Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Ωραίο θέαμα πολλαπλών σημάνσεων



Dance me to the end of Greece #1: Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα

Όπως και να το χαρακτηρίσουμε, είτε performance το πούμε, είτε προχωρημένο αναλόγιο, είτε αλληλουχία θεατρικών επινοήσεων, αναμφισβήτητο παραμένει πως το θέαμα που παρακολουθήσαμε στον προαύλιο χώρο του Αρχαιολογικού Επιγραφικού Μουσείου, στην οδό Τοσίτσα ήταν ένα αποτέλεσμα υψηλής ποιότητας και μια σύνθεση παραγωγικής φαντασίας. Ωστόσο όλο αυτό το ευφυές πλέγμα των καμωμάτων δεν εμπνέονταν πάντα απ’ την οργανική αναγκαιότητα των κειμένων. Δεν ήταν αυτό καθαυτό το περιεχόμενο του λόγου που γεννούσε τις εμπνεύσεις, τους σχηματισμούς και τις στάσεις των ηθοποιών, ήταν απλώς ένα στόλισμα, μια θεατρική γιρλάντα που κάποιες φορές κατόρθωνε να φτάσει ως το σχόλιο. Δεν υπέβαλε στον θεατή. Η σκηνοπραξία ακουμπούσε πολύ χαλαρά στο συμπίλημα των ταξιδιωτικών εντυπώσεων των ξένων περιηγητών και μόνο σε πολύ λίγες στιγμές ερεθιζόταν απ’ τα διαλαμβανόμενα, διατηρώντας τις πιο πολλές φορές μια εικονοποιητική ανεξαρτησία. Αυτό δεν ωφειλόταν σε αναπάρκεια η παρεξήγηση, φαινόταν καθαρά πως αποτελούσε σκηνοθετική άποψη, να μην επηρεαστεί δηλαδή και να μην επηρεάσει κι έτσι περιορίστηκε σε κινησούλες, περασματάκια, στησίματα, χειρονομίες, εκφράσεις (μούτες) και σατιρισμούς.

Όταν ο ηθοποιός Σαμψών Φύτρος από αποστασιοποιημένος αφηγητής μεταμορφώθηκε σε πρόσωπο πάσχον, όταν καταλήφθηκε από τον μανιακό οίστρο του Αβά Φουρμόντ («Τα ισοπέδωσα όλα, τα ξεθεμελίωσα όλα… Από την Σπάρτη δεν απόμεινε λίθος επί λίθου») όταν δηλαδή το άνευρο θέαμα έγινε θέατρο, οι θεατές ανακάθησαν στις καρέκλες τους. Αισθάνθηκαν πως είχαν κληθεί εκεί για να συμμετάσχουν. Το περιεχόμενο όλων αυτών των χρονικών, λίγο πολύ είναι γνωστό σε όλους μας. Το πεντάτομο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα» πούλησε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και εκτός αυτού πολλά μεμονωμένα αποσπάσματα και του Μπάιρον, και του Φουρμόντ και του Σατομπριάν και του Άντερσεν και της συζύγου Έλγιν έχουν δημοσιευθεί πολλές φορές ώστε η ανακοίνωση τους να μην είναι ο κύριος σκοπός της παράστασης. Κατά τη γνώμη μου ήταν απαραίτητο μεγαλύτερο ποσοστό θεατρικότητας, ψυχικής συμμετοχής ηθοποιών και θεατών στο δρώμενο και όχι η ψύχρα της διάλεξης.

Έχω ακόμα να προσθέσω πως η ανέμελη και γι αυτό κυνική, η βρετανική αναισθησία που έβγαινε από το υποκριτικό ύφος της Φρόσως Ζαγοραίου ως κα Έλγιν, ακριβώς επειδή αυτό το στοιχείο ενοχλούσε, λειτουργούσε στο θυμικό του θεατή. Εξαιρετική ηθοποιός η Ελένη Ευθυμίου και στα τραγούδια της αξιοθαύμαστη. Στοιχείο γοητευτικό τα τραγούδια στη συνολική εντύπωση, έχω ωστόσο μια ουσιώδη παρατήρηση να προσθέσω. Για το ανεπαίσθητο, το φευγαλέο στιγμιότυπο, που τραγουδήθηκε α καπέλα ένα τετράστιχο από ένα ελληνικό παραδοσιακό, άλλαξε το κλίμα. Οι περιγραφές του τόπου, τα ονόματα των περιοχών, οι αναφορές στους κατοίκους αυτής της χώρας, έστω και μυκτηριστικές, πήραν μια ζεστή αίσθηση ιθαγένειας. Η επιλογή των τραγουδιών μπορεί να υπογράμμιζε το αλλότριο ήθος αλλά και το μέλος της παράδοσης απαιτούνταν για να γεωγραφηθεί ο τόπος.

Με εμφαντικές ερμηνείες των διάφορων ρόλων τους οι Θέμης Μητρόπουλος και Θοδωρής Σκυφτούλης συμπλήρωναν το κουιντέτο των πολύ καλών εκτελεστών που ολοκλήρωνε την εντύπωση της υψηλής στάθμης, υπάκουο στη μπαγκέτα της Κυριακής Σπανού, που συνέθεσε και σκηνοθέτησε το θέαμα. Μαζί με τους επαίνους προς όλους, συμπεριλαμβανομένων και των δημιουργών των υπαινικτικών σκηνικών και κοστουμιών Απόστολου - Φωκίωνα Βέττας, Ολυμπίας Σιδερίδου και Μάρθας Φωκά, της ατμοσφαιρικής μουσικής του Κώστα Βόμβολου, είναι απαραίτητο να συγκατανεύσουμε στο ιδεολογικό επίγραμμα πως το θέμα που παρακολουθήσαμε αναφερόταν «στον τρόπο που γνωριστήκαμε με την Ευρώπη, την εκατέρωθεν στρέβλωση της εθνικής μας ταυτότητας και η συγκεχυμένη ιδέα της αυτογνωσίας μας που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα», όπως γράφει η σκηνοθέτης. Προσθέτοντας απαραιτήτως πως οι ξένοι ποτέ δεν μας άφησαν ανεπηρέαστους για γνωρίσουμε εαυτούς και αλλήλους, να εκτιμήσουμε την ιστορία και την παράδοση μας και τις μαρτυρίες της μαρτυρικής πορείας μια φυλής με πανάρχαιες ρίζες. Κοντολογίς αυτό που είδαμε ήταν μια παράσταση με αξιέπαινες προθέσεις, και όπως σημείωσα στην αρχή ένα πολύ καλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, με μερικές ίσως επιφυλάξεις στην άποψη και με λίγη ασάφεια στους στόχους της

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

- Ω, ναι, το όνειρό μου το ανομολόγητο ήταν να ήμουν ηθοποιός!



Μικρά Διονύσια από το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο

Είναι χαρά θεού
όταν βγαίνουν ευχαριστημένοι ο θεατές από μια παράσταση στην Επίδαυρο. Ακούς και βλέπεις τον κόσμο γύρω σου να ‘ναι ικανοποιημένος, γελαστός, καλοδιάθετος και να σχολιάζει το θέαμα που παρακολούθησε ανατρέχοντας σε σκηνές, σε ερμηνείες, σε στιγμιότυπα. Νοιώθεις να σε περιβάλλει μια θέρμη, ένας παλμός θεατρικής ευδαιμονίας, να σε παρασέρνει ένα ρεύμα ζωηρότητας καθώς το πλήθος κατηφορίζει χοροπηδητά την πλαγιά απ’ το λόφο του θεάτρου προς το ίσιωμα. Και είναι σαν να νοιώθεις τον ίδιο το Διόνυσο να ροβολάει αγκαλιαστά με τους άλλους στην κατηφοριά του Κυνόρτιου, μέσα στη ίδια μέθη κι αυτός, συμμέτοχος στην ίδια κοινωνία των αχράντων μυστηρίων της θεατρικής πράξης. Τι να γράψω πλέον εγώ, τι να γράψεις εσύ και τι να γράψουν οι άλλοι, όλοι εμείς με τους ξεστρατισμένους νόες, περιπλανώμενοι στους λαβύρινθους των αποσημειολογιών όταν οι φυσικοί αποδέκτες, ψυχές, πνεύματα και σώματα των απλών ανθρώπων λαλούν και λέγουν. Μια μέτρηση του συνολικού συναισθήματος του κοινού μετά από μια παράσταση θα ήταν η αυθεντικότερη αξιολόγηση της τέλεσης που προηγήθηκε. Αλλά και μόνο να βλέπεις και να ακούς αυτούς που ξεχύνονται μετά την «απόλυση» της λειτουργίας αρκεί για να καταλάβεις αν μια παράσταση έπιασε, άγγιξε, προσλήφθηκε και άφησε συγκίνηση στο άγγιγμά της. Και η παράσταση «Μικρά Διονύσια» απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στην Επίδαυρο αυτά όλα τα πέτυχε.

