Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Αλίμονο στους νέους



Σαίξπηρ: Ριχάρδος Γ’


Σύγχρονο Θέατρο

Πρόφθασα και ανταποκρίθηκα στην πρόκληση την τελευταία βραδιά που παιζόταν η παράσταση. Η πρόκληση χρονολογείται απ’ την πρώτη φορά που άκουσα πως ο Τζαμαριάς θα καταπιανόταν με το πιο δυσφόρητο έργο του Σαίξπηρ, δίνοντας  τον ακόμη βαρύτερο ρόλο σε μια γυναίκα ηθοποιό, που το βιογραφικό της δεν εγγυόταν προδιαγραφές για τέτοια φορτία. Ανταποκρίθηκα λοιπόν και το συμπέρασμα μου βγαίνοντας απ’ το θέατρο είναι να διαγράψω απ’ τη μνήμη μου  τις περισσότερες στιγμές της παράστασης που παρακολούθησα ως ξένες απολύτως απ όσα γνωρίζω για τις σκηνοθετικές αρετές, συνήθειες και απόψεις του σκηνοθέτη, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως μερικοί απ’ τους ηθοποιούς στήριξαν το οικοδόμημα.




Δεν είδα τίποτα απ’ όσα τον χαρακτηρίζουν τον σκηνοθέτη. Ο Τζαμαριάς είναι γνωστός για την ευρυθμία με την οποία κουρντίζει τις παραστάσεις του ρυθμίζοντας τις ανάλογα με την εξέλιξη και την πλοκή. Τις βραδύνει και όταν πρέπει και άλλοτε τις  επιταχύνει  αποφεύγοντας σχολαστικά τα πηγαινέλα αν κάποιος οργανικός λόγος δεν τα επιβάλει. Είναι επίσης χαρακτηριστικό του οι ψυχολογημένες και οι αιτιολογικά σχεδιασμένες είσοδοι και έξοδοι των προσώπων ενός έργου κι όχι το μπάσιμο κάποιου προσώπου  να προκύπτει σαν τυχαίο η άστοχο. Όσοι έχουν παρακολουθήσει επίσης τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη από τα πρώτα του ακόμα βήματα στο θεατρικό εργαστήρι του Κερατσινίου κι ύστερα σ’ όλες τους τις μετέπειτα παραστάσεις του στο Εθνικό και παντού αλλού, ως καθιερωμένου πια δημιουργού, θα έχουν παρατηρήσει πως κύριο μέλημα του είναι η εκφορά του θεατρικού λόγου. Μανιακός με την καθαρή άρθρωση, με την μετάδοση νοήματος και συναισθήματος και προπαντός με την εναρμόνιση όλων των υποκριτών μεταξύ τους. Στην παράσταση του  Ριχάρδου οι γνωστές του αρχές φαλτσάρησαν.


Το ανακάτεμα τονισμών και η αμφίβολης καθαρότητας εκφορά δεν χαρακτηρίζουν ποτέ τις σκηνοθεσίες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη. Αν εξαιρέσουμε  τους λίγους ικανούς το υποκριτικό μέρος παρουσίαζε την εικόνα μιας αφροντισιάς. Η πλήρης αδράνεια της σκηνοθεσίας διαπιστώνεται ωστόσο από την αντιμετώπιση του βασικού ρόλου. Στις τόσες παραστάσεις του ποτέ δεν έχει αστοχήσει στον στήσιμο ενός θεατρικού ήρωα στη γραμμή βέβαια της άποψης του, ιδιαίτερα αν είναι ρόλος πρωταγωνιστικός. Εδώ άρχισε με κλασικό σχεδιασμό και αμέσως μετά τον  άφησε να γλιστράει  από την κωμική ηθογραφία στην φαρσοκωμωδία καταλήγοντας σε  πλήρεις εκπτώσεις τηλεοπτικών εντυπώσεων  προς τέρψιν των αρεσκομένων. Κάτι  ωστόσο που αποτελεί ένα απ’ τα πολύ θετικά γνωρίσματα των άλλων  παραστάσεων του ήταν η  προσεκτική επιλογή των ηθοποιών και στην προκειμένη περίπτωση δεν απουσίαζε, μόνον όμως όσον αφορά μερικές ερμηνείες που άρκεσαν ωστόσο για να συγκρατήσουν ως ένα βαθμό την παράσταση.  Είναι δίκαιο να ξεχωρίσουμε από την ολική αρνητική εντύπωση τις ερμηνείες της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη, του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου και της Πηνελόπης Τσιλίκα.




Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είδαμε απ’ τον σκηνοθέτη να «σφηνώνει» στο σώμα της παράστασης του άσχετα εμβόλιμα, χωρίς νόημα και σημασία με άλλοθι την καινοτομία και τον εντυπωσιασμό, όπως το πλύσιμο των δοντιών, το ρούφηγμα της κοκαΐνης, το ραδιόφωνο η το ξεγύμνωμα των οπισθίων του νεανία κλπ κλπ. Τι να αποσημειολογήσουμε απ’ όλα αυτά τα «σήματα»; Αποτελεί πλέον θεατρικό ήθος να πηγαίνουμε στο θέατρο με «σκονάκια» αποκωδικοποιήσεων; Πρωτοφανής ήταν επίσης η αδιαφορία για το ενδυματολογικό και το σκηνογραφικό επιτρέποντας μια ακατανόητη  ασυδοσία φορεμάτων και σκηνικών αντικειμένων σε μια σωριωδώς πυργωμένη επικέντρωση άνευ ουσίας και νοήματος. Η και πάλι καλούμαστε να αποσημειολογήσουμε τους συμβολισμούς; Οπότε πλέον το θέατρο παραχωρεί τη θέση του στο κουίζ. Όπως επίσης άσχετες με τη δράση υπήρξαν και οι αλλοπρόσαλλες μουσικές παρεμβάσεις. 


Αναγνωρίζω φυσικά  πως κάθε δημιουργός έχει δικαίωμα συνάμα και υποχρέωση σε τολμήματα και ρίσκα που άλλοτε πετυχαίνουν και άλλοτε όχι. Ο «Ριχάρδος Γ’» που επιχείρησε ο Τάκης Τζαμαριάς με την Κωνσταντίνου στον κεντρικό ρόλο, ήταν ένα τολμηρό σάλτο χωρίς δίχτυ ασφαλείας που αρχικά πέτυχε στο να προκαλέσει την κοινή γνώμη.  Όταν ωστόσο άρχισαν να συνειδητοποιούνται οι αδυναμίες της ερμηνείας του συντριπτικού κεντρικού ρόλου και έγινε αισθητό  το ριψοκίνδυνο  του εγχειρήματος, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να πιαστεί από σαθρά στηρίγματα και  επιπόλαια ευρήματα επιδιώκοντας να στρέψει  αλλού το κέντρο βάρους. Το επιχείρημα που κυκλοφορεί μουρμουριστά ως άποψη, ενισχυμένο από κρίσεις εμπορικών ιστότοπων που μιλούν περί gothik απόψεις , heavy metal και pank αισθητικές και αφήνουν υπαινιγμούς πως τάχα αυτά «αρέσουν στους νέους», (και ασφαλώς όχι στους μεγάλους) το μόνο που μπορεί ένας ηλικιωμένος εραστής του «απείραχτου» θεάτρου αλλά και πολέμιος της μπλόφας, είναι να ψελλίσει αναστενάζοντας «αλίμονο στους νέους».



Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Θέατρο ούτε για δείγμα




Τζωρτζ Όργουελ - «1984»


Θέατρο Βασιλάκου

















Ομολογώ πως δεν μπορώ να κατανοήσω ποιος ακριβώς είναι ο προβληματισμός του βιβλίου του Όργουελ «1984» (γραμμένο το 1949) στην θεατρική του μεταφορά όπως μας το παρουσιάζει η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο θέατρο Βασιλάκου. Όταν πριν από 70 χρόνια διαβάστηκε το βιβλίο όλοι νοιώθαμε την καταγγελία μιας ζοφερής μελλοντικής εξέλιξης ενός καταπιεστικού καθεστώτος όπου όλες οι ανθρώπινες ελευθερίες θα βρίσκονταν σε διωγμό ακόμα και η όποια βούληση, σκέψη η αίσθημα. Ο συγγραφέας περιέγραφε μια συνεχή παρακολούθηση κάθε ατόμου σε κάθε στιγμή της ημέρας και της νύχτας του μέσω μια αμφίδρομης τηλεοπτικής συσκευής. Η ίδια αυτή συσκευή μετατρεπόταν σ’ έναν συνεχή προπαγανδιστή των καυχησιολογιών του καθεστώτος και στην εξύμνηση του ηγέτη «Μεγάλου Αδελφού», του δικτάτορα της χώρας που είχε την επωνυμία Αδελφότητα.

