Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011
Ρ ό σ μ ε ρ σ χ ο λ μ στο ΑΛΕΚΤΟΝ
Με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες
Ερρίκος Ίψεν, ο μοιραίος άνθρωπος του σύγχρονου θεάτρου. Αυτός που μπόλιασε τη θεατρική πράξη με κοινωνική συνειδητοποίηση, που διοχέτευσε την παρατήρηση των ψυχολογικών διεργασιών - που αποτέλεσε μεγάλο ρεύμα στην εποχή του - στους θεατρικούς ήρωες, αυτός που έστησε στη σκηνή ανθρώπους αληθινούς, τρισδιάστατους, πάσχοντες, έρμαια των τραυμάτων και των επιλογών τους, ο αρχιτέκτονας του πολιτικού προβληματισμού, της μεταφυσικής υπόνοιας στο φαινόμενο, της ευθύνης του αυτεξούσιου, αυτός ο μέγας Νορβηγός που με χίλιους τρόπους επηρέασε βαθειά όλο το θέατρο του δυτικού κόσμου από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου. Με κλώνους άμεσης και αναμφισβήτητης επιρροής αρχίζοντας απ’ την Αγγλία με τον Μπέρναρ Σο και τον Τζον Γκαλσγουόρθυ και περνώντας στην αμερικανική ήπειρο με την αγία τριάδα του αμερικάνικου θεάτρου, Ο’Νηλ, Μίλλερ, Τέννεση Γουίλιαμς, και με το κλείσιμο του σύντομου γύρου στη δική μας περίπτωση με αυθεντικότερες επιδράσεις στον Ξενόπουλο, στον Μελά και κυρίως στον Καμπανέλλη.
Ρόσμερσχολμ : έργο ιδεολογικών και ψυχολογικών συγκρούσεων με προτάσεις πολλαπλών επισημάνσεων και με ενδιαφέρουσες αναγωγές και αναλογίες. Το Σύστημα, η προκατάληψη, οι νεωτεριστικές τάσεις, οι ανατροπές, οι άνθρωποι, οι αξίες, τα αισθήματα, τα πάθη, οι συντριβές. Ηθικές δοκιμασίες που αναπτύσσονται μάλλον αδιάφορα στο πεδίο προσληπτικότητας του σημερινού θεατή και που ο σχολαστικός αναλυτής θα ανακαλύψει πολλά ηχηρά και θα επινοήσει περισσότερα. Ωστόσο, ότι και να γνωματεύσει ο θεωρητικός δεν θα κάνει τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώσει πως ο κόσμος άλλαξε σε βαθμούς οξύτητας και σε ρυθμούς, άλλαξε σε πολυπλοκότητα και σε μεταλλάξεις, τόσο που με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες. Ακριβώς εκεί, στην επικέντρωση του παρωχημένου των ιδεών εμφανίζεται και η ετέρα αδυναμία του έργου, ο πλεονασμός του λόγου, το μάκρος των σκηνικών καταστάσεων, η αντίθεση με την σημερινή πυκνότητα. Από τον Ίψεν μάθαμε την συμπύκνωση και την περιεκτικότητα. Εξορίζοντας αυτός τα φληναφήματα του ρομαντισμού που κυριαρχούσαν στις σκηνές του 18ου και του 19ου αιώνων, τις κενές ωραιολογίες, μας δίδαξε την περικοπή του περιττού κι εμείς προσαρμόζοντας τις μορφές των σύγχρονων δραμάτων στις νεώτερες αναγκαιότητες «σφίξαμε» τις διεξαγωγές τους και συνοψίσαμε τις έννοιες, στα χρονικά περιθώρια και στους ρυθμούς ζωής του σημερινού ανθρώπου. Μ’ αυτή την αντίληψη λοιπόν το «Ροσμερσχόλμ» που παρακολουθήσαμε στο «Άλεκτον» από τον εταιρικό θίασο του ΣΕΗ «Συνθήκη», το βρήκαμε να εκτείνεται και να αναλώνεται πέραν της ουσίας. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως έτσι αλλά τελείως διαφορετικά αφού οι κοινωνίες, οι εξουσίες, οι ιδεολογικοί συσχετισμοί, οι άνθρωποι που λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερη σύμπλεξη απ’ ότι στο Ρόσμεσχολμ και τα δεινά που επικρέμονται είναι ορατά, δεν προαναγγέλλονται με τα ποιητικά άσπρα του άλογα (κάτι σαν τους Δροσουλίτες , τον θρύλο του Φραγκοκάστελου στην Κρήτη ) αλλά επέρχονται αλλεπάλληλα με τρόπους πολύ πιο άμεσους, βίαιους και αιματηρούς. Ο σκηνοθέτης ευσυνείδητα μας υπογραμμίζει την μουσειακότητα του έργου με την ανάρτηση των προσώπων στην πινακοθήκη του πύργου. Ευφυές. Η αρχιτεκτονική κάτοψη της σκηνοθεσίας του Κωστή Καπελώνη είναι ευδιάκριτη όπως και το σχεδίασμα των ρόλων. Ο θίασος των καλών και έμπειρων ηθοποιών ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε ούτε στο ένα ούτε στα άλλα. Κάτι στους ρυθμούς της, κάτι στις εντάσεις, κάτι στις «κλειδώσεις» και η παράσταση δεν είχε ούτε ιψενικό, ούτε οιοδήποτε άλλο ήθος. Έφταιγαν σίγουρα και οι ερμηνείες. Αν εξαιρέσεις τον Βασίλη Βλάχο, με το γερό ταλέντο, την σοφή γνώση της εκφοράς, που πλησίασε σε μικρή απόσταση τον Κρολ και σε κάποιες περιπτώσεις την Δέσποινα Πόγκα που ιχνογράφησε ευκρινώς τη Ρεβέκκα και τους κάπως αδιευκρίνιστους δαίδαλους που παραπαίει η ηρωίδα, τα άλλα πρόσωπα του δράματος παρέμειναν σκιώδη. Ειδικά ο Σπύρος Μπιμπίλας ευφυώς τοποθετήθηκε από τον σκηνοθέτη πάνω σ’ ένα πατρόν ενός εκδηλωτικού και εξωστρεφούς χαρακτήρα για να αντιδιαστείλει το συγκρατημένο των υπόλοιπων, υπερεκχείλισε όμως ο ηθοποιός, ξεχύθηκε έξω απ’ τα περιθώρια κι έφτιαξε τον πυρετώδη Μπρέντελ με υπερβολές πληθωρικές, έναν ασύμμετρο καρατερίστα που μοιάζει να δραπέτευσε από κωμική ηθογραφία. Να σημειώσω για την Μαρία Μακρή πως αδικήθηκε απ’ τη διανομή και τι κάνει μ’ έναν ρόλο διεκπεραιωτικό; Μήπως είναι υπερβολή να καταστήσω τα αντιθεατρικά κοστούμια του Σαραντόπουλου συνυπεύθυνα εν μέρει για την μάλλον αρνητική εντύπωση που αφήνει στον θεατή η παράσταση;
Γιώργος Χατζηδάκης
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011
Κρίσεις και αποφθέγματα Βρετανού κριτικού
Θετικές, θετικότατες ήταν οι κρίσεις του Άγγλου θεατρικού κριτικού Μάικλ Μπίλιγκτον που επισκέφτηκε την πρωτεύουσα μας με πρωτοβουλία της «Καθημερινής» και παρακολούθησε τέσσερις παραστάσεις αθηναϊκών θιάσων με σκηνοθέτες απ’ τους επιφανέστερους της σύγχρονης περιόδου. Επαίνεσε θερμά και με συνεχή θαυμασμό τον Θόδωρο Τερζόπουλο («Άτις») και την παράσταση του «Alarm», ανάλογα και τον Γιάννη Χουβαρδά (Εθνικό Θέατρο) για την «Αιμιλία Γκαλότι», τον Στάθη Λιβαθηνό («Θέατρο οδού Κεφαλληνίας») για «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και τον Διαγόρα Χρονόπουλο («Θέατρο Τέχνης») για το «Δείπνο». Να αναφέρω πως ξεχώρισε απ’ τη δουλειά του Τερζόπουλου την Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Ελισάβετ, απ’ το Εθνικό την Στεφανία Γουλιώτη, τον Μηνά Χατζησάββα και τον Ακύλα Καραζήση, την Κόρα Καρβούνη απ’ το θίασο της οδού Κεφαλληνίας και την Δήμητρα Χατούπη με τον Κωστή Καπελώνη απ’ το θέατρο Τέχνης. Δεν φαντάζομαι πως χαρίστηκε σε κανέναν δεσμευόμενος απ’ την πρόσκληση που του έκανε η «Καθημερινή», όχι μόνο επειδή, απ’ όσο γνωρίζω οι γνώμες του συμπίπτουν με των Ελλήνων ομοτέχνων του και του κοινού, αλλά και διότι έχει να υπερασπιστεί την φήμη που τον συνόδεψε ως εδώ, φήμη που λέει πως είναι ο αξιότερος και εγκυρότερος θεατρικός κριτικός της Βρετανίας. Για τους τίτλους του αυτούς θεωρώ σημαντικό να αντιγράψω απ’ το ένθετο «Κ» της «Καθημερινής» (αποκλειστική συνέντευξη Ιωάννας Μπλάτσου) το ιδανικό πορτραίτο του καλού θεατρικού κριτικού, όπως το φιλοτεχνεί ο εκλεκτός ξένος μας. Λοιπόν, ένας σωστός θεατρικός κριτικός πρέπει : «Να διαθέτει παθιασμένη αγάπη για το θέατρο, ικανότητα να γράφει με τέτοιο τρόπο που να ξεσηκώνει και να παρακινεί ακόμη και ανθρώπους που δεν παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, μια συνολική εικόνα του τι είναι θέατρο και που αυτό οδηγείται την εποχή που γράφει γι αυτό, ικανότητα να συγκεντρώνεται σ’ αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του και να μην επηρεάζεται από τις αντιδράσεις του η της συνοδού του ή του κοινού, να είναι έτοιμος να θυσιάσεις τις θεατρικές του φιλίες για να πει ξεκάθαρα την αλήθεια. Περιττό να πω» προσθέτει ο μίστερ Μπίλιγκτον «ότι κανείς μας δεν πληρεί όλα τα παραπάνω κριτήρια…». Πόσα απ’ όλα αυτά τα εφόδια διαθέτουν οι ντόπιοι θεατρικοί κριτικοί και πόσα άλλα, θετικά και αρνητικά αγνόησε ο διαπρεπής συνάδελφος, που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εμείς που βιώνουμε την παρουσία, τον βίο και την πολιτεία καθενός απ΄ τους κριτικούς μας;
Α.Γ.
Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011
Ιχνευτές
Ιχνηλατώντας νέες απόψεις και νέα ήθη
Μετά από είκοσι χρόνια οι Σάτυροι Ιχνευτές ξαναέρχονται στο προσκήνιο με την παράσταση του Αβδελιώδη στο θέατρο Λύδρα και εγώ πρέπει να περάσω μια δοκιμασία αντικειμενικότητας και ανεξικρισίας για να σημειώσω λίγες αράδες προσθήκη στο νεοελληνικό χρονικό του έργου. Είδα μια παράσταση θορυβώδη ως ενοχλητική με ουρλιαχτά και υπερβολική κίνηση που σε κάποια σημεία ήταν αξιοπρόσεκτη και σε άλλα απαράδεκτη. Ας ξεκινήσω ωστόσο από τους ρόλους πριν στραφώ στο χορό των Σατύρων για να ξεκαθαρίσω πως οι ερμηνείες των προσώπων δεν αντέχουν καμιά, μα απολύτως καμιά συζήτηση.
Ο Απόλλωνας (Ανδρέας Καρακότας), η Κυλλήνη (Αγγελική Σεΐδου) και ο Ερμής (Άρτεμις Μπαταφιά) συναγωνίστηκαν ποιος να υπερτερήσει σε αποτρεπτικότητα. Δεν είναι μόνο πως τους υποδείχθηκε μια ιδιότυπη εκφορά, κάτι μεταξύ μουεζίνη και Βεληγκέκα, που άλλοτε την τηρούσαν και άλλοτε την ξεχνούσαν, δεν είναι πως βρίσκονταν σε μια λαθεμένη αντίληψη ως προς το ρόλο, είναι και πως δεν επέδειξαν κανένα μα κανένα υποκριτικό προσόν η την παραμικρή θεατρική συναίσθηση. Λίγα περισσότερα επ’ αυτών. Στο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή ο Απόλλωνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας νεαρός βουκόλος, ορεσίβιος αφελής έφηβος που του κλέψανε τα βόδια του. Αν ήταν ο θεός της μαντικής, όπως τον θέλει η επίσημη θεολογία του Δωδεκάθεου, γιατί να καταφύγει , με… διάγγελμα ( τι λέξη , βρε υψίπνευστε μεταφραστή;) στο ιχνηλατικό δαιμόνιο των Σατύρων και να μην πάει ο ίδιος στη σπηλιά της Κυλλήνης να αρπάξει τον κλέφτη; Ο Ερμής, - α, ο Ερμής κατά Αβδελιώδη, η μάλλον η κλαίουσα σπαραξικάρδια μετανοούσα κόρη που αμάρτησε, - δεν έχει καμιά σχέση με τον πανούργο και θρασύ Ερμή, τον θεομπαίχτη αλλά και θεόβουλο πιτσιρίκο που κλέβει τα βόδια, σφάζει δώδεκα, επινοεί τη φωτιά, βάζει ανάποδα τις οπλές των ζωντανών για να μπερδεύει τους διώκτες του, τα οδηγεί στην Κυλλήνη, αφού έχει κατασκευάσει τη λύρα και παίζει με τον ήχο της «για να μην είναι λυπημένος».