Με τον θεό Διόνυσο ως πρόπλασμα
ο Κώστας Γεωργουσόπουλος εμπνεύστηκε ένα Διονύση, φροντιστή τάχα του θεσσαλονικιώτικου θεάτρου, που μ’ ένα μπαούλο, παραδοσιακή αποσκευή των θεατρίνων κι ένα μάτσο χαρτιά με υποτιθέμενες σημειώσεις και με τα φύλλα της μνήμης του πρωταρχικό μέσο, να τα ξεδιπλώνει ζωντανεύοντας, σκηνές και πρόσωπα, λόγια και περιστατικά και σαν μάγος ιεροπράκτης να φέρνει μπροστά στα μάτια μας μικρά όστρακα απ’ την πενηντάχρονη ιστορία του θεάτρου. Ο συγγραφέας, ποιητής και θεατρικός κριτικός, γνώστης και μάρτυρας της θεατρικής εποποιίας, δεν πρωτοτύπησε με το σεναριακό του εύρημα αλλά το πραγματεύθηκε αριστουργηματικά δείχνοντας την ιδιαίτερη και πολυμερή του κλάση . Διαρθρωμένο με άξονα τον αφηγητή ανοίγει σαν βεντάλια το πολύφυλλο χρονικό του θεάτρου και νοιάζεται βέβαια για τη σαφήνεια αλλά δεν αρνείται και την ελλειπτικότητα κι έτσι ποιητικά οι τραγικοί ήρωες βγαίνουν μέσα απ’ το Χορό σε μια μεταφυσική αλληλουχία. Το τοπίο είναι κι αυτό τόπος υπερβατικός, αλλόκοτα φωτισμένος με προβολές σχεδίων και σχηματισμών που μεταβάλουν τις ακίνητες παρουσίες των βράχων σε εναλλασσόμενες εντυπώσεις. Εξαιρετικά γραμμένο το λιμπρέτο οδηγεί τη σκηνοθεσία σε εμπνεύσεις αλλεπάλληλες και οι παρεμβατικές εμφανίσεις του ποιητικορεαλιστικού φαντάσματος φροντιστή Διονύση, επαναφέρει την ισορροπία της ιστορικής σειράς της αφήγησης.

Ο εν λόγω Διονύσης,
με ηθογραφικές πινελιές πότε πότε, λίγο Φήμιος άλλες φορές και επιθεωρησιακός κομπέρ στην ανάγκη, βγάζει απ’ την τσέπη του χαρτιά με σημειώσεις με λόγια που κράτησε απ’ τον Καραντινό, απ’ τον Βολανάκη, τον Ευαγγελάτο, τον Παπαβασιλείου, αποφθέγματα σαν συνοπτικά σχόλια, σαν αποστάγματα, σαν λεζάντες. Εδώ να σημειώσω μια παρατυπία. Η προβολή των πορτραίτων στους βράχους διέλυε την ατμόσφαιρα του θεάτρου και φτήναινε την παράσταση σε επίπεδο τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ. Να γυρίσουμε στα όσα διαφύλαξε ο Διονύσης. Ναι, λοιπόν λόγια ωραία, σοφά, συνοψιστικά, που όχι μόνο τα καταλαβαίνει ο θεατής μα τα χαίρεται, τα χειροκροτεί και τα συμμερίζεται. Σκέψεις των μεγάλων δασκάλων που πέρασαν απ’ τη διεύθυνση του θεάτρου μα και αποσπάσματα από ρόλους που ο παλαίμαχος τεχνικός τα κράτησε στη μνήμη του. Τι ωραία και πολύτιμη διαπραγμάτευση, από τον παλαίμαχο επίσης, δάσκαλο, μεταφραστή και συνοδοιπόρο κι αυτόν της θεατρικής περιπέτειας.

Η σκηνοθεσία των Γιάννη Ρήγα
και Γρηγόρη Καραντινάκη φτέρωσε το ωραίο γραπτό και του ‘δωσε διαστάσεις, βάθος και χαρακτήρα. Με ευλάβεια και γνώση ξετύλιξαν την ονειρική τοιχογραφία, φτιαγμένη ψηφίδα, ψηφίδα από το όλο τέχνημα και τα ‘δεσαν τα ταίριαξαν και τα συνόψισαν. Με δουλεμένες τις ερμηνείες των τραγικών προσώπων, με τον Χορό διαλαθόντα και διελαύνοντα, μετασχηματιζόμενο να φανερώνεται και να χάνεται και μετά πάλι να προβάλει σε άλλη σειρά και διάταξη, φέρνοντας μαζί του άλλη μορφή της πινακοθήκης του τραγικού πανθέου. Με τα αριστοφανικά η στάθμη κατέβηκε και η ευφροσύνη της ποιητικής χαράς σύρθηκε στο χώμα. Τα καμώματα, τα άχαρα και τα κακόγουστα με τους φαλούς τους υπερβολικούς – να ‘ ταν άραγε μια καταγγελία, ένας υπαινιγμός από μέρους του Γεωργουσόπουλου για την νεοελληνική κατάχρηση του γονιμικού συμβόλου, ή ήταν μήπως άτυχη αντίληψη πως μετά τα τραγικά ρίξ’ τους, στους θεατές, φαλούς φαλότατους, για να κακαρίσουν, ποιος ξέρει; Υπήρξαν ωστόσο στο κομμάτι των αριστοφανικών και καλές στιγμές, αν και λίγο νευρικές από σκηνοθετική άποψη.

Σ’ αυτή τη χρονογραφική σύνοψη
μιας επετηρίδας οι ερμηνείες των μεγάλων ρόλων που παρελαύνουν, ασφαλώς δεν πρέπει να είναι το πρώτο ζητούμενο. Αν και ο Χορός σαν σύνολο ήταν εξαιρετικά δουλεμένος και η χορογράφηση του ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, για τις ερμηνείες των κλασικών ρόλων, εδώ δεν επιτρέπονται αυστηρές απαιτήσεις. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε το θέμα με αναφορά σε φιλότιμες προσπάθειες, αν δεν είδαμε πεντέξη άριστες επιτεύξεις, σε επίπεδα ολοκληρωμένων έργων και όχι αποσπασματικών συντμήσεων. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το μειονέκτημα, να δουλεύεται μόνο ένα κομμάτι ενός ρόλου κι όχι στο σύνολό του το τραγικό πάθος με όλες τις εναλλαγές και τις αυξομειώσεις του. Οι άνθρωποι της σκηνής το ξέρουν καλά αυτό το μειονέκτημα απ’ τα χρόνια της δραματικής σχολής, οι εκτός θεάτρου, το αντιλαμβάνονται κάποιοι αλλά δεν το γνωρίζουν στην πράξη. Ναι, λοιπόν, εδώ είχαμε τέτοιες εκπλήξεις.


Να αναφέρω με ενθουσιασμό
την Ταμίλλα Κουλίεβα στην Ηλέκτρα, την Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου στην Κλυταιμνήστρα και να ευχηθώ να τις δούμε σύντομα μαζί σε μια ολοκληρωμένη δουλειά και γιατί όχι, με τον εξαιρετικό Λάζαρο Γεωργακόπουλο, που κι αυτός στο ρόλο του Ορέστη ήταν εξαιρετικός. Οι δυο πρώτες ήταν πολύ καλές και στους ρόλους της Μυρίνης (της έλλειψε η εξοικείωση με το είδος) η πρώτη και της Κασσάνδρας η δεύτερη και ο Γεωργακόπουλος επιτέλεσε αξιοσημείωτο κατόρθωμα με το απόσπασμα του τιτάνιου ρόλου του Προμηθέα. Ορέστη (του Ευριπίδη) ερμήνευσε με πολλή καλή επίδοση και ενδιαφέρουσα προσέγγιση ο Νίκος Ψαράς. Μια ακόμα Ηλέκτρα επίσης ερμήνευσε στέρεα η Μαρία Καραμήτρη. Από τον καλοστημένο Φύλακα ( Αντιγόνη) του Γιάννη Καλατζόπουλου έλειψε, νομίζω το ηθογραφικό στοιχείο. Ο Αίαντας του Δημήτρη Κολοβού, ρόλος απολύτως ηρωικός, δεν ήταν για τα μέτρα του καλού κατά τα άλλα ηθοποιού, όπως επίσης και η Πραξαγόρα της Σοφίας Λάππου κραύγαζε ζητώντας απελπισμένα σουμπρέτα και όχι κομεντιέν, την ίδια στιγμή που η καταλληλότατη Φωτεινή Μπαξεβάνη αγωνιζόταν να φτιάξει μια καρικατούρα άσχημης γριάς στον Πλούτο του Αριστοφάνη και να βρει άκρη με τον αδρανές απόσπασμα της Ελένης. Η εξαιρετική Λίνα Λαμπράκη, ηθοποιός με μεγάλη γκάμα φωνής και πλούσια ποικιλία, στην Εκάβη απέδωσε με ενάργεια την οδύνη του ρόλου αλλά ανεξήγητα τον κράτησε σε ελαφρούς, γλυκερούς τόνους.

