Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Τρεις μήνες μετά τη δικτατορία


Σκέψεις και συμπεράσματα                                                                    
από έναν διχοτομημένο χρόνο
                                                                                 




Σκηνικό του Γιώργου Πάτσα για την Άλκηστη και τον Κύκλωπα που ανέβασε στη Επίδαυρο ο Σπύρος Ευαγγελάτος και φωτογραφία από την Άλκηστη


Μια Δικτατορία που γκρεμίζεται συμπαρασύροντας πρόσωπα και καταστάσεις και μια Δημοκρατία που εγκαθιδρύεται με το δικό της επιτελείο προσώπων, επαγγελιών, αναθεωρήσεων και ελπίδων, προκαλούν πολλές σκέψεις και συμπεράσματα για τον θεατρικό χρόνο που συμπληρώνεται καθώς τα χειμωνιάτικα θέατρα σηκώνουν ένα ένα τις αυλαίες τους. Αλλά και η στάση και συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων του θεάτρου στους καιρούς της δικτατορίας και τώρα της δημοκρατίας, μας σπρώχνουν σε σκέψεις επί το πλείστον μελαγχολικές. Έτσι λοιπόν πολλά ενδιαφέροντα έχει να παρουσιάσει ένα σύντομο ξανακοίταγμα πίσω στο περυσινό θεατρικό φθινόπωρο και στον χειμώνα, παρ΄ όλο που τα δραματικά  γεγονότα του Πολυτεχνείου έριξαν και εκεί την βαριά σκιά τους όπως παντού, σ’ όλους τους χώρους και σ’ ολόκληρη την ελληνική ζωή. Οι αλλαγές κι οι ανακατατάξεις που ακολούθησαν την ιουλιανή απελευθέρωση προσθέτουν σ’ ολόκληρο το φάσμα στοιχεία που φορτώνουν με  ειδικό βάρος αυτόν το χρόνο.


Μια πρώτη διαπίστωση που μπορεί να κάνει κανείς, χωρίς να εμβαθύνει ιδιαίτερα, είναι ότι οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν  στο τετράμηνο που πέρασε από τη μέρα της παράδοσης της εξουσίας και της μεταπολιτευτικής μεταβολής, και όσες αλλαγές αναγγέλθηκαν η ψιθυρίζονται πως θα ακολουθήσουν, είναι όλες στην επιφάνεια και όχι στη δομή, όπως θα περιμέναμε. Αλλαγές στη στάση, στις θέσεις, στις απόψεις και στις αντιλήψεις δεν έγιναν. Ποια είναι η αλλαγή όταν τα πρόσωπα άλλαξαν στα θεατρικά πόστα αλλά η στάση τους απέναντι στο θέατρο και στον σύγχρονο προβληματισμό είναι η ίδια; Μέσα στην τελευταία δεκαετία σημειώθηκαν σ’ όλο τον κόσμο (και στην Ελλάδα ιδιαίτερα με βασική αιτία το αυταρχικό καθεστώς) κοσμογονικές ανακατατάξεις σε όλους τους τομείς. Σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής οι μεταβολές είναι φανερές οι ακόμα και στον πιο απρόσεκτο. Οι ιδεολογίες και οι φιλοσοφικές προτάσεις διαφοροποιήθηκαν, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο επίσης, στο επικοινωνιακό, στο τεχνολογικό, στο διαπροσωπικό, στο ψυχολογικό έχουν σημειωθεί εξελίξεις και ανατροπές. Πως είναι δυνατόν οι καινούργιες ανάγκες που προκύπτουν να αντιμετωπιστούν με τρόπους, μέσα, νοοτροπίες και πρόσωπα παρωχημένων εποχών;



"Φτωχέ φονιά" του Κόχουτ από τον θίασο Φέρτη - Καλλογεροπούλου και σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου

Ένα ακόμη φαινόμενο που επιβεβαιώνει πως η δικτατορία στο ελληνικό θέατρο συνεχίζεται – και εννοούμε τη δικτατορία της σκοπιμότητας, του καιροσκοπισμού, του εγωκεντρισμού, της μισαλλοδοξίας, του παραγοντισμού., όλων αυτών των δεινών που αποτελούν την χούντα του θεάτρου – είναι το ρεπερτόριο των θεάτρων μας φέτος το χειμώνα. Χωρίς το εμπόδιο της λογοκρισίας οι θιασάρχες έπεσαν στο σωρό των αντιστασιακών και πολιτικών έργων εκμεταλλευόμενοι το επικαιρικό στοιχείο και το αίσθημα του συρμού, αδιαφορώντας για ουσιαστικότερες ποιοτικές ανάγκες. Η πυξίδα του καιροσκοπισμού έδειξε προς αυτή την κατεύθυνση και η σκοπιμότητα με το μάτι στο ταμείο, το ‘ριξε στην «πορνογραφία» του θεάτρου των συνθημάτων, που αφού άκμασε στην εφταετία, πλουτίστηκε τώρα με νέα «ηρωικά» ονόματα και στοιχεία και συνθήματα, παρμένα ακόμα κι απ’ τα τραγικότερα γεγονότα του τόπου.  Πολλές φιλολογικές καλύψεις επιχειρήθηκαν αλλά ο αντικειμενικός σκοπός να οδηγηθεί το κοινό στο ταμείο παρέμεινε ξεσκέπαστος. Κανένα έργο απ’ όσα ανέβηκαν ή πρόκειται να ανέβουν δεν είναι προοδευτικό στην ίδια του τη δομή και κανένα απ’ τα πρωτοποριακά κινήματα δεν αντιπροσωπεύεται. Η σκηνική διάπλαση στις περισσότερες περιπτώσεις βαδίζει σχολαστικά στα χνάρια της τυπικής «ρεζί» και γίνεται με την ληγμένη συνταγή της «μιζ αν πλας», χωρίς ούτε έναν κόκκο ευρηματικότητας, φαντασίας, ανατροπής, για να μην μιλήσουμε για σταγόνα ιδιοφυΐας. Έτσι λοιπόν τα ίδια πρόσωπα, τα ίδια έργα, οι ίδιοι συγγραφείς, οι ίδιοι σκηνοθέτες, η ίδια θεώρηση των πραγμάτων. Στην περιοχή του θεάτρου δεν έχει διαλυθεί ακόμα η καταχνιά της δικτατορίας.

                                        ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

Για να αναφερθούμε στις προθέσεις της θεατρικής μας πρωτοπορίας να μετακινήσει το σταματημένο θεατρικό μας βαγόνι, θα πρέπει να ευρύνουμε τον χρονικό ορίζοντα περισσότερο από τον ένα χρόνο, όσο είναι δηλαδή το εμβαδόν που ερευνούμε. Έτσι θα μπορέσουμε πιο άνετα, σε μια χρονική έκταση βαθύτερη, να αναζητήσουμε λύση στο πρόβλημα «Πρωτοπορία». Και αφού μεγαλώσουμε το φάσμα τρία ή και πέντε χρόνια προς τα πίσω μπορούμε ευκολότερα να θέσουμε τα κάποια ερωτήματα
Ποια είναι η προσφορά της θεατρικής πρωτοπορίας; Αν πρόθεσή της ήταν ν’ ανοίξει ένα ρήγμα στο φράγμα του κατεστημένου, βλέπουμε ως αποτέλεσμα αυτό το κατεστημένο συμπαγέστερο, να κρατάει στην κορυφή του τις σημαίες του, ενώ παρατηρούμε να έχει εκμαυλίσει πολλά απ’ τα πρόσωπα της πρωτοπορίας. Φτάνει μάλιστα το ίδιο το κατεστημένο να παριστάνει και την πρωτοπορία όταν του κάνει κέφι. Αν στόχοι της πρωτοπορίας ήταν να παίξει έναν  μορφωτικό και διαφωτιστικό ρόλο από άποψη πολιτικής αφύπνισης η αισθητικής καλλιέργειας, κανένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν έχει επιτευχθεί.  Οι μεμονωμένες εστίες που αυτοτοποθετούνται στην πρωτοπορία δεν κατόρθωσαν να προσελκύσουν κανένα ποσοστό θεατών που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε λαϊκό - αν αυτό αποτελεί τον στόχο των πρωτοπόρων. Καμιά  προοπτική για βαθύτερες μεταβολές δεν εγγυάται προς το παρόν η πρωτοπορία και οι σχετικές ομάδες αυτής της κατάταξης περιορίζονται σε ένα μικρό κοινό που τους ενθαρρύνει την ματαιοδοξία του δήθεν πρωτοπόρου.
Πραγματοποίησε η λεγόμενη πρωτοπορία καμιά παράσταση που να διακρίνεται από καινοτομική η ανατρεπτική άποψη;  Καμιά! Όλες οι παραστάσεις της πρωτοπορίας βρίσκονται στη θερμοκοιτίδα της καλής προσπάθειας και από κει μέσα τυχαίνουν μιας θωπευτικής μεταχείρισης από μέρους κάποιων καλοπροαίρετων κριτικών και δημοσιογράφων. 

Μέσα στην πενταετία που ερευνούμε καμιά παράσταση δεν ξεπέρασε τη νήμα της μετριότητας.  Αξεπέραστες παραστάσεις καινοτομικές της δεκαετίας παραμένουν οι «Όρνιθες» του Κουν, ο «Πύργος» του Κάφκα και το «Σαν περάσουν πέντε χρόνια» του Λόρκα, και οι δύο του Σολομού, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Βολανάκη και αρκετές άλλες που καμιά τους δεν πολιτογραφήθηκε ως «πρωτοπορία». Μήπως ξεπεράστηκαν οι επιθεωρήσεις «Οδός Ονείρων» του Σολομού και του Χατζιδάκι και «Μαγική πόλη» του Θεοδωράκη; Είναι γενικά παραδεδεγμένο πως οι δυο αυτές επιθεωρήσεις αποτέλεσαν τομή στο είδος και στον τομέα αυτόν λοιπόν τα πράγματα σταμάτησαν εκεί.



"Το μονοπάτι που πάει βαθιά στο βορρά" του Εντουαρντ Μπόντ από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη. Γίωργος Αρμένης. Νικος Μπουσδούκος

Μας έφερε η πρωτοπορία σε επαφή με την σύγχρονη προβληματισμένη δραματουργία; Μήπως κάποιο απ’ τα πρωτοποριακά σχήματα ανέβασε  έργο με ανατρεπτική γραφή ή φόρμα, ή  με περιεχόμενο και θέμα έξω απ’ τα τετριμμένα; Όχι, βέβαια. Αν γνωρίσαμε τον Βαν Ίταλυ και τον Γκόμπροβιτς το χρωστάμε στον Κούν, τον Μρόζεκ στον Κούρκουλο και τον Ευαγγελάτο, τον Κόχουτ στον Φέρτη και στον Ποταμίτη, τον Στόπαρντ και τον Χάντκε στο Εθνικό, τον Χάβελ στον Αποστόλου.
Μήπως όμως η πρωτοπορία μας πλούτισε με καινούργιες καλλιτεχνικές και πνευματικές δυνάμεις; Και σ’ αυτό η απάντηση είναι αρνητική. Η πενταετία που πέρασε δεν ανέδειξε κανέναν καινούργιο δημιουργό ή στοχαστή προερχόμενο απ’ τις τάξεις της πρωτοπορίας. 


"Βικτόρ η τα παιδιά στην εξουσία" του Βιτράκ". Θέατρο Τέχνης, σκηνοθεσία Κάρολου Κουν

Μπορεί να δοκιμάστηκαν η να εξαγγέλθηκαν νέοι τρόποι ομαδικής δουλειάς και τρόποι σχέσεων εντός των θιάσων. Αλλά και εκεί η πρωτοπορία ως εφαρμογή απέτυχε. Είναι αλήθεια κάποια μοντέλα επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν, αλλά η εξέλιξή τους αποκάλυψε πως απλώς οι προσωπικές φιλοδοξίες εμφανίσθηκαν μεταμφιεσμένες. Οι καταλήξεις αυτών των αποπειρών ήταν οικτρές αποτυχίες. Οι «οριζόντιες σχέσεις» αποδείχτηκαν ανεφάρμοστες δυστυχώς και αποτέλεσαν πρόσχημα το σκοπό είχε να καλυφθούν φιλοδοξίες και προθέσεις εκμετάλλευσης και ατομικής επιβολής.




Δυο σκηνές από τον "Πύργο" του Κάφκα σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού με τον Νίκο Κούρκουλο και την Αννα Φόνσου

Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα έγινε πράγματι μια πειραματική αναζήτηση για νέες σκηνικές φόρμες, για την διατύπωση νέων σκηνικών απόψεων. Αυτό δικαιώνει τις προσπάθειες δυο μόνο πρωτοποριακών κινήσεων. Του «Πειραματικού Θεάτρου» της Μαριέττας Ριάλδη και του Σπύρου Σιουμάλα και του «Ελεύθερου Θεάτρου». Ειδικεύοντας το ζήτημα στην καθαρά πειραματική του μορφή και ανεξάρτητα απ’ το όποιο αποτέλεσμα των πειραματικών της αποπειρών, η  Μαριέττα Ριάλδη είναι η μόνη που κάνει πειραματική δουλειά στην Ελλάδα εδώ και δέκα χρόνια. Με την «Γκόλφω» - άσχετα πάντα απ’ το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα – προστίθεται στο χώρο της πειραματικής αναζήτησης και το «Ελεύθερο Θέατρο». Έτσι το μόνο θετικό που απομένει απ’ την προσφορά της πρωτοπορίας είναι το αρνητικό συμπέρασμα ότι τίποτα δεν πέτυχε. Τίποτα σταθερό δεν προσκόμισε. Μήπως όμως το ότι προσπάθησε, αναζήτησε, αποπειράθηκε και «συνομίλησε» μέσα απ’ αυτές τις αναζητήσεις μ’ ένα κοινό ενδιαφερόμενο αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα το ζητούμενο;

                                                             Η  ΚΡΙΤΙΚΗ

Η αντίθεση -  αλλά και η εξάρτηση - θεάτρου και κριτικής χρονολογείται από την αρχή του αιώνα στον τόπο μας κι ακόμα παλαιότερα. Ο χρόνος που κλείνει σε τίποτα δεν μετέβαλε τις σχέσεις τους. Αν γράφονται αυτές οι γραμμές δεν γράφονται για να επιβεβαιώσουν το αμετάβλητο των δεσμών θεάτρου και κριτικής, αλλά για να αναφερθούμε εγκωμιαστικά στον ρόλο της κριτικής στην επταετία. Είναι αλήθεια πως οι θεατρικοί κριτικοί κράτησαν στο σύνολό τους μια στάση αγέρωχη και παλικαρίσια, ακόμα κι εκείνοι που έγραφαν σε εφημερίδες χουντικές. Πολλές φορές υπήρξαν σκληροί και άδικοι κι άλλες φορές παραπλάνησαν, μερολήπτησαν και αδίκησαν μα το αποτέλεσμα ότι γενικά στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Επισήμαναν τα έργα με ουσιαστικούς προβληματισμούς, αποκάλυψαν τις κάλπικες προφάσεις και απ’ όποια όχθη και βρισκόταν ο καθένας, φρόντισαν το θεατρικό μας ποτάμι να κυλάει στην σωστή του κοίτη. Μέσα στη επταετία ο χώρος της κριτικής είχε την τύχη να πλουτιστεί  με δυο σημαντικές φωνές. (Θόδωρο Κρητικό, Κώστα Γεωργουσόπουλο) και την ατυχία να χάσει για πάντα μια άλλη. (Βάσο Βαρίκα). Επίσης τρεις άλλοι υπολογίσιμοι κριτικοί σιώπησαν σ’ όλο αυτό το διάστημα (Αλέξης Διαμαντόπουλος, Στάθης Δρομάζος και Ηρώ Λάμπρου) για λόγους ευνόητους.



"Μεμοράντουμ" του Χάβελ σε σκηνοθεσία Κανέλλου Αποστόλου
                                                
ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Μετά την απομάκρυνση της διορισμένης απ’ τη χούντα  διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου και τη διάλυση του Οργανισμού Κρατικών Θεάτρων, μια νέα δημοκρατική ηγεσία έχει εγκατασταθεί στο θέατρο της Αγίου Κωνσταντίνου. Ο Μινωτής και πάλι. Αυτή είναι η κατάσταση όπως μπορεί να περιγραφεί με τρεις αράδες. Εμείς – όπως έχουμε δηλώσει και στο παρελθόν – νοιαζόμαστε ιδιαίτερα για το Εθνικό Θέατρο, επειδή θεωρούμε πως μας αφορά περισσότερο από κάθε άλλο. Η κρατική σκηνή επιχορηγείται με δημόσιο χρήμα, δηλαδή με χρήμα δικό μας κι αφού τώρα η Δημοκρατία μας το επιτρέπει, μπορούμε ν’ αφιερώσουμε περισσότερες από τρεις αράδες και περισσότερο από ένα απλό βλέμμα σε ότι γίνεται ή έγινε, γύρω η μέσα στο νεοκλασικό του Τσίλερ.






Δυο σκηνές από την παράσταση του έργου του Χάβελ "Κάσπαρ" με τον Νικήτα Τσακίρογλου στη Νέα Σκηνή του Εθνικού με τον Νικήτα Τσακίρογλου σε σκηνοθεσία Ευαγγελάτου

Είναι δίκαιο και ασφαλώς χρήσιμο να καταπιαστούμε να εξετάσουμε ποια είναι τα υπέρ και τα κατά του διευθυντή που αποχώρησε. Είναι δίκαιο και ασφαλώς χρήσιμο να μετρήσουμε τις διαστάσεις του έργου που επιτέλεσε στα τέσσερα χρόνια που κρατήθηκε στη διεύθυνση του Εθνικού. Το γεγονός ότι ήταν διορισμένος από μια τυραννική κυβέρνηση, ότι ήταν υπόλογος σ’ έναν στρατηγό διοικητή, ότι πιεζόταν απ’ τις ίντριγκες των διαδρόμων του θεάτρου και του υπουργείου, ότι ήταν έρμαιο των διαθέσεων και των φιλοδοξιών μιας «αφανούς αρχής», κι ακόμα ότι έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες χαιρετίζοντας τη «δημοκρατία» του Παπαδόπουλου και δημοσίευε υμνητικά άρθρα στην «Νέα Πολιτεία», όλα αυτά θα ‘πρεπε να σταθμιστούν και να λογαριαστούν στη μερίδα του Βασίλη Φράγκου, άλλα στην πίστωση κι άλλα στη χρέωση. Αλλά οι καιροί δεν ευνοούν μια αντικειμενική ανασκόπηση.
Θα μπορούσαμε να κρίνουμε όμως τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις του διορισμού του Βασίλη Φράγκου στη θέση του διευθυντή, που είναι ένα θέμα που δεν αφορά μόνο εκείνη την εποχή. Ο διευθυντής ενός κρατικού θεάτρου πρέπει φυσικά να είναι κάποιος με ιδιαίτερη πνευματική καλλιέργεια και σχετική παιδεία, κυρίως όμως με γνώση του προορισμού ενός τέτοιου πολιτιστικού οργανισμού. Να έχει επίγνωση των ουσιαστικών προβλημάτων που απασχολούν το θέατρο σαν κοινωνικός θεσμός με ιστορική έκφραση. Ο υποψήφιος για την θέση του διευθυντή πρέπει να διαθέτει την οξυδέρκεια και την ευαισθησία ώστε να αντιλαμβάνεται πως ακουμπάει το θέατρο στο κοινό και ποιες είναι οι ανάγκες, πνευματικές και αισθητικές του σύγχρονου ανθρώπου. Να μπορεί παράλληλα να οραματιστεί ένα θεατρικό μέλλον και να μπορεί να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει προς αυτό. Αυτά είναι μερικά απ’ όσα απαιτούνται να διαθέτει ένας γενικός διευθυντής ενός κρατικού θεάτρου. Πόσα απ΄ αυτά υπολογίζονται όταν επιλέγεται κάποιος για την συγκεκριμένη θέση; Η σύντομη ανασκόπηση στα παρελθόντα, πρόσφατα και παλαιότερα, δεν αφήνει για πολύ το ερώτημά μας μετέωρο και σπεύδει την απάντηση: κανένα.
Πρωταρχικό προσόν του υποψήφιου είναι ναι είναι «υμέτερος» του εκάστοτε κυβερνήτη. Η εκλογή λοιπόν του Βασίλη Φράγκου δεν αποτέλεσε καμιά κατάπτυστη εξαίρεση. Ακολούθησε απλώς τον κανόνα..




"Μια ζωή Γκόλφω" από το Ελεύθερο Θέατρο"

Αφού ο Φράγκος ήταν διορισμένος απ’ τους στρατιωτικούς δεν μπορούσε φυσικά να αντιταχθεί στις αποφάσεις του διοικητή κι αφού δεν ήταν άνθρωπος του θεάτρου δεν μπορούσε να επιβληθεί και να ελέγξει τους παντοτινούς καιροσκόπους και επιτήδειους που βρήκαν την ευκαιρία να θρέψουν την καριέρα τους με την ίντριγκα. Με την επίγνωση αυτών των δεδομένων μπορούμε να προχωρήσουμε  και να κρίνουμε την τετραετή θητεία του Φράγκου που η άμπωτις της εθνικής περιπέτειας τον έστησε στη διεύθυνση του Εθνικού.

ΝΕΑ ΣΚΗΝΗ

Το όνειρο του Αιμίλιου Χουρμούζιου έγινε πραγματικότητα μέσα στην τελευταία τετραετία. Έργο πολύ θετικό και αξιέπαινο. Αυτό κατ’ αρχήν φαίνεται σαν μια σοβαρή επίτευξη και είναι κατά το μέτρο που η «Νέα Σκηνή» εκπλήρωσε τον προορισμό της. Μια δεύτερη σκηνή που να λειτουργεί παράλληλα με την κεντρική έχει νόημα ύπαρξης μόνο όταν γίνεται χώρος που θα προβληθούν και θα αναδειχθούν νέες θεατρικές δυνάμεις του τόπου, δραματουργικές, σκηνοθετικές σκηνογραφικές και υποκριτικές. Για να γίνει κατανοητό τι θέλουμε να πούμε αρκεί να θυμίσουμε ότι εναρκτήριο της «Νέας Σκηνής» ήταν μια ιρλανδέζικη ηθογραφία του περασμένου αιώνα.. Όμως από την «Νέα Σκηνή» παρουσιάστηκαν κατά διαστήματα και νέοι Έλληνες συγγραφείς όπως οι Φώφη Τρέζου, Νίκος Ζακόπουλος, Κώστας Μουρσελάς, Μαρία Λαμπαδαρίδου, Στρατής Καρράς, Παύλος Μάτεσης. Χρησιμοποιήθηκαν εξ άλλου και νέοι σκηνοθέτες,  οι Αλκουλής και Μπάκας και οι νέοι σκηνογράφοι Διονύσης Φωτόπουλος, Παύλος Μαντούδης, Γιώργος Πάτσας και Νίκος Πετρόπουλος. Δεν μπορούμε να είμαστε, ωστόσο, βέβαιοι αν οι επιλογές των έργων που επιλέχθηκαν να ανέβουν ήταν στο σύνολό τους, αυτό που έπρεπε και αν έμειναν απ’ έξω άλλα, σημαντικότερα, με ουσιαστικότερο περιεχόμενο. Μπορούμε πάντως να σημειώσουμε πως τα έργα της Τρέζου, του Μουρσελά και του Καρρά ήταν ξαναπαιγμένα και απ’ αυτή την άποψη η προσφορά ήταν ασθενική.

Η γενική εντύπωση για την «Νέα Σκηνή» ήταν παραπάνω από θετική. Μια καταπληκτικά όμορφη αίθουσα και ευφυής, χωροθετημένη με τρόπο να εξυπηρετεί πολλούς τρόπους λειτουργίας. Ο θαυμασμός που προκάλεσε συνοδεύεται από δυσμενή σχόλια πως σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε για να μαζεύει τις φιλοδοξίες που ξεχείλιζαν από την κεντρική σκηνή.
Αν οι στόχοι της «Νέας Σκηνής» πραγματοποιήθηκαν σε περιορισμένο βαθμό στην Κεντρική Σκηνή πραγματοποιήθηκαν ακόμα λιγότερο. Μπορούμε να πούμε πως με τους Έλληνες συγγραφείς που ανέβηκαν, με τους νέους σκηνοθέτες και σκηνογράφους που χρησιμοποιήθηκαν, με τα έργα «Ρόζενγκρατς και Γκίλντεστερν» του Στόπαρντ και «Κάσπαρ» από άποψη παγκόσμιας πρωτοπορίας, η «Νέα Σκηνή» δεν βρέθηκε πολύ μακριά απ’ τον προορισμό της, παρά τους Βέντεκιτ, τους Έλιοτ, τους ανούσιους Σαίξπηρ και τους Συγκ. Αντίθετα με την Κεντρική Σκηνή που απομακρύνθηκε απ’ την κατεύθυνση που είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί. Αλλά η πορεία του θεάτρου εγκαταλείφθηκε έρμαιο στις βουλήσεις της «αφανούς αρχής». Η επιλογή των έργων γινόταν απ’ τους σκηνοθέτες που τα διάλεγαν με γνώμονα τη φιλοδοξία τους. Αν σημειώθηκε κάποια εύστοχη εκλογή αυτό συνέβαινε γιατί η φιλοδοξία του σκηνοθέτη εμπνέονταν απ’ το πνεύμα της εποχής. Απόδειξη ο «Γαλιλαίος» που αποτελεί εύσημο και άλλοθι της τετραετίας, γιατί είναι ο πρώτος Μπρεχτ που ανέβηκε στο Εθνικό. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε το έργο το επέβαλε ο σκηνοθέτης του και πως αγωνίστηκε για να το επιβάλλει κι ακόμα πως αντιστάθηκε σθεναρά για να μην γίνουν περικοπές στο κείμενο.

Γενική άποψη στην τελευταία τετραετία, αναφορικά με την καλλιτεχνική στάθμη των παραστάσεων του θεάτρου, είναι ότι ποτέ άλλοτε η στάθμη αυτή δεν βρέθηκε χαμηλότερα.  Αν κάποιες παραστάσεις κρατήθηκαν σε σχετικό ύψος αυτό έγινε με προσωπική ευθύνη των σκηνοθετών.  Η ευθύνη για ότι κακό έγινε στο Εθνικό ανήκει ολόκληρη στην καλλιτεχνική Επιτροπή. Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι. Και εγκέφαλος σ’ έναν καλλιτεχνικό οργανισμό είναι η καλλιτεχνική επιτροπή. Όταν ο εγκέφαλος αδρανήσει τότε ο Οργανισμός είναι ένας ζωντανός νεκρός. Η Καλλιτεχνική Επιτροπή υπάρχει για να κατευθύνει καλλιτεχνικά την πορεία του θεάτρου. Είναι όργανο με μεγάλη δύναμη και ευθύνη. Όταν ένα μέλος της επιτροπής διαφωνήσει με την χρήση που της γίνεται  (η που δεν της γίνεται ) οφείλει να παραιτηθεί ακαριαία. (Γι αυτό και η πρόσφατη παραίτηση του Αλέξη Σολομού μας βάζει σε σκέψεις). Και εδώ χωράει να αναρωτηθούμε: Δεν έβλεπαν τα μέλη της Καλλιτεχνικής Επιτροπής τις παραστάσεις του Εθνικού; Δεν γνώριζαν τις παράλογες συμβάσεις με κριτήρια που κραύγαζαν πως κάθε άλλο παρά καλλιτεχνικά ήταν; Δεν διαπίστωναν πως το ρεπερτόριο το καθόριζαν οι σκηνοθέτες κατά την επιθυμία του ο καθένας και ότι ο προγραμματισμός του θεάτρου εξουδετερωνόταν; Σίγουρα τα ήξεραν όλα αυτά και δεν επενέβαιναν μα και αν δεν τα ήξεραν η ευθύνη τους είναι μεγαλύτερη και οπωσδήποτε ολοκληρωτική.
Η συμμετοχή σε μια επιτροπή δεν είναι μόνο μια τιμητική διάκριση αλλά πρωτίστως μια ιδιαίτερα υπεύθυνη θέση κι αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να την τονίσουμε τώρα και για πάντα.

                                    ΚΡΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΒΟΡΕΙΟΥ  ΕΛΛΑΔΟΣ

«Έχω πληροφορίες ότι στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τα πράγματα πάνε καλά» μας είπε ο Δημήτρης Μυράτ σε εκείνες τις εντυπωσιακές (χάριν εντυπώσεων) συνεντεύξεις του όταν είχε ανακοινωθεί πως θα ήταν ο αντικαταστάτης του στρατηγού Παξινού στη διοίκηση του ΟΚΘΕ. Δεν είχε όμως καλές πληροφορίες ο διαλεκτός σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής γιατί τα «πράγματα» στο ΚΘΒΕ δεν πήγαιναν καθόλου καλά, αντίθετα πήγαιναν πολύ άσχημα. Θα το διαπίστωνε και ο ίδιος αν τελικά ανέβαινε στον 6ο όροφο του κτιρίου της οδού Μενάνδρου σαν διοικητής. Το εκλεκτό ζεύγος όμως Ιωαννίδη – Ανδρουτσόπουλου αντιτάχθηκε στην απόφαση του υπουργού πολιτισμού και – μ’ ένα ηχηρότατο ράπισμα στον υπουργό και κυρίως στον ηθοποιό – ο στρατηγός διοικητής παρέμεινε στο γραφείο του με την θέα της στέγης του βασιλικού θεάτρου. Αυτά όμως είναι περασμένα ξεχασμένα, τόσο οι συνεντεύξεις του κυρίου Μυράτ, που ήταν ο αρχιτέκτονας του Οργανισμού Κρατικών Θεάτρων, όσο και η απόφαση του υπουργού πολιτισμού να τοποθετήσει τον εμπνευστή ως διοικητή. Ας ξαναγυρίσουμε στα του ΚΘΒΕ. Δεν πήγαινε λοιπόν τίποτα καλά στο θέατρο της Θεσσαλονίκης. Αλλοπρόσαλλο ρεπερτόριο, χαμηλότατης ποιότητας παραστάσεις, έλλειψη ικανών σκηνοθετών και ηθοποιών. Αν εξαιρέσουμε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η διεύθυνση της Θεσσαλονίκης διάλεγε από τα αζήτητα των θεάτρων της Αθήνας. 
                                 
                                       ΤΑ  ΕΡΓΑ  ΤΟΥ  ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ  ΧΕΙΜΩΝΑ

Αρκετά απ’ όσα σκηνικά συνέβησαν μέσα στον χρόνο που συμπληρώνεται θα μπορούσαν να ανακινήσουν τα τελματωμένα νερά του θεατρικού μας έλους και ίσως αρκετά να το κατάφεραν. Η Άννα Συνοδινού εγκαινιάζει μέσα σ’ έναν ταραγμένο Νοέμβρη – την ίδια τη νύχτα της «μεγάλης σφαγής» - την καινούργια συνεργασία της με το Εθνικό Θέατρο. Τέσσερα δραστικά στοιχεία επιχειρούν να αναστήσουν μια παλιά επιτυχία. Σαίξπηρ, Εθνικό Θέατρο, Αλέξης Σολομός, Άννα Συνοδινού. Μα η συνταγή δεν πετυχαίνει και το «’Οπως σας αρέσει» παραμένει μια παλιά επιτυχία που δεν ζωντάνεψε. Θυμίζουμε στον αναγνώστη ότι το ίδιο έργο, ήταν το πρώτο έργο που σκηνοθέτησε ο Σολομός στο Εθνικό το 1953, με την Βάσω Μανωλίδου στο ρόλο της Ροζαλίντας και με τον Θάνο Κωτσόπουλο. Το δεύτερο έργο της συνεργασίας Σολομού – Συνοδινού, πάντα στο Δημοτικό Πειραιώς, το «Καμίνο Ρεάλ» του Τέννεση Ουίλιαμς, έγινε μια σημαντική παράσταση με πολλές αρετές. Το ίδιο σημαντική πρέπει να θεωρηθεί και η επιλογή του έργου που ήταν τελείως άγνωστο στην Ελλάδα..


"Αντιγόνη" Σοφοκλή. Επιδαύρια 1974. Σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού

Τα δυο τελευταία χρόνια ο Σπύρος Ευαγγελάτος μας πρόσφερε τρεις ξεχωριστές παραστάσεις. Πέρυσι με το «Τάγκο» του Μρόζεκ και φέτος με το «Φτωχέ φονιά» του Κόχουτ και τον «Κάσπαρ» του Χάντκε. Οι τρεις αυτοί συγγραφείς κρατάνε αυτή τη στιγμή (μαζί με τον Μπέρνχαρτ) την πιο προωθημένη θέση στην ευρωπαϊκή δραματουργία. Οι κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές προεκτάσεις του Μρόζεκ, η απλοϊκότητα,η αφέλεια και η θεαματικότητα με τις οποίες ο Κόχουτ βάζουν το δάχτυλο στις ανοιχτές κοινωνικές πληγές ( και όχι με το «Φτωχέ Φονιά» που είναι μια σκέτη σκηνική δεξιοτεχνία και τίποτα άλλο και μάταια η κριτική αναζήτησε προεκτάσεις) και η καταγγελία των πολλαπλών μέσων αλλοτρίωσης του Χάντκε, είναι καίριες αρετές. Ο Ευαγγελάτος με τους θιασάρχες, με επαινετή οξυδέρκεια ξεχώρισαν τα έργα, διάλεξαν το κατάλληλο έμψυχο υλικό και ο πρώτος σκηνοθέτησε πραγματοποιώντας υποδειγματικές παραστάσεις. Στην περίοδο που αναφερόμαστε υπάγονται δυο απ’ αυτές: «Φτωχέ φονιά» και «Κάσπαρ». Οδηγημένος σωστά από τον σκηνοθέτη ο Γιάννης Φέρτης πετυχαίνει μια απίστευτη ερμηνεία καθώς και η Ξένια Καλλογεροπούλου και ο Χρήστος Τσάγκας. Η παράσταση αυτή είναι χωρίς αμφιβολία το μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός που μας έχουν στερήσει τα τελευταία χρόνια οι καθιερωμένοι σκηνοθέτες μας. Και είχαμε να δούμε στην Αθήνα τέτοια παράσταση απ’ τον καιρό του «Πύργου» του Κάφκα (Σολομός) και του «Μπαλκονιού» του Ζενέ (Βολανάκης). Ο «Κάσπαρ» του Χάντκε είναι η δεύτερη φετινή επιτυχία του Ευαγγελάτου στη Νέα Σκηνή του Εθνικού. Το έργο είναι έξω απ’ την δεκτικότητα του μέσου Έλληνα θεατή, μας έδωσε όμως μια ιδέα για τους υπαρξιακούς και οντολογικούς προβληματισμούς του Αυστριακού συγγραφέα. Έξοχη η ερμηνεία του Τσακίρογλου στον ρόλο του πλάσματος που έρχεται σε επαφή με τον εξανθρωπισμό, εξελισσόμενο και αλλοτριούμενο.



   "Πλαίη Στρινμπεργκ" του Ντύρενματ. Θάλεια Καλλιγά. Λυκούργος Καλλέργης και Νίκος Απέργης. Σκηνοθεσία Λυκούργου Καλλέργη.

Μια ευχάριστη έκπληξη υπήρξε το έργο που ανέβασε η Θάλεια Καλλιγά στο θέατρο «Κάβα» με προσωπική της ευθύνη. Ο Ντύρενματ κέντησε πάνω στον δριμύτατο καμβά του «Χορού του θανάτου» του Στρίντμπεργκ, με ανελέητες βελονιές ένα πικρότατο έργο. Το «Πλαίη Στρίντμπεργκ», σκηνοθετημένο αριστοτεχνικά απ’ τον Λυκούργο Καλλέργη (που έπαιξε και τον ρόλο του συνταγματάρχη) είναι η δεύτερη πιο σημαντική παράσταση μετά το «Φτωχέ φονιά». Και στην παράσταση του θεάτρου «Κάβα» τα ονόματα των τριών ηθοποιών (Λ. Καλλέργης, Θάλεια Καλλιγά, Ν. Απέργης) εγγράφονται στην λίστα με τις πολύ λίγες δυστυχώς καλές ερμηνείες της χρονιάς.

Οι δυο Σαίξπηρ της σαιζόν, («Οθέλος» στο Εθνικό και «Κοριολανός», στο Βορείου Ελλάδος) δεν μετακίνησαν τον δείκτη, ούτε από άποψη σκηνοθεσίας ούτε από άποψη ερμηνειών. Η παράσταση του «Οθέλου» έδειξε,  για ακόμα μια φορά, αδικαιολόγητη την σύμβαση του Εθνικού με τον Μάνου Κατράκη, γιατί ούτε ο ρόλος ούτε και η απόδοση του πρωταγωνιστή είναι έξω απ’ τις δυνατότητες μόνιμων στελεχών της Κρατικής Σκηνής. Ακριβώς το αντίθετο θα υποστηρίζαμε, έχοντας κατά νου τον Στέλιο Βόκοβιτς.

"Βασιλιάς Ληρ" Μικρό Θεάτρο. Χαρα Κανδρεβιώτου, Γιάννης Νικολαΐδης. Σκηνοθεσία Γιάννη Νικολαΐδη

Ένα ακόμα έργο του Σαίξπηρ ανέβηκε μέσα στον περασμένο χειμώνα. Ο «Βασιλιάς Ληρ» στο «Μικρό Θέατρο». Η Χαρά Κανδρεβιώτου και ο Γιάννης Νικολαϊδης πέτυχαν ύστερα από πολλές προσπάθειες να αποκτήσουν ένα θεατράκι στην Κυψέλη. Το να αποκτήσεις όμως ένα θέατρο,- και μάλιστα τόσο δύσκολα όσο αυτοί οι δυο - και να βάλεις την ταμπέλα σου απ’ έξω, δεν αρκεί για να κάνεις σαφή τον προβληματισμό και τις προθέσεις σου. Με το εναρκτήριο έργο της Χαράς Κανδρεβιώτου «Ο Μπωντλαίρ και ο Μπαλαντέρ», έργο αξιόλογο, υποθέσαμε ότι οι δυο ικανοί καλλιτέχνες είχαν κάποιο προσανατολισμό. Ο «Βασιλιάς Ληρ» όμως μας δημιούργησε ερωτηματικά. Τα έργο αυτό χρειάζεται χώρο. Δεν είχαν. Χρειάζεται ηθοποιούς. Δεν είχαν. Χρειάζεται μέσα. Δεν είχαν. Εφ’ όσον δεν έχεις τίποτα απ’ όλα αυτά σημαίνει πως αποτολμάς το δύσκολο αυτό ανέβασμα γιατί έχεις άποψη. Και όταν λέμε άποψη εννοούμε σαν αυτή που είχε ο Εντουαρντ Μποντ όταν έγραψε τον δικό του Ληρ, η σαν αυτή που είχε ο Στρέλερ όταν πέρυσι παρουσίασε τον Ληρ στην Ευρώπη. Η Χαρά Κανδρεβιώτου και ο Γιάννης Νικολαϊδης είναι δυό πολύ καλοί ηθοποιοί, εργατικοί, και δημιουργικοί πρέπει να τιθασεύσουν τις φιλοδοξίες τους στα πλαίσια του εφικτού. Πρέπει να βρουν τον τρόπο να προσφέρουν στο θέατρο που τόση ανάγκη έχει από καλά στελέχη.
Ένα άλλο θεατρικό γεγονός που δεν πρέπει να μείνει αμνημόνευτο  είναι το ανέβασμα από το Θέατρο Τέχνης το πρώτο έργο του Έντουαρντ Μπόντ. Καθιερωμένος στην Ευρώπη παρέμενε άγνωστος τελείως στην Ελλάδα – το θεατρικό μας ρολόϊ πάει απελπιστικά πίσω. Το Θέατρο Τέχνης ωστόσο συνεχίζει να μας φέρνει σε επαφή με την σύγχρονη δραματουργία και ιδιαίτερα με συγγραφείς τόσου πυκνούς σε ουσιαστικές νύξεις όπως ο Μποντ που η κριτική της πατρίδας του τον χαρακτήρισε προφήτη. «Το μονοπάτι που πάει βαθιά στο βορρά» ανέβηκε στο θέατρο Βεάκη και σκηνοθετήθηκε από τον Γιώργο Λαζάνη. Η κριτική στάθηκε πολύ αυστηρή και πολλές φορές σκληρή με την παράσταση. Ο σκηνοθέτης κρατήθηκε έντιμα απέναντι στο έργο αλλά δεν κατανόησε σ’ όλη την έκταση τις σημάνσεις του συγγραφέα. Η φιλοσοφία του και ο προβληματισμός του σκηνοθέτη συλλαμβάνουν σε άλλη συχνότητα απ’ αυτήν που εκπέμπει ο συγγραφέας. Δημιουργικές οι ερμηνείες του Γιώργου Αρμένη και του Νίκου Μπουσδούκου.

Αντίθετα απ’ το έργο του Μποντ, ένα ελληνικό έργο που ανέβασε το Θέατρο Τέχνης είχε μια προσέλευση  που το «Μονοπάτι» δεν  εξασφάλισε. Πρόκειται για την προπέρσινη παράσταση με το έργο του Σκούρτη «Ο Καραγκιόζης παρ΄ολίγο Βεζύρης». Πενιχρές είναι οι εντυπώσεις μας απ’ το έργο και την παράσταση. Έργο φτωχό, ισχνό, αναιμικό που προσπαθεί να πλασάρει κάποια καταγωγή απ’ τη λαϊκή παράδοση και κάποιο πολιτικό μήνυμα και που αποτυγχάνει και στα δυο. Καταπληκτική η ερμηνεία του Λαζάνη στο ρόλο του Καραγκιόζη. Το έργο του Βιτράκ «Βικτώρ η τα παιδιά στην εξουσία», σκηνοθετημένο απ’ τον Κάρολο Κουν εύστοχα και παιγμένο ταιριαστά απ΄ τα βασικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης, δεν έχει τίποτα ξεχωριστό να σημειωθεί με ιδιαίτερη αναφορά εκτός από την δημιουργική μετάφραση του Παύλου Μάτεση.
Ο Στρατής Καρράς παρουσίασε το καινούργιο έργο του «Οι  Μπουλουκτσήδες» που ανέβηκε στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη. Δεν είδαμε την παράσταση κι έτσι στηριζόμαστε σε συμπεράσματα απ’ τις κριτικές που γράφτηκαν και στις εντυπώσεις που κυκλοφόρησαν. Το έργο κατηγορήθηκε για προσπάθεια εύκολου εντυπωσιασμού χωρίς να του αρνούνται αρετές. Δεν ήταν όμως ανάλογο, καθώς φάνηκε, με τις προσδοκίες. Η παράσταση αντίθετα βρέθηκε ψηλότερα τοποθετημένη στην εκτίμηση των θεατών της κι αυτό βρέθηκε σύμφωνο με τις προσδοκίες. Όσοι είδαν το έργο μιλούν με ενθουσιασμό για τη Μαρίκα Τζιραλίδου.
Σίγουρα τίποτα δεν συνέβη και στη «Στοά» του Ζωγράφου. Άσχετα απ’ την αξία των δυο ελληνικών έργων που ανέβηκαν τον χειμώνα και άσχετα απ’ την στοργική σκηνική μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε, τίποτα το ιδιαίτερο δεν σημειώθηκε και στην περιοχή του Ζωγράφου.

Η «Νέα Πορεία» μετά την απομυθοποίηση της «ομαδικής δουλειάς» και την εγκατάλειψη του δημιουργού  και κεντρικού προσώπου της όλης φάσης (και τελικά ιδιοκτήτη της) απ’ όλα τα στελέχη της, αναζήτησε μια νέα φόρμουλα για να υπάρξει. Ο Γιώργος Χαραλαμπίδης όταν έβαζε τον θεμέλιο λίθο της «Νέας Πορείας» πίστευε στην έννοια της ομάδας, φαίνεται όμως πως οι προσωπικές του φιλοδοξίες τον φέρανε σε αντίθεση με τα «πιστεύω» του κι έτσι η μεγαλύτερη αρετή απ’ αυτήν την απόπειρα ήταν η μαρτυρία  του ομαδικού ενθουσιασμού που κατέκλυσε τα μέλη του σχήματος, ενθουσιασμός που διέγειρε πολλά συναισθήματα, πολιτικά και καλλιτεχνικά και όχι μόνο στα πλαίσια της ομάδας. Οι σκηνοθεσίες της και τα έργα  ήταν ισχνά και με πάμπολλες ατέλειες, τα κάλυπτε όμως η ζωντάνια και η θέρμη που αναδίδονταν απ’ την συνολική δουλειά κι έτσι ο θεατής έφευγε χορτάτος από εντύπωση και ανθρώπινη επαφή και δεν ψιλοκοσκίνιζε τα επί μέρους. Παραμένει λοιπόν  προσφορά του Γιώργου Χαραλαμπίδη και της «Νέας Πορείας»,- για όσο χρόνο έζησε ως ομάδα -, το κλίμα της διέγερσης και μιας αγωνιστικότητας που ξεκίνησε με τους «Τριακόσιους της Πηνελόπης» και σκόρπισε μια αισιοδοξία μέσα στο ασφυκτικό κλίμα της εποχής. Το περυσινό έργο του δημιουργού και ηγέτη της ομάδας αποφεύγουμε να το κρίνουμε, όπως και τα συνθήματα που έδωσε για διαφήμιση στον Τύπο. Αποφεύγοντας όμως να μιλήσουμε για το έργο και την παράσταση δεν πρέπει να αποσιωπήσουμε την τόσο σημαντική δουλειά της Λαλούλας Χρυσικοπούλου στο σκηνικό της «Στάσης Λυσιατρείου».
Στην λίστα των καλών παραστάσεων του περασμένου χειμώνα, σε πρωτεύουσα σειρά μπαίνει η συνεισφορά του Δημήτρη Ποταμίτη με την δημιουργία του «Θεάτρου Έρευνας» και το ανέβασμα το εναρκτήριου έργου του νέου σχήματος. Σε αντίθεση με το έργο Πάβελ Κόχουτ που ανέβασε ο Φέρτης, που είναι αδρανές πολιτικά, το «Αύγουστε, Αύγουστε» του ίδιου συγγραφέα είναι γεμάτο από πολιτικό περιεχόμενο. Καταγγελία της διαδικασίας που εφαρμόζει το σύστημα  για να αλλοτριώσει τον άνθρωπο και από φυσική οντότητα να τον μεταβάλλει σε πολιτικό ανδρείκελο, καταπιεζοντάς το μέχρι την τελική του εξουθένωση.

                                               ΤΟ  ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ‘74

Το φετινό θεατρικό καλοκαίρι διχοτομήθηκε από τα γεγονότα του Ιουλίου. Αριθμητικά υπερίσχυσαν οι επιθεωρήσεις που μετά την κατάρρευση της δικτατορίας άλλαξαν τίτλο εν μια νυκτί, προστέθηκε ένα νούμερο σχετικό με την επικαιρότητα και οι παραστάσεις από καταπιεσμένες έγιναν ελεύθερες. Συνεντεύξεις, δηλώσεις, ρεπορτάζ στις εφημερίδες από τους αντιστασιακούς της σκηνής και της πλατείας, τόσες που ο λαός πείσθηκε ήδη πως το θέατρο ήταν αυτό που μας απελευθέρωσε απ’ τη χούντα. Παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιστασιακών επιθεωρήσεων και όλων των άλλων συνεπακόλουθων που δημιούργησαν μια θολωμένη ατμόσφαιρα περί τα θεατρικά, η ποιότητα διακρίθηκε και οι δυο αρχιμαστόροι του θεάτρου μας – ο Κουν και ο Σολομός – μας πρόσφεραν αυτό το καλοκαίρι, στην Αθήνα και στην Επίδαυρο, δυο δουλειές τους που ανανέωσαν τις ελπίδες μας για το θέατρό μας.
Η «Τύχη της Μαρούλας» έγινε μια θαυμάσια παράσταση παιγμένη με κέφι και δεξιοτεχνία από τα βασικά στελέχη του «Θεάτρου Τέχνης». Μας προσφέρθηκε, στο θέατρο της Ιουλιανού εκείνη η αίσθηση της ευεξίας που είναι αλάθητος κριτής για την επιτυχία μιας παράστασης.
Τα «Επιδαύρια ‘74» κόπηκαν στη μέση φέτος απ’ τα γεγονότα της Κύπρου και την Επιστράτευση. Διακόπηκαν τον Ιούλιο και επαναλήφθηκαν με την μεσολάβηση της ματαίωσης μιας παράστασης, της «Λυσιστράτης», που ούτως η άλλως ήταν επανάληψη. Στο πρώτο μέρος, σε καθεστώς στρατοκρατικό, παρουσιάστηκαν ο «Προμηθέας» με σκηνοθεσία Μουζενίδη και με τον Κατράκη στον κύριο ρόλο και η «Άλκηστη» με τον «Κύκλωπα» του Ευριπίδη σε κοινή παράσταση, με σκηνοθέτη τον Ευαγγελάτο. Καλή παράσταση με πολλούς νεωτερισμούς και ηχηρή έξωθεν μαρτυρία. Περιοριζόμαστε στα  εξ ακοής, γιατί δεν είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσαμε την ευαγγελάτειο πρόταση κι έτσι αποφεύγουμε να εκφράσουμε οποιαδήποτε κρίση. Αντίθετα τον μουζενίδειο «Προμηθέα» τον παρακολουθήσαμε κι αυτός είναι ο λόγος που επίσης θα αποφύγουμε την κριτική του.
Στο δεύτερο μέρος της διοργάνωσης, το δημοκρατικό, ο Σολομός έφερε την ερμηνεία της τραγωδίας ένα βήμα προς τις κερκίδες. Με την «Αντιγόνη» που είδαμε φέτος στην Επίδαυρο αισθανθήκαμε την απόσταση, ανάμεσα σε μας, τους θεατές του 1974 και στο κείμενο που γράφτηκε πριν από εικοσιτέσσερις αιώνες, να μικραίνει. Αισθανθήκαμε όλες τις συγκρούσεις των προσώπων στην ορχήστρα να καταγράφονται μέσα μας.  Νοιώσαμε εμείς και ο τραγικός λόγος. Δυο λειτουργίες σε ταύτιση. Δεν είμαστε ούτε θεατρολόγοι, ούτε φιλόλογοι, τίποτα απ’ όλα αυτά που εγγυώνται, κατά τα καθιερωμένα, μια αυθεντία στην έκφραση γνώμης, για να αποφανθούμε επίσημα κατά πόσο η συγκίνηση και η εντύπωση που κουβαλούσαμε για αρκετό διάστημα μετά την παράσταση ήταν αποτέλεσμα του σκηνοθέτη, του μουσικού, του σκηνογράφου ή της πρωταγωνίστριας και των άλλων ηθοποιών.

Γιώργος Χατζηδάκης
«ΘΕΑΤΡΙΚΑ»  Νοέμβριος  1974