Ο Ερμής ο π α μ μ έ γ ι σ τ ο ς, θεός του εμπορίου και της συναλλαγής, θεός των γραμμάτων και της διανόησης, θεός της μετάβασης των ψυχών στον Άδη και θεός της μεταφοράς των μηνυμάτων, δηλαδή της επικοινωνίας, επινοεί τη φωτιά (το λέει καθαρά ο ομηρικός ύμνος και περιγράφει και πως το ‘κανε), καθιερώνει τη θυσία στους θεούς, δηλαδή τη λατρεία, φτιάχνει τη λύρα «για να ξεχνάει τη λύπη του», δημιουργώντας εκείνη τη στιγμή τη γέννηση της μουσικής, της ενόργανης τέχνης και κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνική επινόηση. Κι αυτή τη θεότητα την βάζεις Αβδελιώδη να κάνει τη Γενοβέφα κλαίουσα σε παράσταση μπουλουκιού; Τεράστια συνεπώς η παρανόηση ( και η ευτέλιση, για να μην πω εξευτελισμός) του κειμένου και των ρόλων. Αν πεις και για τις αφελείς προσθήκες, αφελείς ως παιδαριώδεις και βλάσφημες για το κειμήλιο («ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δώσε μου τα βόδια και θα πω στο Δία πατέρα να σου βρεί δουλειά στον Όλυμπο ΕΡΜΗΣ: Τι δουλειά; ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ; Να σε διορίσει θεό της κλεψιάς και της ψευτιάς ΕΡΜΗΣ: Με υβρίζεις…») είναι για γέλια. Και για κλάματα. Ντροπή να αποδίδονται αυτές οι επιθεωρησιακές αρλούμπες στο Σοφοκλή.
Η ηθοποιός που ανέλαβε την νύμφη Κυλλήνη στέκεται σε καλύτερη μοίρα. Το έρμα της κακοτεχνίας δεν την σέρνει ως το βυθό. Παρακολουθούσα όμως τον Σειληνό του Βασίλη Σπυρόπουλου με ενδιαφέρον και ξεχώρισα σ’ αυτόν θεατρικές αναλαμπές. Του αξίζει να αναφερθεί ως εξαίρεση Και τώρα ο χορός των Σατύρων. Αν και διαφωνώ με την τόσο γκροτέσκα άποψη, τη βίαιη και τη μεγάλη δόση του κλοουνίστικου στοιχείου , διαφωνώ δηλαδή με την άποψη και την ανάγνωση του έργου, οι αντιρρήσεις μου ωστόσο δεν είναι σοβαρές. Έχει ευρηματική κίνηση ο χορός, είναι καλοδιδαγμένος και η εκτέλεση του είναι αξιοθαύμαστη. Το μόνο ελάττωμα η υπερβολή, η έλλειψη μέτρου και αναλογίας, οι συνεχείς εντάσεις και οι φωνασκίες, και όλα όσα εμπόδισαν το σύνολο του θεάματος να αποκτήσει ατμόσφαιρα, κλίμα, να καταλάβει ο θεατής ποια είναι ολοκληρωμένη και καθαρή η άποψη του σκηνοθέτη για το έργο, ποια είναι η ιδέα του για το σατυρικό δράμα. Ωστόσο ο χορός και η άψογη εκτέλεσή του δικαιώνουν και τεκμηριώνουν την συγκεκριμένη προσέγγιση.
Είναι άξιο απορίας πως παρανοήθηκε ένα τόσο ξεκάθαρο έργο, πως αγνοήθηκε ο βουνίσιος του ειρηνικός χαρακτήρας, πως πρόκειται για ένα βουκολικό θεατρικό παίγνιο μέσα στο δάσος, στις κορφές, στις σπηλιές, στα λιβάδια, με τα παιχνίδια των ατίθασων, κατσικόμορφων σατύρων και των νυμφών, με τα κοπάδια των βοδιών, τις χελώνες και τα άλλα ζωντανά, μ’ έναν γεροσάτυρο, τεμπέλη, μπεκρή, κουφό, καυχησιάρη, θρασύδειλο, το κορυφαίο δείγμα μπούφου κωμικού καρατερίστα σ’ όλο το παγκόσμιο θέατρο και με δυο νεαρούς θεούς , έναν όμορφο μα λίγο βραδύνοα, ιδιοκτήτη κι όλας κοπαδιού, γελαδάρη αγέλαστο που ανησυχεί για την περιουσία του κι έναν άλλο πολύ νεαρότερο, νεογέννητο, πονηρό από κούνια, καπάτσο που έρχεται να σαρκάσει και να γελάσει , να παίξει, να απομυθοποιήσει τη σοβαρότητα του βίου και να υποδυθεί τον αθώο (ιδού το θέατρο, ο Ερμής εδώ είναι και ο πρώτος ηθοποιός) και στο τέλος να κομίσει σαν αντιστάθμισμα το πρώτο έγχορδο όργανο, δηλαδή τη μουσική, δηλαδή την τέχνη. Δεν είδε τίποτα απ’ όλα αυτά ο Αβδελιώδης και μ’ ένα κείμενο (εννοώ τη μετάφραση του Ανδρεάδη * και την εξ αυτής διασκευή ) έφτιαξε ένα σκληρό, παραπειστικό (τι δουλειά έχει εδώ ο Μαρσύας; Άλλος μύθος, άλλο ύφος, άλλο ήθος) ενοχλητικό, βίαιο αχαρακτήριστο θέαμα. Η διεξαγωγή του όλου χορογραφήματος ωστόσο είχε δυο πολύ καλές στιγμές , καθαρές και κωμικές, που επιβάλλεται να εξαρθούν. Η σκηνή με το αίνιγμα γύρω απ΄ την ταυτότητα του ζώου κι η άλλη που ο Σειληνός το σκάει πονηρά απ’ την ομήγυρη των Σατύρων.
Αυτά είδα κι έτσι τα κρίνω κι όποιος θέλει ας πιστέψει πως κρίνω ανεπηρέαστα. Ας πιστέψει πως δεν σημειώνω τα ανωτέρω από ανταγωνισμό, αλλά ούτε και επειδή στις αναγγελίες της τωρινής παράστασης προβλήθηκε πως ανεβαίνει τάχα το έργο αυτό για πρώτη φορά και τέτοιες επικοινωνιακές αηδίες, ενώ όλοι ξέρουν πως το μισερό αυτό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή μεταφρασμένο, συμπληρωμένο και σκηνοθετημένο από μένα το ανέβασα για πρώτη φορά το 1991 και παίχτηκε περιοδεύοντας δυο χρόνια σ’ όλη την Ελλάδα. Ξέρω ωστόσο πως πολύ λίγους θα πείσει η αντικειμενικότητά μου. Δεν πειράζει. Καλά να’ μαστε!
Γιώργος Χατζηδάκης
* Ποια μετάφραση δηλαδή; Το ανδρεάδειο πόνημα το χαρακτηρίζει τέτοια ασυδοσία και όργιο σαχλαμάρας , και με το όνομα του Σοφοκλή στην προμετωπίδα και με πανεπιστημιακή κάλυψη, που, λοιπόν πράγματι δικαιούται το προνόμιο της… διακόρευσης το οποίο διεκδίκησε. Αυτή είναι μια πρωτιά που δικαίως του ανήκει. Για το γελοίον του πράγματος θα επανέλθω πιο αναλυτικά σε άλλον τόπο.
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010
Μπουρδέλο «Η Ελλάς»
«Η Επιστροφή της μαντάμ Αννιές» της Μαίης Σεβαστοπούλου από την «ΘΕΩΡΗΣΗ» στο Cabaret Voltaire.
Ένα έργο και μια παράσταση με απαιτήσεις ξεχωριστής θεατρικής κατάταξης. Το έργο ως κείμενο, σε πρώτη ανάγνωση, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση . Ο μύθος του, που είναι προέκταση ενός προηγούμενου πρώτου μέρους («Περμαγκανάτ»), με την εντωμεταξύ εξέλιξη των περιπετειών των ίδιων ηρωίδων, είναι ισχνός, μάλλον συνηθισμένος και προβλεπόμενος. Αμέσως ωστόσο ακόμα και ο δύσκολος σχολιαστής αναγνωρίζει πως το έργο διαθέτει τρία πολύ σπουδαία στοιχεία στη διεξαγωγή του. Το ένα είναι η Αναγνώριση, αυτό το πρωταρχικό κύτταρο κάθε δραματουργήματος απ’ αρχής της θεατρικής ζωής. Με σταθερά βήματα η συγγραφέας οδηγεί το τέχνημά της στη καπιτάλε σκηνή της αναγνώρισης. Αν και ο αιφνιδιασμός μισοφανερώνεται και δεν παραμένει το απρόοπτο που θα ακολουθήσει, όταν δηλαδή η Αννιές αναγνωρίζεται με τον Μενέλαο και απανωτά γίνεται η αναγνώριση της πατρότητας του Κουκούλη, η σκηνή αυτή έχει τη γνήσια συγκίνηση της κλασικής αναγνώρισης κι αυτό είναι το ένα πολύ δυνατό σημείο.
Το άλλο βασικό συστατικό είναι ο Αγώνας. Η σύγκρουση του καλού (Αννιές) με το κακό (Μαρούλα) Η υπερίσχυση του καλού και τη στιγμή του θριάμβου η μεταμέλεια και η συχώρεση. Ο κακός που ανανήφει, το μέγα σεναριακό δόγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ιδού λοιπόν η Αναγνώριση και η Ανάνηψη. Και εκτός αυτών τρίτο, το μέγα εύρημα της κήρυξης του πολέμου και η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα. Ευφυής συνύφανση που παράγει σκηνές με ένταση και συγκίνηση άξιες έμπειρου δραματουργού. Τι χρειάζεται να αναζητηθούν άλλα; Κι όμως υπάρχουν φανερότατα και κραυγάζουν να επισημανθούν. Γυναίκες της διασποράς είναι τα πρόσωπα του έργου, γυναίκες που έρχονται από μια ελληνική γωνιά του κόσμου, εγκαθίστανται και ξαναφεύγουν για μια άλλη για να ξαναφύγουν στη συνέχεια. Η Σύρα, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα, η Μασσαλία και πάλι η Αθήνα και μετά πάλι η Αλεξάνδρεια, μια τροχιά που διασταυρώνεται, συνυφαίνεται και τέμνεται με μια άλλη, που ξεκινάει απ’ την Κιουτάχεια της Μικρασίας, έρχεται με την προσφυγιά στην Αθήνα, φεύγει για την Μασσαλία, ξανάρχεται στην Αθήνα και θα ξαναφύγει για την Αλεξάνδρεια. Και μια άλλη ξεκομμένη αυτή απ’ την Πόλη βρίσκεται στη Αθήνα στο ίδιο σημείο. Κι ανάμεσα οι πόλεμοι και οι εθνικές συμφορές. Είναι ένα γαϊτανάκι, ένα αναγκαστικό στροβίλισμα, δαιμόνιο και μοίρα του ελληνισμού. Και στη μέση ένας οίκος ανοχής, φαντασιακά ξεχωριστός, με τους ποιητές και τα μεγαλόστομα ποιήματα τους να πλανώνται κάτω απ’ τα ταβάνια του. Τι άλλο χρειάζεται για να αναγνωρίσουμε την πινακίδα «Μπουρδέλο η Ελλάς».
Να σταματήσουμε γιατί ο «κατήφορος» των αποκωδικοποιήσεων δεν έχει όρια. Η παράσταση έχει το ευτύχημα να είναι σκηνοθετημένη απ’ τη συγγραφέα που πρωταρχικά είναι ηθοποιός, μια ηθοποιός που γνωρίζει καλά την… «τσαγκαρική». Όπως ενστικτωδώς πορεύτηκε με τις αράδες του έργου και στα σκοτεινά βρήκε τις βρυσομάνες, με το ίδιο αλάθητο αισθητήριο κούρντισε την παράσταση. Οι ρυθμοί, οι δυνάμεις, τα σταματήματα, τα γυρίσματα, οι κορυφώσεις, τα ευρήματα όλα έχουν τη σφραγίδα της σκηνικής επίγνωσης. Σε κάποια σημεία αστοχεί, η ισορροπία παραβιάζεται, ξεφεύγει η σειρά και η τάξη μα η δύναμη της φοράς είναι τέτοια που οι αντιρρήσεις παρασέρνονται.
Οι ερμηνείες αποκαλύπτουν μια διαφορετικότητα υποκριτικών σχολών και ιδιοσυγκρασιών καμιά όμως δεν υπολείπεται. Όλες είναι από επαρκείς ως άριστες. Όλοι οι ηθοποιοί επιδεικνύουν ολόθερμη συμμετοχή που εξασφαλίζει στην παράσταση μια νευρώδη αίσθηση. Ο θεατής δεν χαλαρώνει , δεν διασπάται ούτε δευτερόλεπτο. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, μαέστρος και μαζί πρώτο βιολί, οδηγεί αυτή την δυναμική ενορχήστρωση σε καταιγιστικούς ρυθμούς, τόσο σαρωτικούς που μερικές φορές κάποιες ατάκες «πνίγονται», καταπατιούνται απ’ την σβελτάδα της επέλασης. Μικρό το κακό. Κορυφαία ερμηνεία λοιπόν η μαντάμ Αννιές της Σεβαστοπούλου. Έπονται δυο πολύ τεχνικές, με κύριο γνώρισμα τις εναλλαγές και την ποικιλία, ας τις πούμε ερμηνείες διεξοδικές, είναι αυτές της Μαρούλας απ’ την Ειρήνη Στρατηγοπούλου και της Περσεφόνης απ’ τη Μαρία Δαβίλλα. Έξοχες!