Η προφητεία επαληθεύτηκε στις μέρες μας με τον πλέον απόλυτο τρόπο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται να γίνει μάρτυρας ενός πραγματικού τέτοιου καθεστώτος με όλα του τα χαρακτηριστικά σε απόλυτη εφαρμογή δεν έχει παρά να αναζητήσει μέσω του υπολογιστή του τη συχνότητα των τηλεοπτικών καναλιών της Βόρειας Κορέας. Οι εκφωνήτριες και ο αυστηρός τόνος της εκφοράς τους, η συνεχής υμνολογική αναφορά στον «Μεγάλο Αδελφό», η επανειλημμένη και επίμονη προβολή των επιτευγμάτων της Αδελφότητας στους διάφορους τομείς και απειλητική νουθεσία των υπηκόων για υποταγή στους θεσπισμένους νόμους και κανόνες μας έχουν κάνει πολύ οικείο το ουεργελικό μοτίβο κι έτσι καθόλου δεν μας ξάφνιασε η από σκηνής παρουσίαση του. Ούτε και τίποτα μας πρόσφερε περισσότερο από όσο μια πολιτική ενημέρωση.



Αισθάνομαι πως είστε έτοιμοι να με διορθώσετε και να μου προσθέσετε κι άλλα ανάλογα καθεστώτα με τα ίδια χαρακτηριστικά κι ακόμα να μου στρέψετε την προσοχή μου πως ο λεγόμενος «Μεγάλος Αδελφός» του Όργουελ μπορεί να ήταν μια μεταποίηση του σταλινικού «Πατερούλη» που λίγο πολύ τον καιρό του σοβιετικού καθεστώτος η λειτουργία του ρωσικού μοντέλου στα χνάρια του 1984 ταίριαζε. Πολύ σωστά και σας ευχαριστώ, υποπτεύομαι μάλιστα πως απ’ αυτό το πρότυπο αντλούσε την έμπνευση του και ο συγγραφέας του βιβλίου. Και μιας και είχατε την καλοσύνη να μου συμπαραστέκεστε στους συλλογισμούς μου επιθυμώ και εγώ με την σειρά μου να σας ενημερώσω πως με βάση και αφετηρία το «1984» η αμερικανική κινηματογραφική παραγωγή κυριολεκτικά ξεσάλωσε. Η κρίση θεμάτων που αντιμετωπίζουν οι αμερικανοί σεναριογράφοι έχει γίνει πολλές φορές σενάριο αυτή η ίδια. Πολύ φυσικό λοιπόν το θέμα του Οργουελ να γινόταν ανάρπαστο. Η πρώτη κινηματογραφική του αξιοποίηση έγινε το 1956 και η δεύτερη  το 1993 με σκηνοθέτη τον Μάικλ Ρέντφορντ και τους Τζον Χαρτ και Ρίτσαρντ Μάρτον. Από την αρχή ξεκίνησε με βάση το το ίδιο θέμα μια ολόκληρη κατηγορία έργων με ασύλληπτης έκτασης σε παραλλαγές, μια κατηγορία που απόκτησε και δικό της χαρακτηρισμό. Το μέλλον, οι καταπιέσεις των υπηκόων, οι συνεχείς παρακολουθήσεις μέσω συστημάτων πολύ προηγμένης τεχνολογίας, η επέμβαση στη σκέψη και στη μνήμη, ο ασυμβίβαστος ήρωας που γίνεται φυγάς και διώκεται, η γυναίκα που τον ερωτεύεται, η σύλληψη του και τα βασανιστήρια στα οποία τον υποβάλλουν για να ελέγξουν το μυαλό του. Και όλα αυτά σε οργιώδους φαντασίας προεκτάσεις, πλοκές και εξελίξεις. Ευνόητο είναι πως η αμερικανική κινηματαγραφική βιομηχανία επιστράτευσε τους καλύτερους σεναριογράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και τεχνικούς των εφε και έριξε στην αγορά μια τεράστια ποικιλία με τα ίδια πάνω κάτω θέματα.




