Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Άστοχη επιλογή, παραπλανημένη σκηνοθεσία




Shopping and fucking από την ομάδα fAbricART στο «Βαφείο»



Η μεσήλιξ κυρία, με την ανθοδέσμη στα χέρια, κατέβηκε απ’ το ταξί, μπροστά στην πόρτα του θεάτρου πίσω απ’ το Εθνικό.. Και εκεί κοκάλωσε. Ένας εξαθλιωμένος , καθισμένος στα σκαλιά του νεοκλασικού, προσπαθούσε να κάνει την ένεση στο πέος του, ενώ ένα ετοιμόρροπο θηλυκό του παραστεκόταν. Οι ασφαλισμένοι που πάνε στα ιατρεία του ΙΚΑ, στην πλατεία θεάτρου πίσω απ’ τη Βαρβάκειο Αγορά, βρίσκονται κυριολεκτικά μπροστά σε μια κόλαση και σε σκηνές που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν. Τους δυο τελευταίους μήνες επτά τεμαχισμένα πτώματα έχουν βρεθεί σε χωματερές και οι καθημερινή ειδησεογραφία, εγχώρια και διεθνής μας , μας ενημερώνει για το βάθος της φρίκης στο οποίο βυθίζεται όλο και πιο βαθειά η ανθρωπότητα. Αυτά λοιπόν που μας περιγράφει ο Ρέηβενχιλ στο Shopping and fucking, μόνο σαν ένα ειρωνικό κόμικς θα μπορούσε να ευσταθήσει… Πριν από δέκα χρόνια, που το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο «Αμόρε» προκάλεσε ίσως κάποιο σοκ με την ωμότητα των σκηνών του και με την τόλμη των εξτρεμισμών του. Στη δεκαετία που μεσολάβησε όμως έχει επέλθει απόλυτη εξοικείωση με κάθε είδους διαστροφή κι όσα διαδραματίζονται στην σκηνή του «Βαφείου» μόνο χασμούρημα προκαλούν. Τα φιλόπονα και φιλότιμα παιδιά της ομάδας fAbricART αστόχησαν στην επιλογή τους.

Αφού το διαδίκτυο είναι σήμερα σε θέση να μας ενημερώσει παραστατικότατα για τις πιο ακραίες σεξουαλικές διαστροφές και η καθημερινή πραγματικότητα μας κατεβάζει στα πιο σκοτεινά πηγάδια της ανθρώπινης απελπισίας γιατί να πάμε στο θέατρο να δούμε σκηνές ερτζάτς; Και γιατί κάποιοι καλοί ηθοποιοί κοπιάζουν να μεταμφιέζονται , χτυπιούνται κυριολεκτικά στους τοίχους, στις κολώνες και στα πατώματα για να δείξουν μια φρενίτιδα που δεν έχουν και σκηνοθέτες πασχίζουν μάταια να δώσουν κοφτερές αιχμές πραγματικότητας σε κάτι που κραυγάζει πως είναι φτιαχτό. Έχω την εντύπωση πως υπάρχει μια παρανόηση και μια παραπλάνηση κι έχουμε υποχρέωση να το πούμε. Ο χρόνος με κατέστησε δάσκαλο κι αυτό έχει ευθύνες και υποχρεώσεις που η φιλία και η αγάπη τις μεγαλώνει

Το βασικό λάθος , είπαμε είναι η επιλογή του έργου. Είναι έργο ξεπερασμένο, μπαγιάτικο. Δεν έχει ούτε κόκκο απ’ την δεινή εποχή μας. Δεν αποκαλύπτει τίποτα και δεν προτείνει τίποτα. Η σκηνοθεσία χειροτέρεψε τα πράγματα περιγράφοντας τα πρόσωπα και τα γεγονότα με απλοϊκή εξωτερικότητα. Μα καλά, τα άτομα αυτά, περνάνε από τόσα, έρπουν και συστρέφονται σαν γαιοσκώληκες, βυθίζονται στα ελώδη ερέβη και δεν αισθάνονται τίποτα; Δεν πάσχουν; Μια ανθρώπινη ύπαρξη έχει διαστάσεις, διέρχεται διακυμάνσεις πριν γίνει σύμπτωμα. Οι απροκάλυπτες σεξουαλικές συνευρέσεις, τα αναίτια ξεγυμνώματα, οι εμετοί και οι ποικίλοι παροξυσμοί στέρησαν την παράσταση από κάθε αλήθεια. Βλέπαμε μονοδιάστατες φιγούρες και όχι ανθρώπους. Ο θεατής έχει ανάγκη να πειστεί πως τα πρόσωπα του έργου είναι άνθρωποι , άνθρωποι απελπισμένοι, σε θανατερά αδιέξοδα, σε μια ακραία ράμπα πάνω απ’ το χάος και λυπάμαι που θα το πω, αυτά δεν επιτυγχάνονται με το γυμνό στήθος του κοριτσιού και με το τσιτσίδωμα του αγοριού.

Υπήρχε ωστόσο μια ευκαιρία που χάθηκε μέσα στη ζάλη της παρανόησης. Το έργο είναι ασήμαντο, δραματουργικά ανούσιο. Έχει όμως μια σκηνή που θα μπορούσε να είναι ένα αποκορύφωμα, μια καπιτάλε εκτίναξη που θα έριχνε λίγο απ’ το μαγικό φίλτρο που σταλάζει ο Ζενέ στα εφιαλτικά του τεχνήματα. Η σκηνή της θυσίας. Ο επιδιωκόμενος μαρτυρικός θάνατος για την προσέγγιση της υπέρτατης ηδονής. Μια θέωση . Κάτι απ’ την Αυτοκρατορία των αισθήσεων του Μισίμα. Ούτε το κείμενο υποστήριξε αυτήν την κατεύθυνση, ούτε η σκηνοθεσία, που με την εμμονή της να στήνει συνεχώς σκηνές σεξουαλικών πράξεων αποδυνάμωσε το μεγαλείο ενός τελετουργικού φινάλε. Συγχαρητήρια ωστόσο στα παιδιά Φάνη Κατέχο, Μαριλένα Ράδου, Παύλο Μελικίδη, Νεκτάριο Δημητρακόπουλο, Γιάννη Γιαννακόπουλο, που κουράστηκαν και προσπάθησαν για την παράσταση. Λυπάμαι που έχω αντιρρήσεις αλλά χαίρομαι που δεν τις πνίγω σε συμβατικές επιδαψιλεύσεις. Μόνο με την αλήθεια , μόνο μ’ αυτήν θεμελιώνεται ο γόνιμος διάλογος για την τέχνη κι έτσι πάει προχωρεί ο κόσμος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Ένα αγγελικό τέχνημα που σύζευξε τρεις κόσμους




