Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Εκπομπές Τόπος Θεάτρου

metadeftero.gr

11.02.2019 - Γιασεμή Κηλαηδόνη   (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-11022019/



18.02.2019 - Αλεξάνδρα Σκένδρου   (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CF%84%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CE%AC%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-18022019/



25.02.2019 - Ηλίας Μαλανδρής  (σύνδεσμος για ακρόαση)

https://www.mixcloud.com/mt2support/%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%B5%CE%AF%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-wwwmetadefterogr-25022019


Οι τρεις εκπομπές μαζί για κατέβασμα:


https://portal.smbmail.net/home/stamatis.parhas@mikresekdoseis.gr/Briefcase/tt%20201902


...

Φονικό αμάλγαμα



Εμιλ Ζολά : 
Τερέζ  Ρακέν                                                                                       

Θέατρο Ροές


Ποια είναι η δραστικότητα των μυθιστορημάτων του Εμιλ Ζολά σήμερα, αυτό θα πρέπει νομίζω να είναι το ερώτημα ενός σύγχρονου θεατή η κριτικού, μπροστά σε μια παράσταση σαν αυτή της Τερέζας Ρακέν που είδαμε στο θέατρο «Ροές». Σοκάρει τον αναγνώστη η θεατή μια υπόθεση όπου ένα παράνομο ζευγάρι τυφλωμένο από το ερωτικό ντελίριο αποφασίζει και σκοτώνει τον σύζυγο εκείνης, που στέκεται εμπόδιο στην ελεύθερη απόλαυση του έρωτα τους, αλλά που οι τύψεις και οι ενοχές της ανόσιας πράξης τους οδηγούν στην αποξένωση και στην ακραία απόφαση της κοινής αυτοκτονίας; Δραματικό στόρυ αλλά αρκούντως ξεπερασμένο από τις πολλές επαναλήψεις στο κόσμο της πραγματικότητας και όχι μόνο στον φανταστικό του μυθιστορήματος και των σεναρίων. Τα μυθιστορήματα των Γάλλων πεζογράφων, αυτής της εκλεκτής ομάδας, που στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στις πρώτες του 20ου ταρακούνησε τα στάσιμα  του ρομαντισμού, ξεκινώντας από τον Μυσσέ, τον Μπαλζάκ, τον Φλωμπέρ, τον Γκωτιέ, τον Ζολά, τον Μωπασάν, τον Δουμά και έφεραν ρίγη στο αναγνωστικό κοινό με τις αισθησιακές τους τολμηρότητες και τις τραγικές τους περιπλοκές, είναι από καιρό ξεπερασμένα. Τα αστυνομικά χρονικά ευρωπαϊκών χωρών, της ίδιας εκείνης εποχής όσο και σε μεταγενέστερα χρόνια , βρίθουν από εγκλήματα πάθους, δολοφονίες, αυτοκτονίες και πάμπολλους συνδυασμούς τραγικών καταλήξεων και φινάλε.  


Σ’ αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα ξεμυτίζει και η ψυχολογία που διευκρινίζει κίνητρα, πράξεις, αισθήματα και κάνει το κοινό να βλέπει με κατανόηση, επιείκεια και απάθεια τα τραγικά επιδόρπια . Είτε στην σημερινή ελευθεριότητα των ηθών οφείλεται είτε στην εξέλιξη των μέσων πληροφόρησης τα θέματα των συγγραφέων αυτής της περιόδου δεν αποτελούν εξαιρέσεις και φυσικά δεν αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη και τον θεατή. Εκτός από τις εφημερίδες και τα λαϊκά φυλλάδια στα χρόνια του μεσοπολέμου που πρόσφεραν δραματικά αφηγήματα πραγματικά  ή διογκωμένα είτε φανταστικά σε  με ανάλογες μυθιστορηματικές εξελίξεις, εισβάλουν αμέσως μετά οι σεναριογράφοι και από κει και ύστερα το ομοειδή θέματα γνώρισαν μια πληθωρική ποικιλία. Οπότε για τον σημερινό θεατή ουδέν ρίγος από την νουβέλα του Ζολά.
Ξεπερασμένος μεν ο καμβάς αλλά το κέντημα εξαίσιο. Πρόσχημα το λιμπρέτο για να στηθεί μια καθαρά ποιητική παράσταση με μια αλληλουχία μετακινήσεων και μετασχηματισμών που συνειρμικά μοιάζει με καλειδοσκόποιο.  Το συναρπαστικό στοιχείο είναι  μια συνοιρμική σύνθεση σωμάτων που μετακινούνται στο χώρο, παραλληλόγραμμων τραπεζιδίων που ανάλογα  μετασχηματίζονται και αποσυναρμολογούνται για να απανασυνδυαστούν σαν τα πούλια του ντόμινο που σε μικροκλίμακα παίζουν κι αυτά και παίζονται. Η εναρμόνιση του συνόλου συμπληρώνεται με τον λόγο, την φωνή και τους τόνους των ηθοποιών, τα αισθήματα που αναδίδουν και την αίσθηση που δημιουργεί η χρυσή αναλογία χορού, υποκριτικής, κίνησης κάτω από την  εμπνευσμένη διεύθυνση μιας αφανέρωτης μπαγκέτας.

Μα όλα αυτά τα ποιητικά  ξεσπάσματα αγαπητοί μου, που όσο μπορώ τα κρατώ υπό έλεγχο, σας μεταδίδω τις εντυπώσεις μου, και συμπληρώνω πως όλα δεν θα είχαν καμιά ψυχή αν δεν κυριαρχούσε ένας ηθοποιός που η εκφορά το, ο ήχος της φωνής του, οι παύσεις, οι χρωματισμοί, η ποικιλία των τόνων και το διακεκομμένο, κατακερματισμένο  των φράσεων σε λέξεις, διαφορετικά φορτισμένο ακόμα και σε κάθε συλλαβή, δεν βρισκόταν επί σκηνής και δεν εξέπεμπε, δεν ενέπνεε έναν ιδιαίτερο οίστρο σε κάθε τι. Ο Κώστας Βασαρδάνης. Είναι ίσως η πρώτη φορά που τον βλέπω, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος. Μπορεί να τον έχω ξαναδεί αλλά είτε ο ρόλος ή η σκηνοθεσία ή όλα μαζί να μην μου εντυπώθηκαν με τρόπο τόσο απόλυτο. Παίζει τον ρόλο του Καμμί, του προδομένου συζύγου που δολοφονείται και είναι χαρακτηριστικό πως από τη στιγμή που λείπει από τη σκηνή η παράσταση αλλάζει αίσθηση. Μεταβάλλεται η αισθητική της. Σαν να εκπνέει η έμπνευση της παράστασης και σαν αυτό να γίνεται επίτηδες. Σαν να θέλει η σκηνοθέτης Λίλλυ Μελεμέ να κάνει αισθητή την απουσία του, τον φόνο του αθώου και ειλικρινούς αισθήματος και την κυριαρχία του βάρους ενός εγκλήματος.