Δυο ακόμα δεινοί ερμηνευτές,
βετεράνοι της παλιάς φρουράς, ενίσχυσαν την παράσταση με ερμηνείες γερές, δυνατές, διεξοδικές, πλούσιες και απολαυστικές. Ο Γιάννης Μαλούχος στο ρόλο του Φρύγα, ξεσήκωσε το κοινό σε θερμό χειροκρότημα και ο Κώστας Σαντάς σε έναν Κινησία που απογειώθηκε σε σπαρταριστά πετάγματα. Για τον Γιώργο Αρμένη, τον αξονικό Διονύση, να πούμε πως ανταποκρίθηκε σ΄ αυτόν τον θεμελιώδη ρόλο με την γνωστή του άνεση και μοίρασε και στήριξε και γέμισε την παράσταση δημιουργώντας με την παρουσία του μικρές και μεγάλες επιστροφές και συγκινήσεις. Ιδιαίτερη στιγμή όταν ο Διονύσης, φροντιστής μια ζωή, δίπλα στη θεατρική πράξη συμπαραστάτης εξωτερικός, ομολογεί πως σ’ όλη του τη ζωή επιθυμούσε να είναι ηθοποιός. Με οξυδέρκεια ο συγγραφέας (ηθοποιός κι αυτός πριν από όλα τ’ άλλα) φανέρωσε αυτόν τον καημό που κρύβουν όλοι όσοι περιτριγυρίζουν τη σκηνή χωρίς να τολμούν ν’ ανέβουν, όλοι, είτε είναι φροντιστές, σκηνογράφοι, μαραγκοί, ηλεκτρολόγοι η θεωρητικοί. Ιδίως οι τελευταίοι.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

" ΗΡΑΚΛΗΣ ΜΑΙΝΟΜΕΝΟΣ " - η παράσταση ήταν αντιθεατρική, κουραστική και το μεγάλο ποσοστό των θεατών δυσφόρησε.



Ηρακλής Μαινόμενος του Ευριπίδη - Απ’ το Εθνικό θέατρο στην Επίδαυρο

Απ’ όλα τα μνημεία της αρχαιότητας μόνο τα κείμενα των κλασικών είναι εκτεθειμένα σε παντός είδους επιθέσεις, προσβολές και αλλοιώσεις. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πως ο Ηνίοχος των Δελφών θα μπορούσε ποτέ να υποστεί μια επεξεργασία από έναν σύγχρονο γλύπτη, ανάλογα αδιανόητο θα ήταν να επέμβει κάποιος αρχιτέκτονας στον Παρθενώνα προσθέτοντας δικά του αρχιτεκτονικά στοιχεία η στον Ερμή του Πραξιτέλη να του αφαιρέσει και να προσθέσει γλυπτικά επινοήματα μοντέρνας τεχνοτροπίας με το επιχείρημα πως έτσι θα εξέφραζε πειστικότερα μια σύγχρονη άποψη. Έτσι τα μεγάλα αιώνια έργα του ανθρώπινου πολιτισμού μπορεί καθένας να τα θαυμάσει όσο περισσότερο αναλλοίωτα επέτρεψε ο χρόνος κι αυτό γιατί προστατεύονται και συντηρούνται με τρόπους αυστηρούς και υπεύθυνους. Δυστυχώς δεν γίνεται το ίδιο με τα μεγάλα μνημεία της ποίησης και του θεάτρου. Βλέποντας ο ενδιαφερόμενος τον Παρθενώνα επικοινωνεί με τον Φειδία και την εποχή του ενώ αυτός που θα θελήσει να ακούσει τον ποιητικό λόγο του Ευριπίδη να σκοντάφτει πάνω σε προσχώσεις, προσθήκες και επεξεργασίες αλλότριες και εκφυλιστικές, με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού, της επικαιροποίησης και της άποψης.


Οι παραπάνω αράδες χτυπιούνται με την ευκαιρία της πρόσφατης παράστασης του «Ηρακλή μαινόμενου» του Ευριπίδη από το Εθνικό θέατρο στο θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Οι αυθαιρεσίες και οι ασύστολες επεμβάσεις στο κλασικό κείμενο επιχειρείται να καλυφθούν πίσω απ’ το άλλοθι «δραματουργική επεξεργασία». Αν ο κ. Μαρμαρινός θεωρεί πως το έργο του Ευριπίδη έχει ανάγκη την δική του συνεισφορά για να γίνει ως κείμενο παραστάσιμο, τότε το Εθνικό μας θέατρο θα ‘πρεπε να του αναθέσει ένα άλλο έργο, λιγότερο αγιοποιημένο η να γράψει ο ίδιος ένα δικό του. Αντιστάσεως μη ούσης λοιπόν έβαλε ο σκηνοθέτης στο κείμενο δικά του πολλά και διάφορα, ως και τουριστικές οδηγίες για το μουσείο των Μυκηνών (!) κι ο αδαής που πάει να ακούσει τι και πως έγραψε ο αρχαίος τραγικός, πως αμφισβήτησε, πως διαπραγματεύθηκε, πως διαπεραιώθηκε με το σκεύος της ποίησης στα μεγάλα ηθικά διλήμματα του καιρού του, ακούει το συμπίλημα, την κουρελού του κυρίου σκηνοθέτη και ο δυστυχής τα χάνει, μη ξέροντας που τελειώνει ο μεγάλος και που τσοντάρει ο μικρός.


Το αρχαίο θέατρο και η τραγωδία έγιναν το ένα για το άλλο. Αλληλοδιαμορφώθηκαν. Δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για τη μορφή των αρχαίων παραστάσεων ,ξέρουμε όμως πως η διάταξή τους ήταν κυκλική και απ’ αυτό το ημικύκλιο της διάταξης των κερκίδων οι θεατές των κλασικών χρόνων προσλάμβαναν τον λόγο και το θέαμα και σ’ αυτό το αλώνι οι στησίχωροι, οι χορωδοί και οι υποκριτές διεξήγαγαν την παράστασή τους. Δεν είμαστε βέβαια στα χρόνια εκείνα. Πολλά έχουν αλλάξει στο μεταξύ, οι θεατές όμως των αρχαίων θεάτρων εξακολουθούν να κάθονται σε παράθεση ημικυκλική. Είναι λοιπόν λάθος, λάθος παράλογο και μέγα ,να στήνεται η παράσταση μετωπικά, με έναν κεντρικό κομπέρ, σα να ‘ναι στο μιούζικ χωλλ , που μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο, απευθύνεται μόνο στο κέντρο του πετάλου. Και όλο το υπόλοιπο θέαμα να διατάσσεται επίσης μετωπικά και το μεγαλύτερο μέρος των θεατών να παρακολουθεί την παράσταση ως λαθραίος απ’ τα πλάγια η απ’ τα μετόπισθεν.


Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου που είναι διάσημο σ’ όλη την υφήλιο για το θαύμα της ακουστικής του, που λένε πως αν ρίξεις μια δεκάρα ο ήχος της ακούγεται ως την τελευταία κερκίδα, σ’ αυτό το θέατρο ο εμπνευσμένος σκηνοθέτης έβαλε μικρόφωνα, όρθια σαν σε αναψυκτήριο. Και σαν να μην έφτανε αυτό η έμπνευση προεκτάθηκε στην σκηνοθετική οδηγία προς τους ηθοποιούς, όταν τα λένε στο μικρόφωνο να ψιθυρίζουν και κατά διαστήματα να απομακρύνονται και να φωνάζουν και πάλι να πλησιάζουν και να επιστρέφουν στον ψίθυρο. Το αποτέλεσμα της μεγαλόπνοης αυτής σύλληψης ήταν το μισό απ’ το κείμενο του πρώτου μέρους να μην ακούγεται ούτε στην τέταρτη σειρά. Επετεύχθη δηλαδή το αδιανόητο. Στο θέατρο της Επιδαύρου και με μικρόφωνα, να χάνουν οι θεατές το κείμενο. Ως αναγνώστης δεν θα χρειαζόμουν να περισσότερα για να καταδικάσω τελεσίδικα την παράσταση επίτρέψτε μου ωστόσο να προσθέσω λίγες αράδες ακόμα σ’ αυτή την μαρτυρία. Να σημειώσω δηλαδή πως επικρατούσε απουσία κάθε ρυθμού, πως έπασχε η αλληλουχία των σκηνών, σκόνταφτε σε περιττές παρεμβολές η ροή της αφήγησης, πως οι ηθοποιοί ήταν οδηγημένοι σε άνισες, αδικαιολόγητες εντάσεις και υφέσεις, πως τις περισσότερες φορές κρατιούνταν σε υποτονική σουρντίνα κι όλα αυτά προκαλούσαν δυσθυμία, κούραση και ισχυρή τάση αποχώρησης.