«Λωξάντρα» από το ΚΘΒΕ

Αδικείται ο αθηναίος θεατής της «Λωξάντρας». Αδικείται και η παράσταση. Αδικούνται σκληρά και οι ηθοποιοί. Η «Λωξάντρα», που κατέβασε το Κρατικό Βορείου Ελλάδος στην Αθήνα, δεν ευτύχησε στον αχανή χώρο του Μείζονος Ελληνισμού. Κάθε σκηνή έδειχνε πως ήταν στημένη για χώρο μισού μεγέθους , για πιο σφιχτή πλέξη. Και η πλατεία κι αυτή γηπεδικών προδιαγραφών. Κερκίδες σταδίου, αποστάσεις ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, αρένα ιπποδρομίου. Αγναντεύει ο θεατής και αγνάντεμα στο Μυστήριο γίνεται; Το Μυστήριο απαιτεί συμμετοχή. Μέθεξη. Να γράψω και δυο λόγια στην ίδια ένσταση. Χαώδης και η κοσμοσυρροή. Δυο τεράστιοι χώροι, προαύλιο και φουαγιέ κατάμεστα, όχι από μύστες η προσκυνητές, αλλά από κοσμικούς και χαροκόπους, πλήθος ελαφρών διαθέσεων, με τις κάμερες να στριφογυρίζουν ολούθε σκοπεύοντας και κυνηγώντας τους κι άλλοι να ελίσσονται για ν’ αξιωθούν να βρεθούν στο στόχαστρό τους. Και γέλια και κακαρίσματα και βαβούρα και εναγκαλισμοί και φιλήματα. Άβατοι και απροσπέλαστοι ήταν κάποτε και ιεροί οι τόποι των Μυσταγωγιών κι όσοι προσέρχονταν είχαν εξαγνιστεί πρωτύτερα και είχαν νηστέψει κι είχαν σωπάσει κι είχαν μονωθεί για να αξιωθούν την συμμετοχή. Σημεία των καιρών.

Όχι, φίλε αναγνώστη, δεν τρελάθηκα, δεν έχω καταληφθεί από μισανθρωπία η αγοραφοβία, αντικοινωνικότητα η το σύνδρομο του μοναχισμού. Τα γράφω όλα αυτά γιατί ο Χατζάκης οργάνωσε ένα Μυστήριο, ένα αγγελικό τέχνημα τρισδιάστατο που σύζευξε τρεις κόσμους, τον κόσμο της ζωής, τον κόσμο τον μετά απ΄ αυτήν και τον τρίτο, της προέλευσης. Πήρε ένα ηθογραφικό μυθιστόρημα, γεμάτο από ζωϊκότητα, από μικρά και μεγάλα ανθρώπινα πάθη, αδυναμίες, ανάγκες και προσπάθειες, γεμάτο από μνήμες και ιστορία και παραδόσεις, μια τοιχογραφία ανθρώπινης περιπέτειας - και για μας τους ρωμιούς περιπέτειας συγκινητικής – και σαν να πρόσταξε, άνοιξαν οι κόσμοι οι άλλοι, ο κόσμος του μετά κι ο κόσμος του πριν, οι άγνωστοι, που σαγηνεύουν την μεταφυσική ιδιοσυγκρασία του Χατζάκη και που αυτός ξέρει , σαν άρχοντας μυστικών τελετουργιών , να τους φανερώνει. Έφερε στη σκηνή σκιές και ονειρικά εκτοπλάσματα, «…κι έκαμε θαύμα τ’ άδικο, δίκιο την αμαρτία, να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους…». Κι όχι μόνο να περπατούν, αλλά και να συνομιλούν, να ανταλλάσσουν, να παραπονούνται και να κακιώνουν μα και ν’ αγαπούν και να φιλιώνουν και να χορεύουν. Μεγαλειώδης η σκηνή του Δημητρού που με δυο κουβέντες, αποχαιρετάει τη γυναίκα του και χορεύοντας ανηφορίζει στην αποθέωση του...Αυτά βιώνονται απ' το κατώφλι μιας προσευχής κι όχι απ' την πλατφόρμα του λιμανιού που το καράβι πάει για τη Μύκονο.

Ήταν λοιπόν η παράσταση που είδα, έστω από μακριά (απ’ την 18η σειρά ), μια σπουδαία παράσταση, με την έννοια ένα σκηνικό δημιούργημα, άξιο σπουδής και μελέτης. Ένας σημειολόγος θα είχε πολλή δουλειά να κάνει. Η όψη ήταν ένα ρωμαίικο ραβαΐσι σ’ ένα αστικό κωνσταντινουπολίτικο πλαίσιο, με όλα τα ιθαγενή στοιχεία, προβεβλημένα, (κουζίνα, προφορά, εθιμοτυπία). Μπροστά απ’ την επιφάνεια , ορθωνόταν ευδιάκριτο το στοιχείο το κυρίαρχο της μητριαρχίας . Άξονας της οικογενειακής κοινωνίας η Μητέρα, μεγάλη ιέρεια . Και όπως στις προϊστορικές κοινωνίες του Αιγαίου και των παραλίων του, απ’ την Κρήτη μέχρι και στη χώρα των Αμαζόνων, έτσι κι εδώ η Πρώτη γυναίκα είναι που επικοινωνεί με τους νεκρούς και συνυπάρχει μαζί τους. Αυτή είναι που βλέπει τα μέλλοντα κι όσα είναι να ’ρθουν. Αυτή ερμηνεύει τους χρησμούς. (Θησαυρός στην καρβουναποθήκη). Αυτή είναι που κατέχει και τελεί μαγικές τελετουργίες. Η μαγειρική έχει την ίδια ρίζα και την ίδια προέλευση με τη μαγεία. Είναι λοιπόν η Λωξάντρα μια επιβίωση , ένα κατάλοιπο, μια μνήμη πανάρχαιας θηλυκής θρησκείας. Της Λευκής Θεάς.