Η πάντα γοητευτική παρουσία της Μαρίας Κίτσου που δεσπόζει στη σκηνή  ενισχυμένη από την προσωπικότητα της παθιασμένης Τερέζας, δεν μειώνεται ούτε η δραματική της παρουσία χάνει την δριμύτητα της. Η διαφοροποίηση είναι ανεπαίσθητη αλλά ωστόσο σαφής. Ο ερωτικός πυρετός έχει πέσει, ο δολοφονημένος άντρας της βρίσκεται «ανάμεσα» σ’ αυτήν και στον εραστή της, δεύτερο σύζυγό της στην εξέλιξη. Ωραίο το εύρημα του «ανάμεσα», έμπνευση της σκηνοθεσίας. Με τον ίδιο τρόπο κατρακυλάει μετά το φόνο και το πάθος του εραστή συνένοχου. Το βάρος της ενοχής το εξαερώνει. Ο Θανάσης Πατριαρχέας στο ρόλο του εκμαυλιστικού αρσενικού, στο συναρπαστικού εραστή που εμπνέει το ισχυρό πάθος στην γυναίκα του φίλου του, ασυνείδητος αλλά υποχείριο της ερωτικής έξαψης, είναι  πολύ πειστικός και όχι μόνο σαν φυζίκ αλλά και υποκριτικά ακολουθεί με συμμετοχή όλη την γκάμα της μεταστροφής. Ένα ερωτικό τρίγωνο τραγικό, μοιραίο και καταστροφικό. Πόση ικανοποίηση για τον θεατή να παρακολουθεί τρεις ηθοποιούς να συστρέφονται  στις περιπλοκές παθών και να αποστρέφονται ως τον θάνατο. Και πώς να μην θαυμάσεις την σκηνοθετική και συνάμα την χορογραφική κινησιολογική της Μόνικας Κολοκοτρώνη που συνέθεσαν αυτό το εξαίσιο σκηνικό αμάλγαμα (λέξη τόσο ταιριαστή με την ετυμολογία της που προέρχεται από ρίζες με έννοιες σχέσεις σαρκικές περιπλεγμένες). 

Στο ρόλο της μητέρας η Σοφία Σεϊρλή, δίνει στο ρόλο προσωπικότητα και συμμετοχή μεγαλύτερη απ’ όση της καταμέρισε ο συγγραφέας κι έτσι  μπόρεσε να διεκδικήσει μια εναργέστερη  ανάμιξη στο δράμα, πιθανόν με πρωτοβουλίες  και παρεμβάσεις της διασκευής και της σκηνοθεσίας.

Επανέρχομαι στους ρόλους της σκηνοθεσίας και της κινησιολογίας κι αυτό για να υπογραμμίσω πως οι σκηνικές συνθέσεις ήταν τόσο αναμεμιγμένες σαν κράμα μετάλλων που είναι αδύνατο να διακρίνεις την συμμετοχή του καθενός. Είναι γνωστό εξ άλλου πως η συνεργασία της συγκεκριμένης σκηνοθέτιδας με την  Κολοκοτρώνη είναι πολύχρονη και έχει δοκιμαστεί σε πολλές παραστάσεις μέχρι σήμερα. Εδώ είναι απαραίτητο να εξαρθεί και η συμβολή της εικαστικής δημιουργίας του έξυπνα και καλλιτεχνικά  μεταβαλλόμενου χώρου, μιας συστοιχίας βασικά τεσσάρων παραλληλόγραμμων που ανακινούνταν σε αλληλοπροσαρμογές δημιουργώντας τα κατάλληλα περιβάλλοντα. Ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης εκτός από την σκηνογραφική ευθύνη επιμελήθηκε και τα εναρμονισμένα με την εποχή όσο και με την γενική αισθητική κοστούμια.

Γιώργος Χατζηδάκης





Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Ανάθεμα στη "σιωπή των αμνών"



Κώστα Γάκη : Απ’ την Αντιγόνη στη Μήδεια                                       
Θέατρο Αλφα – Ιδέα  -


Προβληματίστηκα αρκετά αγαπητοί μου για τον τίτλο που θα ‘βαζα στην κριτική μου για το έργο «Από την Αντιγόνη στη Μήδεια» που είδα στο θέατρο «Αλφα-Ιδέα». Στην αρχή σκέφτηκα και τον τίτλο «Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω», όπως επίσης και το «Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» αλλά τελικά προτίμησα τα αμνοερίφια. Ως εδώ όμως τα ευτράπελα και τα σατιρικά. Μπορεί με την διάθεση αυτή να θέλουμε να απαντήσουμε στο θέαμα που υποχρεωθήκαμε να παρακολουθήσουμε και στα ανεβοκατεβάσματα σε πλήθος σκάλες ανέβα – κατέβα που δρασκελίσαμε μέχρι να φτάσουμε στον τόπο της παράστασης, αλλά μια θεατρική παράσταση  απαιτεί σοβαρότητα και ευθύνη στην αντιμετώπιση της και ακριβώς  στις αξίες αυτές έχουμε σκοπό να αναφερθούμε. Στο κάτω κάτω ένας της ηλικίας μου δεν μπορεί να ανοητολογεί ανταποδοτικά,  έχει άλλη υποχρέωση να εκπληρώσει απευθυνόμενος σ’ έναν κατά πολύ νεότερο παρά να τον ειρωνευτεί και να τον σατιρίσει. Αναδιπλώνομαι λοιπόν και ξεκινώ με νέο αναθεωρημένο πνεύμα. Σας εκθέτω τα διαλαμβανόμενα επί σκηνής και επί οθόνης.