Με αδρά χαρακτηριστικά και σταθερές γραμμές η Ζενεβιέβ της Πελαγίας Φυτοπούλου διατήρησε την πιο ιδιαίτερη προσωπικότητα χωρίς να αφίσταται από το σύνολο. Την αδικούν οι υπερβολές στα καμώματα με την πλερέζα που είναι εντελώς εκτός κλίματος και το νυφικό στο τέλος που σαχλοποιεί την ερμηνεία της και εισάγει στην παράσταση καρναβαλίστικες ελαφρότητες. Ο Ευριπίδης- Μενέλαος του Κώστα Παίδαρου είχε σκηνική εγκυρότητα και με δεξιότητα ανταποκρίθηκε στις… συνωμοτικές απαιτήσεις του ρόλου και ακολουθώντας με συνέπεια τα βήματα προς το σαρκαστικό γκροτεσκάρισμα του φινάλε. Στα επίπεδα του επαρκούς και του συμμετέχοντος ο Κουκούλης του Βαγγέλη Δουκουτσέλη. Και το μεγάλο ταλέντο του θιάσου, η εμπρηστική και εσαεί εκρηκτική Χριστίνα Παπαβασιλείου; Καλή, εντυπωσιακή, φαεινή σαν πάντα αλλά σε κάποια σημεία παραδόθηκε αμαχητί στις ευκολίες της. Συνέβη αυτό που απλά λέμε «έκανε τα δικά της». Δεν ήταν ο ρόλος, ήταν η Χριστίνα και μάλιστα όχι η καλή εκδοχή της. Κάποια αντιαισθητικά τουρλώματα, (χωρίς λόγο) ανάλογες μούτες, γέλια ξαφνικά και αναίτια, σπασμωδικότητες, που αφαιρέσανε πολύ από την αξία της ερμηνείας της. Γιατί;
Αυτά, χωρίς φόβο και πάθος, για ένα έργο και μια παράσταση που ο χώρος του Cabaret Voltaire το αδικεί καταφάνερα, το διασπά, το ξεχειλώνει και το κυριότερο το κρατάει μακριά απ’ το φυσικό, το αυθεντικό θεατρικό κοινό, αυτούς που θα το αξιώσουν και θα το αναδείξουν όπως του αξίζει.
Και για να μην παραλείψουμε κάτι σημαντικό: Μ’ αυτή την παράσταση η «Θεώρηση» μπαίνει στον 21ο χρόνο της και συμπληρώνει 46 θεατρικές παραγωγές
Αδριανός Γεωργίου
Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010
2x4 Στο C a b a r e t V o l t a i r e
Σκέπτομαι πόσο σπουδαίο είναι να βλέπεις μια καλή παράσταση, καλλιτεχνική με ψαγμένα κείμενα, ουσιαστικά, αποστάγματα παρατήρησης της ζωής και των ανθρώπων, κείμενα βιωματικά ... Σκέπτομαι πόσο αισιόδοξο είναι να βλέπεις δυο νέους ηθοποιούς ( Παναγιώτη Μπρατάκο και Ειρήνη Σταματίου) που να δίνουν ζωή στα κείμενα, να πλάθουν ανθρώπους αληθινούς και πάσχοντες, να φωτίζουν λεπτομερειακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, σε μια αλληλουχία μεταβολών και εξελίξεων. Πλούσια και διεξοδική υποκριτική. Αναφέρομαι στην παράσταση ''2 X 4''... 2 φωνές, 4 ιστορίες, 8 πρόσωπα..» .που την είδα στο Cabaret Voltaire,στον γνωστό εξελισσόμενο χώρο του Μεταξουργείου, μια παράσταση με κείμενα του Παναγιώτη Μπρατάκου και του Δημήτρη Μαλισσόβα, σκηνοθετημένη με προσήλωση και οίστρο από τον δεύτερο.
Ο χώρος υποχρεώνει η αναφορά στους ερμηνευτές να είναι σύντομη αν και τους αξίζουν έπαινοι και επίθετα πολλά και ενθουσιώδη. Δεν μπορώ να στερήσω ωστόσο την Ειρήνη Σταματίου από ένα υπογραμμισμένο θαυμαστικό για τις πολύφυλλες ερμηνείες της και την εξαιρετική Άρτεμη Μπρατάκου για τα τραγούδια της που γεμίζουν το χώρο με αισθαντισμό. Μια αποκρυσταλλωμένη ποιοτική παρένθεση στο κομφούζιο των χαωδών αναζητήσεων της θεατρικής μας πραγματικότητας.
Γιώργος Χατζηδάκης
Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ
Παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη
Δεν έχει νόημα να ψάξουμε για λογοτεχνικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το έργο του Χρηστομάνου κι αν οι συμβολιστές του περιοδικού Rundschau, στον κύκλο των οποίων κινείτο όσο ζούσε στην Αυστρία, επηρέασαν το πνεύμα του στρέφοντας τον σε μυστικιστικούς προβληματισμούς και ζοφερές ατραπούς. Ωστόσο και μόνο η αναπηρία του είναι αρκετή εξήγηση για την πεσιμιστική του τάση και την μοιρολατρία του. Μπορούμε να φανταστούμε τα απωθημένα συναισθήματα αυτού του σακατεμένου ανθρώπου και να αιτιολογήσουμε την δημιουργική μανία και την καταθλιπτική του φύση. Δεν είναι τυχαίο που οι φάσεις της σελήνης στο έργο του «Κερένια Κούκλα» έχουν κυριαρχική παρουσία. Απεχθάνομαι τις αποκωδικοποιήσεις και δεν σκοπεύω να σας κατεβάσω στις κατακόμβες την αποσημειολογήσεων, στην άγονη και στείρα αυτή διαδικασία των θεατρικά ευνουχισμένων θεωρητικών. Δε χρειάζεται άλλωστε. Η παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη είναι σε θέση να μας δώσει το στίγμα του έργου και του συγγραφέα με τον μόνο τρόπο που ένας άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να μεταδώσει κι ο θεατής ευεκτικά να το μεταλάβει μετέχοντας σ’ αυτήν την πανάρχαια μαγική διαδικασία: τη θεατρική μέθεξη.
Αφυπνισμένη η Ιουλία Σιάμου, με το δημιουργικό της πνεύμα και το σκηνοθετικό ένστικτο σε έγερση βρήκε το δρόμο που είχε εντελώς χάσει όταν περιπλανήθηκε στη «Σοφίτα» του Ντανίλο Κις και σαν ν’ άγγιξε με οιστρηλατημένα δάχτυλα το χώρο του μικρού θεάτρουτης οδού Λένορμαν, έφτιαξε μια ατμόσφαιρα που υπέβαλε την κάθε μια κατάσταση του έργου. Βρέθηκαν με μιας οι ρυθμοί και οι χρόνοι, οι εντάσεις, οι τόνοι του φωτός και ο δρόμος για την ψυχή και το πνεύμα του θεατή. Το πένθος, η κατάρα, το μοιραίο εναλλάσσονταν με την αγάπη, το πόθο, την τρυφερότητα και πάλι το αναπόφευκτο που απελαύνει. Και η παρουσία του Φεγγαριού, η συνεχής υπόμνηση της Εκάτης, της άγνωστης πλευράς της Σελήνης, προστάκτης μαζί και τιμωρός, να περιπλέκει τον άνθρωπο σε πλοκάμια αξεδιάλυτα ανάμεσα στους σε πανίσχυρους σαρκικούς πόθους, στις φυσικές έλξεις κι απ’ την άλλη να ορθώνεται το χρέος και η θυσία και να απαιτούν το δικό τους μερίδιο στον βαριόμοιρο άνθρωπο. Μια αληθινή τραγωδία. Μια σύγκρουση, μια Ύβρις και μια Νέμαση. Ναι , η Ιουλία Σιάμου έφτιαξε μια σκηνική «κατάσταση» αριστοτεχνική με τραγικές εκφάνσεις (ξεπερνώντας την πρώτη της σκηνοθεσία, τότε που με «Το αμάρτημα της μητρός μου» μας είχε δυνατά εντυπωσιάσει ) και αποσαφήνισε τον υπαρξιακό χαρακτήρα του έργου.
Η διασκευή της νουβέλας σε κείμενο παραστάσιμο αγνόησε σε πολλά σημεία λογοτεχνικά στοιχεία του πρωτοτύπου που άξιζε να διατηρηθούν. Επικράτησε, κατά τη γνώμη μου, μια σεναριακή της τηλεόρασης λογική που νοιάστηκε περισσότερο για τη ροή. Η μουσική πλαισίωση με την κατάλληλη υποβλητικότητα.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν, συνέβαλαν και συνδημιούργησαν το αποτέλεσμα. Η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της Λιόλιας μετήλθε όλα τα επίπεδα απ’ την αθωότητα ως την καταδίκη. Παιδούλα ανίδεη μεταβάλλεται κάτω απ’ τον έρωτα του άντρα σε ένα εμπρηστικό θηλυκό που μετά την Ύβρη συντρίβεται. Σ’ όλη αυτή τη γκάμα των μεταπτώσεων και των μεταβολών η νεαρή ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Ιδανική η ερμηνεία της Νερίνας Ζάρπα στην άρρωστη Βιργινία. Με εντυπωσιακή ικανότητα κρατούσε την κερένια ηρωίδα της περισσότερο στον άλλο κόσμο και λιγότερο στο δικό μας. Είχε μια θλιβερή ποιητικότητα κι αυτό ήταν η αξία της ιδιαίτερης αυτής ερμηνείας, έναν τραγικό πεισιθάνατο μαρασμό σαν να ήταν απ’ αρχής βαλμένη η παγίδα του πεπρωμένου. Χόρεψε τον θάνατο της μαρτυρικής Βιργινίας με αίσθηση απελπισίας και αγωνιακής εξόδου. Ο Στάθης Αναστασίου στέρεος αφηγητής με ενάργεια και συμμετοχή μετατρεπόταν θαυμάσια στον πάσχοντα δραματικό Νίκο. Δικά του και τα σπουδαία τα εικαστικοπτικά εφέ που δημιούργησαν σε πολλές σκηνές εντύπωση μαγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην τόσο ποιητική ερωτική σκηνή. Και η καλή εντύπωση δεν θα ολοκληρωνόταν αν το οξυδερκές ταλέντο της Έντας Δημοπούλου δεν ήταν διαρκώς αισθητό ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες του σκηνικού και των κοστουμιών.
Γιώργος Χατζηδάκης
Τρίτη 1 Ιουνίου 2010
Ενα συνονθύλευμα τύπου ... Φρανκεσταϊν
Για την ψευδεπίγραφη "Σταχομαζώχτρα"
Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.
Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.
Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.
Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.
Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.
Γιώργος Χατζηδάκης
Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.
Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.
Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.
Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.
Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.
Γιώργος Χατζηδάκης
Τρίτη 6 Απριλίου 2010
Τα παιδία δεν παίζει....
Και μια ταινία ανάμεσα στα θεατρικά, υποψήφια για τα μάτια των μαθητών. Δεν διέκρινα απολύτως κανένα λόγο η το παραμικρό σημείο που να στηρίζει την αρνητική θέση οποιουδήποτε για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό πόνημα. Είτε από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού, είτε του γονέα ή και του απλού πολίτη το έργο αυτό είναι καταλληλότατο ( για να μην πω επιβεβλημένο) για τα παιδιά της μέσης και ανωτέρας εκπαιδευτικής κλίμακας. Και για να το εντάξουμε αναλύοντας τα δεδομένα του πρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν έργο καθαρά πολιτικό με την ευρύτατη έννοια του όρου, που παρουσιάζει το παιδί των δέκα ως δώδεκα χρόνων να διεκδικεί το δικαίωμά του στο παιχνίδι. Να απαιτεί από το Σύστημα τον φυσικό χώρο που δικαιούται για να εκφράζει τις ανάγκες του. Ήπια, ειρηνικά και θαρραλέα μια όμάδα τεσσάρων παιδιών μεθοδεύει τις πιέσεις και τα διαβήματα που με τους δικούς του αυθόρμητους τρόπους θα ασκήσει στην εξουσία μεταχειριζόμενο τα αυτονόητα επιχειρήματα. Απεικονίζονται επίσης οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν μέσα στις τάξεις των ομάδων που διεκδικούν κι αυτό είναι μια ρεαλιστική παράμετρος που συνυπολογίζεται στα θετικά στοιχεία. Τα παιδιά που παίζουν, ιδιαιτέρως τα δυο κορίτσια, είναι φυσικά και πειστικότατα και πρέπει να αυτοανακληθείς στην πραγματικότητα για να θυμηθείς πως όλα αυτά γίνονται μπροστά σε μια κάμερα. Κλαίνε, γελάνε, συζητούν, αντιδρούν, παίζουν τόσο αληθινά που νομίζεις πως βλέπεις «μια φέτα ζωής» που λέει ο Ζολά στο μανιφέστο του νατουραλισμού. Το κυριότερο είναι πως ο σεναριογράφος δεν παρασύρεται σε κοινωνιολογικές και παιδοψυχολογικές αναλύσεις που θα έκαναν το όλον αφύσικο και τους ήρωες μικρομέγαλους, αντίθετα και οι διάλογοι και η φρασεολογία είναι στην τρέχουσα πρακτική των ηλικιών που παρουσιάζονται. Επειδή ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσω και να μην κατανοήσω τις θέσεις των εκπαιδευτικών μελών της επιτροπής που ανησυχούν για τους κίνδυνους που πιθανόν να ( νομίζουν πως ) ελλοχεύουν στην προβολή και την ενθάρρυνση τέτοιων αντιδράσεων εκ μέρους των παιδιών, θα μου επιτρέψουν να υποσημειώσω πως δεν πρέπει να ευνοούμε την διατήρηση αυτής της καταστροφικής παθητικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την κοινωνία, στο όνομα κάποιας κακώς εννοούμενης πειθαρχίας, αλλά ούτε και την στρεβλή επαναστατικότητα και ασυδοσία που οδηγεί σε εξεγέρσεις και καταλήψεις κι αυτό ακριβώς είναι το δικό τους χρέος: να καθοδηγήσουν τα παιδιά σωστά την έκφραση διαμαρτυρίας από τριάντα χρόνια έχουν χάσει την αναλογία των δυο αυτών εννοιών.
