Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Τα παιδία δεν παίζει....

Και μια ταινία ανάμεσα στα θεατρικά, υποψήφια για τα μάτια των μαθητών. Δεν διέκρινα απολύτως κανένα λόγο η το παραμικρό σημείο που να στηρίζει την αρνητική θέση οποιουδήποτε για το συγκεκριμένο κινηματογραφικό πόνημα. Είτε από τη σκοπιά του εκπαιδευτικού, είτε του γονέα ή και του απλού πολίτη το έργο αυτό είναι καταλληλότατο ( για να μην πω επιβεβλημένο) για τα παιδιά της μέσης και ανωτέρας εκπαιδευτικής κλίμακας. Και για να το εντάξουμε αναλύοντας τα δεδομένα του πρέπει να το χαρακτηρίσουμε σαν έργο καθαρά πολιτικό με την ευρύτατη έννοια του όρου, που παρουσιάζει το παιδί των δέκα ως δώδεκα χρόνων να διεκδικεί το δικαίωμά του στο παιχνίδι. Να απαιτεί από το Σύστημα τον φυσικό χώρο που δικαιούται για να εκφράζει τις ανάγκες του. Ήπια, ειρηνικά και θαρραλέα μια όμάδα τεσσάρων παιδιών μεθοδεύει τις πιέσεις και τα διαβήματα που με τους δικούς του αυθόρμητους τρόπους θα ασκήσει στην εξουσία μεταχειριζόμενο τα αυτονόητα επιχειρήματα. Απεικονίζονται επίσης οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκύπτουν μέσα στις τάξεις των ομάδων που διεκδικούν κι αυτό είναι μια ρεαλιστική παράμετρος που συνυπολογίζεται στα θετικά στοιχεία. Τα παιδιά που παίζουν, ιδιαιτέρως τα δυο κορίτσια, είναι φυσικά και πειστικότατα και πρέπει να αυτοανακληθείς στην πραγματικότητα για να θυμηθείς πως όλα αυτά γίνονται μπροστά σε μια κάμερα. Κλαίνε, γελάνε, συζητούν, αντιδρούν, παίζουν τόσο αληθινά που νομίζεις πως βλέπεις «μια φέτα ζωής» που λέει ο Ζολά στο μανιφέστο του νατουραλισμού. Το κυριότερο είναι πως ο σεναριογράφος δεν παρασύρεται σε κοινωνιολογικές και παιδοψυχολογικές αναλύσεις που θα έκαναν το όλον αφύσικο και τους ήρωες μικρομέγαλους, αντίθετα και οι διάλογοι και η φρασεολογία είναι στην τρέχουσα πρακτική των ηλικιών που παρουσιάζονται. Επειδή ωστόσο δεν είναι δυνατόν να παραγνωρίσω και να μην κατανοήσω τις θέσεις των εκπαιδευτικών μελών της επιτροπής που ανησυχούν για τους κίνδυνους που πιθανόν να ( νομίζουν πως ) ελλοχεύουν στην προβολή και την ενθάρρυνση τέτοιων αντιδράσεων εκ μέρους των παιδιών, θα μου επιτρέψουν να υποσημειώσω πως δεν πρέπει να ευνοούμε την διατήρηση αυτής της καταστροφικής παθητικότητας που χαρακτηρίζει σήμερα την κοινωνία, στο όνομα κάποιας κακώς εννοούμενης πειθαρχίας, αλλά ούτε και την στρεβλή επαναστατικότητα και ασυδοσία που οδηγεί σε εξεγέρσεις και καταλήψεις κι αυτό ακριβώς είναι το δικό τους χρέος: να καθοδηγήσουν τα παιδιά σωστά την έκφραση διαμαρτυρίας από τριάντα χρόνια έχουν χάσει την αναλογία των δυο αυτών εννοιών.
Γιώργος Χατζηδάκης