Πριν απ’ την παράσταση ζητιέται από τον θεατή που προσέρχεται να γράψει ένα ποίημα για τη γυναίκα κατά τα πρότυπα των παλαιών κονφερασιέ των μεταπολεμικών αναψυκτηρίων και να το παραδώσει σε κάποιον του θιάσου.  Ίσως και ως παιχνίδι συναναστροφών, κάπως σαν τα λεύκωμα μικρών μυστικών, για όποιους τα θυμούνται. Μπορεί όμως και σαν απόπειρα διαδραστικής προσέγγισης που εφαρμόζεται εσχάτως. Ίσως κάτι απ’ όλα. Αρχίζει λοιπόν η παράσταση με πρόλογο περί ποίησης και ταυτόχρονα στην οθόνη προβάλλονται  πορτρέτα ποιητών. Σεφέρης, Ναζιμ Χικμέτ, το νησί Ικαρία, Πολυδούρη, Πεσσόα. Επιλογές τυχάρπαστες. Για τους πρώτους δίνεται εξήγηση της επιλογής τους το Αιγαίο (;) για την Πολυδούρη ότι αγάπησε με πάθος, (;) και για τον Πεσσόα πως έγραψε με πολλά ψευδώνυμα και ντύθηκε πολλές προσωπικότητες όπως  μας προειδοποιεί πως θα κάνει στη συνέχεια και ο αφηγητής Κώστας Γάκης, συγγραφέας και πρωταγωνιστής του θεάματος που θα ακολουθήσει. Στη συνέχεια προβάλλεται ο Όμηρος και οι τρεις τραγικοί. Ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Παλαμάς, ο Σολωμός δεν σήμαιναν επί του θέματος. Το οργιώδες ωστόσο είναι τα τρυκ και τα κόλπα της τεχνολογικής θαυματοποιίας που με κάμερες και προβολές, φώτα και πατέντες και προγράμματα αυτοματισμού και εφέ, που διαδέχονται το ένα το άλλο και όπου το επόμενο ανταγωνίζεται το προηγούμενο, τα δαιμόνια αυτά συνεπαίρνουν τον θεατή, που έχει πια χαθεί σε χάος αλλοπροσαλλοσύνης. Δεν υπάρχει επικέντρωση, σημείο στήριξης, κέντρο βάρους, θέμα, πρόθεση,  αρχή και τέλος. Ο λαός λέει «Ότι του φανεί του Λωλοστεφανή». Σ΄ όλο αυτό το διάστημα  παρελαύνουν οι τραγικές ηρωίδες συνοδευόμενες από σχόλια, πληροφορίες, ονόματα, πρόσωπα, σκιές, μύθους σε ένα ανακάτεμα  Αντιγόνη, με Κρέοντα, ύστερα το ροζ ελαφάκι της Αρτέμιδας από το jumbo με κερατάκια. Κάπου και ο Αγαμέμνονας και η φιγούρα του Αχιλλέα ως ήρωας θεάτρου σκιών και μετά η Ελένη και ο όρκος των μνηστήρων και λίγο πριν η λίγο μετά η κρίση του Πάριδος με το μήλο κι ύστερα η Κασσάνδρα και η καταστροφή της Τροίας στην αμμουδιά κι ύστερα μια ελληνική σημαία και αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης κι ύστερα η Ικαρία και οι πολιτικοί εξόριστοι κι ύστερα ο Ορέστης. Ο Ορέστης που όμως είναι αυτιστικός και τον στέλνουν σε άσυλο στη Συρία. Επιστρέφει στο επόμενο πλάνο  – μήπως όχι –  πάντως αν επιστρέφει είναι απολύτως φυσιολογικός και φέρνει στην Ηλέκτρα την τεφροδόχο κι εκεί  μπαίνει σφήνα ο θρήνος, αλλά είναι ψέματα γιατί ο Ορέστης είναι μια χαρά και αναγνωρίζονται με την Ηλέκτρα και αγκαλιάζονται και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αλλά όχι ακόμα.  Ξεχάσαμε την Εκάβη και τα πολεμικά ανακοινωθέντα αριθμημένα που εκφωνούνται σε ποιόν πάει ποια απ΄ τις θυγατέρες του Πρίαμου.


Αλλά φίλτατε αναγνώστη τα πράγματα δεν γίνονται έτσι απλά και ήρεμα. Καθόλου! Τα τερτίπια με τις κάμερες και τις προβολές οργιάζουν, βυσσοδομούν, μηχανορραφούν, εξυφαίνουν, εξαφανίζουν πρόσωπα από σκηνής και τα εμφανίζουν επί οθόνης, χάνεται ο αφηγητής σε μια καταπακτή και αναδύεται την ίδια στιγμή στην οθόνη  τα φωτιστικά προγράμματα κόβουν τα σώματα σε δυο χρωματικά μέρη κι άλλα μαγικά που τύφλα να ‘χει ο Χουντίνι. Κοντά στο τέλος εμφανίζεται και η παιδοκτόνα Μήδεια υπεράνω του διαδρόμου γεφυρώνοντας τις δυο σειρές των καθισμάτων με τα δυο παιδιά της, ένα σε κάθε χέρι και ο κομπέρ μας λέει κάτι για τον Ιάσονα και την απιστία του αναφέρεται το άρμα του ήλιου και αναγγέλλει ως κλου την εμφάνιση του ποιητή ( ποιού ποιητή, του αιώνιου ποιητή;) και μας παρουσιάζει η οθόνη τον Στέφανο Ληναίο να πλησιάζει φλου και να νετάρει φτάνοντας ως ένα χορταστικό γκρο πλαν. Ήταν λοιπόν ο Ληναίος ο ποιητής του εμπνευσμένου πονήματος ; 
Όχι βέβαια ! Απλώς ο Στέφανος έβαλε το θέατρο Άλφα και ο Γάκης την Ιδέα.  

Μια σύσταση σχετικά με τα πρόσωπα των μύθων και των τραγωδιών. 
Είναι καλύτερα να τα σεβόμαστε και να τα αγνοούμε παρά να τα θυμόμαστε για να τα καπηλευθούμε. Απ’ όσο έτυχε να γνωρίζω όλο αυτό που σας περιέγραψα - και όσα αρκετά παρέλειψα - θέατρο δεν είναι και ούτε με θέατρο μοιάζει.  Το θέατρο, είτε κλασικό η πρωτοποριακό, πειραματικό, περφόρμανς η θέατρο της επινοητικότητας, θέατρο του παραλόγου η θέατρο ανατρεπτικό, πολιτικό, επικό, αποστασιοποιημένο, θέατρο δωματίου η θέατρο του δρόμου, απαιτεί μια συνοχή, έναν μπούσουλα, ένα θέμα, μια αιτία και έναν λόγο για να το κάνεις και να το δεις. Αν κανένας τέτοιος λόγος δεν υπάρχει τότε δεν έχουμε ούτε καν θέατρο αλλά σαχλαμάρα η ακόμα χειρότερα κάποιος εξυπνάκιας εκμεταλλεύεται την σιωπή των αμνών και εξυπηρετεί με έπαρση και θρασύ τρόπο κάποιο σύνδρομο. Στην περίπτωση αυτή ο κριτικός παραπέμπει την περίπτωση σε άλλη επιστημονική αρμοδιότητα.