Γιώργος Χατζηδάκης
Γιώργος Χατζηδάκης
ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ στο Τρένο στο Ρουφ
Έργο και παράσταση ισχυρών εντυπώσεων και νοημάτων
Μέσα σ’ έναν κόσμο που τίποτα σταθερό δεν εγγυάται, που η ζωή είναι έωλη και φευγαλέα και η εποχή παραπαίει έχοντας ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, που τα ιδανικά και οι ιδέες, οι αξίες και οι σχέσεις, και όλα αυτά που χωρίς ουσιαστικό τα χαρακτηρίζουμε «σταθερές» έχουν διασαλευθεί, μια γυναίκα αναζητάει το κολιέ που έχασε και μια άλλη ένα κόκκινο τόπι που κυλάει. Ο υπογραφόμενος αντιπαθεί τα σύμβολα που μετατρέπουν το θέατρο σε κουίζ και στέκει αντίθετος με τα φρούτα της μόδας που λέγονται σημειολόγοι. Δεν μπορώ όμως αγαπητοί μου να μην διαβάσω με προσοχή τις άμεσες και απολύτως ευκρινείς αλληγορίες της συγγραφέα. Άλλωστε δεν παίζει με τον θεατή το παιχνίδι των αποκωδικοποιήσεων, μιλάει καθαρά και σταράτα. Αν θέλεις να υπονοήσεις έναν πλανήτη που πλήττεται και σπαράσσεται ποιόν άλλο χώρο παρά τη Βυρηττό θα διαλέξεις κι αν θέλεις να μιλήσεις για τη φρίκη, για ένα δεκάχρονο παιδί που διαμελίσθηκε στην ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου τι άλλο θα βρεις από ένα κόκκινο τόπι, το τόπι που κρατούσε πριν απ’ το θάνατό του που αναπήδησε και κύλησε και χάθηκε. Κι αν θέλεις να αναφερθείς στον δυτικό πολιτισμό και στους ανθρώπους του, που βιώνουν κι αυτοί τις δικές τους απώλειες, τι καλύτερο «σήμα» παρά ένα περίτεχνο πλαστικό κολιέ, προσωρινό και φευγαλέο όπως η ζωή, που μοιραία σπάει και σκορπάει τις χάντρες του. Το έργο της Καναδής Καρόλ Φρεσέ μοιάζει πολιτικό αλλά στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό. Καταγράφει την απώλεια. Την οδύνη της απουσίας. Την αίσθηση της έλλειψης. Την μάταιη αναζήτηση του χαμένου.
Η Τατιάνα Λύγαρη έψαυσε προσεκτικά το κείμενο και το διέγνωσε σωστά και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός. Το αφηγήθηκε βιωματικά και το έπαιξε με πόνο. Η πνευματική της συγκρότηση τη βοήθησε να διαβάσει το κείμενο σε βάθος και η υποκριτική ευστροφία της φάνηκε στις μεταβάσεις από τη διήγηση στη βίωση. Καθοδήγησε τους δυο εξαιρετικούς συνεργάτες της ηθοποιούς αριστοτεχνικά αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές ικανότητες του καθενός, τόσο τον Βαγγέλη Ρόκκο με πολλαπλούς και διαφορετικούς ρόλους όσο και την Ανατολή Αθανασιάδου στην δραματική φιγούρα της μάνας. «Το κολιέ της Ελένης» είναι ένα έργο και μια παράσταση ισχυρών εντυπώσεων, νοημάτων, αποκαλύψεων μα πιο πολύ είναι ένα καθαρό έργο τέχνης, είναι μια επαφή με το θαύμα της θεατρικής πράξης. Δεν απευθύνεται σε ειδικές κατηγορίες θεατών. Είναι ένα έργο για όλους. Και για τα παιδιά; Μα φυσικά. Κυρίως για τα παιδιά, αν φυσικά δεν τα προορίζουμε για κάποιον αποστειρωμένο χώρο μακριά από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, της τέχνης και πιο ειδικά της ποίησης. Και όταν ο καθηγητής τους θα τους μιλήσει για την ποίηση της Κικής Δημουλά θα έχει ένα γνωστό κοντινό σημείο αναφοράς να ανατρέξει.
Γιώργος Χατζηδάκης
ΓΚΡΙΜ και ΓΚΡΙΜ στο θέατρο Μικρή Πόρτα
Παραμύθια. Βασιλιάδες και βασιλοπούλες, μάγοι και μάγισσες, πατεράδες με τρια αγόρια, μαγεμένα γαϊδούρια που αντί κοπριές βγάζουν φλουριά κι αγόρια με ένα αστέρι στο μέτωπο που το ριζικό τους λέει πως στα δεκάξι τους θα παντρευτούνε τη βασιλοπούλα και άλλα απίθανα σενάρια ξεπατικωμένα απ’ την παλαιά διαθήκη, δηλαδή την εβραϊκή μυθολογία. Στο μεταξύ ο χρόνος έχει προχωρήσει. Μπαίνουμε στον τελευταίο χρόνο της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Μένουμε ακόμα στα παραμύθια; Η κ. Καλογεροπούλου δεν έχει αντιληφθεί πως ορθώνεται μια νέα ανθρωπότητα; Δεν μπορεί να μην βλέπει, να μην αισθάνεται, πως ένας πληθυσμιακός σάλος θα σαρώνει την Ευρώπη όταν τα σημερινά παιδιά θα είναι έφηβοι. Το τσουνάμι που θα κατακλύσει την Ευρώπη μετά από δέκα χρόνια έχει ξεκινήσει από την Κίνα και την Ινδία και είναι ήδη ορατό. Η μορφωτική λαίλαπα που επίκειται τι αντιστάσεις θα βρεί; Παραμύθια των αδελφών Γκριμ σκηνοθετημένα «πλακατζίδικα»; Νομίζω πως η βασική μου αντίρρηση στον τρόπο της σκηνοθεσίας εδράζεται. Στην γκροτέσκα και πλακατζίδικη σκηνοθετική γραμμή της κ. Λίλο Μπάουρ που αφαίρεσε απ’ το παραμύθι το ποιητικό του στοιχείο, μοναδικό λόγο για να στεκόμαστε ακόμα στα παραμύθια και μάλιστα με τέτοια εμμονή. Παραμύθι ήταν και το «Πραμυθίσιμο» η παράσταση που είχαμε δει στη «Μικρή Πόρτα» πριν από δυο χρόνια. Μια παράσταση με χιούμορ, χιούμορ ευρηματικό, υψηλής σύλληψης και ποίησης, ποίησης άφθονης που δεν άφηνε να φανεί η στεγνότητα και η αφέλεια των μύθων αλλά τα ξεχείλιζε με εκστατικές εντυπώσεις. Ναι με τέτοιες επενδύσεις τα παραμύθια είναι χρήσιμα ως όχημα. Μεταφέρουν τον θεατρικό πυρήνα, τη μέθεξη, που όπως ξέρει και η κ. Καλογεροπούλου και οι παιδοψυχολόγοι συνεργάτες της είναι το μέγα ζητούμενο και η πραγματική προσφορά στην αδαή παιδική προσληπτικότητα. Ναι, παραμύθια αλλά σαν το «Παραμυθίσιμο» και όχι σαν το παρόν θέαμα της κ. Λίλο Μπάουρ. Όχι γκροτέσκο και πλάκα αλλά ποίηση και χιούμορ. Για παράδειγμα στην παράσταση του Μοσχόπουλου το σεξουαλικό πλησίασμα του γαϊδάρου στην γαϊδούρα που έκανε την πλατεία (τους γονείς συνοδούς μόνο, ελπίζω) να ξεσπάσει σε χάχανα, δεν θα υπήρχε ούτε κατά διάνοια, ούτε η ηχηρή πορδή στο πανδοχείο και μετά η κωμική προσπάθεια να καθαρίσει τάχα η ατμόσφαιρα απ’ τη δυσοσμία. Δεν είναι χιούμορ αυτό κ. Καλογεροπούλου. Ούτε παιδαγωγική πρόταση. Το αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η παρουσία στην παράσταση του ηθοποιού Γιάννη Σαρακατσάνη, του δημιουργού και άξονα της δυναμικής θεατρικής ομάδας Abovo, που ομάδα και πρωταγωνιστή τους έχουμε εκθειάσει και βραβεύσει για τις πολλές και πετυχημένες παρουσίες τους μέχρι σήμερα. Διστακτικά θα παρατηρήσω πως τόσο σε ύφος αλλά και σε ρυθμούς, σε πολλά ευρήματα, στα πλασαρίσματα και σ’ έναν «σχολιασμό» που διέπνεε τη όλη παράσταση αναγνωριζόταν ένα πνεύμα Abovo. Κάνω λάθος; Όλοι οι ηθοποιοί πολύ καλοί και είναι ένας ουσιαστικός λόγος που βλέπει κανείς την παράσταση με θετικό μάτι, παρά τις αντιρρήσεις που εκτενώς εξέθεσα.
Γιώργος Χατζηδάκης
Γιώργος Χατζηδάκης
"Τι γλώσσα μιλάμε Άλμπερτ;" στο θέατρο του Νέου Κόσμου
Μια ιστορία βουβή και φλύαρη
Η γοητεία της λιτότητας και η λιτότητα της γοητείας. Η χαρά της τέχνης και ο θρίαμβος της φαντασίας. Αυτές οι λέξεις μου ‘ρχονται κατ΄ αρχήν στο μυαλό πιάνοντας να σημειώσω τις εντυπώσεις μου απ’ το θεατρικό κομμάτι «Τι γλώσσα μιλάμε Άλπερτ;» που παρακολούθησα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Λάθος. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσω με λόγια ενθουσιώδη για τους ηθοποιούς. Αυτά τα τρία χαρισματικά παιδιά (Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη, Σεραφείμ Ρόδης) που ξεδίπλωναν εικόνα την εικόνα όπως από ζωγραφισμένο ρολό και ζωντάνευαν σε μια βουβή φλύαρη παντομίμα την απλοϊκή ιστοριούλα του Άλμπερτ που δεν είχε σκοπό και δεν είχε δουλειά και δεν είχε λεφτά κι ερωτεύτηκε την Τερέζα μα η μητέρα της τον έδιωξε γιατί ήταν φτωχός. Κι ύστερα βρήκε σκοπό σ’ ενός γλύπτη το εργαστήρι και λεφτά σ’ ένα καράβι που έπιασε δουλειά. Αλλά το καράβι ναυάγησε μα ο Άλμπερτ κολυμπώντας σώθηκε κι έτσι του έμειναν και τα λεφτά. Και ξεκίνησε να πάει να πάρει την Τερέζα. Για κακή του τύχη όμως στο δρόμο τον βρήκε ένας γκάγκστερ και του παίρνει τα λεφτά. Μα εδώ η τέχνη κάνει το θαύμα της. Ο ληστής βρίσκει στις τσέπες του Άλμπερτ το ξυλόγλυπτο που είχε φτιάξει όταν δούλευε στο εργαστήρι το γλύπτη και μαγεύεται και του επιστρέφει τα λεφτά και τα ρούχα του κι έτσι ο νεαρός συνεχίζει ευτυχισμένος το δρόμο για το σπίτι της Τερέζας. Η μάνα της τον βλέπει καλοντυμένο και με λεφτά και δίνει αμέσως τη συγκατάθεσή της. Η Τερέζα είναι ευτυχισμένη που θα παντρευτεί τον Άλμπερτ αλλά ξαφνικά ενώ πάει να μιλήσει χάνει τη φωνή της. Απελπισία. Και πάλι όμως η τέχνη σώζει την κατάσταση. Ο Άλμπερτ θυμάται το σκοπό που έκανε το σφυρί και το καλέμι όταν δούλευε στου γλύπτη και με τους ήχους αυτούς η Τερέζα ξαναβρίσκει τη φωνή της.
