Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Αναφορά στον Γκρέκο






Ήταν ένα απ’ τα σπάνια συναπαντήματα που τυχαίνει να βρεθείς μεσοστρατίς και αναπάντεχα αγκαλιαστά με τον μεγάλο λόγο, με την μουσική και το τραγούδι του καημού, με τη φωνή την κραυγή και κελάηδισμα μαζί με την θείας χάρης θεατρική τέχνη. Και όχι να διασταυρωθείς και να προσπεράσεις, μα να κάτσεις εμβρόντητος και εκστατικός ν’ ακούς και να βλέπεις, να σκέπτεσαι και να κοινωνάς ταυτόχρονα. Ένας μεγάλος μέσα απ τους αιώνες δίνει την αναφορά του σ’ ένα άλλο μεγάλο και τα πάθη, οι πνευματικοί και σωματικοί βασανισμοί, αντιλαλούνε στο διαχρονικό τοπίο του κόσμου και του ύψιστου θεού της μεγάλης έκστασης, της αμφιβολίας και της πίστης. Δέησα να ιδώ και αξιώθηκα και είδα αυτή την εξομολόγηση , την μαρτυρία και τους στοχασμούς για τον κόσμο και τους ανθρώπους που κάνει ο Καζαντζάκης στον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο. Αναφορά στον Γκρέκο την λέει ο συγγραφέας, όπως και το βιβλίο του μα δεν σταματάει μόνο εκεί ο εμπνευστής και ερμηνευτής της παράστασης μα  βάζει στο στόμα του και σελίδες απ’ τον πατέρα του τον Καπετάν Μιχάλη κι απ’ τα ταξιδιωτικά του τριγυρίσματα κι απ’ την τολμηρή ψαύση που κάνει στην ουσία του θεού και κει που συναντάει το χέρι του τις πληγές του ανθρώπου. Θαρρώ πως κι άλλες αράδες απ’ άλλα έργα του ανακατεύονται μα που να τις ξεχωρίσεις με το πολύσμιχτο πλέξιμο που τους έκανε ο Χρυσικάκος.
Ξεχνάω – και να με συμπαθάνε οι άλλοι μεγάλοι μας της θεατρικής τέχνης – ξεχνάω κάθε τι και καθένα που είδα πριν απ’ τον Τάκη Χρυσικάκο να ερμηνεύει, όχι λάθος το ‘γραψα, να μετουσιώνεται θέλω να πω στον Καζαντζάκη τον ίδιο. Δεν καταδέχομαι να μιλήσω σαν κριτικός. ( Πως το λέει ο Ρίτσος στο «Τραγούδι της αδερφής μου» : «Δεν είμαι πια ποιητής, δεν καταδέχομαι να ‘μαι ποιητής» ;) Ναι δεν καταδέχομαι να ‘μαι κριτικός και να αναλύσω την τεχνική του την άρτια, ν’ ασχοληθώ με τα υποκριτικά του, τις παύσεις και τ’ ανεβοκατεβάσματα των τόνων της φωνής του, τα μινόρε και τα κρεσέντα του καθώς εναρμονίζονταν με τις εντυπώσεις, τους καημούς και τα σκαρφαλώματα στις πλαγιές του πάθους. Δεν βρίσκεται, νομίζω σ’ αυτά η αξία της ερμηνείας του Χρυσικάκου. Μα κι αν εκεί βρίσκεται μπράβο του και να την χαίρεται.
Για μένα ωστόσο η αξία βρίσκεται στο πόσο κοντά βρέθηκε με τον συγγραφέα, πως τον ζωντάνεψε κι αυτόν και  τον Ζορμπά και τον Καπετάν Μιχάλη και τη μάνα του και μ’ όλους τους ήρωες της πινακοθήκης του Καζαντζάκη. Κι ακόμα το πιο δύσκολο πως βρέθηκε όχι κοντά μα μέσα στης ψυχής του τα μεγάλα  διλήμματα και στο δέος που του προκαλεί το φως, η ομορφιά, η γυναίκα,  η λάμψη και κυρίως η επική αναμέτρηση ανάμεσα σ’ ανατολή και δύση, σ’ Ανατολή και Δύση. Το πάλεμα των κόσμων. Το μεγαλείο της ζωής και της ιστορίας, των μύθων και της ποίησης.
