Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

2x4 Στο C a b a r e t V o l t a i r e



Σκέπτομαι πόσο σπουδαίο είναι να βλέπεις μια καλή παράσταση, καλλιτεχνική με ψαγμένα κείμενα, ουσιαστικά, αποστάγματα παρατήρησης της ζωής και των ανθρώπων, κείμενα βιωματικά ... Σκέπτομαι πόσο αισιόδοξο είναι να βλέπεις δυο νέους ηθοποιούς ( Παναγιώτη Μπρατάκο και Ειρήνη Σταματίου) που να δίνουν ζωή στα κείμενα, να πλάθουν ανθρώπους αληθινούς και πάσχοντες, να φωτίζουν λεπτομερειακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, σε μια αλληλουχία μεταβολών και εξελίξεων. Πλούσια και διεξοδική υποκριτική. Αναφέρομαι στην παράσταση ''2 X 4''... 2 φωνές, 4 ιστορίες, 8 πρόσωπα..» .που την είδα στο Cabaret Voltaire,στον γνωστό εξελισσόμενο χώρο του Μεταξουργείου, μια παράσταση με κείμενα του Παναγιώτη Μπρατάκου και του Δημήτρη Μαλισσόβα, σκηνοθετημένη με προσήλωση και οίστρο από τον δεύτερο.

Ο χώρος υποχρεώνει η αναφορά στους ερμηνευτές να είναι σύντομη αν και τους αξίζουν έπαινοι και επίθετα πολλά και ενθουσιώδη. Δεν μπορώ να στερήσω ωστόσο την Ειρήνη Σταματίου από ένα υπογραμμισμένο θαυμαστικό για τις πολύφυλλες ερμηνείες της και την εξαιρετική Άρτεμη Μπρατάκου για τα τραγούδια της που γεμίζουν το χώρο με αισθαντισμό. Μια αποκρυσταλλωμένη ποιοτική παρένθεση στο κομφούζιο των χαωδών αναζητήσεων της θεατρικής μας πραγματικότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ



Παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη

Δεν έχει νόημα να ψάξουμε για λογοτεχνικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το έργο του Χρηστομάνου κι αν οι συμβολιστές του περιοδικού Rundschau, στον κύκλο των οποίων κινείτο όσο ζούσε στην Αυστρία, επηρέασαν το πνεύμα του στρέφοντας τον σε μυστικιστικούς προβληματισμούς και ζοφερές ατραπούς. Ωστόσο και μόνο η αναπηρία του είναι αρκετή εξήγηση για την πεσιμιστική του τάση και την μοιρολατρία του. Μπορούμε να φανταστούμε τα απωθημένα συναισθήματα αυτού του σακατεμένου ανθρώπου και να αιτιολογήσουμε την δημιουργική μανία και την καταθλιπτική του φύση. Δεν είναι τυχαίο που οι φάσεις της σελήνης στο έργο του «Κερένια Κούκλα» έχουν κυριαρχική παρουσία. Απεχθάνομαι τις αποκωδικοποιήσεις και δεν σκοπεύω να σας κατεβάσω στις κατακόμβες την αποσημειολογήσεων, στην άγονη και στείρα αυτή διαδικασία των θεατρικά ευνουχισμένων θεωρητικών. Δε χρειάζεται άλλωστε. Η παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη είναι σε θέση να μας δώσει το στίγμα του έργου και του συγγραφέα με τον μόνο τρόπο που ένας άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να μεταδώσει κι ο θεατής ευεκτικά να το μεταλάβει μετέχοντας σ’ αυτήν την πανάρχαια μαγική διαδικασία: τη θεατρική μέθεξη.

