Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Η προσωπική σπουδαιότητα του καλλιτέχνη




Μηνά Βιντιάδη: Τάρτα ροδάκινο                                             Θέατρο Αλκμήνη

Είθισται  μια θεατρική κριτική ν’ αρχίζει το απολυτίκιο της με την ανάλυση του έργου, την κατάταξη του, τους στόχους του και τις δομές του στην περίπτωση όμως της «Τάρτας Ροδάκινο» του Μηνά Βιντιάδη θα παραβώ την παραδοσιακή ρετσέτα και θα πάω κατευθείαν στο κυρίαρχο στοιχείο της παράστασης που καλύπτει κάθε άλλη εντύπωση. Θα προσπεράσω ακόμα και την έκπληξη που δημιουργεί ο χώρος. Τον ισχυρό εντυπωσιασμό που μου έκανε η πληθωρική, η αλλόκοτη, η τερατική ποικιλομορφία της πρόσοψης του θεάτρου, της εισόδου, του χώρου αναμονής και του πλήθους των παραστάσεων που στεγάζονται στις «αίθουσες» του, κάτι σαν σταθμός λεωφορείων αφρικανικής χώρας, μια εικόνα ενός κατεστραμμένου από τσουνάμι χώρου όπου οι πολυέλαιοι, οι παραγκοειδείς κατασκευές και προσθήκες, οι άθλιες ρεπροντιξιόν σε βαρύγδουπες κορνίζες, τα σιδερένια η ξύλινα έπιπλα, καρέκλες πάσης μορφής, οι βελούδινοι χωστοί καναπέδες και το πλήθος των ανθοδοχείων. Παλαιοπωλείο – παζάρι η σουρεαλιστική σκηνογραφία για ταινία τύπου Mad Max. Όχι πάντως ένας χώρος που προδιαθέτει για την τέλεση μια ιεροπραξίας όπως είναι μια θεατρική παράσταση. Πολλές σκέψεις κάνει ο επισκέπτης ενός τέτοιου  περιβάλλοντος, σκέψεις απαισιόδοξες και μελαγχολικές, που συμπεριλαμβάνουν την αφηνιασμένη κερδοσκοπία κάποιων επιτήδειων αλλά και το ασυγκράτητο φαινόμενο της θεατρικής πλημμυρίδας.


Κι όμως όλα αυτά όχι μόνο τα συγχωρείς και τα παραγνωρίζεις αλλά ίσως και να τα ευγνωμονείς κι όλας όταν βρίσκεσαι καθισμένος απέναντι στη σκηνή και παρακολουθείς την ερμηνεία της Άννας Αδριανού απολαμβάνοντας την παρουσία της. Ερμηνεία αποκλειστική, ένας ρόλος ουσιαστικά μονόλογος, ο λόγος της γλαφυρά αφηγηματικός και άλλοτε πάσχων, καθαρός, με εναλλαγές, παύσεις και τονικές αυξομειώσεις, νοηματικές ακολουθίες, γυρίσματα και παιχνιδίσματα, γεμίσματα με ποικιλία συναισθημάτων και όλα αυτά με μεταδοτικότητα και ευπροσηγορία. Μια πλούσια γκάμα με δραματικές εφάψεις ως σαρκαστικές και αυτοσαρκαστικές  και στιγμές με χιούμορ. Κίνηση άνετη, σχεδόν χορογραφική, χειρονομίες εύγλωττες, διευκρινιστικές του λόγου και του αισθήματος. Μια επίδειξη υποκριτικής δεξιοτεχνίας και σκηνικής συμπεριφοράς γνώσης και γοητείας. Οι εντυπώσεις του περιβάλλοντος ξεχνιούνται, κάθε αρνητικό στοιχείο εξουδετερώνεται και σβήνει, ο θρίαμβος της προσωπικής σπουδαιότητας του καλλιτέχνη δημιουργού κυριαρχεί καταλυτικά.

