Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Το Χάος




Γράφει ο Εωρακώς

Από το περιοδικό «Τόπος Θεάτρου», τεύχος 2-3 (Ιούλιος-Αύγουστος – Σεπτέμβριος – Οκτώβριος – Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2016) που κυκλοφορεί την επόμενη εβδομάδα)





Με το περιθώριο μας να διευρύνεται από τον περιορισμό του χρονικού ορίου κυκλοφορίας καθώς το δεύτερο τεύχος του περιοδικού μας συνενώθηκε με το τρίτο, μας παρέχεται η ευρυχωρία να συμπεριλάβουμε και το τελευταίο τρίμηνο του απερχόμενο έτους σχολιάζοντας, κρίνοντας και συμπεραίνοντας. Μας προσφέρεται παράλληλα και μια διορατική ματιά στα όσα διακρίνονται στο άμεσο μέλλον.
Τον τελευταίο καιρό, και όχι μόνο στα πρόσφατα χρόνια, πολλοί παρατηρούν το σώμα του θεάτρου μας να διαστέλλεται ολοένα και περισσότερο, θυμίζοντας την εφιαλτική διόγκωση στον «Ρινόκερω» του Ιονέσκο, μοιάζοντας έτσι μ ένα παράλογο φαινόμενο που με καμιά ρεαλιστική συνθήκη δεν γίνεται να προσεγγισθεί. Απρόσιτο και δυσεξήγητο.
Ναι. Απ’ την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, με μια ήπια κλιμάκωση στην αρχή και με επιταχυνόμενο ρυθμό στη συνέχεια η θεατρική ζωή, άρχισε να διαστέλλεται φτάνοντας σήμερα σε ένα τερατώδες μέγεθος. Βλέπουμε συχνά τις ατελέσφορες προσπάθειες δημοσιολογούντων, είτε δημοσιογράφων, είτε θεωρητικών του θεάτρου να δοκιμάζουν διάφορες φόρμες για να δώσουν μια κάποια εξήγηση στο ακατάσχετα επιτεινόμενο ζήτημα. Για να σχηματίσει μια εικόνα ο αναγνώστης σημειώνω ενδεικτικά των αριθμό των θεάτρων, αιθουσών και αυτοσχέδιων χώρων, που στεγάζουν θεατρικές παραστάσεις. Η σελίδα των θεαμάτων της «Καθημερινής» της Κυριακής 11 Δεκεμβρίου αναφέρει 123 χώρους που προσφέρονται για θεατρικές παραστάσεις και στους οποίους αυτούς χώρους φιλοξενούνται μόνιμα η εκ περιτροπής 268 θίασοι με τις παραστάσεις τους.
Σε σχέση με τα περυσινά δεδομένα αλλά και μα την συνδρομή των προπέρσινων τα νούμερα της παραπάνω καταγραφής μεταμορφώνονται αυξητικά με έναν επιτεινόμενο ρυθμό που βρίσκει μια πρώτη σταθεροποίηση μετά την πρωτοχρονιά με μια αύξηση αιθουσών και παραστάσεων στο 20%, μια επόμενη στις αρχές Μαρτίου με μια ανάλογη αύξηση και μετά μια κατακόρυφη άνοδο στον αριθμό των παραστάσεων μ’ ‘ένα σάλτο 40%  από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο για να αρχίσει να παρουσιάζουν τα δεδομένα τους οι καινούργιοι θερινοί πίνακες που σε ένα ενιαίο άθροισμα έδωσαν πέρυσι τον εκπληκτικό αριθμό των 1100 παραστάσεων που επιτρέπει τις φετινές εκτιμήσεις να προβλέπουν πως οι διαστάσεις του τέρατος θα ξεπεράσουν το σύνολο των 1500, ζωή και κουράγιο να ‘χουμε.
Έχω μπροστά μου ένα μικρό συνοπτικό πινακάκι που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο «Αθηνόραμα» που καταγράφει δεδομένα θεάτρων και θεατρικών παραγωγών στα τελευταία οκτώ χρόνια. Αντιγράφω : Θεατρική περίοδος 2008 – 9, θεατρικές σκηνές 250, παραστάσεις 726. Θεατρική περίοδος 2009 – 10, θεατρικές σκηνές 258, παραστάσεις 781. Θεατρική περίοδος 2010 – 11 σκηνές 321, παραστάσεις 988. Θεατρική περίοδος 2011 – 12 σκηνές 292, παραστάσεις 1003. Θεατρική περίοδος 2012 – 2013, σκηνές 330, παραστάσεις 1139. Θεατρική περίοδος 2013 – 14 σκηνές 312, παραστάσεις 1069. Θεατρική περίοδος 2014 – 15 σκηνές 297, παραστάσεις 1092. Θεατρική περίοδος 2015 – 16, σκηνές 308 και παραστάσεις 1166.
Να σημειωθεί πως ούτε καν λογαριάζονται οι τουλάχιστον 100 πολυάνθρωποι ( μιλάμε για μεγάλο και ανυπολόγιστο πληθυσμό ατόμων ) ερασιτεχνοεπαγγελματικοί θίασοι που περιβάλλουν το θεατρικό κέντρο με πλούσιο και κείνοι ρεπερτόριο.
