Κυριακή 4 Απριλίου 2010

ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Παροίκου

Αυτό που με δυσφορία διαπιστώνει ο θεατής στα πρώτα εξήντα λεπτά της παράστασης είναι πως δεν υπάρχει ούτε έργο, ούτε καμιά, έστω ελάχιστη σκηνοθετική φροντίδα των όσων διαδραματίζονται επί σκηνής. Με αμηχανία αντιμετώπιζα το επίμονο ερώτημα πως θα δέχονταν τα παιδιά θεατές τα άλλα αντ’ άλλων τεκταινόμενα. Μετά παρέλευση μιας ώρας αλλοπρόσαλλων σκηνών άρχισε να αναπαράγεται το χιλιοπαιγμένο στόρι του δικαστήριου των ζώων στο δάσος, που δικάζουν τους ανθρώπους στο πρόσωπο ενός παιδιού για εγκλήματα όπως η υλοτομία, η απόθεση σκουπιδιών και οι πυρκαγιές. Μετά την εμφάνιση του εργολάβου, που εν τέλει μεταμελείται, όλοι μαζί άνθρωποι και ζώα εκτοξεύουν αφορισμούς και ευχολόγια και τραγουδούν για ένα ευτυχισμένο μέλλον χωρίς καταπατητές και εργολάβους. Ένα φινάλε με έντονο διδακτισμό, αφέλεια, μικρονοϊκότητα και το χειρότερο την για πολλοστή φορά επανάληψη του ίδιου κι απαράλλακτου σεναρίου. Τη σκηνή αυτή με το δικαστήριο των ζώων όπου παραπέμπουν τους ανθρώπους για εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, εγώ το έχω δει από δέκα τουλάχιστον παιδικούς θιάσους. Τι έλλειψη φαντασίας! Φαντασθείτε να πάνε δυο θίασοι στο ίδιο σχολείο σε μια πόλη και να παρουσιάσουν την ίδια παράσταση. Οποία ποικιλία!
Η παράσταση; Απίστευτα κακόγουστη, άτεχνη και πληκτική. Είναι να απορεί κανείς πως ο Νίκος Παροίκος, ένας σκηνοθέτης μεγάλης πείρας και ικανοτήτων επιτρέπει να παρουσιάζεται μια τέτοια παράσταση με τ’ όνομά του. Καμιά απολύτως εύρεση στη διεξαγωγή, περιορίστηκε σε ξερές εισόδους και εξόδους, όσον αφορά δε την υποκριτική διδασκαλία η διαπεραστική μονότονη φωνή της νεαρής που έπαιζε το κοριτσάκι, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. ( Γνωρίζω της συγκεκριμένης ηθοποιού τις ικανότητες και συμπεραίνω πως αφέθηκε τελείως αβοήθητη και ακαθοδήγητη). Μοναδική στιγμή κάποιας ανάπαυλας το τραγούδι του Χατζιδάκι με τη Βουγιουκλάκη «Νιάου βρε γατούλα» που τραγουδάει η πρωταγωνίστρια σε κάποιο σημείο!! Εν κατακλείδι, μια κακή παράσταση ενός ανύπαρκτου έργου.
Γιώργος Χατζηδάκης

