Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Ρ ό σ μ ε ρ σ χ ο λ μ στο ΑΛΕΚΤΟΝ


Με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες

Ερρίκος Ίψεν, ο μοιραίος άνθρωπος του σύγχρονου θεάτρου. Αυτός που μπόλιασε τη θεατρική πράξη με κοινωνική συνειδητοποίηση, που διοχέτευσε την παρατήρηση των ψυχολογικών διεργασιών - που αποτέλεσε μεγάλο ρεύμα στην εποχή του - στους θεατρικούς ήρωες, αυτός που έστησε στη σκηνή ανθρώπους αληθινούς, τρισδιάστατους, πάσχοντες, έρμαια των τραυμάτων και των επιλογών τους, ο αρχιτέκτονας του πολιτικού προβληματισμού, της μεταφυσικής υπόνοιας στο φαινόμενο, της ευθύνης του αυτεξούσιου, αυτός ο μέγας Νορβηγός που με χίλιους τρόπους επηρέασε βαθειά όλο το θέατρο του δυτικού κόσμου από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα μέχρι το τέλος του 20ου. Με κλώνους άμεσης και αναμφισβήτητης επιρροής αρχίζοντας απ’ την Αγγλία με τον Μπέρναρ Σο και τον Τζον Γκαλσγουόρθυ και περνώντας στην αμερικανική ήπειρο με την αγία τριάδα του αμερικάνικου θεάτρου, Ο’Νηλ, Μίλλερ, Τέννεση Γουίλιαμς, και με το κλείσιμο του σύντομου γύρου στη δική μας περίπτωση με αυθεντικότερες επιδράσεις στον Ξενόπουλο, στον Μελά και κυρίως στον Καμπανέλλη.

Ρόσμερσχολμ : έργο ιδεολογικών και ψυχολογικών συγκρούσεων με προτάσεις πολλαπλών επισημάνσεων και με ενδιαφέρουσες αναγωγές και αναλογίες. Το Σύστημα, η προκατάληψη, οι νεωτεριστικές τάσεις, οι ανατροπές, οι άνθρωποι, οι αξίες, τα αισθήματα, τα πάθη, οι συντριβές. Ηθικές δοκιμασίες που αναπτύσσονται μάλλον αδιάφορα στο πεδίο προσληπτικότητας του σημερινού θεατή και που ο σχολαστικός αναλυτής θα ανακαλύψει πολλά ηχηρά και θα επινοήσει περισσότερα. Ωστόσο, ότι και να γνωματεύσει ο θεωρητικός δεν θα κάνει τίποτα άλλο από το να επιβεβαιώσει πως ο κόσμος άλλαξε σε βαθμούς οξύτητας και σε ρυθμούς, άλλαξε σε πολυπλοκότητα και σε μεταλλάξεις, τόσο που με δυσκολία αναγνωρίζονται πλέον οι αντιστοιχίες. Ακριβώς εκεί, στην επικέντρωση του παρωχημένου των ιδεών εμφανίζεται και η ετέρα αδυναμία του έργου, ο πλεονασμός του λόγου, το μάκρος των σκηνικών καταστάσεων, η αντίθεση με την σημερινή πυκνότητα. Από τον Ίψεν μάθαμε την συμπύκνωση και την περιεκτικότητα. Εξορίζοντας αυτός τα φληναφήματα του ρομαντισμού που κυριαρχούσαν στις σκηνές του 18ου και του 19ου αιώνων, τις κενές ωραιολογίες, μας δίδαξε την περικοπή του περιττού κι εμείς προσαρμόζοντας τις μορφές των σύγχρονων δραμάτων στις νεώτερες αναγκαιότητες «σφίξαμε» τις διεξαγωγές τους και συνοψίσαμε τις έννοιες, στα χρονικά περιθώρια και στους ρυθμούς ζωής του σημερινού ανθρώπου. Μ’ αυτή την αντίληψη λοιπόν το «Ροσμερσχόλμ» που παρακολουθήσαμε στο «Άλεκτον» από τον εταιρικό θίασο του ΣΕΗ «Συνθήκη», το βρήκαμε να εκτείνεται και να αναλώνεται πέραν της ουσίας. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως έτσι αλλά τελείως διαφορετικά αφού οι κοινωνίες, οι εξουσίες, οι ιδεολογικοί συσχετισμοί, οι άνθρωποι που λειτουργούν με πολύ μεγαλύτερη σύμπλεξη απ’ ότι στο Ρόσμεσχολμ και τα δεινά που επικρέμονται είναι ορατά, δεν προαναγγέλλονται με τα ποιητικά άσπρα του άλογα (κάτι σαν τους Δροσουλίτες , τον θρύλο του Φραγκοκάστελου στην Κρήτη ) αλλά επέρχονται αλλεπάλληλα με τρόπους πολύ πιο άμεσους, βίαιους και αιματηρούς. Ο σκηνοθέτης ευσυνείδητα μας υπογραμμίζει την μουσειακότητα του έργου με την ανάρτηση των προσώπων στην πινακοθήκη του πύργου. Ευφυές. Η αρχιτεκτονική κάτοψη της σκηνοθεσίας του Κωστή Καπελώνη είναι ευδιάκριτη όπως και το σχεδίασμα των ρόλων. Ο θίασος των καλών και έμπειρων ηθοποιών ωστόσο δεν ανταποκρίθηκε ούτε στο ένα ούτε στα άλλα. Κάτι στους ρυθμούς της, κάτι στις εντάσεις, κάτι στις «κλειδώσεις» και η παράσταση δεν είχε ούτε ιψενικό, ούτε οιοδήποτε άλλο ήθος. Έφταιγαν σίγουρα και οι ερμηνείες. Αν εξαιρέσεις τον Βασίλη Βλάχο, με το γερό ταλέντο, την σοφή γνώση της εκφοράς, που πλησίασε σε μικρή απόσταση τον Κρολ και σε κάποιες περιπτώσεις την Δέσποινα Πόγκα που ιχνογράφησε ευκρινώς τη Ρεβέκκα και τους κάπως αδιευκρίνιστους δαίδαλους που παραπαίει η ηρωίδα, τα άλλα πρόσωπα του δράματος παρέμειναν σκιώδη. Ειδικά ο Σπύρος Μπιμπίλας ευφυώς τοποθετήθηκε από τον σκηνοθέτη πάνω σ’ ένα πατρόν ενός εκδηλωτικού και εξωστρεφούς χαρακτήρα για να αντιδιαστείλει το συγκρατημένο των υπόλοιπων, υπερεκχείλισε όμως ο ηθοποιός, ξεχύθηκε έξω απ’ τα περιθώρια κι έφτιαξε τον πυρετώδη Μπρέντελ με υπερβολές πληθωρικές, έναν ασύμμετρο καρατερίστα που μοιάζει να δραπέτευσε από κωμική ηθογραφία. Να σημειώσω για την Μαρία Μακρή πως αδικήθηκε απ’ τη διανομή και τι κάνει μ’ έναν ρόλο διεκπεραιωτικό; Μήπως είναι υπερβολή να καταστήσω τα αντιθεατρικά κοστούμια του Σαραντόπουλου συνυπεύθυνα εν μέρει για την μάλλον αρνητική εντύπωση που αφήνει στον θεατή η παράσταση;

