Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Στοχασμοί και εντυπώσεις



Μπέκετ : Περιμένοντας τον Γκοντό                                                    
Σημείο μηδέν - θέατρο Άττις


 Όταν, πριν από πολλά χρόνια πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας την Γκοντό» πολλοί αποφάνθηκα πως ήταν ένα κείμενο που απευθυνόταν στο μέλλον. Το μέλλον έγινε παρόν και ακόμα αιωρείται το ερώτημα τι εξακολουθούμε να περιμένουμε παρακολουθώντας τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν να περιμένουν τον Γκοντό; Απλοϊκά διακρίναμε στο άφαντο πρόσωπο του Γκοντό την υπόσχεση για έναν καινούργιο κόσμο, και μια ειρηνική ζωή - το έργο γράφτηκε, βλέπετε αμέσως μετά τον μεγάλο πόλεμο που εκατομμύρια τάφοι ήταν νωποί και τα ερείπια πολλών πόλεων ακόμα κάπνιζαν. Κάποιοι οραματίζονταν μια επανάσταση που ο Γκοντό σαν θα ερχόταν θα την έφερνε μαζί του, μια επανάσταση που θα ανέτρεπε τις δυνάμεις, τις αξίες και τις αναλογίες. Άλλοι πάλι περίμεναν τον Γκοντό σαν ένα μεσσία που θα θεμελίωνε έναν καινούργιο θεό, μια πίστη η μια καινούργια συμπαντική διάσταση. Για όποιον έχει δει την παράσταση με το εμβληματικό αυτό έργο του Μπέκετ περισσότερες από πέντε φορές, αυτός που είχε την ευκαιρία δει την πρώτη του παράσταση το 1965 στο ΚΘΒΕ (σκηνοθεσία Βολανάκη) και τώρα την τελευταία του σκηνική εκδοχή στο Ατις, όπως ο υπογραφόμενος, στέκεται απορημένος με τα χέρια σταυρωμένα και δεν μπορεί να βρει όχι μια απάντηση στο ερώτημα που αιωρείται αναπάντητο αλλά ούτε και τη φύση του ίδιου του ερωτήματος. Χαρακτηρίστηκε τραγωδία του 20ου αιώνα και κατ’ άλλους έργο που απευθύνεται σε χρόνο προωθημένο. Απέχουμε 73 χρόνια απ’ το 1946 που το έργο δημοσιεύθηκε και 65 απ’ όταν παρουσιάστηκε στη σκηνή και η κατανόηση του περιορίζεται στην απλοϊκή και εύκολη κατάταξη ως θέατρο του παραλόγου. Ως εκεί. 