Είναι μάταιο και περιττό να καταγράψουμε τα έργα και να αξιολογήσουμε τις επιλογές των υπεύθυνων των ποικίλων θεατρικών σχημάτων, είναι μάταιο να αναζητήσουμε συσχετισμούς του ρεπερτορίου καθενός απ’ την πληθώρα των θιασικών μορφωμάτων, με τα κοινωνικά παράλληλα, όπως το καθεστώς, την οικονομική κρίση, την ανικανότητα των υπευθύνων και την αποτυχία της όποιας πολιτικής εφαρμογής στα ζητήματα του θεατρικού πολιτισμού. Δεν υπάρχει ιδεολογική συνισταμένη, δεν υπάρχει, θεατρικό φρόνημα, δεν διακρίνεται κανένας προσανατολισμός. Το μόνο που θα μπορούσε να προκαλέσει ερωτήματα και απορίες είναι ο αριθμός των ηθοποιών, των ατόμων που ανεβαίνουν στις σκηνές και στα πατάρια, το ποιόν του καθενός, οι όποιες σπουδές και προελεύσεις και οι απολαβές τους. Για μια παρόμοια απόπειρα, να δοθεί δηλαδή ένα κατά προσέγγιση νούμερο – για οτιδήποτε περισσότερο κάθε προσπάθεια είναι απολύτως ανέφικτη – μόνο αναλογικά και απολύτως ανεύθυνα θα μπορούσε να υπολογιστεί πως οι ασχολούμενοι με την πραγματοποίηση αυτού του πρωτοφανούς φαινομένου θα μπορούσαν να πλησιάζουν, ίσως και να ξεπερνούν τις 100. 000 άτομα
Παρακολούθησα τις απεγνωσμένες προσπάθειες  μιας κριτικού να αντιληφθεί και να εξηγήσει με επιστημονικούς κανόνες, κατά έναν τρόπο, τρόπο το φαινόμενο και μ’ επιχειρήματα άρρητα αθέμιτα κατέληξε πως το πράγμα δεν εξηγείται. Για να δώσω στον αναγνώστη μου μια μικρή συγκριτική δυνατότητα, κλείνοντας το σημείωμα μου προσθέτω την εικόνα της θεατρικής ζωής της πρωτεύουσας όπως εμφανιζόταν πριν από σαράντα επτά χρόνια με βάση την στήλη των θεαμάτων της εφημερίδας «Το Βήμα» την 1η Ιανουαρίου του 1970.
Αθηνών: θίασος Μυράτ, Ζουμπουλάκη «Απαγορευμένο τετράδιο». Ακάδημος: «Ο Ευκλείδης και το κλειδί του». Ακροπόλ: θίασος Ρένας Βλαχοπούλου, Γ. Πάντζα, Ν. Τζάνετ «Μίνι, μάξι και σι θρού». Αλάμπρα: θίασος Φέρτη- Καλογεροπούλου «Η ηδονή  της τιμιότητας» Άλφα: θίασος Α. Μπάρκουλη, Λ .Παππαγιάννη, Κ. Καρρά «Ο έρωτας των τεσσάρων Συνταγματαρχών». Αμιράλ:  θίασος Σ. Γιούλη - Θ. Βέγγου «Ο τρελός του Λούνα Πάρκ και η ατσίδα». Αυλαία: θίασος Βαλέντη, Αυλωνίτη «Μπουμπούνα αγάπη μου» Δεύτερη σκηνή: «Το πανδοχείο του τρόμου». Καφέ θέατρο - Απολογία: «Άγονη γραμμή» Βέμπο:  θίασος Α. Καλουτά – Τ. Μηλιάδη «Η ώρα επλησίασε» Βασιλικό: «Τρικυμία» Βέργη: θίασος Μ. Κατράκη- Ε. Βεργή «Ο χορός του θανάτου» Βρετάνια: θίασος Ε. Λαμπέτη  «Φράνκυ» Γκλόρια: θίασος Βουτσά - Ρίζου – Κοντού, Γ. Βογιατζή «Αγάπη μου παλιόγρια». Δημοτικό Πειραιώς: «Η Νεκρή βασίλισσα» Διάνα: θίασος Τζένη Καρέζη « Θεοδώρα η Μεγάλη» Διονύσια: θίασος Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ «Αυτό που ξέρει κάθε γυναίκα» Κάβα: θίασος Ν. Χαζίσκου, Τ. Νικηφοράκη «Μήδεια», «Εραστής» Κατίνα Παξινού: θίασος Αλέξη Μινωτή-Κατίνας Παξινού «Η Ήρα και το παγώνι» Κοτοπούλη: θίασος Λ. Κωνσταντάρα- Μ. Χρονοπούλου «Ο Μπάμπης και ο Μπαμπίμνος». Κώστα Μουσούρη: «Τσάο» Όρβο: θίασος Αντιγόνη Βαλάκου «Τάνια» Παππά: θίασος Αναλυτή – Ρηγοπούλου «Αγάπη μου Ουάουα». Πειραματικό: θίασος Μαριέτας Ριάλδη «Τα παιδιά». Ποντίων: θίασος Βήματα «Η αυλή των θαυμάτων». Όρβο:  θίασος Α. Γασπάρη «Το δάσος με τις αναπνοές» Τέχνης: «Πάρτυ γενεθλίων»/ «Ο επιστάτης» Φλορίντα: θίασος Π. Λάζου, Γ Κωστή, Γ. Ολύμπιου «Όταν η γυναίκα θέλει» Χατζηχρήστου: θίασος Χατζηχρήστου, Φωτόπουλου, Παπανίκα «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει». Χριστιανικό θέατρο: «Είναι μεσάνυχτα δόκτωρ Σβάιτσερ». Απολογισμός 27 θέατρα, ισάριθμες παραστάσεις και κοντά στους διακόσιους οι ηθοποιοί…
Είναι εκεί παρόντες όλοι οι θεοί, οι ημίθεοι και οι ήρωες του θεατρικού 20ου αιώνα. Είναι η πύλη που μπαίνουμε στα νεότερα χρόνια. Είναι η αρχή του ορίζοντα που θα αποπειραθούμε να στοιχειοθετήσουμε κομματάκι κομματάκι.
Προκλητικά  υποχρεωνόμαστε να το αναφερθούμε κι ένα ακόμα φαινόμενο που εξ ίσου ορμητικά έχει μπουκάρει σαν τσουνάμι κατακλύζοντας τις ρύμες, τις οδούς και τις λεωφόρους της θεατρικής μας πολιτείας. Φαινόμενο απότοκο του κύριου και μέγιστου της ασυνάρτητης αύξησης των θεάτρων. Πρόκειται για τα ψηφιακά site, θεατρικής ύλης που καταγίνονται με την προβολή και την προώθηση των μυριάδων παραστάσεων και των ανάλογα αυτοφυών, αγνώστου είδους και συνομοταξίας κριτικών και προωθητών, είδος ανάμεικτο σαν τους παραλλαγμένους των ταινιών επιστημονικής φαντασίας, που επιτείνουν το χάος. Αλλά περί αυτών στο άλλο τεύχος.

