Έντουαρντ
Άλμπι :
«Τρεις ψηλές γυναίκες»
Θέατρο οδού Κεφαλληνίας
Αισθητά
βιωματικό το έργο του Άλμπι, «Τρεις Ψηλές Γυναίκες» εξομολογητικό και απολογητικό ανιχνεύει ψηλαφητά
με έμπειρα εργαλεία τη σχέση με την θετή
μητέρα του που την σχεδιάζει δεσποτική και ανάλγητη. Αφέντρα αλλά και δούλα των
βιολογικών της αδυναμιών, ήτοι του βαθιού της γήρατος. Εφιαλτική προοπτική.
Μπορεί ωστόσο να παρακάμπτεται το
μοντέλο Μητέρας, σε μια πιο ριψοκίνδυνη
προσέγγιση. Η σεξουαλική ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου συγγραφέα παραπέμπει
αυτόματα στη σχέση του με το μητρικό είδωλο, όποια κι αν είναι τα βιώματα του
απ τη σχέση του μαζί της, είτε αρνητικά είτε θετικά. Από τη μητέρα ξεκινάει η
καλωδίωση που τροφοδοτεί, υποκινεί και διαμορφώνει το αγόρι, ιδιαίτερα όταν
πρόκειται για ομοφυλόφιλο. Είναι φυσικό λοιπόν
να φανταστούμε πως η υπέργηρη ηρωίδα που σκεπάζει το τριπολικό σχήμα αυτής
της ίδιας να παραπέμπει στην θετή του μητέρα που οι βιογραφικές λεπτομέρειες
μας την εμφανίζουν σε μια διαρκή συγκρουσιακή σχέση μαζί του. Με αυτό ως
δεδομένο και με τις εξηγήσεις που προσφέρει ο ίδιος οι άλλες δυo νεότερες γυναίκες που είναι φαινομενικά
αυτόνομες υπάρξεις στη συγγραφική του όμως επεξεργασία τις συμπλέκει άλλοτε μα
σαφείς κι άλλοτε με διφορούμενες αναφορές και τις συνδέει τις ταυτίζει με την κεντρική μητρική θεότητα. Ευρηματική η
ιδέα, ολοκληρωμένη και καλοδεμένη η έννοια, θαυμάζει ο θεατής τον τρόπο που
ράβονται, συγκολλούνται και αποσχηματίζονται οι τρεις γυναίκες, και πως
αφομοιώνονται ξανά στο ξοανικό σκαρί της μιας.
Μήπως όμως δεν πρόκειται για την
μητέρα του αλλά για τον ίδιο. Τον ίδιο τον Έντουαρντ Άλμπι, τον συγγραφέα του
έργου; Στις περιπτώσεις των ομοφυλόφιλων έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως οι
Μητέρες ευθύνονται για τις εξαρτήσεις που είτε με πλοκάμια, λώρους η κυκλώματα αόρατων
νευρώνων κρατούν εξαρτημένους η σε άλλες περιπτώσεις απωθούν τους γιους τους.
Ευκολότατη λοιπόν η αιωνόβια λευκή θεά ( να θυμηθούμε και τις μελέτες του
Γκρέιβς ), κυρίαρχη μητρική μορφή αυτή να είναι ότι ακριβώς μας δίνει να
καταπιούμε και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ας το
κοιτάξουμε όμως και από μια άλλη γωνία. Όταν γράφεται το έργο ο συγγραφέας
είναι 47 χρονών και ο ερωτικός σύντροφος του μόλις 25. Η ηλικία των 47 είναι
μια ηλικία κορυφαία που απ’ την ύψωμα
που βρίσκεται διακρίνεται αγωνιακά το μέλλον. Η ερωτική επιλογή του Άλμπη του
έχει στερήσει αυτό που θα λέγαμε βιολογική ιστορική προοπτική. Ότι διακρίνει
μπροστά του είναι αναπόφευκτο και εφιαλτικό. Μοναξιά και ανημπόρια. Η μεγάλη
ηλικία με τις αναπότρεπες φθορές είναι όχι μόνο ορατές αλλά ίσως θα έχει
αρχίσει να τις βιώνει κι όλας. Στην ενατένιση του στο μέλλον σκοντάφτει σε εξέλιξη , δυσάρεστη, αντιαισθητική,
αποτρόπαιη, αδιέξοδη, απελπιστική . Τον φαντάζεται σε μια προσπάθεια να διακρίνει τόσο τις φάσεις
των σχέσεων του τους άλλους όσο και με την δική του εικόνα όπως προβάλλει στο
βάθος των προοπτικών του. Ασφαλώς και είναι αυθαίρετα όλα αυτά. Τίποτα δεν
μπορεί είναι βέβαιο για την πηγή η τις πηγές απ’ όπου οι συγγραφείς αντλούν τα
θέματα τους, από ποιες πινακοθήκες μπορεί να επιλέγουν τους ήρωες τους, όσο κι
αν οι ίδιοι αφήνουν να πιστεύεται για τα κίνητρα και τα ερεθίσματα που οδηγούν
την πέννα τους στη μικρή η την μεγάλη διάρκεια της δημιουργίας ενός έργου. Ένας
συγγραφέας είναι μια μυστηριώδης και δυσεξήγητη μηχανή που οι στροφές και οι
παλινδρομήσεις γραναζιών και στροφάλων (για να θυμηθούμε και τον Εμπειρίκο) δεν
συμπεριφέρονται με μηχανικό τρόπο σε κάποιο σταθερό ρεγουλάρισμα. Θέλω με όλα
αυτά να πω πως ακόμα και ο οξυδερκέστερος αναλυτής, φιλόλογος, θεατρολόγος η
και ψυχαναλυτής δεν μπορεί να αποφανθεί με κατηγορηματικότητα ποια είναι η αλήθεια
που χαρακτηρίζει ένα έργο, ποια στάθηκε η έμπνευση του και ποια είναι τα κρυμμένα
του σημεία, σύμβολα, φαντάσματα, σκελετοί σε κρύπτες. Έχω καταλήξει στο
συμπέρασμα, σχετικά με τις εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι ο συγγραφείς για το έργο και τις
προθέσεις του, πως κανένας συγγραφέας, δεν ξεκλειδώνει ποτέ όλα τις στοές του
εσωτερικού του κόσμου. Από δειλία, από αιδημοσύνη η από ενοχή.