ΤΟ ΚΟΛΙΕ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ στο Τρένο στο Ρουφ




Έργο και παράσταση ισχυρών εντυπώσεων και νοημάτων

Μέσα σ’ έναν κόσμο που τίποτα σταθερό δεν εγγυάται, που η ζωή είναι έωλη και φευγαλέα και η εποχή παραπαίει έχοντας ξεκολλήσει απ’ τη βάση της, που τα ιδανικά και οι ιδέες, οι αξίες και οι σχέσεις, και όλα αυτά που χωρίς ουσιαστικό τα χαρακτηρίζουμε «σταθερές» έχουν διασαλευθεί, μια γυναίκα αναζητάει το κολιέ που έχασε και μια άλλη ένα κόκκινο τόπι που κυλάει. Ο υπογραφόμενος αντιπαθεί τα σύμβολα που μετατρέπουν το θέατρο σε κουίζ και στέκει αντίθετος με τα φρούτα της μόδας που λέγονται σημειολόγοι. Δεν μπορώ όμως αγαπητοί μου να μην διαβάσω με προσοχή τις άμεσες και απολύτως ευκρινείς αλληγορίες της συγγραφέα. Άλλωστε δεν παίζει με τον θεατή το παιχνίδι των αποκωδικοποιήσεων, μιλάει καθαρά και σταράτα. Αν θέλεις να υπονοήσεις έναν πλανήτη που πλήττεται και σπαράσσεται ποιόν άλλο χώρο παρά τη Βυρηττό θα διαλέξεις κι αν θέλεις να μιλήσεις για τη φρίκη, για ένα δεκάχρονο παιδί που διαμελίσθηκε στην ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου τι άλλο θα βρεις από ένα κόκκινο τόπι, το τόπι που κρατούσε πριν απ’ το θάνατό του που αναπήδησε και κύλησε και χάθηκε. Κι αν θέλεις να αναφερθείς στον δυτικό πολιτισμό και στους ανθρώπους του, που βιώνουν κι αυτοί τις δικές τους απώλειες, τι καλύτερο «σήμα» παρά ένα περίτεχνο πλαστικό κολιέ, προσωρινό και φευγαλέο όπως η ζωή, που μοιραία σπάει και σκορπάει τις χάντρες του. Το έργο της Καναδής Καρόλ Φρεσέ μοιάζει πολιτικό αλλά στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό. Καταγράφει την απώλεια. Την οδύνη της απουσίας. Την αίσθηση της έλλειψης. Την μάταιη αναζήτηση του χαμένου.

Η Τατιάνα Λύγαρη έψαυσε προσεκτικά το κείμενο και το διέγνωσε σωστά και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός. Το αφηγήθηκε βιωματικά και το έπαιξε με πόνο. Η πνευματική της συγκρότηση τη βοήθησε να διαβάσει το κείμενο σε βάθος και η υποκριτική ευστροφία της φάνηκε στις μεταβάσεις από τη διήγηση στη βίωση. Καθοδήγησε τους δυο εξαιρετικούς συνεργάτες της ηθοποιούς αριστοτεχνικά αξιοποιώντας τις ιδιαίτερες ερμηνευτικές ικανότητες του καθενός, τόσο τον Βαγγέλη Ρόκκο με πολλαπλούς και διαφορετικούς ρόλους όσο και την Ανατολή Αθανασιάδου στην δραματική φιγούρα της μάνας. «Το κολιέ της Ελένης» είναι ένα έργο και μια παράσταση ισχυρών εντυπώσεων, νοημάτων, αποκαλύψεων μα πιο πολύ είναι ένα καθαρό έργο τέχνης, είναι μια επαφή με το θαύμα της θεατρικής πράξης. Δεν απευθύνεται σε ειδικές κατηγορίες θεατών. Είναι ένα έργο για όλους. Και για τα παιδιά; Μα φυσικά. Κυρίως για τα παιδιά, αν φυσικά δεν τα προορίζουμε για κάποιον αποστειρωμένο χώρο μακριά από τις μεγάλες αλήθειες της ζωής, της τέχνης και πιο ειδικά της ποίησης. Και όταν ο καθηγητής τους θα τους μιλήσει για την ποίηση της Κικής Δημουλά θα έχει ένα γνωστό κοντινό σημείο αναφοράς να ανατρέξει.