Αυτόματα λοιπόν γεννιέται το ερώτημα τι προσδοκούσε περισσότερο να μας προσφέρει η Κατερίνα Ευαγγελάτου; Είναι αλήθεια ότι μεταχειρίστηκε πολύ προηγμένα συστήματα τεχνολογίας. Είκοσι τουλάχιστον οθόνες πολύ μεγάλες ως πολύ μικρές, εξέπεμπαν ταυτόχρονα άλλες τεθλασμένες κυματιστές ακαθόριστες γραμμές, άλλες αυτές τις μιλιτέρ εκφωνήτριες, άλλες σκηνές πλήθους αλλαλαζόντων πιστών, άλλες στρατιωτικών παρελάσεων, άλλες μεταδόσεις νικηφόρων αθλητικών αγώνων και δυο μεγάλες τοποθετημένες στο κέντρο  τι νομίζετε πως προέβαλλαν; Τις κυριότερες σκηνές του έργου. Ναι, ακριβώς. Το έργο ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος κινηματογραφημένο και ο θεατής το παρακολουθούσε σε οθόνες σαν σε κινηματογράφο, ένα είδος home cinema. Όχι, η σεξουαλική σκηνή, όπου εμφανέστατα κυριαρχούν οι γυμνοί γλουτοί του πρωταγωνιστή Πανταζάρα, με την ημίγυμνη συμπρωταγωνίστρια του να τους θωπεύει, αυτή είναι ζωντανή και μάλιστα στο κέντρο της σκηνής. Ποιος ο λόγος; Τι δραματουργικό εξυπηρετούσε ένας γυμνός πισινός; Αδιευκρίνιστο. Όπως στο κέντρο της σκηνής είναι και η ρεαλιστικομαζοχιστική σκηνή όπου ο βασανιστής κόβει τα δάχτυλα του ήρωα και τον υποβάλλει σε ένα σωρό βασανιστήρια είναι κι αυτή ζωντανή και μάλιστα σε μια εντυπωσιακή ομοιότητα με την αντίστοιχη σκηνή του κινηματογράφου, σαν αντικαθρέφτισμα η μια της άλλης.

 Περιμένουμε απ’ την Κατερίνα Ευαγγελάτου θέατρο και όχι ηλεκτρονικές μπλόφες που δεν έχουν να μας πουν τίποτα ενδιαφέρον, ούτε ξαφνικές εκλάμψεις, φωτεινές γραμμές που τρέχουν, ήχους που σε σφυροκοπούν και ηχητικά παράσιτα που στριγκλίζουν, ούτε φυσικά χιλιοειπωμένα στόρι. Σ’ αυτούς τους τομείς το θέατρο δεν μπορεί να τα βάλει με την παντοδυναμία του κινηματογράφου και τις αφάνταστες δυνατότητες των εφε της κινηματογραφικής τεχνολογίας. Όσο για τα βασανιστήρια και την φτιαχτή, την πεποιημένη «φρίκη» που επιδιώκουν να προκαλέσουν, με τους υποκριτικούς σφαδασμούς εκεί δεν είναι μόνο το σινεμά που υπερέχει ακαταμάχητο αλλά και οι αφηγήσεις κρατουμένων σε διάφορα στρατόπεδα τύπου Γκουαντάναμο. Ας αφήσουμε λοιπόν το σινεμά στην αδιαφιλονίκητη υπεροχή του, την πραγματικότητα να γίνεται αντικείμενο ρεπορτάζ η ντοκιμαντέρ, ας αποστρέψουμε τα μάτια απ΄ τις υπαρκτές συνθήκες παρόμοιων καθεστώτων (αναφέρθηκα στη Βόρεια Κορέα αλλά υπάρχουν κι άλλα πολύ κοντύτερα), ας αφήσουμε τις τολμηρές τάχα σεξουαλικές σκηνές, που είτε απέχθεια προκαλούν είτε κοροϊδία, σκηνές που και στον «Φάουστ» και στο «1984» απορία προκαλούν για την σκοπιμότητα τους, γιατί φυσικά σκηνές ψευτοπορνό που μπαίνουν άνευ λόγου και αιτίας μόνο αρνητικές εντυπώσεις για τις προθέσεις τους προκαλούν, και ας επιδιώξουμε την θεατρική μαγεία, γιατί φίλοι μου αυτός είναι ο σκοπός του θεάτρου κι αυτό είναι το ζητούμενο. Και για να κλείσω συνοψίζοντας πως θέατρο,  στην παράσταση της Ευαγγελλάτου δεν υπήρχε ούτε δείγμα.

Γιώργος Χατζηδάκης