Υπήρχε ωστόσο ένα ισχυρό αντίδοτο στην απελπισία του θεατή, μια, δυο τρεις παρηγορητικές ερμηνείες, τρεις γυναικείες  παρουσίες που εξουδετερώνουν  όλον αυτόν τον αχταρμά και διατηρούν μικρές εστίες θεατρική κοινωνίας. Οάσεις που θάλλει η θεατρική αίσθηση και μάλιστα με τρόπο θαυμαστό. Η Μαρία Παπαφωτίου μια ασυνήθιστα καλή θεατρίνα με ένα πλήθος σκηνικά προσόντα, υπάκουη και αποδοτική σε κάθε απαίτηση της υπερβολών της σκηνοθετικής άποψης καταφέρνει εντούτοις να δώσει μια αίσθηση των  τραγικών προσώπων που έχει επιφορτιστεί  διαφεύγοντας κάποτε κάποτε από τον κλοιό των «ευρημάτων». Υποβλητική εκφορά, πολύ καλή κίνηση, σημαντική στάση και αισθησιακή παρουσία σημειώνουμε στη μερίδα της. Τα τραγούδια της Ίριδας Κανδρή και το πιάνο και το βιολί της Στέλλας Ζιοπούλου ήταν μια ανάπαυλα γνήσιας τέχνης, ανάσα και ανακούφιση για τον «στριμωγμένο» θεατή. Ως συνθέτης της μουσικής και των τραγουδιών ιδιαίτερα, ο σκηνοθέτης αξίζει έπαινο ιδιαίτερο αλλά και όταν ο πνιγηρός  και εξαμβλωματικός του ολοκληρωτισμός για να κυριαρχήσει επί των σιωπηλών αμνών του επέτρεπε να παραμείνει απέριττος ηθοποιός Κώστας Γάκης είναι καλός ως πολύ καλός.  Η αγωνία της παντοκρατορίας τον καταπίνει.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Με λένε Λούσυ και είμαι αμετάκλητα εξαρτημένη



Ντάνκαν Μακμίλαν : Με λένε Εμμα
Ομάδα Νάμα - Σύγχρονο Θέατρο -


Γνωστό και πάγιο αξίωμα που αφορά την συμπεριφορά των αλκοολικών και άλλων εξαρτημένων είναι πως λένε ψέματα. Έτσι οι αποκαλύψεις της κεντρικής ηρωίδας του έργου «Με λένε Εμμα» και οι ανατροπές που στηρίζονται σ’ αυτό το στοιχείο είναι ξεπερασμένες. Ξεπερασμένη είναι και η  περίπτωση της εξαρτημένης ηρωίδας, του εφιαλτικού κόσμου των ναρκωτικών και του αλκοολισμού, η απόγνωση της οικογένειας, η αποκαμωμένη μητέρα απηυδησμένη από τις συνεχείς παλινδρομήσεις και υποτροπές της θυγατέρας, τόσο τετριμμένα όλα αυτά, τόσο πεπατημένα απ’ τις ανάλογες αμέτρητες προσεγγίσεις των σεναριογράφων κινηματογράφου και τηλεόρασης που και τούτη τη στιγμή που φέρνω κατά νου το θέμα αισθάνομαι μια αφόρητη πλήξη. Η περίπτωση μιας ναρκομανούς που λέει ψέματα δεν μου λέει τίποτα καινούργιο. Μια τραγική πραγματικότητα, μια κοινωνική πληγή σε τεράστια εξάπλωση, ένα δράμα πολλών συνανθρώπων κοντινών μας σαν υπόθεση της διπλανής πόρτας. Αν η δραματουργία επιλέγει αυτό το θέμα περιμένουμε κάτι άλλο και όχι ένα κήρυγμα του αντιαλκοολικού αγώνα η της εκστρατείας κατά των ναρκωτικών. Δεν υποτιμώ το μέγεθος του προβλήματος , δεν αγνοώ τις ευπρόσιτες αιτίες των φρικτών αυτών συμπτωμάτων του καιρού, δεν είμαι κλεισμένος στο σπίτι μου και παρακολουθώ τον κόσμο μας από το γραφείο μου. Βλέπω τους χρήστες καθημερινά δίπλα μου και διασταυρώνουμε μαζί τους, παρακολουθώ τους προμηθευτές να διακινούν και να εφοδιάζουν, ξέρω και καταλαβαίνω πολύ καλά τους ρόλους της εξουσίας, νομοθετικής και εκτελεστικής στη διατήρηση του φαινομένου. Αν το θέατρο αγγίζει αυτό το θέμα δεν μας ενδιαφέρει να δούμε στη σκηνή αυτά που πολύ τραγικότερα παρακολουθούμε στην καθημερινή ζωή και πολύ δραματικότερα στα αστυνομικά δελτία. Κάτι ουσιαστικότερο προσδοκούμε.

