Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ιχνευτές


Ιχνηλατώντας νέες απόψεις και νέα ήθη

Μετά από είκοσι χρόνια οι Σάτυροι Ιχνευτές ξαναέρχονται στο προσκήνιο με την παράσταση του Αβδελιώδη στο θέατρο Λύδρα και εγώ πρέπει να περάσω μια δοκιμασία αντικειμενικότητας και ανεξικρισίας για να σημειώσω λίγες αράδες προσθήκη στο νεοελληνικό χρονικό του έργου. Είδα μια παράσταση θορυβώδη ως ενοχλητική με ουρλιαχτά και υπερβολική κίνηση που σε κάποια σημεία ήταν αξιοπρόσεκτη και σε άλλα απαράδεκτη. Ας ξεκινήσω ωστόσο από τους ρόλους πριν στραφώ στο χορό των Σατύρων για να ξεκαθαρίσω πως οι ερμηνείες των προσώπων δεν αντέχουν καμιά, μα απολύτως καμιά συζήτηση.

Ο Απόλλωνας (Ανδρέας Καρακότας), η Κυλλήνη (Αγγελική Σεΐδου) και ο Ερμής (Άρτεμις Μπαταφιά) συναγωνίστηκαν ποιος να υπερτερήσει σε αποτρεπτικότητα. Δεν είναι μόνο πως τους υποδείχθηκε μια ιδιότυπη εκφορά, κάτι μεταξύ μουεζίνη και Βεληγκέκα, που άλλοτε την τηρούσαν και άλλοτε την ξεχνούσαν, δεν είναι πως βρίσκονταν σε μια λαθεμένη αντίληψη ως προς το ρόλο, είναι και πως δεν επέδειξαν κανένα μα κανένα υποκριτικό προσόν η την παραμικρή θεατρική συναίσθηση. Λίγα περισσότερα επ’ αυτών. Στο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή ο Απόλλωνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας νεαρός βουκόλος, ορεσίβιος αφελής έφηβος που του κλέψανε τα βόδια του. Αν ήταν ο θεός της μαντικής, όπως τον θέλει η επίσημη θεολογία του Δωδεκάθεου, γιατί να καταφύγει , με… διάγγελμα ( τι λέξη , βρε υψίπνευστε μεταφραστή;) στο ιχνηλατικό δαιμόνιο των Σατύρων και να μην πάει ο ίδιος στη σπηλιά της Κυλλήνης να αρπάξει τον κλέφτη; Ο Ερμής, - α, ο Ερμής κατά Αβδελιώδη, η μάλλον η κλαίουσα σπαραξικάρδια μετανοούσα κόρη που αμάρτησε, - δεν έχει καμιά σχέση με τον πανούργο και θρασύ Ερμή, τον θεομπαίχτη αλλά και θεόβουλο πιτσιρίκο που κλέβει τα βόδια, σφάζει δώδεκα, επινοεί τη φωτιά, βάζει ανάποδα τις οπλές των ζωντανών για να μπερδεύει τους διώκτες του, τα οδηγεί στην Κυλλήνη, αφού έχει κατασκευάσει τη λύρα και παίζει με τον ήχο της «για να μην είναι λυπημένος».

Ο Ερμής ο π α μ μ έ γ ι σ τ ο ς, θεός του εμπορίου και της συναλλαγής, θεός των γραμμάτων και της διανόησης, θεός της μετάβασης των ψυχών στον Άδη και θεός της μεταφοράς των μηνυμάτων, δηλαδή της επικοινωνίας, επινοεί τη φωτιά (το λέει καθαρά ο ομηρικός ύμνος και περιγράφει και πως το ‘κανε), καθιερώνει τη θυσία στους θεούς, δηλαδή τη λατρεία, φτιάχνει τη λύρα «για να ξεχνάει τη λύπη του», δημιουργώντας εκείνη τη στιγμή τη γέννηση της μουσικής, της ενόργανης τέχνης και κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνική επινόηση. Κι αυτή τη θεότητα την βάζεις Αβδελιώδη να κάνει τη Γενοβέφα κλαίουσα σε παράσταση μπουλουκιού; Τεράστια συνεπώς η παρανόηση ( και η ευτέλιση, για να μην πω εξευτελισμός) του κειμένου και των ρόλων. Αν πεις και για τις αφελείς προσθήκες, αφελείς ως παιδαριώδεις και βλάσφημες για το κειμήλιο («ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δώσε μου τα βόδια και θα πω στο Δία πατέρα να σου βρεί δουλειά στον Όλυμπο ΕΡΜΗΣ: Τι δουλειά; ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ; Να σε διορίσει θεό της κλεψιάς και της ψευτιάς ΕΡΜΗΣ: Με υβρίζεις…») είναι για γέλια. Και για κλάματα. Ντροπή να αποδίδονται αυτές οι επιθεωρησιακές αρλούμπες στο Σοφοκλή.