Μα το πιο σπουδαίο δεν είναι αυτή η απλή ιστοριούλα που η διεξαγωγή και η ερμηνεία την καθιστά σημαντική, ούτε ο θαυμασμός για τις εξαιρετικές ικανότητες των τριών ηθοποιών που με μαγική δεξιοτεχνία κάνουν τους αλλεπάλληλους ρόλους, το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Χαρακτήρισα πιο πάνω την ιστοριούλα σαν βουβή και φλύαρη παντομίμα και οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί είναι φυσικό να δημιουργήσουν απορίες. Πως γίνεται να είναι και φλύαρη και βουβή και παντομίμα; Είναι, γιατί οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσες πολλές μα ακατανόητες, γλώσσες φτιαχτές που μοιάζουν γλώσσες χωρίς να είναι. Κάθε επεισόδιο μιλάει διαφορετικά, με γλώσσα που έχει τον ήχο απ’ τα ιταλικά, την μουσική, τους τόνους, την κατάληξη, την ακουστική ταυτότητα αλλά τίποτα δεν σημαίνει. Το ίδιο και τα σέρβικα, και τα ρώσικα και τα γερμανικά κι έτσι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν το νόημα των σκηνών με σωματική και εκφραστική υποστήριξη κι έτσι το θέαμα γίνεται απολαυστικό, ανάγλυφο και με χιούμορ. Τι ιδιοφυές εύρημα. Και πολυσήμαντο για τους μανιώδεις της αποσημειωτικής. Γλώσσες πολλές, ασυνεννοησία και γλώσσες όλες ευρωπαϊκές, καταγγελία για την έλλειψη στόχων, δουλειάς και επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Μα το σπόρ του θεάτρου-κουίζ ας το κρατήσουμε για τους ενήλικες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, σε μια ευτυχισμένη δημιουργικά στιγμή, έφτιαξε ένα θεατρικό αριστοτέχνημα. Ένα θέαμα πολύτιμο και ενδιαφέρον για κάθε ηλικία και πιο πολύ διδακτικό για όλους εκείνους τους αστόχαστους και ανίδεους επιχειρηματίες που νομίζοντας πως το ενδιαφέρον και ποιοτικό σ’ ένα θέαμα εξασφαλίζεται με μια ευάριθμη διανομή. Θιασάρχες όπως ο Παρίσης, ο Κόκκινος, ο Ζήκας, ο Παροίκος και κάποιοι άλλοι θα ήταν πολύ χρήσιμο να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση για να αντιληφθούν (όπως και κάποια μέλη της Επιτροπής) πως «ου εν τω πολλώ το ευ…»
Γιώργος Χατζηδάκης
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ στην Αθηναίδα
Πρόκειται περισσότερο για μια τραγουδιστική αφήγηση κάποιων παραμυθιών. Πιο σωστό είναι να πούμε πως είναι μια σφιχτή πλέξη με πολύ καλής ποιότητας νήματα μουσικής, στίχων, λόγου, εικαστικών δημιουργιών, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Και γιατί δεν το λέμε μιούζικαλ η τον ξεθωριασμένο όρο οπερέτα; Απλούστατα διότι οι αναλογίες αφ’ ενός και η συνύφανση και με τα πολλά τεχνολογικά αφ’ ετέρου αναζητούν νέους προσδιορισμούς. Μα πελαγώνουμε με τις ορολογίες και παραμελούμε το ουσιώδες. Πόσο σωστά και κατάλληλα παιδικό θέαμα αθροίζουν όλα τα παραπάνω στοιχεία που παραθέσαμε; Ποιο είναι το αποτέλεσμα ως θέαμα απ’ τις αναμίξεις των συστατικών που αναφέραμε; Εξαιρετικό! Συναρπαστικής ομορφιάς θέαμα! Με ιδιαίτερη μαεστρία μονταρισμένο! Ενέργεια, εμφαντικότητα, σκηνική σαγήνη, εναργέστατη αφηγηματικότητα και υποκριτική υποστήριξη. Και τραγούδια. Και φωνές. Και παρουσίες και μεταμφιέσεις και κίνηση και ρυθμοί και εναλλαγές και κοστούμια και μάσκες… Ένα ηχοχρωματικό πανηγύρι με εντατική διεξαγωγή. Αυτή η συνεχής εντατικότητα ωστόσο αποτελεί και το ένα ελάχιστο μείον σ’ αυτό το υψηλών προδιαγραφών θέαμα. Είναι πολύ μεγάλη και αδιάκοπη η δόση αυτού του μεθυστικού κοκτέιλ. Καθώς μπαίνουμε στο τελευταίο παραμύθι της επτάδας νοιώθεις την κόπωση του μικρού θεατή. Εκεί ακριβώς αισθάνεσαι πως έπρεπε να έχουν προηγηθεί δυο ανάσες. Ανάπαυλες με ηπιότερους ρυθμούς, ίσως χωρίς μουσική και ίσως μόνο με αφήγηση ώστε να ξαναβρεί το παραμύθι την οικεία του, την παραδοσιακή του φόρμα που μπορεί να έχει μετατραπεί σε θέαμα αλλά η μετάληψή του απαιτεί πιο ανθρώπινη επαφή, που αν την πούμε μυστηριακή δεν νομίζω πως υπερβάλουμε. Ο ενήλικας τη σήμερον ημέρα στη διασκέδασή του αναζητάει εντάσεις που να τον αποσπούν από άλλες τις δυναστευτικές εντάσεις της καθημερινότητας γι αυτό και οι φρενήρεις ρυθμοί, και οι εκκωφαντικοί ήχοι στα κέντρα διασκέδασης, στα μπαρ, ακόμα και στις καφετέριες. Εκεί η μεθεκτική επικοινωνία, η ανταλλαγή, η μετάδοση και η μετάληψη αποκλείονται απ’ ευθείας ανάμεσα στους ανθρώπους και επιδιώκεται μόνο μέσα απ’ το πνευματικό μπλοκάρισμα της έντασης. Αυτό το φαινόμενο δεν αφορά βέβαια την τέχνη του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, ούτε και τις ερμηνείες των πολύ άξιων συντελεστών ηθοποιών και μουσικών της παράστασης. Η αναφορά μου στη γενική κατάσταση γίνεται μόνο για να τονίσω πως το παραμύθι, που κατάγεται από τα μακρινά βάθη του χρόνου γεννήθηκε για να το διηγούνται. Η αφήγηση, η στοματική παράδοση, που διεγείρει τη φαντασία του παιδιού είναι η ζωή του παραμυθιού. Αυτή η φόρμα δύναται να μετατραπεί και να εκσυγχρονιστεί ως κάποιο βαθμό. Η παράβαση προκαλεί κόπωση, δυσφορία και άρνηση. Αυτά τα συμπτώματα παρατηρήθηκαν στα σημεία που προανέφερα. Αυτή η λεπτομερειακή αδυναμία του όλου καλού θεάματος είναι ασφαλώς μια παρανυχίδα, που δεν μεταβάλει την πολύ θετική γνώμη που δημιουργεί η συγκεκριμένη παράσταση, μου δίνεται ωστόσο η ευκαιρία να σημειώσω τα περί υπερβάσεων και την παραγνώριση των απαιτήσεων της παράδοσης που στην πραγματικότητα είναι οι ρυθμοί που απαιτείται να τηρούνται για την διατήρηση του είδους. Και τώρα οι εξαιρετικοί συντελεστές αυτής της όμορφης εμπειρίας. Ο Βασίλης Βασιλάκης, ηθοποιός πείρας και ταλέντου σηκώνει το κεντρικό βάρος με γερούς συμπαραστάτες την Τερέζα Κρητικού, τον Χρήστο Γεροντίδη, τη Γιολάντα Σκαφτούρου, την Ηρώ Ησαΐα και στο ακορντεόν την Άννα Λάκη και στα κρουστά την Σοφία Κακουλίδου.
Γιώργος Χατζηδάκης
"Σκουπιδιστάν" στο θέατρο Ελεύθερη Έκφραση
Ξαναβρίσκομαι λοιπόν και πάλι μπροστά στη ίδια δύσκολη θέση να εκφράσω δηλαδή μια αρνητική γνώμη για παράσταση γνωστής και φίλης όπως είναι η Μαίρη Ιγγλέση. Κι ακόμα ξαναβρίσκομαι σε δύσκολη θέση να πρέπει να παρακολουθήσω μια παράσταση με το χιλιοειπωμένο θέμα της προστασίας του δάσους, των σκουπιδιών, της πράσινης ανάπτυξης, της ανακύκλωσης και δεν συμμαζεύεται. Και να πεις πως αυτές οι νύξεις είναι μεν τετριμμένες σε βαθμό εξαντλητικό στην συγκεκριμένη εκδοχή όμως προτείνονται με τρόπο θεατρικό, με κάποια δραματοποίηση που αποτελεί ένα σκάφανδρο τέχνης συγγραφικής η σκηνοθετικής, με κάποια πρόφαση τέλος πάντων που διασώζει το θεατρικό αντικείμενο. Τίποτα απ’ όλα αυτά αγαπητοί μου. Αντίθετα υπήρχε ένας ισχνός μύθος τάχα πως δυο περιοχές, το Πρασινιστάν και το Σκουπιδιστάν αντιμάχονταν μεταξύ τους για το δάσος που τους ανήκε μισό - μισό και οι δυο πλευρές αρνούνταν να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν, στο φινάλε όμως που το δάσος πιάνει φωτιά αποφασίζουν να συνεργαστούν και να οδηγηθούν στην… ανακύκλωση. Είμαι βέβαιος πως οι αξιότιμες κυρίες της εκπαίδευσης που έχουν αδυναμία στα μηνύματα, θα βρούν ίσως το στόρι που περιγράφω ενδιαφέρον και περιεκτικό, σπεύδω ωστόσο να τους παρατηρήσω πως το μήνυμα έχει αξία μόνο αν επιδίδεται και αν είναι εύληπτο, αναγνώσιμο. Και πως σχεδόν όλες οι ιστορίες ως καμβάς είναι ενδιαφέρουσες, χρειάζεται όμως ένας ικανός δραματουργός, η σεναριογράφος που θα μπορούσε να τις μετατρέψει σε συναρπαστικά έργα που να καθηλώνουν. Ατυχώς στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε τίποτα το εμπνευσμένο και η περίληψη του σεναρίου έδωσε ένα απολύτως ατροφικό αποτέλεσμα, ασαφές, θορυβώδες, ενοχλητικό που καθιστούσε απολύτως αδύνατη την παρακολούθησή του. Τραγούδια οξύτατα ροκ και άλλοτε λαϊκά με άτεχνους στίχους και play back σε παροξυσμική ένταση. Όσον αφορά ωστόσο και εκείνους που αναζητούν ένα θέαμα με πνευματικότητα, με αισθητική ικανοποίηση, με μετάγγιση στις παρθενικές παιδικές προσλαμβάνουσες την αίσθηση του ωραίου, του ποιητικού, του μεθεκτικού που είναι η ουσία του θεάτρου, ε, αυτοί θα απογοητευθούν βαθειά και θα μελαγχολήσουν βλέποντας αυτό το θέαμα και όσα άλλα παρόμοια. Θα μελαγχολήσουν δε ακόμη περισσότερο με την διαπίστωση πως μια ηθοποιός της αξίας της Μαίρης Ιγγλέση συμμετέχει, παράγει και ενθαρρύνει και προτείνει τέτοια ανοσιουργήματα. Και αφού κατά την ρήση του Έντουαρντ Μποντ πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον σοσιαλισμό η την βαρβαρότητα και αφού εμείς διαλέξαμε τον σοσιαλισμό (λέμε, τώρα) γιατί τότε παράγομε ως τέχνη τέτοια προϊόντα βαρβαρότητας; (Συμπεριλαμβανομένων και των κοστουμιών και σκηνικών που συναποτελούσαν τον θρίαμβο της προχειρότητας). Είμαι κάθετα αρνητικός για την έγκριση της παράστασης για τα σχολεία.
Γιώργος Χατζηδάκης
Γιώργος Χατζηδάκης
Της Μουσικής τα νήματα από την ομάδα Ανταπανταχου
Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα θέαμα εντυπωσιακό, ευχάριστων απρόοπτων εμφανίσεων και εφαρμογών, μ’ ένα θέαμα επινοητικότητας και δεξιοτεχνίας που σε πολλά σημεία ξαφνιάζει με την ευρηματικότητά της. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν την παράσταση «Της μουσικής τα νήματα» από το «Θέατρο Μαριονέτας Ανταπαντάχου» αξιοθέατο και ενδιαφέρον. Πρέπει επίσης να τονιστεί πως οι ίδιες οι κούκλες αποτελούν η καθεμιά τους ένα καλλιτεχνικό έργο έμπνευσης, μαστοριάς και ιδιοφυίας καθόλου συνηθισμένης. Οι δυο κουκλοπαίχτες, ο άνδρας και οι γυναίκα χειρίζονται τα θαυμαστά ανδρείκελά τους με τέτοιες ικανότητες που στα μάτια του αμύητου θεατή μοιάζουν με μικρό θαύμα. Έχουν και χιούμορ που κυριαρχεί σ’ όλο το θέαμα καθώς και μικρές σατιρικές νύξεις. Σε τι υστερεί; Στο παντομιμικό μέρος. Η προσπάθειά τους είναι να εντάξουν και τους εαυτούς τους στο όλον της παράστασης. Ωραία ιδέα που συχνά δεν πετυχαίνει. Τους λείπει η υποκριτική ικανότητα η η άσκηση η και τα δυο. Αν κατάφερναν να συνυπάρξουν με τις κούκλες όχι μόνο σαν ικανοί χειριστές αλλά και δυο άνθρωποι που μοιράζονται έναν κοινό κόσμο, ενταγμένοι ξύλινοι και ένσαρκοι, σ’ ένα σεναριακό πλαίσιο, θα ήταν κάτι παραπάνω από θαυμαστό. Ωστόσο ακόμα και χωρίς αυτό το ιδεώδες - αλλά και πολύ δύσκολο - η παράσταση που προσφέρεται είναι προσφορά εξαιρετική και δυσεύρετη και την συστήνω ανεπιφύλακτα για να την παρακολουθήσουν όλοι που έχουν κουραστεί απ’ τα ίδια και τα ίδια και κυρίως όμως σαν κατάλοιπο ενός κόσμου πλαστού μεν αλλά χειροποίητου. Οι ψηφιοκίνητες κούκλες που θα διευθύνονται από κομπιουτερικά χειριστήρια μας κτυπάνε ήδη την πόρτα. Έχουμε συνεπώς να κάνουμε μ’ έναν κόσμο που πεθαίνει, κόσμο παραδοσιακά ελληνικό (οι μαριονέτες πρωτοεμφανίζονται στην Ελλάδα την ίδια περίπου εποχή με τον Καραγκιόζη. Μην ξεχνάμε το ζευγάρι Φασουλής και Περικλέτος του Σουρή) και ακραιφνώς καλλιτεχνικό. (Μαριονέτες του Σάλσμπουργκ).