Δ Ο Ν Κ Ι Χ Ω Τ Η Σ στο Θέατρο Κάτω απ' τη Γέφυρα


Ευτυχώς ανταμείφθηκα για τις τρεισήμισι ώρες (10.30 π.μ. έως 2 μ.μ.) που διέθεσα απ’ το πρωινό μου της Κυριακής για να παρακολουθήσω την παράσταση «Δον Κιχώτης» στο «Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα» στο Φάληρο. Ήταν μια παράσταση με αξιοσημείωτη ποιότητα. Μου δόθηκε εξ’ άλλου η ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις με την πρόεδρο της επιτροπής μας κ. Βασιλάκου, πραγματοποιώντας ουσιαστικά μια συνεδρίαση στο ίδιο το θέατρο με νωπές τις εντυπώσεις μας. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας σ’ αυτό το σημείο αυτό που κατ’ επανάληψη τονίζω, πως η συγκεκριμένη Επιτροπή, της οποίας αποτελώ μέλος επί επτά χρόνια, έχει κάποιες ιδιάζουσες ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες τις οποίες φαίνεται πως οι υπεύθυνοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ή αρνούνται να παραδεχθούν. Για να συνέλθει και να συνεδριάσει η Επιτροπή (στη μία συνεδρίαση που αναγνωρίζεται) πρέπει προηγουμένως να έχει συνεδριάσει επανειλημμένα παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις . Τα μέλη της επιτροπής συνεπώς δεν συνεδριάζουν μια φορά αλλά τρεις και τέσσερεις φορές την εβδομάδα και μάλιστα μετακινούμενα σε διάφορα κοντινά και μακρινά μέρη του λεκανοπεδίου, καλύπτοντας τις δαπάνες των μετακινήσεων τους εξ ιδίων. Απασχολούνται δηλαδή δέκα και δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα, αμειβόμενα για όλον αυτό το χρόνο και τις δαπάνες μετακίνησης με ευρώ 48 και με τις κρατήσεις 38. Ας σημειωθεί πως η εν λόγω Επιτροπή κατά τεκμήριο αποτελείται από ειδικούς επί του αντικειμένου, επιστήμονες , καταξιωμένους δημιουργούς και διδάκτορες ανωτέρων και ανωτάτων σχολών. Επ’ αυτού έχω να υπογραμμίσω πως δεν θα κουραστώ να επαναφέρω το συγκεκριμένο ζήτημα μέχρις ότου βεβαιωθώ πως κάποιος με ενδιαφέρον, με αντίληψη και με ευαισθησία στα θέματα λογικής και δικαίου, θα «τείνει ευήκοον ους».
Για την παράσταση τώρα. Η διασκευή του Γιάννη Καλατζόπουλου είναι ανάλαφρη, με πολλή χάρη και ωραία γλώσσα. Κάνει πολύ διακριτικούς πολιτικούς υπαινιγμούς για την αδικία την καταπίεση και την αναλγησία της εξουσίας κυρίως όμως καταγγέλλει την έλλειψη ιδανικών σ’ έναν κόσμο υλιστικών επιδιώξεων. Όλα αυτά μ’ έναν τρόπο παιγνιώδη με αλλεπάλληλες ευτράπελες ατάκες. Η αξία του πρωτότυπου ( Θερβάντες) είναι δεδομένη αλλά και η διασκευή με αναφορές σε πολλά σημερινά είναι εύστοχη και καίρια. Η σκηνοθεσία διάρθρωσε μια παράσταση αριστοτεχνική με ρέοντες ρυθμούς και αφηγηματική άνεση. Εξαιρετικές ήταν και οι ερμηνείες με πρώτον και καλύτερο τον Μανώλη Δεστούνη στο ρόλο του Δον Κιχώτη και ισάξιο τον Γιάννη Τσική στο ρόλο του Σάντσο Πάντσα. Απολύτως ικανοποιητικοί ήταν και οι άλλοι τέσσερεις ηθοποιοί της διανομής στους δύο, τρεις, τέσσερεις και πέντε ρόλους που διεκπεραίωσε ο καθένας. Θεωρώ απαραίτητο να τους αναφέρω: Κατερίνα Τσεβά, Κώστας Κλάδης, Μαρουσώ Γεωργοπούλου και Στάθης Αναστασίου. Οι χορογραφίες της Κατερίνας Ανδριοπούλου ήταν καλαίσθητές και με πολύ χιούμορ.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗ ΓΗ

Ένα αστέρι πέφτει στη γη

Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τα επιμέρους θετικά στοιχεία της παράστασης (αξιοπρεπής παραγωγή, ευπρεπή σκηνικά και κοστούμια) καθώς και τα όσα αρνητικά (ασαφής και μπερδεμένη υπόθεση, έλλειψη ρυθμού, πλατειασμοί, διαρκής και υπερβολική ένταση σε βαθμό υστερίας, λόγος δυσδιάκριτος και κάκιστος φωτισμός) παραμένει το ερώτημα τι προσφέρει στον μαθητή - θεατή αυτή η παράσταση. Τίποτα! Απολύτως τίποτα!... Κανένα και κανενός είδους ενδιαφέρον. Από την πλευρά μου είμαι κατηγορηματικά αρνητικός. Ωστόσο επειδή η παραγωγός κ. Εύα Παρίση και ο σκηνοθέτης κ. Καποδίστριας προφασίστηκαν πως πολλά από τα αρνητικά της παράστασης που παρακολουθήσαμε οφείλονταν στο ότι δεν υπήρχε ο φωτιστικός και ηχητικός τους εξοπλισμός (Τον χρησιμοποιούσαν σε άλλη παράστασή τους, μας είπαν) και επειδή πραγματικά δεν έχω κανένα λόγο να το αμφισβητήσω , διατηρώ μεν την αρνητική μου θέση και προτείνω στην επιτροπή να προγραμματιστεί η παρακολούθηση αυτής της παράστασης (όπως υποχρεούμαστε, άλλωστε) και από άλλα μέλη, ώστε να φροντίσει ο παραγωγός να ετοιμαστεί εν τω μεταξύ και να παρουσιάσει την παράστασή του πλήρη και οργανωμένη.
Γιώργος Χατζηδάκης

ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ και η ΠΟΥΛΙΑ




Ο Αυγερινός κι η Πούλια
Με φανερή την καταγωγή απ’ τα περιβόλια της λαϊκής παράδοσης αλλά και με ακόμα σαφέστερη την διασκευαστική επέμβαση για τις δραματουργικές αναγκαιότητες ο μύθος του Αυγερινού και της Πούλιας, ενός διαδεδομένου παραμυθιού στην κεντρική Μακεδονία κυρίως, έγινε μαγική θεατρική παράσταση στη σκηνή του θεάτρου Αθηνά από τον καλής μαρτυρίας θίασο «Σβούρες». Το πόσο σημαντικό είναι να προσφέρονται ελληνικά παραδοσιακά παραμύθια στα σημερινά παιδιά που βομβαρδίζονται από τερατικά κόμιξ και εκμαυλιστικά γκάτζετ της αμερικάνικης υποκουλτούρας, δεν είναι ανάγκη να το αναπτύξουμε. Ιδιαίτερα όταν τα παραμύθια αυτά προτείνονται με ποιητικές προσεγγίσεις του κόσμου, των αστεριών, της φύσης, των καλών και των κακών στοιχείων που μας περιβάλουν πριν οι επιστήμες δώσουν τις δικές τους εξηγήσεις. Η διασκευή και η σκηνοθεσία του Δημήτρη Αδάμη σ’ ένα παροξυσμό ευφάνταστων αλληλουχιών υποστήριξε την ποιητική αίσθηση του παραμυθιού. ‘Έχουμε υποστηρίξει πως οι επιλογές παραδοσιακών παραμυθιών για παιδικές παραστάσεις δικαιώνονται μόνο αν είναι σε θέση οι σκηνοθέτες να διατηρήσουν και να αναπαράγουν την υπερρεαλιστική εκείνη αίσθηση που δημιουργεί το παραμύθι όταν ακούγεται από το παιδί. Ειδ’ άλλως οι παραστάσεις γίνονται μια ψυχρή και επίπεδη παράθεση σκηνών και αναπαραστάσεων. Ε, λοιπόν ο σκηνοθέτης του Αυγερινού και της Πούλιας, ζωντανεύοντας την αφήγηση του παραμυθιού έκανε ανθρώπους και ζώα και γεγονότα και ποτάμια και δάση και βουνά να ξεπροβάλουν με τρόπους μαγικούς κι αυτό είναι το μέγα ζητούμενο για τον ανήλικο θεατή που έχασε δυστυχώς τη δυνατότητα να τα φαντάζεται όλα αυτά ακούγοντας το παραμύθι. Τα παίξιμο των ηθοποιών αποτελεί φυσικά μια ουσιώδη προϋπόθεση για το αποτέλεσμα και είναι δίκαιο τα ονόματά να μην αποσιωπούνται. Αντώνης Γκρίτσης, Μαρία Μπρανίδου, Δημήτρης Πάσσος, Γιάννης Πλιάκης, Νίκος Σταματόπουλος, Εύη Φώτου, Μαριλίζα Χρονέα. Τα σκηνικά, τα κοστούμια η μουσική και η χορογραφία ήταν καίριοι συντελεστές στην πολύ καλή εντύπωση.

Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟΜ ΣΩΓΙΕΡ στο Λουτράκι


Μέσα σ’ ένα ευρύχωρο περίβολο, στην είσοδο της πόλης ένα θεατρικό κτήριο που προκαλεί πραγματικό θαυμασμό … Μια μεγάλη σκηνή και μια πελώρια πλατεία με όλες τις προδιαγραφές για να στεγάσει τις πιο φιλόδοξες παραγωγές και πολυάνθρωπες διοργανώσεις… Αυτή η άριστη υποδομή του Πολιτιστικό Πνευματικό Κέντρο Λουτρακίου προσφέρεται για να αποτελέσει το επίκεντρο ενός φορέα με εξακτίνιση εκδηλώσεων σ’ όλο το νομό Κορινθίας. Κι ακόμα παραπέρα.
Διερωτώμαι τι έχει να προσφέρει στο σημερινό παιδί ένα έργο σαν τον Τομ Σώγιερ, γραμμένο το 1850 που παρακολούθησα την Κυριακή 22 Νοεμβρίου στο παραπάνω αναφερόμενο θέατρο.
Ο ήρωας του έργου είναι ένα παιδί αρκούντως δυσπροσάρμοστο, γύρω στα 12 που ασφυκτιά μέσα σ’ ένα δεσμευτικό οικογενειακό και εκκλησιαστικό περιβάλλον και αποφασίζει να εγκαταλείψει σπίτι , σχολείο κι εκκλησία και μαζί με δυο φίλους του ιδίου φυράματος φεύγουν για να γίνουν πειρατές για να ζήσουν όλες τις μυθιστορηματικές περιπέτειες που έχουν διαβάσει, μάχες, γυναίκες, και πιοτό. Συναντάνε όμως δυσκολίες και μετανοιωμένοι επιστρέφουν στους κόλπους της οικογένειας, του σχολείου και της εκκλησίας. Όπου κατά την επιστροφή τους εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές με τον ιερέα να εκφωνεί και σπαραξικάρδιους λόγους. Όμορφος κόσμος, ηθικός αγγελικά πλασμένος που γίνεται αγγελικότερος καθώς οι τρεις φυγάδες κατά την πειρατική τους περιπέτεια, συλλαμβάνουν και δυο κακοποιούς που έχουν ξεθάψει κάποιον θησαυρό που κι αυτοί με τη σειρά τους μετανοούν και για να εξιλεωθούν προσφέρουν το θησαυρό στην κοινότητα και έτσι οι τρείς φίλοι ηρωοποιούνται επί πλέον.
Δεν μπορώ να αποδεχθώ πως σε μια εποχή που ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει φαλτσάρει, που η αναμόχλευση των αξιών έχει φέρει τα πάνω κάτω , που αλλοτριωτικές επιδράσεις ασκούνται στα παιδιά απ ‘ όλες τις κατευθύνσεις, το σχολικό θέατρο επιλέγει τον Τομ Σώγιερ να προτείνει στα παιδιά, ως μήνυμα τάχα αξιακού προσανατολισμού. Πως έχω την απαίτηση ωστόσο ένα θέατρο της περιφέρειας να συγχρονίζει τον προβληματισμό του με την εποχή όταν πάμπολλοι εκπαιδευτικοί του κέντρου βρίσκονται προσκολλημένοι και αμετακίνητοι σε τόσο συντηρητικούς κώδικες;
Έχω δηλώσει την αντίθεσή μου, αγαπητοί συνάδελφοι, για τα παιδαγωγικά μηνύματα στα θεατρικά έργα, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μου στη θεατρική τέχνη, διακηρύσσοντας πως το θέατρο δεν πρέπει να γίνεται προπαγανδιστής παιδαγωγικών συστημάτων, βοηθός σε διδακτικές προθέσεις. Το θέατρο νοθεύεται όταν του ανατίθεται ο ρόλος της έδρας. Το θέατρο είναι τέχνη και μ’ αυτό το μεγαλείο της μέθεξης πρέπει να διοχετεύεται στα παιδιά. Στρέφομαι συνεπώς στην παράσταση αυτή καθ’ αυτή. Στιγμές υψηλής ευρηματικότητας και άψογης εκτέλεσης επιδεικνύει η σκηνοθεσία σε πολλά σημεία της παράστασης, Δυστυχώς αυτό δεν αρκεί για να «σηκώσει» όλη την παράσταση που στα μεγαλύτερα διαστήματα σέρνεται. Οι ερμηνείες στο σύνολό τους είναι ικανοποιητικές με εξαιρετικό τον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Τομ Σώγιερ και εκείνον που διεκπεραιώνει τον καίριο ρόλο του αφηγητή. Αν την καθαρότητα του λόγου τους την διέθεταν και μερικοί ακόμα η παράσταση θα κέρδιζε πόντους. Η διασκευή επίσης έπρεπε να επέμβει πιο θαρρετά σε περικοπές και εκσυγχρονισμούς, ( ούτως η άλλως έχει κάνει αρκετές αυθαιρεσίες με προσθήκες κειμένου ) ακόμα και σε αφαίρεση επουσιωδών ρόλων για να μικρύνει έργο και διανομή και το όλον να γίνει πιο ευέλικτο. Διατηρώ στα θετικά τα ευφυή και πρωτότυπα σκηνοθετικά, τις καλές ερμηνείες, αντιπαρέρχομαι τα ατυχή εικαστικά (σκηνικά, κοστούμια και ιδίως μεταμφιέσεις ) και προσθέτοντας και την συγκινητικά φιλότιμη πρόθεση των ιθυνόντων του Πολιτιστικού Οργανισμού, μιας περιοχής πλούσιας σε παραδόσεις και αρχαίους μύθους, (απορίας άξιο γιατί η θεματολογία του ρεπερτορίου τους δεν αντλείται απ αυτή τη αξιοζήλευτη δεξαμενή, επιλογές που θα συντελούσαν και στην αυτογνωσία των παιδιών της Κορινθίας ) εγκρίνω την παράσταση για το Δημοτικό και τις πρώτες τρεις τάξεις του Γυμνασίου.
Γιώργος Χατζηδάκης