Η ηθοποιός που ανέλαβε την νύμφη Κυλλήνη στέκεται σε καλύτερη μοίρα. Το έρμα της κακοτεχνίας δεν την σέρνει ως το βυθό. Παρακολουθούσα όμως τον Σειληνό του Βασίλη Σπυρόπουλου με ενδιαφέρον και ξεχώρισα σ’ αυτόν θεατρικές αναλαμπές. Του αξίζει να αναφερθεί ως εξαίρεση Και τώρα ο χορός των Σατύρων. Αν και διαφωνώ με την τόσο γκροτέσκα άποψη, τη βίαιη και τη μεγάλη δόση του κλοουνίστικου στοιχείου , διαφωνώ δηλαδή με την άποψη και την ανάγνωση του έργου, οι αντιρρήσεις μου ωστόσο δεν είναι σοβαρές. Έχει ευρηματική κίνηση ο χορός, είναι καλοδιδαγμένος και η εκτέλεση του είναι αξιοθαύμαστη. Το μόνο ελάττωμα η υπερβολή, η έλλειψη μέτρου και αναλογίας, οι συνεχείς εντάσεις και οι φωνασκίες, και όλα όσα εμπόδισαν το σύνολο του θεάματος να αποκτήσει ατμόσφαιρα, κλίμα, να καταλάβει ο θεατής ποια είναι ολοκληρωμένη και καθαρή η άποψη του σκηνοθέτη για το έργο, ποια είναι η ιδέα του για το σατυρικό δράμα. Ωστόσο ο χορός και η άψογη εκτέλεσή του δικαιώνουν και τεκμηριώνουν την συγκεκριμένη προσέγγιση.

Είναι άξιο απορίας πως παρανοήθηκε ένα τόσο ξεκάθαρο έργο, πως αγνοήθηκε ο βουνίσιος του ειρηνικός χαρακτήρας, πως πρόκειται για ένα βουκολικό θεατρικό παίγνιο μέσα στο δάσος, στις κορφές, στις σπηλιές, στα λιβάδια, με τα παιχνίδια των ατίθασων, κατσικόμορφων σατύρων και των νυμφών, με τα κοπάδια των βοδιών, τις χελώνες και τα άλλα ζωντανά, μ’ έναν γεροσάτυρο, τεμπέλη, μπεκρή, κουφό, καυχησιάρη, θρασύδειλο, το κορυφαίο δείγμα μπούφου κωμικού καρατερίστα σ’ όλο το παγκόσμιο θέατρο και με δυο νεαρούς θεούς , έναν όμορφο μα λίγο βραδύνοα, ιδιοκτήτη κι όλας κοπαδιού, γελαδάρη αγέλαστο που ανησυχεί για την περιουσία του κι έναν άλλο πολύ νεαρότερο, νεογέννητο, πονηρό από κούνια, καπάτσο που έρχεται να σαρκάσει και να γελάσει , να παίξει, να απομυθοποιήσει τη σοβαρότητα του βίου και να υποδυθεί τον αθώο (ιδού το θέατρο, ο Ερμής εδώ είναι και ο πρώτος ηθοποιός) και στο τέλος να κομίσει σαν αντιστάθμισμα το πρώτο έγχορδο όργανο, δηλαδή τη μουσική, δηλαδή την τέχνη. Δεν είδε τίποτα απ’ όλα αυτά ο Αβδελιώδης και μ’ ένα κείμενο (εννοώ τη μετάφραση του Ανδρεάδη * και την εξ αυτής διασκευή ) έφτιαξε ένα σκληρό, παραπειστικό (τι δουλειά έχει εδώ ο Μαρσύας; Άλλος μύθος, άλλο ύφος, άλλο ήθος) ενοχλητικό, βίαιο αχαρακτήριστο θέαμα. Η διεξαγωγή του όλου χορογραφήματος ωστόσο είχε δυο πολύ καλές στιγμές , καθαρές και κωμικές, που επιβάλλεται να εξαρθούν. Η σκηνή με το αίνιγμα γύρω απ΄ την ταυτότητα του ζώου κι η άλλη που ο Σειληνός το σκάει πονηρά απ’ την ομήγυρη των Σατύρων.