Γιώργος Χατζηδάκης

ΓΚΡΙΜ και ΓΚΡΙΜ στο θέατρο Μικρή Πόρτα

Παραμύθια. Βασιλιάδες και βασιλοπούλες, μάγοι και μάγισσες, πατεράδες με τρια αγόρια, μαγεμένα γαϊδούρια που αντί κοπριές βγάζουν φλουριά κι αγόρια με ένα αστέρι στο μέτωπο που το ριζικό τους λέει πως στα δεκάξι τους θα παντρευτούνε τη βασιλοπούλα και άλλα απίθανα σενάρια ξεπατικωμένα απ’ την παλαιά διαθήκη, δηλαδή την εβραϊκή μυθολογία. Στο μεταξύ ο χρόνος έχει προχωρήσει. Μπαίνουμε στον τελευταίο χρόνο της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Μένουμε ακόμα στα παραμύθια; Η κ. Καλογεροπούλου δεν έχει αντιληφθεί πως ορθώνεται μια νέα ανθρωπότητα; Δεν μπορεί να μην βλέπει, να μην αισθάνεται, πως ένας πληθυσμιακός σάλος θα σαρώνει την Ευρώπη όταν τα σημερινά παιδιά θα είναι έφηβοι. Το τσουνάμι που θα κατακλύσει την Ευρώπη μετά από δέκα χρόνια έχει ξεκινήσει από την Κίνα και την Ινδία και είναι ήδη ορατό. Η μορφωτική λαίλαπα που επίκειται τι αντιστάσεις θα βρεί; Παραμύθια των αδελφών Γκριμ σκηνοθετημένα «πλακατζίδικα»; Νομίζω πως η βασική μου αντίρρηση στον τρόπο της σκηνοθεσίας εδράζεται. Στην γκροτέσκα και πλακατζίδικη σκηνοθετική γραμμή της κ. Λίλο Μπάουρ που αφαίρεσε απ’ το παραμύθι το ποιητικό του στοιχείο, μοναδικό λόγο για να στεκόμαστε ακόμα στα παραμύθια και μάλιστα με τέτοια εμμονή. Παραμύθι ήταν και το «Πραμυθίσιμο» η παράσταση που είχαμε δει στη «Μικρή Πόρτα» πριν από δυο χρόνια. Μια παράσταση με χιούμορ, χιούμορ ευρηματικό, υψηλής σύλληψης και ποίησης, ποίησης άφθονης που δεν άφηνε να φανεί η στεγνότητα και η αφέλεια των μύθων αλλά τα ξεχείλιζε με εκστατικές εντυπώσεις. Ναι με τέτοιες επενδύσεις τα παραμύθια είναι χρήσιμα ως όχημα. Μεταφέρουν τον θεατρικό πυρήνα, τη μέθεξη, που όπως ξέρει και η κ. Καλογεροπούλου και οι παιδοψυχολόγοι συνεργάτες της είναι το μέγα ζητούμενο και η πραγματική προσφορά στην αδαή παιδική προσληπτικότητα. Ναι, παραμύθια αλλά σαν το «Παραμυθίσιμο» και όχι σαν το παρόν θέαμα της κ. Λίλο Μπάουρ. Όχι γκροτέσκο και πλάκα αλλά ποίηση και χιούμορ. Για παράδειγμα στην παράσταση του Μοσχόπουλου το σεξουαλικό πλησίασμα του γαϊδάρου στην γαϊδούρα που έκανε την πλατεία (τους γονείς συνοδούς μόνο, ελπίζω) να ξεσπάσει σε χάχανα, δεν θα υπήρχε ούτε κατά διάνοια, ούτε η ηχηρή πορδή στο πανδοχείο και μετά η κωμική προσπάθεια να καθαρίσει τάχα η ατμόσφαιρα απ’ τη δυσοσμία. Δεν είναι χιούμορ αυτό κ. Καλογεροπούλου. Ούτε παιδαγωγική πρόταση. Το αντιλαμβάνεστε φαντάζομαι. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη η παρουσία στην παράσταση του ηθοποιού Γιάννη Σαρακατσάνη, του δημιουργού και άξονα της δυναμικής θεατρικής ομάδας Abovo, που ομάδα και πρωταγωνιστή τους έχουμε εκθειάσει και βραβεύσει για τις πολλές και πετυχημένες παρουσίες τους μέχρι σήμερα. Διστακτικά θα παρατηρήσω πως τόσο σε ύφος αλλά και σε ρυθμούς, σε πολλά ευρήματα, στα πλασαρίσματα και σ’ έναν «σχολιασμό» που διέπνεε τη όλη παράσταση αναγνωριζόταν ένα πνεύμα Abovo. Κάνω λάθος; Όλοι οι ηθοποιοί πολύ καλοί και είναι ένας ουσιαστικός λόγος που βλέπει κανείς την παράσταση με θετικό μάτι, παρά τις αντιρρήσεις που εκτενώς εξέθεσα.
Γιώργος Χατζηδάκης