Ο Εωρακώς


Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Μόνος θεός ο σκηνοθέτης

Γιασμίνα Ρεζά
«Ο Θεός της σφαγής»


Θέατρο Αθηνών


Τίτλος βαρύγδουπος, αιμοσταγής και αιμοβόρος. Αλλά, όπως λέμε θεωρία επισκόπου και καρδία Μυλωνά. Κάτω απ’ τον τοτεμικό τίτλο υπάγεται παραπλανητικά έργο θεατρικό με θέμα ένα ασήμαντο περιστατικό παιδικού τσακωμού που ωστόσο με μια ενδοσκοπική επιστροφή μερικών εκατοντάδων αιώνων αποκαλύπτεται πως η προέλευση του είδους μας έχει μια θηριώδη καταγωγή. ’Ενας ανελέητος θηριώδης θεός κάθεται στην κορυφή της πυραμίδας. Και εμείς σήμερα, άνθρωποι πολιτισμένοι, αξιοπρεπείς, ειρηνικοί και φιλήσυχοι που μιλάμε που επικοινωνούμε με τα κινητά μας τηλέφωνα δια μέσου των αιθέρων και εμπνεόμαστε γευστικότατες συνταγές ζαχαροπλαστικής σκοντάφτοντας απροσδόκητα πάνω στον τσακωμό δυο σχολιαρόπαιδων βρισκόμαστε εμβρόντητοι μπροστά σε μια μοιραία αποκάλυψη που έρχεται και ορθώνεται μπροστά μας. Δεν είμαστε το ειρηνικό και εξευγενισμένο είδος που φανταζόμαστε αλλά πρόγονός μας είναι ο φοβερός θεός της σφαγής. Μια αποκάλυψη που τάχα δεν μπορούμε να την αντέξουμε και το ευαίσθητο νευρικό μας σύστημα αντιδρά, ξεσπάμε σε διαπληκτισμούς, μας καταβάλει η αφυπνισμένη επιθετικότητα, το καλομαθημένο στομάχι μας συσπάται και ξερνάμε λερώνοντας το επιμελημένο αστραφτερό καθιστικό μας. Και όλα αυτά με το έναυσμα του παιδικού τσακωμού των τέκνων μας.