Η φόρμα του λαϊκού θεάτρου είναι ένας σταθερός προσανατολισμός για τον Χατζάκη. Τα «διάβασε» η τα διαισθάνθηκε όλα αυτά τα επίπεδα. Τα μεταφυσικά τα διέγνωσε σίγουρα και τα αξιοποίησε αριστουργηματικά. Έλαβε λοιπόν ένα πλαίσιο από μια άλλη περιοχή του λαϊκής ψυχαγωγίας, το γλέντι, (οικείο στοιχείο σ’ αυτόν αφού στην Κρήτη, απ’ όπου κατάγεται, πρώτη αρετή του άντρα είναι να είναι «γλεντιστής»), και έντυσε μ’ ένα ντύμα πανηγυριώτικο την παράστασή του. Παραπομπή σε αρχετυπικά δρώμενα μπορεί να θεωρηθεί και το απόσπασμα απ’ τον «Λεπρέντη» του Χουρμούζη που «έχωσε» στη σύνθεσή του. Εύρημα αξίας αλλά θα μπορούσε να βάλει απόσπασμα από τον «Οψίπλουτο», που γράφτηκε στην Πόλη και υπάρχουν υπόνοιες πως παραστάθηκε τότε, ενώ για τον «Λεπρέντη» δεν υπάρχει καμιά τέτοια μαρτυρία. Κι εκτός αυτού ο «Οψίπλουτος» είναι σάτιρα του περίγυρου αλλά και με αντιστοιχίες σημερινές και όχι σκέτη κωμωδία. Κι ακόμα κάτι. Κακώς αναφέρεται ο Χουρμούζης ως Χουρμούζιος. Δεν δικαιολογείται τέτοιο λάθος αφού ο αγωνιστής συγγραφέας ήταν τότε ακόμα ζωντανός , ζούσε στην Πόλη και ήταν μια προσωπικότητα της κοινωνίας της.

Δεν νομίζω πως μπορώ να εξαντλήσω το θέμα μιλώντας για τη «Λωξάντρα» του Χατζάκη. Έχω πολλά να πω. Μετά από τη «Φόνισσα», τη «Νύχτα του τράγου» τον «Ιερό γάμο», τους δυο «Οιδίποδες» και του «Νεκρού αδελφού» έχω λάβει τους βασικούς κλειδάριθμους της εκστατικής του γραφής , τους κλειδάριθμους να βλέπω τις παραστάσεις του, έστω κι αν υποχρεούμαι να τις παρακολουθώ αγναντεύοντας τις εκ του μακρόθεν. Μπορεί να μην είμαι σε θέση να μιλήσω με λεπτομέρειες , λόγω μεγάλης απόστασης, για τις καλλιτεχνικές επιδόσεις καθενός απ’ τους ηθοποιούς, (παρά μόνο να πω πως όλοι ήταν η μου φάνηκαν εξαιρετικοί με κορυφαία την Φωτεινή Μπαξεβάνη) για το σύνολο όμως της θεατρικής αυτής δημιουργίας εκφράζω τον θαυμασμό μου και δηλώνω την βαθιά μου εκτίμηση σε όλους αλλά κυρίως στον μυσταγωγό σκηνοθέτη.
Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Εμπειρία στις εσχατιές της θεατρικής αναζήτησης




Δεν είναι τωρινή διαπίστωση πως η τέχνη γενικώς απομακρύνθηκε από τα κάδρα της. Είναι τώρα πολλά χρόνια που όλες οι μορφές τέχνης αναζητούν να εκφραστούν και να διαβαστούν με καινούργια αναγνωστική. Πρωταρχικά όμως τους καλλιτέχνες τους συνέχει η αγωνία να βρουν αλφάβητο να διατυπώσουν το μήνυμά τους . Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά και έχουν κοινολογηθεί κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους. Οι δημοσιογράφοι με εξομολογητικές συνεντεύξεις δημιουργών, το πλήθος των θεωρητικών με αναλύσεις, όλοι αυτοί έχουν καταγίνει να παρουσιάσουν το φαινόμενο, να το εντάξουν και να το πρακτικοποιήσουν. Μα η ανησυχία των νέων δεν τιθασεύεται. Σε κάθε καμπή και φάση προβάλλει και επιχειρεί να πει τα πράγματα μ’ έναν δικό της τρόπο, πιο απορριπτικό, πιο αφοριστικό και πιο επαναστατικό. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Στο θέατρο ειδικά αυτή η φυγή προς το αλλού, μετρώντας μόνο την μεταδικτατορική περίοδο, συμπληρώνει σαράντα χρόνια.