Στην παράσταση της Παρασκευής, όσοι βρίσκονταν κοντά στα σημεία που επιτρεπόταν η έξοδος, από την πρώτη μισή ώρα άρχισαν να εγκαταλείπουν . Στην μιάμιση ώρα διακόσιοι περίπου θεατές είχαν αποχωρήσει. Αυτό σημαίνει πως δυο χιλιάδες θα είχαν την διάθεση να τους ακολουθήσουν αν θα τους ήταν βολική η έξοδος. Γι αυτή την απαξίωση η εξήγηση δεν είναι καθόλου δύσκολη. Άσχετα πόσο πετυχημένες φιλολογικά και θεατρολογικά ήταν οι προσεγγίσεις του σκηνοθέτη, πόση αξία θα αναγνωρίσουν οι θεωρητικοί στις σημειολογικές συλλήψεις της σκηνοθεσίας και πόσο θα εξαρθούν τα πολλαπλά ευρήματα που υπερφόρτωναν τις τρεις σχεδόν ώρες της παράστασης, το βέβαιο και αναμφισβήτητο είναι πως η παράσταση του Ηρακλή Μαινόμενου ήταν αντιθεατρική, κουραστική και το μεγάλο ποσοστό των θεατών δυσφόρησε.


Δεν είναι καθόλου περιττό στο σημείο αυτό να επαναλάβουμε πως οι παραστάσεις της Επιδαύρου δεν γίνονται για ένα κλειστό, ερμητικό κύκλωμα μυημένων , που ανταλλάσουν σαν ένα επιστημονικό συνέδριο ειδικών, όπου μεταξύ τους επικοινωνούν με τη δική τους αργκό. Τα Επιδαύρια γίνονται για το μεγάλο κοινό των ελλήνων και των ξένων που θέλουν να παρακολουθήσουν μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας, να παρακολουθήσουν τους ηθοποιούς στις ερμηνείες τους, χωρίς σημειολογικούς σαλίγκαρους, κουίζ και μαγικές εικόνες. Εδώ, στις προθέσεις της παραγωγής παρατηρείται μια αντίφαση. Γίνεται μια διανομή από αστέρες δημοφιλείς για να προσελκυσθεί του μεγάλο κοινό των θαυμαστών της Καραμπέτη, του Χατζησάβα, της Γουλιώτη, του Αθερίδη, του Καραθάνου, του Βογιατζή, του Γάλλου και της Τζήμου, κι απ’ την άλλη στήνεται μια παράσταση με όλα τα αρνητικά που σημειώσαμε παραπάνω. Οι ηθοποιοί, απ’ τους καλύτερους που διαθέτει το θέατρο μας έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν κι αν κρατήθηκε το ενδιαφέρον του κοινού σε κάποια θερμοκρασία μόνο στην δεξιότητα των ηθοποιών χρωστιέται. Και στη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, που αν και εκτός κλίματος τις πιο πολλές φορές , ήταν αριστοτεχνικά γραμμένη και εξαιρετικά εκτελεσμένη.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Μια παράσταση show πάνω σε μια ιδέα του Αριστοφάνη





Επίδαυρος Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011. Ειρήνη του Αριστοφάνη. Μοναδική μεταβολή στην διαχρονική οθόνη των αριστοφανικών επιτευγμάτων η προσθήκη μιας μονάδας στον αύξοντα αριθμό των παραστάσεων. Δηλαδή καμιά απολύτως εξέλιξη δεν σημειώθηκε σε οποιαδήποτε απ’ τις στήλες του σχετικού πίνακα; Αν ισχυριζόμαστε κάτι τέτοια θα αδικούσαμε πολλές παραμέτρους, αξιέπαινες, απολαυστικές και κοσμημένες με πολλά και σπουδαία θεατρικά προσόντα η καθεμιά. Για να κλείσουμε όμως το ζήτημα της συνέπειας προς τον Αριστοφάνη καλό θα είναι να συνοψίσουμε την άποψή μας στον τίτλο που θέσαμε στον κορυφή του παρόντος. Μια θεατρική παράσταση πάνω σε μια ιδέα του Αριστοφάνη.

Δεν έχουμε την απαίτηση να εισακουστεί η παραίνεση να συγκρατήσουμε αυτή την ακατανίκητη ορμή με την οποία εμείς οι επίγονοι ριχνόμαστε κάθε καλοκαίρι στα αρχαία κείμενα και ιδιαίτερα στις κωμωδίες του συγκεκριμένο ποιητή. Τώρα δε γίνεται. Είναι πολλά τα λεφτά για να προτείνουμε κάτι τέτοιο. Και μόνο το όνομά του Αριστοφάνη ασκεί μεγάλη έλξη στα πλήθη που υπόσχεται σκανδαλώδη τέρατα και σημεία και οι μεταφραστές, οι διασκευαστές και οι σκηνοθέτες σε αγαστή σύμπνοια με τους πρωταγωνιστές, κάνουν ότι μπορούν για να μην απογοητεύσουν. Κι έχουμε πει ότι ο κόσμος ξελιγώνεται με τις προσθήκες και τις τολμηρότητες που και μόνο επί τω ακούσματι ξεσπάει σε γέλια ακράτητα και χειροκροτήματα ενθουσιώδη. Δεν έχει καθεμέρα την ευκαιρία να ακούσει φωναχτά τα γεννητικά του όργανα και την γενετησία πράξη να αποκαλούνται με όλη την ποικιλία του χύδην λεξιλογίου. Χαρά μεγάλη, δεν συζητείται! Ιδιαίτερα όταν οι αναφορές και οι σχετικές επιδείξεις την συγκεκριμένης πράξης να τελείται μεταξύ ομοφύλων. Ε, εκεί αγαπητέ μου αναγνώστη γίνεται πανζουρλισμός. Και πως λοιπόν να αντισταθούν οι λεγόμενοι συντελεστές μπροστά σα τέτοια παλλαϊκή απαίτηση; Πόσο μάλλον που η ανταπόκριση στις λαϊκές επιθυμίες σημαίνει και γερές εισπράξεις. Κι όταν λέμε γερές , εννοούμε πολύ γερές.

Η παράσταση που παρακολούθησα στο αργολικό θέατρο ήταν απολύτως σύμφωνη με την ρετσέτα που επικράτησε μετά τις πρώτες εκσυγχρονιστικές παραστάσεις του Κουν και του Σολομού. Απ’ όταν δηλαδή ξεχύθηκε ο ακατάσχετος πληθωρισμός ομοιωμάτων φαλλών συνοδευόμενων από τον του πλούτο της αγοραίας ονοματοδοσίας. Που και στην παρούσα παράσταση καθόλου δεν υστέρησε. Πέη σε μορφή σωλήνων ποτίσματος η αναπεπταμένων εξαπτέρυγων, αναπαριστώμενες συνουσίες και εξαντλητικά όλο το ρεπερτόριο των σχετικών γαργαλισμών. Απορριπτική λοιπόν η κρίση για την παράσταση της Ειρήνης; Εντελώς το αντίθετο. Παράσταση εξαιρετική, όπου γελάει και ο πιο δύσκολος θεατής και το κοινό καταχαίρεται. Όμως η αριστοφανική συμβολή σ’ αυτό είναι από αμελητέα ως μηδαμινή. Δηλαδή για Αριστοφάνη ούτε λόγος. Εκτός απ’ τα σεξουαλικά ο κόσμος γελάει και με τις πανέξυπνες ατάκες, τα σπιρτόζικα υπονοούμενα, τις μπηχτές προς τις πολιτικές επικαιρότητες. Σατιρίζονται καυστικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα, γίνονται ευφυή λογοπαιχτικά τσαλίμια και με λίγα λόγια αναδεικνύεται ένα κάλυμμα νέας γραφής που σκεπάζει τα αδρανή αριστοφανικά όπως ένα καλοκαμωμένο ριχτάρι θα σκέπαζε έναν παλιωμένο σοφά.
Εδώ σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να κάνουμε μια ουσιώδη αλλά αφελή ερώτηση. Τον καψερό Αριστοφάνη τι τον χρειάζεται το συγκεκριμένο θέαμα; Αφού η συγγραφική τριάδα, Φιλιππίδης, Γαλίτης, Λέφας, έχει γράψει ένα πραγματικά εξυπνότατο αυθύπαρκτο κείμενο, από κάθε άποψη καλογραμμένο, στίχους τραγουδιών τεχνικότατους, τι ανάγκη είχαν τον αρχαίο; Αφού σκόνταφταν οι εμπνεύσεις τους και δεσμεύονταν από το μύθο του παλιού έργου και η μετάφραση μπερδευόταν στα πόδια τους, αφού η Ειρήνη δεν τους βόλευε κι έπρεπε να πηγαινοφέρνουν το κέντρο του έργου για να ακουμπάνε που και που και στο αριστοφανικό θέμα γιατί δεν το απεκδύθηκαν απολύτως να κινηθούν ελεύθερα; Ε, τώρα τι να λέμε; Αφού όλα είναι ευεξήγητα. Είπαμε ο Αριστοφάνης πουλάει και τα λεφτά είναι πολλά.