Γιώργος Χατζηδάκης

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Κρίσεις και αποφθέγματα Βρετανού κριτικού




Θετικές, θετικότατες ήταν οι κρίσεις του Άγγλου θεατρικού κριτικού Μάικλ Μπίλιγκτον που επισκέφτηκε την πρωτεύουσα μας με πρωτοβουλία της «Καθημερινής» και παρακολούθησε τέσσερις παραστάσεις αθηναϊκών θιάσων με σκηνοθέτες απ’ τους επιφανέστερους της σύγχρονης περιόδου. Επαίνεσε θερμά και με συνεχή θαυμασμό τον Θόδωρο Τερζόπουλο («Άτις») και την παράσταση του «Alarm», ανάλογα και τον Γιάννη Χουβαρδά (Εθνικό Θέατρο) για την «Αιμιλία Γκαλότι», τον Στάθη Λιβαθηνό («Θέατρο οδού Κεφαλληνίας») για «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» και τον Διαγόρα Χρονόπουλο («Θέατρο Τέχνης») για το «Δείπνο». Να αναφέρω πως ξεχώρισε απ’ τη δουλειά του Τερζόπουλου την Σοφία Χιλλ στο ρόλο της Ελισάβετ, απ’ το Εθνικό την Στεφανία Γουλιώτη, τον Μηνά Χατζησάββα και τον Ακύλα Καραζήση, την Κόρα Καρβούνη απ’ το θίασο της οδού Κεφαλληνίας και την Δήμητρα Χατούπη με τον Κωστή Καπελώνη απ’ το θέατρο Τέχνης. Δεν φαντάζομαι πως χαρίστηκε σε κανέναν δεσμευόμενος απ’ την πρόσκληση που του έκανε η «Καθημερινή», όχι μόνο επειδή, απ’ όσο γνωρίζω οι γνώμες του συμπίπτουν με των Ελλήνων ομοτέχνων του και του κοινού, αλλά και διότι έχει να υπερασπιστεί την φήμη που τον συνόδεψε ως εδώ, φήμη που λέει πως είναι ο αξιότερος και εγκυρότερος θεατρικός κριτικός της Βρετανίας. Για τους τίτλους του αυτούς θεωρώ σημαντικό να αντιγράψω απ’ το ένθετο «Κ» της «Καθημερινής» (αποκλειστική συνέντευξη Ιωάννας Μπλάτσου) το ιδανικό πορτραίτο του καλού θεατρικού κριτικού, όπως το φιλοτεχνεί ο εκλεκτός ξένος μας. Λοιπόν, ένας σωστός θεατρικός κριτικός πρέπει : «Να διαθέτει παθιασμένη αγάπη για το θέατρο, ικανότητα να γράφει με τέτοιο τρόπο που να ξεσηκώνει και να παρακινεί ακόμη και ανθρώπους που δεν παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, μια συνολική εικόνα του τι είναι θέατρο και που αυτό οδηγείται την εποχή που γράφει γι αυτό, ικανότητα να συγκεντρώνεται σ’ αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του και να μην επηρεάζεται από τις αντιδράσεις του η της συνοδού του ή του κοινού, να είναι έτοιμος να θυσιάσεις τις θεατρικές του φιλίες για να πει ξεκάθαρα την αλήθεια. Περιττό να πω» προσθέτει ο μίστερ Μπίλιγκτον «ότι κανείς μας δεν πληρεί όλα τα παραπάνω κριτήρια…». Πόσα απ’ όλα αυτά τα εφόδια διαθέτουν οι ντόπιοι θεατρικοί κριτικοί και πόσα άλλα, θετικά και αρνητικά αγνόησε ο διαπρεπής συνάδελφος, που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε εμείς που βιώνουμε την παρουσία, τον βίο και την πολιτεία καθενός απ΄ τους κριτικούς μας;
Α.Γ.

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ιχνευτές


Ιχνηλατώντας νέες απόψεις και νέα ήθη

Μετά από είκοσι χρόνια οι Σάτυροι Ιχνευτές ξαναέρχονται στο προσκήνιο με την παράσταση του Αβδελιώδη στο θέατρο Λύδρα και εγώ πρέπει να περάσω μια δοκιμασία αντικειμενικότητας και ανεξικρισίας για να σημειώσω λίγες αράδες προσθήκη στο νεοελληνικό χρονικό του έργου. Είδα μια παράσταση θορυβώδη ως ενοχλητική με ουρλιαχτά και υπερβολική κίνηση που σε κάποια σημεία ήταν αξιοπρόσεκτη και σε άλλα απαράδεκτη. Ας ξεκινήσω ωστόσο από τους ρόλους πριν στραφώ στο χορό των Σατύρων για να ξεκαθαρίσω πως οι ερμηνείες των προσώπων δεν αντέχουν καμιά, μα απολύτως καμιά συζήτηση.

