Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Το Σπίτι είχε τη δική του ιστορία




Πέρασε ένας χρόνος
ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ



Το κορίτσι το ξέρουμε. Ναταλία Στυλιανού. Στην ομάδα  του Στάθη Λιβαθινού πριν από λίγα χρόνια και στέλεχος βασικό στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού. Μετά ακολούθησε δικούς της δρόμους με συμμετοχές εδώ κι εκεί, προσεγμένες επιλογές όλες, μέχρι που βρέθηκε σ’ ένα σπίτι που έχει την δική του ιστορία. Κι εκεί ακούμπησε τα όνειρά της. Το σπίτι, στην οδό Θυάμιδος στον Κολωνό, χτισμένο πριν την δεκαετία του 30, κακόγουστο, συντηρημένο σχετικά, πείθει πως φιλοξένησε χαρές και λύπες, θριάμβους και συμφορές του 20ου αιώνα, οπωσδήποτε κάτι σαν κουμπαράς από μνήμες, μαρτυρίες και πάθη των ανθρώπων που το κατοίκησαν. Στα δυο συνεχόμενα δωμάτια αυτού του σπιτιού, στη σαλοτραπεζαρία, να πούμε, στις  καρέκλες ακουμπισμένες με την πλάτη στους τοίχους όπως γινότανε παλιά στις κηδείες, με φωτισμό δυο γλόμπους κρεμασμένους απ’ τα ταβάνια καμιά δεκαριά θεατές παρακολουθούν μια δραματοποιημένη αφήγηση, αυτοτελών περιστατικών, αυτόνομες προσωπικές εμπειρίες που σαν  ψηφίδες φιλοδοξούν να  συνθέσουν το μωσαϊκό του 20ου αιώνα.
Η αφήγηση που υποχρεωτικά στερείται υποβλητικότητας, διαθέτει ωστόσο το χαρακτηριστικό να είναι εμπλουτισμένη με πρωτότυπες και απροσδόκητες επινοήσεις, ευρηματικές εμφανίσεις και μια αλληλουχία καμωμάτων που κρατάει συνεχώς το ενδιαφέρον του θεατή σε εγρήγορση. Είναι η ευρύχωρη έννοια του divised theatre που ανακαλύπτει τεχνάσματα, συμπληρώνει φαντασίες και ζωντανεύει μνήμες.
Όλα υποτίθεται πως ξεκινούν μια βραδιά Πρωτοχρονιάς και ο αυτοσχεδιασμός με τους ηθοποιούς να «μοιράζονται» και να «ανακατεύονται» και να «κόβονται» σαν τραπουλόχαρτα δίνει στον θεατή την ιδέα να φανταστεί πως σε κάθε χαρτί τις τράπουλας είναι αποτυπωμένη μια απ’ τις προσωπικές ομολογίες των ανθρώπων που όλες μαζί και χωριστά στοιχειοθετούν τα οξύτερα περιστατικά του 20ου αιώνα. Να φανταστεί πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αντιπρόσωποι των γενεών που έζησαν σ’ αυτό το σπίτι, βρίσκουν την ευκαιρία του πρωτοχρονιάτικου παιχνιδιού να βρεθούν εκεί.
Ξεκινώντας απ το την Μικρασιατική καταστροφή και διαπερνόντας τα τρικυμιώδη συμβάντα της ελληνικής περιπέτειας ενός αιώνα το αφήγημα καταλήγει στα δυο αδέλφια, τελευταίους κληρονόμους αυτού του σπιτιού, που ο ένας πήρε τη λεωφόρο της παγκοσμιοποίησης, επενδυτής στους υψηλούς ορόφους του city, που σε μια ανατροπή βουτάει στο κενό κι ο άλλος, ο λιγότερο φιλόδοξος με πιο ακίνδυνες επιλογές,περιδιαβαίνει το πατρικό οίκημα από δωμάτιο σε δωμάτιο και παρακολουθεί την παρέλαση των συγγενών του (;) που σύρανε τα βήματα των παθών τους στα σανιδένια  πατώματα του ηλικιωμένου οικήματος.
Ο λόγος στην Ναταλία : «Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος, από τότε που μαζευτήκαμε για πρώτη φορά στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μέσα στο υλικό της ιστορίας και της παράδοσης, των μύθων και κυρίως των στοιχειών. Ο δρόμος μακρύς και δύσκολος, γεμάτος απρόοπτα συμβάντα τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό που άλλες φορές μας έκαναν να γελάμε κι άλλες να κλαίμε…»
Το έργο είναι κατά μεγάλο μέρος πόνημα της Ναταλίας Στυλιανού όπως και η σκηνοθεσία στα πλαίσια της επινοητικότητας που είναι συλλογικά ευθύνη, δική της κι αυτή. Αν παραθέτω την δική της μαρτυρία δεν είναι πως επιδίωξα να συμπληρώσω στις μαρτυρίες των ηρώων της με μια συμπληρωματική, - που δραματουργικά δικαιωμένο θα ήταν κι αυτό –  η παράθεση του  γραπτού της μπαίνει με την έννοια της προτροπής, δικής της αλλά και δικής μου στους νέους του θεάτρου : «Παιδιά, πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας. Επινοείστε έργα και κείμενα, συμπτυχτείτε σε ομάδες και σύνολα. Μην περιμένετε την εξ ύψους βοήθεια…» Και για του λόγου το παράδειγμα παραθέτω συγχαίροντας τα ονόματα των σκαπανέων που ήταν όλοι υπέροχοι. Δήμητρα Δρακοπούλου, Δημήτρης Καβούλας, Ιάκωβος Μηνδρινός, Σεμίνα Πανηγυροπούλου, Θαλής Πολίτης. Θεοδόσης Σκαρβέλης, Χρήστος Διονυσόπουλος, Αγγελική Στρατή. Μπράβο παιδιά. Πάντα τέτοια και όλο καλύτερα.
Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ευδιάκριτο αντίγραφο