"Τι γλώσσα μιλάμε Άλμπερτ;" στο θέατρο του Νέου Κόσμου



Μια ιστορία βουβή και φλύαρη

Η γοητεία της λιτότητας και η λιτότητα της γοητείας. Η χαρά της τέχνης και ο θρίαμβος της φαντασίας. Αυτές οι λέξεις μου ‘ρχονται κατ΄ αρχήν στο μυαλό πιάνοντας να σημειώσω τις εντυπώσεις μου απ’ το θεατρικό κομμάτι «Τι γλώσσα μιλάμε Άλπερτ;» που παρακολούθησα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου». Λάθος. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσω με λόγια ενθουσιώδη για τους ηθοποιούς. Αυτά τα τρία χαρισματικά παιδιά (Ντίνη Ρέντη, Γιούλη Τσαγκαράκη, Σεραφείμ Ρόδης) που ξεδίπλωναν εικόνα την εικόνα όπως από ζωγραφισμένο ρολό και ζωντάνευαν σε μια βουβή φλύαρη παντομίμα την απλοϊκή ιστοριούλα του Άλμπερτ που δεν είχε σκοπό και δεν είχε δουλειά και δεν είχε λεφτά κι ερωτεύτηκε την Τερέζα μα η μητέρα της τον έδιωξε γιατί ήταν φτωχός. Κι ύστερα βρήκε σκοπό σ’ ενός γλύπτη το εργαστήρι και λεφτά σ’ ένα καράβι που έπιασε δουλειά. Αλλά το καράβι ναυάγησε μα ο Άλμπερτ κολυμπώντας σώθηκε κι έτσι του έμειναν και τα λεφτά. Και ξεκίνησε να πάει να πάρει την Τερέζα. Για κακή του τύχη όμως στο δρόμο τον βρήκε ένας γκάγκστερ και του παίρνει τα λεφτά. Μα εδώ η τέχνη κάνει το θαύμα της. Ο ληστής βρίσκει στις τσέπες του Άλμπερτ το ξυλόγλυπτο που είχε φτιάξει όταν δούλευε στο εργαστήρι το γλύπτη και μαγεύεται και του επιστρέφει τα λεφτά και τα ρούχα του κι έτσι ο νεαρός συνεχίζει ευτυχισμένος το δρόμο για το σπίτι της Τερέζας. Η μάνα της τον βλέπει καλοντυμένο και με λεφτά και δίνει αμέσως τη συγκατάθεσή της. Η Τερέζα είναι ευτυχισμένη που θα παντρευτεί τον Άλμπερτ αλλά ξαφνικά ενώ πάει να μιλήσει χάνει τη φωνή της. Απελπισία. Και πάλι όμως η τέχνη σώζει την κατάσταση. Ο Άλμπερτ θυμάται το σκοπό που έκανε το σφυρί και το καλέμι όταν δούλευε στου γλύπτη και με τους ήχους αυτούς η Τερέζα ξαναβρίσκει τη φωνή της.

