκέτα από χρυσάνθεμα, κι άλλοτε γίνονται η τουαλέτα του καμαρινιού της Κνίπερ. Με όση ευσυνειδησία, σχολαστικότητα η περιγραφική δεινότητα κι αν καταγίνει ο κριτικός αυτοί οι ευφάνταστοι συνδυασμοί, οι συνευρέσεις της σκηνοθεσίας με τη σκηνογραφία , δεν είναι εύκολο να περιγραφούν παρά με την διατύπωση πως αλληλοσυμπληρώθηκαν σε μια κατάσταση ονείρου.

Μιλώντας για τους δυο ηθοποιούς είναι απαραίτητο να διευρύνω τον ορίζοντα των αποδεκτών της κριτικής μου. Εδώ τώρα προσθέτω τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους θεατρολογούντες κι αυτούς προτρέπω να ιδούν, να κοινωνήσουν των θεατρικών μυστηρίων, να πληρο-φορηθούν. Διδάχθηκε και εφαρμόσθηκε μια υποκριτική πλούσια σε ημιτόνια, σε παύσεις αλλά και σιωπές, σε εναλλαγές , όπου το σώμα συμμετείχε, συμπλήρωνε και επικύρωνε στίξεις και τόνους. Όλα όσα έπρεπε για να υφανθεί η κοινωνία της μετάδοσης και της μεταλαβής. Μια υποκριτική πέρα, πολύ μακριά απ’ την πεπατημένη της τρέχουσας πρακτικής. Οι δυο ηθοποιοί, ο Κωνσταντής Μιζάρας και η Αιμιλία Βάλβη, ο Τσέχωφ και η Κνίπερ, εκτελεστές μιας εμπνευσμένης σκηνοθετικής παρτιτούρας, βασισμένης στα γράμματα που αντάλλαξαν ο συγγραφέας και η πρωταγωνίστρια, μεταφρασμένα εξαιρετικά από την Χριστίνα Μπάμπου- Παγκουρέλη, μας τύλιξαν απαλά στα επεισόδια μιας θεατρικά γοητευτικής εποχής και ενός δυνατού έρωτα επιτρέποντας μας να υποθέτουμε τα οδυνηρά του σημεία.

Ναι, η Ελένη Γεωργοπούλου, σκηνοθέτης με αίσθημα, οξυδέρκεια, αντίληψη και με το ένστικτο της συμμετοχής προικοδοτημένη, έστησε, δημιούργησε, είναι πιο σωστό να πούμε, αυτήν την εξαίσια ψευδαίσθηση , καθοδηγώντας και αφομοιώνοντας την κίνηση της Νικολέττας Ξεναρίου, τη μουσική του Απόστολου Λεβεντόπουλου, τους ιδιαίτερους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα, κυρίως όμως τις σκηνογραφικές πρωτοβουλίες της Κλαιρ Μπρέισγουελ. Αν χωράει στην ενθουσιώδη εντύπωση που με διακατέχει και ειλικρινά επιχειρώ να σας μεταδώσω, σημειώστε παρακαλώ μια διστακτική παρατήρηση. Μήπως η μανιέρα της ονειρικής ενατένισης θα ‘πρεπε σε κάποια σημεία να επιτρέπει στους ήρωες να φαίνονται περισσότερο πάσχοντες και πιο ανθρώπινοι;

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μαρία



Η Κάρμεν του Λιβαθινού

Δεν ξέρω ποια είναι η εντύπωση των θεατών της τωρινής παράστασης της «Κάρμεν» του Λιβαθινού στο θέατρο «Κάππα», όσων δεν είχαν δει το καλοκαιρινό της πρωτότυπο. Για τον υπογραφόμενο όμως, η εντύπωση της καλοκαιρινής εκείνης εσπέρας, στην απροσδόκητα θεατροποιημένη αυλή του Μεταξουργείου, πρέπει να ομολογήσω πως δέκα μήνες τώρα δεν με έχει εγκαταλείψει ούτε στιγμή. Κι όμως δεν μπορώ να πω πολλά για το σύνολο της παράστασης. Λίγα σημεία της είμαι σε θέση να θυμηθώ και για ελάχιστα επί μέρους μπορώ να μιλήσω και δεν είναι καθόλου υπεύθυνη η μνήμη μου γι αυτό. Φταίει που μου απορρόφησε κάθε ικμάδα ενδιαφέροντος η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Παλαίμαχος εγώ της θεατρικής κριτικής και ασκημένος στη διαδικασία παρακολούθησης μιας παράστασης κι όμως μου συνέβη αυτό που δύσκολα μπορώ να το χαρακτηρίσω σαν επαγγελματικό περιστατικό.
Με συνεπήρε, τι λέω με καθήλωσε η Μαρία Ναυπλιώτου. Δεν ήμουν σε θέση να παρατηρήσω τίποτα άλλο παρά αυτό το φυσικό φαινόμενο που συνέβαινε εκεί μπροστά στα μάτια μου. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν αναγάγει μια ηθοποιό η μια τραγουδίστρια ίνδαλμα και λατρεία τους. Δεν είμαι ένας απ’ αυτούς. Τη συγκεκριμένη ηθοποιό μετά βίας την αποδεχόμουν σε κάποιους ρόλους της και σε κάποιους άλλους την έβρισκα απαράδεκτη. Στο ρόλο της στο τηλεοπτικό «10» άλλαζα κανάλι όταν εμφανιζόταν. Και στο χώρο του Μεταξουργείου που πήγα να δω την Κάρμεν , από ενδιαφέρον για τη δουλειά του σκηνοθέτη οδηγήθηκα και μάλλον συρόμενος.
Εκεί όμως βρέθηκα μπροστά σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία (τι τετριμμένη λέξη!) που ήταν ένας ερωτικός εναγκαλισμός ζωικότητας και ποίησης. Σ’ όλο το διάστημα που βρισκόταν στο χώρο της σκηνής διαχεόταν μια εκσταση και μια σαγήνη. Προσφερόταν η ηθοποιός μ ‘έναν τρόπο ανεπιφύλακτο όχι στο ρόλο αλλά απευθείας στο θεατή. Δεν απασχολούσε κανέναν νομίζω η ηρωίδα του Μεριμέ αλλά αυτό το θηλυκό στοιχειό, που εκεί στις πλάκες της αυλής, πότε σερνόταν, συστρεφόταν, ορθωνόταν, κρυβόταν και φανερωνόταν, με σχήματα εναλλασσόμενα και μορφές, θαρρείς καμωμένο με μαγεία ηλεκτρονική, και πότε κυμαινόταν απ’ την αίσθηση του βαθιού ενστίκτου ως μια ιστορημένη γυναικεία φιγούρα. Μια φιγούρα συναρπαστική που ανέδιδε μια αίσθηση τραγικού και μοιραίου. Σαν κάποια απ’ τις Σειρήνες του Οδυσσέα… Αν κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό του ο Μεριμέ, η ο Λιβαθινός, εμείς το βιώσαμε στην πλήρη ενσάρκωσή του.
Δεν θέλω να συμπληρώσω τίποτ’ άλλο. Ούτε για την ομορφιά της να σημειώσω τίποτα το υμνητικό, την ομορφιά της που εκείνο το βράδυ μου αποκαλύφθηκε (Ούτε και στην Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν την είχα διακρίνει), ούτε για τις τεχνικές ικανότητες κινήσεων, πλαστικότητας και χάρης χορευτικής. Αυτό που συγκρατώ απ’ το βράδυ εκείνο και που προσπάθησα με τη φτώχια των λέξεων και των λεκτικών εκφράσεων να μεταδώσω , ήταν η αίσθηση μιας βαθιάς, βαθύτατης συγκίνησης. Σας εύχομαι κάποτε να σας συμβεί κάτι παρόμοιο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ρ ό σ μ ε ρ σ χ ο λ μ στο ΑΛΕΚΤΟΝ