Αυτά είδα κι έτσι τα κρίνω κι όποιος θέλει ας πιστέψει πως κρίνω ανεπηρέαστα. Ας πιστέψει πως δεν σημειώνω τα ανωτέρω από ανταγωνισμό, αλλά ούτε και επειδή στις αναγγελίες της τωρινής παράστασης προβλήθηκε πως ανεβαίνει τάχα το έργο αυτό για πρώτη φορά και τέτοιες επικοινωνιακές αηδίες, ενώ όλοι ξέρουν πως το μισερό αυτό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή μεταφρασμένο, συμπληρωμένο και σκηνοθετημένο από μένα το ανέβασα για πρώτη φορά το 1991 και παίχτηκε περιοδεύοντας δυο χρόνια σ’ όλη την Ελλάδα. Ξέρω ωστόσο πως πολύ λίγους θα πείσει η αντικειμενικότητά μου. Δεν πειράζει. Καλά να’ μαστε!

Γιώργος Χατζηδάκης

* Ποια μετάφραση δηλαδή; Το ανδρεάδειο πόνημα το χαρακτηρίζει τέτοια ασυδοσία και όργιο σαχλαμάρας , και με το όνομα του Σοφοκλή στην προμετωπίδα και με πανεπιστημιακή κάλυψη, που, λοιπόν πράγματι δικαιούται το προνόμιο της… διακόρευσης το οποίο διεκδίκησε. Αυτή είναι μια πρωτιά που δικαίως του ανήκει. Για το γελοίον του πράγματος θα επανέλθω πιο αναλυτικά σε άλλον τόπο.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Μπουρδέλο «Η Ελλάς»





«Η Επιστροφή της μαντάμ Αννιές» της Μαίης Σεβαστοπούλου από την «ΘΕΩΡΗΣΗ» στο Cabaret Voltaire.

Ένα έργο και μια παράσταση με απαιτήσεις ξεχωριστής θεατρικής κατάταξης. Το έργο ως κείμενο, σε πρώτη ανάγνωση, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση . Ο μύθος του, που είναι προέκταση ενός προηγούμενου πρώτου μέρους («Περμαγκανάτ»), με την εντωμεταξύ εξέλιξη των περιπετειών των ίδιων ηρωίδων, είναι ισχνός, μάλλον συνηθισμένος και προβλεπόμενος. Αμέσως ωστόσο ακόμα και ο δύσκολος σχολιαστής αναγνωρίζει πως το έργο διαθέτει τρία πολύ σπουδαία στοιχεία στη διεξαγωγή του. Το ένα είναι η Αναγνώριση, αυτό το πρωταρχικό κύτταρο κάθε δραματουργήματος απ’ αρχής της θεατρικής ζωής. Με σταθερά βήματα η συγγραφέας οδηγεί το τέχνημά της στη καπιτάλε σκηνή της αναγνώρισης. Αν και ο αιφνιδιασμός μισοφανερώνεται και δεν παραμένει το απρόοπτο που θα ακολουθήσει, όταν δηλαδή η Αννιές αναγνωρίζεται με τον Μενέλαο και απανωτά γίνεται η αναγνώριση της πατρότητας του Κουκούλη, η σκηνή αυτή έχει τη γνήσια συγκίνηση της κλασικής αναγνώρισης κι αυτό είναι το ένα πολύ δυνατό σημείο.

Το άλλο βασικό συστατικό είναι ο Αγώνας. Η σύγκρουση του καλού (Αννιές) με το κακό (Μαρούλα) Η υπερίσχυση του καλού και τη στιγμή του θριάμβου η μεταμέλεια και η συχώρεση. Ο κακός που ανανήφει, το μέγα σεναριακό δόγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ιδού λοιπόν η Αναγνώριση και η Ανάνηψη. Και εκτός αυτών τρίτο, το μέγα εύρημα της κήρυξης του πολέμου και η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα. Ευφυής συνύφανση που παράγει σκηνές με ένταση και συγκίνηση άξιες έμπειρου δραματουργού. Τι χρειάζεται να αναζητηθούν άλλα; Κι όμως υπάρχουν φανερότατα και κραυγάζουν να επισημανθούν. Γυναίκες της διασποράς είναι τα πρόσωπα του έργου, γυναίκες που έρχονται από μια ελληνική γωνιά του κόσμου, εγκαθίστανται και ξαναφεύγουν για μια άλλη για να ξαναφύγουν στη συνέχεια. Η Σύρα, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα, η Μασσαλία και πάλι η Αθήνα και μετά πάλι η Αλεξάνδρεια, μια τροχιά που διασταυρώνεται, συνυφαίνεται και τέμνεται με μια άλλη, που ξεκινάει απ’ την Κιουτάχεια της Μικρασίας, έρχεται με την προσφυγιά στην Αθήνα, φεύγει για την Μασσαλία, ξανάρχεται στην Αθήνα και θα ξαναφύγει για την Αλεξάνδρεια. Και μια άλλη ξεκομμένη αυτή απ’ την Πόλη βρίσκεται στη Αθήνα στο ίδιο σημείο. Κι ανάμεσα οι πόλεμοι και οι εθνικές συμφορές. Είναι ένα γαϊτανάκι, ένα αναγκαστικό στροβίλισμα, δαιμόνιο και μοίρα του ελληνισμού. Και στη μέση ένας οίκος ανοχής, φαντασιακά ξεχωριστός, με τους ποιητές και τα μεγαλόστομα ποιήματα τους να πλανώνται κάτω απ’ τα ταβάνια του. Τι άλλο χρειάζεται για να αναγνωρίσουμε την πινακίδα «Μπουρδέλο η Ελλάς».

Να σταματήσουμε γιατί ο «κατήφορος» των αποκωδικοποιήσεων δεν έχει όρια. Η παράσταση έχει το ευτύχημα να είναι σκηνοθετημένη απ’ τη συγγραφέα που πρωταρχικά είναι ηθοποιός, μια ηθοποιός που γνωρίζει καλά την… «τσαγκαρική». Όπως ενστικτωδώς πορεύτηκε με τις αράδες του έργου και στα σκοτεινά βρήκε τις βρυσομάνες, με το ίδιο αλάθητο αισθητήριο κούρντισε την παράσταση. Οι ρυθμοί, οι δυνάμεις, τα σταματήματα, τα γυρίσματα, οι κορυφώσεις, τα ευρήματα όλα έχουν τη σφραγίδα της σκηνικής επίγνωσης. Σε κάποια σημεία αστοχεί, η ισορροπία παραβιάζεται, ξεφεύγει η σειρά και η τάξη μα η δύναμη της φοράς είναι τέτοια που οι αντιρρήσεις παρασέρνονται.
Οι ερμηνείες αποκαλύπτουν μια διαφορετικότητα υποκριτικών σχολών και ιδιοσυγκρασιών καμιά όμως δεν υπολείπεται. Όλες είναι από επαρκείς ως άριστες. Όλοι οι ηθοποιοί επιδεικνύουν ολόθερμη συμμετοχή που εξασφαλίζει στην παράσταση μια νευρώδη αίσθηση. Ο θεατής δεν χαλαρώνει , δεν διασπάται ούτε δευτερόλεπτο. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, μαέστρος και μαζί πρώτο βιολί, οδηγεί αυτή την δυναμική ενορχήστρωση σε καταιγιστικούς ρυθμούς, τόσο σαρωτικούς που μερικές φορές κάποιες ατάκες «πνίγονται», καταπατιούνται απ’ την σβελτάδα της επέλασης. Μικρό το κακό. Κορυφαία ερμηνεία λοιπόν η μαντάμ Αννιές της Σεβαστοπούλου. Έπονται δυο πολύ τεχνικές, με κύριο γνώρισμα τις εναλλαγές και την ποικιλία, ας τις πούμε ερμηνείες διεξοδικές, είναι αυτές της Μαρούλας απ’ την Ειρήνη Στρατηγοπούλου και της Περσεφόνης απ’ τη Μαρία Δαβίλλα. Έξοχες!

Με αδρά χαρακτηριστικά και σταθερές γραμμές η Ζενεβιέβ της Πελαγίας Φυτοπούλου διατήρησε την πιο ιδιαίτερη προσωπικότητα χωρίς να αφίσταται από το σύνολο. Την αδικούν οι υπερβολές στα καμώματα με την πλερέζα που είναι εντελώς εκτός κλίματος και το νυφικό στο τέλος που σαχλοποιεί την ερμηνεία της και εισάγει στην παράσταση καρναβαλίστικες ελαφρότητες. Ο Ευριπίδης- Μενέλαος του Κώστα Παίδαρου είχε σκηνική εγκυρότητα και με δεξιότητα ανταποκρίθηκε στις… συνωμοτικές απαιτήσεις του ρόλου και ακολουθώντας με συνέπεια τα βήματα προς το σαρκαστικό γκροτεσκάρισμα του φινάλε. Στα επίπεδα του επαρκούς και του συμμετέχοντος ο Κουκούλης του Βαγγέλη Δουκουτσέλη. Και το μεγάλο ταλέντο του θιάσου, η εμπρηστική και εσαεί εκρηκτική Χριστίνα Παπαβασιλείου; Καλή, εντυπωσιακή, φαεινή σαν πάντα αλλά σε κάποια σημεία παραδόθηκε αμαχητί στις ευκολίες της. Συνέβη αυτό που απλά λέμε «έκανε τα δικά της». Δεν ήταν ο ρόλος, ήταν η Χριστίνα και μάλιστα όχι η καλή εκδοχή της. Κάποια αντιαισθητικά τουρλώματα, (χωρίς λόγο) ανάλογες μούτες, γέλια ξαφνικά και αναίτια, σπασμωδικότητες, που αφαιρέσανε πολύ από την αξία της ερμηνείας της. Γιατί;
Αυτά, χωρίς φόβο και πάθος, για ένα έργο και μια παράσταση που ο χώρος του Cabaret Voltaire το αδικεί καταφάνερα, το διασπά, το ξεχειλώνει και το κυριότερο το κρατάει μακριά απ’ το φυσικό, το αυθεντικό θεατρικό κοινό, αυτούς που θα το αξιώσουν και θα το αναδείξουν όπως του αξίζει.
Και για να μην παραλείψουμε κάτι σημαντικό: Μ’ αυτή την παράσταση η «Θεώρηση» μπαίνει στον 21ο χρόνο της και συμπληρώνει 46 θεατρικές παραγωγές

Αδριανός Γεωργίου

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

2x4 Στο C a b a r e t V o l t a i r e



Σκέπτομαι πόσο σπουδαίο είναι να βλέπεις μια καλή παράσταση, καλλιτεχνική με ψαγμένα κείμενα, ουσιαστικά, αποστάγματα παρατήρησης της ζωής και των ανθρώπων, κείμενα βιωματικά ... Σκέπτομαι πόσο αισιόδοξο είναι να βλέπεις δυο νέους ηθοποιούς ( Παναγιώτη Μπρατάκο και Ειρήνη Σταματίου) που να δίνουν ζωή στα κείμενα, να πλάθουν ανθρώπους αληθινούς και πάσχοντες, να φωτίζουν λεπτομερειακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, σε μια αλληλουχία μεταβολών και εξελίξεων. Πλούσια και διεξοδική υποκριτική. Αναφέρομαι στην παράσταση ''2 X 4''... 2 φωνές, 4 ιστορίες, 8 πρόσωπα..» .που την είδα στο Cabaret Voltaire,στον γνωστό εξελισσόμενο χώρο του Μεταξουργείου, μια παράσταση με κείμενα του Παναγιώτη Μπρατάκου και του Δημήτρη Μαλισσόβα, σκηνοθετημένη με προσήλωση και οίστρο από τον δεύτερο.

Ο χώρος υποχρεώνει η αναφορά στους ερμηνευτές να είναι σύντομη αν και τους αξίζουν έπαινοι και επίθετα πολλά και ενθουσιώδη. Δεν μπορώ να στερήσω ωστόσο την Ειρήνη Σταματίου από ένα υπογραμμισμένο θαυμαστικό για τις πολύφυλλες ερμηνείες της και την εξαιρετική Άρτεμη Μπρατάκου για τα τραγούδια της που γεμίζουν το χώρο με αισθαντισμό. Μια αποκρυσταλλωμένη ποιοτική παρένθεση στο κομφούζιο των χαωδών αναζητήσεων της θεατρικής μας πραγματικότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ



Παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη

Δεν έχει νόημα να ψάξουμε για λογοτεχνικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το έργο του Χρηστομάνου κι αν οι συμβολιστές του περιοδικού Rundschau, στον κύκλο των οποίων κινείτο όσο ζούσε στην Αυστρία, επηρέασαν το πνεύμα του στρέφοντας τον σε μυστικιστικούς προβληματισμούς και ζοφερές ατραπούς. Ωστόσο και μόνο η αναπηρία του είναι αρκετή εξήγηση για την πεσιμιστική του τάση και την μοιρολατρία του. Μπορούμε να φανταστούμε τα απωθημένα συναισθήματα αυτού του σακατεμένου ανθρώπου και να αιτιολογήσουμε την δημιουργική μανία και την καταθλιπτική του φύση. Δεν είναι τυχαίο που οι φάσεις της σελήνης στο έργο του «Κερένια Κούκλα» έχουν κυριαρχική παρουσία. Απεχθάνομαι τις αποκωδικοποιήσεις και δεν σκοπεύω να σας κατεβάσω στις κατακόμβες την αποσημειολογήσεων, στην άγονη και στείρα αυτή διαδικασία των θεατρικά ευνουχισμένων θεωρητικών. Δε χρειάζεται άλλωστε. Η παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη είναι σε θέση να μας δώσει το στίγμα του έργου και του συγγραφέα με τον μόνο τρόπο που ένας άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να μεταδώσει κι ο θεατής ευεκτικά να το μεταλάβει μετέχοντας σ’ αυτήν την πανάρχαια μαγική διαδικασία: τη θεατρική μέθεξη.

Αφυπνισμένη η Ιουλία Σιάμου, με το δημιουργικό της πνεύμα και το σκηνοθετικό ένστικτο σε έγερση βρήκε το δρόμο που είχε εντελώς χάσει όταν περιπλανήθηκε στη «Σοφίτα» του Ντανίλο Κις και σαν ν’ άγγιξε με οιστρηλατημένα δάχτυλα το χώρο του μικρού θεάτρουτης οδού Λένορμαν, έφτιαξε μια ατμόσφαιρα που υπέβαλε την κάθε μια κατάσταση του έργου. Βρέθηκαν με μιας οι ρυθμοί και οι χρόνοι, οι εντάσεις, οι τόνοι του φωτός και ο δρόμος για την ψυχή και το πνεύμα του θεατή. Το πένθος, η κατάρα, το μοιραίο εναλλάσσονταν με την αγάπη, το πόθο, την τρυφερότητα και πάλι το αναπόφευκτο που απελαύνει. Και η παρουσία του Φεγγαριού, η συνεχής υπόμνηση της Εκάτης, της άγνωστης πλευράς της Σελήνης, προστάκτης μαζί και τιμωρός, να περιπλέκει τον άνθρωπο σε πλοκάμια αξεδιάλυτα ανάμεσα στους σε πανίσχυρους σαρκικούς πόθους, στις φυσικές έλξεις κι απ’ την άλλη να ορθώνεται το χρέος και η θυσία και να απαιτούν το δικό τους μερίδιο στον βαριόμοιρο άνθρωπο. Μια αληθινή τραγωδία. Μια σύγκρουση, μια Ύβρις και μια Νέμαση. Ναι , η Ιουλία Σιάμου έφτιαξε μια σκηνική «κατάσταση» αριστοτεχνική με τραγικές εκφάνσεις (ξεπερνώντας την πρώτη της σκηνοθεσία, τότε που με «Το αμάρτημα της μητρός μου» μας είχε δυνατά εντυπωσιάσει ) και αποσαφήνισε τον υπαρξιακό χαρακτήρα του έργου.

Η διασκευή της νουβέλας σε κείμενο παραστάσιμο αγνόησε σε πολλά σημεία λογοτεχνικά στοιχεία του πρωτοτύπου που άξιζε να διατηρηθούν. Επικράτησε, κατά τη γνώμη μου, μια σεναριακή της τηλεόρασης λογική που νοιάστηκε περισσότερο για τη ροή. Η μουσική πλαισίωση με την κατάλληλη υποβλητικότητα.

Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν, συνέβαλαν και συνδημιούργησαν το αποτέλεσμα. Η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της Λιόλιας μετήλθε όλα τα επίπεδα απ’ την αθωότητα ως την καταδίκη. Παιδούλα ανίδεη μεταβάλλεται κάτω απ’ τον έρωτα του άντρα σε ένα εμπρηστικό θηλυκό που μετά την Ύβρη συντρίβεται. Σ’ όλη αυτή τη γκάμα των μεταπτώσεων και των μεταβολών η νεαρή ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Ιδανική η ερμηνεία της Νερίνας Ζάρπα στην άρρωστη Βιργινία. Με εντυπωσιακή ικανότητα κρατούσε την κερένια ηρωίδα της περισσότερο στον άλλο κόσμο και λιγότερο στο δικό μας. Είχε μια θλιβερή ποιητικότητα κι αυτό ήταν η αξία της ιδιαίτερης αυτής ερμηνείας, έναν τραγικό πεισιθάνατο μαρασμό σαν να ήταν απ’ αρχής βαλμένη η παγίδα του πεπρωμένου. Χόρεψε τον θάνατο της μαρτυρικής Βιργινίας με αίσθηση απελπισίας και αγωνιακής εξόδου. Ο Στάθης Αναστασίου στέρεος αφηγητής με ενάργεια και συμμετοχή μετατρεπόταν θαυμάσια στον πάσχοντα δραματικό Νίκο. Δικά του και τα σπουδαία τα εικαστικοπτικά εφέ που δημιούργησαν σε πολλές σκηνές εντύπωση μαγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην τόσο ποιητική ερωτική σκηνή. Και η καλή εντύπωση δεν θα ολοκληρωνόταν αν το οξυδερκές ταλέντο της Έντας Δημοπούλου δεν ήταν διαρκώς αισθητό ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες του σκηνικού και των κοστουμιών.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Ενα συνονθύλευμα τύπου ... Φρανκεσταϊν

Για την ψευδεπίγραφη "Σταχομαζώχτρα"

Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.

Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.

Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.

Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.

Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Τα παιδία δεν παίζει....

Και μια ταινία ανάμεσα στα θεατρικά, υποψήφια για τα μάτια των μαθητών. Δεν διέκρινα απολύτως κανένα λόγο η το παραμικρό σημείο που να στηρίζει την αρνητική θέση οποιουδήποτε για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό πόνημα. Είτε από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού, είτε του γονέα ή και του απλού πολίτη το έργο αυτό είναι καταλληλότατο ( για να μην πω επιβεβλημένο) για τα παιδιά της μέσης και ανωτέρας εκπαιδευτικής κλίμακας. Και για να το εντάξουμε αναλύοντας τα δεδομένα του πρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν έργο καθαρά πολιτικό με την ευρύτατη έννοια του όρου, που παρουσιάζει το παιδί των δέκα ως δώδεκα χρόνων να διεκδικεί το δικαίωμά του στο παιχνίδι. Να απαιτεί από το Σύστημα τον φυσικό χώρο που δικαιούται για να εκφράζει τις ανάγκες του. Ήπια, ειρηνικά και θαρραλέα μια όμάδα τεσσάρων παιδιών μεθοδεύει τις πιέσεις και τα διαβήματα που με τους δικούς του αυθόρμητους τρόπους θα ασκήσει στην εξουσία μεταχειριζόμενο τα αυτονόητα επιχειρήματα. Απεικονίζονται επίσης οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν μέσα στις τάξεις των ομάδων που διεκδικούν κι αυτό είναι μια ρεαλιστική παράμετρος που συνυπολογίζεται στα θετικά στοιχεία. Τα παιδιά που παίζουν, ιδιαιτέρως τα δυο κορίτσια, είναι φυσικά και πειστικότατα και πρέπει να αυτοανακληθείς στην πραγματικότητα για να θυμηθείς πως όλα αυτά γίνονται μπροστά σε μια κάμερα. Κλαίνε, γελάνε, συζητούν, αντιδρούν, παίζουν τόσο αληθινά που νομίζεις πως βλέπεις «μια φέτα ζωής» που λέει ο Ζολά στο μανιφέστο του νατουραλισμού. Το κυριότερο είναι πως ο σεναριογράφος δεν παρασύρεται σε κοινωνιολογικές και παιδοψυχολογικές αναλύσεις που θα έκαναν το όλον αφύσικο και τους ήρωες μικρομέγαλους, αντίθετα και οι διάλογοι και η φρασεολογία είναι στην τρέχουσα πρακτική των ηλικιών που παρουσιάζονται. Επειδή ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσω και να μην κατανοήσω τις θέσεις των εκπαιδευτικών μελών της επιτροπής που ανησυχούν για τους κίνδυνους που πιθανόν να ( νομίζουν πως ) ελλοχεύουν στην προβολή και την ενθάρρυνση τέτοιων αντιδράσεων εκ μέρους των παιδιών, θα μου επιτρέψουν να υποσημειώσω πως δεν πρέπει να ευνοούμε την διατήρηση αυτής της καταστροφικής παθητικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την κοινωνία, στο όνομα κάποιας κακώς εννοούμενης πειθαρχίας, αλλά ούτε και την στρεβλή επαναστατικότητα και ασυδοσία που οδηγεί σε εξεγέρσεις και καταλήψεις κι αυτό ακριβώς είναι το δικό τους χρέος: να καθοδηγήσουν τα παιδιά σωστά την έκφραση διαμαρτυρίας από τριάντα χρόνια έχουν χάσει την αναλογία των δυο αυτών εννοιών.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ στο Τρένο στο Ρουφ




Έργο και παράσταση ισχυρών εντυπώσεων και νοημάτων

Μέσα σ’ έναν κόσμο που τίποτα σταθερό δεν εγγυάται, που η ζωή είναι έωλη και φευγαλέα και η εποχή παραπαίει έχοντας ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, που τα ιδανικά και οι ιδέες, οι αξίες και οι σχέσεις, και όλα αυτά που χωρίς ουσιαστικό τα χαρακτηρίζουμε «σταθερές» έχουν διασαλευθεί, μια γυναίκα αναζητάει το κολιέ που έχασε και μια άλλη ένα κόκκινο τόπι που κυλάει. Ο υπογραφόμενος αντιπαθεί τα σύμβολα που μετατρέπουν το θέατρο σε κουίζ και στέκει αντίθετος με τα φρούτα της μόδας που λέγονται σημειολόγοι. Δεν μπορώ όμως αγαπητοί μου να μην διαβάσω με προσοχή τις άμεσες και απολύτως ευκρινείς αλληγορίες της συγγραφέα. Άλλωστε δεν παίζει με τον θεατή το παιχνίδι των αποκωδικοποιήσεων, μιλάει καθαρά και σταράτα. Αν θέλεις να υπονοήσεις έναν πλανήτη που πλήττεται και σπαράσσεται ποιόν άλλο χώρο παρά τη Βυρηττό θα διαλέξεις κι αν θέλεις να μιλήσεις για τη φρίκη, για ένα δεκάχρονο παιδί που διαμελίσθηκε στην ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου τι άλλο θα βρεις από ένα κόκκινο τόπι, το τόπι που κρατούσε πριν απ’ το θάνατό του που αναπήδησε και κύλησε και χάθηκε. Κι αν θέλεις να αναφερθείς στον δυτικό πολιτισμό και στους ανθρώπους του, που βιώνουν κι αυτοί τις δικές τους απώλειες, τι καλύτερο «σήμα» παρά ένα περίτεχνο πλαστικό κολιέ, προσωρινό και φευγαλέο όπως η ζωή, που μοιραία σπάει και σκορπάει τις χάντρες του. Το έργο της Καναδής Καρόλ Φρεσέ μοιάζει πολιτικό αλλά στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό. Καταγράφει την απώλεια. Την οδύνη της απουσίας. Την αίσθηση της έλλειψης. Την μάταιη αναζήτηση του χαμένου.

Η Τατιάνα Λύγαρη έψαυσε προσεκτικά το κείμενο και το διέγνωσε σωστά και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός. Το αφηγήθηκε βιωματικά και το έπαιξε με πόνο. Η πνευματική της συγκρότηση τη βοήθησε να διαβάσει το κείμενο σε βάθος και η υποκριτική ευστροφία της φάνηκε στις μεταβάσεις από τη διήγηση στη βίωση. Καθοδήγησε τους δυο εξαιρετικούς συνεργάτες της ηθοποιούς αριστοτεχνικά αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές ικανότητες του καθενός, τόσο τον Βαγγέλη Ρόκκο με πολλαπλούς και διαφορετικούς ρόλους όσο και την Ανατολή Αθανασιάδου στην δραματική φιγούρα της μάνας. «Το κολιέ της Ελένης» είναι ένα έργο και μια παράσταση ισχυρών εντυπώσεων, νοημάτων, αποκαλύψεων μα πιο πολύ είναι ένα καθαρό έργο τέχνης, είναι μια επαφή με το θαύμα της θεατρικής πράξης. Δεν απευθύνεται σε ειδικές κατηγορίες θεατών. Είναι ένα έργο για όλους. Και για τα παιδιά; Μα φυσικά. Κυρίως για τα παιδιά, αν φυσικά δεν τα προορίζουμε για κάποιον αποστειρωμένο χώρο μακριά από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, της τέχνης και πιο ειδικά της ποίησης. Και όταν ο καθηγητής τους θα τους μιλήσει για την ποίηση της Κικής Δημουλά θα έχει ένα γνωστό κοντινό σημείο αναφοράς να ανατρέξει.

Γιώργος Χατζηδάκης