Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Ευδιάκριτο αντίγραφο



Δεύτερη Φωνή
Ρέππα – Παπαθανασίου
Θέατρο Αποθήκη



Δέσμη κλασικών συνταγών και μάλιστα σε σαφή διάταξη επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς, οπωσδήποτε όμως εμπορικής κινηματογραφικής ταινίας, αυτό είναι το συμπέρασμα των όσων διαδραματίζονται στη σκηνή του θεάτρου «Αποθήκη» σύμφωνα με το σενάριο των γνωστών Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Και ιδού κορυφαία πρότυπο η Αμάντα από τον «Γυάλινο Κόσμο»,  μια μητέρα που κουβαλάει απελπισμένα τις διαψευσμένες φιλοδοξίες της νιότης της και προσπαθεί να τις μεταβιβάσει στην κόρη της για την πραγματοποίηση τους, πλην όμως η μικρή Λάουρα είναι ανάπηρη και οι ελπίδες της μητέρας θα μείνουν ανεκπλήρωτες.
 Σ’ αυτό το πρότυπο βασίστηκαν εκατοντάδες Αμερικανοί σεναριογράφοι και μας έδωσαν ένα πλήθος παραλλαγές χαρακτήρων, αντιδράσεων, πλοκής   και εξελίξεων. Σε τέτοιο βαθμό το συγκεκριμένο στόρυ κοπιαρίστηκε που στ’ αλήθεια να αμφιβάλουμε για την αυθεντικότητα ακόμα και αυτής της παραλλαγής που παρακολουθήσαμε . Δεύτερο κλασικό πρότυπο ο άβουλος, παραιτημένος πατέρας, ( Γιώργος Ζιόβας) μαχητικός φοιτητής άλλοτε, ριψοκίνδυνος και αγωνιστικός για έναν καλύτερο κόσμο, πτοήθηκε όμως στη συνέχεια, στράφηκε στη μελέτη της ιστορίας και αναζητάει εξηγήσεις στα στριφογυρίσματα και στις αντιστοιχίες με τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα μέλλοντα. Ασφαλώς στα καθ’ υμάς δεν είναι βετεράνος των κινητοποιήσεων του Μπέρκλεϋ αλλά συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, τραυματίστηκε κι όλας και το χειρότερο γι αυτόν δεν ενδιαφέρθηκε να αξιοποιήσει τον ηρωισμό του αλλά τώρα άγνωστος μέσα στους αγνώστους  άφησε άλλους επιτήδειους ν αναδειχθούν σε υψηλά αξιώματα. Χιλιομεταχειρισμένο. Αυτά σαν μόνιμη επωδός του καταλογίζονται από την συμβία του ( Νένα Μεντή) η οποία  πρωταρχικό σκοπό του βίου της έχει την ανάδειξη της κόρης της στον κόσμο των σόου μπίζνες, στο τραγούδι ειδικότερα, που είναι το πεδίο όπου η ίδια ατύχησε.
Η κόρη τώρα, (Δανάη Σκιάδη) όμορφη και καλλίφωνη δεν έχει την αναπηρία της Λάουρας του υβριδικού προτύπου, αλλά έχει ένα μωρό με σύνδρομο ντάουν κι έναν σύζυγο, (Κωνσταντίνος Γαβαλάς) καλό παιδί και φιλότιμο πλην όμως άνεργο,(Για τους σημειολόγους ας σημειωθεί πως ο ακαμάτης πρώην αγωνιστής πατέρας, τραυματισμένος στην εισβολή στο Πολυτεχνείο, με το ρίξιμο της πόρτας και την εισβολή του τανκ, χτύπησε αθεράπευτα το πόδι του και κουτσαίνει, όπως και η Λάουρα.) Και βέβαια υπάρχει και αδελφός. (Δημήτρης Σαμόλης) Όχι όμως τρυφερός, τρυφηλός και βασανισμένος όπως ο Τομ στο έργο του Ουίλιαμς, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Αναρχικός αρχικά και φασίστας εν συνεχεία σε μετεξέλιξη που οι συγγραφείς προσπαθούν να συμπεριλάβουν ολίγην ντόπια πραγματικότητα, ίσως και καταγγελία. Το αρχικό μοτίβο δεν παραβιάζεται ούτε με την απουσία ενός ακόμα αρσενικού επισκέπτη, (Γιώργος Σαμόλης) του Τζιμ στο Ουαλδικό πρότυπο, ελπίδες φέροντος, του στραμμένου στα ενδιαφέροντα  της θυγατέρας κυρίως όμως στα μύχια ανεκπλήρωτα της μητέρας και ο οποίος υποσχόμενος την εκπλήρωση των ονείρων και τάζοντας λαγούς με πετραχήλια αρπάζει τις οικονομίες της μητέρας και χάνεται όπως ακριβώς ο Τζιμ στον «Γυάλινο Κόσμο» διαψεύδει και το τελευταίο απομεινάρι των προσδοκιών μητέρας και κόρης.
Μεταχειρίστηκα τον «Γυάλινο Κόσμο» σαν βασικό μοτίβο ενώ σας δήλωσα πως έχω κατά νου τουλάχιστον είκοσι σενάρια με μαμάδες μωροφιλόδοξες που μεταβιβάζουν στις θυγατέρες τους τα ναυαγισμένα νεανικά του όνειρα και πατεράδες άβουλους, παραιτημένους, που προσπαθούν να λύσουν τα μυστήρια της ιστορίας παραμένοντας παθητικοί παραλληλίζοντας τον Παπαφλέσσα και την μάχη στο Μανιάκι με τα επίκαιρα τεκταινόμενα. Το όποιο ελληνικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης οικογένειας είναι ρούχο με το ζόρι φορεμένο και αν υπάρχει κάτι που το καθιστά σχετικά βολικό είναι τα πολλά κοινά δεινά που χαρακτηρίζουν τις δυτικές κοινωνίες, ομογενοποιώντας τις οικογενειακές παθογένειες.
Η μια και μοναδική πρωτοτυπία που χαρακτηρίζει την ελληνική εκδοχή είναι η  ανόητη, άτεχνη και απάνθρωπη,  που δεν θα περνούσε απ’ το μυαλό και του πιο ατάλαντου Αμερικανού σεναριογράφου, το σκοτεινό εύρημα του πατέρα να αποκαλύψει στην κόρη πως αυτός και η γυναίκα του σκότωσαν σκόπιμα το ανάπηρο εγγόνι τους για να την απαλλάξουν από το βάρος της ευθύνης του ώστε να φύγει τους απ’ το σπίτι, έστω  μισώντας τους γονιούς της, απελευθερωμένη όμως για να μπορέσει να αναζητήσει τις φιλοδοξίες της που δεν είναι άλλες από το να καταλήξει κι αυτή να κάνει δεύτερη φωνή στην Άννα Βίσση.
Μοναδική δευτερολέπτων τρυφερή και γνήσια η σκήνη το αγκάλιασμα των δυο αδελφιών στον καναπέ, σαν να ανταλλάσουν με σπαραγμό και κοινή αλλά τόσο διαφορετική τους μοίρα. Εκεί που, πριν χωρίσουν, μοιράζονται τις αυλακώσεις που άφησε στις ψυχές τους η κοινή γονεϊκή περιπέτεια.
Η σκηνοθεσία του Μαρκουλάκη αμφισβητούμενη, όχι για τις απόψεις που εξέφρασε αλλά για το κατά πόσο βοήθησε το έργο να συντελώντας να διεξαχθεί όπως διεξήχθη. Τελικά δηλαδή παραμένει ως απορία τι έκανε ο σκηνοθέτης σ’ αυτή την παράσταση; Οι ερμηνείες στα μέτρα του αναμενόμενου με την Νένα Μεντή στο ρόλο της μητέρας, να διαχειρίζεται αλλού καλά, αλλού μέτρια το σουμπρετο – δραματο - καρατερίστικο ιδιαίτερο της τάλαντο, δεσπόζουσα ωστόσο στην σκηνή. Ο πατέρας του Γιώργου Ζιόβα, αδύνατος ως ρόλος, άτονος ως ερμηνεία, ατύχησε περισσότερο επιφορτισμένος να διαβάζει και να απαγγέλλει μπροσούρες και κεφάλαια. Η κόρη της Δανάης Σκιάδη, όμορφη και καλλίγραμμη προσπάθησε φανερά, όχι πάντα πετυχημένα, να βαθύνει την επίπεδη διάπλαση του ρόλου της. Ο σύζυγος της Κωνσταντίνος Γαβαλάς, συνεπής στην ωχρή σκιαγράφηση του ρόλου, πρόσθεσε ωστόσο, (από δικού του;) μια βουβής οδύνης υποταγή στην επέλαση των γεγονότων. Ο αρνητικός και ασυμβίβαστος γιός, αντιδραστικός στην πατρική παθητικότητα, περνάει στην άλλη όχθη με μια υπερβολική σκηνικά δυναμική αντίδραση που νομίζω πως αγγίζει τα όρια της καρικατούρας. Και τέλος ο μόνος που φτιάχνει έναν πειστικό θεατρικό χαρακτήρα είναι ο μάνατζερ, επαγγελματίας γητευτής του Γιώργου Σαμόλη δουλεύοντας πάνω στο ρόλο με πρότυπο έναν μεταμφιεσμένο αμοραλισμό έφτασε σε θετικό αποτέλεσμα. Στο σύνολο της μια πινακοθήκη γνωστών τύπων, αλλότριων προτύπων χωρίς ίχνος από την πλούσια εντόπια  κοινωνιογραφία.
Τα εφέ, οι προβολές, τα τερτίπια των ρεάλιτι, περιττά στο θέατρο με συνείδηση, αλλά φαίνεται απαραίτητο θάμβος για τους εθισμένους. Το σκηνικό ούτε συμβολικά ούτε αισθητικά πρόσφερε το παραμικρό, αντίθετα ενόχλησε η ίσως δεν έχω την οξυδέρκεια να κατανοήσω γιατί θα πρέπει να δούμε το έργο μέσα σ’ ένα γιαπί;

