Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

«Σαν εκσπερμάτωση»! Αλλά μάλλον όχι !

Χένρικ Ιψεν : Νόρα                                                                                               Θέατρο «Άττις»


Ο μύθος γύρω από τον Θόδωρο Τερζόπουλο και το έργο του, πράξη και θεωρία είναι σαν ένα κάστρο πολύ καλοχτισμένο, φρούριο απρόσβλητο, με μια ποικίλη φρουρά πιστών ολοτρόγυρα, σε Ανατολή και Δύση, ορκισμένη να το υπερασπίζεται με αυταπάρνηση κι έτσι από τίποτα δεν προσβάλλεται και φυσικά ούτε και θίγεται στο παραμικρό. Αναμφισβήτητα είναι στέρεα εδραιωμένη η μέθοδος του, θεμελιωμένη σε πολύχρονη δοκιμασία σε θεωρία και πράξη.  Οφείλω συνεπώς να διευκρινίσω προς τον ίδιο αλλά και στην ευάριθμη ομάδα που ανά τον κόσμο πολύ δίκαια τον αποδέχεται πως ο σχολιασμός που θα τολμηθεί παρακάτω δεν αφορά παρά μόνο την συγκεκριμένη παράσταση με τον τίτλο «Νόρα» που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο θέατρο «Ατις», μιας και από κακή τύχη έχω να ιδώ παράσταση του από το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλλερ το 1989. Έχω δηλαδή ένα κενό τριάντα χρόνων. Στο μεταξύ ο σκηνοθέτης κατέκτησε τον κόσμο και απόκτησε φήμη και κύρος σε πολλά επίπεδα καθώς και μια αναγνωρισμένη μέθοδο δουλειάς αποδεκτή με θαυμασμό και αποδεδειγμένη από πλήθος εφαρμογών.


Ειλικρινά δεν μπορώ να  δικαιολογήσω την τόσο μεγάλη χρονική απόσταση μου από τις δημιουργίες του Τερζόπουλου και είναι  γελοίο να ισχυριστώ πως αιτία είναι η λέξη «εκσπερμάτωση». Θα σας προκαλεί ασφαλώς έκπληξη και αιφνιδιασμό η αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη που επικαλούμαι σαν εξήγηση της αποχής μου από παραστάσεις και τις θεωρίες, αλλά η σοκαριστική εντύπωση της λέξης με ανέκοπτε κάθε φορά που έβαζα στο πρόγραμμα μου μια παράσταση του. Ιδού ωστόσο η μικρή ιστορία της λέξης περί της οποίας πρόκειται. Είχα παρακολουθήσει, όπως σημείωσα παραπάνω την παράσταση του «Κουαρτέτου» σ’ ένα θέατρο λίγο πιο κάτω απ’ τη Μητρόπολη. Θυμάμαι την συμμετοχή της Όλιας Λαζαρίδου και του Ακη Σακελλαρίου και θυμάμαι επίσης πως πολλά στοιχεία της παράστασης τα είχα βρει ενδιαφέροντα και κάποια άλλα αινιγματικά. Εδώ πρέπει να προσθέσω πως παλαιότερες σκηνοθεσίες του στη Θεσσαλονίκη (θυμάμαι το «Μικρό Μαχαγκόνι» και το «Κεκλεισμένων των θυρών») που είχαν τροφοδοτήσει συζητήσεις ανάμεσα μας. Έτσι λοιπόν μετά το «Κουαρτέτο» αναζητούσα ν΄ ακούσω κάποιες εξηγήσεις για την παράσταση και "ω του θαύματος" πέφτω πάνω σε μια συνέντευξή του τηλεοπτική, στο αλήστου μνήμης SEVEN X (ίσως εκπομπή του Μαλανδρή), όπου ο σκηνοθέτης σε ερώτηση σχετική με την παράσταση και μια λεπτομέρεια της σκηνοθεσίας, εξήγησε, μετά από δισταγμό πως το σημείο εκείνο ήταν «...σαν.. εκσπερμάτωση!». Δεν μπορώ να εξηγήσω για ποιόν λόγο ακριβώς κρατήθηκα έκτοτε σε μια επιφυλακτική απόσταση από τις παραστάσεις του. Ίσως μου δημιουργήθηκε μια προκατάληψη, όπως αποδείχτηκε εντελώς άδικη και λαθεμένη, αφού ο κόσμος ολόκληρος αποδέχεται από πολύ θερμά ως και υστερικά τις απόψεις και τις σκηνικές του εφαρμογές. Αναγνωρίζω το λάθος μου και μέμφομαι τον εαυτό μου που άφησα μια ποιητική μεταφορά να μου στερήσει την μέθεξη μου στις τόσο φημισμένες παραστάσεις του.