Και καλά οι αποκεφαλισμοί των ισλαμιστών που έδειχνε, φάτσα φόρα πριν από λίγο η τηλεόραση το ζεύγος των οικοδεσποτών και γονέων του μικρού παθόντος δεν τους είδαν; Για τις άγριες σφαγές και τις γενοκτονίες που σημειώνονται κατά χιλιάδες σε κάθε σημείο του πλανήτη μας σ’ όλη την διαδρομή της ανθρώπινης αγριότητας και στον αιώνα μας ιδιαίτερα, τους αγνοούν τα δυο ζευγάρια του έργου για να μας σερβίρουν την απλοϊκή ατάκα της Ρεζά πως τα παιδιά «ρουφάνε τα παραδείγματα συμπεριφοράς από τους μεγάλους». Ούτε η βία των τηλεοπτικών παρασκευασμάτων δεν επηρεάζει κανέναν; Η καθημερινή πρακτική του βίου μας άλλα καταθέτει. Πως αγνοείται τόσο αδικαιολόγητα η πληροφορική πολυμέρεια του καιρού μας. Κανένας μας δεν αγνοεί πως ο άνθρωπος – εμείς δηλαδή - με τον εγκέφαλο του ερπετού στο βαθύτατο υπόστρωμα του, φέρει το φονικό ένστικτο μέσα του και σκοτώνει, σκοτώνει από φυσική παρόρμηση και μόνο, όταν τα ευπρόσβλητα οχυρωματικά έργα του «πολιτισμού», τα πάσης φύσεως φράγματα που πασχίζουμε να στήσουμε ενάντια στα ισχυρά ρεύματα των ενστίκτων μας, σαρώνονται σε κάθε ευκαιρία διέγερσης ομαδικής η ατομικής. Ζούμε με την ψευδαίσθηση πως απομακρυνθήκαμε και πως βρισκόμαστε σε απόσταση ασφαλείας από τους μελανούς αιώνες που οι γονείς θυσίαζαν τα πρωτότοκα αρσενικά παιδιά τους για την εύνοια του ιερατείου. Αλλά κι αν είμαστε πράγματι πολύ μακριά απ’ τις  εκείνες τις εποχές, επειδή στο μεταξύ εκπολιτιστήκαμε και μάθαμε να καλλιεργούμε τουλίπες, πώς να εξηγηθούν οι εξανδραποδισμοί πληθυσμών σε κάθε σημείο της γης που συμβαίνουν σήμερα. Τα ολοκαυτώματα, οι ομαδικοί αφανισμοί, το ξεκλήρισμα πόλεων και χωριών και λαών ολόκληρων όπως οι Αρμένιοι, οι Πόντιοι, οι Εβραίοι, φυλές ολόκληρες Αφρικανών και λαοί ιθαγενών της αμερικανικής ηπείρου, βόρειας και νότιας.