Μα το πιο σπουδαίο δεν είναι αυτή η απλή ιστοριούλα που η διεξαγωγή και η ερμηνεία την καθιστά σημαντική, ούτε ο θαυμασμός για τις εξαιρετικές ικανότητες των τριών ηθοποιών που με μαγική δεξιοτεχνία κάνουν τους αλλεπάλληλους ρόλους, το σπουδαιότερο είναι οι γλώσσες. Χαρακτήρισα πιο πάνω την ιστοριούλα σαν βουβή και φλύαρη παντομίμα και οι αντιφατικοί χαρακτηρισμοί είναι φυσικό να δημιουργήσουν απορίες. Πως γίνεται να είναι και φλύαρη και βουβή και παντομίμα; Είναι, γιατί οι ηθοποιοί μιλάνε γλώσσες πολλές μα ακατανόητες, γλώσσες φτιαχτές που μοιάζουν γλώσσες χωρίς να είναι. Κάθε επεισόδιο μιλάει διαφορετικά, με γλώσσα που έχει τον ήχο απ’ τα ιταλικά, την μουσική, τους τόνους, την κατάληξη, την ακουστική ταυτότητα αλλά τίποτα δεν σημαίνει. Το ίδιο και τα σέρβικα, και τα ρώσικα και τα γερμανικά κι έτσι οι ηθοποιοί υποστηρίζουν το νόημα των σκηνών με σωματική και εκφραστική υποστήριξη κι έτσι το θέαμα γίνεται απολαυστικό, ανάγλυφο και με χιούμορ. Τι ιδιοφυές εύρημα. Και πολυσήμαντο για τους μανιώδεις της αποσημειωτικής. Γλώσσες πολλές, ασυνεννοησία και γλώσσες όλες ευρωπαϊκές, καταγγελία για την έλλειψη στόχων, δουλειάς και επικοινωνίας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.

Μα το σπόρ του θεάτρου-κουίζ ας το κρατήσουμε για τους ενήλικες. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, σε μια ευτυχισμένη δημιουργικά στιγμή, έφτιαξε ένα θεατρικό αριστοτέχνημα. Ένα θέαμα πολύτιμο και ενδιαφέρον για κάθε ηλικία και πιο πολύ διδακτικό για όλους εκείνους τους αστόχαστους και ανίδεους επιχειρηματίες που νομίζοντας πως το ενδιαφέρον και ποιοτικό σ’ ένα θέαμα εξασφαλίζεται με μια ευάριθμη διανομή. Θιασάρχες όπως ο Παρίσης, ο Κόκκινος, ο Ζήκας, ο Παροίκος και κάποιοι άλλοι θα ήταν πολύ χρήσιμο να παρακολουθήσουν αυτή την παράσταση για να αντιληφθούν (όπως και κάποια μέλη της Επιτροπής) πως «ου εν τω πολλώ το ευ…»