Κρίμα που μια τέτοια ερμηνεία δεν έχει να μας πει τίποτα παρά μηρυκάσματα παλιών. ξεπερασμένων, προβληματισμών πάνω στις διαδικασίες των σχέσεων και πιο ιδιαίτερα στα  διαπροσωπικά ενός γάμου. Ακόμα και οι κλασικοί δραματουργοί των αρχών του 20ου αιώνα διαπραγματεύθηκαν τα ίδια με μεγαλύτερη αναλυτικότητα, πολυπλοκότητα, διεισδυτικότητα και ασφαλώς με τεχνικότερη ανάλυση. Πόσο μάλλον που και η θεατρική δραματουργία σε διάρκεια ενός αιώνα αντιμετώπισε τα ίδια φαινόμενα παράλληλα με τις εξελίξεις των ηθών και της κοινωνίας και με την συνεχή μεταβολή της θέσης της γυναίκας συζύγου στις μεγάλες μεταπολεμικές αναμοχλεύσεις. Και ασφαλώς παράλληλα και καταλυτικά επελαύνει η σεναριογραφία του παγκόσμιου κινηματογράφου με όλα τα ανατρεπτικά της ρεύματα, τις αμφισβητήσεις και την άπλετη περιπτωσιολογία που διαπραγματεύθηκε. Το ατροφικό λιμπρέτο του Βιντιάδη είναι ξεπερασμένο από κάθε άποψη και όσο κι αν το καλύπτει η υποκριτική της Αδριανού δεν κρύβεται η αναχρονιστική αποτύπωση του σχήματος ενός συζυγικού ζεύγους με τις παθογένειες του. Η παραμελημένη σύζυγος, η αδικοχαμένη καριέρα, οι απιστίες του συζύγου, η έλλειψη επικοινωνίας και ειλικρίνειας  και η εξωπραγματική και αψυχολόγητη απόφαση αυτοκτονίας, με την συνακόλουθη δολοφονία του συζύγου από την δηλητηριασμένη τάρτα ροδάκινου είναι σοβαρές δραματουργικές ανεπάρκειες. Και ελπίζεις προς στιγμήν πως οι δυο νεκροί σύζυγοι, όπως έχουν «παρκάρει» τα κεφάλια του συμμετρικά επί της τραπέζης, θα πεταχτούν ξαφνικά και θα ξεσπάσουν σ’ ένα τρανταχτό γέλιο, καταγγέλλοντας ως φάρσα όλο το μελό που προηγήθηκε, αλλά και κοροϊδεύοντας την επίπλαστη αισθηματολογία των λαϊκών περιοδικών ποικίλης ύλης που έθρεψε την συνείδηση τόσο της προπολεμικής γενιάς όσο και τις δυο μεταπολεμικές, δίνοντας πρώτα τη σκυτάλη στο παλιό ελληνικό σινεμά και στη συνέχεια στα όμοιας αισθητικής και θεματολογίας τηλεοπτικά προγράμματα.

Αλλά δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτός ο σαρκαστικός εξορκισμός και η ηθοποιός υποχρεώνεται να ακολουθήσει και «μετά θάνατον» τον βιντιάδειο τηλεοπτικισμό με τρίλιες στην ίδια τη συχνότητα. Η ηθοποιός που έδωσε σκηνική υπόσταση στο συγκεκριμένο έργο είναι η ίδια μια έμπειρη συγγραφέας και δημιουργός και παρακολουθεί ασφαλώς όλες τις εξελίξεις στα ήθη αλλά και στις φόρμες της δραματουργίας και όσες προτάσεις γίνονται σ΄ αυτόν τον τομέα της πνευματικής ζωής. Αν δεν ήθελε η ίδια να παίξει σε δικό της κείμενο – κατανοητό σε κάποιο  βαθμό - γιατί δεν αναζητούσε έργα νέων συγγραφέων που αν δεν διέθεταν τεχνικές αρτιότητες θα είχαν ωστόσο όχι μόνο καινούργιες ματιές πάνω στα κοινωνικά ζητήματα και στα προβλήματα σχέσεων αλλά και σύγχρονη γραφή και αφήγηση. Με τις σκηνικές της δυνατότητες, την πείρα και την σκηνική σοφία η Αδριανού θα μπορούσε να γίνει μια θετική αυτουργός σε κάτι νέο και ουσιαστικό. Αν και είμαι πεπεισμένος απόλυτα πως της ίδιας η γραφή θα μπορούσε να προσθέσει ενδιαφέροντα κείμενα στην σύγχρονη δραματουργία.





Η σκηνοθεσία του Μανώλη Ιωνά συνήργησε εξ ίσου στα θετικά όσο και στα αρνητικά. Δεν έχει ο θεατής να αναφερθεί σε καμιά παράμετρο της όλης συνεισφοράς του. Η συμμετοχή του Κυριάκου Γεραμπίνη υπάκουη και περιορισμένη στα όρια ενός διεκπεραιωτικού  ρόλου. Παρά την εσφαλμένη και άστοχη επιλογή έργου, η παρουσία της Άννας Αδριανού στο γίγνεσθαι του φετινού θεατρικού χειμώνα, αποτελεί μια θετική μαρτυρία και η κοινή συνείδηση την χειροκροτεί. Η υποκριτική της ιδιοσυγκρασία, πλούσια και περιεκτική όπως την είδαμε, αποτελεί μια ιδιαιτερότητα πολυμέρειας και αισθητικής, τεχνοτροπίας και ποικιλίας που διαφέρει επειδή διατηρεί αρετές και αξίες που οι ανησυχίες πολλών νεώτερων συναδέλφων της τις παραγνωρίζουν οδηγώντας σε πολλές περιπτώσεις τις ερμηνείες τους σε μια υποτονικότητα. ΄Ενας ακόμα λόγος να γιορτάζουμε και να νοιαζόμαστε για την παρουσία της στα θεατρικά μας πράγματα.  

Γιώργος Χατζηδάκης