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Αριστοφάνης δεν μένει πια εδώ!

(Αναδημοσίευση από το δεύτερο τεύχος του περιοδικού "Τόπος Θεάτρου" και συγκεκριμένα από το αφιέρωμα "Ο Αριστοφάνης δε μένει πια εδώ").
 
Φανταστικός διάλογος ανάμεσα στους δύο κορυφαίους σατιρικούς μας, τον αρχαίο και το σύγχρονο,  όπως τον φαντάστηκε ο Νίκος Επισκοπόπουλος και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Παλλιγενεσία" του 1901 με την ευκαιρία του ανεβάσματος των "Νεφελών". Η ιστορική εκείνη παράσταση που επαναλήφθηκε πολλές φορές τα επόμενα χρόνια και περιόδευσε και στην Αίγυπτο, είχε ανέβει σε μετάφραση του Γεώργιου Σουρή και καθ' υπόθεση σκηνοθετήθηκε από τον ίδιο.

Διάλογος ζώντος και νεκρού


[Η σκηνή υπό την Ακρόπολιν, εις το Διονυσιακόν Θέατρον].
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Η μόνη φροντίς, την οποία μας επιτρέπουν οι θεοί εις τα Ηλύσια, είναι η της παρακολουθήσεως των έργων μας. Οι στίχοι και τα μάρμαρα και αι σκέψεις, τας οποίας εσκορπίσαμεν και αι μορφαί τας οποίας επλάσαμεν, μας προσκολλούν με χίλιους δεσμούς εις την γην. Δυστυχώς καμμίαν αιτίαν δεν δίνει η νεωτέρα Ελλάς εις τους ποιητάς δια ν’ αφυπνίζωνται. Εις την αίθουσαν της Μουσικής Εταιρίας διά πρώτην φοράν, προχθές, το αρχαίον πνεύμα της κωμωδίας, αόρατο και παρόν, ησθάνθη μίαν παλαιάν φρικίασιν.

ΣΟΥΡΗΣ: Α! ναι, ήσθε εις την παράστασιν χθες. Και πώς σας εφάνη, κ. Αριστοφάνη;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ω! η μετάφρασις ωραία. Η δημιουργία των στίχων οποίαν την εφαντάσθην και εγώ, όταν νέος σφριγών, όταν έγραφα ανωνύμως και εις βάρος άλλων τας πρώτας μου κωμωδίας. Άλλ’ η εντύπωσις από την ακρόασιν πόσον απελπιστική, πόσον ασφυκτική, πόσον μικρά!

ΣΟΥΡΗΣ: Τι θέλετε να πήτε;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Θέλω να είπω προπάντων ότι είναι θαύμα πως δεν με εσφύριξαν οι Έλληνες και θέλω να είπω ότι το θαύμα αυτό το χρεωστώ εις την νεότητα των στίχων σου. Ω! αν ηδύνασο να φαντασθής την έκπληξιν μου, εμού και των «Νεφελών», τον τρόμο μου εμού και των «Νεφελών», όταν μέσα εις την ασφυκτιώσαν εκείνη αίθουσαν, με τους μελανοφόρους εκείνους ωχρούς ανθρώπους με τα πελιδνά φώτα, έξω του ηλίου, έξω του αέρος, έξω του φωτός των άστρων, προσεπάθησες ν’ αναστήσης την παλαιάν και υγιά ευθυμίαν των στίχων μου. Ήσαν τα χείλη σας όλων μικρά και αδύνατοι οι κοιλίαι σας και ο γέλως τον οποίο απαιτούν τα έργα μου, ο μέγας, ηχηρός, χάλκινος γέλως, δεν ημπορούσε να εξέλθη από τους εφθαρμένους σας οδόντας. Εχάσατε τον δρόμον της ευθυμίας και είσθε πολύ αναιμικοί και δυσπεπτικοί και περιφρόντιδες ώστε να γελάτε τέκνα μου.

Και σας ετρόμαξαν, είδα πως σας ετρόμαξαν αι βωμολοχίαι μου και αι αισχρότητες μου, διότι το πνεύμα σας έγεινεν ανήθικον, διότι αι λέξεις μου αφυπνίζουν την ιδικήν σας αισχρότητα, διότι ούτε η γυμνότης, ούτε η ελευθέρα ένωσις των σωμάτων εις δημιουργίαν καλλονής δεν σας αδελφώνουν πλέον με την αθωότητα της φύσεως. Η σκέψις σας έπαυσε να είναι αγνή και έπαυσαν να σας είναι ιερά όσα επιβάλλει η φύσις και έπαυσεν η ανατένισις ενός γυμνού σώματος να σας φέρη εις το στόμα μίαν δοξολογίαν. Μια κατάρα και μια διαφθορά επέρασε επάνω από την υγείαν των ενστίκτων σας…

ΣΟΥΡΗΣ: Αλλά, κύριε Αριστοφάνη, ομολογουμένως τα λέτε πάρα πολύ χονδρά και σεις.

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ω! Έπρεπε να ιδής τα αθώα και υπέροχα παιδιά τα οποία εμαζεύοντο εις το θέατρο εκείνο του Διονύσου, ενώ τριγύρω υψούντο οι ναοί, ελαξεύοντο μάρμαρα, νικητήρια επανήρχοντο τα πλοία και ο χρυσός της Δήλου εσκορπίζετο εις την ανέργεσιν αθανασίας.

Η σάτυρα μου, είτε εμαστίγωσε τον Κλέωνα εις τους «Ιππείς», είτε διακωμωδεί τους γέροντας αστούς εις τας «Σφήκας», είτε εμυκτήριζε τους σοφιστάς εις τας «Νεφέλες», είτε εις τους «Αχαρνείς» εκαυτηρίαζε του λαού, την ευπιστίαν αφύπνιζε κάτι τι το ζωντανόν εις τας αναμνήσεις των θεατών όλων. Εν διηνεκές πυροτέχνημα και μία διηνεκής σπινθηροβολία και μία αστειότης υγιής, εντός της οποίας εχόρευον και εθριάμβευον όλα τα ένστικτα, όλα τα παιγνίδια της σαρκός, όλαι αι ιδιοτροπίαι των ορέξεων και όλαι αι γελώσαι διαφθοραί και όλαι αι παίζουσαι διαστροφαί – αυτό ήτο το έργον μου. Ο γέλως των ωραίων και υπέροχων αυτών εφήβων, οι οποίοι υπήρξαν πρόγονοι σας και υπήρξαν αθάνατοι, υψούτο ως εν κύμα, το οποίο ηπλούτο ήρεμον, χάλκινον, αθώον, άκακον και μέγα και έφθανεν έως εις τον Σαρωνικόν και εδέσποζε και αυτού του θορύβου της θαλάσσης.

ΣΟΥΡΗΣ: Και ημείς εγελάσαμεν, κύριε Αριστοφάνη..

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ναι, ως να σας εγαργάλιζον την ασθενικήν σας κοιλίαν ένα γέλωτα καπηλικόν, ένα γέλωτα κατώτερον, τον οποίο σας απέσπων αι ακάρθατοι διά σας και ασυνήθεις λέξεις. Όχι, η ανάγνωσις η προχθεσινή ήτο εν μέγα παράδειγμα, ότι τίποτε αρχαίον δεν ημπορεί ν’ αντηχήση εις τας νεώτερας σας ψυχάς. Και μέσα ακόμη εις το υπέροχον ύφασμα των στίχων σου, με όλον το ύψωμα της πνοής σου, η οποία αμιλλάται με την ιδικήν μου, η ακρόασις εκείνη ομοίαζεν μολοταύτα με τυμβωρυχίαν. Όταν παίζουν τον «Ίωνα» ή τον «Φιλοκτήτην» εις το θέατρο χασμάσθε ευγενώς και ευπρεπώς, και όταν αι «Νεφέλαι» αναγιγνώσκονται, γελάτε, όπως θα εγελούσατε εις τον διαπληκτισμόν δύο μεθυσμένων γυναίων.

Η ψυχή των έργων μας απέθανε – και ήτο μοιραίον και ήτο φυσικό ν’ αποθάνη – μαζή με τον Περικλέα, μαζή με τον Σωκράτη, μαζή με των Ρωμαίων την εισβολήν, μαζή με των παλαιών θεών την ήτταν.

ΣΟΥΡΗΣ: ‘Ώστε, κ. Αριστοφάνη;

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ: Ώστε αι μεταφράσεις μας ας μείνουν ως μνημεία σεβασμού μόνον. Διά σας, κ. Σουρή, νέας «Νεφέλας», νέους «Ιππείς», με έναν σύγχρονον πολιτευτήν αντί του Κλέωνος, με τας διαιρέσεις τας ιδικάς σας εις πολίτας και εις αγρότας, με τα γελοία τα ιδικά σας, με τα ρουσφέτια τα ιδικά σας, με τους ιδικούς σας σοφιστές της καθαρεύουσης και της δημοτικής, με ό,τι συγκλονή ακόμη τον εγκέφαλον σας και με τον βαθμόν της βωμολοχίας της κρυμμένης, της περιστρεφόμενης, της ακκιζομένης, την οποίαν επιτρέπει η υγεία σας. Η παλαιά Ελλάς απέθανεν.

ΣΟΥΡΗΣ: Που ξέρετε. Να σας είπω κάτι το οποίον θα σας χαροποιήση κ. Αριστοφάνη. Μία εταιρία ιδρύθη προς υπεράσπισην των πατρίων και της ελληνοπρεπούς ανατροφής. Τα μέλη είναι σοβαρώτατα. Ίσως μετά ολίγα έτη…

(Αίφνης μία βοή διακόπτει τον ποιητήν, βοή σαλπίγγων θριάμβου, κραυγών διαρπαγής, τυμπάνων κατοχής, ωρυγμών μαινόμενων, σπασμών χιλίων γαργαλιζομένων γυναικών, μυρίων τραβομαλλισμένων παιδιών: Ο Αριστοφάνης καγχάζει).

Ν. Επ.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος


Αμανέ Σκιά
Από την ομάδα NonCanon

Αμανέ Σκιά. Μια παράσταση που αγγίζει με τρυφερότητα τα θραύσματα  τα δραματοποιημένα ενός κόσμου έχει καμιά ογδονταριά χρόνια που έσβησε. Σαν μια βόλτα γύρω από μνήμες, από αναφορές,  από  δημοσιεύματα , θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν  ακόμα και σαν αισθηματική προσέγγιση  αυτά τα ζουμερά σκετσάκια που αλληλλοστολίζονται  με τραγούδια ρεμπέτικα και που αποτελούν την παράσταση του Αμανέ Σκιά.  Έτσι, με νοσταλγία μπόλικη και με ευαισθησία, με τραγούδια και με στιγμιότυπα εικονογραφείται το κοινωνικό περιθώριο μας περασμένης εποχής. Με χιούμορ, με σάτιρα και με ρομαντική διάθεση οι μάγκες, οι παστρικιές, οι νταβατζήδες, οι πρεζάκηδες, οι ρεμπέτες σχηματίζουν ένα γαϊτανάκι σκιών που στροβιλίζεται αργά τραγουδώντας  αλλοτινά σουξέ της λαϊκής  μούσας. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ωστόσο και μια ρεαλιστική δόση , ένα πιο τολμηρό κοίταγμα που φανερώνει τις δυνατές μολυβιές με τις οποίες σχεδιάζονται τα πρόσωπα, χωρίς τα φωτοστέφανα που τους έχει  φορέσει αγιοποιώντας τους η γραφικότητα… 






Σαν ένα επεισοδιακό έπος, ο υπόκοσμος και οι ήρωες του των ύστερων χρόνων του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου, είτε στου Ψυρρή εντοπίζεται, είτε στον Πειραιά, στη Σύρο η στη Σμύρνη, είναι σήμερα εγκαταστημένοι στη συλλογική μνήμη με μια αγιογραφική αποτύπωση.   Η εικόνα είναι πάντα παραγεμισμένη με ανατολίτικες αναμείξεις και θολωμένη από λεπτό νέφος της γλυκερής τσίκνας του ναργιλέ. Έτσι “εξαγνισμένες» επιβιώνουν οι μνήμες μιας πικρής εποχής , ενός πάσχοντος κόσμου που έζησε και κινήθηκε στα κράσπεδα της  καθωσπρέπει κοινωνίας. Σήμερα έχουμε λοιπόν μια φτιαχτή εικόνα εκείνου του υπόκοσμου. Κι αυτό επειδή μας λείπει η δυνατότητα να τον πλησιάσουμε με κανέναν άλλο τρόπο. Τα λογοτεχνικά κείμενα που τον περιγράφουν αναλώνονται σε νατουραλίστικες μυθιστορηματικές περιγραφές (π.χ. «Οι Άθλιοι των Αθηνών» του Ιωάννη Κονδυλάκη) που αντιγράφουν την γαλλική  λογοτεχνία της εποχής, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και περιοδικών έχουν κι αυτά μια παραποίηση ανάλογη με την προσλαμβάνουσα του κόσμου που τα διάβαζε, τα ευθυμογραφήματα και οι κωμωδίες είναι φυσικό επίσης να διογκώνουν αλλιωτικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα και συνεπώς οι φτωχοδιάβολοι, η ζωή τους και τα πάθη τους φτάνουν ως εμάς εξωραϊσμένοι και εμείς τους ρομαντικοποιούμε ακόμα περισσότερο, τους προσθέτουμε κι άλλες γραφικότητες και σε πολλές περιπτώσεις τους ντύνουμε και με ποιητικά περιτυλίγματα…

Θυμάμαι, τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, είχε ξεμείνει στην οδό Αθηνάς, στο τμήμα μεταξύ πλατείας ταχυδρομείου και της οδού Σοφοκλέους, ένα υπόγειο καφεσαντάν με τον τίτλο «Καμπαρέ η  Αράχωβα». Κατέβαινες καμιά δεκαριά σκαλοπάτια και βρισκόσουνα σε έναν χώρο με χώμα κάτω, βρεμένο για να μην σηκώνεται σκόνη και σκεπασμένο με κουρελούδες. Μια οσμή αλλιώτικη κι ένα νέφος σε τύλιγε.  Σ’ ένα πατάρι  ήταν δυο μουσικοί και μερικές γυναικείες φιγούρες, λίγο γκροτέσκες, με αποκαλυπτικό ντύσιμο, υπερβολικά βαμμένες που περιφέρονταν κι άλλες που κάθονταν σε τραπεζάκια με πελάτες. Η εξερευνητική περιέργεια που με κατέβασε ως εκεί ανακόπηκε από τον βλοσυρό ξερακιανό που μου ‘κοψε τη φόρα, σπρώχνοντας με στη σκάλα που έβγαζε στον απάνω κόσμο. Πρόλαβα να δω έναν ναργιλέ που γουργούριζε , ένα ζευγάρι που χόρευε και  τις φιγούρες των μουσικών σκυμμένων πάνω στα όργανά τους και ν’ ακούσω την παράφωνη, βραχνή φωνή μιας γυναίκας που τραγουδούσε από κάποιο τραπέζι…. Είναι η μόνη προσωπική και άμεση επαφή με ένα κατάλοιπο του υπόκοσμου του μεσοπολέμου, των περιθωριακών που, χαμένοι καθώς είναι, έχουν σήμερα εξιδανικευθεί, λατρεύονται και μας προκαλούν  μελαγχολία καθώς φανταζόμαστε πως αποτελούν παρελθόν νοσταλγίας, δηλαδή επιστροφής σ’ αυτό. Ωστόσο οι φιγούρες στο «Καμπαρέ η Αράχωβα» καθόλου με εικόνες αγίων δεν μου έμοιαζαν. Γυναίκες ναυαγισμένες, με καταγωγή από κάποιο χωριό η πόλη επαρχιακή, σέρνονται στις κουρελούδες του χωμάτινου δαπέδου, για ένα θλιβερό μεροκάματο, απεγνωσμένοι  επαρχιώτες που βρέθηκαν στην Αθήνα για κάποια δουλειά, κυνηγάνε την ψευδαίσθηση στη λιπόσαρκη παραβαμμένη αγοραία ευκαιρία.

Όχι, τα παιδιά του θιάσου που κυνηγούν τις σκιές δεν έχουν την πρόθεση να αποκαλύψουν τον βίαιο και ακραίο κόσμο της παρανομίας, της βίας, του εγκλήματος έτσι όπως θα τον έδιναν τα αστυνομικά δελτία της εποχής, τα ημερολόγια των νοσοκομείων λοιμωδών νόσων, τα άσυλα και τα πτωχοκομεία, οι στατιστικές εξαρτημένων ατόμων, οι στατιστικές αναλφαβητισμού, φτώχειας και ανεργίας. Ούτε βέβαια τα κοινωνιολογικά αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών για φυλακισμένους και φυλακές, για αυτοκτονίες και νευρασθένειες. Αυτόν τον υπόκοσμο δεν τον αγγίζουν και θέλουν να τον αγνοούν. Και καλά κάνουν. Το Αμανέ Σκιά όμως ανασηκώνει την άκρη του παραπετάσματος, ταράζει την επιφάνεια, κρυφοκοιτάζει απ’ τη χαραμάδα του παραβάν και προσπαθεί να δει και να δείξει μια πιο αληθινή όψη εκείνης της πραγματικότητας. Δεν αποφεύγει ολότελα την εξωραϊσμένη εικόνα, δεν περιορίζεται σε σκέτους φολκλορισμούς. Δίνει με σαφές διάγραμμα την εξέλιξη ενός ναρκομανούς που κανένα φολκλορ δεν το επιχείρησε ποτέ. Είναι ωστόσο σαφές πως οι δημιουργοί της παράστασης Αμανέ σκιά δεν κάνουν κοινωνιολογία, κάνουν θέατρο. Δεν κοιτάζουν με νατουραλιστική διόπτρα αλλά με νοσταλγικό αίσθημα διάστικτο από ρεαλιστικές τύψεις. Αυτή η αξιέπαινη πρόθεση και το αξιοσημείωτο αποτέλεσμα, που διακρίνεται από το σωρό των φληναφημάτων που κατακλύζουν τον θεατρικό μας ορίζοντα, πραγματοποιήθηκε από την τετράδα των ηθοποιών Αναστασία Κατσινεβάκη, Ελλη Κατσινεβάκη, Δήμος Μαμαλούδης, Κοσμάς Χατζής, ενισχυμένη από τους τεχνικούς Οδυσσέα Κωνσταντόπουλο και Θοδωρή Ανδρεαδάκη. Και για «τα του Καίσαρος των Καίσαρι» ας διευκρινίσουμε πως απ’ την θεατρική τετράδα με την Αναστασία Κατσινεβάκη συνεργάστηκε ο Κοσμάς Χατζής για τα κείμενα ενώ την επεξεργασία και την διασκευή των τραγουδιών ο Δήμος Μαμαλούδης

