Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

"Μαγικό Σχολείο" στο θέατρο οδού Παραμυθίας


Άτακτο, αλλοπρόσαλλο και ανερμάτιστο. Με τον όρο θέατρο για παιδιά, με βάση την εμπειρία μας και τη λογική μας - αλλά και την Εγκύκλιο,- καταλαβαίνουμε και εννοούμε μια θεατρική παράσταση με συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο. Ακόμα και αν προκύπτουν διαφορές και αποκλίσεις ανάμεσά μας μικρές η και μεγάλες, αποκλείεται νομίζω κανένας να δεχθεί ως παιδικό έργο και παιδική παράσταση το «θέαμα» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο της οδού Παραμυθίας από τον θίασο "Ελληνικό Ψυχόδραμα". Ασύνδετο, ανερμάτιστο, ακατανόητο, αλλοπρόσαλλο, άρρυθμο, άτακτο και σαν κείμενο και Μπορούν να το χαρακτηρίσουν ένα σωρό όροι με την πρόταξη ψευτό-. Ψευτο-φιλοσοφικό, ψευτο-ποιητικό, ψευτο-υπαρξιακό, ψευτο-δραματικό, ψευτο-διασκεδαστικό- ψευτο-εγκεφαλικό, ψευτο-πρωτότυπο, ψευτο-παραδοξολογικό και εν τέλει ψευτο-θέατρο και ψευτο-παράσταση. Από πλευράς διδασκαλίας ρόλων και διεξαγωγής ακούγαμε τις μισές φράσεις και σταθερά χάναμε την τελευταία λέξη κάθε ατάκας και την τελευταία συλλαβή κάθε λέξης. Μερικοί ηθοποιοί μέτριοι και λίγοι ελαφρά άνω του μετρίου, όλοι όμως ακαθοδήγητοι στην εκφορά και στο συναίσθημα. Υποχρεούμαι να ξεχωρίσω την Άννα Ίριδα Αγαθονικιάδη που διέχεε προς την πλατεία χάρη και ευγενές σκηνικό ήθος. Πέρα απ’ αυτή την εξαίρεση, απορρίπτω αδίστακτα έργο και παράσταση διότι δεν προσφέρει τίποτα, μα τίποτα, στο παιδί κάθε ηλικίας,
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΛΗΓΩΝΕ στο Studio Μαυρομιχάλη



Ως μέλος της επιτροπής , για μια ακόμα φορά -όπως τόσες και τόσες στο παρελθόν - βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα να νοθεύσω την κρίση μου παραγνωρίζοντας τις πολλές αδυναμίες της παράστασης που παρακολούθησα την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου στο θέατρο Studio Μαυρομιχάλη η να μείνω σταθερός στην κοινή απόφαση όλων των συναδέλφων να επιμείνουμε αταλάντευτοι στη διατήρηση μιας ποιοτικής στάθμης στις παραστάσεις που απευθύνονται σε μαθητές , έστω και αν λυπήσω και ζημιώσω φίλους, παλιούς συνεργάτες και ανθρώπους που ούτως η άλλως αποτελούν τον επαγγελματικό μου περιβάλλον. Με τον πρόλογο αυτό είναι αυτονόητη ποια στάθηκε η απόφασή μου, όπως και τις περισσότερες φορές στο παρελθόν έχει συμβεί. Η παράσταση του θιάσου «Πεφταστέρι» με το έργο του Βασίλη Μαυρογεωργίου «Το βέλος που δεν πληγώνει» εμπνέει πολλές και θεμελιώδεις αντιρρήσεις κάθε φύσης. Το έργο είναι αδόμητο, με χαλαρότητα και πλατειασμούς, ανακολουθίες και ασάφειες , πνιγμένο δε σε αφέλειες και απροσανατόλιστο. Κι ενώ χρειάζεται μια αποφασιστική και οργανωτική σκηνοθεσία για να βάλει σε λογαριασμό όλο αυτό το κατασκεύασμα και να του δώσει μια κατεύθυνση , ρυθμό και στόχο , εξαλείφοντας και συμπυκνώνοντας κάποιες περιττές η επουσιώδεις σκηνές η σκηνοθέτης παρέλαβε το κείμενο και έριξε τους ηθοποιούς στη σκηνή ακαθοδήγητους και ακυβέρνητους , αβασάνιστα και επιπόλαια φτιάχνοντας ένα αποτέλεσμα φτηνού καρναβαλιού. Μια σημείωση προς τους αυτουργούς της συγκεκριμένης παράστασης πρέπει να είναι πως τα παιδιά, ακόμα και της πιο μικρής ηλικίας, έχουν ανάγκη να προσλαμβάνουν ένα θέαμα με κάποια συγκρότηση, κάποιον λόγο με μια ποιότητα και το κυριότερο θέατρο ως τέχνη και όχι ως σαχλαμάρα. Σε ηλικίες μεγαλύτερες η ανάγκη μιας στοιχειώδους έστω πνευματικής επικοινωνίας είναι περισσότερο αναγκαία και σε υψηλότερη βαθμίδα η ιδεολογική μετάγγιση πρέπει νε είναι σαφής κι αν θέλει να περάσει, όπως με δυσκολία συμπέρανα, κάποιο αντιπολεμικό, ας πούμε μήνυμα ο δραματουργός το κάνει καθαρά και σταράτα και όχι με την ανάμιξη δράκων, βασιλιάδων και δε συμμαζεύεται. Κι αν ο κ. Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας του συγκεκριμένου πονήματος, μας πει πως ο δράκος είναι τάχα το πρόσχημα που η εξουσία μετέρχεται για να εξαπατά το λαό θα του παρατηρήσω πως αν ήθελε να τα βάλει όλα αυτά τα μηνύματα σ’ ένα έργο (και όχι μόνο αυτά αλλά και τριακόσια άλλα μπορεί ένας συγγραφέας να συμπεριλάβει σ’ ένα έργο του) αυτό θέλει ταλέντο, δουλειά και συγγραφικά κότσια και δεν επιτυγχάνεται με κείμενα προχειρογραμμένα και στο γόνατο, όπως αυτά που ακούσαμε. Θα αδικούσα τους ηθοποιούς αν τους έκρινα απ’ το αποτέλεσμα που είδα. Τους άξιζε καλύτερη τύχη. Ιδιαίτερα η Άννα Πορφύρη, που γνωρίζω τις υποκριτικές της ικανότητες, θεωρώ πως η συμμετοχή της την αδικεί. Δεν έχω να σημειώσω τίποτα για την εικαστική όψη της παράστασης παρά μόνο τρεις λέξεις κουρελαρία, φτήνια, κακογουστιά. Άσε πια τα τραγούδια και το συγχρονισμό με το play back… Ένα θέαμα με αδίστακτη απόρριψη για όλη την κλίμακα των τάξεων.

Κυριακή 4 Απριλίου 2010

Ο ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ στο θέατρο Ορφέας (Βουτσινάς)


Γραμμένος το 1932 ο Τρελαντώνης θα μπορούσε να είναι ένας πρόγονος του πασίγνωστου αμερικανού ( η μήπως άγγλου;) ήρωα των κόμικς και των κινηματογραφικών ταινιών Ντέννι του Τρομερού (dennis the menance , που πρωτοεμφανίζεται το 1951) μόνο που ο δικός μας συμβαίνει να είναι και ο ιδρυτής ενός σπουδαίου μουσείου, του Μουσείου Μπενάκη και βέβαια πρόσωπο ιστορικό, αδελφός της συγγραφέας του Πηνελόπης Δέλτα και το μόνο κοινό του με τον σκιτσογραφημένο αντίστοιχό του είναι οι διαολιές, σκανταλιές, αταξίες και οι αποκοτιές που προκαλούσαν φασαρίες, επεισόδια και νίλες. Ξέρουν τα σημερινά παιδιά τίποτα για το Μουσείο Μπενάκη και τον ιδρυτή του; Ξέρουν τίποτα για την Πηνελόπη Δέλτα και για τα άλλα της μυθιστορήματα, το «Παραμύθι χωρίς όνομα», «τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου», για «Τα μυστικά του βάλτου»; Ξέρουν μήπως τίποτα για την οικογένεια Μπενάκη ή για τις άλλες μεγάλες οικογένειες του αιγυπτιώτη Ελληνισμού; Τους έχει δοθεί η ευκαιρία να οσμιστούν έστω τη ζωή στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ή της εποχής του μεσοπολέμου; Ατμόσφαιρα, συνήθειες, συμπεριφορές, ντυσίματα, τρόπους ανατροφής των παιδιών, αντίληψη ζωής και κοινωνίας; Δεν έχουν δυστυχώς παρόμοιες ευκαιρίες τα παιδιά σήμερα και ούτε το ρεπερτόριο του θεάτρου γι’ αυτά δεν έχει κάνει καμιά προσπάθεια να τους τις εξασφαλίσει. Στα οκτώ χρόνια που παρακολουθώ συστηματικά παιδικές παραστάσεις έχω πνιγεί ασφυκτικά σε παραμύθια, που πολλά αποφεύγω να τα χαρακτηρίσω, αναμασήματα ξενόφερτων κόμικς, παπαρδέλες οικολογικών κηρυγμάτων και κάποια άλλα απροσδιόριστα , νέας γραφής που «Θου κύριε φυλακήν το στόματί μου». Σπουδαία συνεπώς η επιλογή του μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα για να μετατραπεί σε θεατρικό έργο για παιδιά. Ασυνήθιστα σημαντική πρωτοβουλία που της αξίζει έπαινος ιδιαίτερος. Αλλά τι θα ήταν αυτή η επιλογή αν δεν τύχαινε τόσο προσεκτικής, σοβαρής, υπεύθυνης και ευφάνταστης διασκευής για τη σκηνή; Με γνώση και ευαισθησία η Γλυκερία Καλαϊτζή κατέγινε να δώσει στο αφήγημα σκηνική υπόσταση και ως διασκευάστρια και ως σκηνοθέτης. Δεν ξέρω την ηλικία, ούτε την προέλευση η τις σπουδές της μα είδα με έκπληξη την εποχή πειστική, τους ηθοποιούς να παίζουν διατηρώντας το ήθος των παρελθόντων καιρών, τους ρυθμούς, την ποιότητα, την ατμόσφαιρα, όλα όσα ήταν απαραίτητα για να στηθεί μια ζωντανεμένη τοιχογραφία από στιγμιότυπα αληθινής ζωής. Η σκηνοθετική καθοδήγηση διέπλασε ρόλους και χαρακτήρες με διαφορετικά στοιχεία και τόνους για τον καθένα. Και οι ηθοποιοί, νέοι όλοι και άγνωστοι σε μένα (εκτός απ’ τον Θοδωρή Θεοδωρίδη - που οι ικανότητές του δεν με εξέπληξαν μιας και συνεργαστήκαμε το περασμένο καλοκαίρι) τέλεια αφομοιωτικοί, υπηρέτησαν το όραμα στην εντέλεια. Τους αναφέρω με τη σειρά του προγράμματος. Λάζαρος Βαρτάνης, Έφη Γούση, Τσαμπίκα Φεσάκη, Χρήστος Τζιώτας, Γιάννης Κλίνης, Αμάντα Σοφιανοπούλου, Αγγελική Μιχαλοπούλου, Αργυρώ Ανανιάδου, Λίζα Νεοχωρίτη, Αλέξανδρος Ζαφειριάδης και ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης. Τα κοστούμια , (Ευαγγελία Κιρκινέ) τόσο απαραίτητο στοιχείο για την αναβίωση μιας εποχής, πολλά σχεδιασμένα με εξαιρετική συνέπεια και εκτελεσμένα με πλούτο που οι παραγωγοί παραστάσεων για παιδιά δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες απλοχεριές. Μεγάλος και καλός θίασος, σκηνοθεσία και διασκευή, σκηνικό, μουσική, χορογραφία και όλα όσα ανέφερα συνθέτουν ένα σύνολο που μόνο σε φιλόδοξες παραγωγές έχουμε συναντήσει
Γιώργος Χατζηδάκης
Υ.Γ. Η αναφορά του ονόματος της Βάσιας Παναγοπούλου ως καλλιτεχνική διευθύντρια είναι άραγε μόνο επιγραφική;

ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Παροίκου

Αυτό που με δυσφορία διαπιστώνει ο θεατής στα πρώτα εξήντα λεπτά της παράστασης είναι πως δεν υπάρχει ούτε έργο, ούτε καμιά, έστω ελάχιστη σκηνοθετική φροντίδα των όσων διαδραματίζονται επί σκηνής. Με αμηχανία αντιμετώπιζα το επίμονο ερώτημα πως θα δέχονταν τα παιδιά θεατές τα άλλα αντ’ άλλων τεκταινόμενα. Μετά παρέλευση μιας ώρας αλλοπρόσαλλων σκηνών άρχισε να αναπαράγεται το χιλιοπαιγμένο στόρι του δικαστήριου των ζώων στο δάσος, που δικάζουν τους ανθρώπους στο πρόσωπο ενός παιδιού για εγκλήματα όπως η υλοτομία, η απόθεση σκουπιδιών και οι πυρκαγιές. Μετά την εμφάνιση του εργολάβου, που εν τέλει μεταμελείται, όλοι μαζί άνθρωποι και ζώα εκτοξεύουν αφορισμούς και ευχολόγια και τραγουδούν για ένα ευτυχισμένο μέλλον χωρίς καταπατητές και εργολάβους. Ένα φινάλε με έντονο διδακτισμό, αφέλεια, μικρονοϊκότητα και το χειρότερο την για πολλοστή φορά επανάληψη του ίδιου κι απαράλλακτου σεναρίου. Τη σκηνή αυτή με το δικαστήριο των ζώων όπου παραπέμπουν τους ανθρώπους για εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, εγώ το έχω δει από δέκα τουλάχιστον παιδικούς θιάσους. Τι έλλειψη φαντασίας! Φαντασθείτε να πάνε δυο θίασοι στο ίδιο σχολείο σε μια πόλη και να παρουσιάσουν την ίδια παράσταση. Οποία ποικιλία!
Η παράσταση; Απίστευτα κακόγουστη, άτεχνη και πληκτική. Είναι να απορεί κανείς πως ο Νίκος Παροίκος, ένας σκηνοθέτης μεγάλης πείρας και ικανοτήτων επιτρέπει να παρουσιάζεται μια τέτοια παράσταση με τ’ όνομά του. Καμιά απολύτως εύρεση στη διεξαγωγή, περιορίστηκε σε ξερές εισόδους και εξόδους, όσον αφορά δε την υποκριτική διδασκαλία η διαπεραστική μονότονη φωνή της νεαρής που έπαιζε το κοριτσάκι, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. ( Γνωρίζω της συγκεκριμένης ηθοποιού τις ικανότητες και συμπεραίνω πως αφέθηκε τελείως αβοήθητη και ακαθοδήγητη). Μοναδική στιγμή κάποιας ανάπαυλας το τραγούδι του Χατζιδάκι με τη Βουγιουκλάκη «Νιάου βρε γατούλα» που τραγουδάει η πρωταγωνίστρια σε κάποιο σημείο!! Εν κατακλείδι, μια κακή παράσταση ενός ανύπαρκτου έργου.
Γιώργος Χατζηδάκης

Δ Ο Ν Κ Ι Χ Ω Τ Η Σ στο Θέατρο Κάτω απ' τη Γέφυρα


Ευτυχώς ανταμείφθηκα για τις τρεισήμισι ώρες (10.30 π.μ. έως 2 μ.μ.) που διέθεσα απ’ το πρωινό μου της Κυριακής για να παρακολουθήσω την παράσταση «Δον Κιχώτης» στο «Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα» στο Φάληρο. Ήταν μια παράσταση με αξιοσημείωτη ποιότητα. Μου δόθηκε εξ’ άλλου η ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις με την πρόεδρο της επιτροπής μας κ. Βασιλάκου, πραγματοποιώντας ουσιαστικά μια συνεδρίαση στο ίδιο το θέατρο με νωπές τις εντυπώσεις μας. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας σ’ αυτό το σημείο αυτό που κατ’ επανάληψη τονίζω, πως η συγκεκριμένη Επιτροπή, της οποίας αποτελώ μέλος επί επτά χρόνια, έχει κάποιες ιδιάζουσες ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες τις οποίες φαίνεται πως οι υπεύθυνοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ή αρνούνται να παραδεχθούν. Για να συνέλθει και να συνεδριάσει η Επιτροπή (στη μία συνεδρίαση που αναγνωρίζεται) πρέπει προηγουμένως να έχει συνεδριάσει επανειλημμένα παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις . Τα μέλη της επιτροπής συνεπώς δεν συνεδριάζουν μια φορά αλλά τρεις και τέσσερεις φορές την εβδομάδα και μάλιστα μετακινούμενα σε διάφορα κοντινά και μακρινά μέρη του λεκανοπεδίου, καλύπτοντας τις δαπάνες των μετακινήσεων τους εξ ιδίων. Απασχολούνται δηλαδή δέκα και δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα, αμειβόμενα για όλον αυτό το χρόνο και τις δαπάνες μετακίνησης με ευρώ 48 και με τις κρατήσεις 38. Ας σημειωθεί πως η εν λόγω Επιτροπή κατά τεκμήριο αποτελείται από ειδικούς επί του αντικειμένου, επιστήμονες , καταξιωμένους δημιουργούς και διδάκτορες ανωτέρων και ανωτάτων σχολών. Επ’ αυτού έχω να υπογραμμίσω πως δεν θα κουραστώ να επαναφέρω το συγκεκριμένο ζήτημα μέχρις ότου βεβαιωθώ πως κάποιος με ενδιαφέρον, με αντίληψη και με ευαισθησία στα θέματα λογικής και δικαίου, θα «τείνει ευήκοον ους».
Για την παράσταση τώρα. Η διασκευή του Γιάννη Καλατζόπουλου είναι ανάλαφρη, με πολλή χάρη και ωραία γλώσσα. Κάνει πολύ διακριτικούς πολιτικούς υπαινιγμούς για την αδικία την καταπίεση και την αναλγησία της εξουσίας κυρίως όμως καταγγέλλει την έλλειψη ιδανικών σ’ έναν κόσμο υλιστικών επιδιώξεων. Όλα αυτά μ’ έναν τρόπο παιγνιώδη με αλλεπάλληλες ευτράπελες ατάκες. Η αξία του πρωτότυπου ( Θερβάντες) είναι δεδομένη αλλά και η διασκευή με αναφορές σε πολλά σημερινά είναι εύστοχη και καίρια. Η σκηνοθεσία διάρθρωσε μια παράσταση αριστοτεχνική με ρέοντες ρυθμούς και αφηγηματική άνεση. Εξαιρετικές ήταν και οι ερμηνείες με πρώτον και καλύτερο τον Μανώλη Δεστούνη στο ρόλο του Δον Κιχώτη και ισάξιο τον Γιάννη Τσική στο ρόλο του Σάντσο Πάντσα. Απολύτως ικανοποιητικοί ήταν και οι άλλοι τέσσερεις ηθοποιοί της διανομής στους δύο, τρεις, τέσσερεις και πέντε ρόλους που διεκπεραίωσε ο καθένας. Θεωρώ απαραίτητο να τους αναφέρω: Κατερίνα Τσεβά, Κώστας Κλάδης, Μαρουσώ Γεωργοπούλου και Στάθης Αναστασίου. Οι χορογραφίες της Κατερίνας Ανδριοπούλου ήταν καλαίσθητές και με πολύ χιούμορ.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗ ΓΗ

Ένα αστέρι πέφτει στη γη

Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τα επιμέρους θετικά στοιχεία της παράστασης (αξιοπρεπής παραγωγή, ευπρεπή σκηνικά και κοστούμια) καθώς και τα όσα αρνητικά (ασαφής και μπερδεμένη υπόθεση, έλλειψη ρυθμού, πλατειασμοί, διαρκής και υπερβολική ένταση σε βαθμό υστερίας, λόγος δυσδιάκριτος και κάκιστος φωτισμός) παραμένει το ερώτημα τι προσφέρει στον μαθητή - θεατή αυτή η παράσταση. Τίποτα! Απολύτως τίποτα!... Κανένα και κανενός είδους ενδιαφέρον. Από την πλευρά μου είμαι κατηγορηματικά αρνητικός. Ωστόσο επειδή η παραγωγός κ. Εύα Παρίση και ο σκηνοθέτης κ. Καποδίστριας προφασίστηκαν πως πολλά από τα αρνητικά της παράστασης που παρακολουθήσαμε οφείλονταν στο ότι δεν υπήρχε ο φωτιστικός και ηχητικός τους εξοπλισμός (Τον χρησιμοποιούσαν σε άλλη παράστασή τους, μας είπαν) και επειδή πραγματικά δεν έχω κανένα λόγο να το αμφισβητήσω , διατηρώ μεν την αρνητική μου θέση και προτείνω στην επιτροπή να προγραμματιστεί η παρακολούθηση αυτής της παράστασης (όπως υποχρεούμαστε, άλλωστε) και από άλλα μέλη, ώστε να φροντίσει ο παραγωγός να ετοιμαστεί εν τω μεταξύ και να παρουσιάσει την παράστασή του πλήρη και οργανωμένη.
Γιώργος Χατζηδάκης

ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ και η ΠΟΥΛΙΑ




Ο Αυγερινός κι η Πούλια
Με φανερή την καταγωγή απ’ τα περιβόλια της λαϊκής παράδοσης αλλά και με ακόμα σαφέστερη την διασκευαστική επέμβαση για τις δραματουργικές αναγκαιότητες ο μύθος του Αυγερινού και της Πούλιας, ενός διαδεδομένου παραμυθιού στην κεντρική Μακεδονία κυρίως, έγινε μαγική θεατρική παράσταση στη σκηνή του θεάτρου Αθηνά από τον καλής μαρτυρίας θίασο «Σβούρες». Το πόσο σημαντικό είναι να προσφέρονται ελληνικά παραδοσιακά παραμύθια στα σημερινά παιδιά που βομβαρδίζονται από τερατικά κόμιξ και εκμαυλιστικά γκάτζετ της αμερικάνικης υποκουλτούρας, δεν είναι ανάγκη να το αναπτύξουμε. Ιδιαίτερα όταν τα παραμύθια αυτά προτείνονται με ποιητικές προσεγγίσεις του κόσμου, των αστεριών, της φύσης, των καλών και των κακών στοιχείων που μας περιβάλουν πριν οι επιστήμες δώσουν τις δικές τους εξηγήσεις. Η διασκευή και η σκηνοθεσία του Δημήτρη Αδάμη σ’ ένα παροξυσμό ευφάνταστων αλληλουχιών υποστήριξε την ποιητική αίσθηση του παραμυθιού. ‘Έχουμε υποστηρίξει πως οι επιλογές παραδοσιακών παραμυθιών για παιδικές παραστάσεις δικαιώνονται μόνο αν είναι σε θέση οι σκηνοθέτες να διατηρήσουν και να αναπαράγουν την υπερρεαλιστική εκείνη αίσθηση που δημιουργεί το παραμύθι όταν ακούγεται από το παιδί. Ειδ’ άλλως οι παραστάσεις γίνονται μια ψυχρή και επίπεδη παράθεση σκηνών και αναπαραστάσεων. Ε, λοιπόν ο σκηνοθέτης του Αυγερινού και της Πούλιας, ζωντανεύοντας την αφήγηση του παραμυθιού έκανε ανθρώπους και ζώα και γεγονότα και ποτάμια και δάση και βουνά να ξεπροβάλουν με τρόπους μαγικούς κι αυτό είναι το μέγα ζητούμενο για τον ανήλικο θεατή που έχασε δυστυχώς τη δυνατότητα να τα φαντάζεται όλα αυτά ακούγοντας το παραμύθι. Τα παίξιμο των ηθοποιών αποτελεί φυσικά μια ουσιώδη προϋπόθεση για το αποτέλεσμα και είναι δίκαιο τα ονόματά να μην αποσιωπούνται. Αντώνης Γκρίτσης, Μαρία Μπρανίδου, Δημήτρης Πάσσος, Γιάννης Πλιάκης, Νίκος Σταματόπουλος, Εύη Φώτου, Μαριλίζα Χρονέα. Τα σκηνικά, τα κοστούμια η μουσική και η χορογραφία ήταν καίριοι συντελεστές στην πολύ καλή εντύπωση.

Γιώργος Χατζηδάκης