Η παράσταση, εκτός απ’ το κείμενο, μην τα ξαναλέμε, είχε πολλές αρετές. Γι αυτό και στον εύκολο θεατή, που αποτελεί την πλειονότητα, άρεσε ως και ενθουσίασε. Καθαρή και κυρίαρχη αξία ο πρωταγωνιστής. Σε κάθε εποχή του θεάτρου αναδεικνύεται κι ένας κορυφαίος κωμικός που συνοψίζει τις τεχνικές των προηγούμενων, εκφράζοντας τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες της έννοιας του κωμικού. Στην υποκριτική του Φιλιππίδη έχει συμπεριληφθεί η σεμνή τεχνική του Νέζερ, η σπιρτάδα του Καλογιάννη, που έχει διατηρηθεί προσαυξημένη σε υπερθετικό βαθμό, το σούρσιμο της κλασικής φάρσας του Δημήτρη Χατζημάρκου, ξεπροβάλει η μπουφόνικη μούτα του Αυλωνίτη και το μπριλάντε στοιχείο του Ηλιόπουλου, τα συναξαριστό πλασάρισμα του Κυριάκου Μαυρέα και του Χρόνη Εξαρχάκου, κυριαρχεί πανίσχυρο το δαιμονικό κύτταρο του Κώστα Χατζηχρήστου και το αγροτικό ήθος του Γιώργου Αρμένη. Και σ’ όλα αυτά έχει προστεθεί το αποστασιοποιημένο χαρακτηριστικό του κομπέρ, του αυτοσαρκαζόμενου αυτοσχεδιαστή σολίστα της stad up comedy . Ναι, το μέγα προσόν της πρόσφατης επιδαυρίτικης παράστασης είναι ο Τρυγαίος του Πέτρου Φιλιππίδη, πέρα και πάνω από έργο, μετάφραση, δραματουργική επεξεργασία και όλα τα συναφή. Αλώνιζε την ορχήστρα οριζοντίως και καθέτως σπιθίζοντας και τροφοδοτώντας την παράσταση με διονυσιακή ζέση. Χωρίς αυτόν η παράσταση δεν θα υπήρχε.

Η παράσταση, δηλαδή η σκηνοθεσία, (Πέτρος Φιλιππίδης και πάλι)χαρακτηριζόταν απ’ την πληθωρικότητα του μαέστρου της. Με διαρκή ενέργεια, σε υψηλούς ρυθμούς, υπερφορτωμένη με σκηνές κι άλλες σκηνές και με τραγούδια και χορούς κι άλλα τραγούδια και χορούς, με έξυπνες εμπνεύσεις (ωραία και υποβλητική η έναρξη με το χορό των προσφύγων αλλά μήπως ήταν για άλλο έργο;) που από ένα σημείο και πέρα η εξυπνάδα τους δεν τις έσωζε, γιατί ο θεατής δεν τις αφομοιώνει πια, τόσες πολλές, τόσο επαναλαμβανόμενες και τόσο στο έπακρο τραβηγμένες. (Οι συνουσίες του Τρυγαίου με την Οπώρα και το ομαδικό σεξ του Χορού με τη Θεωρία, μήπως εκτός από κακόγουστο σαλατοποιούσε και την αρχιτεκτονική του αρχαίου κειμένου;) Συνηθισμένο φαινόμενο των πρωτάρηδων της Επιδαύρου που αγωνιούν μήπως φανούν ανεπαρκείς και φορτώνουν τα θεάματά τους με «απ’ όλα». Και οι ερμηνείες των άλλων ρόλων;

Μεγάλο κέρδος της παράστασης ο Τάκης Παπαματθαίου. Έφτιαξε έναν Ερμή με πολύ κάμωμα ανάμικτο με μίμηση, τόσο ταιριαστά δεμένα που συνέθεταν ρόλο με αντοχή, που σε κάθε στιγμή του ήταν ίδιος και διαφορετικός, απολαυστικός όμως πάντα. Πολύ καλό και το ζευγάρι την δούλων (Πάνος Σταθακόπουλους και Γιώργος Γαλίτης) με σβελτάδα στην κίνηση και καλοζυγισμένοι στους ρυθμούς τους, εξαιρετική και η τετράδα των θυγατέρων (Χρήστος Σιμαρδάνης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Σπύρος Παππάς) πολύ ωραία συντονισμένο κουαρτέτο με κωμικές εκλάμψεις. Ο Ιεροκλής του Γιάννη Δεγαΐτη, αναμενόμενος και σταθερός στη γραμμή των αριστοφανικών παραστάσεων του θεάτρου Τέχνης. Όλοι οι άλλοι ρόλοι επαρκείς και χωρίς έκπληξη. Τα δυο παιδάκια στην υπηρεσία του απλοϊκού συμβολισμού, όμορφα και πειθαρχιμένα. Η μουσική του Μίνου Μάτσα άψογη αλλά και χωρίς τίποτα το χαρακτηριστικό, εκτός από την ζωντάνια της. Τα κουστούμια χωρίς πρόταση αλλά και χωρίς αντίρρηση (Μεντσικώφ), απ’ τη σκηνογραφία δεν διατήρησα καμιά ανάμνηση παρά μόνο κάποια πανό ν’ ανεβοκατεβαίνουν αναίτια. Όσο σεμνή κι αν επιδιώκει να μένει η παραγωγή- να μην παραμελούμε έναν βασικότατο συντελεστή - στην προκειμένη περίπτωση το ενδιαφέρον της για το αποτέλεσμα αφειδώλευτο ήταν φανερότατο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Στα χνάρια της ευριπιδικής ειρωνείας



Ηλέκτρα του Ευριπίδη από την ομάδα «Δρόμος με δέντρα»

Παρακολουθείς με ικανοποίηση τον θεατρικό προβληματισμό να κινείται ζωηρά και προς πολλές κατευθύνσεις, να πολιορκεί και να αλώνει ανώγεια και κατώγια και δοκιμάζει τις γεύσεις από μεγάλη ποικιλία επιλογών. Απογοητεύεσαι όταν τον βλέπεις απροσανατόλιστος να στρέφεται σε ματαιόσπουδες αναζητήσεις και αγαλλιάζεις όταν ασχολείται με σοβαρότητα με θέματα ουσιαστικά και ζέοντα. Στα πατήματα του θεατρικού προβληματισμού λοιπόν και στην παρακολούθησή του κατά πόδας, βρεθήκαμε να ανεβαίνουμε τα στενά και πολλά σκαλιά ενός κτιρίου , στην έξοδο της πόλης. Και εκεί είδαμε τον προβληματισμό να σημαδεύει στην καρδιά την πιο καίρια επιλογή του θεάτρου μας, την αρχαία τραγωδία.
Έχω εκφράσει την άποψη πως είναι αναγκαίο να αφήσουμε για ένα διάστημα τα αρχαία κείμενα να ξαποστάσουν. Πολλά χρόνια τα βανδαλίζουμε προσβάλλοντας τα με την ασέβεια που χαρακτηρίζει την σημερινή μας έκπτωση. Δεν αποτελεί ανακοίνωση πως τα τελευταία πενήντα χρόνια, μετά το 1954 που καθιερώθηκαν τα Επιδαύρια, οι αρχαίες τραγωδίες έγιναν παρανάλωμα καθενός που φιλοδοξούσε να βαπτιστεί στα νάματα της αιώνιας θεατρικής δόξας. Μετά την πρώτη, «μιλιταριστική» φάση Ροντήρη έρχεται η εικονογραφική Μινωτή, Μουζενίδη, Κωστή Μιχαηλίδη και έπεται η συνειδητοποιημένη Σολομού, Ευαγγελάτου, Βολανάκη. Μετά σηκώνεται άνεμος θυελλώδης, καταιγίδα ασυδοσίας και δεν αφήνει όρθιο τίποτα. Ανυπεράσπιστα τα έρημα τα κείμενα γίνονται βορά στις διαθέσεις του κάθε τυχάρπαστου, με λίγες μόνο εξαιρέσεις να ξεχωρίζουν που και που. Το τι είδαν τα μάτια μας όλο αυτό το διάστημα δεν είναι εύκολο να περιγραφεί. Έλληνες και ξένοι επί πολλά χρόνια ρίχνονται σαν πεινασμένα σκυλιά πάνω στα ιερά κειμήλια και τα ξεσκίζουν κυριολεκτικά. Θεωρητικοί, φιλόλογοι και θεατρολόγοι, μεταφραστές , αλλά περισσότερο το πλήθος σκηνοθετών επιχειρούν «προσεγγίσεις». Οι θεωρίες για το είδος πηγαινοέρχονταν, οι μεταφράσεις ανταγωνίζονταν να προλάβουν το συρμό και οι σκηνοθέτες… Α, οι σκηνοθέτες.. Αυτοί μανιωδώς κυνηγούσαν τον εντυπωσιασμό και την πρόκληση, δοκιμάζοντας την πιο πρωτότυπη συνταγή. Πριν προχωρήσω ένα μόνο θα σημειώσω και ας καταλήξει σε συμπέρασμα ο αναγνώστης από μόνος του. Φθάνουν τις χ ί λ ι ε ς οι σκηνοθετικές απόψεις που διατυπώθηκαν επί σκηνών πάσης μορφής σ’ όλο αυτό το διάστημα του νεοελληνικού χρονικού της «αναβίωσης» του αρχαίου δράματος.