Στο μεταξύ οι αποδέκτες, αυτοί δηλαδή στους οποίους οι κραυγές και οι φόρμες της αμφισβήτησης των νέων απευθύνονται, αγωνίζονται κι αυτοί να επικοινωνήσουν και να σπάσουν τους κώδικες ώστε να λάβουν τα μηνύματα. Κι έτσι έχουμε ένα κυνηγητό σαράντα χρόνων όπου οι αμφισβητούντες τρέχουν προς νέες κατευθύνσεις και οι αποδέκτες τους ακολουθούν ασθμαίνοντας. Το αστείο μαζί και θλιβερό του φαινομένου είναι οι δυστυχείς θεωρητικοί που με τα επιστημονικά εργαλεία τους επιχειρούν σαστισμένοι να προλάβουν και να καταλάβουν, και προσπαθώντας να συλλάβουν το ασύλληπτο και να περικλείσουν σε νεολογικές ορολογίες με αποτέλεσμα να περιπλέκουν την ασυνεννοησία και να παραπλανούν εξαντλητικά τους αποδέκτες. Η κατάσταση παρουσιάζεται ως χαώδης, αγαπητέ μου απλέ θεατή, που θέλεις να επικοινωνήσεις με τις προκλήσεις των αυτών που δεν κάθονται σε μια θέση αλλά θέλουν να φύγουν μπροστά. Ο μόνος τρόπος είναι πρώτον να αγνοήσεις την δυσλεκτική θεωρητικολογία που σε περιπλέκει σ’ ένα γλωσσικό ιδίωμα, διάλεκτο της «φυλής» τους, που μόνο μεταξύ τους συνεννοούνται άνετα. Κι αφού απαλλαγείς απ’ αυτή τη βάσανο, να συγκεντρωθείς και να παρατηρήσεις προσεκτικά και με σεβασμό, το θέαμα που σου προτείνεται.


Παρακολούθησα προσεκτικά και με σεβασμό, χωρίς καμιά προκατάληψη θετική η αρνητική, το θέαμα που τιτλοφορείται «Repulsion_6» ( αφετηρία η «Αποστροφή» του Πολάνσκι, η γνωστή ελεγεία στον ερμητικό κόσμο της σχιζοφρένειας, με πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ) και που παρουσίασε η Ομάδα Erasers σ’ ένα παλιό αρχοντικό οίκημα στην οδό Μιλτιάδου, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Μια άνετη μαρμάρινη σκάλα οδηγεί σ’ ένα πολύ ευρύχωρο δωμάτιο που συνδέεται στα δεξιά μ’ έναν μακρύ διάδρομο. Αραδιασμένα κατά μήκος του διαδρόμου πέντε δωμάτια μ’ ένα μπάνιο στο απέναντι άκρο. Οι πόρτες των δωματίων είναι άλλοτε ορθάνοιχτες, άλλοτε κλειστές κι άλλοτε μισόκλειστες ασφαλισμένες με αλυσιδάκι. Σε κάθε δωμάτιο , που φωτίζεται διαφορετικά κατά διαστήματα, βρίσκεται κι από ένα κορίτσι και μαζί της ένας νέος με μια κάμερα που παρακολουθεί κάθε κίνηση, από κοντά, από πολύ κοντά η απ’ όσο γίνεται μακρύτερα. Οι κάμερες δίνουν εικόνα σε ένα σύνολο από έξη δέκτες που βρίσκονται στο αρχικό κεντρικό δωμάτιο, στη δεξιά πλευρά του οποίου υπάρχει το έκτο δωμάτιο με ένα ακόμα κορίτσι. Οι θεατές περιδιαβαίνουν στο μεγάλο διάδρομο και παρακολουθούν απ’ τις πόρτες τα διαλαμβανόμενα ή στέκουν στον κεντρικό χώρος βλέποντας τις εικόνες στους δέκτες.

Η επεξηγηματική φράση στο πρόγραμμα που πληροφορεί τον θεατή πως «Η δομή του repulsion_6 βασίζεται πάνω στη διάσπαση της αφήγησης και στις πολλαπλές οπτικές γωνίες, οι οποίες προκύπτουν από τα διαφορετικά σημεία όπου λαμβάνει χώρα η δράση: 6 διαφορετικές μορφές του Repulsion, με 6 οπερατέρ που βιντεοσκοπούν 6 performers σε 6 δωμάτια» επεξήγηση καθοδηγητική που είναι απαραίτητη για τον θεατή, ειδ’ άλλως το κατακερματισμένο θέαμα και η αποσπασματική του παρακολούθηση δεν θα του επέτρεπαν να καταλάβει περί τινος πρόκειται. Αν ο θεατής βλέποντας το ένα κορίτσι να συναρμολογεί σαν παζλ διάφορες φωτογραφίες, ένα άλλο να συστρέφεται σ’ ένα κρεβάτι, ένα τρίτον να αναδύεται και να κρύβεται πίσω από χαρτόκουτα κι ένα τέταρτο να διασχίζει ψαχουλευτά τον διάδρομο με τα μάτια δεμένα δεν διανοείται πως αυτά όλα αποτελούν κλάσματα μιας ενότητας , μιας ενιαίας προβληματικής, ενός συγκεκριμένου θέματος.


Πρέπει να συμπληρωθεί εδώ πως περιερχόμενος ο θεατής συλλέγει διάφορες και διαφορετικές εντυπώσεις από τον άλλο θεατή που θα ακολουθήσει μια διαφορετική διαδρομή στην πορεία του και σε διαφορετικές φάσεις του θεάματος. Αυτό είναι ένα στοιχείο της διαδραστικότητας αλλά δεν συντελεί καθόλου στη συγκρότηση μια ενιαίας εντύπωσης. Ο κριτικός σημειώνει την εξαιρετική και προωθημένη ερευνητική φορά της ομάδας, επαινεί αλλα διαφωνεί στην αποτελεσματικότητα της δήλωσης τους πως τους ενδιαφέρει η αποδόμηση και περιορίζεται να έχει αποκομίσει μια ποικιλία οπτικών εντυπώσεων. Που δεν είναι καθόλου λίγο. Ποια ήταν τα παιδιά της ομάδας δεν θέλουν να γραφτεί, εγώ όμως ξέρω και μαρτυράω πως οργανωτικός μοχλός ήταν η Σεραφίνα Σιδέρη κι απ’ τά άλλα κορίτσια γνώριζα την Νατάσα Ζάγκα. Το πρόγραμμα αναφέρει πως οι erasers είναι οι Γιώργος Κακανάκης, Γιώργος Κωνσταντινίδης, Θάνος Ευγενίου και Σωτήρης Μήτσιος.