Απαλλαγμένος λοιπόν από κάθε αρνητική η θετική ιδεοληψία και προκατάληψη και με την απόφαση να μην εξακολουθήσω να απέχω απ’ την γενική αποδοχή, μιας κατά γενική ομολογία κοσμογονικής αντίληψης και εφαρμογής, καθώς μάλιστα βρίσκομαι και μάλλον κοντά στην έξοδο από τον κόσμο τούτο, διάβηκα την είσοδο του θεάτρου «Άττις» και παρακολούθησα την παράσταση της «Νόρας» του Ίψεν, κατά «σκηνοθεσία και σκηνική εγκατάσταση» του Θόδωρου Τερζόπουλου. Προχωρώ στην περιγραφή και στην έκθεση των εντυπώσεων μου με όση αντικειμενικότητα μου επιτρέπει η μνήμη μου.


Μια λοξή επιφάνεια κόβει τη σκηνή διαγωνίως. Η επιφάνεια αυτή αποτελείται από πορτόφυλλα με πύρο στη μέση του φάρδους τους, ώστε να ανοίγουν λίγο η ολοκληρωτικά περιστρεφόμενες, βαμμένες απ’ την μια όψη λευκές και από την άλλη μαύρες. Στην έναρξη όλες οι επιφάνειες, λευκές που με τον φωτισμό να δυναμώνει βαθμιαία ώστε να γίνεται σχεδόν εκτυφλωτικές. Διάρκεια χρονική. Στην δεξιά πλευρά το τελευταίο πορτόφυλλο ανοίγει ελάχιστα και ξεπροβάλλει ένα χέρι; Διάρκεια χρονική. Αναμονή. Από κει και πέρα ακολουθεί μια αλληλουχία εμφανίσεων με διάρκειες πάντα υποβλητικές. Απ’ τ΄ αριστερά βγαίνουν η διακρίνονται ανάμεσα από μισανοίγματα, πρόσωπα, χέρια η πόδια η και κορμοί ολόκληροι που γλιστρούν κατά μήκος των θυρόφυλλων, άλλοτε χάνονται, άλλοτε ο ένας καλύπτει τον άλλον. Μιλούν, ψιθυρίζουν, ξεφωνίζουν, στριγκλίζουν, τσιρίζουν, καγχάζουν, αγκαλιάζονται, κοροϊδεύουν, μιμούνται, σατιρίζουν. Τρεις ηθοποιοί, μια γυναίκα δυο άνδρες, διεκπεραιώνουν το ένα δέκατο του ιψενικού κειμένου, (το άλλο προφανώς θυσιάστηκε στο βωμό του ουσιώδους) ,  με όλη αυτή την γκάμα των καμωμάτων, των ευρημάτων, των εμπνεύσεων του συμπυκνωμένου συμβολισμού η μάλλον των πολλών συμβολισμών που καλείται ο θεατής να ανακαλύψει τις σημασίες τους η να διανοηθεί δικές του. Θα σεβαστώ την προσπάθεια του αναγνώστη μου να ακολουθήσει ο ίδιος το «παιχνίδι του θησαυρού» και δεν θα παρασυρθώ να ξεσκεπάσω τα όσα  προοδευτικά για τη γυναικεία χειραφέτηση θίγει ο μέγας Νορβηγός, για τα στεγανά των οικογενειακών ερμητισμών, για τα εκμαυλιστικά των γυναικείων σοφισμάτων προς υποδούλωση των συζύγων, για τα σατανικά τεχνάσματα των τοκογλύφων και τα κοινωνικά δεινά των τραπεζιτικών συστηματισμών. Ο σκηνοθέτης κάτι ακούμπησε απ΄ όλα αυτά, ακροθιγώς όμως, ανεπαισθήτως,  ίσα ίσα ώστε να μην θιγεί η δική του φόρμουλα και να μην μολυνθεί από τον θεατρικό ιό του κατεστημένου το προσωπικό του οικοδόμημα του καινοφανούς.