Με ανάμικτο συναίσθημα ελπίδας και περιέργειας ανέβαινα τα σκαλιά προς τον χώρο που η Μάρθα Φριντζήλα παρουσίαζε την πρότασή της. Την Φριντζήλα την πρωτοείδα στη «Φόνισσα» κι από τότε αναζητούσα ευκαιρίες και επεδίωκα να παρακολουθώ την διαδρομή της. Με ομολογημένη την προσδοκία μου λοιπόν προσέτρεξα να δω πως αντιμετώπισε την περισσότερο ρεαλιστική εκδοχή της τραγωδίας την Μυκηνών, την Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Ρεαλιστική εκδοχή με λίγα νατουραλίστικα και ακόμα λιγότερα ηθογραφικά στοιχεία, διάσπαρτα σ’ όλο το μήκος της τραγωδίας. Ως προς τον διαδεδομένο όρο ειρωνική τραγωδία πιστεύω πως έχει θρέψει μια σειρά πεπλανημένων ερμηνειών. Η μόνη έννοια που μπορεί να περιέχει αυτός ο όρος είναι η έννοια της θεατρικότητας εμπεριέχοντας και την προσποίηση. O Ευριπίδης καταργεί και κατά έναν τρόπο σχολιάζει τη άτεγκτη φόρμα των δυο προγενέστερων ομοτέχνων του. Οι ήρωες του δεν είναι ξοανικοί, έχουν συμπεριφορά εξανθρωπισμένη και εξομολογητική, ψυχογραφούνται κάνοντας αναφορές σε καθημερινά βιώματα και πρακτικές και διαχειρίζονται έναν λόγο με ποικιλία λεκτισμών. Αυτά όλα προσθέτουν στο ευριπίδειο θέατρο υποκριτικές περιεκτικότερες, διεξοδικότερες, γλαφυρότερες και για όλα αυτά σχολιαστικές. Ως εδώ για το έργο, που σίγουρα δεν έχει την ανάγκη μου, ούτε για την περιγραφή του, ούτε πολύ περισσότερο για την ανάλυσή του. Ας αφήσουμε αυτό το εξαντλημένο αλλά ανατροφοδοτούμενο θέμα σ’ αυτούς που αισθάνονται την σχετική ευθύνη απέναντι στο πτυχίο τους.

Την Μάρθα Φριντζήλα φαίνεται πως την απασχόλησε το ζήτημα αυτής της ειρωνικότητας. Παρακολούθησα την παράσταση της προσεκτικά και κατέληξα πως η εφαρμογή της ειρωνείας είναι ο κωδικός των περισσότερων σκηνοθετικών της προβληματισμών. Σε πολλά σημεία βρήκε λύσεις έξυπνες, όμορφες και λειτουργικές, σε άλλα τα ευρήματα αδράνησαν η καλύφθηκαν από άλλες δυναμικές. Ωστόσο, όσο και αν λειτούργησαν τα όσα εμπνεύσθηκε η σκηνοθέτης το σημαντικό είναι πως η παράσταση σηκώθηκε, πέταξε, μετεωρίσθηκε. Απορρίφθηκε κάθε έρμα κλασικισμού, αρτηριοσκληρωτικής αρχαιοτροπίας κι έτσι ,ανάλαφρη, ανυψώθηκε. Ίσως μόνο στη σκηνή της Κλυταιμνήστρας το μετέωρο χαμήλωσε. Μα η καίρια ανατροπή είναι ο Χορός. Εκεί η «ειρωνεία» της σκηνοθεσίας φανέρωσε το περιπαικτικό της χαμόγελο, μεταμφιεσμένη σε αθώα αφέλεια ως την παιδικότητα. Στην παρουσία, στην εκφορά, στην κίνηση, στα καμώματα, στα φωνητικά, σε όλα το ζήτημα του Χορού απαντήθηκε τόσο προσφερτικά, ως την απόλαυση. Το αξιοσημείωτο ήταν η ελευθερία καθενός απ’ τα μέλη που έσπαζαν την πειθαρχία χωρίς ούτε στιγμή να την καταργούν.

Η ερμηνεία της Ηλέκτρας αιφνιδιάζει. Δεν μπορεί απ’ την αρχή ο θεατής να φανταστεί πόσο θα ξεδιπλωθεί αυτό το πολύτιμο πλάσμα που λέγεται Δέσποινα Αναστάσογλου. Δυο βασικά στοιχεία σηματοδότησαν τη συγκρότηση του ρόλου της. Η υστερική φύση σε βαθμό νοσηρότητας της Ηλέκτρας, από τους τυμβωρηχικούς κοπετούς μέχρι τους σπασμούς και με τις αλλεπάλληλες μεταλλαγές στους τόνους και στους ρυθμούς του λόγου της, και δεύτερο το παιγνιώδες, το ανισόρροπο, το «αγαθιάρικο», της πολύφυλλης υποκριτικής της, που παρέπεμπε στην πρόθεση του «ειρωνικού» κατ’ ευθείαν. Όσο πολλές ηθοποιούς κι αν έχει δει ο βετεράνος της θεατρικής κριτικής, να ερμηνεύουν το ρόλο της μητροκτόνας βασιλοκόρης, αρχίζοντας απ’ την Παξινού και προσθέτοντας όλες τις άλλες κατιούσες, δεν μπορεί να θυμηθεί ερμηνεία τόσο ανθρώπινη και γι αυτό έτσι σπαρακτική.

Ο Ορέστης του Χάρη Φραγκούλη ήταν δοσμένος έντονα, ρόλος φτιαγμένος με ισχυρή δυναμική και ρωμαλέα τεχνική. Εδώ η ειρωνεία δεν βρήκε περιθώρια να προβάλλει παίζοντας το κρυφτό της , όσο στο παίξιμο της Ηλέκτρας, γιατί και ο ρόλος δεν το επιτρέπει ( και δεν το χρειάζεται) και η υποκριτική ιδιοσυγκρασία του ηθοποιού δεν «στάθηκε». Συνταιριάστηκαν όμως με την Ηλέκτρα σ’ ένα στροβίλισμα, σ’ ένα κυνηγητό, σε μια μοιραία φιγούρα αναζήτησης, όπου κάθε προσέγγιση παρήγαγε σπινθήρες έντασης με αποκορύφωμα την σκηνή της αναγνώρισης και το εκρηκτικό ξέσπασμα της Ηλέκτρας. Με πόση μαεστρία και πόσο δόσιμο είναι στημένες οι σκηνές των δυο τραγικών αδελφιών και πόσο θαυμάσιες συνθέσεις, εικαστικές και χοροκινητικές δημιουργούνται με τη συμμετοχή των κοριτσιών του Χορού και την φιγούρα του Πρεσβύτη Δημήτρη Αγαρτζίδη. Υποβλητική η παρουσία του προσώπου αυτού και πινελιά υπερρεαλισμού το όλον του, υποκριτικά δε καθάρια και διαυγής η ερμηνεία του. Αν θέλετε, βλέπετε και σ’ αυτό έναν ειρωνικό υπαινιγμό.

Αδύνατη η σκηνή της Κλυταιμνήστρας. Άτονη ερμηνεία, χαμήλωμα του αερόστατου, «κοιλιά» στο θέαμα. Είναι, κατά τη γνώμη μου, σφάλμα της σκηνοθεσίας. Η καθήλωση της ηρωίδας στη γωνιά και σχεδόν εκτός σκηνικού χώρου εξουδετέρωσε το ρόλο. Ουσιαστικά έβγαλε την Κλυταιμνήστρα απ’ το παιχνίδι και υποβάθμισε την κεφαλαιώδη σκηνή της σύγκρουσης μάνας κόρης, μεταφέροντας την έξω απ’ το πεδίο των τραγικών αντιπαραθέσεων. Το εύρημα με το συνεχές παίξιμο του πέπλου εκνευριστικό και θεατρικά αντιδραστικό, ενώ αντίθετα ο ήχος της ασθματικής εκφοράς, εύρημα έξοχο. Μου δόθηκε η εντύπωση πως και η ηθοποιός Μαρία Κεχαγιόγλου δεν στιμάρισε τον μεγάλο αυτό ρόλο του παγκόσμιου θεάτρου, όσο του πρέπει. Ο αποκαλούμενος Αυτουργός του Άθου Δανέλλη και στην εισαγωγή και στην κατοπινή του είσοδο ήταν διεκπεραιωτικός, και χωρίς καμιά θεατρική καταγωγή. Ο ρόλος διεξήχθη χωρίς το οποιοδήποτε ήθος, χωρίς χαρακτηριστικούς τονισμούς στο λόγο του. Δεν είχε καν την ενάργεια του αφηγητή, πολύ περισσότερο δεν πρόβαλλε κάποιον χαρακτήρα συμμετέχοντος προσώπου. Αυτό μοιάζει με άποψη της σκηνοθεσίας.