Σε διπλανή παράμετρο επιχειρούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τους συμβολισμούς του αναζητώντας ερμηνείες, αντιστοιχίες και κώδικες θεωρώντας το, έργο συμβολισμών, έτσι που να το βγάζουμε απ’ την κατάταξη του παράλογου και να το φέρνουμε στην κατηγορία του συμβολικού  θεάτρου. Κάποιοι άλλοι  επινοούν εργαλεία αποσημειωτικά και βάζουν κάτω το έργο με τη λογική του κουίζ, της σπαζοκεφαλιάς και της μαγικής εικόνας.  Από λόγου μου έχω καταλήξει πως το έργο του Μπέκετ δεν κρύβει κανένα μυστήριο απλούστατα επειδή αυτό το ίδιο αποτελεί το μυστήριο, είναι  δηλαδή ένα μυστηριακό κείμενο. Από τη στιγμή που θα το αποδεχθούμε σαν ένα κείμενο κρυπτικό, όπως, ας πούμε την Οδύσσεια, η τις Βέδες, η τα Σανσκριτικά έπη, η την Αποκάλυψη του Ιωάννη, καθώς και τα Πυθαγόρεια έπη, τα Ορφικά, του Ιάμβλιχου, του Όσιρι και ας μην περιπλακούμε περισσότερο, το πρόβλημα του αναπάντητου ερωτήματος είναι αυτόματα απαντημένο.  Απλούστατα το ερώτημα έχει τεθεί, και προκύπτει για τον μύστη θεατή η  αναγνώστη για να παραμένει εσαεί αναπάντητο. Με όσα πατρόν κι αν επιχειρήσουμε να του ταιριάξουμε το έργο δεν ανοίγει.  Μένει ένα αιώνιο ερωτηματικό όσο διαρκεί το μυστήριο της ύπαρξης, δηλαδή για πάντα.
Οι δυο άνθρωποι που τον περιμένουν, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν δεν προβληματίζονται καθόλου για την φύση του Γκοντό. Έχουν αποδεχθεί την προσδοκία του ερχομού του, έχοντας πρωτύτερα αποδεχθεί τον μύθο μιας λυτρωτικής άφιξης που πολύ απλά μπορεί να είναι δική τους κατασκευή που ο ένας την διατηρεί για στον άλλο. Είναι μύθος ο Γκοντό η μια πραγματικότητα που οι δυο άνθρωποι αδυνατούν να την αντιληφθούν επειδή η φυσιολογία τους, η βιολογική τους κατασκευή δεν επαρκεί  για να την κατανοήσουν. Και αφού αδυνατούν να την κατανοήσουν αποτελεί συνεπώς έναν παρηγορητικό μύθο. Μια γνώση που δεν θα την κατακτήσουν ποτέ περιορισμένοι στη διάσταση που  τους επιτρέπεται να αντιληφθούν μόνο αυτά που δύνανται. Συνεπώς η καθημερινή αναμονή του Γκοντό και η διαρκής ελπίδα πως αύριο θα έρθει μπορεί να είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου να διευρύνει τις γνωστικές του δυνατότητες που θα συντηρούν την ελπίδα της αποκάλυψης με την διαρκή και επαναλαμβανόμενη επανάθεση του ερωτήματος. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως αυτά τα κείμενα τα κρυπτικά και αναπάντητα υπάρχουν για να απαθανατίζουν το ερώτημα εις το διηνεκές. Ας καταλήξουμε πως ο Μπέκετ, στα μέσα του χιλιοστού εικοστού αιώνα (χρονολόγηση Εμιλιάνι) και μετά από τον αιματηρότερο πόλεμο στη ιστορία της ανθρωπότητας, με 80.000.000 ανθρώπινα θύματα, μας δίνει ένα κείμενο αδιευκρίνιστο. Αν είναι απελπιστικό η ελπιδοφόρο, αν είναι προφητικό, παρηγορητικό, απροσπέλαστο και το σημαντικό – ίσως και ενδεικτικό – μας το δίνει για το θέατρο. Για να τελετουργηθεί ως μυστήριο. Μια προσέγγιση για μεγαλύτερο προβληματισμό που ενισχύει την μυστηριακή του σημασία.

Ξεφύγαμε απ’ τα όρια μιας θεατρικής κριτικής με αναφορές στα υπαρξιακά και μεταφυσικά αινίγματα του ανθρώπου που θα μπορούσαν να αποτελούν η προσδοκία του ερχομού του Γκοντό και της αναβλητικότητας του από μέρα σε μέρα. Παρακολουθήσαμε την δημιουργία ενός σκηνοθέτη και τεσσάρων ηθοποιών να επαναφέρουν, να επαναδιατυπώσουν σκηνικά το έργο που σχολιάσαμε πιο πάνω. Κι αφού αναλύσαμε τους διαλόγους, εξετάσαμε ατάκα την ατάκα ακόμα και συλλαβή τη συλλαβή, ψάξαμε σε κάθε γωνιά και άκρη της διάνοιας και της γνώσης μήπως και βρούμε από πού προκύπτουν  τα τέσσερα πρόσωπα που διασταυρώνονται στο μυστηριακό και άδηλο τοπίο κι αναζητήσαμε το είδος του δέντρου με την υποψία πως αποτελεί κάποια έμμεση αναφορά σε δρυιδικές λατρείες, καταλήξαμε πως η μόνη λύση είναι να το σκηνοθετούμε και να το ερμηνεύουμε συγκαλύπτοντας τα αδιέξοδα της κατανόησης του με τεχνικές και αισθητικές που εκφράζουν το θεατρικό παίζειν κάθε εκδοχής.
 Η εύκολη πλευρά του προβλήματος είναι ασφαλώς η θεατροποίηση του κειμένου. 

