(Αναδημοσίευση
από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου" και συγκεκριμένα
από το αφιέρωμα "Ο Αριστοφάνης δε μένει πια εδώ").
Φανταστικός
διάλογος ανάμεσα στους δύο κορυφαίους σατιρικούς μας, τον αρχαίο και το
σύγχρονο, όπως τον φαντάστηκε ο Νίκος
Επισκοπόπουλος και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Παλλιγενεσία" του
1901 με την ευκαιρία του ανεβάσματος των "Νεφελών". Η ιστορική εκείνη
παράσταση που επαναλήφθηκε πολλές φορές τα επόμενα χρόνια και περιόδευσε και
στην Αίγυπτο, είχε ανέβει σε μετάφραση του Γεώργιου Σουρή και καθ' υπόθεση
σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο.
Διάλογος ζώντος και νεκρού
[Η σκηνή υπό
την Ακρόπολιν, εις το Διονυσιακόν Θέατρον].
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Η
μόνη φροντίς, την οποία μας επιτρέπουν οι θεοί εις τα Ηλύσια, είναι η της
παρακολουθήσεως των έργων μας. Οι στίχοι και τα μάρμαρα και αι σκέψεις, τας
οποίας εσκορπίσαμεν και αι μορφαί τας οποίας επλάσαμεν, μας προσκολλούν με
χίλιους δεσμούς εις την γην. Δυστυχώς καμμίαν αιτίαν δεν δίνει η νεωτέρα Ελλάς
εις τους ποιητάς δια ν’ αφυπνίζωνται. Εις την αίθουσαν της Μουσικής Εταιρίας
διά πρώτην φοράν, προχθές, το αρχαίον πνεύμα της κωμωδίας, αόρατο και παρόν,
ησθάνθη μίαν παλαιάν φρικίασιν.
ΣΟΥΡΗΣ: Α!
ναι, ήσθε εις την παράστασιν χθες. Και πώς σας εφάνη, κ. Αριστοφάνη;
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ:
Ω! η μετάφρασις ωραία. Η δημιουργία των στίχων οποίαν την εφαντάσθην και εγώ,
όταν νέος σφριγών, όταν έγραφα ανωνύμως και εις βάρος άλλων τας πρώτας μου
κωμωδίας. Άλλ’ η εντύπωσις από την ακρόασιν πόσον απελπιστική, πόσον ασφυκτική,
πόσον μικρά!
ΣΟΥΡΗΣ: Τι
θέλετε να πήτε;
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ:
Θέλω να είπω προπάντων ότι είναι θαύμα πως δεν με εσφύριξαν οι Έλληνες και θέλω
να είπω ότι το θαύμα αυτό το χρεωστώ εις την νεότητα των στίχων σου. Ω! αν
ηδύνασο να φαντασθής την έκπληξιν μου, εμού και των «Νεφελών», τον τρόμο μου
εμού και των «Νεφελών», όταν μέσα εις την ασφυκτιώσαν εκείνη αίθουσαν, με τους
μελανοφόρους εκείνους ωχρούς ανθρώπους με τα πελιδνά φώτα, έξω του ηλίου, έξω
του αέρος, έξω του φωτός των άστρων, προσεπάθησες ν’ αναστήσης την παλαιάν και
υγιά ευθυμίαν των στίχων μου. Ήσαν τα χείλη σας όλων μικρά και αδύνατοι οι
κοιλίαι σας και ο γέλως τον οποίο απαιτούν τα έργα μου, ο μέγας, ηχηρός,
χάλκινος γέλως, δεν ημπορούσε να εξέλθη από τους εφθαρμένους σας οδόντας.
Εχάσατε τον δρόμον της ευθυμίας και είσθε πολύ αναιμικοί και δυσπεπτικοί και
περιφρόντιδες ώστε να γελάτε τέκνα μου.
Και σας
ετρόμαξαν, είδα πως σας ετρόμαξαν αι βωμολοχίαι μου και αι αισχρότητες μου,
διότι το πνεύμα σας έγεινεν ανήθικον, διότι αι λέξεις μου αφυπνίζουν την ιδικήν
σας αισχρότητα, διότι ούτε η γυμνότης, ούτε η ελευθέρα ένωσις των σωμάτων εις
δημιουργίαν καλλονής δεν σας αδελφώνουν πλέον με την αθωότητα της φύσεως. Η
σκέψις σας έπαυσε να είναι αγνή και έπαυσαν να σας είναι ιερά όσα επιβάλλει η
φύσις και έπαυσεν η ανατένισις ενός γυμνού σώματος να σας φέρη εις το στόμα
μίαν δοξολογίαν. Μια κατάρα και μια διαφθορά επέρασε επάνω από την υγείαν των
ενστίκτων σας…
ΣΟΥΡΗΣ: Αλλά,
κύριε Αριστοφάνη, ομολογουμένως τα λέτε πάρα πολύ χονδρά και σεις.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ:
Ω! Έπρεπε να ιδής τα αθώα και υπέροχα παιδιά τα οποία εμαζεύοντο εις το θέατρο
εκείνο του Διονύσου, ενώ τριγύρω υψούντο οι ναοί, ελαξεύοντο μάρμαρα, νικητήρια
επανήρχοντο τα πλοία και ο χρυσός της Δήλου εσκορπίζετο εις την ανέργεσιν αθανασίας.