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Βουβή τελετουργία της απελπισίας



«Τα αγαπημένα σας τραγούδια» του Κρετζ στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα»

Μπορούμε να το δούμε σαν μια βουβή τελετουργία της απόγνωσης. Μια διεξαγωγή ενός τυπικού όπου η ιέρεια- θύμα, υπνωτισμένη από ιερές αναθυμιάσεις, προχωρεί αμίλητη στη κορύφωση της απελπισίας. Μπορούμε να το δούμε και σαν μια ρεαλιστική καταγραφή όπου μια μοναχική γυναίκα εκτελεί άβουλα τις προκαθορισμένες κινήσεις μιας αφυδατωμένης από κάθε αίσθημα ζωής, που επιζεί με υποκατάστατα μέσα σε παρηγορητικές συνθήκες. Η σύλληψη του συγγραφέα επιτρέπει στον θεατή να αντιληφθεί το έργο απ’ την αρχετυπική διάσταση ως την καταγγελία της εξέλιξης ενός απάνθρωπου συστήματος.
Ας προτιμήσουμε τα γυαλιά της πολιτικής ανάγνωσης.

Κατασκευάσαμε έναν πολιτισμό όπου όλα δεν είναι αλλά φαίνονται σαν να είναι. Η συμμετοχή του ανθρώπου μ ο ι ά ζ ε ι με συμμετοχή, η ζωή μ ο ι ά ζ ε ι με ζωή, η απόλαυση δεν είναι αληθινή και των πάντων η αίσθηση είναι αποστειρωμένη και προκατασκευασμένη. Η καταγγελία του Kroetz είναι σκληρή και πλατιά. Ξεκινάει απ’ την αναπαράσταση της ιεροπραξίας του θανάτου και φθάνει στον προγραμματισμένο, κομπιουτεροποιημένο κόσμο, την ρομποτική ακολουθία των κανόνων, την τεκτονική κατανομή του χρόνου σε όλες τις επιβεβλημένες απαιτήσεις της συνταγής, μιας συνταγογράφισης που περικλείνει τις φυσικές λειτουργίες, την ακριβή συμμόρφωση με όλες τις επιταγές, την ακολουθούμενη μεταμφιεστική αντιστοιχία σε κάθε φάση του προγράμματος , μια εις μικρόν αναλογία μιας μεταμφιεσμένης ζωής. Η τροφή τυποποιημένη, για την ψυχαγωγική απαίτηση η τηλεόραση και η τυποποιημένη μουσική απ’ το ραδιόφωνο, για την πνευματική ανησυχία λίγο διάβασμα πριν τον ύπνο, για την ανάγκη δημιουργίας ένα εργόχειρο με καθοδηγητικό πρότυπο. Όλη η ζωή δεδομένη με πρόβλεψη ακόμα και για το χάπι της αϋπνίας. Ένα χάπι; Η μήπως δύο; Η μήπως καλύτερα τρία; Η μήπως όλα; Κι αφού η αυστηρή τήρηση της δοσολογίας μας στέρησε κάθε αλήθεια απ’ τη ζωή αποτρέποντας μας από κάθε ενστικτώδη παρόρμηση , μήπως παραβιάζοντας την επιζητήσουμε την αλήθεια στο θάνατο; Μια έκβαση απελπιστική που προχωρεί πιο πέρα απ’ τον «Θαυμαστό καινούργιο κόσμο» του Χάξλεϋ.

Για την παράσταση του έργου «Τα αγαπημένα σας τραγούδια» που παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» μας ανακοινώθηκε απ’ τη Χαρά Μπακονικόλα που το σκηνοθέτησε πως ήταν αποτέλεσμα ενός μικρού αριθμού προβών. Τα ίδια αναφέρονται και στο πρόγραμμα. Μ’ αυτές τις επεξηγήσεις ζητιέται προφανώς η κατανόησή των θεατών σε σκηνοθετικές, υποκριτικές οι άλλες αδυναμίες, ανεπάρκειες η πλημμελή ετοιμασία. Πρέπει να ομολογήσω απ’ αρχής πως όσο σχολαστικά και ευσυνείδητα κι αν είχα προετοιμαστεί για να συγχωρήσω ελλείψεις, ανεπάρκειες και άλλα ατοπήματα δεν μπόρεσα να εντοπίσω κανένα . Ίσως να έχει αμβλυνθεί η παρατηρητικότητα μου. Ίσως να με συνεπήρε το έργο, το στήσιμο της παράστασης, η ακριβής και γεμάτη ερμηνεία της ηθοποιού.
Μπορεί να επηρεάστηκα – άνθρωπος είμαι - και απ’ τον συναισθηματικό παράγοντα. Ίσως δεν μπορούσα να αγνοήσω πως παρακολουθούσα την σκηνοθεσία της κορυφαίας καθηγήτριας της θεατρικής θεωρητικής επιστήμης , της Χαράς Μπακονικόλα, και γινόμουν μάρτυρας να καταπιάνεται με την πρακτική του αντικειμένου της. Ίσως πάλι η συμπάθεια, η αγάπη και η εκτίμηση στο πρόσωπό της και η συναίσθηση πως μέσω της παράστασης και των προβληματισμών που εξέθετε επικοινωνούσα με τη σκέψη της. Μπορεί όλοι αυτοί οι παράγοντες να με επηρέασαν και να μην πρόσεξα τα σφάλματα και τις ανεπάρκειες, δηλώνω όμως πως βρήκα την παράσταση άριστα δομημένη, εξαιρετικά παιγμένη, με συνεχή συμμετοχή της γυναίκας που ξετύλιγε λίγο λίγο το έπος της υπαρξιακής της απελπισίας. Είχα ξεχάσει πως αυτή η ηθοποιός ήταν η φίλη μου Κέλλυ Σταμουλάκη, που εκεί μπροστά μου πετύχαινε έναν υποκριτικό άθλο ασυνήθιστης πληρότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Μια επιλογή που δεν αποκάλυψε τις προθέσεις της