Θα ‘ταν δασκαλίστικο να προτρέψω τους νέους ηθοποιούς να δουν, να μελετήσουν και να σπουδάσουν την παρουσία του, την κίνηση του, το στήσιμο και τα ανοίγματα των χεριών του καθώς και την προσηλωμένη ακινησία του γραφιά, την ανάταξη των κλιμάκων που ακολουθεί η σημαντικότητα μιας αετίσιας πτήσης γύρω και πάνω από ένα γραφείο. Αλλά είναι πραγματικά μια εμπειρία πολύτιμη αυτή η μοναχική πολύφερνη ερμηνεία και πρέπει να την μεταλάβουμε όσο πιο πολλοί μπορούμε  και πιο πολύ οι νέοι.
Στην μακριά εξομολόγηση που κάνει ο συγγραφέας στον παππού, τον μεγάλο του πρόγονο από το Φόδελε, παρεμβατικά με τρόπο ταιριαστό, γλυκύτατο και μεγαλειώδη κάνει η κλασική φιγούρα μιας ωραίας Ελένης,( που και σύμφωνα με εκδοχές των μύθων πάτησε τα χώματα της Κρήτης,) μιας ωραίας Ελένης γλυκόλαλης, άλλοτε στις αντηχήσεις των αντρειωμένων ριζίτικων κι άλλοτε σε τόνους πιο τρυφερούς και ήπιους, η λυγερή και πανώρια Γεωργία Νταγιάκη με την λύρα της και τη φωνή της ακολουθούσε την παληά συνταγή του κρητικού θεάτρου, των ιντερμέτζων. Μαζί της ο Χρυσόστομος Καραντωνίου με την κιθάρα του, που πολλοί τον γνωρίζουμε και σαν ικανό συνθέτη. Αυτές οι μουσικές ανάπαυλες πρόσφεραν στον Χρυσικάκο μια ολιά ανασασμό απ’ το ηράκλειο κείμενο που διαπραγματευόταν με τόση σωματική και ψυχική συμμετοχή, δημιουργούσαν με την αυθεντικότητα τους την κατάλληλη ατμόσφαιρα ενός κρητικού προσκυνήματος, μα θαρρώ πως ένα δυο έντεχνα θα μπορούσαν να έχουν παραλειφθεί. Ψιλολογήματα ωστόσο σε μια μεγάλη παράσταση, κατόρθωμα μέγα ενός και μόνο ανθρώπου που η μανιάτικη κατάληξη του ονόματος του τον φέρνουν κοντά σε κρητικές ρίζες. Συγχαρητήρια Τάκη, να ‘σαι πάντα καλά.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Το Σπίτι είχε τη δική του ιστορία




Πέρασε ένας χρόνος
ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ



Το κορίτσι το ξέρουμε. Ναταλία Στυλιανού. Στην ομάδα  του Στάθη Λιβαθινού πριν από λίγα χρόνια και στέλεχος βασικό στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Μετά ακολούθησε δικούς της δρόμους με συμμετοχές εδώ κι εκεί, προσεγμένες επιλογές όλες, μέχρι που βρέθηκε σ’ ένα σπίτι που έχει την δική του ιστορία. Κι εκεί ακούμπησε τα όνειρά της. Το σπίτι, στην οδό Θυάμιδος στον Κολωνό, χτισμένο πριν την δεκαετία του 30, κακόγουστο, συντηρημένο σχετικά, πείθει πως φιλοξένησε χαρές και λύπες, θριάμβους και συμφορές του 20ου αιώνα, οπωσδήποτε κάτι σαν κουμπαράς από μνήμες, μαρτυρίες και πάθη των ανθρώπων που το κατοίκησαν. Στα δυο συνεχόμενα δωμάτια αυτού του σπιτιού, στη σαλοτραπεζαρία, να πούμε, στις  καρέκλες ακουμπισμένες με την πλάτη στους τοίχους όπως γινότανε παλιά στις κηδείες, με φωτισμό δυο γλόμπους κρεμασμένους απ’ τα ταβάνια καμιά δεκαριά θεατές παρακολουθούν μια δραματοποιημένη αφήγηση, αυτοτελών περιστατικών, αυτόνομες προσωπικές εμπειρίες που σαν  ψηφίδες φιλοδοξούν να  συνθέσουν το μωσαϊκό του 20ου αιώνα.
Η αφήγηση που υποχρεωτικά στερείται υποβλητικότητας, διαθέτει ωστόσο το χαρακτηριστικό να είναι εμπλουτισμένη με πρωτότυπες και απροσδόκητες επινοήσεις, ευρηματικές εμφανίσεις και μια αλληλουχία καμωμάτων που κρατάει συνεχώς το ενδιαφέρον του θεατή σε εγρήγορση. Είναι η ευρύχωρη έννοια του divised theatre που ανακαλύπτει τεχνάσματα, συμπληρώνει φαντασίες και ζωντανεύει μνήμες.