Γιώργος Χατζηδάκης

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Η υποκρισία των μετόπισθεν μένει αιώνια άθαφτη



«Θάψτε τους νεκρούς» στο «Θέατρο κάτω απ’ τη Γέφυρα».




Θάψτε τους νεκρούς. Νεκροί χωρίς τάφο. Άταφοι νεκροί. Το αντιπολεμικό έργο του  Ίρβνγκ Σο έχει παιχθεί στη χώρα μας με πολλούς τίτλους και η εντύπωση που προκάλεσε κάθε φορά ήταν ανάλογη με το δυνατό σοκ του ευρήματος,  που κάποιοι νεκροί του πεδίου της μάχης, αρνούνται να ταφούν. Έργο με αντιπολεμική πρόθεση, θέατρο διαμαρτυρίας, που ωστόσο, το εύρημα δεν έχει εξέλιξη. Προς την κατεύθυνση της αντιπολεμικής κραυγής δεν βγαίνει πουθενά παρακάτω. Διοχετεύεται όμως σε παράλληλο χαντάκι, στην καταγγελία της κοινωνικής υποκρισίας, της αναλγησίας, της φενάκης, της καπηλείας του πατριωτισμού. Και με την συνάντηση των δυο δραματουργικών νύξεων παράγεται πράγματι σπινθήρας και σπινθήρας ισχυρός.

Όμοια με την οχλοβοή μιας λαϊκής αγοράς και την ηχηρή προσφορά  διάφορων και ετερόκλητων προϊόντων στους πάγκους των παραγωγών μοιάζει σε πολλά η σημερινή θεατρική μας αγορά… Ο επισκέπτης μιας λαϊκής διανύοντας λίγα μέτρα μπροστά στους πάγκους δέχεται έναν καταιγισμό διαλαλημάτων απ’ όλες τις πλευρές και με ποικίλες εντάσεις και επιμονές. Υπάρχει ακόμα και συναγωνισμός σε πρωτοτυπία ατάκας. Προσπαθεί ο καθένας με κάθε τρόπο να τραβήξει την προσοχή του πελάτη στην πραμάτεια του. Όλες αυτές οι πρακτικές έχουν την αντιστοιχία τους στην θεατρική αγορά και, πιστέψτε με θα μπορούσα να ανακαλύψω κι άλλες αν αυτό ήταν το θέμα του παρόντος. Το θέμα είναι η υπερπληθώρα θεαμάτων, η κατάκλυση της θεατρικής πιάτσας με υπερβολικά μεγάλο αριθμό προτάσεων.


Σε άλλη ευκαιρία έχω σημειώσει πως: "Ενώ τα στοιχεία του πολιτικού δελτίου μαίνονται και εκδίδονται αλλεπάλληλα δραματικά δελτία θυέλης οι θεατρικές παραστάσεις δεν ανακόπτονται , οι ποικίλες εκδηλώσεις δεν σταματούν και μεγάλη έκπληξη προκαλεί ο ασυνήθιστα  μεγάλος αριθμός θιάσων παντός διαμετρήματος που συγκροτούνται για το φετινό καλοκαίρι... Μα πολύ αβέβαιες προοπτικές και με ανύπαρκτους προϋπολογισμούς αναγγέλονται πλήθος παραστάσεων.."

Σ' αυτή την ασφυκτική προσφορά πολλές φορές και για διάφορους λόγους η ανταπόκριση δεν είναι θετική. Οι πολλές προσκλήσεις σε μπουχτίζουν, σε μπλοκάρουν, σε θάβουν κάτω από σωρούς προκλητικών διεκδικήσεων.

Σε πολλά αντιστάθηκα και σε αρκετά ενέδωσα. Σε καμιά δεκαπενταριά αθροίζονται τα θεάματα που παρακολούθησα. Έχασα το χρόνο μου, απογοητεύθηκα και σε λίγα στάθηκα με ενδιαφέρον και σκέφτηκα, αισθάνθηκα, μετείχα. Λίγα λόγια έχω να πω για  τέσσερις παραστάσεις που μ’ έκαναν να τις προσέξω, μ’ έβαλαν σε σκέψη και να ‘χω κάτι να πω γι αυτές.

Θάψτε τους νεκρούς. Νεκροί χωρίς τάφο. Άταφοι νεκροί. Το αντιπολεμικό έργο του  Ίρβνγκ Σο έχει παιχθεί στη χώρα μας με πολλούς τίτλους και η εντύπωση που προκάλεσε κάθε φορά ήταν ανάλογη με το δυνατό σοκ του ευρήματος,  που κάποιοι νεκροί του πεδίου της μάχης, αρνούνται να ταφούν. Έργο με αντιπολεμική πρόθεση, θέατρο διαμαρτυρίας, που ωστόσο, το εύρημα δεν έχει εξέλιξη. Προς την κατεύθυνση της αντιπολεμικής κραυγής δεν βγαίνει πουθενά παρακάτω. Διοχετεύεται όμως σε παράλληλο χαντάκι, στην καταγγελία της κοινωνικής υποκρισίας, της αναλγησίας, της φενάκης, της καπηλείας του πατριωτισμού. Και με την συνάντηση των δυο δραματουργικών νύξεων παράγεται πράγματι σπινθήρας και σπινθήρας ισχυρός.