Ο Απόλλωνας (Ανδρέας Καρακότας), η Κυλλήνη (Αγγελική Σεΐδου) και ο Ερμής (Άρτεμις Μπαταφιά) συναγωνίστηκαν ποιος να υπερτερήσει σε αποτρεπτικότητα. Δεν είναι μόνο πως τους υποδείχθηκε μια ιδιότυπη εκφορά, κάτι μεταξύ μουεζίνη και Βεληγκέκα, που άλλοτε την τηρούσαν και άλλοτε την ξεχνούσαν, δεν είναι πως βρίσκονταν σε μια λαθεμένη αντίληψη ως προς το ρόλο, είναι και πως δεν επέδειξαν κανένα μα κανένα υποκριτικό προσόν η την παραμικρή θεατρική συναίσθηση. Λίγα περισσότερα επ’ αυτών. Στο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή ο Απόλλωνας δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας νεαρός βουκόλος, ορεσίβιος αφελής έφηβος που του κλέψανε τα βόδια του. Αν ήταν ο θεός της μαντικής, όπως τον θέλει η επίσημη θεολογία του Δωδεκάθεου, γιατί να καταφύγει , με… διάγγελμα ( τι λέξη , βρε υψίπνευστε μεταφραστή;) στο ιχνηλατικό δαιμόνιο των Σατύρων και να μην πάει ο ίδιος στη σπηλιά της Κυλλήνης να αρπάξει τον κλέφτη; Ο Ερμής, - α, ο Ερμής κατά Αβδελιώδη, η μάλλον η κλαίουσα σπαραξικάρδια μετανοούσα κόρη που αμάρτησε, - δεν έχει καμιά σχέση με τον πανούργο και θρασύ Ερμή, τον θεομπαίχτη αλλά και θεόβουλο πιτσιρίκο που κλέβει τα βόδια, σφάζει δώδεκα, επινοεί τη φωτιά, βάζει ανάποδα τις οπλές των ζωντανών για να μπερδεύει τους διώκτες του, τα οδηγεί στην Κυλλήνη, αφού έχει κατασκευάσει τη λύρα και παίζει με τον ήχο της «για να μην είναι λυπημένος».

Ο Ερμής ο π α μ μ έ γ ι σ τ ο ς, θεός του εμπορίου και της συναλλαγής, θεός των γραμμάτων και της διανόησης, θεός της μετάβασης των ψυχών στον Άδη και θεός της μεταφοράς των μηνυμάτων, δηλαδή της επικοινωνίας, επινοεί τη φωτιά (το λέει καθαρά ο ομηρικός ύμνος και περιγράφει και πως το ‘κανε), καθιερώνει τη θυσία στους θεούς, δηλαδή τη λατρεία, φτιάχνει τη λύρα «για να ξεχνάει τη λύπη του», δημιουργώντας εκείνη τη στιγμή τη γέννηση της μουσικής, της ενόργανης τέχνης και κατ’ επέκταση κάθε καλλιτεχνική επινόηση. Κι αυτή τη θεότητα την βάζεις Αβδελιώδη να κάνει τη Γενοβέφα κλαίουσα σε παράσταση μπουλουκιού; Τεράστια συνεπώς η παρανόηση ( και η ευτέλιση, για να μην πω εξευτελισμός) του κειμένου και των ρόλων. Αν πεις και για τις αφελείς προσθήκες, αφελείς ως παιδαριώδεις και βλάσφημες για το κειμήλιο («ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Δώσε μου τα βόδια και θα πω στο Δία πατέρα να σου βρεί δουλειά στον Όλυμπο ΕΡΜΗΣ: Τι δουλειά; ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ; Να σε διορίσει θεό της κλεψιάς και της ψευτιάς ΕΡΜΗΣ: Με υβρίζεις…») είναι για γέλια. Και για κλάματα. Ντροπή να αποδίδονται αυτές οι επιθεωρησιακές αρλούμπες στο Σοφοκλή.

Η ηθοποιός που ανέλαβε την νύμφη Κυλλήνη στέκεται σε καλύτερη μοίρα. Το έρμα της κακοτεχνίας δεν την σέρνει ως το βυθό. Παρακολουθούσα όμως τον Σειληνό του Βασίλη Σπυρόπουλου με ενδιαφέρον και ξεχώρισα σ’ αυτόν θεατρικές αναλαμπές. Του αξίζει να αναφερθεί ως εξαίρεση Και τώρα ο χορός των Σατύρων. Αν και διαφωνώ με την τόσο γκροτέσκα άποψη, τη βίαιη και τη μεγάλη δόση του κλοουνίστικου στοιχείου , διαφωνώ δηλαδή με την άποψη και την ανάγνωση του έργου, οι αντιρρήσεις μου ωστόσο δεν είναι σοβαρές. Έχει ευρηματική κίνηση ο χορός, είναι καλοδιδαγμένος και η εκτέλεση του είναι αξιοθαύμαστη. Το μόνο ελάττωμα η υπερβολή, η έλλειψη μέτρου και αναλογίας, οι συνεχείς εντάσεις και οι φωνασκίες, και όλα όσα εμπόδισαν το σύνολο του θεάματος να αποκτήσει ατμόσφαιρα, κλίμα, να καταλάβει ο θεατής ποια είναι ολοκληρωμένη και καθαρή η άποψη του σκηνοθέτη για το έργο, ποια είναι η ιδέα του για το σατυρικό δράμα. Ωστόσο ο χορός και η άψογη εκτέλεσή του δικαιώνουν και τεκμηριώνουν την συγκεκριμένη προσέγγιση.

Είναι άξιο απορίας πως παρανοήθηκε ένα τόσο ξεκάθαρο έργο, πως αγνοήθηκε ο βουνίσιος του ειρηνικός χαρακτήρας, πως πρόκειται για ένα βουκολικό θεατρικό παίγνιο μέσα στο δάσος, στις κορφές, στις σπηλιές, στα λιβάδια, με τα παιχνίδια των ατίθασων, κατσικόμορφων σατύρων και των νυμφών, με τα κοπάδια των βοδιών, τις χελώνες και τα άλλα ζωντανά, μ’ έναν γεροσάτυρο, τεμπέλη, μπεκρή, κουφό, καυχησιάρη, θρασύδειλο, το κορυφαίο δείγμα μπούφου κωμικού καρατερίστα σ’ όλο το παγκόσμιο θέατρο και με δυο νεαρούς θεούς , έναν όμορφο μα λίγο βραδύνοα, ιδιοκτήτη κι όλας κοπαδιού, γελαδάρη αγέλαστο που ανησυχεί για την περιουσία του κι έναν άλλο πολύ νεαρότερο, νεογέννητο, πονηρό από κούνια, καπάτσο που έρχεται να σαρκάσει και να γελάσει , να παίξει, να απομυθοποιήσει τη σοβαρότητα του βίου και να υποδυθεί τον αθώο (ιδού το θέατρο, ο Ερμής εδώ είναι και ο πρώτος ηθοποιός) και στο τέλος να κομίσει σαν αντιστάθμισμα το πρώτο έγχορδο όργανο, δηλαδή τη μουσική, δηλαδή την τέχνη. Δεν είδε τίποτα απ’ όλα αυτά ο Αβδελιώδης και μ’ ένα κείμενο (εννοώ τη μετάφραση του Ανδρεάδη * και την εξ αυτής διασκευή ) έφτιαξε ένα σκληρό, παραπειστικό (τι δουλειά έχει εδώ ο Μαρσύας; Άλλος μύθος, άλλο ύφος, άλλο ήθος) ενοχλητικό, βίαιο αχαρακτήριστο θέαμα. Η διεξαγωγή του όλου χορογραφήματος ωστόσο είχε δυο πολύ καλές στιγμές , καθαρές και κωμικές, που επιβάλλεται να εξαρθούν. Η σκηνή με το αίνιγμα γύρω απ΄ την ταυτότητα του ζώου κι η άλλη που ο Σειληνός το σκάει πονηρά απ’ την ομήγυρη των Σατύρων.

Αυτά είδα κι έτσι τα κρίνω κι όποιος θέλει ας πιστέψει πως κρίνω ανεπηρέαστα. Ας πιστέψει πως δεν σημειώνω τα ανωτέρω από ανταγωνισμό, αλλά ούτε και επειδή στις αναγγελίες της τωρινής παράστασης προβλήθηκε πως ανεβαίνει τάχα το έργο αυτό για πρώτη φορά και τέτοιες επικοινωνιακές αηδίες, ενώ όλοι ξέρουν πως το μισερό αυτό σατυρικό δράμα του Σοφοκλή μεταφρασμένο, συμπληρωμένο και σκηνοθετημένο από μένα το ανέβασα για πρώτη φορά το 1991 και παίχτηκε περιοδεύοντας δυο χρόνια σ’ όλη την Ελλάδα. Ξέρω ωστόσο πως πολύ λίγους θα πείσει η αντικειμενικότητά μου. Δεν πειράζει. Καλά να’ μαστε!

Γιώργος Χατζηδάκης

* Ποια μετάφραση δηλαδή; Το ανδρεάδειο πόνημα το χαρακτηρίζει τέτοια ασυδοσία και όργιο σαχλαμάρας , και με το όνομα του Σοφοκλή στην προμετωπίδα και με πανεπιστημιακή κάλυψη, που, λοιπόν πράγματι δικαιούται το προνόμιο της… διακόρευσης το οποίο διεκδίκησε. Αυτή είναι μια πρωτιά που δικαίως του ανήκει. Για το γελοίον του πράγματος θα επανέλθω πιο αναλυτικά σε άλλον τόπο.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Μπουρδέλο «Η Ελλάς»





«Η Επιστροφή της μαντάμ Αννιές» της Μαίης Σεβαστοπούλου από την «ΘΕΩΡΗΣΗ» στο Cabaret Voltaire.

Ένα έργο και μια παράσταση με απαιτήσεις ξεχωριστής θεατρικής κατάταξης. Το έργο ως κείμενο, σε πρώτη ανάγνωση, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση . Ο μύθος του, που είναι προέκταση ενός προηγούμενου πρώτου μέρους («Περμαγκανάτ»), με την εντωμεταξύ εξέλιξη των περιπετειών των ίδιων ηρωίδων, είναι ισχνός, μάλλον συνηθισμένος και προβλεπόμενος. Αμέσως ωστόσο ακόμα και ο δύσκολος σχολιαστής αναγνωρίζει πως το έργο διαθέτει τρία πολύ σπουδαία στοιχεία στη διεξαγωγή του. Το ένα είναι η Αναγνώριση, αυτό το πρωταρχικό κύτταρο κάθε δραματουργήματος απ’ αρχής της θεατρικής ζωής. Με σταθερά βήματα η συγγραφέας οδηγεί το τέχνημά της στη καπιτάλε σκηνή της αναγνώρισης. Αν και ο αιφνιδιασμός μισοφανερώνεται και δεν παραμένει το απρόοπτο που θα ακολουθήσει, όταν δηλαδή η Αννιές αναγνωρίζεται με τον Μενέλαο και απανωτά γίνεται η αναγνώριση της πατρότητας του Κουκούλη, η σκηνή αυτή έχει τη γνήσια συγκίνηση της κλασικής αναγνώρισης κι αυτό είναι το ένα πολύ δυνατό σημείο.

Το άλλο βασικό συστατικό είναι ο Αγώνας. Η σύγκρουση του καλού (Αννιές) με το κακό (Μαρούλα) Η υπερίσχυση του καλού και τη στιγμή του θριάμβου η μεταμέλεια και η συχώρεση. Ο κακός που ανανήφει, το μέγα σεναριακό δόγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου. Ιδού λοιπόν η Αναγνώριση και η Ανάνηψη. Και εκτός αυτών τρίτο, το μέγα εύρημα της κήρυξης του πολέμου και η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα. Ευφυής συνύφανση που παράγει σκηνές με ένταση και συγκίνηση άξιες έμπειρου δραματουργού. Τι χρειάζεται να αναζητηθούν άλλα; Κι όμως υπάρχουν φανερότατα και κραυγάζουν να επισημανθούν. Γυναίκες της διασποράς είναι τα πρόσωπα του έργου, γυναίκες που έρχονται από μια ελληνική γωνιά του κόσμου, εγκαθίστανται και ξαναφεύγουν για μια άλλη για να ξαναφύγουν στη συνέχεια. Η Σύρα, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα, η Μασσαλία και πάλι η Αθήνα και μετά πάλι η Αλεξάνδρεια, μια τροχιά που διασταυρώνεται, συνυφαίνεται και τέμνεται με μια άλλη, που ξεκινάει απ’ την Κιουτάχεια της Μικρασίας, έρχεται με την προσφυγιά στην Αθήνα, φεύγει για την Μασσαλία, ξανάρχεται στην Αθήνα και θα ξαναφύγει για την Αλεξάνδρεια. Και μια άλλη ξεκομμένη αυτή απ’ την Πόλη βρίσκεται στη Αθήνα στο ίδιο σημείο. Κι ανάμεσα οι πόλεμοι και οι εθνικές συμφορές. Είναι ένα γαϊτανάκι, ένα αναγκαστικό στροβίλισμα, δαιμόνιο και μοίρα του ελληνισμού. Και στη μέση ένας οίκος ανοχής, φαντασιακά ξεχωριστός, με τους ποιητές και τα μεγαλόστομα ποιήματα τους να πλανώνται κάτω απ’ τα ταβάνια του. Τι άλλο χρειάζεται για να αναγνωρίσουμε την πινακίδα «Μπουρδέλο η Ελλάς».

Να σταματήσουμε γιατί ο «κατήφορος» των αποκωδικοποιήσεων δεν έχει όρια. Η παράσταση έχει το ευτύχημα να είναι σκηνοθετημένη απ’ τη συγγραφέα που πρωταρχικά είναι ηθοποιός, μια ηθοποιός που γνωρίζει καλά την… «τσαγκαρική». Όπως ενστικτωδώς πορεύτηκε με τις αράδες του έργου και στα σκοτεινά βρήκε τις βρυσομάνες, με το ίδιο αλάθητο αισθητήριο κούρντισε την παράσταση. Οι ρυθμοί, οι δυνάμεις, τα σταματήματα, τα γυρίσματα, οι κορυφώσεις, τα ευρήματα όλα έχουν τη σφραγίδα της σκηνικής επίγνωσης. Σε κάποια σημεία αστοχεί, η ισορροπία παραβιάζεται, ξεφεύγει η σειρά και η τάξη μα η δύναμη της φοράς είναι τέτοια που οι αντιρρήσεις παρασέρνονται.
Οι ερμηνείες αποκαλύπτουν μια διαφορετικότητα υποκριτικών σχολών και ιδιοσυγκρασιών καμιά όμως δεν υπολείπεται. Όλες είναι από επαρκείς ως άριστες. Όλοι οι ηθοποιοί επιδεικνύουν ολόθερμη συμμετοχή που εξασφαλίζει στην παράσταση μια νευρώδη αίσθηση. Ο θεατής δεν χαλαρώνει , δεν διασπάται ούτε δευτερόλεπτο. Η Μαίη Σεβαστοπούλου, μαέστρος και μαζί πρώτο βιολί, οδηγεί αυτή την δυναμική ενορχήστρωση σε καταιγιστικούς ρυθμούς, τόσο σαρωτικούς που μερικές φορές κάποιες ατάκες «πνίγονται», καταπατιούνται απ’ την σβελτάδα της επέλασης. Μικρό το κακό. Κορυφαία ερμηνεία λοιπόν η μαντάμ Αννιές της Σεβαστοπούλου. Έπονται δυο πολύ τεχνικές, με κύριο γνώρισμα τις εναλλαγές και την ποικιλία, ας τις πούμε ερμηνείες διεξοδικές, είναι αυτές της Μαρούλας απ’ την Ειρήνη Στρατηγοπούλου και της Περσεφόνης απ’ τη Μαρία Δαβίλλα. Έξοχες!

Με αδρά χαρακτηριστικά και σταθερές γραμμές η Ζενεβιέβ της Πελαγίας Φυτοπούλου διατήρησε την πιο ιδιαίτερη προσωπικότητα χωρίς να αφίσταται από το σύνολο. Την αδικούν οι υπερβολές στα καμώματα με την πλερέζα που είναι εντελώς εκτός κλίματος και το νυφικό στο τέλος που σαχλοποιεί την ερμηνεία της και εισάγει στην παράσταση καρναβαλίστικες ελαφρότητες. Ο Ευριπίδης- Μενέλαος του Κώστα Παίδαρου είχε σκηνική εγκυρότητα και με δεξιότητα ανταποκρίθηκε στις… συνωμοτικές απαιτήσεις του ρόλου και ακολουθώντας με συνέπεια τα βήματα προς το σαρκαστικό γκροτεσκάρισμα του φινάλε. Στα επίπεδα του επαρκούς και του συμμετέχοντος ο Κουκούλης του Βαγγέλη Δουκουτσέλη. Και το μεγάλο ταλέντο του θιάσου, η εμπρηστική και εσαεί εκρηκτική Χριστίνα Παπαβασιλείου; Καλή, εντυπωσιακή, φαεινή σαν πάντα αλλά σε κάποια σημεία παραδόθηκε αμαχητί στις ευκολίες της. Συνέβη αυτό που απλά λέμε «έκανε τα δικά της». Δεν ήταν ο ρόλος, ήταν η Χριστίνα και μάλιστα όχι η καλή εκδοχή της. Κάποια αντιαισθητικά τουρλώματα, (χωρίς λόγο) ανάλογες μούτες, γέλια ξαφνικά και αναίτια, σπασμωδικότητες, που αφαιρέσανε πολύ από την αξία της ερμηνείας της. Γιατί;
Αυτά, χωρίς φόβο και πάθος, για ένα έργο και μια παράσταση που ο χώρος του Cabaret Voltaire το αδικεί καταφάνερα, το διασπά, το ξεχειλώνει και το κυριότερο το κρατάει μακριά απ’ το φυσικό, το αυθεντικό θεατρικό κοινό, αυτούς που θα το αξιώσουν και θα το αναδείξουν όπως του αξίζει.
Και για να μην παραλείψουμε κάτι σημαντικό: Μ’ αυτή την παράσταση η «Θεώρηση» μπαίνει στον 21ο χρόνο της και συμπληρώνει 46 θεατρικές παραγωγές

Αδριανός Γεωργίου

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

2x4 Στο C a b a r e t V o l t a i r e



Σκέπτομαι πόσο σπουδαίο είναι να βλέπεις μια καλή παράσταση, καλλιτεχνική με ψαγμένα κείμενα, ουσιαστικά, αποστάγματα παρατήρησης της ζωής και των ανθρώπων, κείμενα βιωματικά ... Σκέπτομαι πόσο αισιόδοξο είναι να βλέπεις δυο νέους ηθοποιούς ( Παναγιώτη Μπρατάκο και Ειρήνη Σταματίου) που να δίνουν ζωή στα κείμενα, να πλάθουν ανθρώπους αληθινούς και πάσχοντες, να φωτίζουν λεπτομερειακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες, σε μια αλληλουχία μεταβολών και εξελίξεων. Πλούσια και διεξοδική υποκριτική. Αναφέρομαι στην παράσταση ''2 X 4''... 2 φωνές, 4 ιστορίες, 8 πρόσωπα..» .που την είδα στο Cabaret Voltaire,στον γνωστό εξελισσόμενο χώρο του Μεταξουργείου, μια παράσταση με κείμενα του Παναγιώτη Μπρατάκου και του Δημήτρη Μαλισσόβα, σκηνοθετημένη με προσήλωση και οίστρο από τον δεύτερο.

Ο χώρος υποχρεώνει η αναφορά στους ερμηνευτές να είναι σύντομη αν και τους αξίζουν έπαινοι και επίθετα πολλά και ενθουσιώδη. Δεν μπορώ να στερήσω ωστόσο την Ειρήνη Σταματίου από ένα υπογραμμισμένο θαυμαστικό για τις πολύφυλλες ερμηνείες της και την εξαιρετική Άρτεμη Μπρατάκου για τα τραγούδια της που γεμίζουν το χώρο με αισθαντισμό. Μια αποκρυσταλλωμένη ποιοτική παρένθεση στο κομφούζιο των χαωδών αναζητήσεων της θεατρικής μας πραγματικότητας.

Γιώργος Χατζηδάκης

Η ΚΕΡΕΝΙΑ ΚΟΥΚΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ



Παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη

Δεν έχει νόημα να ψάξουμε για λογοτεχνικές επιδράσεις που διαμόρφωσαν το έργο του Χρηστομάνου κι αν οι συμβολιστές του περιοδικού Rundschau, στον κύκλο των οποίων κινείτο όσο ζούσε στην Αυστρία, επηρέασαν το πνεύμα του στρέφοντας τον σε μυστικιστικούς προβληματισμούς και ζοφερές ατραπούς. Ωστόσο και μόνο η αναπηρία του είναι αρκετή εξήγηση για την πεσιμιστική του τάση και την μοιρολατρία του. Μπορούμε να φανταστούμε τα απωθημένα συναισθήματα αυτού του σακατεμένου ανθρώπου και να αιτιολογήσουμε την δημιουργική μανία και την καταθλιπτική του φύση. Δεν είναι τυχαίο που οι φάσεις της σελήνης στο έργο του «Κερένια Κούκλα» έχουν κυριαρχική παρουσία. Απεχθάνομαι τις αποκωδικοποιήσεις και δεν σκοπεύω να σας κατεβάσω στις κατακόμβες την αποσημειολογήσεων, στην άγονη και στείρα αυτή διαδικασία των θεατρικά ευνουχισμένων θεωρητικών. Δε χρειάζεται άλλωστε. Η παράσταση, υπέροχη, γενναία και ευπροσήγορη είναι σε θέση να μας δώσει το στίγμα του έργου και του συγγραφέα με τον μόνο τρόπο που ένας άνθρωπος του θεάτρου μπορεί να μεταδώσει κι ο θεατής ευεκτικά να το μεταλάβει μετέχοντας σ’ αυτήν την πανάρχαια μαγική διαδικασία: τη θεατρική μέθεξη.

Αφυπνισμένη η Ιουλία Σιάμου, με το δημιουργικό της πνεύμα και το σκηνοθετικό ένστικτο σε έγερση βρήκε το δρόμο που είχε εντελώς χάσει όταν περιπλανήθηκε στη «Σοφίτα» του Ντανίλο Κις και σαν ν’ άγγιξε με οιστρηλατημένα δάχτυλα το χώρο του μικρού θεάτρουτης οδού Λένορμαν, έφτιαξε μια ατμόσφαιρα που υπέβαλε την κάθε μια κατάσταση του έργου. Βρέθηκαν με μιας οι ρυθμοί και οι χρόνοι, οι εντάσεις, οι τόνοι του φωτός και ο δρόμος για την ψυχή και το πνεύμα του θεατή. Το πένθος, η κατάρα, το μοιραίο εναλλάσσονταν με την αγάπη, το πόθο, την τρυφερότητα και πάλι το αναπόφευκτο που απελαύνει. Και η παρουσία του Φεγγαριού, η συνεχής υπόμνηση της Εκάτης, της άγνωστης πλευράς της Σελήνης, προστάκτης μαζί και τιμωρός, να περιπλέκει τον άνθρωπο σε πλοκάμια αξεδιάλυτα ανάμεσα στους σε πανίσχυρους σαρκικούς πόθους, στις φυσικές έλξεις κι απ’ την άλλη να ορθώνεται το χρέος και η θυσία και να απαιτούν το δικό τους μερίδιο στον βαριόμοιρο άνθρωπο. Μια αληθινή τραγωδία. Μια σύγκρουση, μια Ύβρις και μια Νέμαση. Ναι , η Ιουλία Σιάμου έφτιαξε μια σκηνική «κατάσταση» αριστοτεχνική με τραγικές εκφάνσεις (ξεπερνώντας την πρώτη της σκηνοθεσία, τότε που με «Το αμάρτημα της μητρός μου» μας είχε δυνατά εντυπωσιάσει ) και αποσαφήνισε τον υπαρξιακό χαρακτήρα του έργου.

Η διασκευή της νουβέλας σε κείμενο παραστάσιμο αγνόησε σε πολλά σημεία λογοτεχνικά στοιχεία του πρωτοτύπου που άξιζε να διατηρηθούν. Επικράτησε, κατά τη γνώμη μου, μια σεναριακή της τηλεόρασης λογική που νοιάστηκε περισσότερο για τη ροή. Η μουσική πλαισίωση με την κατάλληλη υποβλητικότητα.

Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν, συνέβαλαν και συνδημιούργησαν το αποτέλεσμα. Η Νίκη Αναστασίου στο ρόλο της Λιόλιας μετήλθε όλα τα επίπεδα απ’ την αθωότητα ως την καταδίκη. Παιδούλα ανίδεη μεταβάλλεται κάτω απ’ τον έρωτα του άντρα σε ένα εμπρηστικό θηλυκό που μετά την Ύβρη συντρίβεται. Σ’ όλη αυτή τη γκάμα των μεταπτώσεων και των μεταβολών η νεαρή ηθοποιός ήταν εξαιρετική. Ιδανική η ερμηνεία της Νερίνας Ζάρπα στην άρρωστη Βιργινία. Με εντυπωσιακή ικανότητα κρατούσε την κερένια ηρωίδα της περισσότερο στον άλλο κόσμο και λιγότερο στο δικό μας. Είχε μια θλιβερή ποιητικότητα κι αυτό ήταν η αξία της ιδιαίτερης αυτής ερμηνείας, έναν τραγικό πεισιθάνατο μαρασμό σαν να ήταν απ’ αρχής βαλμένη η παγίδα του πεπρωμένου. Χόρεψε τον θάνατο της μαρτυρικής Βιργινίας με αίσθηση απελπισίας και αγωνιακής εξόδου. Ο Στάθης Αναστασίου στέρεος αφηγητής με ενάργεια και συμμετοχή μετατρεπόταν θαυμάσια στον πάσχοντα δραματικό Νίκο. Δικά του και τα σπουδαία τα εικαστικοπτικά εφέ που δημιούργησαν σε πολλές σκηνές εντύπωση μαγικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην τόσο ποιητική ερωτική σκηνή. Και η καλή εντύπωση δεν θα ολοκληρωνόταν αν το οξυδερκές ταλέντο της Έντας Δημοπούλου δεν ήταν διαρκώς αισθητό ακόμα και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες του σκηνικού και των κοστουμιών.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Ενα συνονθύλευμα τύπου ... Φρανκεσταϊν

Για την ψευδεπίγραφη "Σταχομαζώχτρα"

Σαν καθηγητής που διδάσκω ιστορία ελληνικής λογοτεχνίας σε δραματικές σχολές αρχίζοντας πάντα από τον πατριάρχη της πεζογραφίας μας τον Παπαδιαμάντη δεν μπορώ να συναινέσω στην παρουσίαση ενός θεατρικού έργου που έχει τόση σχέση με τον μεγάλο Σκιαθίτη όση το ευτελές με το μεγαλειώδες. Υποθέτω ωστόσο πως με τον ίδιο σεβασμό και ανάλογη αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ο Κοσμοκαλόγερος και απ’ τους φιλόλογους της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν είναι λοιπόν άγνωστη χώρα ο Παπαδιαμάντης στους μαθητές, πολύ περισσότερο στους επίδοξους ηθοποιούς, Ασφαλώς δε καθόλου άγνωστος δεν είναι και στους καθηγητές γυμνασίων και Λυκείων. Οι λογοτεχνικές ιδιομορφίες του η γλώσσα, η θεματολογία του, το στοιχείο της ιθαγένειας, η γνησιότητα του ύφους και του ήθους, η ψυχογράφηση και η διαγραφή του χαρακτήρα των ηρώων του, είναι οι αρετές που καθηγητές, σπουδαστές και μαθητές καταγίνονται να αναλύουν και να εκθειάζουν, να σπουδάζουν και να μελετούν. Ιδιαίτερα οι σπουδαστές των δραματικών σχολών, μαθαίνουν να διερευνούν και τις δραματικές διαστάσεις των πεζών του κι αυτό επειδή πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια πολλά έργα τους έχουν ανέβει στη σκηνή δεν είναι καθόλου περιττή πρακτική οι δραματολογικές προσεγγίσεις του έργου του.

Για να αντιληφθεί κανείς την συχνότητα των σκηνικών χρήσεων του παπαδιαμάντειου έργου αναφέρω από μνήμης κάποια απ’ τα πεζά του που πλούτισαν το θεατρικό ρεπερτόριο. Συντάραξε το Πανελλήνιο πριν από λίγα χρόνια το ανέβασμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη με τη Λυδία Κονιόρδου σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Μια εξαιρετική παράσταση επίσης είχε κάνει ο Στάθης Λιβαθινός με την «Νοσταλγό» και ο Γιώργος Γιανναράκος με τη «Φαρμακολύτρια». Μόλις πέρυσι α;νέβηκε το «Όνειρο στο κύμα» από τη Θεατρομάθεια του Τάκη Χρυσούλη και ο «Αμερικάνος» από τον Θανάση Σαράντο. Φέτος επανήλθε η «Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Ιουλίας Σιάμου με παραστάσεις ευλαβείς στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και στον Ιανό, επίσης και στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών η θεατρική ομάδα «Καπνομάγαζο» παρουσίασε τέσσερα δραματοποιημένα διηγήματα του Παπαδιαμάντη «το Χριστόψωμο», «τη Σταχομαζώχτρα», τη «Ντελησυφέρω» και τον «Αμερικάνο», με τον γενικό τίτλο «Ο καθείς από τα έργα του κρίνεται».
Όλες αυτές οι παραστάσεις (και πολλές άλλες που μου διαφεύγουν) με οποιαδήποτε αντίληψη κι αν προσέγγισαν τα κείμενα του μεγάλου Σκιαθίτη, ένα βασικό στοιχείο τις χαρακτήριζε, ο απόλυτος και καθολικός σεβασμός στο λόγο, τη γλώσσα, την διαπραγμάτευση του θέματος, το διάχυτο ήθος, στην ατμόσφαιρα και στην αυτοτέλεια τους.

Την παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο «Μπροντγουέη» με τον τίτλο ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη και με το όνομά του στην προμετωπίδα δεν μπορούμε την χαρακτηρίσουμε ασεβή για τον απλούστατο λόγο επειδή εκτός από την καπήλευση τίτλου και επωνύμου, σε τίποτα δεν σχετίζεται με το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη.
Οφείλουμε συμπάθεια ιδιαίτερη για την τάξη των παλαίμαχων θεατρίνων. Συμπάθεια και σεβασμό για την πολύχρονη προσφορά τους στην οικοδόμηση του θεατρικού μας πολιτισμού που όποιο είδος θεάτρου κι αν υπηρέτησαν η συμβολή τους είναι αναμφισβήτητη. Πως μπορούμε ωστόσο να συμβιβάσουμε τα αισθήματά μας στους παλιούς ηθοποιούς με το χρέος να διαφυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων της λογοτεχνίας και να προστατεύσουμε τη μετάγγιση τους στη νεολαία, στον κόσμο των μαθητών. Το χρέος να αποτρέπουμε τη διοχέτευση πλαστών και νοθευμένων έργων είναι ο κύριος λόγος ύπαρξης της σχετικής ομάδας εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Η Πολιτεία δεν μας έχει βάλει σ’ αυτό το πόστο για να συμπονούμε τους συνταξιούχους. Διατηρεί την επιτροπή αυτή των ειδικών η Πολιτεία για διάφορους λόγους που ανάμεσα στους πιο σπουδαίους είναι για να ελέγχεται η γνησιότητα των προτεινόμενων έργων.

Το έργο που το θέατρο «Μπροντγουέη» προτείνει ως την «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη δεν έχει καμιά απολύτως σχέση, ούτε καν απόμακρη, με το ομώνυμο διήγημα του κορυφαίου της λογοτεχνίας μας. Είναι ένα πρωτότυπο έργο, ολίγον σαλάτα του επιθεωρησιογράφου Νίκου Αθερινού που έλαβε πανταχόθεν διάφορα δάνεια, ακόμα και από τον Ντίκενς και από δυο η και τρία διηγήματα του κυρ Αλέξανδρου, συμπίλημα πασπαλισμένο με πολλά επιθεωρησιακά αστεία (π.χ. οι αντεστραμμένες παροιμίες κι άλλες ατάκες του συρμού) και μέσα σ’ ένα πλαίσιο κωμωδίας των μπουλουκιών, με γλώσσα της πεζότερης καθημερινότητας το συνονθύλευμα ως κουρελού επιχειρεί να περάσει με τα διαπιστευτήρια του Παπαδιαμάντη. Όχι μόνο δεν είναι το έργο που πλαστά δηλώνει ο τίτλος του αλλά και δεν είναι ούτε καν κάποιο άλλο έργο που αξίζει ένας μαθητής να διαθέσει τον χρόνο του και τον οβολό του για να το παρακολουθήσει
Στέκομαι σ’ αυτό το αξεπέραστο εμπόδιο και δεν ασχολούμαι ούτε με την ανύπαρκτη σκηνοθεσία, ούτε με τις συγκινητικές αλλά τόσο άκαρπες προσπάθειες των βετεράνων του θεατρικού σανιδιού να δώσουν ζωή στο ανόητο και τζούφιο κείμενο.

Έχουμε καλέσει πολλές φορές τους θιασάρχες και τους συγγραφείς κι όσους συστηματικά ασχολούνται με το θέατρο για παιδιά και νέους, κυρίως αυτούς που εξορμούν στην επαρχία, τους έχουμε καλέσει να συνεργαστούμε, ώστε να δώσουμε μια ποιοτική ώθηση στο παιδικό θέατρο, να το εκσυγχρονίσουμε και να το εναρμονίσουμε με την αισθητική και την αντίληψη της εποχής και το κυριότερο να φυλάξουμε την ακεραιότητα των μεγάλων κειμένων που αξιώνουν την ταυτότητά μας και ενισχύουν των νέων την αυτογνωσία. Δεν έχουμε δυστυχώς βρει καμία ανταπόκριση ως τώρα.

Γιώργος Χατζηδάκης