«Σύλβια» από την εταιρεία «Όψεις» στο θέατρο «Όλβιο»

Με πολλές και σημαντικές παραστάσεις έχει κοσμήσει τον θεατρικό μας ορίζοντα την τελευταία εικοσιπενταετία η σκηνοθέτης Άσπα Τομπούλη. Υπήρξα μάρτυρας όλης σχεδόν της αξιοσημείωτης πορείας της, μιας πορείας που δοκίμασε με τρόπο περιστροφικό πολλά θεατρικά είδη, διάφορες εποχές και ποικίλες δραματουργικές φόρμες και προβληματισμούς. Επιλογές εύστοχες, συγκερασμένες με την τρέχουσα πραγματικότητα κι άλλοτε υποκειμενικές με το δικαίωμα που έχει ο δημιουργός να μην αφουγκράζεται παρά μόνο τις δικές του προκλήσεις. Σαν σταθερός παρακολουθητής των ανησυχιών της είχα την ευκαιρία να συμφωνήσω επικροτώντας αλλά και να διαφωνήσω επικρίνοντας άλλοτε τις επιλογές της κι άλλοτε τα επιμέρους των σκηνικών της εγχειρημάτων. Δεν ξέρω πόσο ευτυχές για ένα δημιουργό του θεάτρου μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός σταθερού αυτόπτη της διαδρομής του αλλά για έναν κριτικό είναι σίγουρα καλή τύχη να είναι μάρτυρας μιας πλούσιας πορείας καταγράφοντας όλη την τροχιά βήμα βήμα και παράσταση παράσταση. Κρατώ αυτή την ακριβή διαδικασία στην περιουσία των εμπειριών μου.

Και με όλα αυτά στον πρόλογο φτάνουμε στην πρόσφατη δουλειά της σκηνοθέτιδας που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω. Μια παράσταση με τη σχέση της Σύλβια Πλαθ και του Τεντ Χιούζ, που είχε την γνωστή τραγική κατάληξη, την αυτοκτονία της αμερικανίδας ποιήτριας. Ο περιπετειώδης αυτός έρωτας είναι γνωστός στο ελληνικό κοινό και από την πολυσυζητημένη ταινία της Κριστίν Τζεφς, με την Γκουίνεθ Πάλτροου και τον Ντάνιελ Κρεγκ στους κύριους ρόλους. Είδαμε τότε ένα αριστοτεχνικά δομημένο σενάριο, σε μια άρτια σκηνοθετημένη ταινία με ιδανική διανομή και εξαιρετικές ερμηνείες και ο κινηματογράφος ήρθε και κάλυψε επαρκέστατα το δράμα, την ψυχολογική διαδρομή της ηρωίδας, τα σκαμπανεβάσματα της θυελλώδους ερωτικής σχέσης της. Δεν έμεινε συνεπώς κανένα κενό στην ενημέρωση του Έλληνα θεατή.
Εύλογη λοιπόν η απορία τι φιλοδόξησε να κομίσει η τελευταία επιλογή της Τομπούλη. Είναι όμως στις υποχρεώσεις του καλλιτέχνη να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του περίγυρου; Δεν έχουν προτεραιότητα οι υποκειμενικές επιλογές, η εξωτερίκευση των δικών του εκφραστικών αναγκών, η προσωπική του κατάθεση; Κι αν η εποχή κριθεί απ’ τις επιλογές του καθενός, το συγκεκριμένο θέμα δεν αποτελεί κι αυτό μια μαρτυρία; Εκτός αυτών των σκέψεων και αμέτρητων άλλων που μπορούμε να αραδιάσουμε, η σύνοψη του πολυσέλιδου και πολυσήμαντου σκηνοθετικού έργου της Τομπούλη συμπληρώνεται με την τωρινή παράσταση και μπορεί να κριθεί αθροιστικά.

Ευνόητο είναι πως κριτήριο αποτελεί όχι μόνο το θέμα μα και η διαπραγμάτευση. Η δραματουργία, ίδιον πόνημα και εκτός αυτής και η σκηνοθεσία. Δραματουργικά λοιπόν κινήθηκε στον τύπο του σκηνικού ντοκιμαντέρ με απόπειρες ελλειπτικότητας και σκηνοθετικά επιχειρήθηκε να καταδειχθεί η ιδιαιτερότητα της ψυχολογίας της ηρωίδας, η συναισθηματική της αστάθεια και η εξάρτηση της απ’ τον δεσμό της. Με την βοήθεια δυο ικανών ηθοποιών, της Μαρίας Ζορμπά και του πολλά υποσχόμενου Νέστορα Κοψιδά, που ανέλαβαν να υποδυθούν τα πρόσωπα των δυο εραστών, η πρόθεση επιτεύχθηκε. Αμήχανος ωστόσο παραμένει ο θεατής με την παράθεση κι άλλων ειδώλων που προσιδίαζαν στα πρότυπα,( όπως σκηνές με την Ίγκριντ Μπέργκμαν και τον Κάρυ Γκραντ, απ’ το κινηματογραφικό του Χίτσκοκ Notorious) παράλληλα με τους ηθοποιούς της διανομής σε βιντεοσκοπημένη εκδοχή κι ακόμα με το στιγμιαίο πέρασμα των αυθεντικών φυσιογνωμιών των ίδιων, των πραγματικών προσώπων στα τζάμια ενός τρένου που φεύγει, η σκηνοθεσία επιδίωξε προφανώς να παίξει με τον θεατή καλώντας τον να ανακαλύψει τον συμβολισμό. Αυτές οι σημειωτικές καταφυγές δεν είναι συνηθισμένες στην πρακτική της σκηνοθέτιδας και ίσως να πέφτει έξω η προσέγγιση μας οπωσδήποτε όμως η τετραπλότητα των απεικονίσεων δεν είναι αθέλητη. Επαρκέστατα διεκπεραιωτική η ερμηνεία των ηθοποιών που δεν υστέρησαν χωρίς όμως και να υποστηρίξουν την ποιητικότητα που υποθέτουμε πως επιδίωξε η σκηνοθεσία. Δεν θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ στην σκηνογραφία με κάποια ιδιαίτερη αναφορά. Το αυτό ισχύει και για την μουσική, ενώ το βίντεο που προβαλλόταν σε παράλληλη ροή δεν επιτρέπει από τεχνικής πλευράς κανένα ψόγο.