Αν η σκηνοθεσία ( Λεωνίδας Παπαδόπουλος) υπερέβαλε σε πολλά επιμέρους στολίζοντας το έργο με σκηνοθετισμούς  περιττούς και εκτρεπτικούς, στις σκηνές των μετώπισθεν, στα στιγμιότυπα όπου οι οικείοι των νεκρών προσπαθούν να τους πείσουν να πειθαρχήσουν και να ταφούν ειρηνικά ο σκηνοθέτης κεντάει. Αυτά τα ηθογραφικά στιγμιοτυπάκια που σαρκάζουν το σύστημα, το αμερικάνικο ιδεώδες, την έλλειψη πραγματικού αισθήματος, τους τυποποιημένους ανθρώπους που πάσχουν κατά παραγγελία και όπου το εστιακό βάθος του αισθήματος φτάνει όπου επιτρέπουν οι νόρμες του συστήματος, εκεί έργο, σκηνοθέτης, παράσταση ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί. Ο θεατής απ’ τα περάσματα της σάτιρας μπαίνει στην ουσία του προβληματισμού και παρακολουθεί το ξεμασκάρεμα μιας κοινωνίας επίπλαστων αξιών. Το εκπληκτικό είναι πως αυτό το κοινωνικό μοντέλο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ανθεκτικό και παρά τις τόσες απόπειρες κατεδαφίσεων εξακολουθεί να στέκεται όρθιο. Μετράει συνεπώς ο προβληματισμός της ομάδας που μας στρέφει σε βαθύτερες αναμοχλεύσεις που φέρνουν στην επιφάνεια μια σειρά από σκέψεις και διαπιστώσεις πέρα από μια χιλιοειπωμένη καταγγελία των πολέμων…

Αξιέπαινη η επιλογή της ομάδας, και άξιοι θερμών συγχαρητηρίων οι νέοι ηθοποιοί που όλοι στέκουν και κρατούν την παράσταση τους σ’ ένα αξιοπρεπές επίπεδο, ρίχνοντας φως στις πτυχές των φαινομένων. Δεν μπορούμε ωστόσο να παραγνωρίσουμε πως παρά την μοιραία ομογενοποίηση των μελών μιας ομάδας, ξεχωρίζει πάντα η καλή του ενός  απ’ την καλύτερη επίδοση του άλλου αλλά για τους ευαίσθητους νόμους της ισορροπίας ο θεατής συγχαίρει οριζόντια όλους για το καλό αποτέλεσμα. Δεν γίνεται ωστόσο να μην επαινεθεί και μάλιστα θερμά η Μαρία Βλάχου.  Η καλή ηθοποιός διαχωρίζεται από το σύνολο έχοντας πίσω της ένα άθροισμα σημαντικών εμπειριών που τα αποστάγματά τους είναι αισθητά σε όλες τις συμμετοχές της. Και μάλιστα ακριβώς γι αυτό, για την ιδιαίτερη ικανότητα που διαθέτει ο καλός και ο έμπειρος ηθοποιός να μετέχει. 

Τα καλά και άξια παιδιά που αποτελούν την ομάδα είναι: Άννα Γαρεφαλάκη, Βερόνικα Δαβάκη, Ελένη Δαφνή, Μάνθος Καλατζής, Οδυσσέας Κιόσογλου, Ηλίας Λάτσης, Δημήτρης Μαγγίνας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Ο χλωρός φόβος των ήχων

«Το δε τέλος αυτής πικρόν ως αψίνθιον, οξύ ως μάχαιρα δίστομος» στο θέατρο «Αγγέλων βήμα»

Αψίνθιον το πικρόν, το φαρμάκι της Αποκαλύψεως στον τίτλο του τελευταίου έργου της Μαίης Σεβαστοπούλου… Οξύ ως μάχαιρα δίστομος… Δεν υπάρχει πικρότερος και οδυνηρότερος τίτλος για να περιγραφεί η συνάντηση των τεσσάρων γυναικών στο επέκεινα, στον πέρα του θανάτου χώρο, για να αφηγηθούν τον βίαιο θάνατό τους, τα σπαράγματα του βίου τους, τα πάθη τους, το φαρμάκι της ζωής τους…

Τα θέματα της γυναικείας ομοφυλοφιλίας και της διαφυλικότητας, της μετανάστευσης, των ναρκωτικών και της αιμομιξίας που «κατάτρωγαν το μυαλό» της συγγραφέως που η ίδια σκηνοθετεί το έργο, εμφανίζονται ενσαρκωμένα στα πρόσωπα τεσσάρων νέων γυναικών, που εξομολογούνται και αφηγούνται, ως εάν η αφήγηση να συγκροτεί και να θεραπεύει. Μα αυταπάτη όμως αυτό, μια και στο αριστουργηματικό τέλος του έργου, οι τέσσερεις αφηγήσεις επαναλαμβάνονται από την αρχή. Επανάληψη, αναβίωση του μαρτυρίου σημαίνει, ότι ακριβώς και η κόλαση στα πιο φριχτά όνειρά μας.

Το πικρόν αψίνθιον, το πιο πικρό ποτό του κόσμου, το φαρμάκι, ανακαλεί αναπόφευκτα την γεύση των πικρών υδάτων της Αποκαλύψεως και τον ίππον τον χλωρόν με τον Άδη, αφού σκηνές φρίκης και Αποκαλύψεως είναι οι τέσσερεις δραματοποιημένες αφηγήσεις των γυναικών, που απεκδύονται κάθε φορά τις ταυτότητες τους για να εμψυχώσουν τους μοιραίους χαρακτήρες η κάθε μια στη ζωή της άλλης, αριστοτεχνικά μετασχηματίζουν φωνές, ενδύματα, κινήσεις εκφράσεις για να αποδώσουν την οξύτητα και την πικρία που δεν αντέχεται, δεν συγχωρείται, δεν θεραπεύεται…

 Σκέπτομαι ακόμα το χλωρόν δέος, τον χλωμό φόβο που έκανε τον Οδυσσέα να κερώσει στον Άδη, όταν περιστοιχίζεται από τους νεκρούς που βγάζουν άγριον αχό «ηχή θεσπεσίη» γιατί πώς αλλιώς να περιγραφούν οι ήχοι της παράστασης, ροκάνες, ποδοβολητά, άγριες κραυγές, ντιντινίσματα από τα κουδούνια των προβάτων, σαν αυτά που συνοδεύουν το όνειρο – εφιάλτη της Αλίκης στον Κάτω Κόσμο… Εξαιρετικό κείμενο, εξαιρετική η σκηνοθεσία, ο φωτισμός, οι ερμηνείες. Εύγε σε όλους τους συντελεστές της παράστασης και ιδιαιτέρως στη Μαίη Σεβαστοπούλου.