Με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες

Ερρίκος Ίψεν, ο μοιραίος άνθρωπος του σύγχρονου θεάτρου. Αυτός που μπόλιασε τη θεατρική πράξη με κοινωνική συνειδητοποίηση, που διοχέτευσε την παρατήρηση των ψυχολογικών διεργασιών - που αποτέλεσε μεγάλο ρεύμα στην εποχή του - στους θεατρικούς ήρωες, αυτός που έστησε στη σκηνή ανθρώπους αληθινούς, τρισδιάστατους, πάσχοντες, έρμαια των τραυμάτων και των επιλογών τους, ο αρχιτέκτονας του πολιτικού προβληματισμού, της μεταφυσικής υπόνοιας στο φαινόμενο, της ευθύνης του αυτεξούσιου, αυτός ο μέγας Νορβηγός που με χίλιους τρόπους επηρέασε βαθειά όλο το θέατρο του δυτικού κόσμου από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου. Με κλώνους άμεσης και αναμφισβήτητης επιρροής αρχίζοντας απ’ την Αγγλία με τον Μπέρναρ Σο και τον Τζον Γκαλσγουόρθυ και περνώντας στην αμερικανική ήπειρο με την αγία τριάδα του αμερικάνικου θεάτρου, Ο’Νηλ, Μίλλερ, Τέννεση Γουίλιαμς, και με το κλείσιμο του σύντομου γύρου στη δική μας περίπτωση με αυθεντικότερες επιδράσεις στον Ξενόπουλο, στον Μελά και κυρίως στον Καμπανέλλη.

Ρόσμερσχολμ : έργο ιδεολογικών και ψυχολογικών συγκρούσεων με προτάσεις πολλαπλών επισημάνσεων και με ενδιαφέρουσες αναγωγές και αναλογίες. Το Σύστημα, η προκατάληψη, οι νεωτεριστικές τάσεις, οι ανατροπές, οι άνθρωποι, οι αξίες, τα αισθήματα, τα πάθη, οι συντριβές. Ηθικές δοκιμασίες που αναπτύσσονται μάλλον αδιάφορα στο πεδίο προσληπτικότητας του σημερινού θεατή και που ο σχολαστικός αναλυτής θα ανακαλύψει πολλά ηχηρά και θα επινοήσει περισσότερα. Ωστόσο, ότι και να γνωματεύσει ο θεωρητικός δεν θα κάνει τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώσει πως ο κόσμος άλλαξε σε βαθμούς οξύτητας και σε ρυθμούς, άλλαξε σε πολυπλοκότητα και σε μεταλλάξεις, τόσο που με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες. Ακριβώς εκεί, στην επικέντρωση του παρωχημένου των ιδεών εμφανίζεται και η ετέρα αδυναμία του έργου, ο πλεονασμός του λόγου, το μάκρος των σκηνικών καταστάσεων, η αντίθεση με την σημερινή πυκνότητα. Από τον Ίψεν μάθαμε την συμπύκνωση και την περιεκτικότητα. Εξορίζοντας αυτός τα φληναφήματα του ρομαντισμού που κυριαρχούσαν στις σκηνές του 18ου και του 19ου αιώνων, τις κενές ωραιολογίες, μας δίδαξε την περικοπή του περιττού κι εμείς προσαρμόζοντας τις μορφές των σύγχρονων δραμάτων στις νεώτερες αναγκαιότητες «σφίξαμε» τις διεξαγωγές τους και συνοψίσαμε τις έννοιες, στα χρονικά περιθώρια και στους ρυθμούς ζωής του σημερινού ανθρώπου. Μ’ αυτή την αντίληψη λοιπόν το «Ροσμερσχόλμ» που παρακολουθήσαμε στο «Άλεκτον» από τον εταιρικό θίασο του ΣΕΗ «Συνθήκη», το βρήκαμε να εκτείνεται και να αναλώνεται πέραν της ουσίας. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως έτσι αλλά τελείως διαφορετικά αφού οι κοινωνίες, οι εξουσίες, οι ιδεολογικοί συσχετισμοί, οι άνθρωποι που λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερη σύμπλεξη απ’ ότι στο Ρόσμεσχολμ και τα δεινά που επικρέμονται είναι ορατά, δεν προαναγγέλλονται με τα ποιητικά άσπρα του άλογα (κάτι σαν τους Δροσουλίτες , τον θρύλο του Φραγκοκάστελου στην Κρήτη ) αλλά επέρχονται αλλεπάλληλα με τρόπους πολύ πιο άμεσους, βίαιους και αιματηρούς. Ο σκηνοθέτης ευσυνείδητα μας υπογραμμίζει την μουσειακότητα του έργου με την ανάρτηση των προσώπων στην πινακοθήκη του πύργου. Ευφυές. Η αρχιτεκτονική κάτοψη της σκηνοθεσίας του Κωστή Καπελώνη είναι ευδιάκριτη όπως και το σχεδίασμα των ρόλων. Ο θίασος των καλών και έμπειρων ηθοποιών ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε ούτε στο ένα ούτε στα άλλα. Κάτι στους ρυθμούς της, κάτι στις εντάσεις, κάτι στις «κλειδώσεις» και η παράσταση δεν είχε ούτε ιψενικό, ούτε οιοδήποτε άλλο ήθος. Έφταιγαν σίγουρα και οι ερμηνείες. Αν εξαιρέσεις τον Βασίλη Βλάχο, με το γερό ταλέντο, την σοφή γνώση της εκφοράς, που πλησίασε σε μικρή απόσταση τον Κρολ και σε κάποιες περιπτώσεις την Δέσποινα Πόγκα που ιχνογράφησε ευκρινώς τη Ρεβέκκα και τους κάπως αδιευκρίνιστους δαίδαλους που παραπαίει η ηρωίδα, τα άλλα πρόσωπα του δράματος παρέμειναν σκιώδη. Ειδικά ο Σπύρος Μπιμπίλας ευφυώς τοποθετήθηκε από τον σκηνοθέτη πάνω σ’ ένα πατρόν ενός εκδηλωτικού και εξωστρεφούς χαρακτήρα για να αντιδιαστείλει το συγκρατημένο των υπόλοιπων, υπερεκχείλισε όμως ο ηθοποιός, ξεχύθηκε έξω απ’ τα περιθώρια κι έφτιαξε τον πυρετώδη Μπρέντελ με υπερβολές πληθωρικές, έναν ασύμμετρο καρατερίστα που μοιάζει να δραπέτευσε από κωμική ηθογραφία. Να σημειώσω για την Μαρία Μακρή πως αδικήθηκε απ’ τη διανομή και τι κάνει μ’ έναν ρόλο διεκπεραιωτικό; Μήπως είναι υπερβολή να καταστήσω τα αντιθεατρικά κοστούμια του Σαραντόπουλου συνυπεύθυνα εν μέρει για την μάλλον αρνητική εντύπωση που αφήνει στον θεατή η παράσταση;

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Κρίσεις και αποφθέγματα Βρετανού κριτικού