Η σάτυρα μου,
είτε εμαστίγωσε τον Κλέωνα εις τους «Ιππείς», είτε διακωμωδεί τους γέροντας
αστούς εις τας «Σφήκας», είτε εμυκτήριζε τους σοφιστάς εις τας «Νεφέλες», είτε
εις τους «Αχαρνείς» εκαυτηρίαζε του λαού, την ευπιστίαν αφύπνιζε κάτι τι το
ζωντανόν εις τας αναμνήσεις των θεατών όλων. Εν διηνεκές πυροτέχνημα και μία
διηνεκής σπινθηροβολία και μία αστειότης υγιής, εντός της οποίας εχόρευον και
εθριάμβευον όλα τα ένστικτα, όλα τα παιγνίδια της σαρκός, όλαι αι ιδιοτροπίαι
των ορέξεων και όλαι αι γελώσαι διαφθοραί και όλαι αι παίζουσαι διαστροφαί –
αυτό ήτο το έργον μου. Ο γέλως των ωραίων και υπέροχων αυτών εφήβων, οι οποίοι
υπήρξαν πρόγονοι σας και υπήρξαν αθάνατοι, υψούτο ως εν κύμα, το οποίο ηπλούτο
ήρεμον, χάλκινον, αθώον, άκακον και μέγα και έφθανεν έως εις τον Σαρωνικόν και
εδέσποζε και αυτού του θορύβου της θαλάσσης.
ΣΟΥΡΗΣ: Και
ημείς εγελάσαμεν, κύριε Αριστοφάνη..
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ:
Ναι, ως να σας εγαργάλιζον την ασθενικήν σας κοιλίαν ένα γέλωτα καπηλικόν, ένα
γέλωτα κατώτερον, τον οποίο σας απέσπων αι ακάρθατοι διά σας και ασυνήθεις
λέξεις. Όχι, η ανάγνωσις η προχθεσινή ήτο εν μέγα παράδειγμα, ότι τίποτε
αρχαίον δεν ημπορεί ν’ αντηχήση εις τας νεώτερας σας ψυχάς. Και μέσα ακόμη εις
το υπέροχον ύφασμα των στίχων σου, με όλον το ύψωμα της πνοής σου, η οποία
αμιλλάται με την ιδικήν μου, η ακρόασις εκείνη ομοίαζεν μολοταύτα με
τυμβωρυχίαν. Όταν παίζουν τον «Ίωνα» ή τον «Φιλοκτήτην» εις το θέατρο χασμάσθε
ευγενώς και ευπρεπώς, και όταν αι «Νεφέλαι» αναγιγνώσκονται, γελάτε, όπως θα
εγελούσατε εις τον διαπληκτισμόν δύο μεθυσμένων γυναίων.
Η ψυχή των
έργων μας απέθανε – και ήτο μοιραίον και ήτο φυσικό ν’ αποθάνη – μαζή με τον
Περικλέα, μαζή με τον Σωκράτη, μαζή με των Ρωμαίων την εισβολήν, μαζή με των
παλαιών θεών την ήτταν.
ΣΟΥΡΗΣ: ‘Ώστε,
κ. Αριστοφάνη;
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ:
Ώστε αι μεταφράσεις μας ας μείνουν ως μνημεία σεβασμού μόνον. Διά σας, κ.
Σουρή, νέας «Νεφέλας», νέους «Ιππείς», με έναν σύγχρονον πολιτευτήν αντί του
Κλέωνος, με τας διαιρέσεις τας ιδικάς σας εις πολίτας και εις αγρότας, με τα
γελοία τα ιδικά σας, με τα ρουσφέτια τα ιδικά σας, με τους ιδικούς σας σοφιστές
της καθαρεύουσης και της δημοτικής, με ό,τι συγκλονή ακόμη τον εγκέφαλον σας
και με τον βαθμόν της βωμολοχίας της κρυμμένης, της περιστρεφόμενης, της
ακκιζομένης, την οποίαν επιτρέπει η υγεία σας. Η παλαιά Ελλάς απέθανεν.
ΣΟΥΡΗΣ: Που
ξέρετε. Να σας είπω κάτι το οποίον θα σας χαροποιήση κ. Αριστοφάνη. Μία εταιρία
ιδρύθη προς υπεράσπισην των πατρίων και της ελληνοπρεπούς ανατροφής. Τα μέλη
είναι σοβαρώτατα. Ίσως μετά ολίγα έτη…
(Αίφνης μία βοή διακόπτει τον ποιητήν, βοή
σαλπίγγων θριάμβου, κραυγών διαρπαγής, τυμπάνων κατοχής, ωρυγμών μαινόμενων,
σπασμών χιλίων γαργαλιζομένων γυναικών, μυρίων τραβομαλλισμένων παιδιών: Ο
Αριστοφάνης καγχάζει).
Ν. Επ.