Δεύτερη Φωνή
Ρέππα – Παπαθανασίου
Θέατρο Αποθήκη



Δέσμη κλασικών συνταγών και μάλιστα σε σαφή διάταξη επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς, οπωσδήποτε όμως εμπορικής κινηματογραφικής ταινίας, αυτό είναι το συμπέρασμα των όσων διαδραματίζονται στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη» σύμφωνα με το σενάριο των γνωστών Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Και ιδού κορυφαία πρότυπο η Αμάντα από τον «Γυάλινο Κόσμο»,  μια μητέρα που κουβαλάει απελπισμένα τις διαψευσμένες φιλοδοξίες της νιότης της και προσπαθεί να τις μεταβιβάσει στην κόρη της για την πραγματοποίηση τους, πλην όμως η μικρή Λάουρα είναι ανάπηρη και οι ελπίδες της μητέρας θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
 Σ’ αυτό το πρότυπο βασίστηκαν εκατοντάδες Αμερικανοί σεναριογράφοι και μας έδωσαν ένα πλήθος παραλλαγές χαρακτήρων, αντιδράσεων, πλοκής   και εξελίξεων. Σε τέτοιο βαθμό το συγκεκριμένο στόρυ κοπιαρίστηκε που στ’ αλήθεια να αμφιβάλουμε για την αυθεντικότητα ακόμα και αυτής της παραλλαγής που παρακολουθήσαμε . Δεύτερο κλασικό πρότυπο ο άβουλος, παραιτημένος πατέρας, ( Γιώργος Ζιόβας) μαχητικός φοιτητής άλλοτε, ριψοκίνδυνος και αγωνιστικός για έναν καλύτερο κόσμο, πτοήθηκε όμως στη συνέχεια, στράφηκε στη μελέτη της ιστορίας και αναζητάει εξηγήσεις στα στριφογυρίσματα και στις αντιστοιχίες με τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα. Ασφαλώς στα καθ’ υμάς δεν είναι βετεράνος των κινητοποιήσεων του Μπέρκλεϋ αλλά συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τραυματίστηκε κι όλας και το χειρότερο γι αυτόν δεν ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει τον ηρωισμό του αλλά τώρα άγνωστος μέσα στους αγνώστους  άφησε άλλους επιτήδειους ν αναδειχθούν σε υψηλά αξιώματα. Χιλιομεταχειρισμένο. Αυτά σαν μόνιμη επωδός του καταλογίζονται από την συμβία του ( Νένα Μεντή) η οποία  πρωταρχικό σκοπό του βίου της έχει την ανάδειξη της κόρης της στον κόσμο των σόου μπίζνες, στο τραγούδι ειδικότερα, που είναι το πεδίο όπου η ίδια ατύχησε.
Η κόρη τώρα, (Δανάη Σκιάδη) όμορφη και καλλίφωνη δεν έχει την αναπηρία της Λάουρας του υβριδικού προτύπου, αλλά έχει ένα μωρό με σύνδρομο ντάουν κι έναν σύζυγο, (Κωνσταντίνος Γαβαλάς) καλό παιδί και φιλότιμο πλην όμως άνεργο,(Για τους σημειολόγους ας σημειωθεί πως ο ακαμάτης πρώην αγωνιστής πατέρας, τραυματισμένος στην εισβολή στο Πολυτεχνείο, με το ρίξιμο της πόρτας και την εισβολή του τανκ, χτύπησε αθεράπευτα το πόδι του και κουτσαίνει, όπως και η Λάουρα.) Και βέβαια υπάρχει και αδελφός. (Δημήτρης Σαμόλης) Όχι όμως τρυφερός, τρυφηλός και βασανισμένος όπως ο Τομ στο έργο του Ουίλιαμς, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αναρχικός αρχικά και φασίστας εν συνεχεία σε μετεξέλιξη που οι συγγραφείς προσπαθούν να συμπεριλάβουν ολίγην ντόπια πραγματικότητα, ίσως και καταγγελία. Το αρχικό μοτίβο δεν παραβιάζεται ούτε με την απουσία ενός ακόμα αρσενικού επισκέπτη, (Γιώργος Σαμόλης) του Τζιμ στο Ουαλδικό πρότυπο, ελπίδες φέροντος, του στραμμένου στα ενδιαφέροντα  της θυγατέρας κυρίως όμως στα μύχια ανεκπλήρωτα της μητέρας και ο οποίος υποσχόμενος την εκπλήρωση των ονείρων και τάζοντας λαγούς με πετραχήλια αρπάζει τις οικονομίες της μητέρας και χάνεται όπως ακριβώς ο Τζιμ στον «Γυάλινο Κόσμο» διαψεύδει και το τελευταίο απομεινάρι των προσδοκιών μητέρας και κόρης.