Είναι αφελές εξ άλλου να κοπιάρεται η λειτουργία των γνωστών  εγκύκλιων ομάδων όπου ο κάθε ανανήπτων προσέρχεται, παίρνει θέση και σειρά  και εκθέτει την περίπτωση του ενώ η ομήγυρη τον χειροκροτεί  ενθαρρυντικά. Η ηρωίδα του έργου δεν λέει το πραγματικό της όνομα αλλά το ψευδώνυμο Εμμα που σημαίνει πως δεν είναι ειλικρινής και δεν είναι αληθινά μεταμελημένη μέχρι που σε μια συναισθηματική καμπή, σε μια εξέλιξη ερωτική εμφανίζεται οριστικά μετεστραμμένη αποκαλύπτει το πραγματικό της όνομα και ομολογεί πως την λένε Σάρρα. Οριστική λοιπόν η μεταμέλεια, αναμφισβήτητα ξεκόβει απ’ τις ουσίες η Σάρρα και επιστρέφει λυτρωμένη οριστικά και τελεσίδικα στο πατρικό της, στη μαμά και στον μπαμπά. Αρνητική η υποδοχή. Οι γονείς δεν την πιστεύουν. Έχουν παρακολουθήσει τις παλινωδίες της πολλές φορές, έχουν πετρώσει τα αισθήματα τους, την έχουν διαγράψει απ’ τη ζωή τους. Εκείνη όμως τους ορκίζεται, τους διαβεβαιώνει  πως έχει κόψει κάθε σχέση με την παλιά της ζωή και εκεί που ο θεατής αντιδρά στην αναλγησία της μητέρας ακούγεται να αποκαλεί την μετανοημένη με τ’ όνομα Λ ο ύ σ υ. Οπότε επιβεβαιώνεται πως οι εξαρτημένοι δεν λένε ποτέ την αλήθεια προκειμένου να κατοχυρώσουν και να καλύψουν το πάθος τους. Ισχνό εύρημα, τετριμμένη η διαδικασία, αφόρητα διδακτική η πρόθεση.

Μπαίνει όμως στην υπόθεση και το στοιχείο της Βίβλου. Η προϊσταμένη στην κλινική αποτοξίνωσης προτείνει στην ηρωίδα μας ως στηρικτική ράβδο στην πορεία προς την απεξάρτηση την θρησκεία. Σε δυο περιπτώσεις η βίβλος εμφανίζεται ως βοήθημα αλλά η «Με λένε Εμμα» την απορρίπτει. Εύκολα συνάγεται πως η κατρακύλα που ακολουθεί και η οριστική πτώση στην οποία οδηγείται είναι αποτέλεσμα της άρνησης της να δεχθεί την πνευματική εξάρτηση της από τη θρησκεία. Ή χημική δουλεία ή θρησκευτική λοβοτομή. Λύση για φυσική ζωή, πνευματική υγεία, ανεξαρτησία, αναζήτηση, δημιουργία, αμφιβολία, παρόρμηση, συγκίνηση, αίσθημα, γνώση, κανένα περιθώριο. Εδώ ξεπερνάμε τον διδακτισμό και περνάμε στον προσηλυτισμό. Απαράδεκτο. Δεν περιορίζω τον αντίρρηση μου αγαπητέ μου χριστιανέ ορθόδοξε στο ημέτερο θρήσκευμα.  Η ένσταση μου είναι για κάθε θρησκεία και στρέφεται  προς κάθε θεό η θεούς. Δεν λυτρώνουν από τοξικές εξαρτήσεις τους ανθρώπους οι θρησκείες, ούτε πολύ περισσότερο τα ιερατεία, στη δική μας περίπτωση οι εκκλησίες. Τους υποτάσσουν χειρότερα. Τους φανατίζουν. Φραγή στην αμφισβήτηση και αποτροπή στη συμφιλίωση. Στο όνομα των θεών η ανθρωπότητα έχει χύσει ποτάμια αίμα. Ακόμα και τώρα, αυτή την ώρα που χτυπάω στο πληκτρολόγιο μου αυτά που διαβάζετε σε περισσότερα από ένα σημεία της γής άντρες, γυναίκες και παιδιά σκοτώνονται εξ αιτίας κάποιου θεού που εμφανίζεται ως σωτήρας. Ο δικός μας θεός (τι αστεία ιδιοποίηση) δεν εμπλέκεται ενεργά,προς το παρόν, σε ακραίες συρράξεις, στην ιστορία όμως, στην πρόσφατη κι όχι την πολύ μακρινή εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος έχουμε σφάξει πολλούς άπιστους που πολεμούσαν κι εκείνοι στο όνομα του δικού τους θεού εναντίον απίστων δηλαδή ημών των ιδίων. Τέλος με τα θρησκευτικά.

Το θέατρο αναμφισβήτητα αποτελεί μια καταφυγή. Είναι επιλογή παρηγορητική, πλάθει πάθη, ανατέμνει χαρακτήρες, διυλίζει τα αίτια, στήνει πραγματικότητες πεποιημένες και οδηγεί σε στοχασμούς και δρόμους. Οι αναφορές σε θεατρικά κείμενα («Γλάρο», «Έντα Γκάμπλερ», «Λεωφορείο ο πόθος») είναι ίσως προσθήκες της σκηνοθεσίας γιατί δεν είδα οι νύξεις να αξιοποιούνται από τον δραματουργό. Είναι πάντως ένας υπαινιγμός πως είναι χώρος σωτηρίας το θέατρο. Το κάθε είδους θέατρο μα πιο πολύ το ρεαλιστικό, αυτό που συστηματικά και ευφάνταστα υπηρετεί με συνέπεια από χρόνια η σκηνοθέτης του συγκεκριμένου έργου και δημιουργός της ομάδας «Νάμα» Ελένη Σκότη. Παρά την άστοχη επιλογή του έργου του Ντάνκαν Μακμίλαν η σκηνοθεσία με ωραίες σκηνές και έξοχες ποιητικές εικόνες στήριξε αποτελεσματικά την παράσταση και έπιασε σφιχτά τον θεατή προσθέτοντας ενδιαφέρον και ζέση. Οι ρυθμοί, οι εναλλαγές, οι ευρηματικότητες των αλληλουχιών μετέβαλαν το ρηχό δραμάτιον σε θεαματικό ενδιαφέρον αποδεικνύοντας το ταλέντο και το αισθητήριο της σκηνοθέτιδας. Φυσικά αυτή δεν είναι μια τωρινή διαπίστωση. Η Σκότη είναι μια ήρεμη, σεμνή, θεατρική δύναμη απ’ τις πιο υπολογίσιμες του καιρού μας που έχει πλουτίσει με πολύτιμες παραστάσεις τους αποταμιευτήρες της θεατρικής μας περιουσίας.  Ναι, η σκηνοθεσία με τις φαντασμαγορικές εικαστικές της εμπνεύσεις είναι ένας πρωτεύων παράγοντας στην καλή μαρτυρία της παράστασης. Ουσιαστικός παράγων είναι βέβαια και η προσεκτικά μελετημένη σύνθεση ολόκληρου  του θιάσου.