Ρ Α Π Ο Υ Ν Ζ Ε Λ στο θέατρο Πρόβα



Ραπουνζέλ
Δυο θίασοι παιδικού θεάτρου συναντήθηκαν φέτος το χειμώνα στο παραμύθι της Ραπουνζέλ των αδελφών Γκριμ δίνοντας μας δυο ενδιαφέρουσες παραστάσεις διαμετρικά αντίθετες. Η Αντίθεσή τους δεν περιορίστηκε στη διασκευή αλλά επεκτάθηκε και στο συνολικό αποτέλεσμα. Μεγαλεπήβολη και δαπανηρή, με πλούτο μέσων η πρώτη, πολυάνθρωπη και λαμπερών προθέσεων, λιτή και σεμνή η δεύτερη παρέμεινε πιο κοντά στην ιδεολογία του παραμυθιού και ως εκ τούτου στην ενεργοποίηση της φαντασίας. Το θέατρο απ’ τη φύση του στηρίζεται στη φαντασία και όσο πιο κοντά είναι σε ρεαλιστικές αποδόσεις τόσο και μεγαλώνει η απόστασή του απ’ την παραδοσιακή διαδικασία του παραμυθιού. Ε, λοιπόν η παράσταση του θεάτρου «Πρόβα», όπου παρακολούθησα την άλλη εκδοχή της Ραπουνζέλ, έμεινε πολύ πιο κοντά στην αφήγηση κι έδωσε έτσι την ευκαιρία στις συμβάσεις να θριαμβεύσουν και στον παιδικό νου ν’ ανοίξει τα φτερά του. Με απανωτές επινοήσεις ο σκηνοθέτης Δημήτρης Δεγαΐτης και με εφόδια τρία σκαμνιά, μερικά πανιά και μαντήλια, ένα πάπλωμα – χαλί και έξη ηθοποιούς έστησε μια παράσταση γεμάτη χάρη, ομορφιά, αμεσότητα και παραμυθένια γοητεία. Αξιοπρόσεκτες οι ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών που είχαν εκφραστικό πλούτο και συνεχή συμμετοχή. Με πρώτη αναφορά την Μιλένα Παρθενίου που κρατούσε το ρόλο της έγκλειστης Ραπουνζέλ και σε δεύτερη σειρά τον Νίκο Μωϋσιάδη που διεκπεραίωσε εντυπωσιακά πέντε ρόλους και τους Νίκο Ευσταθιάδη, Πηνελόπη Ανδρεαδάκη, Ινώ Στεφανή και Νάντια Κλάδη που έδωσαν ζωή και ζέση στο παραμύθι ο θεατής, μικρός και μεγάλος βιώνει τις ιδιαίτερες ικανότητες των ερμηνευτών. Είναι σπουδαίο να αποκομίζει το παιδί μια τόσο σαφή και ανθρώπινη αφήγηση χωρίς τα πολλά τεχνολογικά μέσα που έχει στη διάθεσή της η σύγχρονη σκηνοθεσία. Τα ζητούμενο είναι η προσέγγιση και η αίσθηση που παράγεται μέσα απ’ αυτήν. Το παιδί είναι προσφερόμενο και με τον ένα η τον άλλο τρόπο περιμένει. Το ζήτημα για το παραμύθι που μεταμορφώνεται σε θεατρική παράσταση είναι πως θα συναντήσει τον αποδέκτη του και τι θα παραχθεί απ’ αυτή τη συνάντηση. Αυτό είναι το στοίχημα για τον σκηνοθέτη κάθε φορά. Δεν μπορώ να κλείσω το σύντομο σημείωμα για την «Ραπουνζέλ» του Δημήτρη Δεγαΐτη και της Άνδρης Θεοδότου (θεατρική διασκευή) χωρίς να επαινέσω θερμά την μουσική και τα τραγούδια του Νίκου Τσέκου και τα απλά και ατμοσφαιρικά κοστούμια του Μιχάλη Σδούγκου. Μια ακόμα εγγραφή στα θετικά του παιδικού θεάτρου του χειμώνα 2009-2010.
Γιώργος Χατζηδάκης