Γιώργος Χατζηδάκης

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ στην Αθηναίδα



Πρόκειται περισσότερο για μια τραγουδιστική αφήγηση κάποιων παραμυθιών. Πιο σωστό είναι να πούμε πως είναι μια σφιχτή πλέξη με πολύ καλής ποιότητας νήματα μουσικής, στίχων, λόγου, εικαστικών δημιουργιών, υποκριτικής και σκηνοθεσίας. Και γιατί δεν το λέμε μιούζικαλ η τον ξεθωριασμένο όρο οπερέτα; Απλούστατα διότι οι αναλογίες αφ’ ενός και η συνύφανση και με τα πολλά τεχνολογικά αφ’ ετέρου αναζητούν νέους προσδιορισμούς. Μα πελαγώνουμε με τις ορολογίες και παραμελούμε το ουσιώδες. Πόσο σωστά και κατάλληλα παιδικό θέαμα αθροίζουν όλα τα παραπάνω στοιχεία που παραθέσαμε; Ποιο είναι το αποτέλεσμα ως θέαμα απ’ τις αναμίξεις των συστατικών που αναφέραμε; Εξαιρετικό! Συναρπαστικής ομορφιάς θέαμα! Με ιδιαίτερη μαεστρία μονταρισμένο! Ενέργεια, εμφαντικότητα, σκηνική σαγήνη, εναργέστατη αφηγηματικότητα και υποκριτική υποστήριξη. Και τραγούδια. Και φωνές. Και παρουσίες και μεταμφιέσεις και κίνηση και ρυθμοί και εναλλαγές και κοστούμια και μάσκες… Ένα ηχοχρωματικό πανηγύρι με εντατική διεξαγωγή. Αυτή η συνεχής εντατικότητα ωστόσο αποτελεί και το ένα ελάχιστο μείον σ’ αυτό το υψηλών προδιαγραφών θέαμα. Είναι πολύ μεγάλη και αδιάκοπη η δόση αυτού του μεθυστικού κοκτέιλ. Καθώς μπαίνουμε στο τελευταίο παραμύθι της επτάδας νοιώθεις την κόπωση του μικρού θεατή. Εκεί ακριβώς αισθάνεσαι πως έπρεπε να έχουν προηγηθεί δυο ανάσες. Ανάπαυλες με ηπιότερους ρυθμούς, ίσως χωρίς μουσική και ίσως μόνο με αφήγηση ώστε να ξαναβρεί το παραμύθι την οικεία του, την παραδοσιακή του φόρμα που μπορεί να έχει μετατραπεί σε θέαμα αλλά η μετάληψή του απαιτεί πιο ανθρώπινη επαφή, που αν την πούμε μυστηριακή δεν νομίζω πως υπερβάλουμε. Ο ενήλικας τη σήμερον ημέρα στη διασκέδασή του αναζητάει εντάσεις που να τον αποσπούν από άλλες τις δυναστευτικές εντάσεις της καθημερινότητας γι αυτό και οι φρενήρεις ρυθμοί, και οι εκκωφαντικοί ήχοι στα κέντρα διασκέδασης, στα μπαρ, ακόμα και στις καφετέριες. Εκεί η μεθεκτική επικοινωνία, η ανταλλαγή, η μετάδοση και η μετάληψη αποκλείονται απ’ ευθείας ανάμεσα στους ανθρώπους και επιδιώκεται μόνο μέσα απ’ το πνευματικό μπλοκάρισμα της έντασης. Αυτό το φαινόμενο δεν αφορά βέβαια την τέχνη του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου, ούτε και τις ερμηνείες των πολύ άξιων συντελεστών ηθοποιών και μουσικών της παράστασης. Η αναφορά μου στη γενική κατάσταση γίνεται μόνο για να τονίσω πως το παραμύθι, που κατάγεται από τα μακρινά βάθη του χρόνου γεννήθηκε για να το διηγούνται. Η αφήγηση, η στοματική παράδοση, που διεγείρει τη φαντασία του παιδιού είναι η ζωή του παραμυθιού. Αυτή η φόρμα δύναται να μετατραπεί και να εκσυγχρονιστεί ως κάποιο βαθμό. Η παράβαση προκαλεί κόπωση, δυσφορία και άρνηση. Αυτά τα συμπτώματα παρατηρήθηκαν στα σημεία που προανέφερα. Αυτή η λεπτομερειακή αδυναμία του όλου καλού θεάματος είναι ασφαλώς μια παρανυχίδα, που δεν μεταβάλει την πολύ θετική γνώμη που δημιουργεί η συγκεκριμένη παράσταση, μου δίνεται ωστόσο η ευκαιρία να σημειώσω τα περί υπερβάσεων και την παραγνώριση των απαιτήσεων της παράδοσης που στην πραγματικότητα είναι οι ρυθμοί που απαιτείται να τηρούνται για την διατήρηση του είδους. Και τώρα οι εξαιρετικοί συντελεστές αυτής της όμορφης εμπειρίας. Ο Βασίλης Βασιλάκης, ηθοποιός πείρας και ταλέντου σηκώνει το κεντρικό βάρος με γερούς συμπαραστάτες την Τερέζα Κρητικού, τον Χρήστο Γεροντίδη, τη Γιολάντα Σκαφτούρου, την Ηρώ Ησαΐα και στο ακορντεόν την Άννα Λάκη και στα κρουστά την Σοφία Κακουλίδου.