Γιώργος Χατζηδάκης
Γιώργος Χατζηδάκης
ΤΟ ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ποιο είναι το μαγικό εκείνο γρανάζι της φαντασίας που μπορεί να σε κάνει να σκεφτείς ένα φορτηγάκι που ο μεγάλος του πόθος τάχα είναι να γίνει τρένο και να γυρίσει τον κόσμο από ήπειρο σε ήπειρο. Και μετά να βάλεις να συναντάει στο δρόμο του όλα αυτά τα εσωτερικά δεινά που στοιχειώνουν τον άνθρωπο. Το φόβο, το μίσος, την ανασφάλεια, τη μοχθηρία , την εχθρότητα κι όλα τ’ άλλα και με το βάρος όλων αυτών να μην μπορεί να προχωρήσει το ταξίδι για τ’ όνειρό του και να σταματάει. Και τότε να ‘ρχεται το αγγελάκι μ’ ένα μπαλόνι σε σχήμα καρδιάς , το αγγελάκι της αγάπης, και να μεταστρέφει όλα τα πρόσωπα που βαραίνουν το φορτηγάκι και να ελαφρώνει το φορτίο και το φορτηγάκι να συνεχίζει το ταξίδι για τ’ όνειρό του να γίνει τρένο. Δεν ξέρω πως αλλιώς να χαρακτηρίσω το πόνημα αυτό της Μάγιας Ντελέζου παρά σαν ένα τρυφερό, απαλό, συγκινητικό παραμυθένιο ποίημα, ανάλαφρο και μαζί βαθειά στοχαστικό. Βέβαια και η μετατροπή του σε θεατρικό, χωρίς να χάσει τίποτα και καθόλου απ’ την ομορφιά του πεζού κειμένου, αντίθετα να υπογραμμιστούν όλα τα ποιητικά στοιχεία δεν θα γινόταν χωρίς την δεξιοτεχνική επέμβαση του Χάρη Γεωργιάδη που δημιουργικά το έκανε πρώτα θεατρικό κείμενο με διαλόγους, ρόλους και σκηνές και μετά παράσταση. Δεν βλέπουμε συχνά παραστάσεις και έργα τόσο «φτωχά» που με μια τόσο σοφή διαχείριση να ξεχειλίζουν από πληθωρική αίσθηση και νόημα. Να κρατήσουμε αυτή την παράσταση αγαπητοί συνάδελφοι για να την μεταχειριζόμαστε σαν χρυσό παράδειγμα όταν φωνάζουμε πως δεν είναι απαραίτητες πάντα οι μεγάλες διανομές και τα πλούσια σκηνικά και κοστούμια κι όλα τ’ άλλα «τζέρτζελα» που διάφοροι ανίδεοι, τάχα «μάγκες» επιχειρηματίες ρίχνουν στην αγορά για να εντυπωσιάσουν με το μέγα πλήθος των αδαών. Μήπως δεν το είπαν οι παλαιοί. «Ου εν τω πολλώ το ευ». Και θα ρωτήσω την ηθοποιό κ. Καστούρα και τον σκηνοθέτη κ. Ζαμάνη, μέλη της επιτροπής που μαζί παρακολουθήσαμε την συγκεκριμένη παράσταση και που οι δυο τους ( η μήπως μόνο ο Ζαμάνης; ) υποστηρίζουν να μην ενθαρρύνουμε ολιγοπρόσωπες παραγωγές, τι έχουν να πουν μπροστά σ’ αυτή την παράσταση; Αν παρατήρησαν κανένα ψεγάδι στους έξη ολότελα διαφορετικούς ρόλους που έκανε η ηθοποιός έκπληξη Σοφία Λιάκου που χόρευε, τραγουδούσε έκλαιγε, φοβόταν, κρύωνε, πεινούσε, απειλούσε και που περνούσε από τον ένα στον άλλο, με αλλαγές κοστουμιών και μακιγιάζ, σε διαστήματα δύο η τριών λεπτών; Και η αφηγήτρια της Μαρίας Μαλταμπέ, με πόση έμφαση και παραστατικότητα εξιστορούσε το ταξίδι του μικρού φορτηγού ενώ χειριζόταν ταυτόχρονα τα ηχητικά. Κι ο Χάρης Γεωργιάδης, οδηγός και φορτηγό ο ίδιος, διευθετούσε, τα παιδιά - θεατές- επιβάτες και τραβούσε για τον προορισμό του. Πολύ έξυπνο το σκηνικό, πολύ ταιριαστά τα κοστούμια και χαριτωμένα μελωδική η μουσική. Ναι, λοιπόν χρειάζεται ταλέντο, ταλέντο και φαντασία, αυτά είναι τα ζητούμενα σε κάθε θεατρική παράσταση και στο θέατρο για παιδιά ακόμα περισσότερο. Εγκρίνω την παράσταση για τα νηπιαγωγεία, τα δημοτικά και για όποιον θέλει να δει ολοκάθαρα το θαύμα του ταλέντου.
Γιώργος Χατζηδάκης
Δευτέρα 5 Απριλίου 2010
Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ του Σοφοκλή στο θέατρο Κακογιάννη
Η τραγωδία Αντιγόνη του Σοφοκλή έχει κριθεί μέσα στους αιώνες και η μετάφραση του Γρυπάρη, στα ογδοντατόσα χρόνια που ακούγεται στις σκηνές των θεάτρων, έχει κι αυτή εκτιμηθεί για την αξία της. Κοντά δυο δεκαετίες δουλεύει σαν σκηνοθέτης ο ηθοποιός Άρης Μιχόπουλος και σ’ αυτό το διάστημα μας έδωσε δείγματα ευσυνείδητης και εμπνευσμένης επίδοσης. Δεν τίθεται συνεπώς ζήτημα έγκρισης πολύ περισσότερο που η τραγωδία και γενικώς το αρχαίο θέατρο είναι το μέγα ζητούμενο για την Εκπαίδευση. Τώρα που γίνεται λόγος για την ιθαγένεια των μεταναστών ακούγεται πολύ συχνά η ρήση του Ισοκράτη: "Και μάλλον Έλληνες καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας". Και αν για τους μετανάστες η «ημετέρα παιδεία» είναι η προϋπόθεση, προέχει να αναρωτηθούμε αν αυτήν την ημετέρα παιδεία εμείς την κατέχουμε και αν τα μεγάλα κείμενα των ελλήνων τραγικών μας δίνονται ευκαιρίες να τα γνωρίσουμε. Με ευαρέσκεια λοιπόν και προθυμία σπεύδω να εγκρίνω την Αντιγόνη που παρακολούθησα στο θέατρο του ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη. Η αναγνώριση της σημασίας έργου και της παράστασης ωστόσο δεν με αποτρέπουν να αναφερθώ και στα επιμέρους σημεία με την προσδοκία πως τα θετικά σχόλια θα ενθαρρύνουν και τα αρνητικά θα προβληματίσουν ώστε να επιτευχθούν ακόμα καλλίτερα αποτελέσματα στην πορεία των προσπαθειών του σκηνοθέτη, που έχει σταθερό προσανατολισμό προς την εκπαίδευση. Στη φόρμα του Χορού της τραγωδίας η άποψη της σκηνοθεσίας δεν πρέπει να διαλύει την παράδοση επειδή ακριβώς αποδέκτης είναι ο μαθητής. Η ρεαλιστική αντίληψη με τον Χορό εξατομικευμένο και κατά διαστήματα ολίγον ομαδοποιημένο, έρχεται σε αντίθεση με τον Διθύραμβο, τον Στησίχορο και την διαδικασία γέννησης της τραγωδίας, όπως διδάσκεται. Η άποψη φρονώ ότι πρέπει να έπεται. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει η ωριμότητα της ερμηνείας κάποιων νέων ηθοποιών της διανομής που ο θεατής διαπιστώνει πως βρίσκονται σε επίπεδα υψηλοτέρα από ομοτέχνους τους που χαίρουν φήμης και επιδαψιλεύσεων ποικίλων. Η Ισμήνη της Σταυρούλας Ντέμκα, για παράδειγμα και ο Αίμονας του Στέλιου Μαζιώτη αξίζει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Ανάλογα και ο Τειρεσίας του Χρυσοβαλάντη Κωστόπουλου και η Αντιγόνη της Δανάης Καλοχώρα (παρόλο που έδειχνε πως η τόνοι της εκφοράς της δεν είχαν εξοικειωθεί με την ακουστική του χώρου και ο λόγος της έσβηνε μετά την πρώτη λέξη της φράσης). Όλοι οι άλλοι ηθοποιοί βρίσκονται σε κλίμακες πάνω απ’ το επίπεδο της απλής επάρκειας. Μουσική, χορογραφία, κοστούμια και σκηνικά βασικοί αυτουργοί της ευνοϊκής εντύπωσης.
Γιώργος Χατζηδάκης
Ι Λ Ι Α Δ Α σε σκηνοθεσία Κάρμεν Ρουγγέρη
Το 1994 είχα ανεβάσει το έπος του Απολλώνιου Ρόδιου «Αργοναυτικά» και κάλεσα την τότε Επιτροπή του ΥΠΠΑΙ να παρακολουθήσει την παράστασή μου για να την εγκρίνει για τα σχολεία. Σε μια απ’ τις θέσεις που κατέχουμε εμείς σήμερα, αγαπητοί συνάδελφοι, βρισκόταν τότε η Κάρμεν Ρουγγέρη…. Μετά από τόσα χρόνια ένα έπος και πάλι απασχολεί εμένα και κι αυτήν - βεβαίως και την επιτροπή - και το γεγονός θα είχε μόνο συναισθηματικό χαρακτήρα αν στο μεταξύ και εκείνη και ο υπογραφόμενος δεν είχαμε κατ’ επανάληψη ασχοληθεί με την θεατροποίηση επών κι αν αυτό δεν αποτελεί ένα τροχιοδεικτικό σημάδι για την θεματική των θιάσων που απευθύνονται στους μαθητές. Ναι μεν Πινόκιο και Χιονάτες και Χρυσοί πρίγκιπες και μάγισσες και δράκοι, τα μεγάλα έπη όμως είναι το μεγαλείο της ποίησης και αν θέλετε, από εθνική άποψη το απόσταγμα της φυλής και βασικό στοιχείο της αυτογνωσίας μας. Και σ’ αυτό το σημείο με την Κάρμεν Ρουγγέρη ιδεολογικά συμπορευόμαστε. Αυτά επί προσωπικού.
Δεν νομίζω πως χωράει οποιοσδήποτε δισταγμός η επιφύλαξη όταν έχουμε μπροστά στα μάτια μας το μεγαλύτερο πνευματικό επίτευγμα της ανθρωπότητας, την Ιλιάδα του Ομήρου. Εάν είχαμε μια πολιτική ηγεσία με τις πρέπουσες ευαισθησίες, την απαραίτητα συνειδητοποίηση και ανάλογη μόρφωση θα έπρεπε τέτοιες πρωτοβουλίες να προέρχονται και να καλύπτονται απ’ την Πολιτεία. Τώρα δι ημών η Πολιτεία καλείται να κρίνει το κατάλληλο η το ακατάλληλο αυτής της ιδιωτικής προσπάθειας.