Προτάθηκαν μέχρι σήμερα σκηνοθετικές προσεγγίσεις σε πολλές εκφάνσεις ανάλογα με τις τάσεις που ισχύουν σε διάφορες εποχές και χώρες η ανάλογα με τις ιδιοσυγκρασίες η τις τεχνικές που χαρακτήριζαν τους σκηνοθέτες που επιχείρησαν την σκηνική του έκφραση. Κανένας ωστόσο δεν έφτασε να κάνει έστω μια πειστική νύξη για την προσέγγιση του νοήματος του. Πως θα μπορούσε άλλωστε; Αλλά αυτό το κλείσαμε πιο πάνω. Το πως έστησε την τελετουργία του ο Σάββας Στρούμπος είναι αυτό που μας απασχολεί εδώ. Φανέρωσε μονομιάς τα τέσσερα πρόσωπα, ιεροπράκτες  του Μυστηρίου, τα διέταξε σταυρικά δίνοντας σε καθένα ένα σημείο του ορίζοντα. Ανατολή ο Βλαντιμιρ κι αντικριστά του δυτικά ο Εστραγκόν. Σε αδράνεια, επιφορτισμένα μόνο να παράγουν  ηχητικές εντυπώσεις με φωνητικά, λαρυγγισμούς, κροταλισμούς και γρατζουνίσματα τα άλλα δυο πρόσωπα σε ύπτια θέση, κορίτσια αυτά ενώ οι αρχικοί ρόλοι αγόρια. Στη μέση σύμβολο του δέντρου θάμνωδες κατασκεύασμα με καμπυλωμένες μεταλλικές βέργες. Σωματικά στρεβλωμένος ο Βλαντιμίρ, καταφάνερα με ψυχογενή σπαστικότητα και στην απέναντι πλευρά ο Εστραγκόν με συμπεριφορά και εκφορά αυτιστικού, δημιουργούν την εικόνα δυο ιδρυματικών ατόμων. Η άποψη ενισχύει το αλλόκοτο αλλά υπονομεύει το παράλογο. Αν προσθέσεις ρεαλιστικά χαρακτηριστικά σε συμβολικά όντα τα καθιστάς κοσμικά. Δυο άτομα διαταραγμένα εξ άλλου, φυσικό να μοιράζονται φανταστικές αναμονές και να διατηρούν ψευδαισθήσεις.


Από τεχνική άποψη ωστόσο η εκτέλεση είναι άψογη και αξιοθαύμαστη και διακρίνεται η τερζοπουλική επιρροή στην ιδιαιτερότητα της σωματικής συμπεριφοράς. Αναμφισβήτητα  η συνεχής ενεργητικότητα και οι ποικιλία των στάσεων και των φερσιμάτων κρατάει τον θεατή σε συνεχή εγρήγορση. Η εμφάνιση του Πόντζο με τον Λάκυ, η μετατροπή δηλαδή των δυο κοριτσιών στους δυο μπεκετικούς ήρωες στερούνταν τον αιφνιδιασμό της απροσδόκητης εισόδου του εντυπωσιακού αυτού δίδυμου.  Αν ωστόσο χάθηκε αυτή η εντύπωση η σκηνές των τεσσάρων ζωήρεψαν το θέαμα με τις πλούσιες υποκριτικές συνταιριασμένες στην παρανοϊκή και  αλλοπρόσαλλη στοιχείωση των διαλόγων. Είναι φανερός ο μόχθος και η προσπάθεια αλλά και ξεκάθαρη η άποψη και η σταθερή πορεία προς την ολοκλήρωση της. Όποιος ξέρει κάπως την «τσαγκαρική» αναγνωρίζει την διαδικασία.

Στις ερμηνείες των ηθοποιών πρέπει να σταθεί με σεβασμό η κριτική. Ηρωική η προσπάθεια του καθενός και άθλος η πραγματοποίηση της. Θερμή επιδοκιμασία για τον Βλαντιμίρ του Χρήστου Κοντογιώργη και αντίστοιχα για τον Εστραγκόν του Κωνσταντίνου Γώγουλα. Πιστή στην άποψη ο Πότζο της Εβελύν Ασουάντ μόνο που δεν κατάλαβα γιατί η σκηνοθεσία διατήρησε τα θηλυκά χαρακτηριστικά της ηθοποιού στο ρόλο. Δεν κάλυψε δηλαδή ενδυματολογικά το φύλο ώστε να μας δώσει έναν εξουσιαστή, δήμιο, τύραννο, έστω άφυλο. Δεν κατάλαβα την ιδέα, γιατί ασφαλώς δεν είναι αμέλεια η ξεκάθαρη θηλυκότητα του ρόλου ακόμα και στην εξαιρετική κατά τα άλλα εκφορά. Στην περίπτωση του Λάκυ της Ελλης Ιγγκλιζ η ουδετεροποίηση ήταν απόλυτα σαφής κι έχω να προσθέσω πως η ερμηνεία ολόκληρου του ρόλου αλλά ιδιαίτερα ο παραληρηματικός μονόλογος. Η μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη δεν δυσκόλεψε ούτε την παράσταση ούτε τον θεατή.


Γιώργος Χατζηδάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου