Τρίτη 6 Απριλίου 2010

"Τι γλώσσα μιλάμε Άλμπερτ;" στο θέατρο του Νέου Κόσμου



Μια ιστορία βουβή και φλύαρη

Η γοητεία της λιτότητας και η λιτότητα της γοητείας. Η χαρά της τέχνης και ο θρίαμβος της φαντασίας. Αυτές οι λέξεις μου ‘ρχονται κατ΄ αρχήν στο μυαλό πιάνοντας να σημειώσω τις εντυπώσεις μου απ’ το θεατρικό κομμάτι «Τι γλώσσα μιλάμε Άλπερτ;» που παρακολούθησα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Λάθος. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσω με λόγια ενθουσιώδη για τους ηθοποιούς. Αυτά τα τρία χαρισματικά παιδιά (Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη, Σεραφείμ Ρόδης) που ξεδίπλωναν εικόνα την εικόνα όπως από ζωγραφισμένο ρολό και ζωντάνευαν σε μια βουβή φλύαρη παντομίμα την απλοϊκή ιστοριούλα του Άλμπερτ που δεν είχε σκοπό και δεν είχε δουλειά και δεν είχε λεφτά κι ερωτεύτηκε την Τερέζα μα η μητέρα της τον έδιωξε γιατί ήταν φτωχός. Κι ύστερα βρήκε σκοπό σ’ ενός γλύπτη το εργαστήρι και λεφτά σ’ ένα καράβι που έπιασε δουλειά. Αλλά το καράβι ναυάγησε μα ο Άλμπερτ κολυμπώντας σώθηκε κι έτσι του έμειναν και τα λεφτά. Και ξεκίνησε να πάει να πάρει την Τερέζα. Για κακή του τύχη όμως στο δρόμο τον βρήκε ένας γκάγκστερ και του παίρνει τα λεφτά. Μα εδώ η τέχνη κάνει το θαύμα της. Ο ληστής βρίσκει στις τσέπες του Άλμπερτ το ξυλόγλυπτο που είχε φτιάξει όταν δούλευε στο εργαστήρι το γλύπτη και μαγεύεται και του επιστρέφει τα λεφτά και τα ρούχα του κι έτσι ο νεαρός συνεχίζει ευτυχισμένος το δρόμο για το σπίτι της Τερέζας. Η μάνα της τον βλέπει καλοντυμένο και με λεφτά και δίνει αμέσως τη συγκατάθεσή της. Η Τερέζα είναι ευτυχισμένη που θα παντρευτεί τον Άλμπερτ αλλά ξαφνικά ενώ πάει να μιλήσει χάνει τη φωνή της. Απελπισία. Και πάλι όμως η τέχνη σώζει την κατάσταση. Ο Άλμπερτ θυμάται το σκοπό που έκανε το σφυρί και το καλέμι όταν δούλευε στου γλύπτη και με τους ήχους αυτούς η Τερέζα ξαναβρίσκει τη φωνή της.

Μα το πιο σπουδαίο δεν είναι αυτή η απλή ιστοριούλα που η διεξαγωγή και η ερμηνεία την καθιστά σημαντική, ούτε ο θαυμασμός για τις εξαιρετικές ικανότητες των τριών ηθοποιών που με μαγική δεξιοτεχνία κάνουν τους αλλεπάλληλους ρόλους, το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Χαρακτήρισα πιο πάνω την ιστοριούλα σαν βουβή και φλύαρη παντομίμα και οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί είναι φυσικό να δημιουργήσουν απορίες. Πως γίνεται να είναι και φλύαρη και βουβή και παντομίμα; Είναι, γιατί οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσες πολλές μα ακατανόητες, γλώσσες φτιαχτές που μοιάζουν γλώσσες χωρίς να είναι. Κάθε επεισόδιο μιλάει διαφορετικά, με γλώσσα που έχει τον ήχο απ’ τα ιταλικά, την μουσική, τους τόνους, την κατάληξη, την ακουστική ταυτότητα αλλά τίποτα δεν σημαίνει. Το ίδιο και τα σέρβικα, και τα ρώσικα και τα γερμανικά κι έτσι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν το νόημα των σκηνών με σωματική και εκφραστική υποστήριξη κι έτσι το θέαμα γίνεται απολαυστικό, ανάγλυφο και με χιούμορ. Τι ιδιοφυές εύρημα. Και πολυσήμαντο για τους μανιώδεις της αποσημειωτικής. Γλώσσες πολλές, ασυνεννοησία και γλώσσες όλες ευρωπαϊκές, καταγγελία για την έλλειψη στόχων, δουλειάς και επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Μα το σπόρ του θεάτρου-κουίζ ας το κρατήσουμε για τους ενήλικες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, σε μια ευτυχισμένη δημιουργικά στιγμή, έφτιαξε ένα θεατρικό αριστοτέχνημα. Ένα θέαμα πολύτιμο και ενδιαφέρον για κάθε ηλικία και πιο πολύ διδακτικό για όλους εκείνους τους αστόχαστους και ανίδεους επιχειρηματίες που νομίζοντας πως το ενδιαφέρον και ποιοτικό σ’ ένα θέαμα εξασφαλίζεται με μια ευάριθμη διανομή. Θιασάρχες όπως ο Παρίσης, ο Κόκκινος, ο Ζήκας, ο Παροίκος και κάποιοι άλλοι θα ήταν πολύ χρήσιμο να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση για να αντιληφθούν (όπως και κάποια μέλη της Επιτροπής) πως «ου εν τω πολλώ το ευ…»

Γιώργος Χατζηδάκης

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ στην Αθηναίδα



Πρόκειται περισσότερο για μια τραγουδιστική αφήγηση κάποιων παραμυθιών. Πιο σωστό είναι να πούμε πως είναι μια σφιχτή πλέξη με πολύ καλής ποιότητας νήματα μουσικής, στίχων, λόγου, εικαστικών δημιουργιών, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Και γιατί δεν το λέμε μιούζικαλ η τον ξεθωριασμένο όρο οπερέτα; Απλούστατα διότι οι αναλογίες αφ’ ενός και η συνύφανση και με τα πολλά τεχνολογικά αφ’ ετέρου αναζητούν νέους προσδιορισμούς. Μα πελαγώνουμε με τις ορολογίες και παραμελούμε το ουσιώδες. Πόσο σωστά και κατάλληλα παιδικό θέαμα αθροίζουν όλα τα παραπάνω στοιχεία που παραθέσαμε; Ποιο είναι το αποτέλεσμα ως θέαμα απ’ τις αναμίξεις των συστατικών που αναφέραμε; Εξαιρετικό! Συναρπαστικής ομορφιάς θέαμα! Με ιδιαίτερη μαεστρία μονταρισμένο! Ενέργεια, εμφαντικότητα, σκηνική σαγήνη, εναργέστατη αφηγηματικότητα και υποκριτική υποστήριξη. Και τραγούδια. Και φωνές. Και παρουσίες και μεταμφιέσεις και κίνηση και ρυθμοί και εναλλαγές και κοστούμια και μάσκες… Ένα ηχοχρωματικό πανηγύρι με εντατική διεξαγωγή. Αυτή η συνεχής εντατικότητα ωστόσο αποτελεί και το ένα ελάχιστο μείον σ’ αυτό το υψηλών προδιαγραφών θέαμα. Είναι πολύ μεγάλη και αδιάκοπη η δόση αυτού του μεθυστικού κοκτέιλ. Καθώς μπαίνουμε στο τελευταίο παραμύθι της επτάδας νοιώθεις την κόπωση του μικρού θεατή. Εκεί ακριβώς αισθάνεσαι πως έπρεπε να έχουν προηγηθεί δυο ανάσες. Ανάπαυλες με ηπιότερους ρυθμούς, ίσως χωρίς μουσική και ίσως μόνο με αφήγηση ώστε να ξαναβρεί το παραμύθι την οικεία του, την παραδοσιακή του φόρμα που μπορεί να έχει μετατραπεί σε θέαμα αλλά η μετάληψή του απαιτεί πιο ανθρώπινη επαφή, που αν την πούμε μυστηριακή δεν νομίζω πως υπερβάλουμε. Ο ενήλικας τη σήμερον ημέρα στη διασκέδασή του αναζητάει εντάσεις που να τον αποσπούν από άλλες τις δυναστευτικές εντάσεις της καθημερινότητας γι αυτό και οι φρενήρεις ρυθμοί, και οι εκκωφαντικοί ήχοι στα κέντρα διασκέδασης, στα μπαρ, ακόμα και στις καφετέριες. Εκεί η μεθεκτική επικοινωνία, η ανταλλαγή, η μετάδοση και η μετάληψη αποκλείονται απ’ ευθείας ανάμεσα στους ανθρώπους και επιδιώκεται μόνο μέσα απ’ το πνευματικό μπλοκάρισμα της έντασης. Αυτό το φαινόμενο δεν αφορά βέβαια την τέχνη του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, ούτε και τις ερμηνείες των πολύ άξιων συντελεστών ηθοποιών και μουσικών της παράστασης. Η αναφορά μου στη γενική κατάσταση γίνεται μόνο για να τονίσω πως το παραμύθι, που κατάγεται από τα μακρινά βάθη του χρόνου γεννήθηκε για να το διηγούνται. Η αφήγηση, η στοματική παράδοση, που διεγείρει τη φαντασία του παιδιού είναι η ζωή του παραμυθιού. Αυτή η φόρμα δύναται να μετατραπεί και να εκσυγχρονιστεί ως κάποιο βαθμό. Η παράβαση προκαλεί κόπωση, δυσφορία και άρνηση. Αυτά τα συμπτώματα παρατηρήθηκαν στα σημεία που προανέφερα. Αυτή η λεπτομερειακή αδυναμία του όλου καλού θεάματος είναι ασφαλώς μια παρανυχίδα, που δεν μεταβάλει την πολύ θετική γνώμη που δημιουργεί η συγκεκριμένη παράσταση, μου δίνεται ωστόσο η ευκαιρία να σημειώσω τα περί υπερβάσεων και την παραγνώριση των απαιτήσεων της παράδοσης που στην πραγματικότητα είναι οι ρυθμοί που απαιτείται να τηρούνται για την διατήρηση του είδους. Και τώρα οι εξαιρετικοί συντελεστές αυτής της όμορφης εμπειρίας. Ο Βασίλης Βασιλάκης, ηθοποιός πείρας και ταλέντου σηκώνει το κεντρικό βάρος με γερούς συμπαραστάτες την Τερέζα Κρητικού, τον Χρήστο Γεροντίδη, τη Γιολάντα Σκαφτούρου, την Ηρώ Ησαΐα και στο ακορντεόν την Άννα Λάκη και στα κρουστά την Σοφία Κακουλίδου.