Αφυπνισμένη η Ιουλία Σιάμου, με το δημιουργικό της πνεύμα και το σκηνοθετικό ένστικτο σε έγερση βρήκε το δρόμο που είχε εντελώς χάσει όταν περιπλανήθηκε στη «Σοφίτα» του Ντανίλο Κις και σαν ν’ άγγιξε με οιστρηλατημένα δάχτυλα το χώρο του μικρού θεάτρουτης οδού Λένορμαν, έφτιαξε μια ατμόσφαιρα που υπέβαλε την κάθε μια κατάσταση του έργου. Βρέθηκαν με μιας οι ρυθμοί και οι χρόνοι, οι εντάσεις, οι τόνοι του φωτός και ο δρόμος για την ψυχή και το πνεύμα του θεατή. Το πένθος, η κατάρα, το μοιραίο εναλλάσσονταν με την αγάπη, το πόθο, την τρυφερότητα και πάλι το αναπόφευκτο που απελαύνει. Και η παρουσία του Φεγγαριού, η συνεχής υπόμνηση της Εκάτης, της άγνωστης πλευράς της Σελήνης, προστάκτης μαζί και τιμωρός, να περιπλέκει τον άνθρωπο σε πλοκάμια αξεδιάλυτα ανάμεσα στους σε πανίσχυρους σαρκικούς πόθους, στις φυσικές έλξεις κι απ’ την άλλη να ορθώνεται το χρέος και η θυσία και να απαιτούν το δικό τους μερίδιο στον βαριόμοιρο άνθρωπο. Μια αληθινή τραγωδία. Μια σύγκρουση, μια Ύβρις και μια Νέμαση. Ναι , η Ιουλία Σιάμου έφτιαξε μια σκηνική «κατάσταση» αριστοτεχνική με τραγικές εκφάνσεις (ξεπερνώντας την πρώτη της σκηνοθεσία, τότε που με «Το αμάρτημα της μητρός μου» μας είχε δυνατά εντυπωσιάσει ) και αποσαφήνισε τον υπαρξιακό χαρακτήρα του έργου.

Η διασκευή της νουβέλας σε κείμενο παραστάσιμο αγνόησε σε πολλά σημεία λογοτεχνικά στοιχεία του πρωτοτύπου που άξιζε να διατηρηθούν. Επικράτησε, κατά τη γνώμη μου, μια σεναριακή της τηλεόρασης λογική που νοιάστηκε περισσότερο για τη ροή. Η μουσική πλαισίωση με την κατάλληλη υποβλητικότητα.

Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν, συνέβαλαν και συνδημιούργησαν το αποτέλεσμα. Η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της Λιόλιας μετήλθε όλα τα επίπεδα απ’ την αθωότητα ως την καταδίκη. Παιδούλα ανίδεη μεταβάλλεται κάτω απ’ τον έρωτα του άντρα σε ένα εμπρηστικό θηλυκό που μετά την Ύβρη συντρίβεται. Σ’ όλη αυτή τη γκάμα των μεταπτώσεων και των μεταβολών η νεαρή ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Ιδανική η ερμηνεία της Νερίνας Ζάρπα στην άρρωστη Βιργινία. Με εντυπωσιακή ικανότητα κρατούσε την κερένια ηρωίδα της περισσότερο στον άλλο κόσμο και λιγότερο στο δικό μας. Είχε μια θλιβερή ποιητικότητα κι αυτό ήταν η αξία της ιδιαίτερης αυτής ερμηνείας, έναν τραγικό πεισιθάνατο μαρασμό σαν να ήταν απ’ αρχής βαλμένη η παγίδα του πεπρωμένου. Χόρεψε τον θάνατο της μαρτυρικής Βιργινίας με αίσθηση απελπισίας και αγωνιακής εξόδου. Ο Στάθης Αναστασίου στέρεος αφηγητής με ενάργεια και συμμετοχή μετατρεπόταν θαυμάσια στον πάσχοντα δραματικό Νίκο. Δικά του και τα σπουδαία τα εικαστικοπτικά εφέ που δημιούργησαν σε πολλές σκηνές εντύπωση μαγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην τόσο ποιητική ερωτική σκηνή. Και η καλή εντύπωση δεν θα ολοκληρωνόταν αν το οξυδερκές ταλέντο της Έντας Δημοπούλου δεν ήταν διαρκώς αισθητό ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες του σκηνικού και των κοστουμιών.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Ενα συνονθύλευμα τύπου ... Φρανκεσταϊν

Για την ψευδεπίγραφη "Σταχομαζώχτρα"

Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.

Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.

Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.

Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.

Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Τα παιδία δεν παίζει....