Όλα υποτίθεται πως ξεκινούν μια βραδιά Πρωτοχρονιάς και ο αυτοσχεδιασμός με τους ηθοποιούς να «μοιράζονται» και να «ανακατεύονται» και να «κόβονται» σαν τραπουλόχαρτα δίνει στον θεατή την ιδέα να φανταστεί πως σε κάθε χαρτί τις τράπουλας είναι αποτυπωμένη μια απ’ τις προσωπικές ομολογίες των ανθρώπων που όλες μαζί και χωριστά στοιχειοθετούν τα οξύτερα περιστατικά του 20ου αιώνα. Να φανταστεί πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αντιπρόσωποι των γενεών που έζησαν σ’ αυτό το σπίτι, βρίσκουν την ευκαιρία του πρωτοχρονιάτικου παιχνιδιού να βρεθούν εκεί.
Ξεκινώντας απ το την Μικρασιατική καταστροφή και διαπερνόντας τα τρικυμιώδη συμβάντα της ελληνικής περιπέτειας ενός αιώνα το αφήγημα καταλήγει στα δυο αδέλφια, τελευταίους κληρονόμους αυτού του σπιτιού, που ο ένας πήρε τη λεωφόρο της παγκοσμιοποίησης, επενδυτής στους υψηλούς ορόφους του city, που σε μια ανατροπή βουτάει στο κενό κι ο άλλος, ο λιγότερο φιλόδοξος με πιο ακίνδυνες επιλογές,περιδιαβαίνει το πατρικό οίκημα από δωμάτιο σε δωμάτιο και παρακολουθεί την παρέλαση των συγγενών του (;) που σύρανε τα βήματα των παθών τους στα σανιδένια  πατώματα του ηλικιωμένου οικήματος.
Ο λόγος στην Ναταλία : «Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος, από τότε που μαζευτήκαμε για πρώτη φορά στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μέσα στο υλικό της ιστορίας και της παράδοσης, των μύθων και κυρίως των στοιχειών. Ο δρόμος μακρύς και δύσκολος, γεμάτος απρόοπτα συμβάντα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό που άλλες φορές μας έκαναν να γελάμε κι άλλες να κλαίμε…»
Το έργο είναι κατά μεγάλο μέρος πόνημα της Ναταλίας Στυλιανού όπως και η σκηνοθεσία στα πλαίσια της επινοητικότητας που είναι συλλογικά ευθύνη, δική της κι αυτή. Αν παραθέτω την δική της μαρτυρία δεν είναι πως επιδίωξα να συμπληρώσω στις μαρτυρίες των ηρώων της με μια συμπληρωματική, - που δραματουργικά δικαιωμένο θα ήταν κι αυτό –  η παράθεση του  γραπτού της μπαίνει με την έννοια της προτροπής, δικής της αλλά και δικής μου στους νέους του θεάτρου : «Παιδιά, πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας. Επινοείστε έργα και κείμενα, συμπτυχτείτε σε ομάδες και σύνολα. Μην περιμένετε την εξ ύψους βοήθεια…» Και για του λόγου το παράδειγμα παραθέτω συγχαίροντας τα ονόματα των σκαπανέων που ήταν όλοι υπέροχοι. Δήμητρα Δρακοπούλου, Δημήτρης Καβούλας, Ιάκωβος Μηνδρινός, Σεμίνα Πανηγυροπούλου, Θαλής Πολίτης. Θεοδόσης Σκαρβέλης, Χρήστος Διονυσόπουλος, Αγγελική Στρατή. Μπράβο παιδιά. Πάντα τέτοια και όλο καλύτερα.
Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ευδιάκριτο αντίγραφο



Δεύτερη Φωνή
Ρέππα – Παπαθανασίου
Θέατρο Αποθήκη



Δέσμη κλασικών συνταγών και μάλιστα σε σαφή διάταξη επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς, οπωσδήποτε όμως εμπορικής κινηματογραφικής ταινίας, αυτό είναι το συμπέρασμα των όσων διαδραματίζονται στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη» σύμφωνα με το σενάριο των γνωστών Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Και ιδού κορυφαία πρότυπο η Αμάντα από τον «Γυάλινο Κόσμο»,  μια μητέρα που κουβαλάει απελπισμένα τις διαψευσμένες φιλοδοξίες της νιότης της και προσπαθεί να τις μεταβιβάσει στην κόρη της για την πραγματοποίηση τους, πλην όμως η μικρή Λάουρα είναι ανάπηρη και οι ελπίδες της μητέρας θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
 Σ’ αυτό το πρότυπο βασίστηκαν εκατοντάδες Αμερικανοί σεναριογράφοι και μας έδωσαν ένα πλήθος παραλλαγές χαρακτήρων, αντιδράσεων, πλοκής   και εξελίξεων. Σε τέτοιο βαθμό το συγκεκριμένο στόρυ κοπιαρίστηκε που στ’ αλήθεια να αμφιβάλουμε για την αυθεντικότητα ακόμα και αυτής της παραλλαγής που παρακολουθήσαμε . Δεύτερο κλασικό πρότυπο ο άβουλος, παραιτημένος πατέρας, ( Γιώργος Ζιόβας) μαχητικός φοιτητής άλλοτε, ριψοκίνδυνος και αγωνιστικός για έναν καλύτερο κόσμο, πτοήθηκε όμως στη συνέχεια, στράφηκε στη μελέτη της ιστορίας και αναζητάει εξηγήσεις στα στριφογυρίσματα και στις αντιστοιχίες με τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα. Ασφαλώς στα καθ’ υμάς δεν είναι βετεράνος των κινητοποιήσεων του Μπέρκλεϋ αλλά συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τραυματίστηκε κι όλας και το χειρότερο γι αυτόν δεν ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει τον ηρωισμό του αλλά τώρα άγνωστος μέσα στους αγνώστους  άφησε άλλους επιτήδειους ν αναδειχθούν σε υψηλά αξιώματα. Χιλιομεταχειρισμένο. Αυτά σαν μόνιμη επωδός του καταλογίζονται από την συμβία του ( Νένα Μεντή) η οποία  πρωταρχικό σκοπό του βίου της έχει την ανάδειξη της κόρης της στον κόσμο των σόου μπίζνες, στο τραγούδι ειδικότερα, που είναι το πεδίο όπου η ίδια ατύχησε.
Η κόρη τώρα, (Δανάη Σκιάδη) όμορφη και καλλίφωνη δεν έχει την αναπηρία της Λάουρας του υβριδικού προτύπου, αλλά έχει ένα μωρό με σύνδρομο ντάουν κι έναν σύζυγο, (Κωνσταντίνος Γαβαλάς) καλό παιδί και φιλότιμο πλην όμως άνεργο,(Για τους σημειολόγους ας σημειωθεί πως ο ακαμάτης πρώην αγωνιστής πατέρας, τραυματισμένος στην εισβολή στο Πολυτεχνείο, με το ρίξιμο της πόρτας και την εισβολή του τανκ, χτύπησε αθεράπευτα το πόδι του και κουτσαίνει, όπως και η Λάουρα.) Και βέβαια υπάρχει και αδελφός. (Δημήτρης Σαμόλης) Όχι όμως τρυφερός, τρυφηλός και βασανισμένος όπως ο Τομ στο έργο του Ουίλιαμς, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αναρχικός αρχικά και φασίστας εν συνεχεία σε μετεξέλιξη που οι συγγραφείς προσπαθούν να συμπεριλάβουν ολίγην ντόπια πραγματικότητα, ίσως και καταγγελία. Το αρχικό μοτίβο δεν παραβιάζεται ούτε με την απουσία ενός ακόμα αρσενικού επισκέπτη, (Γιώργος Σαμόλης) του Τζιμ στο Ουαλδικό πρότυπο, ελπίδες φέροντος, του στραμμένου στα ενδιαφέροντα  της θυγατέρας κυρίως όμως στα μύχια ανεκπλήρωτα της μητέρας και ο οποίος υποσχόμενος την εκπλήρωση των ονείρων και τάζοντας λαγούς με πετραχήλια αρπάζει τις οικονομίες της μητέρας και χάνεται όπως ακριβώς ο Τζιμ στον «Γυάλινο Κόσμο» διαψεύδει και το τελευταίο απομεινάρι των προσδοκιών μητέρας και κόρης.
Μεταχειρίστηκα τον «Γυάλινο Κόσμο» σαν βασικό μοτίβο ενώ σας δήλωσα πως έχω κατά νου τουλάχιστον είκοσι σενάρια με μαμάδες μωροφιλόδοξες που μεταβιβάζουν στις θυγατέρες τους τα ναυαγισμένα νεανικά του όνειρα και πατεράδες άβουλους, παραιτημένους, που προσπαθούν να λύσουν τα μυστήρια της ιστορίας παραμένοντας παθητικοί παραλληλίζοντας τον Παπαφλέσσα και την μάχη στο Μανιάκι με τα επίκαιρα τεκταινόμενα. Το όποιο ελληνικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης οικογένειας είναι ρούχο με το ζόρι φορεμένο και αν υπάρχει κάτι που το καθιστά σχετικά βολικό είναι τα πολλά κοινά δεινά που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες, ομογενοποιώντας τις οικογενειακές παθογένειες.
