Κυριακή 4 Απριλίου 2010

ΤΟΜ ΣΩΓΙΕΡ στο Λουτράκι


Μέσα σ’ ένα ευρύχωρο περίβολο, στην είσοδο της πόλης ένα θεατρικό κτήριο που προκαλεί πραγματικό θαυμασμό … Μια μεγάλη σκηνή και μια πελώρια πλατεία με όλες τις προδιαγραφές για να στεγάσει τις πιο φιλόδοξες παραγωγές και πολυάνθρωπες διοργανώσεις… Αυτή η άριστη υποδομή του Πολιτιστικό Πνευματικό Κέντρο Λουτρακίου προσφέρεται για να αποτελέσει το επίκεντρο ενός φορέα με εξακτίνιση εκδηλώσεων σ’ όλο το νομό Κορινθίας. Κι ακόμα παραπέρα.
Διερωτώμαι τι έχει να προσφέρει στο σημερινό παιδί ένα έργο σαν τον Τομ Σώγιερ, γραμμένο το 1850 που παρακολούθησα την Κυριακή 22 Νοεμβρίου στο παραπάνω αναφερόμενο θέατρο.
Ο ήρωας του έργου είναι ένα παιδί αρκούντως δυσπροσάρμοστο, γύρω στα 12 που ασφυκτιά μέσα σ’ ένα δεσμευτικό οικογενειακό και εκκλησιαστικό περιβάλλον και αποφασίζει να εγκαταλείψει σπίτι , σχολείο κι εκκλησία και μαζί με δυο φίλους του ιδίου φυράματος φεύγουν για να γίνουν πειρατές για να ζήσουν όλες τις μυθιστορηματικές περιπέτειες που έχουν διαβάσει, μάχες, γυναίκες, και πιοτό. Συναντάνε όμως δυσκολίες και μετανοιωμένοι επιστρέφουν στους κόλπους της οικογένειας, του σχολείου και της εκκλησίας. Όπου κατά την επιστροφή τους εκτυλίσσονται συγκινητικές σκηνές με τον ιερέα να εκφωνεί και σπαραξικάρδιους λόγους. Όμορφος κόσμος, ηθικός αγγελικά πλασμένος που γίνεται αγγελικότερος καθώς οι τρεις φυγάδες κατά την πειρατική τους περιπέτεια, συλλαμβάνουν και δυο κακοποιούς που έχουν ξεθάψει κάποιον θησαυρό που κι αυτοί με τη σειρά τους μετανοούν και για να εξιλεωθούν προσφέρουν το θησαυρό στην κοινότητα και έτσι οι τρείς φίλοι ηρωοποιούνται επί πλέον.
Δεν μπορώ να αποδεχθώ πως σε μια εποχή που ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει φαλτσάρει, που η αναμόχλευση των αξιών έχει φέρει τα πάνω κάτω , που αλλοτριωτικές επιδράσεις ασκούνται στα παιδιά απ ‘ όλες τις κατευθύνσεις, το σχολικό θέατρο επιλέγει τον Τομ Σώγιερ να προτείνει στα παιδιά, ως μήνυμα τάχα αξιακού προσανατολισμού. Πως έχω την απαίτηση ωστόσο ένα θέατρο της περιφέρειας να συγχρονίζει τον προβληματισμό του με την εποχή όταν πάμπολλοι εκπαιδευτικοί του κέντρου βρίσκονται προσκολλημένοι και αμετακίνητοι σε τόσο συντηρητικούς κώδικες;
Έχω δηλώσει την αντίθεσή μου, αγαπητοί συνάδελφοι, για τα παιδαγωγικά μηνύματα στα θεατρικά έργα, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μου στη θεατρική τέχνη, διακηρύσσοντας πως το θέατρο δεν πρέπει να γίνεται προπαγανδιστής παιδαγωγικών συστημάτων, βοηθός σε διδακτικές προθέσεις. Το θέατρο νοθεύεται όταν του ανατίθεται ο ρόλος της έδρας. Το θέατρο είναι τέχνη και μ’ αυτό το μεγαλείο της μέθεξης πρέπει να διοχετεύεται στα παιδιά. Στρέφομαι συνεπώς στην παράσταση αυτή καθ’ αυτή. Στιγμές υψηλής ευρηματικότητας και άψογης εκτέλεσης επιδεικνύει η σκηνοθεσία σε πολλά σημεία της παράστασης, Δυστυχώς αυτό δεν αρκεί για να «σηκώσει» όλη την παράσταση που στα μεγαλύτερα διαστήματα σέρνεται. Οι ερμηνείες στο σύνολό τους είναι ικανοποιητικές με εξαιρετικό τον ηθοποιό που ερμηνεύει τον Τομ Σώγιερ και εκείνον που διεκπεραιώνει τον καίριο ρόλο του αφηγητή. Αν την καθαρότητα του λόγου τους την διέθεταν και μερικοί ακόμα η παράσταση θα κέρδιζε πόντους. Η διασκευή επίσης έπρεπε να επέμβει πιο θαρρετά σε περικοπές και εκσυγχρονισμούς, ( ούτως η άλλως έχει κάνει αρκετές αυθαιρεσίες με προσθήκες κειμένου ) ακόμα και σε αφαίρεση επουσιωδών ρόλων για να μικρύνει έργο και διανομή και το όλον να γίνει πιο ευέλικτο. Διατηρώ στα θετικά τα ευφυή και πρωτότυπα σκηνοθετικά, τις καλές ερμηνείες, αντιπαρέρχομαι τα ατυχή εικαστικά (σκηνικά, κοστούμια και ιδίως μεταμφιέσεις ) και προσθέτοντας και την συγκινητικά φιλότιμη πρόθεση των ιθυνόντων του Πολιτιστικού Οργανισμού, μιας περιοχής πλούσιας σε παραδόσεις και αρχαίους μύθους, (απορίας άξιο γιατί η θεματολογία του ρεπερτορίου τους δεν αντλείται απ αυτή τη αξιοζήλευτη δεξαμενή, επιλογές που θα συντελούσαν και στην αυτογνωσία των παιδιών της Κορινθίας ) εγκρίνω την παράσταση για το Δημοτικό και τις πρώτες τρεις τάξεις του Γυμνασίου.
Γιώργος Χατζηδάκης