Θετικές, θετικότατες ήταν οι κρίσεις του Άγγλου θεατρικού κριτικού Μάικλ Μπίλιγκτον που επισκέφτηκε την πρωτεύουσα μας με πρωτοβουλία της «Καθημερινής» και παρακολούθησε τέσσερις παραστάσεις αθηναϊκών θιάσων με σκηνοθέτες απ’ τους επιφανέστερους της σύγχρονης περιόδου. Επαίνεσε θερμά και με συνεχή θαυμασμό τον Θόδωρο Τερζόπουλο («Άτις») και την παράσταση του «Alarm», ανάλογα και τον Γιάννη Χουβαρδά (Εθνικό Θέατρο) για την «Αιμιλία Γκαλότι», τον Στάθη Λιβαθηνό («Θέατρο οδού Κεφαλληνίας») για «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και τον Διαγόρα Χρονόπουλο («Θέατρο Τέχνης») για το «Δείπνο». Να αναφέρω πως ξεχώρισε απ’ τη δουλειά του Τερζόπουλου την Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Ελισάβετ, απ’ το Εθνικό την Στεφανία Γουλιώτη, τον Μηνά Χατζησάββα και τον Ακύλα Καραζήση, την Κόρα Καρβούνη απ’ το θίασο της οδού Κεφαλληνίας και την Δήμητρα Χατούπη με τον Κωστή Καπελώνη απ’ το θέατρο Τέχνης. Δεν φαντάζομαι πως χαρίστηκε σε κανέναν δεσμευόμενος απ’ την πρόσκληση που του έκανε η «Καθημερινή», όχι μόνο επειδή, απ’ όσο γνωρίζω οι γνώμες του συμπίπτουν με των Ελλήνων ομοτέχνων του και του κοινού, αλλά και διότι έχει να υπερασπιστεί την φήμη που τον συνόδεψε ως εδώ, φήμη που λέει πως είναι ο αξιότερος και εγκυρότερος θεατρικός κριτικός της Βρετανίας. Για τους τίτλους του αυτούς θεωρώ σημαντικό να αντιγράψω απ’ το ένθετο «Κ» της «Καθημερινής» (αποκλειστική συνέντευξη Ιωάννας Μπλάτσου) το ιδανικό πορτραίτο του καλού θεατρικού κριτικού, όπως το φιλοτεχνεί ο εκλεκτός ξένος μας. Λοιπόν, ένας σωστός θεατρικός κριτικός πρέπει : «Να διαθέτει παθιασμένη αγάπη για το θέατρο, ικανότητα να γράφει με τέτοιο τρόπο που να ξεσηκώνει και να παρακινεί ακόμη και ανθρώπους που δεν παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, μια συνολική εικόνα του τι είναι θέατρο και που αυτό οδηγείται την εποχή που γράφει γι αυτό, ικανότητα να συγκεντρώνεται σ’ αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του και να μην επηρεάζεται από τις αντιδράσεις του η της συνοδού του ή του κοινού, να είναι έτοιμος να θυσιάσεις τις θεατρικές του φιλίες για να πει ξεκάθαρα την αλήθεια. Περιττό να πω» προσθέτει ο μίστερ Μπίλιγκτον «ότι κανείς μας δεν πληρεί όλα τα παραπάνω κριτήρια…». Πόσα απ’ όλα αυτά τα εφόδια διαθέτουν οι ντόπιοι θεατρικοί κριτικοί και πόσα άλλα, θετικά και αρνητικά αγνόησε ο διαπρεπής συνάδελφος, που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εμείς που βιώνουμε την παρουσία, τον βίο και την πολιτεία καθενός απ΄ τους κριτικούς μας;
Α.Γ.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ιχνευτές


Ιχνηλατώντας νέες απόψεις και νέα ήθη

Μετά από είκοσι χρόνια οι Σάτυροι Ιχνευτές ξαναέρχονται στο προσκήνιο με την παράσταση του Αβδελιώδη στο θέατρο Λύδρα και εγώ πρέπει να περάσω μια δοκιμασία αντικειμενικότητας και ανεξικρισίας για να σημειώσω λίγες αράδες προσθήκη στο νεοελληνικό χρονικό του έργου. Είδα μια παράσταση θορυβώδη ως ενοχλητική με ουρλιαχτά και υπερβολική κίνηση που σε κάποια σημεία ήταν αξιοπρόσεκτη και σε άλλα απαράδεκτη. Ας ξεκινήσω ωστόσο από τους ρόλους πριν στραφώ στο χορό των Σατύρων για να ξεκαθαρίσω πως οι ερμηνείες των προσώπων δεν αντέχουν καμιά, μα απολύτως καμιά συζήτηση.

Ο Απόλλωνας (Ανδρέας Καρακότας), η Κυλλήνη (Αγγελική Σεΐδου) και ο Ερμής (Άρτεμις Μπαταφιά) συναγωνίστηκαν ποιος να υπερτερήσει σε αποτρεπτικότητα. Δεν είναι μόνο πως τους υποδείχθηκε μια ιδιότυπη εκφορά, κάτι μεταξύ μουεζίνη και Βεληγκέκα, που άλλοτε την τηρούσαν και άλλοτε την ξεχνούσαν, δεν είναι πως βρίσκονταν σε μια λαθεμένη αντίληψη ως προς το ρόλο, είναι και πως δεν επέδειξαν κανένα μα κανένα υποκριτικό προσόν η την παραμικρή θεατρική συναίσθηση. Λίγα περισσότερα επ’ αυτών. Στο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή ο Απόλλωνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας νεαρός βουκόλος, ορεσίβιος αφελής έφηβος που του κλέψανε τα βόδια του. Αν ήταν ο θεός της μαντικής, όπως τον θέλει η επίσημη θεολογία του Δωδεκάθεου, γιατί να καταφύγει , με… διάγγελμα ( τι λέξη , βρε υψίπνευστε μεταφραστή;) στο ιχνηλατικό δαιμόνιο των Σατύρων και να μην πάει ο ίδιος στη σπηλιά της Κυλλήνης να αρπάξει τον κλέφτη; Ο Ερμής, - α, ο Ερμής κατά Αβδελιώδη, η μάλλον η κλαίουσα σπαραξικάρδια μετανοούσα κόρη που αμάρτησε, - δεν έχει καμιά σχέση με τον πανούργο και θρασύ Ερμή, τον θεομπαίχτη αλλά και θεόβουλο πιτσιρίκο που κλέβει τα βόδια, σφάζει δώδεκα, επινοεί τη φωτιά, βάζει ανάποδα τις οπλές των ζωντανών για να μπερδεύει τους διώκτες του, τα οδηγεί στην Κυλλήνη, αφού έχει κατασκευάσει τη λύρα και παίζει με τον ήχο της «για να μην είναι λυπημένος».

Ο Ερμής ο π α μ μ έ γ ι σ τ ο ς, θεός του εμπορίου και της συναλλαγής, θεός των γραμμάτων και της διανόησης, θεός της μετάβασης των ψυχών στον Άδη και θεός της μεταφοράς των μηνυμάτων, δηλαδή της επικοινωνίας, επινοεί τη φωτιά (το λέει καθαρά ο ομηρικός ύμνος και περιγράφει και πως το ‘κανε), καθιερώνει τη θυσία στους θεούς, δηλαδή τη λατρεία, φτιάχνει τη λύρα «για να ξεχνάει τη λύπη του», δημιουργώντας εκείνη τη στιγμή τη γέννηση της μουσικής, της ενόργανης τέχνης και κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνική επινόηση. Κι αυτή τη θεότητα την βάζεις Αβδελιώδη να κάνει τη Γενοβέφα κλαίουσα σε παράσταση μπουλουκιού; Τεράστια συνεπώς η παρανόηση ( και η ευτέλιση, για να μην πω εξευτελισμός) του κειμένου και των ρόλων. Αν πεις και για τις αφελείς προσθήκες, αφελείς ως παιδαριώδεις και βλάσφημες για το κειμήλιο («ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δώσε μου τα βόδια και θα πω στο Δία πατέρα να σου βρεί δουλειά στον Όλυμπο ΕΡΜΗΣ: Τι δουλειά; ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ; Να σε διορίσει θεό της κλεψιάς και της ψευτιάς ΕΡΜΗΣ: Με υβρίζεις…») είναι για γέλια. Και για κλάματα. Ντροπή να αποδίδονται αυτές οι επιθεωρησιακές αρλούμπες στο Σοφοκλή.