Μεταχειρίστηκα τον «Γυάλινο Κόσμο» σαν βασικό μοτίβο ενώ σας δήλωσα πως έχω κατά νου τουλάχιστον είκοσι σενάρια με μαμάδες μωροφιλόδοξες που μεταβιβάζουν στις θυγατέρες τους τα ναυαγισμένα νεανικά του όνειρα και πατεράδες άβουλους, παραιτημένους, που προσπαθούν να λύσουν τα μυστήρια της ιστορίας παραμένοντας παθητικοί παραλληλίζοντας τον Παπαφλέσσα και την μάχη στο Μανιάκι με τα επίκαιρα τεκταινόμενα. Το όποιο ελληνικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης οικογένειας είναι ρούχο με το ζόρι φορεμένο και αν υπάρχει κάτι που το καθιστά σχετικά βολικό είναι τα πολλά κοινά δεινά που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες, ομογενοποιώντας τις οικογενειακές παθογένειες.
Η μια και μοναδική πρωτοτυπία που χαρακτηρίζει την ελληνική εκδοχή είναι η  ανόητη, άτεχνη και απάνθρωπη,  που δεν θα περνούσε απ’ το μυαλό και του πιο ατάλαντου Αμερικανού σεναριογράφου, το σκοτεινό εύρημα του πατέρα να αποκαλύψει στην κόρη πως αυτός και η γυναίκα του σκότωσαν σκόπιμα το ανάπηρο εγγόνι τους για να την απαλλάξουν από το βάρος της ευθύνης του ώστε να φύγει τους απ’ το σπίτι, έστω  μισώντας τους γονιούς της, απελευθερωμένη όμως για να μπορέσει να αναζητήσει τις φιλοδοξίες της που δεν είναι άλλες από το να καταλήξει κι αυτή να κάνει δεύτερη φωνή στην Άννα Βίσση.
Μοναδική δευτερολέπτων τρυφερή και γνήσια η σκήνη το αγκάλιασμα των δυο αδελφιών στον καναπέ, σαν να ανταλλάσουν με σπαραγμό και κοινή αλλά τόσο διαφορετική τους μοίρα. Εκεί που, πριν χωρίσουν, μοιράζονται τις αυλακώσεις που άφησε στις ψυχές τους η κοινή γονεϊκή περιπέτεια.
Η σκηνοθεσία του Μαρκουλάκη αμφισβητούμενη, όχι για τις απόψεις που εξέφρασε αλλά για το κατά πόσο βοήθησε το έργο να συντελώντας να διεξαχθεί όπως διεξήχθη. Τελικά δηλαδή παραμένει ως απορία τι έκανε ο σκηνοθέτης σ’ αυτή την παράσταση; Οι ερμηνείες στα μέτρα του αναμενόμενου με την Νένα Μεντή στο ρόλο της μητέρας, να διαχειρίζεται αλλού καλά, αλλού μέτρια το σουμπρετο – δραματο - καρατερίστικο ιδιαίτερο της τάλαντο, δεσπόζουσα ωστόσο στην σκηνή. Ο πατέρας του Γιώργου Ζιόβα, αδύνατος ως ρόλος, άτονος ως ερμηνεία, ατύχησε περισσότερο επιφορτισμένος να διαβάζει και να απαγγέλλει μπροσούρες και κεφάλαια. Η κόρη της Δανάης Σκιάδη, όμορφη και καλλίγραμμη προσπάθησε φανερά, όχι πάντα πετυχημένα, να βαθύνει την επίπεδη διάπλαση του ρόλου της. Ο σύζυγος της Κωνσταντίνος Γαβαλάς, συνεπής στην ωχρή σκιαγράφηση του ρόλου, πρόσθεσε ωστόσο, (από δικού του;) μια βουβής οδύνης υποταγή στην επέλαση των γεγονότων. Ο αρνητικός και ασυμβίβαστος γιός, αντιδραστικός στην πατρική παθητικότητα, περνάει στην άλλη όχθη με μια υπερβολική σκηνικά δυναμική αντίδραση που νομίζω πως αγγίζει τα όρια της καρικατούρας. Και τέλος ο μόνος που φτιάχνει έναν πειστικό θεατρικό χαρακτήρα είναι ο μάνατζερ, επαγγελματίας γητευτής του Γιώργου Σαμόλη δουλεύοντας πάνω στο ρόλο με πρότυπο έναν μεταμφιεσμένο αμοραλισμό έφτασε σε θετικό αποτέλεσμα. Στο σύνολο της μια πινακοθήκη γνωστών τύπων, αλλότριων προτύπων χωρίς ίχνος από την πλούσια εντόπια  κοινωνιογραφία.
Τα εφέ, οι προβολές, τα τερτίπια των ρεάλιτι, περιττά στο θέατρο με συνείδηση, αλλά φαίνεται απαραίτητο θάμβος για τους εθισμένους. Το σκηνικό ούτε συμβολικά ούτε αισθητικά πρόσφερε το παραμικρό, αντίθετα ενόχλησε η ίσως δεν έχω την οξυδέρκεια να κατανοήσω γιατί θα πρέπει να δούμε το έργο μέσα σ’ ένα γιαπί;