Πιστεύω πως
η ηρωίδα του συγκεκριμένου έργου του ταιριάζει περισσότερο να είναι μια δική
του αξονική τομογραφία παρά της μητέρας του. Όταν επιχειρώ να ανασηκώσω κάποια
άκρη ενός ταπέτου για να κατανοήσω την έννοια του, την πλέξη και την σειρά των «κόμπων»
του δεν το κάνω για να πετύχω προνόμια οξυδέρκειας με την αποκάλυψης κάποιας
μυστικής πτυχής η την αποκρυπτογράφηση των ερμηνειών ενός έργου, ούτε ν’
ανταγωνιστώ τα συμπεράσματα ομοτέχνων, αντίθετα πιστεύω πως δεν πρέπει να αρκούμαστε στην
πρώτη ανάγνωση η στα όσα εμφανίζονται στην «επιφάνεια εργασίας» και πως οι
αναγνώσεις είναι δυνατόν να είναι περισσότερες από μια. Πιστεύω λοιπόν πως το
έργο «Τρεις ψηλές γυναίκες» είναι ένα σαφές βιογράφημα που με εγκεφαλικό όσο
και ποιητικό τρόπο, με εύστροφες σουρεαλιστικές ελλειπτικότητες είναι νυγμοί
βιωμάτων, συγκρούσεων, ερώτων, αμφιβολιών, ενοχών και αγωνίας, συνταυτίσεις και
απώσεις του ίδιου του εαυτό του με μια σταθερή στα σαρανταεπτά του χρόνια, όταν
γνωρίζει και ερωτεύεται τον εικοσιπεντάχρονο
γλύπτη Τόμας Τζόναθαν. Αυτές είναι οι
τρεις ψηλές γυναίκες, φάσεις, σκιές, φιγούρες,
με συνεχείς μεταμορφώσεις μέσα στο συνεχές του χρόνου. Ένα άλμπουμ
λογικών και παράλογων, συνεπών και ανακόλουθων απεικονίσεων.
Το έργο
γράφεται το 1991 όταν ο συγγραφέας αγγίζει το γήρας με τα πολλά συμπτώματα της
οργανικής φθοράς που διαπιστώνονται. Τα 66 είναι μια ηλικία που οι ψευδαισθήσεις ελαττώνονται και τα
μελλοντικά στάδια προβάλλουν απειλητικά. Τα 52 ( η Βήτα) είναι μια ηλικία που
την νοσταλγείς για το σφρίγος της, ανθεκτικό ακόμα και τα 26 ( η Γάμα ) είναι
ένα απομακρυσμένο πρωινό σ’ ένα ζωολογικό πάρκο. Οι σαστισμένες επιστροφές σε
προγενέστερες φάσεις είναι συνειρμοί αλλά και τεχνικές γραφής. Πολύ πιο κοντά
βρισκόμαστε σ’ ένα έργο όπου σκηνές αναπαράγονται, πρόσωπα συνταυτίζονται και
μπερδεύονται και μια αναπόφευκτη μορφή ( η Άλφα) διαλύει κάθε ελπίδα και ήδη
κλείνει το δράμα. Έχουμε κατά τη γνώμη μου να κάνουμε με μια γνήσια
αυτογραφιακή αναδρομή με αντιστοιχίες τα
έργα του Μύλερ «Οι σχέσεις του κυρίου Πήτερς» και του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μια
συνάντηση κάπου αλλού». Τρία έργα διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας αλλά και με πολλά
κοινά στοιχεία.
Η σκηνοθεσία
του Άρη Τρουπάκη βοήθησε το έργο να
ξετυλιχθεί πλούσια χωρίς περιττές επεμβάσεις ωθώντας το να ανέβει και να
ενταθεί όπου χαμήλωνε η λειτουργικότητα του, έδωσε κινητικότητα, ζωηράδα και
ευρυθμία σ’ όλη την διάρκεια της παράστασης. Η νεαρή Νεφέλη Κουρή στο ρόλο της
Γάμα ανταποκρίθηκε με συνέπεια στην γραφειοκρατική φιγούρα που απαιτούσε η
αρχική διαγραφή του ρόλου για να εμβαθύνει στη συνέχεια στην πολλαπλότητα του
προσώπου της.
Η Βήτα της Μαρίας Κεχαγιόγλου με τις μεσολαβητικές πραότητες της
εμπειρίας αλλά και της συναισθηματικής αποδοχής και κατανόησης στο αναπότρεπτο
των κανόνων του παιχνιδιού ανέδειξε τις σταθερές υποκριτικές της δεινότητες. Η
Μπέτυ Αρβανίτη ένα τυραννικό μητριαρχικό πρότυπο, με την αν όχι ισοθεϊκή
οπωσδήποτε κορυφαία θηλυκή οντότητα που υποδύθηκε μας επιβεβαίωσε την
ανθεκτικότητα της στους μεγάλους ρόλους.
Γιώργος
Χατζηδάκης