Η ηθοποιός που ανέλαβε την νύμφη Κυλλήνη στέκεται σε καλύτερη μοίρα. Το έρμα της κακοτεχνίας δεν την σέρνει ως το βυθό. Παρακολουθούσα όμως τον Σειληνό του Βασίλη Σπυρόπουλου με ενδιαφέρον και ξεχώρισα σ’ αυτόν θεατρικές αναλαμπές. Του αξίζει να αναφερθεί ως εξαίρεση Και τώρα ο χορός των Σατύρων. Αν και διαφωνώ με την τόσο γκροτέσκα άποψη, τη βίαιη και τη μεγάλη δόση του κλοουνίστικου στοιχείου , διαφωνώ δηλαδή με την άποψη και την ανάγνωση του έργου, οι αντιρρήσεις μου ωστόσο δεν είναι σοβαρές. Έχει ευρηματική κίνηση ο χορός, είναι καλοδιδαγμένος και η εκτέλεση του είναι αξιοθαύμαστη. Το μόνο ελάττωμα η υπερβολή, η έλλειψη μέτρου και αναλογίας, οι συνεχείς εντάσεις και οι φωνασκίες, και όλα όσα εμπόδισαν το σύνολο του θεάματος να αποκτήσει ατμόσφαιρα, κλίμα, να καταλάβει ο θεατής ποια είναι ολοκληρωμένη και καθαρή η άποψη του σκηνοθέτη για το έργο, ποια είναι η ιδέα του για το σατυρικό δράμα. Ωστόσο ο χορός και η άψογη εκτέλεσή του δικαιώνουν και τεκμηριώνουν την συγκεκριμένη προσέγγιση.

Είναι άξιο απορίας πως παρανοήθηκε ένα τόσο ξεκάθαρο έργο, πως αγνοήθηκε ο βουνίσιος του ειρηνικός χαρακτήρας, πως πρόκειται για ένα βουκολικό θεατρικό παίγνιο μέσα στο δάσος, στις κορφές, στις σπηλιές, στα λιβάδια, με τα παιχνίδια των ατίθασων, κατσικόμορφων σατύρων και των νυμφών, με τα κοπάδια των βοδιών, τις χελώνες και τα άλλα ζωντανά, μ’ έναν γεροσάτυρο, τεμπέλη, μπεκρή, κουφό, καυχησιάρη, θρασύδειλο, το κορυφαίο δείγμα μπούφου κωμικού καρατερίστα σ’ όλο το παγκόσμιο θέατρο και με δυο νεαρούς θεούς , έναν όμορφο μα λίγο βραδύνοα, ιδιοκτήτη κι όλας κοπαδιού, γελαδάρη αγέλαστο που ανησυχεί για την περιουσία του κι έναν άλλο πολύ νεαρότερο, νεογέννητο, πονηρό από κούνια, καπάτσο που έρχεται να σαρκάσει και να γελάσει , να παίξει, να απομυθοποιήσει τη σοβαρότητα του βίου και να υποδυθεί τον αθώο (ιδού το θέατρο, ο Ερμής εδώ είναι και ο πρώτος ηθοποιός) και στο τέλος να κομίσει σαν αντιστάθμισμα το πρώτο έγχορδο όργανο, δηλαδή τη μουσική, δηλαδή την τέχνη. Δεν είδε τίποτα απ’ όλα αυτά ο Αβδελιώδης και μ’ ένα κείμενο (εννοώ τη μετάφραση του Ανδρεάδη * και την εξ αυτής διασκευή ) έφτιαξε ένα σκληρό, παραπειστικό (τι δουλειά έχει εδώ ο Μαρσύας; Άλλος μύθος, άλλο ύφος, άλλο ήθος) ενοχλητικό, βίαιο αχαρακτήριστο θέαμα. Η διεξαγωγή του όλου χορογραφήματος ωστόσο είχε δυο πολύ καλές στιγμές , καθαρές και κωμικές, που επιβάλλεται να εξαρθούν. Η σκηνή με το αίνιγμα γύρω απ΄ την ταυτότητα του ζώου κι η άλλη που ο Σειληνός το σκάει πονηρά απ’ την ομήγυρη των Σατύρων.

Αυτά είδα κι έτσι τα κρίνω κι όποιος θέλει ας πιστέψει πως κρίνω ανεπηρέαστα. Ας πιστέψει πως δεν σημειώνω τα ανωτέρω από ανταγωνισμό, αλλά ούτε και επειδή στις αναγγελίες της τωρινής παράστασης προβλήθηκε πως ανεβαίνει τάχα το έργο αυτό για πρώτη φορά και τέτοιες επικοινωνιακές αηδίες, ενώ όλοι ξέρουν πως το μισερό αυτό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή μεταφρασμένο, συμπληρωμένο και σκηνοθετημένο από μένα το ανέβασα για πρώτη φορά το 1991 και παίχτηκε περιοδεύοντας δυο χρόνια σ’ όλη την Ελλάδα. Ξέρω ωστόσο πως πολύ λίγους θα πείσει η αντικειμενικότητά μου. Δεν πειράζει. Καλά να’ μαστε!

Γιώργος Χατζηδάκης

* Ποια μετάφραση δηλαδή; Το ανδρεάδειο πόνημα το χαρακτηρίζει τέτοια ασυδοσία και όργιο σαχλαμάρας , και με το όνομα του Σοφοκλή στην προμετωπίδα και με πανεπιστημιακή κάλυψη, που, λοιπόν πράγματι δικαιούται το προνόμιο της… διακόρευσης το οποίο διεκδίκησε. Αυτή είναι μια πρωτιά που δικαίως του ανήκει. Για το γελοίον του πράγματος θα επανέλθω πιο αναλυτικά σε άλλον τόπο.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Μπουρδέλο «Η Ελλάς»





«Η Επιστροφή της μαντάμ Αννιές» της Μαίης Σεβαστοπούλου από την «ΘΕΩΡΗΣΗ» στο Cabaret Voltaire.

Ένα έργο και μια παράσταση με απαιτήσεις ξεχωριστής θεατρικής κατάταξης. Το έργο ως κείμενο, σε πρώτη ανάγνωση, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση . Ο μύθος του, που είναι προέκταση ενός προηγούμενου πρώτου μέρους («Περμαγκανάτ»), με την εντωμεταξύ εξέλιξη των περιπετειών των ίδιων ηρωίδων, είναι ισχνός, μάλλον συνηθισμένος και προβλεπόμενος. Αμέσως ωστόσο ακόμα και ο δύσκολος σχολιαστής αναγνωρίζει πως το έργο διαθέτει τρία πολύ σπουδαία στοιχεία στη διεξαγωγή του. Το ένα είναι η Αναγνώριση, αυτό το πρωταρχικό κύτταρο κάθε δραματουργήματος απ’ αρχής της θεατρικής ζωής. Με σταθερά βήματα η συγγραφέας οδηγεί το τέχνημά της στη καπιτάλε σκηνή της αναγνώρισης. Αν και ο αιφνιδιασμός μισοφανερώνεται και δεν παραμένει το απρόοπτο που θα ακολουθήσει, όταν δηλαδή η Αννιές αναγνωρίζεται με τον Μενέλαο και απανωτά γίνεται η αναγνώριση της πατρότητας του Κουκούλη, η σκηνή αυτή έχει τη γνήσια συγκίνηση της κλασικής αναγνώρισης κι αυτό είναι το ένα πολύ δυνατό σημείο.

Το άλλο βασικό συστατικό είναι ο Αγώνας. Η σύγκρουση του καλού (Αννιές) με το κακό (Μαρούλα) Η υπερίσχυση του καλού και τη στιγμή του θριάμβου η μεταμέλεια και η συχώρεση. Ο κακός που ανανήφει, το μέγα σεναριακό δόγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ιδού λοιπόν η Αναγνώριση και η Ανάνηψη. Και εκτός αυτών τρίτο, το μέγα εύρημα της κήρυξης του πολέμου και η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα. Ευφυής συνύφανση που παράγει σκηνές με ένταση και συγκίνηση άξιες έμπειρου δραματουργού. Τι χρειάζεται να αναζητηθούν άλλα; Κι όμως υπάρχουν φανερότατα και κραυγάζουν να επισημανθούν. Γυναίκες της διασποράς είναι τα πρόσωπα του έργου, γυναίκες που έρχονται από μια ελληνική γωνιά του κόσμου, εγκαθίστανται και ξαναφεύγουν για μια άλλη για να ξαναφύγουν στη συνέχεια. Η Σύρα, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα, η Μασσαλία και πάλι η Αθήνα και μετά πάλι η Αλεξάνδρεια, μια τροχιά που διασταυρώνεται, συνυφαίνεται και τέμνεται με μια άλλη, που ξεκινάει απ’ την Κιουτάχεια της Μικρασίας, έρχεται με την προσφυγιά στην Αθήνα, φεύγει για την Μασσαλία, ξανάρχεται στην Αθήνα και θα ξαναφύγει για την Αλεξάνδρεια. Και μια άλλη ξεκομμένη αυτή απ’ την Πόλη βρίσκεται στη Αθήνα στο ίδιο σημείο. Κι ανάμεσα οι πόλεμοι και οι εθνικές συμφορές. Είναι ένα γαϊτανάκι, ένα αναγκαστικό στροβίλισμα, δαιμόνιο και μοίρα του ελληνισμού. Και στη μέση ένας οίκος ανοχής, φαντασιακά ξεχωριστός, με τους ποιητές και τα μεγαλόστομα ποιήματα τους να πλανώνται κάτω απ’ τα ταβάνια του. Τι άλλο χρειάζεται για να αναγνωρίσουμε την πινακίδα «Μπουρδέλο η Ελλάς».