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Αριστοφάνης δεν μένει πια εδώ!

(Αναδημοσίευση από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου" και συγκεκριμένα από το αφιέρωμα "Ο Αριστοφάνης δε μένει πια εδώ").
 
Φανταστικός διάλογος ανάμεσα στους δύο κορυφαίους σατιρικούς μας, τον αρχαίο και το σύγχρονο,  όπως τον φαντάστηκε ο Νίκος Επισκοπόπουλος και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Παλλιγενεσία" του 1901 με την ευκαιρία του ανεβάσματος των "Νεφελών". Η ιστορική εκείνη παράσταση που επαναλήφθηκε πολλές φορές τα επόμενα χρόνια και περιόδευσε και στην Αίγυπτο, είχε ανέβει σε μετάφραση του Γεώργιου Σουρή και καθ' υπόθεση σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο.

Διάλογος ζώντος και νεκρού


[Η σκηνή υπό την Ακρόπολιν, εις το Διονυσιακόν Θέατρον].
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Η μόνη φροντίς, την οποία μας επιτρέπουν οι θεοί εις τα Ηλύσια, είναι η της παρακολουθήσεως των έργων μας. Οι στίχοι και τα μάρμαρα και αι σκέψεις, τας οποίας εσκορπίσαμεν και αι μορφαί τας οποίας επλάσαμεν, μας προσκολλούν με χίλιους δεσμούς εις την γην. Δυστυχώς καμμίαν αιτίαν δεν δίνει η νεωτέρα Ελλάς εις τους ποιητάς δια ν’ αφυπνίζωνται. Εις την αίθουσαν της Μουσικής Εταιρίας διά πρώτην φοράν, προχθές, το αρχαίον πνεύμα της κωμωδίας, αόρατο και παρόν, ησθάνθη μίαν παλαιάν φρικίασιν.