Γιώργος Χατζηδάκης

"Σκουπιδιστάν" στο θέατρο Ελεύθερη Έκφραση

Ξαναβρίσκομαι λοιπόν και πάλι μπροστά στη ίδια δύσκολη θέση να εκφράσω δηλαδή μια αρνητική γνώμη για παράσταση γνωστής και φίλης όπως είναι η Μαίρη Ιγγλέση. Κι ακόμα ξαναβρίσκομαι σε δύσκολη θέση να πρέπει να παρακολουθήσω μια παράσταση με το χιλιοειπωμένο θέμα της προστασίας του δάσους, των σκουπιδιών, της πράσινης ανάπτυξης, της ανακύκλωσης και δεν συμμαζεύεται. Και να πεις πως αυτές οι νύξεις είναι μεν τετριμμένες σε βαθμό εξαντλητικό στην συγκεκριμένη εκδοχή όμως προτείνονται με τρόπο θεατρικό, με κάποια δραματοποίηση που αποτελεί ένα σκάφανδρο τέχνης συγγραφικής η σκηνοθετικής, με κάποια πρόφαση τέλος πάντων που διασώζει το θεατρικό αντικείμενο. Τίποτα απ’ όλα αυτά αγαπητοί μου. Αντίθετα υπήρχε ένας ισχνός μύθος τάχα πως δυο περιοχές, το Πρασινιστάν και το Σκουπιδιστάν αντιμάχονταν μεταξύ τους για το δάσος που τους ανήκε μισό - μισό και οι δυο πλευρές αρνούνταν να συνεργαστούν και να συνυπάρξουν, στο φινάλε όμως που το δάσος πιάνει φωτιά αποφασίζουν να συνεργαστούν και να οδηγηθούν στην… ανακύκλωση. Είμαι βέβαιος πως οι αξιότιμες κυρίες της εκπαίδευσης που έχουν αδυναμία στα μηνύματα, θα βρούν ίσως το στόρι που περιγράφω ενδιαφέρον και περιεκτικό, σπεύδω ωστόσο να τους παρατηρήσω πως το μήνυμα έχει αξία μόνο αν επιδίδεται και αν είναι εύληπτο, αναγνώσιμο. Και πως σχεδόν όλες οι ιστορίες ως καμβάς είναι ενδιαφέρουσες, χρειάζεται όμως ένας ικανός δραματουργός, η σεναριογράφος που θα μπορούσε να τις μετατρέψει σε συναρπαστικά έργα που να καθηλώνουν. Ατυχώς στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε τίποτα το εμπνευσμένο και η περίληψη του σεναρίου έδωσε ένα απολύτως ατροφικό αποτέλεσμα, ασαφές, θορυβώδες, ενοχλητικό που καθιστούσε απολύτως αδύνατη την παρακολούθησή του. Τραγούδια οξύτατα ροκ και άλλοτε λαϊκά με άτεχνους στίχους και play back σε παροξυσμική ένταση. Όσον αφορά ωστόσο και εκείνους που αναζητούν ένα θέαμα με πνευματικότητα, με αισθητική ικανοποίηση, με μετάγγιση στις παρθενικές παιδικές προσλαμβάνουσες την αίσθηση του ωραίου, του ποιητικού, του μεθεκτικού που είναι η ουσία του θεάτρου, ε, αυτοί θα απογοητευθούν βαθειά και θα μελαγχολήσουν βλέποντας αυτό το θέαμα και όσα άλλα παρόμοια. Θα μελαγχολήσουν δε ακόμη περισσότερο με την διαπίστωση πως μια ηθοποιός της αξίας της Μαίρης Ιγγλέση συμμετέχει, παράγει και ενθαρρύνει και προτείνει τέτοια ανοσιουργήματα. Και αφού κατά την ρήση του Έντουαρντ Μποντ πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στον σοσιαλισμό η την βαρβαρότητα και αφού εμείς διαλέξαμε τον σοσιαλισμό (λέμε, τώρα) γιατί τότε παράγομε ως τέχνη τέτοια προϊόντα βαρβαρότητας; (Συμπεριλαμβανομένων και των κοστουμιών και σκηνικών που συναποτελούσαν τον θρίαμβο της προχειρότητας). Είμαι κάθετα αρνητικός για την έγκριση της παράστασης για τα σχολεία.

Γιώργος Χατζηδάκης