Γιώργος Χατζηδάκης

Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Για ποιόν γράφεται μια θεατρική κριτική;



ΤΣΕΧΩΦ - ΚΝΙΠΕΡ, Η αλληλογραφία

Σε ποιόν απευθύνεται; Αν αποδέκτης είναι το κοινό και ο κριτικός έχει τον ρόλο να το πληροφορήσει για την αξία μιας παράστασης και να το προετοιμάσει με κάποιες χρήσιμες πληροφορίες είμαι έτοιμος και ενθουσιώδης να εκφράσω τη γνώμη μου για το έργο που παίζεται στο θέατρο «104», στα ορεινά της Θεμιστοκλέους. Ναι! Ανεπιφύλακτα και με ενθουσιασμό, σου συστήνω αγαπητό κοινό να σπεύσεις να δεις την παράσταση «Τσέχωφ-Κνίπερ: Η αλληλογραφία».

Μέσα στον κυκεώνα των προτάσεων που έχουν πλημμυρίσει την θεατρική πιάτσα και ξεχύνονται απ’ έξω, στην οχλοβοή της θεατρικής πανηγύρεως, όπου λέγονται, γράφονται και παίζονται τα μύρια όσα, άρηττα αθέμιτα , φαινόμενο μιας πολτώδους παραγωγής πρωτοφανούς πανσπερμίας ο ευεργετικός οδοδείκτης σε καθοδηγεί σε χώρο που το θέατρο λειτουργείται ευλαβικά, με αίσθηση, σοβαρότητα και γνώση. Περιπλανημένος και συχνότατα παραπλανημένος θεατής βρίσκει χώρο παρηγορητικό τέχνης, ποίησης και αισθητικής χαράς στο ισόγειο του Καστανιώτη όπου ο Τσέχωφ και η Όλγα Κνίπερ ανταλλάσουν επιστολές και φυλλομετρούν τη σχέση τους. Ένα περιβάλλον ονείρου, σαν μια νύξη υπερβατικού χώρου, σαν με το τράβηγμα των ημιδιάφανων κουρτινών να ανοίγει ένα κουτί στο χρόνο, με τα νωπά και τα ξερά πλατανόφυλλα να είναι στρωμένα και άλλα να αιωρούνται, ενώ τα δυο πρόσωπα μετακινούνται προσερχόμενα, διασταυρούμενα και αφιστάμενα, ελκόμενα και απωθούμενα, σε ένα υποθετικό διάγραμμα όπως είναι οι ζωές των ανθρώπων. Να μιλούν με τα λόγια των σελίδων, να ψιθυρίζουν η να φωνάζουν, να σταματούν και να επαναλαμβάνουν, να ψιθυρίζουν, να τείνουν ο ένας προς τον άλλο, να απευθύνονται , να μεταστρέφονται και πάλι να σταματούν και να σωπαίνουν. Το όνειρο έχει και σκεύη. Κουτιά. Καπελιέρες, ταξιδιωτικά βαλιτσάκια, αποσκευές ομοιόσχημες που μεταφέρονται, μετασχηματίζονται σε σύνολα, πυργώνονται, διαμοιράζονται και ανοίγουν. Ανοίγουν αποκαλύπτοντας μπουκέτα από χρυσάνθεμα, κι άλλοτε γίνονται η τουαλέτα του καμαρινιού της Κνίπερ. Με όση ευσυνειδησία, σχολαστικότητα η περιγραφική δεινότητα κι αν καταγίνει ο κριτικός αυτοί οι ευφάνταστοι συνδυασμοί, οι συνευρέσεις της σκηνοθεσίας με τη σκηνογραφία , δεν είναι εύκολο να περιγραφούν παρά με την διατύπωση πως αλληλοσυμπληρώθηκαν σε μια κατάσταση ονείρου.

Μιλώντας για τους δυο ηθοποιούς είναι απαραίτητο να διευρύνω τον ορίζοντα των αποδεκτών της κριτικής μου. Εδώ τώρα προσθέτω τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους θεατρολογούντες κι αυτούς προτρέπω να ιδούν, να κοινωνήσουν των θεατρικών μυστηρίων, να πληρο-φορηθούν. Διδάχθηκε και εφαρμόσθηκε μια υποκριτική πλούσια σε ημιτόνια, σε παύσεις αλλά και σιωπές, σε εναλλαγές , όπου το σώμα συμμετείχε, συμπλήρωνε και επικύρωνε στίξεις και τόνους. Όλα όσα έπρεπε για να υφανθεί η κοινωνία της μετάδοσης και της μεταλαβής. Μια υποκριτική πέρα, πολύ μακριά απ’ την πεπατημένη της τρέχουσας πρακτικής. Οι δυο ηθοποιοί, ο Κωνσταντής Μιζάρας και η Αιμιλία Βάλβη, ο Τσέχωφ και η Κνίπερ, εκτελεστές μιας εμπνευσμένης σκηνοθετικής παρτιτούρας, βασισμένης στα γράμματα που αντάλλαξαν ο συγγραφέας και η πρωταγωνίστρια, μεταφρασμένα εξαιρετικά από την Χριστίνα Μπάμπου- Παγκουρέλη, μας τύλιξαν απαλά στα επεισόδια μιας θεατρικά γοητευτικής εποχής και ενός δυνατού έρωτα επιτρέποντας μας να υποθέτουμε τα οδυνηρά του σημεία.

Ναι, η Ελένη Γεωργοπούλου, σκηνοθέτης με αίσθημα, οξυδέρκεια, αντίληψη και με το ένστικτο της συμμετοχής προικοδοτημένη, έστησε, δημιούργησε, είναι πιο σωστό να πούμε, αυτήν την εξαίσια ψευδαίσθηση , καθοδηγώντας και αφομοιώνοντας την κίνηση της Νικολέττας Ξεναρίου, τη μουσική του Απόστολου Λεβεντόπουλου, τους ιδιαίτερους φωτισμούς του Βασίλη Κλωτσοτήρα, κυρίως όμως τις σκηνογραφικές πρωτοβουλίες της Κλαιρ Μπρέισγουελ. Αν χωράει στην ενθουσιώδη εντύπωση που με διακατέχει και ειλικρινά επιχειρώ να σας μεταδώσω, σημειώστε παρακαλώ μια διστακτική παρατήρηση. Μήπως η μανιέρα της ονειρικής ενατένισης θα ‘πρεπε σε κάποια σημεία να επιτρέπει στους ήρωες να φαίνονται περισσότερο πάσχοντες και πιο ανθρώπινοι;

Γιώργος Χατζηδάκης

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μαρία



Η Κάρμεν του Λιβαθινού

Δεν ξέρω ποια είναι η εντύπωση των θεατών της τωρινής παράστασης της «Κάρμεν» του Λιβαθινού στο θέατρο «Κάππα», όσων δεν είχαν δει το καλοκαιρινό της πρωτότυπο. Για τον υπογραφόμενο όμως, η εντύπωση της καλοκαιρινής εκείνης εσπέρας, στην απροσδόκητα θεατροποιημένη αυλή του Μεταξουργείου, πρέπει να ομολογήσω πως δέκα μήνες τώρα δεν με έχει εγκαταλείψει ούτε στιγμή. Κι όμως δεν μπορώ να πω πολλά για το σύνολο της παράστασης. Λίγα σημεία της είμαι σε θέση να θυμηθώ και για ελάχιστα επί μέρους μπορώ να μιλήσω και δεν είναι καθόλου υπεύθυνη η μνήμη μου γι αυτό. Φταίει που μου απορρόφησε κάθε ικμάδα ενδιαφέροντος η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Παλαίμαχος εγώ της θεατρικής κριτικής και ασκημένος στη διαδικασία παρακολούθησης μιας παράστασης κι όμως μου συνέβη αυτό που δύσκολα μπορώ να το χαρακτηρίσω σαν επαγγελματικό περιστατικό.
Με συνεπήρε, τι λέω με καθήλωσε η Μαρία Ναυπλιώτου. Δεν ήμουν σε θέση να παρατηρήσω τίποτα άλλο παρά αυτό το φυσικό φαινόμενο που συνέβαινε εκεί μπροστά στα μάτια μου. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν αναγάγει μια ηθοποιό η μια τραγουδίστρια ίνδαλμα και λατρεία τους. Δεν είμαι ένας απ’ αυτούς. Τη συγκεκριμένη ηθοποιό μετά βίας την αποδεχόμουν σε κάποιους ρόλους της και σε κάποιους άλλους την έβρισκα απαράδεκτη. Στο ρόλο της στο τηλεοπτικό «10» άλλαζα κανάλι όταν εμφανιζόταν. Και στο χώρο του Μεταξουργείου που πήγα να δω την Κάρμεν , από ενδιαφέρον για τη δουλειά του σκηνοθέτη οδηγήθηκα και μάλλον συρόμενος.
Εκεί όμως βρέθηκα μπροστά σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία (τι τετριμμένη λέξη!) που ήταν ένας ερωτικός εναγκαλισμός ζωικότητας και ποίησης. Σ’ όλο το διάστημα που βρισκόταν στο χώρο της σκηνής διαχεόταν μια εκσταση και μια σαγήνη. Προσφερόταν η ηθοποιός μ ‘έναν τρόπο ανεπιφύλακτο όχι στο ρόλο αλλά απευθείας στο θεατή. Δεν απασχολούσε κανέναν νομίζω η ηρωίδα του Μεριμέ αλλά αυτό το θηλυκό στοιχειό, που εκεί στις πλάκες της αυλής, πότε σερνόταν, συστρεφόταν, ορθωνόταν, κρυβόταν και φανερωνόταν, με σχήματα εναλλασσόμενα και μορφές, θαρρείς καμωμένο με μαγεία ηλεκτρονική, και πότε κυμαινόταν απ’ την αίσθηση του βαθιού ενστίκτου ως μια ιστορημένη γυναικεία φιγούρα. Μια φιγούρα συναρπαστική που ανέδιδε μια αίσθηση τραγικού και μοιραίου. Σαν κάποια απ’ τις Σειρήνες του Οδυσσέα… Αν κάτι τέτοιο είχε στο μυαλό του ο Μεριμέ, η ο Λιβαθινός, εμείς το βιώσαμε στην πλήρη ενσάρκωσή του.
Δεν θέλω να συμπληρώσω τίποτ’ άλλο. Ούτε για την ομορφιά της να σημειώσω τίποτα το υμνητικό, την ομορφιά της που εκείνο το βράδυ μου αποκαλύφθηκε (Ούτε και στην Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν την είχα διακρίνει), ούτε για τις τεχνικές ικανότητες κινήσεων, πλαστικότητας και χάρης χορευτικής. Αυτό που συγκρατώ απ’ το βράδυ εκείνο και που προσπάθησα με τη φτώχια των λέξεων και των λεκτικών εκφράσεων να μεταδώσω , ήταν η αίσθηση μιας βαθιάς, βαθύτατης συγκίνησης. Σας εύχομαι κάποτε να σας συμβεί κάτι παρόμοιο.

Γιώργος Χατζηδάκης