Να σταματήσουμε γιατί ο «κατήφορος» των αποκωδικοποιήσεων δεν έχει όρια. Η παράσταση έχει το ευτύχημα να είναι σκηνοθετημένη απ’ τη συγγραφέα που πρωταρχικά είναι ηθοποιός, μια ηθοποιός που γνωρίζει καλά την… «τσαγκαρική». Όπως ενστικτωδώς πορεύτηκε με τις αράδες του έργου και στα σκοτεινά βρήκε τις βρυσομάνες, με το ίδιο αλάθητο αισθητήριο κούρντισε την παράσταση. Οι ρυθμοί, οι δυνάμεις, τα σταματήματα, τα γυρίσματα, οι κορυφώσεις, τα ευρήματα όλα έχουν τη σφραγίδα της σκηνικής επίγνωσης. Σε κάποια σημεία αστοχεί, η ισορροπία παραβιάζεται, ξεφεύγει η σειρά και η τάξη μα η δύναμη της φοράς είναι τέτοια που οι αντιρρήσεις παρασέρνονται.
Οι ερμηνείες αποκαλύπτουν μια διαφορετικότητα υποκριτικών σχολών και ιδιοσυγκρασιών καμιά όμως δεν υπολείπεται. Όλες είναι από επαρκείς ως άριστες. Όλοι οι ηθοποιοί επιδεικνύουν ολόθερμη συμμετοχή που εξασφαλίζει στην παράσταση μια νευρώδη αίσθηση. Ο θεατής δεν χαλαρώνει , δεν διασπάται ούτε δευτερόλεπτο. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, μαέστρος και μαζί πρώτο βιολί, οδηγεί αυτή την δυναμική ενορχήστρωση σε καταιγιστικούς ρυθμούς, τόσο σαρωτικούς που μερικές φορές κάποιες ατάκες «πνίγονται», καταπατιούνται απ’ την σβελτάδα της επέλασης. Μικρό το κακό. Κορυφαία ερμηνεία λοιπόν η μαντάμ Αννιές της Σεβαστοπούλου. Έπονται δυο πολύ τεχνικές, με κύριο γνώρισμα τις εναλλαγές και την ποικιλία, ας τις πούμε ερμηνείες διεξοδικές, είναι αυτές της Μαρούλας απ’ την Ειρήνη Στρατηγοπούλου και της Περσεφόνης απ’ τη Μαρία Δαβίλλα. Έξοχες!

Με αδρά χαρακτηριστικά και σταθερές γραμμές η Ζενεβιέβ της Πελαγίας Φυτοπούλου διατήρησε την πιο ιδιαίτερη προσωπικότητα χωρίς να αφίσταται από το σύνολο. Την αδικούν οι υπερβολές στα καμώματα με την πλερέζα που είναι εντελώς εκτός κλίματος και το νυφικό στο τέλος που σαχλοποιεί την ερμηνεία της και εισάγει στην παράσταση καρναβαλίστικες ελαφρότητες. Ο Ευριπίδης- Μενέλαος του Κώστα Παίδαρου είχε σκηνική εγκυρότητα και με δεξιότητα ανταποκρίθηκε στις… συνωμοτικές απαιτήσεις του ρόλου και ακολουθώντας με συνέπεια τα βήματα προς το σαρκαστικό γκροτεσκάρισμα του φινάλε. Στα επίπεδα του επαρκούς και του συμμετέχοντος ο Κουκούλης του Βαγγέλη Δουκουτσέλη. Και το μεγάλο ταλέντο του θιάσου, η εμπρηστική και εσαεί εκρηκτική Χριστίνα Παπαβασιλείου; Καλή, εντυπωσιακή, φαεινή σαν πάντα αλλά σε κάποια σημεία παραδόθηκε αμαχητί στις ευκολίες της. Συνέβη αυτό που απλά λέμε «έκανε τα δικά της». Δεν ήταν ο ρόλος, ήταν η Χριστίνα και μάλιστα όχι η καλή εκδοχή της. Κάποια αντιαισθητικά τουρλώματα, (χωρίς λόγο) ανάλογες μούτες, γέλια ξαφνικά και αναίτια, σπασμωδικότητες, που αφαιρέσανε πολύ από την αξία της ερμηνείας της. Γιατί;
Αυτά, χωρίς φόβο και πάθος, για ένα έργο και μια παράσταση που ο χώρος του Cabaret Voltaire το αδικεί καταφάνερα, το διασπά, το ξεχειλώνει και το κυριότερο το κρατάει μακριά απ’ το φυσικό, το αυθεντικό θεατρικό κοινό, αυτούς που θα το αξιώσουν και θα το αναδείξουν όπως του αξίζει.
Και για να μην παραλείψουμε κάτι σημαντικό: Μ’ αυτή την παράσταση η «Θεώρηση» μπαίνει στον 21ο χρόνο της και συμπληρώνει 46 θεατρικές παραγωγές

Αδριανός Γεωργίου

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

2x4 Στο C a b a r e t V o l t a i r e



Σκέπτομαι πόσο σπουδαίο είναι να βλέπεις μια καλή παράσταση, καλλιτεχνική με ψαγμένα κείμενα, ουσιαστικά, αποστάγματα παρατήρησης της ζωής και των ανθρώπων, κείμενα βιωματικά ... Σκέπτομαι πόσο αισιόδοξο είναι να βλέπεις δυο νέους ηθοποιούς ( Παναγιώτη Μπρατάκο και Ειρήνη Σταματίου) που να δίνουν ζωή στα κείμενα, να πλάθουν ανθρώπους αληθινούς και πάσχοντες, να φωτίζουν λεπτομερειακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, σε μια αλληλουχία μεταβολών και εξελίξεων. Πλούσια και διεξοδική υποκριτική. Αναφέρομαι στην παράσταση ''2 X 4''... 2 φωνές, 4 ιστορίες, 8 πρόσωπα..» .που την είδα στο Cabaret Voltaire,στον γνωστό εξελισσόμενο χώρο του Μεταξουργείου, μια παράσταση με κείμενα του Παναγιώτη Μπρατάκου και του Δημήτρη Μαλισσόβα, σκηνοθετημένη με προσήλωση και οίστρο από τον δεύτερο.