Γιώργος Χατζηδάκης

"Σκουπιδιστάν" στο θέατρο Ελεύθερη Έκφραση

Ξαναβρίσκομαι λοιπόν και πάλι μπροστά στη ίδια δύσκολη θέση να εκφράσω δηλαδή μια αρνητική γνώμη για παράσταση γνωστής και φίλης όπως είναι η Μαίρη Ιγγλέση. Κι ακόμα ξαναβρίσκομαι σε δύσκολη θέση να πρέπει να παρακολουθήσω μια παράσταση με το χιλιοειπωμένο θέμα της προστασίας του δάσους, των σκουπιδιών, της πράσινης ανάπτυξης, της ανακύκλωσης και δεν συμμαζεύεται. Και να πεις πως αυτές οι νύξεις είναι μεν τετριμμένες σε βαθμό εξαντλητικό στην συγκεκριμένη εκδοχή όμως προτείνονται με τρόπο θεατρικό, με κάποια δραματοποίηση που αποτελεί ένα σκάφανδρο τέχνης συγγραφικής η σκηνοθετικής, με κάποια πρόφαση τέλος πάντων που διασώζει το θεατρικό αντικείμενο. Τίποτα απ’ όλα αυτά αγαπητοί μου. Αντίθετα υπήρχε ένας ισχνός μύθος τάχα πως δυο περιοχές, το Πρασινιστάν και το Σκουπιδιστάν αντιμάχονταν μεταξύ τους για το δάσος που τους ανήκε μισό - μισό και οι δυο πλευρές αρνούνταν να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν, στο φινάλε όμως που το δάσος πιάνει φωτιά αποφασίζουν να συνεργαστούν και να οδηγηθούν στην… ανακύκλωση. Είμαι βέβαιος πως οι αξιότιμες κυρίες της εκπαίδευσης που έχουν αδυναμία στα μηνύματα, θα βρούν ίσως το στόρι που περιγράφω ενδιαφέρον και περιεκτικό, σπεύδω ωστόσο να τους παρατηρήσω πως το μήνυμα έχει αξία μόνο αν επιδίδεται και αν είναι εύληπτο, αναγνώσιμο. Και πως σχεδόν όλες οι ιστορίες ως καμβάς είναι ενδιαφέρουσες, χρειάζεται όμως ένας ικανός δραματουργός, η σεναριογράφος που θα μπορούσε να τις μετατρέψει σε συναρπαστικά έργα που να καθηλώνουν. Ατυχώς στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε τίποτα το εμπνευσμένο και η περίληψη του σεναρίου έδωσε ένα απολύτως ατροφικό αποτέλεσμα, ασαφές, θορυβώδες, ενοχλητικό που καθιστούσε απολύτως αδύνατη την παρακολούθησή του. Τραγούδια οξύτατα ροκ και άλλοτε λαϊκά με άτεχνους στίχους και play back σε παροξυσμική ένταση. Όσον αφορά ωστόσο και εκείνους που αναζητούν ένα θέαμα με πνευματικότητα, με αισθητική ικανοποίηση, με μετάγγιση στις παρθενικές παιδικές προσλαμβάνουσες την αίσθηση του ωραίου, του ποιητικού, του μεθεκτικού που είναι η ουσία του θεάτρου, ε, αυτοί θα απογοητευθούν βαθειά και θα μελαγχολήσουν βλέποντας αυτό το θέαμα και όσα άλλα παρόμοια. Θα μελαγχολήσουν δε ακόμη περισσότερο με την διαπίστωση πως μια ηθοποιός της αξίας της Μαίρης Ιγγλέση συμμετέχει, παράγει και ενθαρρύνει και προτείνει τέτοια ανοσιουργήματα. Και αφού κατά την ρήση του Έντουαρντ Μποντ πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον σοσιαλισμό η την βαρβαρότητα και αφού εμείς διαλέξαμε τον σοσιαλισμό (λέμε, τώρα) γιατί τότε παράγομε ως τέχνη τέτοια προϊόντα βαρβαρότητας; (Συμπεριλαμβανομένων και των κοστουμιών και σκηνικών που συναποτελούσαν τον θρίαμβο της προχειρότητας). Είμαι κάθετα αρνητικός για την έγκριση της παράστασης για τα σχολεία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Της Μουσικής τα νήματα από την ομάδα Ανταπανταχου

Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα θέαμα εντυπωσιακό, ευχάριστων απρόοπτων εμφανίσεων και εφαρμογών, μ’ ένα θέαμα επινοητικότητας και δεξιοτεχνίας που σε πολλά σημεία ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν την παράσταση «Της μουσικής τα νήματα» από το «Θέατρο Μαριονέτας Ανταπαντάχου» αξιοθέατο και ενδιαφέρον. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως οι ίδιες οι κούκλες αποτελούν η καθεμιά τους ένα καλλιτεχνικό έργο έμπνευσης, μαστοριάς και ιδιοφυίας καθόλου συνηθισμένης. Οι δυο κουκλοπαίχτες, ο άνδρας και οι γυναίκα χειρίζονται τα θαυμαστά ανδρείκελά τους με τέτοιες ικανότητες που στα μάτια του αμύητου θεατή μοιάζουν με μικρό θαύμα. Έχουν και χιούμορ που κυριαρχεί σ’ όλο το θέαμα καθώς και μικρές σατιρικές νύξεις. Σε τι υστερεί; Στο παντομιμικό μέρος. Η προσπάθειά τους είναι να εντάξουν και τους εαυτούς τους στο όλον της παράστασης. Ωραία ιδέα που συχνά δεν πετυχαίνει. Τους λείπει η υποκριτική ικανότητα η η άσκηση η και τα δυο. Αν κατάφερναν να συνυπάρξουν με τις κούκλες όχι μόνο σαν ικανοί χειριστές αλλά και δυο άνθρωποι που μοιράζονται έναν κοινό κόσμο, ενταγμένοι ξύλινοι και ένσαρκοι, σ’ ένα σεναριακό πλαίσιο, θα ήταν κάτι παραπάνω από θαυμαστό. Ωστόσο ακόμα και χωρίς αυτό το ιδεώδες - αλλά και πολύ δύσκολο - η παράσταση που προσφέρεται είναι προσφορά εξαιρετική και δυσεύρετη και την συστήνω ανεπιφύλακτα για να την παρακολουθήσουν όλοι που έχουν κουραστεί απ’ τα ίδια και τα ίδια και κυρίως όμως σαν κατάλοιπο ενός κόσμου πλαστού μεν αλλά χειροποίητου. Οι ψηφιοκίνητες κούκλες που θα διευθύνονται από κομπιουτερικά χειριστήρια μας κτυπάνε ήδη την πόρτα. Έχουμε συνεπώς να κάνουμε μ’ έναν κόσμο που πεθαίνει, κόσμο παραδοσιακά ελληνικό (οι μαριονέτες πρωτοεμφανίζονται στην Ελλάδα την ίδια περίπου εποχή με τον Καραγκιόζη. Μην ξεχνάμε το ζευγάρι Φασουλής και Περικλέτος του Σουρή) και ακραιφνώς καλλιτεχνικό. (Μαριονέτες του Σάλσμπουργκ).
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ





Ποιο είναι το μαγικό εκείνο γρανάζι της φαντασίας που μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς ένα φορτηγάκι που ο μεγάλος του πόθος τάχα είναι να γίνει τρένο και να γυρίσει τον κόσμο από ήπειρο σε ήπειρο. Και μετά να βάλεις να συναντάει στο δρόμο του όλα αυτά τα εσωτερικά δεινά που στοιχειώνουν τον άνθρωπο. Το φόβο, το μίσος, την ανασφάλεια, τη μοχθηρία , την εχθρότητα κι όλα τ’ άλλα και με το βάρος όλων αυτών να μην μπορεί να προχωρήσει το ταξίδι για τ’ όνειρό του και να σταματάει. Και τότε να ‘ρχεται το αγγελάκι μ’ ένα μπαλόνι σε σχήμα καρδιάς , το αγγελάκι της αγάπης, και να μεταστρέφει όλα τα πρόσωπα που βαραίνουν το φορτηγάκι και να ελαφρώνει το φορτίο και το φορτηγάκι να συνεχίζει το ταξίδι για τ’ όνειρό του να γίνει τρένο. Δεν ξέρω πως αλλιώς να χαρακτηρίσω το πόνημα αυτό της Μάγιας Ντελέζου παρά σαν ένα τρυφερό, απαλό, συγκινητικό παραμυθένιο ποίημα, ανάλαφρο και μαζί βαθειά στοχαστικό. Βέβαια και η μετατροπή του σε θεατρικό, χωρίς να χάσει τίποτα και καθόλου απ’ την ομορφιά του πεζού κειμένου, αντίθετα να υπογραμμιστούν όλα τα ποιητικά στοιχεία δεν θα γινόταν χωρίς την δεξιοτεχνική επέμβαση του Χάρη Γεωργιάδη που δημιουργικά το έκανε πρώτα θεατρικό κείμενο με διαλόγους, ρόλους και σκηνές και μετά παράσταση. Δεν βλέπουμε συχνά παραστάσεις και έργα τόσο «φτωχά» που με μια τόσο σοφή διαχείριση να ξεχειλίζουν από πληθωρική αίσθηση και νόημα. Να κρατήσουμε αυτή την παράσταση αγαπητοί συνάδελφοι για να την μεταχειριζόμαστε σαν χρυσό παράδειγμα όταν φωνάζουμε πως δεν είναι απαραίτητες πάντα οι μεγάλες διανομές και τα πλούσια σκηνικά και κοστούμια κι όλα τ’ άλλα «τζέρτζελα» που διάφοροι ανίδεοι, τάχα «μάγκες» επιχειρηματίες ρίχνουν στην αγορά για να εντυπωσιάσουν με το μέγα πλήθος των αδαών. Μήπως δεν το είπαν οι παλαιοί. «Ου εν τω πολλώ το ευ». Και θα ρωτήσω την ηθοποιό κ. Καστούρα και τον σκηνοθέτη κ. Ζαμάνη, μέλη της επιτροπής που μαζί παρακολουθήσαμε την συγκεκριμένη παράσταση και που οι δυο τους ( η μήπως μόνο ο Ζαμάνης; ) υποστηρίζουν να μην ενθαρρύνουμε ολιγοπρόσωπες παραγωγές, τι έχουν να πουν μπροστά σ’ αυτή την παράσταση; Αν παρατήρησαν κανένα ψεγάδι στους έξη ολότελα διαφορετικούς ρόλους που έκανε η ηθοποιός έκπληξη Σοφία Λιάκου που χόρευε, τραγουδούσε έκλαιγε, φοβόταν, κρύωνε, πεινούσε, απειλούσε και που περνούσε από τον ένα στον άλλο, με αλλαγές κοστουμιών και μακιγιάζ, σε διαστήματα δύο η τριών λεπτών; Και η αφηγήτρια της Μαρίας Μαλταμπέ, με πόση έμφαση και παραστατικότητα εξιστορούσε το ταξίδι του μικρού φορτηγού ενώ χειριζόταν ταυτόχρονα τα ηχητικά. Κι ο Χάρης Γεωργιάδης, οδηγός και φορτηγό ο ίδιος, διευθετούσε, τα παιδιά - θεατές- επιβάτες και τραβούσε για τον προορισμό του. Πολύ έξυπνο το σκηνικό, πολύ ταιριαστά τα κοστούμια και χαριτωμένα μελωδική η μουσική. Ναι, λοιπόν χρειάζεται ταλέντο, ταλέντο και φαντασία, αυτά είναι τα ζητούμενα σε κάθε θεατρική παράσταση και στο θέατρο για παιδιά ακόμα περισσότερο. Εγκρίνω την παράσταση για τα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά και για όποιον θέλει να δει ολοκάθαρα το θαύμα του ταλέντου.
Γιώργος Χατζηδάκης