Αξιοθαύμαστη είναι στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, η προσήλωση της θεατρικής διασκευής στο ομηρικό κείμενο, στη ροή και την διάρθρωσή του. Την διασκευή ακολουθούσε πιστά και η σκηνοθεσία, προτείνοντας ένα θέαμα πλούσιο σε εναλλαγές, δυναμικά παραστατικό με εξαιρετικά καλοστημένες σκηνές συνόλου, μονομαχιών και συρράξεων. Με ευφάνταστες λύσεις και με τη χρήση ενός πλούσιου συστήματος πολυμέσων ο θεατής μεταφέρεται από την κορυφή του Ολύμπου στην Τροία, στο στρατόπεδο των Αχαιών η στο πεδίο της μάχης. Ακούσματα δημωδών τραγουδιών, αντηχήσεις με ευρεία σοδιά απ’ το μεσογειακό χώρο η μουσική και τα τραγούδια. Πιο εξειδικευμένη η χορογραφία τάσσεται στην υπηρεσία των αλλεπάλληλων μετακινήσεων κι αυτό παράγει ένα θέαμα συνεχών εντυπώσεων. Σκηνικά, κοστούμια, περικεφαλαίες, και λοιπά σκηνικά αντικείμενα με συνέπεια στην δημιουργία μιας συναρπαστικής ατμόσφαιρας. Όσο για τις βαθμίδες που θα πρέπει να εγκρίνουμε το έργο της Ιλιάδας δεν ξέρω ποια αξία θα μπορούσε να έχει η μαρτυρία της προσωπικής μου περίπτωσης. Ήμουν έξη η επτά χρόνων όταν ζωγράφιζα στα περιθώρια των σχολικών μου βιβλίων «Αχιλλέους», δηλαδή αρχαίους πολεμιστές να μάχονται, με περικεφαλαίες, ασπίδες και δόρατα, επηρεασμένος προφανώς από εικόνες σε βιβλία για τον τρωικό πόλεμο. Συνεπώς προτείνω την έγκριση της παράστασης αυτής για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Γιώργος Χατζηδάκης
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΡΑΠΟΥΝΖΕΛ στο θέατρο Βεάκη
Αναζητώντας τη Ραπουνζέλ οι μικροί θεατές βρίσκονται μπροστά σε μια παράσταση πλούσιων εντυπώσεων με σημασία και νόημα. Η αλλοτρίωση της φυσικής ζωής από τα βιοτεχνολογικά επιτεύγματα, οι μεταλλάξεις και ο αποκλεισμός του ανθρώπου από μια ασφυκτική ψηφιακά περίσφιξη είναι ο θεματικός άξονας της κατά Σταμουλάκη Ραπουνζέλ. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι πως όλα αυτά και όσα άλλα κεντράρει η διασκευή του παραμυθιού των αδελφών Γκρίμ, είναι δοσμένα με σαφή θεατρικό τρόπο, καθαρά και εύληπτα απ’ τα παιδιά κάθε ηλικίας. Η θεατρική διασκευή και η σκηνοθεσία απέφυγαν κάθε περιττολογία, σκηνοθετισμούς η και ευκολίες και συναποτέλεσαν μια παράσταση άκρως ενδιαφέρουσα όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για θεατές κάθε ηλικίας. Τα μηνύματα επίσης για τα παιδιά που χάνονται καθώς και η συμβολή του «Χαμόγελου του παιδιού» είναι τεχνικότατα ενσωματωμένα στη σκηνική δράση και θα μπορούσε να αποτελεί υποδειγματικό πρότυπο σε κάθε παρόμοια προσπάθεια. Σημαντική η συμβολή του της συνυπάρχουσας προβολής του ευφυούς και ευρηματικού Video των Νίκου Δροσάκη και Γιώργου Κολιού. Η διασκευή, η μετάπλαση είναι πιο σωστό να πούμε, της Κέλλυς Σταμουλάκη είναι εξαιρετική, το ίδιο και η σκηνοθεσία του Γιάννη Βούρου, εκείνο όμως που προεξέχει στις εντυπώσεις του θεατή είναι το υψηλό υποκριτικό επίπεδο των ηθοποιών. Με κορυφαίο τον έμπειρο Στάθη Βούτο που παίζει τον Τέλειο, έναν παπαγάλο μεταλλαγμένο από ένα ψηφιακό προγραμματισμό , ακολούθως την έξοχη Νατάσσα Μαρματάκη που υποδύεται τη μάγισσα Φον Κλοπίδου και την Άννα Κολιφώτη στο ρόλο της Ραπουνζέλ. Ισάξιοι κάθε διάκρισης και οι Μαρία Λουκάκη, Στέλιος Πετράκης και Θοδωρής Πανάς. Η μουσική του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα με τους τρεις ζωντανούς μουσικούς και η χορογραφία του Θοδωρή Πανά και τα πρωτότυπα κοστούμια της Σοφίας Κατσούρα πρόσφεραν θετικά στο καλό αποτέλεσμα μα και τεκμηρίωσαν την πεποίθηση πως το σύνολο αποτελεί μια ευσυνείδητη και φιλόδοξη παραγωγή που η Επιτροπή μας θα πρέπει να την έχει ως μονάδα μέτρησης ποιότητας . Γίνεται αντιληπτό απ’ τα διαλαμβανόμενα πως η γνώμη μου είναι θετικότατη και εγκρίνω την παράσταση «Αναζητώντας τη Ραπουνζέλ» για όλες τις βαθμίδες
ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΜΠΑΜΙΕΣ
Μειώνοντας λίγο τις απαιτήσεις και υπολογίζοντας στα θετικά κυρίως τη ζωηρή μουσική και τις ευχάριστες χορογραφίες, θεωρώ πως η παράσταση του έργου «Για μια χούφτα μπάμιες» μπορεί να πάρει έγκριση για την πρωτοβάθμια και μόνο γι αυτήν. Στα μειονεκτήματα κατατάσσω τα πολλά λογοπαίγνια στο κείμενο, δύσληπτα από τα παιδιά λόγω των πολλών άγνωστων λέξεων, με τις οποίες ο συγγραφέας σκαρώνει τα αστεία του. Τα λογοπαίγνια εξ άλλου έχουν αποβληθεί στην πράξη από το θέατρο ακόμα και όταν απευθύνεται σε ενήλικες ,ως μη δραστικά από σκηνής. Επίσης η Κοκκινοσκουφίτσα με το ρεαλιστικό πιστόλι και τις απανωτές μπαλωθιές, με το χορό και με το τραγούδι, ως άμυνα εναντίον της επιθετικότητας , γενικώς δεν είναι νομίζω ένα καλό κήρυγμα. Αυτή την παρατήρηση από εμένα που έχω πολλές φορές δηλώσει πως δεν νοιάζομαι για τα ηθικοπλαστικά μηνύματα των έργων. Κατά μια άλλη άποψη μπορούμε να δούμε τα τεχνάσματα των δυο κακών και πεινασμένων λύκων που εποφθαλμιούν να κατασπαράξουν το αθώο κατσικάκι , ως μια μεταφορά η αντιγραφή από τα αμερικάνικα κόμικς με κακούς λύκους που μεταμφιέζονται για εγκληματικούς πάντοτε σκοπούς (ληστείες κλπ). Στο μεγαλύτερο μέρος της διανομής οι ηθοποιοί απέδωσαν ικανοποιητικά. Η σκηνοθεσία με περιορισμένη ευρηματικότητα.
Γιώργος Χατζηδάκης
"Μαγικό Σχολείο" στο θέατρο οδού Παραμυθίας
Άτακτο, αλλοπρόσαλλο και ανερμάτιστο. Με τον όρο θέατρο για παιδιά, με βάση την εμπειρία μας και τη λογική μας - αλλά και την Εγκύκλιο,- καταλαβαίνουμε και εννοούμε μια θεατρική παράσταση με συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο. Ακόμα και αν προκύπτουν διαφορές και αποκλίσεις ανάμεσά μας μικρές η και μεγάλες, αποκλείεται νομίζω κανένας να δεχθεί ως παιδικό έργο και παιδική παράσταση το «θέαμα» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο της οδού Παραμυθίας από τον θίασο "Ελληνικό Ψυχόδραμα". Ασύνδετο, ανερμάτιστο, ακατανόητο, αλλοπρόσαλλο, άρρυθμο, άτακτο και σαν κείμενο και Μπορούν να το χαρακτηρίσουν ένα σωρό όροι με την πρόταξη ψευτό-. Ψευτο-φιλοσοφικό, ψευτο-ποιητικό, ψευτο-υπαρξιακό, ψευτο-δραματικό, ψευτο-διασκεδαστικό- ψευτο-εγκεφαλικό, ψευτο-πρωτότυπο, ψευτο-παραδοξολογικό και εν τέλει ψευτο-θέατρο και ψευτο-παράσταση. Από πλευράς διδασκαλίας ρόλων και διεξαγωγής ακούγαμε τις μισές φράσεις και σταθερά χάναμε την τελευταία λέξη κάθε ατάκας και την τελευταία συλλαβή κάθε λέξης. Μερικοί ηθοποιοί μέτριοι και λίγοι ελαφρά άνω του μετρίου, όλοι όμως ακαθοδήγητοι στην εκφορά και στο συναίσθημα. Υποχρεούμαι να ξεχωρίσω την Άννα Ίριδα Αγαθονικιάδη που διέχεε προς την πλατεία χάρη και ευγενές σκηνικό ήθος. Πέρα απ’ αυτή την εξαίρεση, απορρίπτω αδίστακτα έργο και παράσταση διότι δεν προσφέρει τίποτα, μα τίποτα, στο παιδί κάθε ηλικίας,
Γιώργος Χατζηδάκης
ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΛΗΓΩΝΕ στο Studio Μαυρομιχάλη
Ως μέλος της επιτροπής , για μια ακόμα φορά -όπως τόσες και τόσες στο παρελθόν - βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα να νοθεύσω την κρίση μου παραγνωρίζοντας τις πολλές αδυναμίες της παράστασης που παρακολούθησα την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου στο θέατρο Studio Μαυρομιχάλη η να μείνω σταθερός στην κοινή απόφαση όλων των συναδέλφων να επιμείνουμε αταλάντευτοι στη διατήρηση μιας ποιοτικής στάθμης στις παραστάσεις που απευθύνονται σε μαθητές , έστω και αν λυπήσω και ζημιώσω φίλους, παλιούς συνεργάτες και ανθρώπους που ούτως η άλλως αποτελούν τον επαγγελματικό μου περιβάλλον. Με τον πρόλογο αυτό είναι αυτονόητη ποια στάθηκε η απόφασή μου, όπως και τις περισσότερες φορές στο παρελθόν έχει συμβεί. Η παράσταση του θιάσου «Πεφταστέρι» με το έργο του Βασίλη Μαυρογεωργίου «Το βέλος που δεν πληγώνει» εμπνέει πολλές και θεμελιώδεις αντιρρήσεις κάθε φύσης. Το έργο είναι αδόμητο, με χαλαρότητα και πλατειασμούς, ανακολουθίες και ασάφειες , πνιγμένο δε σε αφέλειες και απροσανατόλιστο. Κι ενώ χρειάζεται μια αποφασιστική και οργανωτική σκηνοθεσία για να βάλει σε λογαριασμό όλο αυτό το κατασκεύασμα και να του δώσει μια κατεύθυνση , ρυθμό και στόχο , εξαλείφοντας και συμπυκνώνοντας κάποιες περιττές η επουσιώδεις σκηνές η σκηνοθέτης παρέλαβε το κείμενο και έριξε τους ηθοποιούς στη σκηνή ακαθοδήγητους και ακυβέρνητους , αβασάνιστα και επιπόλαια φτιάχνοντας ένα αποτέλεσμα φτηνού καρναβαλιού. Μια σημείωση προς τους αυτουργούς της συγκεκριμένης παράστασης πρέπει να είναι πως τα παιδιά, ακόμα και της πιο μικρής ηλικίας, έχουν ανάγκη να προσλαμβάνουν ένα θέαμα με κάποια συγκρότηση, κάποιον λόγο με μια ποιότητα και το κυριότερο θέατρο ως τέχνη και όχι ως σαχλαμάρα. Σε ηλικίες μεγαλύτερες η ανάγκη μιας στοιχειώδους έστω πνευματικής επικοινωνίας είναι περισσότερο αναγκαία και σε υψηλότερη βαθμίδα η ιδεολογική μετάγγιση πρέπει νε είναι σαφής κι αν θέλει να περάσει, όπως με δυσκολία συμπέρανα, κάποιο αντιπολεμικό, ας πούμε μήνυμα ο δραματουργός το κάνει καθαρά και σταράτα και όχι με την ανάμιξη δράκων, βασιλιάδων και δε συμμαζεύεται. Κι αν ο κ. Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας του συγκεκριμένου πονήματος, μας πει πως ο δράκος είναι τάχα το πρόσχημα που η εξουσία μετέρχεται για να εξαπατά το λαό θα του παρατηρήσω πως αν ήθελε να τα βάλει όλα αυτά τα μηνύματα σ’ ένα έργο (και όχι μόνο αυτά αλλά και τριακόσια άλλα μπορεί ένας συγγραφέας να συμπεριλάβει σ’ ένα έργο του) αυτό θέλει ταλέντο, δουλειά και συγγραφικά κότσια και δεν επιτυγχάνεται με κείμενα προχειρογραμμένα και στο γόνατο, όπως αυτά που ακούσαμε. Θα αδικούσα τους ηθοποιούς αν τους έκρινα απ’ το αποτέλεσμα που είδα. Τους άξιζε καλύτερη τύχη. Ιδιαίτερα η Άννα Πορφύρη, που γνωρίζω τις υποκριτικές της ικανότητες, θεωρώ πως η συμμετοχή της την αδικεί. Δεν έχω να σημειώσω τίποτα για την εικαστική όψη της παράστασης παρά μόνο τρεις λέξεις κουρελαρία, φτήνια, κακογουστιά. Άσε πια τα τραγούδια και το συγχρονισμό με το play back… Ένα θέαμα με αδίστακτη απόρριψη για όλη την κλίμακα των τάξεων.