Η μουσική, τα χορωδιακά, οι φωνητικές και ηχητικές ενορχηστρώσεις , τα σηματικά κρούσματα των κρουστών έθαλπαν γοητευτικά και υποσημείωναν υποβλητικά την παράσταση. Με βάσανο καμωμένη η σύγχρονη μεταφραστική προσέγγιση της Νικολέττας Φριντζήλα και εφαπτικά συντονισμένη η σκηνοθεσία πάνω της. Αυτά! Αλλά πριν κλείσει το τεφτέρι του ο κριτικός θυμάται τη σταθερή και απαράβατη αρχή του πως το θέαμα δεν κρίνεται από τα εγκεφαλικά του επινοήματα, όσο από το αίσθημα που παράγει. Και εδώ ; Τι συνέβη εδώ; Παρήχθη αίσθημα, τραγικό ρίγος, δέος; Απασχολημένος ο θεατής με τα όσα σπουδαία τεχνικά, σκηνοθετικά και υποκριτικά ευρήματα να παρελαύνουν μπροστά του ξέχασε να συγκινηθεί, αποσπάσθηκε η σκέψη του και τη μέθεξη την εγκατέλειψε στην τύχη της. Και κείνη ήρθε δυνατή, συναρπαστική, μαγική όπως είναι η φύση της και τον βρήκε. Το εξαγγελικό του Χάρη Φραγκούλη, ο Άγγελος που έρχεται και περιγράφει τον φόνο του Αίγισθου, ήταν η στιγμή της κορυφαίας δόξας της θεατρικής τέχνης. Όπου ο ηθοποιός συναντάει, επιστρέφει στην αρχετυπική του προέλευση που διοχέτευε έκσταση στους θεατές του. Δεν έχω ξαναδεί αυτόν τον ηθοποιό και παραιτούμε απ’ την απόπειρα να περιγράψω το παίξιμό του. Το μόνο που θέλω εν κατακλείδι να σημειώσω είναι πως αυτή η ερμηνεία του Φραγκούλη είναι ανάγκη – και είμαι σε θέση να ξέρω πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη – να μαγνητοσκοπηθεί και να προβάλλεται στις δραματικές σχολές, για σπουδαστές αλλά και για καθηγητές.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Σαν ποιητικό υδατογράφημα, εικόνες σαν φύλλα στον αέρα



«Από την Κρύπτη στο Φως με Τρεις μπακιρένιες Δεκάρες» του Ε.Χ. Γονατά από την Ομάδα "Στιγμή"

Στέρεη και μόνιμη αρχή και βάση για τη σκηνοθεσία το θεατρικό έργο. Το κείμενο. Ταυτόχρονα πρόκληση και μπούσουλας. Δέσμευση μαζί και ελευθερία. Καθοδηγεί τον σκηνοθέτη στις εμπνεύσεις του, τον συγκρατεί η και τον εξωθεί στις παραβάσεις του. Η δραματουργία, πρωτογενής δημιουργία που χαράζει ένα πλαίσιο φόρμας, ύφους, ιδεολογίας, ρυθμών, ήθους . Υπάρχουν ωστόσο και ταξίδια χωρίς το μπούσουλα του κειμένου. Ταξίδια ελεύθερα, αδέσμευτα, φτερωτά, της φαντασίας όπου ο σκηνοθέτης θέτει επί σκηνής τους δικούς του στοχασμούς, αυτοσχεδιάζοντας. Αυτή τη σκηνοθετική ελευθερία παρακολουθήσαμε να ανελίσσεται σαν περικοκλάδα παραμυθένια, τραγουδιστή, φωτεινή και φευγαλέα στη σκηνή του studio Μαυρομιχάλη.

Αν δεν υπήρχε ωστόσο ένα θεατρικό έργο που να απαιτεί σεβασμό και να δεσμεύει στην παράσταση «Από την Κρύπτη στο φως με τρεις μπακιρένιες δεκάρες», υπήρχε η βάση κάποιων λογοτεχνικών σελίδων που πρόσφεραν το έναυσμα κι αυτό το έναυσμα ήταν φράσεις, εικόνες, πρόσωπα ελλειπτικά, αναφορές και σχεδιάσματα που σαν διακριτικό υδατογράφημα έσπρωχναν το σκηνοθέτη στη μέθη. Όπως ο οιστρηλατημένος ζωγράφος, που βουτάει το πινέλο στα χρώματα του και τ’ απλώνει στην επιφάνεια που ζωγραφίζει έτσι κι ο Γιάννης Αναστασάκης έπιανε τρεις φράσεις από το κείμενο του Γονατά, του έδινε σχήμα, ζωή και κίνηση, πρόσθετε εμβόλιμα με νέα πρόσωπα, άλλες κινήσεις και στάσεις και τραγούδι που τα λόγια, οι σκοποί και τα αισθήματα που παρήγαγε τα ‘δενε με καινούργιες εικόνες, στάσεις, κινήσεις και φράσεις το πεζογραφήματος. Ύστερα πάλι τραγούδι απ’ το σεντούκι της παράδοσης, και ανακάτεμα και ζευγάρωμα και σύμπλεξη σε μια αποθέωση υπερρεαλισμού, ποίησης φευγάτης και φωτοσκιάσεων. Ναι, το φως στην παράσταση είχε την τιμητική του.

Δεν ήταν μόνο το ποιητικό και παραμυθένιο στοιχείο που διέπνεε την προσλαμβάνουσα του θεατή, δεν ήταν μόνο το ήθος της ιθαγένειας που κυριαρχούσε με τα τραγούδια, τις ντοπιολαλιές των στίχων, και τον επικολυρικό χαρακτήρα τους, δεν ήταν μόνο ο έρωτας που κρυφογελούσε πίσω απ’ όλες τις πτυχές του θεάματος, ήταν κυρίως το φως που άλλοτε πρόβαλε απροκάλυπτο η μισοκοιτούσε πίσω από σύννεφα, η λαμποκοπούσε στην επιφάνεια του νερού, είτε στεκόταν πίσω απ’ τις γρίλιες και τα ξύλινα φατνώματα δημιουργώντας σχήματα παραλληλόγραμμα, καφασωτά, υποβάλλοντας στην εξουσία του σκηνοθέτη. Σ’ αυτή τη φωτιστική πολυμέρεια ο Αναστασάκης αποδείχθηκε ικανός μάστορας των φωτισμών.

Των τριών αφηγημάτων του Ε.Χ. Γονατά, που αποτέλεσαν, όπως σημειώσαμε τον τάπητα πάνω στον οποίο η σκηνοθεσία έστρωνε τα πλεξίδια της, δεν σβήστηκε η αίσθηση, ούτε η συνοχή της ιστόρησης, όπου υπάρχει. Αδιόρατα η εξέλιξη του θεάματος διαπεραιωνόταν από κομμάτι σε τραγούδι κι από τραγούδι σε ταμπλό κι από ταμπλό σε κινητικούς σχηματισμούς και πάλι μετά συναντούσε άλλο κομμάτι κι έδενε με τον εξαίσιο παραλογικό τρόπο που ο μέγας αυθεντικός υπερρεαλιστής, ο λαϊκός λόγος ξέρει να ταιριάζει τα παραμύθια και τα ποιήματα του και που με τόση δεξιοσύνη και τρυφερότητα τον ακολούθησε ο συγγραφέας. Έτσι λοιπόν, ενώ νόμιζε ο θεατής πως έχανε τον ειρμό, πως ξέφευγε σαν φύλλο στον αέρα η λέξη, να ξαφνικά αμέσως συναντούσες κι αναγνώριζες την κοίτη της ιστόρησης.