Ο χώρος υποχρεώνει η αναφορά στους ερμηνευτές να είναι σύντομη αν και τους αξίζουν έπαινοι και επίθετα πολλά και ενθουσιώδη. Δεν μπορώ να στερήσω ωστόσο την Ειρήνη Σταματίου από ένα υπογραμμισμένο θαυμαστικό για τις πολύφυλλες ερμηνείες της και την εξαιρετική Άρτεμη Μπρατάκου για τα τραγούδια της που γεμίζουν το χώρο με αισθαντισμό. Μια αποκρυσταλλωμένη ποιοτική παρένθεση στο κομφούζιο των χαωδών αναζητήσεων της θεατρικής μας πραγματικότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ



Παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη

Δεν έχει νόημα να ψάξουμε για λογοτεχνικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το έργο του Χρηστομάνου κι αν οι συμβολιστές του περιοδικού Rundschau, στον κύκλο των οποίων κινείτο όσο ζούσε στην Αυστρία, επηρέασαν το πνεύμα του στρέφοντας τον σε μυστικιστικούς προβληματισμούς και ζοφερές ατραπούς. Ωστόσο και μόνο η αναπηρία του είναι αρκετή εξήγηση για την πεσιμιστική του τάση και την μοιρολατρία του. Μπορούμε να φανταστούμε τα απωθημένα συναισθήματα αυτού του σακατεμένου ανθρώπου και να αιτιολογήσουμε την δημιουργική μανία και την καταθλιπτική του φύση. Δεν είναι τυχαίο που οι φάσεις της σελήνης στο έργο του «Κερένια Κούκλα» έχουν κυριαρχική παρουσία. Απεχθάνομαι τις αποκωδικοποιήσεις και δεν σκοπεύω να σας κατεβάσω στις κατακόμβες την αποσημειολογήσεων, στην άγονη και στείρα αυτή διαδικασία των θεατρικά ευνουχισμένων θεωρητικών. Δε χρειάζεται άλλωστε. Η παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη είναι σε θέση να μας δώσει το στίγμα του έργου και του συγγραφέα με τον μόνο τρόπο που ένας άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να μεταδώσει κι ο θεατής ευεκτικά να το μεταλάβει μετέχοντας σ’ αυτήν την πανάρχαια μαγική διαδικασία: τη θεατρική μέθεξη.

Αφυπνισμένη η Ιουλία Σιάμου, με το δημιουργικό της πνεύμα και το σκηνοθετικό ένστικτο σε έγερση βρήκε το δρόμο που είχε εντελώς χάσει όταν περιπλανήθηκε στη «Σοφίτα» του Ντανίλο Κις και σαν ν’ άγγιξε με οιστρηλατημένα δάχτυλα το χώρο του μικρού θεάτρουτης οδού Λένορμαν, έφτιαξε μια ατμόσφαιρα που υπέβαλε την κάθε μια κατάσταση του έργου. Βρέθηκαν με μιας οι ρυθμοί και οι χρόνοι, οι εντάσεις, οι τόνοι του φωτός και ο δρόμος για την ψυχή και το πνεύμα του θεατή. Το πένθος, η κατάρα, το μοιραίο εναλλάσσονταν με την αγάπη, το πόθο, την τρυφερότητα και πάλι το αναπόφευκτο που απελαύνει. Και η παρουσία του Φεγγαριού, η συνεχής υπόμνηση της Εκάτης, της άγνωστης πλευράς της Σελήνης, προστάκτης μαζί και τιμωρός, να περιπλέκει τον άνθρωπο σε πλοκάμια αξεδιάλυτα ανάμεσα στους σε πανίσχυρους σαρκικούς πόθους, στις φυσικές έλξεις κι απ’ την άλλη να ορθώνεται το χρέος και η θυσία και να απαιτούν το δικό τους μερίδιο στον βαριόμοιρο άνθρωπο. Μια αληθινή τραγωδία. Μια σύγκρουση, μια Ύβρις και μια Νέμαση. Ναι , η Ιουλία Σιάμου έφτιαξε μια σκηνική «κατάσταση» αριστοτεχνική με τραγικές εκφάνσεις (ξεπερνώντας την πρώτη της σκηνοθεσία, τότε που με «Το αμάρτημα της μητρός μου» μας είχε δυνατά εντυπωσιάσει ) και αποσαφήνισε τον υπαρξιακό χαρακτήρα του έργου.

Η διασκευή της νουβέλας σε κείμενο παραστάσιμο αγνόησε σε πολλά σημεία λογοτεχνικά στοιχεία του πρωτοτύπου που άξιζε να διατηρηθούν. Επικράτησε, κατά τη γνώμη μου, μια σεναριακή της τηλεόρασης λογική που νοιάστηκε περισσότερο για τη ροή. Η μουσική πλαισίωση με την κατάλληλη υποβλητικότητα.

Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν, συνέβαλαν και συνδημιούργησαν το αποτέλεσμα. Η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της Λιόλιας μετήλθε όλα τα επίπεδα απ’ την αθωότητα ως την καταδίκη. Παιδούλα ανίδεη μεταβάλλεται κάτω απ’ τον έρωτα του άντρα σε ένα εμπρηστικό θηλυκό που μετά την Ύβρη συντρίβεται. Σ’ όλη αυτή τη γκάμα των μεταπτώσεων και των μεταβολών η νεαρή ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Ιδανική η ερμηνεία της Νερίνας Ζάρπα στην άρρωστη Βιργινία. Με εντυπωσιακή ικανότητα κρατούσε την κερένια ηρωίδα της περισσότερο στον άλλο κόσμο και λιγότερο στο δικό μας. Είχε μια θλιβερή ποιητικότητα κι αυτό ήταν η αξία της ιδιαίτερης αυτής ερμηνείας, έναν τραγικό πεισιθάνατο μαρασμό σαν να ήταν απ’ αρχής βαλμένη η παγίδα του πεπρωμένου. Χόρεψε τον θάνατο της μαρτυρικής Βιργινίας με αίσθηση απελπισίας και αγωνιακής εξόδου. Ο Στάθης Αναστασίου στέρεος αφηγητής με ενάργεια και συμμετοχή μετατρεπόταν θαυμάσια στον πάσχοντα δραματικό Νίκο. Δικά του και τα σπουδαία τα εικαστικοπτικά εφέ που δημιούργησαν σε πολλές σκηνές εντύπωση μαγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην τόσο ποιητική ερωτική σκηνή. Και η καλή εντύπωση δεν θα ολοκληρωνόταν αν το οξυδερκές ταλέντο της Έντας Δημοπούλου δεν ήταν διαρκώς αισθητό ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες του σκηνικού και των κοστουμιών.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Ενα συνονθύλευμα τύπου ... Φρανκεσταϊν

Για την ψευδεπίγραφη "Σταχομαζώχτρα"

Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.

Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.

Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.

Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.

Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Τα παιδία δεν παίζει....

Και μια ταινία ανάμεσα στα θεατρικά, υποψήφια για τα μάτια των μαθητών. Δεν διέκρινα απολύτως κανένα λόγο η το παραμικρό σημείο που να στηρίζει την αρνητική θέση οποιουδήποτε για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό πόνημα. Είτε από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού, είτε του γονέα ή και του απλού πολίτη το έργο αυτό είναι καταλληλότατο ( για να μην πω επιβεβλημένο) για τα παιδιά της μέσης και ανωτέρας εκπαιδευτικής κλίμακας. Και για να το εντάξουμε αναλύοντας τα δεδομένα του πρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν έργο καθαρά πολιτικό με την ευρύτατη έννοια του όρου, που παρουσιάζει το παιδί των δέκα ως δώδεκα χρόνων να διεκδικεί το δικαίωμά του στο παιχνίδι. Να απαιτεί από το Σύστημα τον φυσικό χώρο που δικαιούται για να εκφράζει τις ανάγκες του. Ήπια, ειρηνικά και θαρραλέα μια όμάδα τεσσάρων παιδιών μεθοδεύει τις πιέσεις και τα διαβήματα που με τους δικούς του αυθόρμητους τρόπους θα ασκήσει στην εξουσία μεταχειριζόμενο τα αυτονόητα επιχειρήματα. Απεικονίζονται επίσης οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν μέσα στις τάξεις των ομάδων που διεκδικούν κι αυτό είναι μια ρεαλιστική παράμετρος που συνυπολογίζεται στα θετικά στοιχεία. Τα παιδιά που παίζουν, ιδιαιτέρως τα δυο κορίτσια, είναι φυσικά και πειστικότατα και πρέπει να αυτοανακληθείς στην πραγματικότητα για να θυμηθείς πως όλα αυτά γίνονται μπροστά σε μια κάμερα. Κλαίνε, γελάνε, συζητούν, αντιδρούν, παίζουν τόσο αληθινά που νομίζεις πως βλέπεις «μια φέτα ζωής» που λέει ο Ζολά στο μανιφέστο του νατουραλισμού. Το κυριότερο είναι πως ο σεναριογράφος δεν παρασύρεται σε κοινωνιολογικές και παιδοψυχολογικές αναλύσεις που θα έκαναν το όλον αφύσικο και τους ήρωες μικρομέγαλους, αντίθετα και οι διάλογοι και η φρασεολογία είναι στην τρέχουσα πρακτική των ηλικιών που παρουσιάζονται. Επειδή ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσω και να μην κατανοήσω τις θέσεις των εκπαιδευτικών μελών της επιτροπής που ανησυχούν για τους κίνδυνους που πιθανόν να ( νομίζουν πως ) ελλοχεύουν στην προβολή και την ενθάρρυνση τέτοιων αντιδράσεων εκ μέρους των παιδιών, θα μου επιτρέψουν να υποσημειώσω πως δεν πρέπει να ευνοούμε την διατήρηση αυτής της καταστροφικής παθητικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την κοινωνία, στο όνομα κάποιας κακώς εννοούμενης πειθαρχίας, αλλά ούτε και την στρεβλή επαναστατικότητα και ασυδοσία που οδηγεί σε εξεγέρσεις και καταλήψεις κι αυτό ακριβώς είναι το δικό τους χρέος: να καθοδηγήσουν τα παιδιά σωστά την έκφραση διαμαρτυρίας από τριάντα χρόνια έχουν χάσει την αναλογία των δυο αυτών εννοιών.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ στο Τρένο στο Ρουφ