Η μια και μοναδική πρωτοτυπία που χαρακτηρίζει την ελληνική εκδοχή είναι η  ανόητη, άτεχνη και απάνθρωπη,  που δεν θα περνούσε απ’ το μυαλό και του πιο ατάλαντου Αμερικανού σεναριογράφου, το σκοτεινό εύρημα του πατέρα να αποκαλύψει στην κόρη πως αυτός και η γυναίκα του σκότωσαν σκόπιμα το ανάπηρο εγγόνι τους για να την απαλλάξουν από το βάρος της ευθύνης του ώστε να φύγει τους απ’ το σπίτι, έστω  μισώντας τους γονιούς της, απελευθερωμένη όμως για να μπορέσει να αναζητήσει τις φιλοδοξίες της που δεν είναι άλλες από το να καταλήξει κι αυτή να κάνει δεύτερη φωνή στην Άννα Βίσση.
Μοναδική δευτερολέπτων τρυφερή και γνήσια η σκήνη το αγκάλιασμα των δυο αδελφιών στον καναπέ, σαν να ανταλλάσουν με σπαραγμό και κοινή αλλά τόσο διαφορετική τους μοίρα. Εκεί που, πριν χωρίσουν, μοιράζονται τις αυλακώσεις που άφησε στις ψυχές τους η κοινή γονεϊκή περιπέτεια.
Η σκηνοθεσία του Μαρκουλάκη αμφισβητούμενη, όχι για τις απόψεις που εξέφρασε αλλά για το κατά πόσο βοήθησε το έργο να συντελώντας να διεξαχθεί όπως διεξήχθη. Τελικά δηλαδή παραμένει ως απορία τι έκανε ο σκηνοθέτης σ’ αυτή την παράσταση; Οι ερμηνείες στα μέτρα του αναμενόμενου με την Νένα Μεντή στο ρόλο της μητέρας, να διαχειρίζεται αλλού καλά, αλλού μέτρια το σουμπρετο – δραματο - καρατερίστικο ιδιαίτερο της τάλαντο, δεσπόζουσα ωστόσο στην σκηνή. Ο πατέρας του Γιώργου Ζιόβα, αδύνατος ως ρόλος, άτονος ως ερμηνεία, ατύχησε περισσότερο επιφορτισμένος να διαβάζει και να απαγγέλλει μπροσούρες και κεφάλαια. Η κόρη της Δανάης Σκιάδη, όμορφη και καλλίγραμμη προσπάθησε φανερά, όχι πάντα πετυχημένα, να βαθύνει την επίπεδη διάπλαση του ρόλου της. Ο σύζυγος της Κωνσταντίνος Γαβαλάς, συνεπής στην ωχρή σκιαγράφηση του ρόλου, πρόσθεσε ωστόσο, (από δικού του;) μια βουβής οδύνης υποταγή στην επέλαση των γεγονότων. Ο αρνητικός και ασυμβίβαστος γιός, αντιδραστικός στην πατρική παθητικότητα, περνάει στην άλλη όχθη με μια υπερβολική σκηνικά δυναμική αντίδραση που νομίζω πως αγγίζει τα όρια της καρικατούρας. Και τέλος ο μόνος που φτιάχνει έναν πειστικό θεατρικό χαρακτήρα είναι ο μάνατζερ, επαγγελματίας γητευτής του Γιώργου Σαμόλη δουλεύοντας πάνω στο ρόλο με πρότυπο έναν μεταμφιεσμένο αμοραλισμό έφτασε σε θετικό αποτέλεσμα. Στο σύνολο της μια πινακοθήκη γνωστών τύπων, αλλότριων προτύπων χωρίς ίχνος από την πλούσια εντόπια  κοινωνιογραφία.
Τα εφέ, οι προβολές, τα τερτίπια των ρεάλιτι, περιττά στο θέατρο με συνείδηση, αλλά φαίνεται απαραίτητο θάμβος για τους εθισμένους. Το σκηνικό ούτε συμβολικά ούτε αισθητικά πρόσφερε το παραμικρό, αντίθετα ενόχλησε η ίσως δεν έχω την οξυδέρκεια να κατανοήσω γιατί θα πρέπει να δούμε το έργο μέσα σ’ ένα γιαπί;

Γιώργος Χατζηδάκης