Ρ Α Π Ο Υ Ν Ζ Ε Λ στο θέατρο Πρόβα



Ραπουνζέλ
Δυο θίασοι παιδικού θεάτρου συναντήθηκαν φέτος το χειμώνα στο παραμύθι της Ραπουνζέλ των αδελφών Γκριμ δίνοντας μας δυο ενδιαφέρουσες παραστάσεις διαμετρικά αντίθετες. Η Αντίθεσή τους δεν περιορίστηκε στη διασκευή αλλά επεκτάθηκε και στο συνολικό αποτέλεσμα. Μεγαλεπήβολη και δαπανηρή, με πλούτο μέσων η πρώτη, πολυάνθρωπη και λαμπερών προθέσεων, λιτή και σεμνή η δεύτερη παρέμεινε πιο κοντά στην ιδεολογία του παραμυθιού και ως εκ τούτου στην ενεργοποίηση της φαντασίας. Το θέατρο απ’ τη φύση του στηρίζεται στη φαντασία και όσο πιο κοντά είναι σε ρεαλιστικές αποδόσεις τόσο και μεγαλώνει η απόστασή του απ’ την παραδοσιακή διαδικασία του παραμυθιού. Ε, λοιπόν η παράσταση του θεάτρου «Πρόβα», όπου παρακολούθησα την άλλη εκδοχή της Ραπουνζέλ, έμεινε πολύ πιο κοντά στην αφήγηση κι έδωσε έτσι την ευκαιρία στις συμβάσεις να θριαμβεύσουν και στον παιδικό νου ν’ ανοίξει τα φτερά του. Με απανωτές επινοήσεις ο σκηνοθέτης Δημήτρης Δεγαΐτης και με εφόδια τρία σκαμνιά, μερικά πανιά και μαντήλια, ένα πάπλωμα – χαλί και έξη ηθοποιούς έστησε μια παράσταση γεμάτη χάρη, ομορφιά, αμεσότητα και παραμυθένια γοητεία. Αξιοπρόσεκτες οι ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών που είχαν εκφραστικό πλούτο και συνεχή συμμετοχή. Με πρώτη αναφορά την Μιλένα Παρθενίου που κρατούσε το ρόλο της έγκλειστης Ραπουνζέλ και σε δεύτερη σειρά τον Νίκο Μωϋσιάδη που διεκπεραίωσε εντυπωσιακά πέντε ρόλους και τους Νίκο Ευσταθιάδη, Πηνελόπη Ανδρεαδάκη, Ινώ Στεφανή και Νάντια Κλάδη που έδωσαν ζωή και ζέση στο παραμύθι ο θεατής, μικρός και μεγάλος βιώνει τις ιδιαίτερες ικανότητες των ερμηνευτών. Είναι σπουδαίο να αποκομίζει το παιδί μια τόσο σαφή και ανθρώπινη αφήγηση χωρίς τα πολλά τεχνολογικά μέσα που έχει στη διάθεσή της η σύγχρονη σκηνοθεσία. Τα ζητούμενο είναι η προσέγγιση και η αίσθηση που παράγεται μέσα απ’ αυτήν. Το παιδί είναι προσφερόμενο και με τον ένα η τον άλλο τρόπο περιμένει. Το ζήτημα για το παραμύθι που μεταμορφώνεται σε θεατρική παράσταση είναι πως θα συναντήσει τον αποδέκτη του και τι θα παραχθεί απ’ αυτή τη συνάντηση. Αυτό είναι το στοίχημα για τον σκηνοθέτη κάθε φορά. Δεν μπορώ να κλείσω το σύντομο σημείωμα για την «Ραπουνζέλ» του Δημήτρη Δεγαΐτη και της Άνδρης Θεοδότου (θεατρική διασκευή) χωρίς να επαινέσω θερμά την μουσική και τα τραγούδια του Νίκου Τσέκου και τα απλά και ατμοσφαιρικά κοστούμια του Μιχάλη Σδούγκου. Μια ακόμα εγγραφή στα θετικά του παιδικού θεάτρου του χειμώνα 2009-2010.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Λουκιανού