Έργο και παράσταση ισχυρών εντυπώσεων και νοημάτων

Μέσα σ’ έναν κόσμο που τίποτα σταθερό δεν εγγυάται, που η ζωή είναι έωλη και φευγαλέα και η εποχή παραπαίει έχοντας ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, που τα ιδανικά και οι ιδέες, οι αξίες και οι σχέσεις, και όλα αυτά που χωρίς ουσιαστικό τα χαρακτηρίζουμε «σταθερές» έχουν διασαλευθεί, μια γυναίκα αναζητάει το κολιέ που έχασε και μια άλλη ένα κόκκινο τόπι που κυλάει. Ο υπογραφόμενος αντιπαθεί τα σύμβολα που μετατρέπουν το θέατρο σε κουίζ και στέκει αντίθετος με τα φρούτα της μόδας που λέγονται σημειολόγοι. Δεν μπορώ όμως αγαπητοί μου να μην διαβάσω με προσοχή τις άμεσες και απολύτως ευκρινείς αλληγορίες της συγγραφέα. Άλλωστε δεν παίζει με τον θεατή το παιχνίδι των αποκωδικοποιήσεων, μιλάει καθαρά και σταράτα. Αν θέλεις να υπονοήσεις έναν πλανήτη που πλήττεται και σπαράσσεται ποιόν άλλο χώρο παρά τη Βυρηττό θα διαλέξεις κι αν θέλεις να μιλήσεις για τη φρίκη, για ένα δεκάχρονο παιδί που διαμελίσθηκε στην ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου τι άλλο θα βρεις από ένα κόκκινο τόπι, το τόπι που κρατούσε πριν απ’ το θάνατό του που αναπήδησε και κύλησε και χάθηκε. Κι αν θέλεις να αναφερθείς στον δυτικό πολιτισμό και στους ανθρώπους του, που βιώνουν κι αυτοί τις δικές τους απώλειες, τι καλύτερο «σήμα» παρά ένα περίτεχνο πλαστικό κολιέ, προσωρινό και φευγαλέο όπως η ζωή, που μοιραία σπάει και σκορπάει τις χάντρες του. Το έργο της Καναδής Καρόλ Φρεσέ μοιάζει πολιτικό αλλά στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό. Καταγράφει την απώλεια. Την οδύνη της απουσίας. Την αίσθηση της έλλειψης. Την μάταιη αναζήτηση του χαμένου.

Η Τατιάνα Λύγαρη έψαυσε προσεκτικά το κείμενο και το διέγνωσε σωστά και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός. Το αφηγήθηκε βιωματικά και το έπαιξε με πόνο. Η πνευματική της συγκρότηση τη βοήθησε να διαβάσει το κείμενο σε βάθος και η υποκριτική ευστροφία της φάνηκε στις μεταβάσεις από τη διήγηση στη βίωση. Καθοδήγησε τους δυο εξαιρετικούς συνεργάτες της ηθοποιούς αριστοτεχνικά αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές ικανότητες του καθενός, τόσο τον Βαγγέλη Ρόκκο με πολλαπλούς και διαφορετικούς ρόλους όσο και την Ανατολή Αθανασιάδου στην δραματική φιγούρα της μάνας. «Το κολιέ της Ελένης» είναι ένα έργο και μια παράσταση ισχυρών εντυπώσεων, νοημάτων, αποκαλύψεων μα πιο πολύ είναι ένα καθαρό έργο τέχνης, είναι μια επαφή με το θαύμα της θεατρικής πράξης. Δεν απευθύνεται σε ειδικές κατηγορίες θεατών. Είναι ένα έργο για όλους. Και για τα παιδιά; Μα φυσικά. Κυρίως για τα παιδιά, αν φυσικά δεν τα προορίζουμε για κάποιον αποστειρωμένο χώρο μακριά από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, της τέχνης και πιο ειδικά της ποίησης. Και όταν ο καθηγητής τους θα τους μιλήσει για την ποίηση της Κικής Δημουλά θα έχει ένα γνωστό κοντινό σημείο αναφοράς να ανατρέξει.