Ωστόσο αυτό που ακούγεται ως βοή και φέρει προς τα έξω την φήμη του εξαιρετικού είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας Μαίρης Μηνά και η ερμηνεία της κεντρικής ηρωίδας. Είναι πράγματι πολύ καλή η ηθοποιός που μπαινοβγαίνει αξιοθαύμαστα από την αντικειμενικότητα της αφηγήτριας στο πάσχον πρόσωπο της εξαρτημένης. Δεν είναι συχνό συναπάντημα η εντυπωσιακή της εμφάνιση και η υποκριτική της ευγλωττία, η ζωηρότητα και οι πλούσια παλέτα των χρωματισμών της εκφοράς της, η χάρη των στάσεων και των μετακινήσεων της. Μια καινούργια υποψηφιότητα για τους μεγάλους ρόλους. Μικρή επιφύλαξη για κάποια υπερβολική υποκριτική  «φλυαρία». Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στέρεη και συνεπής, στις εναλλακτικές απαιτήσεις των ρόλων που διεκπεραιώνει με τον δικό του χαρακτήρα τον καθένα. Τα εγκωμιαστικά επίθετα είναι λίγα συγκριτικά με την πληθώρα των κριτικών που τα χρησιμοποιούν κατά κόρον κι έχουν ήδη εξαντληθεί, περιορίζομαι συνεπώς να παραθέσω τα ονόματα των άλλων ηθοποιών του θιάσου με μειδίαμα συγκατάνευσης τώρα που τα πληκτρολογώ. Χάρης Τζωρτζάκης, Γιάννης Λεάκος, Κώστας Ξυκομηνάς, Ιωάννα Τζίκα, Μαρίτα Τζατζαδάκη, Έλενα Βακάλη και Λένα Μποζάκη. Μπράβο σε όλους. Την μετάφραση και την σκηνογραφία που αποτελεί δημιουργικό διάλογο με την σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιώργος Χατζηνικολάου.

Γιώργος Χατζηδάκης



Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019


Σφοδρός σκηνοθετικός κυκλώνας



Μπέρτολντ Μπρεχτ : Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν
ΜΥΘΩΔΙΑ - «Θησείο, ένα θέατρο για τις τέχνες»-



Οι τρεις θεοί που εκείνο το πρωινό επισκέφτηκαν το χωριό Σε Τσουάν για να βρουν έστω έναν καλό άνθρωπο ώστε να μην χαλάσουν το γένος των ανθρώπων, θα ‘ λεγε κανείς πως κουβαλούσαν κι ένα μεγάλο σακούλι ο καθένας με κάθε λογής θεατρικά καλούδια και τ’ άδειασαν γενναιόδωρα καταμεσής του θεατρικού χώρου του «Θησείου». Ευρήματα και εμπνεύσεις, χαρίσματα σωματικά και επιδεξιότητες, γυμνάσματα και ακροβατικά, επιτηδειότητες κάθε είδους, αστεία, κωμικά και σοβαρά φερσίματα και μιμήσεις κάθε είδους, τραγούδια και όργανα, ορχήστρα κανονική, φωνές γλυκές, δυνατές και λαρυγγισμούς, σάλτα απανωτά, σβελτάδες και χορευτικά τερτίπια, ζογκλερικά και μπουφόνικα καμώματα ότι δεν μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου, ότι μπορεί να φαντασιωθεί ένας θεατρίνος κι ότι μπορεί να ονειρευτεί ένας σκηνοθέτης δαιμόνιος. Σωριάστηκαν εκεί όλα τα αγαθά της θεατρικής ονειροφαντασίας και ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί τα πήραν και τα χρησιμοποίησαν όλα. Ναι, όλα. Βέβαια ο σκηνοθέτης απαραίτητο να έχει αίσθημα και μέτρο, ένστικτο και ρυθμό, ιδέες και γονιμότητα, γράδο και μεζούρα και ζύγι για να μπορεί  να ξεδιαλύνει και να επιλέξει τι και πόσα να εφαρμόσει και σε ποιους να δώσει το ένα η το άλλο έτσι ώστε το παραμύθι να γίνει να γίνει κατανοητό και ευχάριστο αλλά και ο νους του θεατή να κρατάει τα απαραίτητα και να τα αποταμιεύει στις καταθέσεις του.

Ας παρατήσουμε όμως τις παραβολικότητες που συντονίζονται  με τα απλοϊκά αφηγήματα που η μπρεχτική τεχνοτροπία συνηθίζει κι ας μπούμε πιο σοβαρά στη διαδικασία μιας κριτικής. Πολύφερνη και πολυμήχανη η σκηνοθεσία του Νικορέση Χανιωτάκη σε βαθμό που να περνάει ο θεατής απανωτά απ’ την μιαν εντύπωση στην άλλη κι αμέσως σε μια τρίτη και σε μια τέταρτη. Το αξίωμα μην αφήνεις τον θεατή να σου ξεφύγει ούτε στιγμή, στην πλήρη και πιο σφιχτή εφαρμογή του. Δεν ήταν όμως μόνο του σκηνοθέτη το ζήτημα. Εδώ έχεις την ευκαιρία να θαυμάσεις και να εκπλαγείς  όχι μόνο  την αφομοιωτική δεινότητα των ηθοποιών αλλά με την ευρηματικότητα  που ο καθένας πρόσθετε καταφάνερα στα προστάγματα, στις υποδείξεις, στις υποδαυλίσεις πιο σωστό να πούμε, σε κάθε  νεύμα που δέχονταν. Κι αυτό δεν αφορούσε μόνο δυο ή τρεις. Όλοι οι ηθοποιοί ισάξια και ισοδύναμα δεν σου αφήνουν περιθώρια να ξεχωρίσεις κάποιον για την παραμικρή έστω υπεροχή του. Τη στιγμή που παρακολουθείς τον έναν και θαυμάζεις την πολύφυλλη τεχνική του την προσοχή σου την αποσπά κάποιος άλλος κι αμέσως τρίτος και τέταρτος. Όσο κα να προσπαθείς να διακρίνεις διαφορές από τον παλιό και πολύπειρο   διαπιστώνεις πως  όλοι νέοι και νεότεροι, παλιοί και παλιότεροι εξισώνονται σε υποκριτική δεξιοσύνη και συμμετοχή. 