Και μια ταινία ανάμεσα στα θεατρικά, υποψήφια για τα μάτια των μαθητών. Δεν διέκρινα απολύτως κανένα λόγο η το παραμικρό σημείο που να στηρίζει την αρνητική θέση οποιουδήποτε για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό πόνημα. Είτε από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού, είτε του γονέα ή και του απλού πολίτη το έργο αυτό είναι καταλληλότατο ( για να μην πω επιβεβλημένο) για τα παιδιά της μέσης και ανωτέρας εκπαιδευτικής κλίμακας. Και για να το εντάξουμε αναλύοντας τα δεδομένα του πρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν έργο καθαρά πολιτικό με την ευρύτατη έννοια του όρου, που παρουσιάζει το παιδί των δέκα ως δώδεκα χρόνων να διεκδικεί το δικαίωμά του στο παιχνίδι. Να απαιτεί από το Σύστημα τον φυσικό χώρο που δικαιούται για να εκφράζει τις ανάγκες του. Ήπια, ειρηνικά και θαρραλέα μια όμάδα τεσσάρων παιδιών μεθοδεύει τις πιέσεις και τα διαβήματα που με τους δικούς του αυθόρμητους τρόπους θα ασκήσει στην εξουσία μεταχειριζόμενο τα αυτονόητα επιχειρήματα. Απεικονίζονται επίσης οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν μέσα στις τάξεις των ομάδων που διεκδικούν κι αυτό είναι μια ρεαλιστική παράμετρος που συνυπολογίζεται στα θετικά στοιχεία. Τα παιδιά που παίζουν, ιδιαιτέρως τα δυο κορίτσια, είναι φυσικά και πειστικότατα και πρέπει να αυτοανακληθείς στην πραγματικότητα για να θυμηθείς πως όλα αυτά γίνονται μπροστά σε μια κάμερα. Κλαίνε, γελάνε, συζητούν, αντιδρούν, παίζουν τόσο αληθινά που νομίζεις πως βλέπεις «μια φέτα ζωής» που λέει ο Ζολά στο μανιφέστο του νατουραλισμού. Το κυριότερο είναι πως ο σεναριογράφος δεν παρασύρεται σε κοινωνιολογικές και παιδοψυχολογικές αναλύσεις που θα έκαναν το όλον αφύσικο και τους ήρωες μικρομέγαλους, αντίθετα και οι διάλογοι και η φρασεολογία είναι στην τρέχουσα πρακτική των ηλικιών που παρουσιάζονται. Επειδή ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσω και να μην κατανοήσω τις θέσεις των εκπαιδευτικών μελών της επιτροπής που ανησυχούν για τους κίνδυνους που πιθανόν να ( νομίζουν πως ) ελλοχεύουν στην προβολή και την ενθάρρυνση τέτοιων αντιδράσεων εκ μέρους των παιδιών, θα μου επιτρέψουν να υποσημειώσω πως δεν πρέπει να ευνοούμε την διατήρηση αυτής της καταστροφικής παθητικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την κοινωνία, στο όνομα κάποιας κακώς εννοούμενης πειθαρχίας, αλλά ούτε και την στρεβλή επαναστατικότητα και ασυδοσία που οδηγεί σε εξεγέρσεις και καταλήψεις κι αυτό ακριβώς είναι το δικό τους χρέος: να καθοδηγήσουν τα παιδιά σωστά την έκφραση διαμαρτυρίας από τριάντα χρόνια έχουν χάσει την αναλογία των δυο αυτών εννοιών.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ στο Τρένο στο Ρουφ




Έργο και παράσταση ισχυρών εντυπώσεων και νοημάτων

Μέσα σ’ έναν κόσμο που τίποτα σταθερό δεν εγγυάται, που η ζωή είναι έωλη και φευγαλέα και η εποχή παραπαίει έχοντας ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, που τα ιδανικά και οι ιδέες, οι αξίες και οι σχέσεις, και όλα αυτά που χωρίς ουσιαστικό τα χαρακτηρίζουμε «σταθερές» έχουν διασαλευθεί, μια γυναίκα αναζητάει το κολιέ που έχασε και μια άλλη ένα κόκκινο τόπι που κυλάει. Ο υπογραφόμενος αντιπαθεί τα σύμβολα που μετατρέπουν το θέατρο σε κουίζ και στέκει αντίθετος με τα φρούτα της μόδας που λέγονται σημειολόγοι. Δεν μπορώ όμως αγαπητοί μου να μην διαβάσω με προσοχή τις άμεσες και απολύτως ευκρινείς αλληγορίες της συγγραφέα. Άλλωστε δεν παίζει με τον θεατή το παιχνίδι των αποκωδικοποιήσεων, μιλάει καθαρά και σταράτα. Αν θέλεις να υπονοήσεις έναν πλανήτη που πλήττεται και σπαράσσεται ποιόν άλλο χώρο παρά τη Βυρηττό θα διαλέξεις κι αν θέλεις να μιλήσεις για τη φρίκη, για ένα δεκάχρονο παιδί που διαμελίσθηκε στην ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου τι άλλο θα βρεις από ένα κόκκινο τόπι, το τόπι που κρατούσε πριν απ’ το θάνατό του που αναπήδησε και κύλησε και χάθηκε. Κι αν θέλεις να αναφερθείς στον δυτικό πολιτισμό και στους ανθρώπους του, που βιώνουν κι αυτοί τις δικές τους απώλειες, τι καλύτερο «σήμα» παρά ένα περίτεχνο πλαστικό κολιέ, προσωρινό και φευγαλέο όπως η ζωή, που μοιραία σπάει και σκορπάει τις χάντρες του. Το έργο της Καναδής Καρόλ Φρεσέ μοιάζει πολιτικό αλλά στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό. Καταγράφει την απώλεια. Την οδύνη της απουσίας. Την αίσθηση της έλλειψης. Την μάταιη αναζήτηση του χαμένου.