ΣΟΥΡΗΣ: Α! ναι, ήσθε εις την παράστασιν χθες. Και πώς σας εφάνη, κ. Αριστοφάνη;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ω! η μετάφρασις ωραία. Η δημιουργία των στίχων οποίαν την εφαντάσθην και εγώ, όταν νέος σφριγών, όταν έγραφα ανωνύμως και εις βάρος άλλων τας πρώτας μου κωμωδίας. Άλλ’ η εντύπωσις από την ακρόασιν πόσον απελπιστική, πόσον ασφυκτική, πόσον μικρά!

ΣΟΥΡΗΣ: Τι θέλετε να πήτε;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Θέλω να είπω προπάντων ότι είναι θαύμα πως δεν με εσφύριξαν οι Έλληνες και θέλω να είπω ότι το θαύμα αυτό το χρεωστώ εις την νεότητα των στίχων σου. Ω! αν ηδύνασο να φαντασθής την έκπληξιν μου, εμού και των «Νεφελών», τον τρόμο μου εμού και των «Νεφελών», όταν μέσα εις την ασφυκτιώσαν εκείνη αίθουσαν, με τους μελανοφόρους εκείνους ωχρούς ανθρώπους με τα πελιδνά φώτα, έξω του ηλίου, έξω του αέρος, έξω του φωτός των άστρων, προσεπάθησες ν’ αναστήσης την παλαιάν και υγιά ευθυμίαν των στίχων μου. Ήσαν τα χείλη σας όλων μικρά και αδύνατοι οι κοιλίαι σας και ο γέλως τον οποίο απαιτούν τα έργα μου, ο μέγας, ηχηρός, χάλκινος γέλως, δεν ημπορούσε να εξέλθη από τους εφθαρμένους σας οδόντας. Εχάσατε τον δρόμον της ευθυμίας και είσθε πολύ αναιμικοί και δυσπεπτικοί και περιφρόντιδες ώστε να γελάτε τέκνα μου.

Και σας ετρόμαξαν, είδα πως σας ετρόμαξαν αι βωμολοχίαι μου και αι αισχρότητες μου, διότι το πνεύμα σας έγεινεν ανήθικον, διότι αι λέξεις μου αφυπνίζουν την ιδικήν σας αισχρότητα, διότι ούτε η γυμνότης, ούτε η ελευθέρα ένωσις των σωμάτων εις δημιουργίαν καλλονής δεν σας αδελφώνουν πλέον με την αθωότητα της φύσεως. Η σκέψις σας έπαυσε να είναι αγνή και έπαυσαν να σας είναι ιερά όσα επιβάλλει η φύσις και έπαυσεν η ανατένισις ενός γυμνού σώματος να σας φέρη εις το στόμα μίαν δοξολογίαν. Μια κατάρα και μια διαφθορά επέρασε επάνω από την υγείαν των ενστίκτων σας…

ΣΟΥΡΗΣ: Αλλά, κύριε Αριστοφάνη, ομολογουμένως τα λέτε πάρα πολύ χονδρά και σεις.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ω! Έπρεπε να ιδής τα αθώα και υπέροχα παιδιά τα οποία εμαζεύοντο εις το θέατρο εκείνο του Διονύσου, ενώ τριγύρω υψούντο οι ναοί, ελαξεύοντο μάρμαρα, νικητήρια επανήρχοντο τα πλοία και ο χρυσός της Δήλου εσκορπίζετο εις την ανέργεσιν αθανασίας.