Αναμφισβήτητη και επιβεβαιωμένη είναι η βαρβαρότητα των Αμερικανών που αναδεικνύεται σε κάθε παράγραφο της πρόσφατης ιστορίας (Κορέα, Βιετνάμ, Ιρακ, Αφγανιστάν ) αλλά και οι άλλοι λαοί, κράτη του βορρά και του νότου, οι γείτονες μας της ανατολής και της δύσης, αλλά και εμείς οι ίδιοι οι Έλληνες από πόσες τέτοιες επαίσχυντες βαρβαρότητες, όσο και αν προσπαθούμε ν’ απαλλαγούμε δύσκολα καταφέρνουμε να κρυφτούμε απ’ τα κιτάπια της ιστορίας. Κι αν θεός της σφαγής δεν υπάρχει ούτε σαν ψήγμα στην φαρσοκομεντί της Ρεζά, πραγματικοί και αγριότατοι θεοί της σφαγής υπήρχαν και εξακολουθούν ναυπάρχουν ίδιοι κι απαράλλακτοι όσο  στις αρχές της ανθρωπότητας. Ναι, ατεκμηρίωτος μένει ο τίτλος του έργου που είδαμε στο Θέατρο Αθηνών, μια εντυπωσιακή επιγραφή χωρίς περιεχόμενο, αλλά και η δήθεν υποκρισία που καλύπτει τάχα την πραγματική σχέση των ζευγαριών, των οικογενειών και των κοινωνιών στο σύνολό τους, - όχι μόνο τις κοινωνίες των αστών και των μικροαστών – δεν είδαμε να καταγγέλλεται σε κανένα σημείο του έργου. Διακρίνεται μια επίφαση καθωσπρεπισμού, κάποιες στιγμιαίες εντάσεις, μικροσυγκρούσεις μεταξύ των ζευγαριών αλλά τίποτα το αποκαλυπτικό. Παραπλανημένοι και παραπλανητικοί οι συσχετισμοί με τον Στρίνμπεργκ, τον Ντύρενματ και τον Άλμπη εκεί όπου τα πάθη κοχλάζουν. Καμία σχέση. Στην ουσία το έργο περί του οποίου ο λόγος είναι ένα αχαμνό, άνευρο, παρατραβηγμένο, σεναριάκι που ούτε ο Πολάνσκι στο σινεμά («Carnage») κατάφερε να του δώσει κάποια βαρύτητα και ουσία. Σε παρόμοιο καμβά, πολλοί σεναριογράφοι πέτυχαν  πιο έξυπνες και πιο ουσιαστικές ταινίες, ίσως πριν η ίσως και μετά το θεατρικό που μας απασχολεί.

Ωστόσο εκεί που απέτυχε η Ρεζά και ο Πολάνσκι θριάμβευσε ο Μαρκουλάκης. Πήρε στα χέρια του το αδρανές εργάκι (μην σας θαμπώνουν οι διεθνείς διακρίσεις, τα βαρυσήμαντα περισπούδαστα επίθετα των κριτικών και οι ανύπαρκτες αρετές που ανακαλύπτουν. Μόνο οι Άγγλοι κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται σημειώνοντας «μια ωραία κωμωδία») Ο Μαρκουλάκης λοιπόν, (αφού το έργο είχε αποτύχει σε δυο προηγούμενα ανεβάσματα στην πόλη μας, το 2009 την πρώτη και το 2010 - 2011 με  Βούρο, Δανδουλάκη, Φέρτη, σκην. Φασουλή την δεύτερη), βρήκε την ευκαιρία να στήσει μια δαιμονιώδη παράσταση με συνεχή ευρήματα, προσθέτοντας ατάκες, ασφαλώς και σκηνές, σπιρτάδα, αναφλέξεις και μια σειρά από ποικίλα έξυπνα φαρσικά τεχνάσματα που έκανε την κατάμεστη πλατεία να μην μπορεί να συγκρατήσει την ευθυμία και ξεσπούσε σε απανωτά γέλια. Αλήθεια δεν υπήρχε όπως είπαμε θεός της σφαγής, αποκαλύφθηκε όμως θεός της σκηνοθετικής καπατσοσύνης – με την ευλογία του θεού του θεάτρου - και του αναπάντεχου σκηνικού σκαρφίσματος. Θαύμασα τα πανέξυπνα γυρίσματα των καταστάσεων και τα απολαυστικά φρεναρίσματα της δράσης με τα τηλεφωνήματα και μ’ άλλα καμώματα. Σπουδαίος !


Ο σκηνοθέτης δεν ήταν ωστόσο αβοήθητος. Είχε συμμάχους μια τριάδα απ’ τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του που και με την δική του συμμετοχή αποτέλεσαν ένα  κουαρτέτο που στριφογύριζαν, διασταυρώνονταν, δρασκαλιόνταν, σέρνονταν, συντηρώντας έναν φρενιτιώδη ρυθμό στην αλληλουχία των αλλεπάλληλων εξελίξεων. Στεφανία Γουλιώτη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Λουκία Μιχαλοπούλου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, η χρυσή τετράδα. Να προσθέσω πως με εντυπωσίασε σαν άποψη και κατασκευή το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή.

Γιώργος Χατζηδάκης