Η Τατιάνα Λύγαρη έψαυσε προσεκτικά το κείμενο και το διέγνωσε σωστά και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός. Το αφηγήθηκε βιωματικά και το έπαιξε με πόνο. Η πνευματική της συγκρότηση τη βοήθησε να διαβάσει το κείμενο σε βάθος και η υποκριτική ευστροφία της φάνηκε στις μεταβάσεις από τη διήγηση στη βίωση. Καθοδήγησε τους δυο εξαιρετικούς συνεργάτες της ηθοποιούς αριστοτεχνικά αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές ικανότητες του καθενός, τόσο τον Βαγγέλη Ρόκκο με πολλαπλούς και διαφορετικούς ρόλους όσο και την Ανατολή Αθανασιάδου στην δραματική φιγούρα της μάνας. «Το κολιέ της Ελένης» είναι ένα έργο και μια παράσταση ισχυρών εντυπώσεων, νοημάτων, αποκαλύψεων μα πιο πολύ είναι ένα καθαρό έργο τέχνης, είναι μια επαφή με το θαύμα της θεατρικής πράξης. Δεν απευθύνεται σε ειδικές κατηγορίες θεατών. Είναι ένα έργο για όλους. Και για τα παιδιά; Μα φυσικά. Κυρίως για τα παιδιά, αν φυσικά δεν τα προορίζουμε για κάποιον αποστειρωμένο χώρο μακριά από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, της τέχνης και πιο ειδικά της ποίησης. Και όταν ο καθηγητής τους θα τους μιλήσει για την ποίηση της Κικής Δημουλά θα έχει ένα γνωστό κοντινό σημείο αναφοράς να ανατρέξει.