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή στο θέατρο Κακογιάννη


Η τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή έχει κριθεί μέσα στους αιώνες και η μετάφραση του Γρυπάρη, στα ογδοντατόσα χρόνια που ακούγεται στις σκηνές των θεάτρων, έχει κι αυτή εκτιμηθεί για την αξία της. Κοντά δυο δεκαετίες δουλεύει σαν σκηνοθέτης ο ηθοποιός Άρης Μιχόπουλος και σ’ αυτό το διάστημα μας έδωσε δείγματα ευσυνείδητης και εμπνευσμένης επίδοσης. Δεν τίθεται συνεπώς ζήτημα έγκρισης πολύ περισσότερο που η τραγωδία και γενικώς το αρχαίο θέατρο είναι το μέγα ζητούμενο για την Εκπαίδευση. Τώρα που γίνεται λόγος για την ιθαγένεια των μεταναστών ακούγεται πολύ συχνά η ρήση του Ισοκράτη: "Και μάλλον Έλληνες καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας". Και αν για τους μετανάστες η «ημετέρα παιδεία» είναι η προϋπόθεση, προέχει να αναρωτηθούμε αν αυτήν την ημετέρα παιδεία εμείς την κατέχουμε και αν τα μεγάλα κείμενα των ελλήνων τραγικών μας δίνονται ευκαιρίες να τα γνωρίσουμε. Με ευαρέσκεια λοιπόν και προθυμία σπεύδω να εγκρίνω την Αντιγόνη που παρακολούθησα στο θέατρο του ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη. Η αναγνώριση της σημασίας έργου και της παράστασης ωστόσο δεν με αποτρέπουν να αναφερθώ και στα επιμέρους σημεία με την προσδοκία πως τα θετικά σχόλια θα ενθαρρύνουν και τα αρνητικά θα προβληματίσουν ώστε να επιτευχθούν ακόμα καλλίτερα αποτελέσματα στην πορεία των προσπαθειών του σκηνοθέτη, που έχει σταθερό προσανατολισμό προς την εκπαίδευση. Στη φόρμα του Χορού της τραγωδίας η άποψη της σκηνοθεσίας δεν πρέπει να διαλύει την παράδοση επειδή ακριβώς αποδέκτης είναι ο μαθητής. Η ρεαλιστική αντίληψη με τον Χορό εξατομικευμένο και κατά διαστήματα ολίγον ομαδοποιημένο, έρχεται σε αντίθεση με τον Διθύραμβο, τον Στησίχορο και την διαδικασία γέννησης της τραγωδίας, όπως διδάσκεται. Η άποψη φρονώ ότι πρέπει να έπεται. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η ωριμότητα της ερμηνείας κάποιων νέων ηθοποιών της διανομής που ο θεατής διαπιστώνει πως βρίσκονται σε επίπεδα υψηλοτέρα από ομοτέχνους τους που χαίρουν φήμης και επιδαψιλεύσεων ποικίλων. Η Ισμήνη της Σταυρούλας Ντέμκα, για παράδειγμα και ο Αίμονας του Στέλιου Μαζιώτη αξίζει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Ανάλογα και ο Τειρεσίας του Χρυσοβαλάντη Κωστόπουλου και η Αντιγόνη της Δανάης Καλοχώρα (παρόλο που έδειχνε πως η τόνοι της εκφοράς της δεν είχαν εξοικειωθεί με την ακουστική του χώρου και ο λόγος της έσβηνε μετά την πρώτη λέξη της φράσης). Όλοι οι άλλοι ηθοποιοί βρίσκονται σε κλίμακες πάνω απ’ το επίπεδο της απλής επάρκειας. Μουσική, χορογραφία, κοστούμια και σκηνικά βασικοί αυτουργοί της ευνοϊκής εντύπωσης.
Γιώργος Χατζηδάκης