Η αλληλουχία των μεταμορφώσεων και η επανειλημμένη βουστρουφηδόν παρέλαση όλων γίνεται με τέτοιο ρυθμό που δύσκολα ξεχωρίζεις τα πρόσωπα και σε κανένα σημείο αυτής της διαρκούς παράτας δεν προλαβαίνεις να διακρίνεις ανεπάρκεια κανενός. Αντίθετα ο οργιώδης ρυθμός και η αέναη κίνηση, οι απροσδόκητες εναλλαγές σε κρατούν  σ’ ένα συνεχές εκθαμβωτικό αλάφιασμα. Τα περιθώρια για συναίσθημα και στοχασμό ελάχιστα και οι μπρεχτικοί προβληματισμοί, ηθικοί, ιδεολογικοί, φόρμας και τεχνικής, συνέπειας σε αισθητικό δόγμα και θεωρία, όλα σαρώνονται, συνεπαίρνονται απ’ τον χειμαρρώδη ρυθμό του θεάματος. Η αποστασιοποίηση ξεπερνάει και τον ίδιο τον εαυτό της.

Δυο λόγια για το έργο ωστόσο δεν γίνεται να αποφευχθούν έστω κι αν είναι πια κοινός τόπος και η υπόθεση και ο προβληματισμός του αφού είναι η τέταρτη η πέμπτη φορά που παρακολουθούμε την αγωνία της Σεν Τε να παραμείνει ένας καλός και πονετικός άνθρωπος, ο μόνος στο χωριό, ο μόνος στην ανθρωπότητα. Ο Μπρεχτ επιχειρεί μια ανάλυση των εναντιώσεων στην επιβίωση του καλού που όλες ανάγονται στις δομές της ανθρώπινης φύσης, στα δεδομένα της ύπαρξης. Ο συγγραφέας δοκιμάζει διάφορες παραλλαγές πάνω  στη δυνατότητα να διατηρηθεί το καλό στον κόσμο των ανθρώπων. Δεν είναι θέμα συστήματος, ούτε κοινωνικής συγκρότησης η ιδεολογικών εφαρμογών. Οι άνθρωποι ως όντα είναι φύσει και θέση και καλοί και κακοί, δοτικοί και αρπακτικοί με κοινωνικές συμπεριφορές και στάσεις σε διαρκή μεταβολή και μεταστροφή. Η διακύμανση μεταξύ ενστίκτου και αισθήματος δεν αποτελεί βάση για όποια δογματική σταθερότητα. Την σαθρότητα των δογματισμών απέναντι στην ανθρώπινη φύση την έχουν γνωρίσει πολύ καλά  πολλές θρησκείες και  πολιτικά συστήματα που κατέρρευσαν στο πέρασμα των χιλιετιών. Απόδειξη πως τόσο οι θρησκείες με τα αδυσώπητα ιερατεία, τους εκφοβισμούς και τα φραγγέλια όσο  και τα καταναγκαστικά καθεστώτα με τα σιδηρά τείχη, τους βασανισμούς και τις θανατικές καταδίκες τις έννοιες του καλού και του δικαίου δεν μπόρεσαν να τις επιβάλλουν. Αποφεύγω τις αναφορές σε μπρεχτολογικά πονήματα, παραπομπές, γνωμικά και αποσπάσματα επειδή η κριτική μου δεν γράφεται για λόγους εντυπωσιασμού της αγοράς αλλά είναι για προσωπική μου ικανοποίηση και λύτρωση. Μπορώ λοιπόν εδώ να προσθέσω, όπως έχω κι άλλες φορές τονίσει, (θυμάμαι την κριτική μου στην παράσταση του  ΘΟΚ σε σκηνοθεσία στελέχους του «Μπερλίνερ Ανσαμπλ», του Γερμανού σκηνοθέτη Ούβε Χάους) πως «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» είναι ένα έργο απολύτως αντιμαρξιστικό και η τωρινή παράσταση του Χανιωτάκη αυτό το ενίσχυσε, ενώ δεν μπορώ να ξέρω αν στόχευε στο αντίθετο.

Οι κειμενικές και σκηνοθετικές επεμβάσεις στο αρχικό μπρεχτικό κείμενο και η εικαστική συνηγορία έδωσαν στην παράσταση την πανηγυριώτικη αίσθηση μιας υπαίθριας παράτας, σαν αυτές που παραδοσιακά απ’ τα μεσαιωνικά ακόμα χρόνια συνήθιζαν οι περιοδεύοντες θίασοι, σαν αναγγελία της άφιξης τους στον τόπο που θα παρουσίαζαν το θέαμα τους. Η πρόταση είναι σαφής και απολύτως πετυχημένα εφαρμοσμένη. Αναρωτιέται ο θεατής μήπως με την επιλογή αυτής της φόρμας  ο σκηνοθέτης επιδίωξε να υπαινιχθεί  τη συνεχή προσπάθεια του καλού, το κύκλιο έπος του το ατέρμονο να επιβληθεί και να ριζώσει, μια αναζήτηση στο διηνεκές, σαν μια φρενήρη λιτανεία, μια τελετουργία επαναλαμβανόμενη με θεούς που αναζητούν το αγαθό, βραβεύουν και αξιώνουν αλλά που το ανθρώπινο υποτροπιάζει και οι θεοί ντύνονται πάλι την σκευή τους και ξαναπαίρνουν τους ανθρώπους στο κατόπι, σαν δρώμενο από κάποιο οργιαστικό μυστήριο. Σκέψεις και υποψίες που αυτόματα γεννιούνται καθώς η θυελλώδης μασκαράτα συνεπαίρνει στο πέρασμα της και τους θεατές.


Ήταν λοιπόν μια σπουδαία παράσταση παρ΄ όλα αυτά;  Και οι ηθοποιοί ήταν όπως συνάγεται  αξιοθαύμαστοι; Δεν θα το ‘λεγα ! Ούτε η παράσταση ήταν σπουδαία  και οι ηθοποιοί ήταν μεν αξιοθαύμαστοι αλλά υπερβολικοί, σε μεγάλη και δύσπεπτη δόση. Κι αυτό διότι ο σκηνοθέτης είχε μεν όλα τα καλά του θεατρικού θεού στη διάθεση του, τις εμπνεύσεις και τα  ευρήματα, το μέτρο και τη μεζούρα όμως, τα σταθμά και ζύγια, δεν τα συμβουλευόταν κι έτσι  το όλον ξέφυγε καταστρεπτικά προς την υπερβολή. Το βαγόνι παραφορτωμένο εκτροχιάστηκε μέσα σε εκκωφαντικές στριγκλιές, φωνασκίες, αναρριχήσεις, σαλταρίσματα, μετακινήσεις σκηνογραφικών κατασκευών και αψυχολόγητες μεταστροφές. Έτσι, μέσα σε μια δυσμενή αμετροέπεια το φαινόμενο σκηνικής σαγήνης, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ενώ θα μπορούσε να  είναι μια ιδανική Σεν Τε, οδηγήθηκε σε μια ιλιγγιώδη φορά που την αδίκησε και της μείωσε την επιτυχία. Φαινόταν καθαρά πως τη στιγμή που ο ρόλος πήγαινε να σχηματιστεί ένας σάλος τον διέλυε. 