Γιώργος Χατζηδάκης

ΓΚΡΙΜ και ΓΚΡΙΜ στο θέατρο Μικρή Πόρτα

Παραμύθια. Βασιλιάδες και βασιλοπούλες, μάγοι και μάγισσες, πατεράδες με τρια αγόρια, μαγεμένα γαϊδούρια που αντί κοπριές βγάζουν φλουριά κι αγόρια με ένα αστέρι στο μέτωπο που το ριζικό τους λέει πως στα δεκάξι τους θα παντρευτούνε τη βασιλοπούλα και άλλα απίθανα σενάρια ξεπατικωμένα απ’ την παλαιά διαθήκη, δηλαδή την εβραϊκή μυθολογία. Στο μεταξύ ο χρόνος έχει προχωρήσει. Μπαίνουμε στον τελευταίο χρόνο της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Μένουμε ακόμα στα παραμύθια; Η κ. Καλογεροπούλου δεν έχει αντιληφθεί πως ορθώνεται μια νέα ανθρωπότητα; Δεν μπορεί να μην βλέπει, να μην αισθάνεται, πως ένας πληθυσμιακός σάλος θα σαρώνει την Ευρώπη όταν τα σημερινά παιδιά θα είναι έφηβοι. Το τσουνάμι που θα κατακλύσει την Ευρώπη μετά από δέκα χρόνια έχει ξεκινήσει από την Κίνα και την Ινδία και είναι ήδη ορατό. Η μορφωτική λαίλαπα που επίκειται τι αντιστάσεις θα βρεί; Παραμύθια των αδελφών Γκριμ σκηνοθετημένα «πλακατζίδικα»; Νομίζω πως η βασική μου αντίρρηση στον τρόπο της σκηνοθεσίας εδράζεται. Στην γκροτέσκα και πλακατζίδικη σκηνοθετική γραμμή της κ. Λίλο Μπάουρ που αφαίρεσε απ’ το παραμύθι το ποιητικό του στοιχείο, μοναδικό λόγο για να στεκόμαστε ακόμα στα παραμύθια και μάλιστα με τέτοια εμμονή. Παραμύθι ήταν και το «Πραμυθίσιμο» η παράσταση που είχαμε δει στη «Μικρή Πόρτα» πριν από δυο χρόνια. Μια παράσταση με χιούμορ, χιούμορ ευρηματικό, υψηλής σύλληψης και ποίησης, ποίησης άφθονης που δεν άφηνε να φανεί η στεγνότητα και η αφέλεια των μύθων αλλά τα ξεχείλιζε με εκστατικές εντυπώσεις. Ναι με τέτοιες επενδύσεις τα παραμύθια είναι χρήσιμα ως όχημα. Μεταφέρουν τον θεατρικό πυρήνα, τη μέθεξη, που όπως ξέρει και η κ. Καλογεροπούλου και οι παιδοψυχολόγοι συνεργάτες της είναι το μέγα ζητούμενο και η πραγματική προσφορά στην αδαή παιδική προσληπτικότητα. Ναι, παραμύθια αλλά σαν το «Παραμυθίσιμο» και όχι σαν το παρόν θέαμα της κ. Λίλο Μπάουρ. Όχι γκροτέσκο και πλάκα αλλά ποίηση και χιούμορ. Για παράδειγμα στην παράσταση του Μοσχόπουλου το σεξουαλικό πλησίασμα του γαϊδάρου στην γαϊδούρα που έκανε την πλατεία (τους γονείς συνοδούς μόνο, ελπίζω) να ξεσπάσει σε χάχανα, δεν θα υπήρχε ούτε κατά διάνοια, ούτε η ηχηρή πορδή στο πανδοχείο και μετά η κωμική προσπάθεια να καθαρίσει τάχα η ατμόσφαιρα απ’ τη δυσοσμία. Δεν είναι χιούμορ αυτό κ. Καλογεροπούλου. Ούτε παιδαγωγική πρόταση. Το αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η παρουσία στην παράσταση του ηθοποιού Γιάννη Σαρακατσάνη, του δημιουργού και άξονα της δυναμικής θεατρικής ομάδας Abovo, που ομάδα και πρωταγωνιστή τους έχουμε εκθειάσει και βραβεύσει για τις πολλές και πετυχημένες παρουσίες τους μέχρι σήμερα. Διστακτικά θα παρατηρήσω πως τόσο σε ύφος αλλά και σε ρυθμούς, σε πολλά ευρήματα, στα πλασαρίσματα και σ’ έναν «σχολιασμό» που διέπνεε τη όλη παράσταση αναγνωριζόταν ένα πνεύμα Abovo. Κάνω λάθος; Όλοι οι ηθοποιοί πολύ καλοί και είναι ένας ουσιαστικός λόγος που βλέπει κανείς την παράσταση με θετικό μάτι, παρά τις αντιρρήσεις που εκτενώς εξέθεσα.
Γιώργος Χατζηδάκης