  Πόλυ Χατζημανωλάκη

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Πάπισσα Ιωάννα


Η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη στο θέατρο «Θεμέλιο»
Η επιλογή της «Πάπισσας Ιωάννας» του Ροΐδη για θεατροποίηση, είναι εύστοχη κατά κύριο λόγο για την αιρετικότητα που εκφράζει, τον σαρκασμό προς τα ιερατεία κάθε είδους, θρησκείας και δόγματος, τόσο απαραίτητο μήνυμα για την υποκρισία της εξουσίας και τις πρακτικές συγκάλυψης. Επίκαιρο, επικαιρότατο. Είναι σημαντική η επιλογή επίσης για την φιλολογική της αξία, την γλωσσική της ιδιαιτερότητα και την προβολή ενός απ’ τους πολυγραφότερους λογοτέχνες που υπήρξε ταυτόχρονα και τολμηρός σατιρικός αλλά και οξυδερκής κριτικός. Στο πλαίσιο του ιδεολογήματος «Τι είναι η πατρίδα μας», που έχουμε αναφερθεί ήδη η επιλογή του έργου του Ροΐδη είναι καίρια και πολύτιμη. Είναι σπουδαίο να γνωρίζουν όσοι δεν έτυχε να τον συναντήσουν στην διαδρομή τον Ροΐδη και ως πολέμιο του επιτηδευμένου ρομαντισμού και ως εκ τούτου διαμορφωτή της λογοτεχνίας του καιρού του. Ας μην επεκταθούμε περισσότερο στις λογοτεχνικές αρετές του έργου και του συγγραφέα επειδή οι αρετές της θεατρικής του μετάπλασης είναι απευθείας σχετιζόμενες με το αντικείμενό μας αλλά και επειδή είναι μεγαλύτερες. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο “Θεμέλιο” έχει τη σφραγίδα μιας προσωπικής δημιουργίας. Αυτή η ιδιαίτερη ποιητικότητα, ο μαγικός σχηματισμός και μετασχηματισμός σκηνών και εικόνων που αισθάνεσαι να γεννιούνται απροσδόκητα και να αλλάζουν, η ευφάνταστη αλληλουχία στη διεξαγωγή, οι μεταμορφώσεις των προσώπων και των χώρων, οι ρέουσες κινήσεις που εξελίσσονται σε αρμονικές διατάξεις σωμάτων και μελών, όλα αυτά μαζί με τους ήχους, τις μουσικές και τις φωνές, με τα ημιτόνια των φώτων και των σκιάσεων, είναι τα χαρακτηριστικά της Ιουλίας Σιάμου. Είναι αυτά που τα πρωτόδαμε στο «Αμάρτημα της μητρός μου» πριν από χρόνια, τα ξανασυνατήσαμε στα «Αργοναυτικά», στο προπέρσινο «Κερένια Κούκλα» για να τα ξαναβρούμε τώρα σε μια ολοκληρωμένη και στέρεη άποψη. Δεν έχει κανένα νόημα να αναφερθούμε στις ενδιάμεσες λαθεμένες περιπλανήσεις της κι ίσως μπορούμε να θεωρήσουμε την παραπλανημένη διαδρομή της εμπειρίες απαραίτητες που οδήγησαν στο τωρινό αποτέλεσμα. Έτσι, με τρόπο που δεν μπορείς να τον πεις ελλειπτικό, ούτε όμως και ρεαλιστικό, ο σαρκασμός του Ροΐδη ξετυλίγει την ιστορία της Ιωάννας (που έμελλε να είναι μια πρώιμη μεταμορφώτρια -τρανσέξουαλ) στα στενά σοκάκια του μεσαιωνικού μυστικισμού και των αλλεπάλληλων δογματικών παλινωδιών και μετατοπίσεων μέχρι που φτάνει να γίνει Πάπας. Τι κορυφαία σάτιρα της υποκρισίας, του ημίφωτος των διαδρόμων της εξουσίας, της σαθρότητας της μεγαλοσχημοσύνης. Τι υπονομευτικός υπαινιγμός για την εκκλησία, τις εκκλησίες και τα ιερατεία εν γένει. Και πόσο ενίσχυε τον καγχασμό και την ειρωνεία η καθαρεύουσα σαν μια συνεχής υπογράμμιση… Χωρίς κανέναν δισταγμό μπορώ να τονίσω πως για όλους τους λόγους που ανεβαίνει μια θεατρική παράσταση, για κάθε αιτία μικρή και μεγάλη, η Πάπισσα Ιωάννα είναι μια εξαιρετική θεατρική προσφορά. Και εδώ χωράνε δυο λόγια για τη σημασία του περιεχομένου ενός θεατρικού κειμένου, η ενός λογοτεχνικού που θεατροποιείται. Το θέατρο ακόμα και κατά την αριστοτελική ρήση είναι η προβολή μιας μεγάλης και σπουδαίας πράξης, ενός γεγονότος, που έχει αξία παιδευτική, υποδειγματική, μια πρόταση κριτικής ερμηνείας του κόσμου. Είναι απαράδεκτο να γίνεται θέατρο χωρίς νόημα και στόχο, θέατρο κενό και ανούσιο, θέατρο για πλάκα. Το θέατρο πρέπει να αποτελεί μαρτυρία και καταγραφή της εποχής του, να είναι ένα χρονικό που θα πληροφορήσει το μέλλον για τους ανθρώπους, τα ήθη και τις συγκρούσεις τους. Πολύτιμα στοιχεία περιέχει και η σάτιρα και το αστείο και το κωμικό κάμωμα. Μέσα απ’ όλα το θέατρο διατηρεί και μεταδίδει τις πληροφορίες για την εποχή του. Αρκεί οι πληροφορίες να είναι γνήσιες και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες αυθεντικοί, διότι ειδ’ άλλως μεταδίδουμε στους σύγχρονούς και στους μελλοντικούς πληροφορίες πλαστές, νόθες και παραπλανητικές. ‘Όλα τα επί μέρους στοιχεία που σφιχτοπλέχτηκαν για να προκύψει η καλή παράσταση, αξιοποιήθηκαν άριστα ώστε να μας αφηγηθεί σκηνικά η Ιουλία Σιάμου το λογοτεχνικό αφήγημα του Ροΐδη και μάλιστα με τρόπο συναρπαστικό που να ζωντανεύει σε κάθε σκηνή το ήθος, η σύγκρουση και το σαρκαστικό σχόλιο. Η όποια επεξεργασία του κειμένου από την σκηνοθέτιδα και τη Ζωρζίνα Τζουμάκα, οι μουσικές επιλογές του Γιώργου Τάτση, το σοφό σκηνικό, τα καλαίσθητα πολυμορφικά ρούχα της Έντας Δημοπούλου αξιοποιήθηκαν αριστοτεχνικά από την σκηνοθεσία. Ωστόσο δεν πρέπει να μην τονιστεί ιδιαίτερα η πρωταρχική συμβολή των ερμηνειών των ηθοποιών. Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν δεν ήταν εκεί α υ τ ο ί οι ηθοποιοί για να εκτελέσουν τις εμπνεύσεις της σκηνοθεσίας και να εκφέρουν τον λόγο του συγγραφέα. Αρχίζοντας από την κεφαλαιώδη συμμετοχή του Χρυσοβαλάντη Κωστόπουλου που ανέλαβε τον αξονικό ρόλο του αφηγητή και τον μετέδωσε με έμφαση, σαφήνεια και τον απαραίτητο σαρκασμό, περνώντας μας μέσα απ’ τα σπειροειδή περιστατικά του βίου της Ιωάννας, μπαίνοντας κι αυτός στη δράση των αφηγήσεων οσάκις ήταν απαραίτητο. Με τον αφηγηματικό ρόλο και τα υποκριτικά στοιχεία που πλούτισε την εξιστόρηση του Ροΐδη, ο ηθοποιός αυτός αγγίζει υψηλά στάνταρ της τέχνης του. Με ανάλογες εντυπώσεις ενισχύει την παράσταση και η Μαριλού Θεοδωρίδου μετερχόμενη από τον ένα ρόλο στο άλλο, σαρκώνοντας πειστικά τα διάφορα πρόσωπα – διαμετρικά διαφορετικά κάθε φορά – και υπηρετώντας τις μετασχηματιστικές εμπνεύσεις της σκηνοθεσίας. Μια πραγματικά εξαιρετική ηθοποιός με γοητευτική κίνηση. Ο Γιώργος Κυριάκου πολύ καλός επίσης που απέδωσε άριστα κάθε πρόσωπο και κατάσταση που υποδύθηκε και συμμετείχε. Ο Γιώργος Τάτσης επωμίσθηκε μια πλειάδα μεταμορφώσεων υποδυόμενος καμιά δεκαριά ρόλους, τύπους, πορτραίτα και ταμπλώ βιβάν, αλλάζοντας αλλεπάλληλα και στο δευτερόλεπτο από το ένα στο άλλο που ο θεατής τρίβει τα μάτια του. Και το εκπληκτικό είναι πως σε όλα είναι τέλειος. Τελευταία αφήνω τη σκηνοθέτιδα που δεν της έφτασε ο άθλος της διασκευής και της σκηνοθεσίας ανέλαβε και τον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας. Με θεατρική ευστροφία, συμμετοχή και δραματική διεξοδικότητα μας έδωσε μια τρισδιάστατη Ιωάννα, πάσχουσα και αισθησιακή. Αν στον τόπο αυτόν η λέξη αξιοκρατία δεν είναι χωρίς νόημα και μόνο κενά γράμματα στη σειρά τότε τους ηθοποιούς αυτής της παράστασης και τη σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου θα πρέπει από δω και πέρα να τα ακούμε συνδεδεμένα με πράγματα μεγάλα και σημαντικά. Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Απαιτούν συνέπεια οι παρτιτούρες του Τσέχωφ



«Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ στο «Άλεκτον»


Δεν υπάρχουν στο θέατρο κώδικες ουρανοκατέβατοι, που να ορίζουν τρόπους που θα σκηνοθετούνται και θα παίζονται τα έργα. Δεν είναι σαν ιεροί κανόνες όπως με τις Δέκα Εντολές του Μωυσή, που αν οι πιστοί τις παραβούν πάνε στη Κόλαση. Υπάρχουν βέβαια κάποιες αρχές για τα έργα του Μαριβώ, το γνωστό δόγμα μαριβοντάζ, και για τα έργα του Μπρεχτ, η πασίγνωστη αποστασιοποίηση, υπάρχουν και οι κανόνες για τα έργα της κομέντια ντελ άρτε. Σαμπανιζέ πρέπει να είναι τα μπουλβάρ και σβέλτοι οι ρυθμοί στις κλασικές κωμωδίες. Τελετουργικού ύφους πρέπει να είναι οι αρχαίες τραγωδίες και εμφαντικά εξωστρεφείς οι ρεβί και οι επιθεωρήσεις. Ας μην εμπλέξω τον αναγνώστη μου με καθιερωμένες αρχές στη μακριά διαδρομή της θεατρικής πορείας και ας σταθούμε στη σταθερή αντίληψη που επικρατεί για τα έργα του Τσέχωφ. Ατμόσφαιρα μελαγχολική, αργόσυρτη διεξαγωγή, εσωτερικός βασανισμός, αίσθηση φθοράς, παρακμή, μια εικόνα απεγνωσμένης κοινωνίας που βυθίζεται, αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά χαρακτηρίζουν την πεντάδα των έργων του Ρώσου δραματουργού. Η εσωστρέφεια και η αίσθηση της ακινησίας και της αναπόφευκτης φθοράς είναι πιο σαφείς στο «Θείο Βάνια».

Δεδομένοι κανόνες είπαμε, δεν δεσμεύουν τη σκηνοθεσία. Ο σκηνοθέτης διατηρεί το δικαίωμα από παράγοντας δευτερεύων να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα θέση της θεατρικής δημιουργίας, παρακάμπτοντας τον συγγραφέα που ιεραρχικά θεωρείται πρωτογενής δημιουργός. Έχει το ελεύθερο να προσπεράσει όλα τα δεδομένα, όλα τα θέσφατα και να βαδίσει όπως θέλει και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Σκηνοθέτης είναι ότι θέλει κάνει και δική του είναι η ευθύνη. Μ’ αυτή την αρχή επιχείρησε ο Βασίλης Πλατάκης να ανεβάσει το «Θειο Βάνια» του Τσέχωφ. Είδε το έργο με την δική ματιά, έστησε τις σκηνές με δική του αντίληψη και πιθανόν υπέδειξε τους ρόλους όπως αυτός, σαν ηθοποιός θα τους ερμήνευε. Δικαίωμα του αναφαίρετο. Με τη διαφορά πως αν καταργήσεις τους ρυθμούς του έργου, προσθέσεις τολμηρές ερωτικές σκηνές, υποβάλλεις στην παράσταση μουσικές υποκρούσεις, κατά τα κινηματογραφικό πρότυπα, ντύσεις τους ηθοποιούς με ότι κοστούμια μπορείς να συνταιριάξεις και αφήσεις τους ιδιαίτερης ευαισθησίας ρόλους στην ευκολία του καθενός ηθοποιού, χωρίς να σταθείς στις αναλογίες, στα ημιτόνια και στις παύσεις που το ίδιο το κείμενο σαν παρτιτούρα απαιτεί, τότε δεν έχεις να κάνεις με έργο του Τσέχωφ.

Πάνω στα έργα του Ρώσου στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο όλη η υποκριτική και σκηνοθετική διδασκαλία του Στανισλάβσκι και μ’ αυτά διαμορφώθηκε μια σχολή που σφράγισε το κίνημα του ρεαλισμού και σημάδεψε το παγκόσμιο θέατρο απ’ την αρχή του 20ου αιώνα και εξακολουθεί να το επηρεάζει. Ο σκηνοθέτης που θα επιχειρήσει να διευθύνει τις θρυλικές παρτιτούρες του Τσέχωφ, είναι απαραίτητο να σταθεί με συνέπεια απέναντι στο κείμενο. Μια συνέπεια ανάλογη μ’ αυτήν που έχει ένας μαέστρος όταν αναλαμβάνει να διευθύνει ένα έργο του Μότσαρτ. Εκτός φυσικά αν έχει να προτείνει μια δική του πρόταση, μια άποψη σαφή και ολοκληρωμένη, πράγμα που καθόλου δεν αφορά την περίπτωση της παράστασης που είδαμε στο «Άλεκτον». Όσον αφορά τους ηθοποιούς δεν θα τους αδικήσω κρίνοντας τους σ’ αυτούς τους ρόλους, αφού τους έχω δει σε πολύ καλύτερες στιγμές. Είναι απαραίτητο να τονίσω ότι όλοι διεκπεραίωσαν το δύσκολο εγχείρημα με αυταπάρνηση σε μια προσωπική του προσπάθεια ο καθένας, που είχε όμως αποτέλεσμα μια πολυμερή υποκριτική ποικιλία. Δεν πρέπει ωστόσο να αποσιωπήσω την ερμηνεία της νεαρής Λιάνας Οικονομίδου που έδωσε στη Σόνια την τρυφερότητα και ευαισθησία που απαιτεί ο ρόλος διαχέοντας σ’ όλη την παράσταση δροσιά και χάρη.

Γιώργος Χατζηδάκης