Η σάτυρα μου, είτε εμαστίγωσε τον Κλέωνα εις τους «Ιππείς», είτε διακωμωδεί τους γέροντας αστούς εις τας «Σφήκας», είτε εμυκτήριζε τους σοφιστάς εις τας «Νεφέλες», είτε εις τους «Αχαρνείς» εκαυτηρίαζε του λαού, την ευπιστίαν αφύπνιζε κάτι τι το ζωντανόν εις τας αναμνήσεις των θεατών όλων. Εν διηνεκές πυροτέχνημα και μία διηνεκής σπινθηροβολία και μία αστειότης υγιής, εντός της οποίας εχόρευον και εθριάμβευον όλα τα ένστικτα, όλα τα παιγνίδια της σαρκός, όλαι αι ιδιοτροπίαι των ορέξεων και όλαι αι γελώσαι διαφθοραί και όλαι αι παίζουσαι διαστροφαί – αυτό ήτο το έργον μου. Ο γέλως των ωραίων και υπέροχων αυτών εφήβων, οι οποίοι υπήρξαν πρόγονοι σας και υπήρξαν αθάνατοι, υψούτο ως εν κύμα, το οποίο ηπλούτο ήρεμον, χάλκινον, αθώον, άκακον και μέγα και έφθανεν έως εις τον Σαρωνικόν και εδέσποζε και αυτού του θορύβου της θαλάσσης.

ΣΟΥΡΗΣ: Και ημείς εγελάσαμεν, κύριε Αριστοφάνη..

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ναι, ως να σας εγαργάλιζον την ασθενικήν σας κοιλίαν ένα γέλωτα καπηλικόν, ένα γέλωτα κατώτερον, τον οποίο σας απέσπων αι ακάρθατοι διά σας και ασυνήθεις λέξεις. Όχι, η ανάγνωσις η προχθεσινή ήτο εν μέγα παράδειγμα, ότι τίποτε αρχαίον δεν ημπορεί ν’ αντηχήση εις τας νεώτερας σας ψυχάς. Και μέσα ακόμη εις το υπέροχον ύφασμα των στίχων σου, με όλον το ύψωμα της πνοής σου, η οποία αμιλλάται με την ιδικήν μου, η ακρόασις εκείνη ομοίαζεν μολοταύτα με τυμβωρυχίαν. Όταν παίζουν τον «Ίωνα» ή τον «Φιλοκτήτην» εις το θέατρο χασμάσθε ευγενώς και ευπρεπώς, και όταν αι «Νεφέλαι» αναγιγνώσκονται, γελάτε, όπως θα εγελούσατε εις τον διαπληκτισμόν δύο μεθυσμένων γυναίων.

Η ψυχή των έργων μας απέθανε – και ήτο μοιραίον και ήτο φυσικό ν’ αποθάνη – μαζή με τον Περικλέα, μαζή με τον Σωκράτη, μαζή με των Ρωμαίων την εισβολήν, μαζή με των παλαιών θεών την ήτταν.

ΣΟΥΡΗΣ: ‘Ώστε, κ. Αριστοφάνη;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ώστε αι μεταφράσεις μας ας μείνουν ως μνημεία σεβασμού μόνον. Διά σας, κ. Σουρή, νέας «Νεφέλας», νέους «Ιππείς», με έναν σύγχρονον πολιτευτήν αντί του Κλέωνος, με τας διαιρέσεις τας ιδικάς σας εις πολίτας και εις αγρότας, με τα γελοία τα ιδικά σας, με τα ρουσφέτια τα ιδικά σας, με τους ιδικούς σας σοφιστές της καθαρεύουσης και της δημοτικής, με ό,τι συγκλονή ακόμη τον εγκέφαλον σας και με τον βαθμόν της βωμολοχίας της κρυμμένης, της περιστρεφόμενης, της ακκιζομένης, την οποίαν επιτρέπει η υγεία σας. Η παλαιά Ελλάς απέθανεν.

ΣΟΥΡΗΣ: Που ξέρετε. Να σας είπω κάτι το οποίον θα σας χαροποιήση κ. Αριστοφάνη. Μία εταιρία ιδρύθη προς υπεράσπισην των πατρίων και της ελληνοπρεπούς ανατροφής. Τα μέλη είναι σοβαρώτατα. Ίσως μετά ολίγα έτη…

(Αίφνης μία βοή διακόπτει τον ποιητήν, βοή σαλπίγγων θριάμβου, κραυγών διαρπαγής, τυμπάνων κατοχής, ωρυγμών μαινόμενων, σπασμών χιλίων γαργαλιζομένων γυναικών, μυρίων τραβομαλλισμένων παιδιών: Ο Αριστοφάνης καγχάζει).