Μέσα στην χαοτική καθημερινότητα με τον οχλαγωγία των φωνών, των κραυγών και των οιμωγών, το να βρεθείς να παρακολουθείς ένα τέτοιο θέαμα όπως αυτό που προσπάθησα να σας μεταδώσω την αίσθηση του, είναι μια στιγμή ευλογίας. Γιαυτό το ευτύχημα πρέπει να συγχαρώ τον Γιάννη Αναστασάκη, σκηνοθέτη και στυλοβάτη της ομάδας «Στιγμή» και τους τέσσερεις θαυμάσιους ηθοποιούς, τον Χριστόδουλο Στυλιανού, την Ζαχαρούλα Οικονόμου, την Ελένη Κούστα, και την Σοφία Δερμιτζάκη που «γεμάτοι», φορτισμένοι με την ανεξερεύνητη εκείνη ενέργεια που από αμηχανία την λέμε ταλέντο, απέδωσαν το σκηνοθετικό τέχνημα, τραγουδώντας, παίζοντας, μετακινούμενοι αποκαλυπτικά στα σκοτάδια και τα ημίφωτα σαν μορφές παραμυθένιες.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Μια αποκρυφιστική τελετουργία κατακόμβης



“Μάκβεθ” από την ομάδα «Κορύβαντες»

Η κατάδυση υπό την επιφάνεια (εδώ και κυριολεκτικά) αρκετές φορές οδηγεί το θεατρικό χρονικό σε πολύ ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις που λείπουν από τα τεκταινόμενα της θεατρικής επιφάνειας, - διάβαζε και επιφανειακότητας. Δεν ξέρω ωστόσο σε πόσες άλλες περιπτώσεις ο υπόγειος χώρος, που πολλά απ’ τα περιφερειακά θεατρικά σχήματα εγκαθιστούν τα επωαστήρια των δημιουργιών τους, βρίσκει τόσο ιδανική αξιοποίηση όσο ο Μάκβεθ του Σαίξπηρ, που η ομάδα Κορύβαντες «ανέβασε», στο υπόγειο κατάλυμα τους, στην οδό Μυλέρου, στο Μεταξουργείο. Μεγάλο προσόν του χώρου, προσόν καθόλου συνηθισμένο στην θεατροτοπογραφία της πρωτεύουσας, η μεγάλη έκταση του υπογείου και η πολύ προσφερόμενη διάταξή του.

Όλα τα σκοτεινά πάθη που ελλοχεύουν στα ερέβη του ανθρώπινου νου, παγανιστικές εμφανίσεις και μοιραίες διασταυρώσεις , προφητείες και οράματα, βρίσκουν ιδανικό περιβάλλον τον θεατρικό χώρο που οι «Κορύβαντες» διεξάγουν το δρώμενο με θέμα τον «Μάκβεθ». Μια αποκρυφιστική τελετουργία κατακόμβης. Με ιδεώδη τρόπο η μεταφυσική αίσθηση, η μαγγανεία είναι πιο σωστό να ονομάσουμε αυτήν την υπνωτιστική ψευδαίσθηση, το φανέρωμα του σαιξπηρικών φασματικών πλασμάτων, συνταυτίστηκαν με τον χώρο. Εγκλειστικό, ανησυχητικό, με την αίσθηση του αλλότροπου να σε κυκλώνει, το περιβάλλον συνυπογράφει την εντύπωση του μαγικού. Είναι αξιοθαύμαστο που ένα έργο τόσου μεγέθους και με ρόλους τέτοιου όγκου, με τερατώδη πάθη να το διαπερνούν σαν φλεβική δικτύωση, έγινε αντικείμενο επιχείρησης και επεξεργασίας τριών νέων, που εξοπλισμένοι με ελαφρό υλικό εξοπλισμό αλλά με τόλμη και φαντασία, αναμετρήθηκαν με τον γιγαντιαίο αντίπαλο. Έκπληκτοι ,υπό το κράτος ισχυρών και αλλεπάλληλων εντυπώσεων, παρακολουθήσαμε την διεξαγωγή της αναμέτρησης. Ο «αντίπαλος» σύρθηκε στον υπόγειο χώρο που στεγάζεται η ομάδα των «Κορύβαντων» και εκεί το μεγάλο σώμα του κατατμήθηκε σε σκηνές και ντύθηκε με ένα σεναριακό πρόσχημα.

Η υποβλητικότητα, η μυσταγωγία, η πνοή του μαγικού κυριάρχησαν στο σκοτεινό περιβάλλον και η προσέλκυση της προσοχής του μύστη τραβιόταν απ’ το ένα σημείο στο άλλο, όπου και όποτε φωτίζονταν διαδοχικά και αλλεπάλληλα , αντικείμενα και ανθρώπινα σχήματα και άλλοτε μόνο πρόσωπα, που αναδύονταν απ’ το σκοτάδι. Εσύ, ο θεατής καθισμένος μπροστά σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι , στολισμένο με σκεύη υπαινικτικά της εποχής, με ομοτράπεζους δίπλα σου τους άλλους θεατές, παρακολουθούσες τους ηθοποιούς, έναν, δύο η και τους τρεις, να εμφανίζονται απροσδόκητα κοντά σου, μπροστά σου, δίπλα σου η μακριά, στο βάθος του χώρου, στα δεξιά η μπροστά σου, ζωντανεύοντας τις σκηνές του μοιραίου χρονικού.

Στην ελισαβετιανή εποχή βασίλευε η πίστη στην ύπαρξη του κόσμου των πνευμάτων και η δύναμη του υπερφυσικού ήταν βαθειά ριζωμένη στη λαϊκή αντίληψη που αγγίζοντας κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής , επηρέαζε σημαντικά την αντίληψη της πραγματικότητας . Ο Σαίξπηρ ενσωματώνει στο έργο του τις αντιλήψεις για τις υπερφυσικές δυνάμεις κι ανακατεύει καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικής ζωής με τον υπερβατικό κόσμο. Στην παράσταση του Μάκβεθ, που παρακολούθησα, τόσο στη σεναριακή διάταξη όσο και στον επιμερισμό των σκηνών της τραγωδίας, η συνύφανση των δυο κόσμων είναι η μεγάλη επιτυχία της σκηνοθεσίας. Ο θεατής βιώνει σ’ όλο το διάστημα της παράστασης το αίσθημα του μεταφυσικού. Σ’ αυτό ο πρώτος λόγος είναι της σκηνοθετικής σύλληψης και της διευθέτησης του όλου θεατρικού οράματος, κύριος όμως είναι και ο ρόλος των ηθοποιών που με φασματική πειστικότητα εμφανίζονται και σβήνουν , ως πρόσωπα διαφορετικά από εικόνα σε εικόνα, αλλάζοντας κοστούμια και τόνους φωνής , συναίσθημα , κίνηση και στάση. Με ευκρινή τον λόγο , από οποιαδήποτε απόσταση κι αν εκφερόταν, με μια αντήχηση που εξυπηρετούσε την ιδιαίτερη αίσθηση, οι ηθοποιοί αναδεικνύονταν οι ιερουργοί αυτής της μαγικής παράστασης.

Είναι αλήθεια πως το στοιχειό του κοσμικού μεγαλείου, της λαμπρότητας, που είναι κυριαρχικά παρόν στο έργο αυτό του Σαίξπηρ, η άποψη το αφήνει στο ημίφως. Το νοσηρό πάθος δεν τεκμηριώνεται αν δεν προβληθεί με τρόπο πειστικό και μεγαλειώδη, η εικόνα του ιδεώδους, αυτού που εμπνέει τον πόθο της εξουσίας. Η λέξεις Εξουσία, Θρόνος, Βασίλειο, Πορφύρα, Ισχύς μένουν σε επίπεδο απλής αναφοράς αν δεν δειχθεί στον θεατή ποια είναι η λάμψη που προκαλεί την μανία και την τρέλα. Η παράσταση που οραματίσθηκε και σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Θεοχάρης νοιάστηκε να προβάλλει περισσότερο και κυρίως το μεταφυσικό στοιχείο, που εμπεριέχει την διασάλευση και την φρίκη του αίματος, παρά να καταγγείλει την παραφροσύνη της εξουσίας, εξασφαλίζοντας στην παράσταση του μια ιδιαιτερότητα άποψης. Ο πολιτικός προβληματισμός παραχώρησε πολύ έδαφος στο παγανιστικό, πιο κοντινό στο πνεύμα της εποχής του βάρδου, αφού, όπως είναι γνωστό, πρώτος τίτλος του έργου ήταν οι Τρεις Μάγισσες.

Με ενθουσιασμό πρέπει να αναφερθεί ο θεατής στη σκηνοθεσία και στην υποκριτική καθοδήγηση που διαπιστώνεται στο σύνολο της παράστασης αλλά δεν πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο η καθολική και αξιοθαύμαστη απόδοση των εμφανίσεων και των ρόλων που διεκπεραιώνει η Κλαίρη Γιαννικάκη, είτε ως ηθοποιός της σεναριακής διαπραγμάτευσης, είτε ως μάγισσα , είτε ως λαίδη Μάκβεθ. Το ίδιο ένθερμα σημειώνεται η συμμετοχή του Μαρίνου Μαρούλη για τους ρόλους που διεκπεραίωσε. Αναμφισβήτητα ωστόσο, το μεγάλο μέρος των επαίνων αναλογεί στον Ανδρέα Θεοχάρη και για την συμμετοχή του σαν ηθοποιός στους πολλούς και μεγάλους ρόλους που επωμίσθηκε. Συνολικά εκτιμώντας το αποτέλεσμα ωστόσο, η άοκνη ομάδα «Κορύβαντες» πρέπει να καταχωρισθεί στα μικρά θεατρικά σχήματα που προωθούν τον θεατρικό προβληματισμό και έχουν αποδείξει πως νοιάζονται και αναζητούν, μοχθούν και επιχειρούν φέρνοντας συνεχώς νέες ενδιαφέρουσες προτάσεις.
Γιώργος Χατζηδάκης