Με μοναδική επιφύλαξη την υπερβολή και τον  αδιάκοπα ταχύρυθμο  ρεύμα όλοι οι ηθοποιοί ήταν αξιοθαύμαστοι σ΄ όλες τους τις μεταμορφώσεις. Σημειώνω ως ασυνήθιστο, που μόνο χαρισματικοί ηθοποιοί το πετυχαίνουν πως κάθε πρόσωπο που μετέρχονταν παρουσιαζόταν με το δικό του ιδιαίτερο ήθος. Αγόρια και κορίτσια σε υψηλή υποκριτική στάθμη. Μια βασική και ανένδοτη αντίρρηση η χρησιμοποίηση της σπουδαίας δραματικής ηθοποιού Λήδας Πρωτοψάλτη σ’ έναν ρόλο επουσιώδη, της Μι Τσου με μια ανεκδοτολογική εξέλιξη εκτός κειμένου, σαν μια συμμετοχή που κραύγαζε αμηχανία. Χωρίς ειδικούς χαρακτηρισμούς τα ονόματα των ηθοποιών της διανομής. Γεράσιμος Σκαφίδας, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Κώστας Κάππας, Μπέττυ Αποστόλου , Γιάννης Καλατζόπουλος, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Βαλέρια Δημητριάδου. Έξοχοι, πολυτάλαντοι, δεξιοτέχνες και με εντυπωσιακές σκηνικές παρουσίες. Το σκηνικό της Άννας Μαχαιριανάκη λειτουργικό στο διεξαγωγή της παράστασης και τα κοστούμια αισθητικά και ατμοσφαιρικά. Η μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου πολύ ευάκουστη,  άγγιζε και υπηρετούσε και το μπρεχτικό πνεύμα και την σκηνοθετική γραμμή. Κοντολογίς θα μπορούσαμε τώρα να  μιλάμε για σπουδαία παράσταση και να συζητάμε το έργο αν είχε μετριαστεί ο φόρτος και η σφοδρότητα του σκηνοθετικού κυκλώνα.

Γιώργος Χατζηδάκης


Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

«55 χρόνια ο Φραντς Κάφκα στις Ελληνικές Σκηνές».


Διοργάνωση του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου"
Τρίτη 12 Φεβρουαρίου,                                  

θέατρο «Αλεξάνδρεια». 8 μμ
Είσοδος ελεύθερη- 



Στην εισήγηση του ο Γιώργος Χατζηδάκης θα αναφερθεί τιμητικά στον Αλέξη Σολομό και τον Νίκο Κούρκουλο, στις δυο αφετηριακές παραστάσεις του «Προσκήνιου», τον «Πύργο» το 1964 και την «Δίκη» το 1971, με την πρωταγωνιστική συμμετοχή του Νίκου Κούρκουλου, και στην «Αμερική» που ανέβηκε το 1975 στο Εθνικό Θέατρο



Αλέξης Σολομός 


Σκηνή απ' την Αμερική του Κάφκα - Εθνικό Θέατρο

Ένα κείμενο του Αλέξη Σολομού για την τριλογία του Κάφκα που ανέβασε ο ίδιος στο διάστημα μιας δεκαετίας θα διαβάσει η Λήδα Σαμουηλίδου



ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Μια σκηνή από τον Πύργο με τον Νίκο Κούρκουλο και την Άννα Φόνσου

Για την παράσταση του «Πύργου», τον Αλέξη Σολομό και τον Νίκο Κούρκουλο καθώς και για τη ίδρυση του «Προσκήνιου» θα μιλήσει η Αννα Φόνσου που πρωταγωνίστησε στον Πύργο αλλά και συμμετείχε σε όλη την αφετηριακή διαδικασία.

Στην παράσταση του «Θεάτρου 'Έρευνας» «Μεταμόρφωση» του Κάφκα το 1988 που σκηνοθέτησε και ερμήνευσε τον βασικό ρόλο ο Δημήτρης Ποταμίτης θα αναφερθεί η Αννα Αδριανού που συμπρωταγωνιστούσε.



Αννα Αδριανού


Δημήτρης Ποταμίτης

Παρέμβαση και αναφορά στο μοναδικό θεατρικό του Κάφκα «Ο Φύλακας του τάφου» που δημοσιεύεται ολόκληρο στο τελευταίο τεύχος του «Τόπος Θεάτρου» θα κάνει ο κριτικός και μεταφραστής του έργου Λέανδρος Πολενάκης



 Λέανδρος Πολενάκης

Ο σκηνοθέτης Σάββας Στρούμπος της ομάδας «Σημείο Μηδέν» θα συνοψίσει τις αναζητήσεις του στα έργα του Κάφκα με μια ομιλία του με θέμα Utopia negativa .



Σάββας Στρούμπος

Στις δικές της παραστάσεις «Δίκη» και «Μεταμόρφωση» με το θέατρο της «Καθρέφτης», θα αναφερθεί η Πέπη Οικονομοπούλου.



Πέπη Οικονομοπούλου


Η Μεταμόρφωση από την ομάδα "Ακτίς Αελίου"

Για την «Μεταμόρφωση» που ανέβασε με την ομάδα του «Ακτίς Αελίου» θα μιλήσει ο σκηνοθέτης Νίκος Σακαλίδης.




Κίττυ Παϊταζόγλου 

Η Κίττυ Παϊταζόγλου, πρωταγωνίστρια της πιο πρόσφατης παράστασης έργου του Κάφκα, της περσινής «Δίκης» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου στο θέατρο «Πόρτα»,  θα καταθέσει τη δική της εμπειρία. Ο σκηνοθέτης της παράστασης βρίσκεται εκτός Ελλάδας.

Τέλος θα διαβαστούν αποσπάσματα από τον «Φύλακα του τάφου» από τους ηθοποιούς Βασίλη Βλάχο, Νίκο Γκεσούλη και Λήδα Σαμουηλίδου