Αντιπαρέρχομαι τις αντιρρήσεις περί του φιλολογικού και των σατιρικών διαστρεβλώσεων του Λουκιανού που δίνουν αλλοιωμένες ιστορικές πληροφορίες. Στέκομαι στην παράσταση. Αν και ο ηθοποιός- αφηγητής κατέβαλε πολύ μεγάλη προσπάθεια, το κείμενο δεν έγινε ούτε μια στιγμή ενδιαφέρον και στο μεγαλύτερο διάστημα ήταν αδύνατο να το παρακολουθήσεις, πολύ περισσότερο αν στη θέση του θεατή βρίσκεται ένας μαθητής που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ούτε τους σαρκασμούς του Λουκιανού, ούτε την «επιστημονική φαντασία» των ελληνιστικών χρόνων. Η σκηνοθεσία δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βοηθήσει την κατανόηση του κειμένου. Το άφησε να «τρέξει» κι ότι βγει. Τα εμβόλιμα τραγούδια της Λάμια Μπεντίουι πολύ ωραία αλλά άσχετα και αντί να βοηθούν μπέρδευαν πιο πολύ. Αποτέλεσμα μια παράσταση περισσότερο από αδιάφορη: Βαρετή και κουραστική μέχρι απογνώσεως. Είναι βέβαιο πως οι ιθύνοντες στηρίχτηκαν στην άποψη πως «αρχαίος συγγραφέας είναι ο Λουκιανός, την Οδύσσεια είχε σαν πρότυπο, τι καταλληλότερο για τα σχολεία;…». Πρώτον ο σατιρικός αυτός επέλεξε την Οδύσσεια για να την «ξυλώσει» (Ο Λουκιανός είναι ένας Τσιφόρος της εποχής του) και δεύτερον ένα οποιοδήποτε αρχαίο κείμενο, οσοδήποτε σημαντικό η ασήμαντο χρειάζεται σκηνοθεσία για να ανέβει στη σκηνή. Για τον ηθοποιό σχολίασα θετικά, έχω όμως να προσθέσω πως η ερμηνεία του χαρακτηρίζεται από την σύνηθες ελάττωμα πολλών ομοτέχνων του. «Σβήνουν» την τελευταία λέξη κάθε φράσης. Κατεβάζουν πολύ τη φωνή τους στην κατάληξη μια πρότασης με αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση να χάνουμε ονόματα προσώπων, τοπωνύμια, επίθετα και να ακούμε το κείμενο ελλειπτικά. Ανεπάρκεια της σκηνοθεσίας κι αυτό. Για όλα τα παραπάνω θεωρώ την παράσταση με το έργο «Αληθινή Ιστορία» του Λουκιανού, ευπρεπή, καλαίσθητη, καλών προθέσεων αλλά απολύτως ακατάλληλη για οποιαδήποτε εκπαιδευτική βαθμίδα , διότι εγκρίνοντας τέτοια θεάματα δημιουργούμε στους μαθητές πολύ αρνητικές εντυπώσεις για τα έπη, τους αρχαίους συγγραφείς, τον αρχαίο κόσμο γενικά. Με τέτοιες πληκτικές παραστάσεις εξ άλλου υπονομεύουμε στην συνείδηση του μαθητή και το θέατρο αυτό καθ’ αυτό.
Γιώργος Χατζηδάκης