Αυτολογοκρίνομαι και συγκρατούμαι ώστε να μην συμπεράνω πως η «μέθοδος» στην προσπάθεια της να κυριαρχήσει, να υπάρξει, να επιδείξει την υπεροχή της, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να αποκαλύψει την ανεπάρκεια της. Και σημειώνω πως αυτολογοκρίνομαι με την απόλυτη συναίσθηση πως δεν είναι ούτε τίμιο εκ μέρους μου, ούτε δίκαιο μα ούτε και φρόνιμο να εμφανιστώ πως αμφισβητώ την αξία της τερζοπουλικής μεθόδου βασιζόμενος σε μια παράσταση που φαίνεται καθαρά πως δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ελάχιστα την αξία του σκηνοθέτη που όλος ο κόσμος αναγνωρίζει.

Τους τρεις ρόλους της παράστασης διεκπεραιώνουν τρεις ηθοποιοί με φιλοτιμία και σαφήνεια ώστε να προβάλει ευδιάκριτη η άποψη της σκηνοθεσίας. Την Νόρα η Σοφία Χιλλ, τον Κρόκσταντ ο  Τάσος Δήμας και τον Τρόβαλντ ο Αντώνης Μυριαγκός. Ο δεύτερος είναι και ο πιο επιτυχής στον σαρδόνιο κρακελωτό καγχασμό του φαινομένου συνολικά. Χοντρικά και ακραία σχεδιασμένες όλων οι φιγούρες με μια ηθελημένη γελοιογραφική σκιτσογράφηση, αποφυγή κάθε φυσιολογικότητας, κινήσεις και στάσεις μαριονετίστικες, διαστρεβλωτικές ώστε να υποστηρίζεται η αρχή της σωματικότητας, χωρίς ωστόσο κανένα αισθητικό, σημασιολογικό η ουσιαστικό όφελος. Εκφορά επίσης αλλόκοτη, μίμηση περισσότερο και εσκεμμένα σαχλοποιημένη, αυτά είναι αγαπητοί μου τα όσα αποκόμισα από την παράσταση «Νόρα» του Θόδωρου Τερζόπουλου στο θέατρο «Αττις»


Σας υπογραμμίζω ωστόσο και το θεωρώ απαραίτητο να σας το τονίσω πως ασφαλώς θα ακούσετε να λέγεται, αν κάποιος ασχοληθεί με το κείμενο μου, πως είμαι παλαιών αντιλήψεων, πως δεν είμαι σε θέση να ακολουθήσω τις εξελίξεις του θεάτρου και πώς τολμώ και διανοούμαι να διαφωνώ και να διίσταμαι με τις γνώμες τόσων σπουδαίων ανά τον κόσμο ειδικών.  Σ’ αυτή την περίπτωση σας εξουσιοδοτώ να τους μεταφέρετε την  σεμνότητα μου κι ακόμα πως με πολύ προσεκτικό και επιφυλακτικό τρόπο μετέφερα την περιγραφή των όσων είδα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Φασματοσκοπικό ντελίριο υποκριτικής

                                                                                       
Τόμας Μπέρντχαρτ : "Ρίττερ, Ντένε, Φος"  
Θέατρο Τέχνης - Υπόγειο

Όταν όλα - και ακόμα περισσότερα - έχουν ειπωθεί από το λεφούσι των κριτικών κάθε είδους, μορφής και ποιότητας και επιπλέον ο ίδιος ο συγγραφέας τα λέει ξεκάθαρα ότι έχει νε πει, είναι νομίζω πλεονασμός να επιχειρηθεί απ’ αυτή τη στήλη να αναλυθούν περισσότερα και να αποσημειολογηθούν τα κρυμμένα σημεία του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Βος» του Τόμας Μπέρνχαρτ που παίζεται στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Θεωρώ ωστόσο πως λαθεμένα οι Γερμανοί χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα Μπέκετ των Άλπεων. Ο Αυστριακός με τον Ιρλανδό καμιά σχέση. Ηθογράφος, έστω ιδιόμορφος και εγκεφαλικός, ακραίος, γκροτέσκος και αδυσώπητος ο πρώτος και ερμητικός, δυσερμήνευτος και παράλογος ο άλλος. Διαμετρικά διαφορετικοί. Η περίπτωση των τριών αδελφών στο έργο του Μπέρχαρτ, που απεγνωσμένα συστρέφονται με άγριες περιελίξεις δεν είναι ιδιαίτερη, δεν είναι αποκαλυπτική και ούτε αποτελεί ασυνήθιστο σύμπτωμα στα σώματα των σημερινών κοινωνιών. Η ευρύτητα των πληροφοριών, το άνοιγμα των ηθών και η ανοχή και κατανόηση στις ποικιλίες της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς μας δημιούργησαν ένα είδος εθισμού. Έχουμε εξοικειωθεί με το κακό, το αφύσικο, το αμαρτωλό, το ανόσιο. Περιπτώσεις που ακόμα και αν δεν τις συναντάς καθημερινά, όταν τις πληροφορείσαι δεν τις αντιμετωπίζεις με φρίκη και δέος. Η καθημερινότητα βρίθει από ποικίλες ακρότητες και συνήθειες αλλά η θεματολογία των συγγραφέων δεν αρκείται σ’ αυτά. Ο πεινασμένος ανικανοποίητος καταναλωτής, αναγνώστης η θεατής ζητάει περισσότερο κακό και οι συγγραφείς αλλά οι σεναριογράφοι ιδίως, που κυνηγούν κάθε συνδυασμό όχι απλά νοσηρών αλλά τερατικών ψυχολογικών συμπλεγμάτων, μας έχουν «μορφώσει» δεόντως. Κοντολογίς ζούμε σε μια εποχή τερατουργιών όσον αφορά τις ποικίλες συμπεριφορές των ομοίων μας ώστε το ακραίο σαν ακραίο πια να μην μοιάζει. Μια παραπλήσια παράμετρος είναι πως η κατάρρευση κάθε δοκού και άξονα ισορροπίας, ηθικών υποστυλωμάτων και πλαισίων ξεχαρβάλωσε τις ψυχολογίες των ανθρώπων του καιρού μας. Δηλαδή έχουμε περιπλακεί σ’ ένα κύκλο παραμορφωτικής αμοιβαιότητας. Ασφαλώς είναι κι αυτή μια μορφή εξέλιξης και προόδου. Και για να αφήσουμε τις γενικότητες και να επιστρέψουμε στο έργο θα το χαρακτήριζα σαν έναν θύλακα πρωτογονισμού, ενστίκτων που η παραφροσύνη τα απελευθερώνει, μέσα σε μια κοινωνία έμφοβη και υποκριτική, υποκείμενη σε παρηγορητικές καταφυγές.

Το ψυχολογικό φαινόμενο των τριών αδελφών ωστόσο, με όλο το φάσμα ζωώδους συμπεριφοράς τους στο μήκος των σχέσεων του καθενός προς τον άλλο, δεν είναι σύμπτωμα αποκλειστικά της κοινωνίας της εποχής που γράφτηκε το έργο, δεκαετία του ’80, ούτε της δικής μας. Αναμφισβήτητα υπήρχαν παρόμοια νοσηρά περιστατικά σε προηγούμενες εποχές. Υποκρισία θα είναι επίσης αν το θεωρήσουμε απόστημα της μεγαλοαστικής τάξης αφού είναι βέβαιο πως παρόμοια περιστατικά κλιμακώνονται σ’ όλη τη βαθμίδα των τάξεων από τις ανακτορικές αυλές ως τις ορεινές κτηνοτροφικές καλύβες η στα καταθλιπτικά υπόγεια των περιθωριακών ομάδων. Και φυσικά, κατά τη γνώμη μου δεν μπορούν να θεωρηθούν αποτελέσματα γονικών καταπιέσεων, διεστραμμένων επιρροών η ναζιστικών νοοτροπιών. Συνοπτικά και συμπερασματικά το έργο διακρίνεται για έναν ωραίο, δυνατό και τεχνικό λόγο και νομίζω πως όλα τα άλλα αποτελούν φιλολογικές αμηχανίες των κριτικών που φληναφούν με προσεγγίσεις και εκφράσεις τυπικών συνταγογραφήσεων.

Και φθάνουμε στο μεγαλειώδες των ερμηνειών και της παράστασης εν συνόλω. Η τέχνη της υποκριτικής προχωρημένη πέρα από τα όρια της φαντασίας του καθενός. Εμβρόντητος ο θεατής, με την παλάμη να πνίγει στο στόμα το επιφώνημα του θαυμασμού, παρακολουθώντας τους ακροβατισμούς που επιχειρούν με τον λόγο οι ηθοποιοί. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιο παράδειγμα για να μεταφέρω στον αναγνώστη μου την εντύπωση γιατί οι περιγραφικές δυνατότητες μιας κριτικής σταματάνε κάπου και οι φραστικοί συνδυασμοί εξαντλούν την δυνατότητα τους. Φανταστείτε λοιπόν κάποιον απ’ αυτούς τους δεξιοτέχνες της τράπουλας που κάνουν τα αμέτρητα κόλπα με τα παιγνιόχαρτα η κάποιον χορευτή του break dance που με σώμα, χέρια και πόδια του πραγματοποιεί τερτίπια απίθανα, αυτούς τους θαυμαστούς ακροβολισμούς οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης το κατορθώνουν με τον λόγο. Δεν αυξομειώνουν μόνο το μήκος η την ένταση των φράσεων η και των συλλαβών, δεν κόβουν απροσδόκητα τις λέξεις η τις φράσεις με παύσεις που ξαφνιάζουν, δεν αυξομειώνουν εντάσεις και υφέσεις σε πρωτόγνωρη τεχνική, είναι που αντιμετωπίζεις μια ολότελα διαφορετική υποκριτική εφαρμογή, τεχνοτροπία, μετάδοση, υποβολή. Δεν ξέρω αν θα ήταν υπερβολή να σημειώσω πως και οι τέσσερεις ηθοποιοί που συνεργάστηκαν σ’ αυτό το σκηνικό αποτέλεσμα επιφυλάσσουν για τον θεατή μια πραγματική αποκάλυψη ενός νέου κώδικα συμμετοχικής διαδικασίας στο θεατρικό μυστήριο.



Ναι, αυτό πρέπει να ειπωθεί με την πλήρη, σαφή, τολμηρή και ανεπιφύλακτη διατύπωση πως με ρυθμούς ιδιαίτερους, με μεθέξεις μαγικές, με προσεγγίσεις τελετουργικές, με λόγο, κίνηση, εισόδους, φωτιστικές μεταβολές, ο θεατής εισάγεται και περιβάλλεται από μια μυστηριακή τελετουργία. Η παραφροσύνη, το τερατώδες, το αφύσικο, το αχαλίνωτο ενστικτώδες, η λαγνεία, ο παλιμπαιδισμός, προσφέρουν τις δόσεις τους σ’ αυτό το φασματοσκοπικό νελίριο. Και, ναι, πλάθονται χαρακτήρες. Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη της απόκλισης τα τρία πρόσωπα διαπλάθουν τις ιδιαίτερες συμπεριφορές τους, τις σαφώς διαφορετικές προς τον κάθε άλλον και με περισσότερη ευκρίνεια οι δυο αδελφές προς τον αδελφό τους, με τις δικές της ελκυστικές τακτικές η καθεμιά, σαφώς ερωτικών προθέσεων αμφότερες.



Προσπαθώ να φανταστώ με ποια αισθήματα θα παρακολουθούσαν οι μεγάλες πρωταγωνίστριες του 20ου αιώνα, οι θρύλοι του θεάτρου μας, αυτές τις δυο σύγχρονες μας , τις καλλιτεχνικά ώριμες πια αλλά και πολύ νέες ακόμα, να έχουν προχωρήσει την υποκριτική στις ακίδες, σε συνθέσεις τόσο πλούσιες και αξιοθαύμαστες. Το ίδιο φυσικά και οι πρωταγωνιστές, οι υπερασπιστές των μεγάλων ρόλων, βλέποντας τον Αργύρη Ξάφη στη γκάμα των εξωτερικεύσεων του εσωτερικού του στροβίλου του Φος. Την αξία της Λουκίας Μιχαλοπούλου, εδώ στο ρόλο της Ντέννε, της μικρότερης αδελφής, σε μια τρισυπόστατη ερμηνεία, της απαθούς, της εκρηκτικής και της «ξαναστρεμάρας» , παρ’ ότι την έχω παρακολουθήσει σε πολλές ερμηνείες της, μπορώ εντούτοις να φανταστώ την έκπληξη και τον θαυμασμό των παλαιότερων σ’ αυτό το ρόλο. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει και για την Στεφανία Γουλιώτη που έστησε την Ρίττερ σε μια άλλη παράμετρο ψυχοπαθολογικής περίπτωσης, η ψύχωση της τάξης, της ακρίβειας και της συμμετρίας. Η τρίτη ηθοποιός που δούλεψε πάνω σ΄ αυτό το κατόρθωμα, που συντόνισε και σε μεγάλο βαθμό θα πρέπει να υπέδειξε μιας και είχε ρόλο καθοδηγητή σκηνοθέτη , η Μαρία Πρωτόπαππα, δεν θα εντυπωσίαζε μόνο τους ηθοποιούς της προηγούμενης γενιάς μα και τους σκηνοθέτες, μιας και βρέθηκαν όλοι μαζί και οι τέσσερις σε πολύ προχωρημένο σημείο της θεατρικής έκφρασης και της σκηνικής πράξης. Ναι, σίγουρα, μπορούμε να φανταστούμε τις περασμένες και τους περασμένους των σπουδαίων ρόλων και των έντονων εντυπώσεων, τους θρυλικούς του παρελθόντος, όσους προλάβαμε να κοινωνήσουμε την μετάληψη των ερμηνειών τους και τους σκηνοθέτες των ευφάνταστων συλλήψεων και των σπουδαίων παραστάσεων και τους άλλους τους εμμονικών και σχολαστικών αγκυλώσεων του λόγου, όλους αυτούς κι αυτές, μπορούμε να τους φανταστούμε, να βλέπουν αυτούς τους τέσσερις σημερινούς δημιουργούς και να δοκιμάζουν τα ίδια ακριβώς αισθήματα που και κείνοι είχαν προκαλέσει στους προγενέστερους, που, όπως και τώρα έτσι και τότε, οι δάσκαλοι είχαν παρακολουθήσει τους μαθητές τους που τους διαδέχονταν.



Έχουν ένα προνόμιο οι θεατές ή κριτικοί εκείνοι που έχουν την ευκαιρία, δηλαδή την ηλικία, που τους εξασφαλίζει την δυνατότητα να βλέπουν δυο και τρεις γενιές ηθοποιών και σκηνοθετών, να παρατηρούν τις εφαρμογές των τεχνικών τους, να διαπιστώνουν τις διαφορές και τις εξελίξεις, να καταγράφουν παράλληλα ποιες ήταν η είναι δραστικότερες, να βλέπουν πόσο οι κάθε γενιά επηρέασε την άλλη και με ποιο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε τέσσερις ηθοποιούς που δεν είχαν όλοι τους πολλά κοινά βιώματα, δέχθηκαν όμως συνολικά τις επιρροές των αμέσως προηγούμενων, την διδασκαλία τους η την έμμεση επίδραση τους. Απόφοιτες του Θεάτρου Τέχνης η Πρωτόπαππα και η Μιχαλοπούλου, συνεργασία με τον Λευτέρη Βογιατζή η Γουλιώτη και η Μιχαλοπούλου, καμιά επιρροή δεν εξακριβώνεται από κανένα, ούτε από Θωμά Μοσχόπουλου, ούτε και από Εθνικό, η τεχνική που παρακολουθήσαμε στην πρόσφατη παράσταση που συνεργάστηκαν οι τέσσερις τους είναι οπωσδήποτε μια φόρμα πρωτογενής, τεχνικότερη κυρίως στην εκφορά του λόγου. Οι παλαιότεροι συνάδελφοί τους ωστόσο θα προβληματίζονταν ίσως πόσο μεταδοτικότερη σε αίσθημα ήταν μια υποκριτική λιγότερο τεχνουργημένη.



.Γιώργος Χατζηδάκης