Ν. Επ.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος


Αμανέ Σκιά
Από την ομάδα NonCanon

Αμανέ Σκιά. Μια παράσταση που αγγίζει με τρυφερότητα τα θραύσματα  τα δραματοποιημένα ενός κόσμου έχει καμιά ογδονταριά χρόνια που έσβησε. Σαν μια βόλτα γύρω από μνήμες, από αναφορές,  από  δημοσιεύματα , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν  ακόμα και σαν αισθηματική προσέγγιση  αυτά τα ζουμερά σκετσάκια που αλληλλοστολίζονται  με τραγούδια ρεμπέτικα και που αποτελούν την παράσταση του Αμανέ Σκιά.  Έτσι, με νοσταλγία μπόλικη και με ευαισθησία, με τραγούδια και με στιγμιότυπα εικονογραφείται το κοινωνικό περιθώριο μας περασμένης εποχής. Με χιούμορ, με σάτιρα και με ρομαντική διάθεση οι μάγκες, οι παστρικιές, οι νταβατζήδες, οι πρεζάκηδες, οι ρεμπέτες σχηματίζουν ένα γαϊτανάκι σκιών που στροβιλίζεται αργά τραγουδώντας  αλλοτινά σουξέ της λαϊκής  μούσας. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ωστόσο και μια ρεαλιστική δόση , ένα πιο τολμηρό κοίταγμα που φανερώνει τις δυνατές μολυβιές με τις οποίες σχεδιάζονται τα πρόσωπα, χωρίς τα φωτοστέφανα που τους έχει  φορέσει αγιοποιώντας τους η γραφικότητα… 






Σαν ένα επεισοδιακό έπος, ο υπόκοσμος και οι ήρωες του των ύστερων χρόνων του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, είτε στου Ψυρρή εντοπίζεται, είτε στον Πειραιά, στη Σύρο η στη Σμύρνη, είναι σήμερα εγκαταστημένοι στη συλλογική μνήμη με μια αγιογραφική αποτύπωση.   Η εικόνα είναι πάντα παραγεμισμένη με ανατολίτικες αναμείξεις και θολωμένη από λεπτό νέφος της γλυκερής τσίκνας του ναργιλέ. Έτσι “εξαγνισμένες» επιβιώνουν οι μνήμες μιας πικρής εποχής , ενός πάσχοντος κόσμου που έζησε και κινήθηκε στα κράσπεδα της  καθωσπρέπει κοινωνίας. Σήμερα έχουμε λοιπόν μια φτιαχτή εικόνα εκείνου του υπόκοσμου. Κι αυτό επειδή μας λείπει η δυνατότητα να τον πλησιάσουμε με κανέναν άλλο τρόπο. Τα λογοτεχνικά κείμενα που τον περιγράφουν αναλώνονται σε νατουραλίστικες μυθιστορηματικές περιγραφές (π.χ. «Οι Άθλιοι των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη) που αντιγράφουν την γαλλική  λογοτεχνία της εποχής, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και περιοδικών έχουν κι αυτά μια παραποίηση ανάλογη με την προσλαμβάνουσα του κόσμου που τα διάβαζε, τα ευθυμογραφήματα και οι κωμωδίες είναι φυσικό επίσης να διογκώνουν αλλιωτικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα και συνεπώς οι φτωχοδιάβολοι, η ζωή τους και τα πάθη τους φτάνουν ως εμάς εξωραϊσμένοι και εμείς τους ρομαντικοποιούμε ακόμα περισσότερο, τους προσθέτουμε κι άλλες γραφικότητες και σε πολλές περιπτώσεις τους ντύνουμε και με ποιητικά περιτυλίγματα…

Θυμάμαι, τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, είχε ξεμείνει στην οδό Αθηνάς, στο τμήμα μεταξύ πλατείας ταχυδρομείου και της οδού Σοφοκλέους, ένα υπόγειο καφεσαντάν με τον τίτλο «Καμπαρέ η  Αράχωβα». Κατέβαινες καμιά δεκαριά σκαλοπάτια και βρισκόσουνα σε έναν χώρο με χώμα κάτω, βρεμένο για να μην σηκώνεται σκόνη και σκεπασμένο με κουρελούδες. Μια οσμή αλλιώτικη κι ένα νέφος σε τύλιγε.  Σ’ ένα πατάρι  ήταν δυο μουσικοί και μερικές γυναικείες φιγούρες, λίγο γκροτέσκες, με αποκαλυπτικό ντύσιμο, υπερβολικά βαμμένες που περιφέρονταν κι άλλες που κάθονταν σε τραπεζάκια με πελάτες. Η εξερευνητική περιέργεια που με κατέβασε ως εκεί ανακόπηκε από τον βλοσυρό ξερακιανό που μου ‘κοψε τη φόρα, σπρώχνοντας με στη σκάλα που έβγαζε στον απάνω κόσμο. Πρόλαβα να δω έναν ναργιλέ που γουργούριζε , ένα ζευγάρι που χόρευε και  τις φιγούρες των μουσικών σκυμμένων πάνω στα όργανά τους και ν’ ακούσω την παράφωνη, βραχνή φωνή μιας γυναίκας που τραγουδούσε από κάποιο τραπέζι…. Είναι η μόνη προσωπική και άμεση επαφή με ένα κατάλοιπο του υπόκοσμου του μεσοπολέμου, των περιθωριακών που, χαμένοι καθώς είναι, έχουν σήμερα εξιδανικευθεί, λατρεύονται και μας προκαλούν  μελαγχολία καθώς φανταζόμαστε πως αποτελούν παρελθόν νοσταλγίας, δηλαδή επιστροφής σ’ αυτό. Ωστόσο οι φιγούρες στο «Καμπαρέ η Αράχωβα» καθόλου με εικόνες αγίων δεν μου έμοιαζαν. Γυναίκες ναυαγισμένες, με καταγωγή από κάποιο χωριό η πόλη επαρχιακή, σέρνονται στις κουρελούδες του χωμάτινου δαπέδου, για ένα θλιβερό μεροκάματο, απεγνωσμένοι  επαρχιώτες που βρέθηκαν στην Αθήνα για κάποια δουλειά, κυνηγάνε την ψευδαίσθηση στη λιπόσαρκη παραβαμμένη αγοραία ευκαιρία.

Όχι, τα παιδιά του θιάσου που κυνηγούν τις σκιές δεν έχουν την πρόθεση να αποκαλύψουν τον βίαιο και ακραίο κόσμο της παρανομίας, της βίας, του εγκλήματος έτσι όπως θα τον έδιναν τα αστυνομικά δελτία της εποχής, τα ημερολόγια των νοσοκομείων λοιμωδών νόσων, τα άσυλα και τα πτωχοκομεία, οι στατιστικές εξαρτημένων ατόμων, οι στατιστικές αναλφαβητισμού, φτώχειας και ανεργίας. Ούτε βέβαια τα κοινωνιολογικά αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών για φυλακισμένους και φυλακές, για αυτοκτονίες και νευρασθένειες. Αυτόν τον υπόκοσμο δεν τον αγγίζουν και θέλουν να τον αγνοούν. Και καλά κάνουν. Το Αμανέ Σκιά όμως ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος, ταράζει την επιφάνεια, κρυφοκοιτάζει απ’ τη χαραμάδα του παραβάν και προσπαθεί να δει και να δείξει μια πιο αληθινή όψη εκείνης της πραγματικότητας. Δεν αποφεύγει ολότελα την εξωραϊσμένη εικόνα, δεν περιορίζεται σε σκέτους φολκλορισμούς. Δίνει με σαφές διάγραμμα την εξέλιξη ενός ναρκομανούς που κανένα φολκλορ δεν το επιχείρησε ποτέ. Είναι ωστόσο σαφές πως οι δημιουργοί της παράστασης Αμανέ σκιά δεν κάνουν κοινωνιολογία, κάνουν θέατρο. Δεν κοιτάζουν με νατουραλιστική διόπτρα αλλά με νοσταλγικό αίσθημα διάστικτο από ρεαλιστικές τύψεις. Αυτή η αξιέπαινη πρόθεση και το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, που διακρίνεται από το σωρό των φληναφημάτων που κατακλύζουν τον θεατρικό μας ορίζοντα, πραγματοποιήθηκε από την τετράδα των ηθοποιών Αναστασία Κατσινεβάκη, Ελλη Κατσινεβάκη, Δήμος Μαμαλούδης, Κοσμάς Χατζής, ενισχυμένη από τους τεχνικούς Οδυσσέα Κωνσταντόπουλο και Θοδωρή Ανδρεαδάκη. Και για «τα του Καίσαρος των Καίσαρι» ας διευκρινίσουμε πως απ’ την θεατρική τετράδα με την Αναστασία Κατσινεβάκη συνεργάστηκε ο Κοσμάς Χατζής για τα κείμενα ενώ την επεξεργασία και την διασκευή των τραγουδιών ο Δήμος Μαμαλούδης

Γιώργος Χατζηδάκης