Γιώργος Χατζηδάκης

ΓΚΡΙΜ και ΓΚΡΙΜ στο θέατρο Μικρή Πόρτα

Παραμύθια. Βασιλιάδες και βασιλοπούλες, μάγοι και μάγισσες, πατεράδες με τρια αγόρια, μαγεμένα γαϊδούρια που αντί κοπριές βγάζουν φλουριά κι αγόρια με ένα αστέρι στο μέτωπο που το ριζικό τους λέει πως στα δεκάξι τους θα παντρευτούνε τη βασιλοπούλα και άλλα απίθανα σενάρια ξεπατικωμένα απ’ την παλαιά διαθήκη, δηλαδή την εβραϊκή μυθολογία. Στο μεταξύ ο χρόνος έχει προχωρήσει. Μπαίνουμε στον τελευταίο χρόνο της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Μένουμε ακόμα στα παραμύθια; Η κ. Καλογεροπούλου δεν έχει αντιληφθεί πως ορθώνεται μια νέα ανθρωπότητα; Δεν μπορεί να μην βλέπει, να μην αισθάνεται, πως ένας πληθυσμιακός σάλος θα σαρώνει την Ευρώπη όταν τα σημερινά παιδιά θα είναι έφηβοι. Το τσουνάμι που θα κατακλύσει την Ευρώπη μετά από δέκα χρόνια έχει ξεκινήσει από την Κίνα και την Ινδία και είναι ήδη ορατό. Η μορφωτική λαίλαπα που επίκειται τι αντιστάσεις θα βρεί; Παραμύθια των αδελφών Γκριμ σκηνοθετημένα «πλακατζίδικα»; Νομίζω πως η βασική μου αντίρρηση στον τρόπο της σκηνοθεσίας εδράζεται. Στην γκροτέσκα και πλακατζίδικη σκηνοθετική γραμμή της κ. Λίλο Μπάουρ που αφαίρεσε απ’ το παραμύθι το ποιητικό του στοιχείο, μοναδικό λόγο για να στεκόμαστε ακόμα στα παραμύθια και μάλιστα με τέτοια εμμονή. Παραμύθι ήταν και το «Πραμυθίσιμο» η παράσταση που είχαμε δει στη «Μικρή Πόρτα» πριν από δυο χρόνια. Μια παράσταση με χιούμορ, χιούμορ ευρηματικό, υψηλής σύλληψης και ποίησης, ποίησης άφθονης που δεν άφηνε να φανεί η στεγνότητα και η αφέλεια των μύθων αλλά τα ξεχείλιζε με εκστατικές εντυπώσεις. Ναι με τέτοιες επενδύσεις τα παραμύθια είναι χρήσιμα ως όχημα. Μεταφέρουν τον θεατρικό πυρήνα, τη μέθεξη, που όπως ξέρει και η κ. Καλογεροπούλου και οι παιδοψυχολόγοι συνεργάτες της είναι το μέγα ζητούμενο και η πραγματική προσφορά στην αδαή παιδική προσληπτικότητα. Ναι, παραμύθια αλλά σαν το «Παραμυθίσιμο» και όχι σαν το παρόν θέαμα της κ. Λίλο Μπάουρ. Όχι γκροτέσκο και πλάκα αλλά ποίηση και χιούμορ. Για παράδειγμα στην παράσταση του Μοσχόπουλου το σεξουαλικό πλησίασμα του γαϊδάρου στην γαϊδούρα που έκανε την πλατεία (τους γονείς συνοδούς μόνο, ελπίζω) να ξεσπάσει σε χάχανα, δεν θα υπήρχε ούτε κατά διάνοια, ούτε η ηχηρή πορδή στο πανδοχείο και μετά η κωμική προσπάθεια να καθαρίσει τάχα η ατμόσφαιρα απ’ τη δυσοσμία. Δεν είναι χιούμορ αυτό κ. Καλογεροπούλου. Ούτε παιδαγωγική πρόταση. Το αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η παρουσία στην παράσταση του ηθοποιού Γιάννη Σαρακατσάνη, του δημιουργού και άξονα της δυναμικής θεατρικής ομάδας Abovo, που ομάδα και πρωταγωνιστή τους έχουμε εκθειάσει και βραβεύσει για τις πολλές και πετυχημένες παρουσίες τους μέχρι σήμερα. Διστακτικά θα παρατηρήσω πως τόσο σε ύφος αλλά και σε ρυθμούς, σε πολλά ευρήματα, στα πλασαρίσματα και σ’ έναν «σχολιασμό» που διέπνεε τη όλη παράσταση αναγνωριζόταν ένα πνεύμα Abovo. Κάνω λάθος; Όλοι οι ηθοποιοί πολύ καλοί και είναι ένας ουσιαστικός λόγος που βλέπει κανείς την παράσταση με θετικό μάτι, παρά τις αντιρρήσεις που εκτενώς εξέθεσα.
Γιώργος Χατζηδάκης

"Τι γλώσσα μιλάμε Άλμπερτ;" στο θέατρο του Νέου Κόσμου



Μια ιστορία βουβή και φλύαρη

Η γοητεία της λιτότητας και η λιτότητα της γοητείας. Η χαρά της τέχνης και ο θρίαμβος της φαντασίας. Αυτές οι λέξεις μου ‘ρχονται κατ΄ αρχήν στο μυαλό πιάνοντας να σημειώσω τις εντυπώσεις μου απ’ το θεατρικό κομμάτι «Τι γλώσσα μιλάμε Άλπερτ;» που παρακολούθησα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Λάθος. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσω με λόγια ενθουσιώδη για τους ηθοποιούς. Αυτά τα τρία χαρισματικά παιδιά (Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη, Σεραφείμ Ρόδης) που ξεδίπλωναν εικόνα την εικόνα όπως από ζωγραφισμένο ρολό και ζωντάνευαν σε μια βουβή φλύαρη παντομίμα την απλοϊκή ιστοριούλα του Άλμπερτ που δεν είχε σκοπό και δεν είχε δουλειά και δεν είχε λεφτά κι ερωτεύτηκε την Τερέζα μα η μητέρα της τον έδιωξε γιατί ήταν φτωχός. Κι ύστερα βρήκε σκοπό σ’ ενός γλύπτη το εργαστήρι και λεφτά σ’ ένα καράβι που έπιασε δουλειά. Αλλά το καράβι ναυάγησε μα ο Άλμπερτ κολυμπώντας σώθηκε κι έτσι του έμειναν και τα λεφτά. Και ξεκίνησε να πάει να πάρει την Τερέζα. Για κακή του τύχη όμως στο δρόμο τον βρήκε ένας γκάγκστερ και του παίρνει τα λεφτά. Μα εδώ η τέχνη κάνει το θαύμα της. Ο ληστής βρίσκει στις τσέπες του Άλμπερτ το ξυλόγλυπτο που είχε φτιάξει όταν δούλευε στο εργαστήρι το γλύπτη και μαγεύεται και του επιστρέφει τα λεφτά και τα ρούχα του κι έτσι ο νεαρός συνεχίζει ευτυχισμένος το δρόμο για το σπίτι της Τερέζας. Η μάνα της τον βλέπει καλοντυμένο και με λεφτά και δίνει αμέσως τη συγκατάθεσή της. Η Τερέζα είναι ευτυχισμένη που θα παντρευτεί τον Άλμπερτ αλλά ξαφνικά ενώ πάει να μιλήσει χάνει τη φωνή της. Απελπισία. Και πάλι όμως η τέχνη σώζει την κατάσταση. Ο Άλμπερτ θυμάται το σκοπό που έκανε το σφυρί και το καλέμι όταν δούλευε στου γλύπτη και με τους ήχους αυτούς η Τερέζα ξαναβρίσκει τη φωνή της.

Μα το πιο σπουδαίο δεν είναι αυτή η απλή ιστοριούλα που η διεξαγωγή και η ερμηνεία την καθιστά σημαντική, ούτε ο θαυμασμός για τις εξαιρετικές ικανότητες των τριών ηθοποιών που με μαγική δεξιοτεχνία κάνουν τους αλλεπάλληλους ρόλους, το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Χαρακτήρισα πιο πάνω την ιστοριούλα σαν βουβή και φλύαρη παντομίμα και οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί είναι φυσικό να δημιουργήσουν απορίες. Πως γίνεται να είναι και φλύαρη και βουβή και παντομίμα; Είναι, γιατί οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσες πολλές μα ακατανόητες, γλώσσες φτιαχτές που μοιάζουν γλώσσες χωρίς να είναι. Κάθε επεισόδιο μιλάει διαφορετικά, με γλώσσα που έχει τον ήχο απ’ τα ιταλικά, την μουσική, τους τόνους, την κατάληξη, την ακουστική ταυτότητα αλλά τίποτα δεν σημαίνει. Το ίδιο και τα σέρβικα, και τα ρώσικα και τα γερμανικά κι έτσι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν το νόημα των σκηνών με σωματική και εκφραστική υποστήριξη κι έτσι το θέαμα γίνεται απολαυστικό, ανάγλυφο και με χιούμορ. Τι ιδιοφυές εύρημα. Και πολυσήμαντο για τους μανιώδεις της αποσημειωτικής. Γλώσσες πολλές, ασυνεννοησία και γλώσσες όλες ευρωπαϊκές, καταγγελία για την έλλειψη στόχων, δουλειάς και επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Μα το σπόρ του θεάτρου-κουίζ ας το κρατήσουμε για τους ενήλικες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, σε μια ευτυχισμένη δημιουργικά στιγμή, έφτιαξε ένα θεατρικό αριστοτέχνημα. Ένα θέαμα πολύτιμο και ενδιαφέρον για κάθε ηλικία και πιο πολύ διδακτικό για όλους εκείνους τους αστόχαστους και ανίδεους επιχειρηματίες που νομίζοντας πως το ενδιαφέρον και ποιοτικό σ’ ένα θέαμα εξασφαλίζεται με μια ευάριθμη διανομή. Θιασάρχες όπως ο Παρίσης, ο Κόκκινος, ο Ζήκας, ο Παροίκος και κάποιοι άλλοι θα ήταν πολύ χρήσιμο να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση για να αντιληφθούν (όπως και κάποια μέλη της Επιτροπής) πως «ου εν τω πολλώ το ευ…»

Γιώργος Χατζηδάκης