Κυριακή 4 Απριλίου 2010
Ο ΤΡΕΛΑΝΤΩΝΗΣ στο θέατρο Ορφέας (Βουτσινάς)
Γραμμένος το 1932 ο Τρελαντώνης θα μπορούσε να είναι ένας πρόγονος του πασίγνωστου αμερικανού ( η μήπως άγγλου;) ήρωα των κόμικς και των κινηματογραφικών ταινιών Ντέννι του Τρομερού (dennis the menance , που πρωτοεμφανίζεται το 1951) μόνο που ο δικός μας συμβαίνει να είναι και ο ιδρυτής ενός σπουδαίου μουσείου, του Μουσείου Μπενάκη και βέβαια πρόσωπο ιστορικό, αδελφός της συγγραφέας του Πηνελόπης Δέλτα και το μόνο κοινό του με τον σκιτσογραφημένο αντίστοιχό του είναι οι διαολιές, σκανταλιές, αταξίες και οι αποκοτιές που προκαλούσαν φασαρίες, επεισόδια και νίλες. Ξέρουν τα σημερινά παιδιά τίποτα για το Μουσείο Μπενάκη και τον ιδρυτή του; Ξέρουν τίποτα για την Πηνελόπη Δέλτα και για τα άλλα της μυθιστορήματα, το «Παραμύθι χωρίς όνομα», «τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου», για «Τα μυστικά του βάλτου»; Ξέρουν μήπως τίποτα για την οικογένεια Μπενάκη ή για τις άλλες μεγάλες οικογένειες του αιγυπτιώτη Ελληνισμού; Τους έχει δοθεί η ευκαιρία να οσμιστούν έστω τη ζωή στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα ή της εποχής του μεσοπολέμου; Ατμόσφαιρα, συνήθειες, συμπεριφορές, ντυσίματα, τρόπους ανατροφής των παιδιών, αντίληψη ζωής και κοινωνίας; Δεν έχουν δυστυχώς παρόμοιες ευκαιρίες τα παιδιά σήμερα και ούτε το ρεπερτόριο του θεάτρου γι’ αυτά δεν έχει κάνει καμιά προσπάθεια να τους τις εξασφαλίσει. Στα οκτώ χρόνια που παρακολουθώ συστηματικά παιδικές παραστάσεις έχω πνιγεί ασφυκτικά σε παραμύθια, που πολλά αποφεύγω να τα χαρακτηρίσω, αναμασήματα ξενόφερτων κόμικς, παπαρδέλες οικολογικών κηρυγμάτων και κάποια άλλα απροσδιόριστα , νέας γραφής που «Θου κύριε φυλακήν το στόματί μου». Σπουδαία συνεπώς η επιλογή του μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα για να μετατραπεί σε θεατρικό έργο για παιδιά. Ασυνήθιστα σημαντική πρωτοβουλία που της αξίζει έπαινος ιδιαίτερος. Αλλά τι θα ήταν αυτή η επιλογή αν δεν τύχαινε τόσο προσεκτικής, σοβαρής, υπεύθυνης και ευφάνταστης διασκευής για τη σκηνή; Με γνώση και ευαισθησία η Γλυκερία Καλαϊτζή κατέγινε να δώσει στο αφήγημα σκηνική υπόσταση και ως διασκευάστρια και ως σκηνοθέτης. Δεν ξέρω την ηλικία, ούτε την προέλευση η τις σπουδές της μα είδα με έκπληξη την εποχή πειστική, τους ηθοποιούς να παίζουν διατηρώντας το ήθος των παρελθόντων καιρών, τους ρυθμούς, την ποιότητα, την ατμόσφαιρα, όλα όσα ήταν απαραίτητα για να στηθεί μια ζωντανεμένη τοιχογραφία από στιγμιότυπα αληθινής ζωής. Η σκηνοθετική καθοδήγηση διέπλασε ρόλους και χαρακτήρες με διαφορετικά στοιχεία και τόνους για τον καθένα. Και οι ηθοποιοί, νέοι όλοι και άγνωστοι σε μένα (εκτός απ’ τον Θοδωρή Θεοδωρίδη - που οι ικανότητές του δεν με εξέπληξαν μιας και συνεργαστήκαμε το περασμένο καλοκαίρι) τέλεια αφομοιωτικοί, υπηρέτησαν το όραμα στην εντέλεια. Τους αναφέρω με τη σειρά του προγράμματος. Λάζαρος Βαρτάνης, Έφη Γούση, Τσαμπίκα Φεσάκη, Χρήστος Τζιώτας, Γιάννης Κλίνης, Αμάντα Σοφιανοπούλου, Αγγελική Μιχαλοπούλου, Αργυρώ Ανανιάδου, Λίζα Νεοχωρίτη, Αλέξανδρος Ζαφειριάδης και ο Θεόδωρος Θεοδωρίδης. Τα κοστούμια , (Ευαγγελία Κιρκινέ) τόσο απαραίτητο στοιχείο για την αναβίωση μιας εποχής, πολλά σχεδιασμένα με εξαιρετική συνέπεια και εκτελεσμένα με πλούτο που οι παραγωγοί παραστάσεων για παιδιά δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιες απλοχεριές. Μεγάλος και καλός θίασος, σκηνοθεσία και διασκευή, σκηνικό, μουσική, χορογραφία και όλα όσα ανέφερα συνθέτουν ένα σύνολο που μόνο σε φιλόδοξες παραγωγές έχουμε συναντήσει
Γιώργος Χατζηδάκης
Υ.Γ. Η αναφορά του ονόματος της Βάσιας Παναγοπούλου ως καλλιτεχνική διευθύντρια είναι άραγε μόνο επιγραφική;
ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ σε σκηνοθεσία Νίκου Παροίκου
Αυτό που με δυσφορία διαπιστώνει ο θεατής στα πρώτα εξήντα λεπτά της παράστασης είναι πως δεν υπάρχει ούτε έργο, ούτε καμιά, έστω ελάχιστη σκηνοθετική φροντίδα των όσων διαδραματίζονται επί σκηνής. Με αμηχανία αντιμετώπιζα το επίμονο ερώτημα πως θα δέχονταν τα παιδιά θεατές τα άλλα αντ’ άλλων τεκταινόμενα. Μετά παρέλευση μιας ώρας αλλοπρόσαλλων σκηνών άρχισε να αναπαράγεται το χιλιοπαιγμένο στόρι του δικαστήριου των ζώων στο δάσος, που δικάζουν τους ανθρώπους στο πρόσωπο ενός παιδιού για εγκλήματα όπως η υλοτομία, η απόθεση σκουπιδιών και οι πυρκαγιές. Μετά την εμφάνιση του εργολάβου, που εν τέλει μεταμελείται, όλοι μαζί άνθρωποι και ζώα εκτοξεύουν αφορισμούς και ευχολόγια και τραγουδούν για ένα ευτυχισμένο μέλλον χωρίς καταπατητές και εργολάβους. Ένα φινάλε με έντονο διδακτισμό, αφέλεια, μικρονοϊκότητα και το χειρότερο την για πολλοστή φορά επανάληψη του ίδιου κι απαράλλακτου σεναρίου. Τη σκηνή αυτή με το δικαστήριο των ζώων όπου παραπέμπουν τους ανθρώπους για εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, εγώ το έχω δει από δέκα τουλάχιστον παιδικούς θιάσους. Τι έλλειψη φαντασίας! Φαντασθείτε να πάνε δυο θίασοι στο ίδιο σχολείο σε μια πόλη και να παρουσιάσουν την ίδια παράσταση. Οποία ποικιλία!
Η παράσταση; Απίστευτα κακόγουστη, άτεχνη και πληκτική. Είναι να απορεί κανείς πως ο Νίκος Παροίκος, ένας σκηνοθέτης μεγάλης πείρας και ικανοτήτων επιτρέπει να παρουσιάζεται μια τέτοια παράσταση με τ’ όνομά του. Καμιά απολύτως εύρεση στη διεξαγωγή, περιορίστηκε σε ξερές εισόδους και εξόδους, όσον αφορά δε την υποκριτική διδασκαλία η διαπεραστική μονότονη φωνή της νεαρής που έπαιζε το κοριτσάκι, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. ( Γνωρίζω της συγκεκριμένης ηθοποιού τις ικανότητες και συμπεραίνω πως αφέθηκε τελείως αβοήθητη και ακαθοδήγητη). Μοναδική στιγμή κάποιας ανάπαυλας το τραγούδι του Χατζιδάκι με τη Βουγιουκλάκη «Νιάου βρε γατούλα» που τραγουδάει η πρωταγωνίστρια σε κάποιο σημείο!! Εν κατακλείδι, μια κακή παράσταση ενός ανύπαρκτου έργου.
Γιώργος Χατζηδάκης
Η παράσταση; Απίστευτα κακόγουστη, άτεχνη και πληκτική. Είναι να απορεί κανείς πως ο Νίκος Παροίκος, ένας σκηνοθέτης μεγάλης πείρας και ικανοτήτων επιτρέπει να παρουσιάζεται μια τέτοια παράσταση με τ’ όνομά του. Καμιά απολύτως εύρεση στη διεξαγωγή, περιορίστηκε σε ξερές εισόδους και εξόδους, όσον αφορά δε την υποκριτική διδασκαλία η διαπεραστική μονότονη φωνή της νεαρής που έπαιζε το κοριτσάκι, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. ( Γνωρίζω της συγκεκριμένης ηθοποιού τις ικανότητες και συμπεραίνω πως αφέθηκε τελείως αβοήθητη και ακαθοδήγητη). Μοναδική στιγμή κάποιας ανάπαυλας το τραγούδι του Χατζιδάκι με τη Βουγιουκλάκη «Νιάου βρε γατούλα» που τραγουδάει η πρωταγωνίστρια σε κάποιο σημείο!! Εν κατακλείδι, μια κακή παράσταση ενός ανύπαρκτου έργου.
Γιώργος Χατζηδάκης
Δ Ο Ν Κ Ι Χ Ω Τ Η Σ στο Θέατρο Κάτω απ' τη Γέφυρα
Ευτυχώς ανταμείφθηκα για τις τρεισήμισι ώρες (10.30 π.μ. έως 2 μ.μ.) που διέθεσα απ’ το πρωινό μου της Κυριακής για να παρακολουθήσω την παράσταση «Δον Κιχώτης» στο «Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα» στο Φάληρο. Ήταν μια παράσταση με αξιοσημείωτη ποιότητα. Μου δόθηκε εξ’ άλλου η ευκαιρία να ανταλλάξω απόψεις με την πρόεδρο της επιτροπής μας κ. Βασιλάκου, πραγματοποιώντας ουσιαστικά μια συνεδρίαση στο ίδιο το θέατρο με νωπές τις εντυπώσεις μας. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας σ’ αυτό το σημείο αυτό που κατ’ επανάληψη τονίζω, πως η συγκεκριμένη Επιτροπή, της οποίας αποτελώ μέλος επί επτά χρόνια, έχει κάποιες ιδιάζουσες ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες τις οποίες φαίνεται πως οι υπεύθυνοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ή αρνούνται να παραδεχθούν. Για να συνέλθει και να συνεδριάσει η Επιτροπή (στη μία συνεδρίαση που αναγνωρίζεται) πρέπει προηγουμένως να έχει συνεδριάσει επανειλημμένα παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις . Τα μέλη της επιτροπής συνεπώς δεν συνεδριάζουν μια φορά αλλά τρεις και τέσσερεις φορές την εβδομάδα και μάλιστα μετακινούμενα σε διάφορα κοντινά και μακρινά μέρη του λεκανοπεδίου, καλύπτοντας τις δαπάνες των μετακινήσεων τους εξ ιδίων. Απασχολούνται δηλαδή δέκα και δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα, αμειβόμενα για όλον αυτό το χρόνο και τις δαπάνες μετακίνησης με ευρώ 48 και με τις κρατήσεις 38. Ας σημειωθεί πως η εν λόγω Επιτροπή κατά τεκμήριο αποτελείται από ειδικούς επί του αντικειμένου, επιστήμονες , καταξιωμένους δημιουργούς και διδάκτορες ανωτέρων και ανωτάτων σχολών. Επ’ αυτού έχω να υπογραμμίσω πως δεν θα κουραστώ να επαναφέρω το συγκεκριμένο ζήτημα μέχρις ότου βεβαιωθώ πως κάποιος με ενδιαφέρον, με αντίληψη και με ευαισθησία στα θέματα λογικής και δικαίου, θα «τείνει ευήκοον ους».
Για την παράσταση τώρα. Η διασκευή του Γιάννη Καλατζόπουλου είναι ανάλαφρη, με πολλή χάρη και ωραία γλώσσα. Κάνει πολύ διακριτικούς πολιτικούς υπαινιγμούς για την αδικία την καταπίεση και την αναλγησία της εξουσίας κυρίως όμως καταγγέλλει την έλλειψη ιδανικών σ’ έναν κόσμο υλιστικών επιδιώξεων. Όλα αυτά μ’ έναν τρόπο παιγνιώδη με αλλεπάλληλες ευτράπελες ατάκες. Η αξία του πρωτότυπου ( Θερβάντες) είναι δεδομένη αλλά και η διασκευή με αναφορές σε πολλά σημερινά είναι εύστοχη και καίρια. Η σκηνοθεσία διάρθρωσε μια παράσταση αριστοτεχνική με ρέοντες ρυθμούς και αφηγηματική άνεση. Εξαιρετικές ήταν και οι ερμηνείες με πρώτον και καλύτερο τον Μανώλη Δεστούνη στο ρόλο του Δον Κιχώτη και ισάξιο τον Γιάννη Τσική στο ρόλο του Σάντσο Πάντσα. Απολύτως ικανοποιητικοί ήταν και οι άλλοι τέσσερεις ηθοποιοί της διανομής στους δύο, τρεις, τέσσερεις και πέντε ρόλους που διεκπεραίωσε ο καθένας. Θεωρώ απαραίτητο να τους αναφέρω: Κατερίνα Τσεβά, Κώστας Κλάδης, Μαρουσώ Γεωργοπούλου και Στάθης Αναστασίου. Οι χορογραφίες της Κατερίνας Ανδριοπούλου ήταν καλαίσθητές και με πολύ χιούμορ.
Γιώργος Χατζηδάκης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)