"Τι γλώσσα μιλάμε Άλμπερτ;" στο θέατρο του Νέου Κόσμου



Μια ιστορία βουβή και φλύαρη

Η γοητεία της λιτότητας και η λιτότητα της γοητείας. Η χαρά της τέχνης και ο θρίαμβος της φαντασίας. Αυτές οι λέξεις μου ‘ρχονται κατ΄ αρχήν στο μυαλό πιάνοντας να σημειώσω τις εντυπώσεις μου απ’ το θεατρικό κομμάτι «Τι γλώσσα μιλάμε Άλπερτ;» που παρακολούθησα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Λάθος. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσω με λόγια ενθουσιώδη για τους ηθοποιούς. Αυτά τα τρία χαρισματικά παιδιά (Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη, Σεραφείμ Ρόδης) που ξεδίπλωναν εικόνα την εικόνα όπως από ζωγραφισμένο ρολό και ζωντάνευαν σε μια βουβή φλύαρη παντομίμα την απλοϊκή ιστοριούλα του Άλμπερτ που δεν είχε σκοπό και δεν είχε δουλειά και δεν είχε λεφτά κι ερωτεύτηκε την Τερέζα μα η μητέρα της τον έδιωξε γιατί ήταν φτωχός. Κι ύστερα βρήκε σκοπό σ’ ενός γλύπτη το εργαστήρι και λεφτά σ’ ένα καράβι που έπιασε δουλειά. Αλλά το καράβι ναυάγησε μα ο Άλμπερτ κολυμπώντας σώθηκε κι έτσι του έμειναν και τα λεφτά. Και ξεκίνησε να πάει να πάρει την Τερέζα. Για κακή του τύχη όμως στο δρόμο τον βρήκε ένας γκάγκστερ και του παίρνει τα λεφτά. Μα εδώ η τέχνη κάνει το θαύμα της. Ο ληστής βρίσκει στις τσέπες του Άλμπερτ το ξυλόγλυπτο που είχε φτιάξει όταν δούλευε στο εργαστήρι το γλύπτη και μαγεύεται και του επιστρέφει τα λεφτά και τα ρούχα του κι έτσι ο νεαρός συνεχίζει ευτυχισμένος το δρόμο για το σπίτι της Τερέζας. Η μάνα της τον βλέπει καλοντυμένο και με λεφτά και δίνει αμέσως τη συγκατάθεσή της. Η Τερέζα είναι ευτυχισμένη που θα παντρευτεί τον Άλμπερτ αλλά ξαφνικά ενώ πάει να μιλήσει χάνει τη φωνή της. Απελπισία. Και πάλι όμως η τέχνη σώζει την κατάσταση. Ο Άλμπερτ θυμάται το σκοπό που έκανε το σφυρί και το καλέμι όταν δούλευε στου γλύπτη και με τους ήχους αυτούς η Τερέζα ξαναβρίσκει τη φωνή της.

Μα το πιο σπουδαίο δεν είναι αυτή η απλή ιστοριούλα που η διεξαγωγή και η ερμηνεία την καθιστά σημαντική, ούτε ο θαυμασμός για τις εξαιρετικές ικανότητες των τριών ηθοποιών που με μαγική δεξιοτεχνία κάνουν τους αλλεπάλληλους ρόλους, το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Χαρακτήρισα πιο πάνω την ιστοριούλα σαν βουβή και φλύαρη παντομίμα και οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί είναι φυσικό να δημιουργήσουν απορίες. Πως γίνεται να είναι και φλύαρη και βουβή και παντομίμα; Είναι, γιατί οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσες πολλές μα ακατανόητες, γλώσσες φτιαχτές που μοιάζουν γλώσσες χωρίς να είναι. Κάθε επεισόδιο μιλάει διαφορετικά, με γλώσσα που έχει τον ήχο απ’ τα ιταλικά, την μουσική, τους τόνους, την κατάληξη, την ακουστική ταυτότητα αλλά τίποτα δεν σημαίνει. Το ίδιο και τα σέρβικα, και τα ρώσικα και τα γερμανικά κι έτσι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν το νόημα των σκηνών με σωματική και εκφραστική υποστήριξη κι έτσι το θέαμα γίνεται απολαυστικό, ανάγλυφο και με χιούμορ. Τι ιδιοφυές εύρημα. Και πολυσήμαντο για τους μανιώδεις της αποσημειωτικής. Γλώσσες πολλές, ασυνεννοησία και γλώσσες όλες ευρωπαϊκές, καταγγελία για την έλλειψη στόχων, δουλειάς και επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Μα το σπόρ του θεάτρου-κουίζ ας το κρατήσουμε για τους ενήλικες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, σε μια ευτυχισμένη δημιουργικά στιγμή, έφτιαξε ένα θεατρικό αριστοτέχνημα. Ένα θέαμα πολύτιμο και ενδιαφέρον για κάθε ηλικία και πιο πολύ διδακτικό για όλους εκείνους τους αστόχαστους και ανίδεους επιχειρηματίες που νομίζοντας πως το ενδιαφέρον και ποιοτικό σ’ ένα θέαμα εξασφαλίζεται με μια ευάριθμη διανομή. Θιασάρχες όπως ο Παρίσης, ο Κόκκινος, ο Ζήκας, ο Παροίκος και κάποιοι άλλοι θα ήταν πολύ χρήσιμο να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση για να αντιληφθούν (όπως και κάποια μέλη της Επιτροπής) πως «ου εν τω πολλώ το ευ…»

Γιώργος Χατζηδάκης