Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ένα απολαυστικό διαχρονικό κουαρτέτο


Τόρμπεν Μπετς : Οι Άτρωτοι                                                                            Θέατρο Αγγέλων Βήμα


Η κλασική συνταγή μιας θεατρικής κριτικής είθισται να αρχίζει πάντα με το έργο, το περιεχόμενο του, την πλοκή, την φόρμα και τον προβληματισμό του. Κεντρική ιδέα, εξέλιξη, πλοκή και τελική λύση. Εν τάξει. Θα συμμορφωθώ. Ας αρχίσουμε λοιπόν από τον τίτλο. Άτρωτοι, δηλαδή αχτύπητοι. Η μήπως όχι; Αναζητάω μια εφαρμογή του τίτλου στο έργο και δεν την βρίσκω παρά μόνο σε γενικές γραμμές. Κάπου κολλάει και κάπου αλλού όχι. Μάλλον η έννοια είναι Ανθεκτικοί. Χαρακτήρες σταθεροί και αναλλοίωτοι τόσο στο θέατρο, στο σινεμά όσο και στις κοινωνίες σε μια μεγάλη ιστορική προοπτική. Φυσικά δεν  είναι κάθε φορά αυτοί καθ’ αυτοί, ίδιοι και απαράλλακτοι, αλλά με τις παραλλαγές τους, ωστόσο πάντα αναγνωρίσιμοι και ενδιαφέροντες και κατά περίπτωση συναρπαστικοί και το κυριότερο στην περίπτωση μας, σαν ξεσηκωμένοι από την σημερινή πραγματικότητα.  Το έργο λοιπόν του Τόρμπεν Μπετς διαθέτει ως αρχική αρετή τύπους γνώριμους, διασκεδαστικούς  και με καλή μαρτυρία ανά τους αιώνες και μια συγκρατημένη δοσολογία από πολλά είδη. Το ίδιο και η διασταυρώσεις μεταξύ τους, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και οι πλοκές τους είναι δοκιμασμένες, γραμμένες έξυπνα και αρέσουν. Όσον αφορά ωστόσο τους προβληματισμούς που εκφράζουν  και ότι αντιπροσωπεύει ο καθένας τους, αυτά δεν χαρακτηρίζουν το έργο συνολικά, αλλά αποτελούν σκαρίφημα του καθενός από τα τέσσερα πρόσωπα. 

Οι ριζικές διαφορές ανάμεσα τους, τα ιδιαίτερα γραφικά χαρακτηριστικά τους εξασφαλίζουν μια πολυχρωμία στο έργο, μια ευχάριστη ποικιλία, μια ζωηρή παράθεση και αντιπαράθεση που κρατάει ξύπνιο το ενδιαφέρον του θεατή, σε καμιά περίπτωση όμως το έργο δεν κατατάσσεται ανάλογα με τους χαρακτήρες, τις ιδέες, τις αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες των όσων ξεστομίζουν οι ήρωες του. Αλλά και ούτε οι θεωρίες, οι απόψεις, οι συνήθειες, ακτιβιστικές η συντηρητικές, φιλοπόλεμες η ειρηνικές, απελευθερωμένες η κατεστημένες, αισιόδοξες η πεσιμιστικές  που περιέχονται στους διαλόγους προτείνονται προς τον θεατή για επεξεργασία. Είναι  ρηχές,  επίπεδες που απλώς γίνονται για να ξεχωρίσουν ευκρινέστερα τα πρόσωπα και να περιπλέξουν εναργέστερα τις εξελίξεις. Κοντολογίς η δομή και η διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου δραματουργήματος δεν προσφέρεται σε αναλύσεις και στοχασμούς, ούτε σε συμπεράσματα κοινωνιολογικά και ιστορικά, όσα κι αν εμφαντικά επισημαίνονται στα κριτικά σημειώματα του όχλου των κριτικών. Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια καθενός θεατή αν θα δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για τα όσα ακούγονται στους διαλόγους για τη φιλοσοφία ζωής, τα ήθη, την οικονομική κρίση, τις σχέσεις, τον πόλεμο , το θεό, τη ζωή και το θάνατο αλλά σίγουρα όλα αυτά δεν είναι στοιχεία αποφασιστικά για την κατάταξη του έργου και την αξιολόγηση του.

Η έννοια του χαρακτηρισμού Άτρωτοι μπορεί να λάβει και ευρύτερες διαστάσεις και ερμηνείες. Είναι Άτρωτοι επειδή είναι διαχρονικοί. Αν βάλεις ακριβώς αυτούς τους διαλόγους σε μια κωμωδία του Μένανδρου, του Δίφιλου η του Φιλήμωνα, ακόμα και του Πλαύτου η λίγο μακρύτερα του Ρίνθωνα  ως και τους Αλεξανδρινούς, με τις απαιτούμενες προσαρμογές, εννοείται,  τίποτα δεν θα ηχήσει παράταιρα. Καμιά απ’ τις κουβέντες της  Έμιλυ και του Όλιβερ, από τις αμφισβητήσεις και τις αρχές που διατυπώνουν δεν θα ήταν αταίριαστο και ανεπίκαιρο. Ιδιαίτερα ο Αλαν και η Ντων σαν πιο λαϊκοί τύποι, θα έβρισκαν τέλεια εφαρμογή. Η ριζική διαφορά ωστόσο είναι πως το τωρινό έργο του Άγγλου δεν έχει κέντρο που να γυροφέρνει η  πλοκή του αλλά είναι  ένα κομποσκοίνι  με περιστατικά, σκηνές, εξελίξεις, ανατροπές, σαν να υπακούει περισσότερο σε σεναριακή λογική για την ικανοποίηση διαφόρων ειδών απαιτήσεις. Δεν επικεντρώνει σε στόχο, στη διεξαγωγή του δοκιμάζει και αγγίζει διάφορα, μετακινείται από φάση σε φάση, από κατάσταση σε κατάσταση, από είδος σε είδος. Ώστε λοιπόν το έργο είναι μια πολύσπαστη κωμωδία; Ίσως μια σάτιρα ηθών; Μια τοιχογραφία με ένα ετερόκλιτο πάνελ; Θα μπορούσε να είναι όλα αυτά, και άλλα, ανάλογα με την κλίση που θα του έδινε ο σκηνοθέτης, οπωσδήποτε όμως κοινωνιολογικό δοκίμιο δεν είναι. Πιο πολύ θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια κομεντί με πινελιές σάτιρας πάνω σε σύγχρονα (αλλά και διαχρονικά) κοινωνικά φαινόμενα με πρόσωπα χαρακτηριστικά διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Μικροαστοί της πόλης με μικροαστούς της πολίχνης. Δυο τάξεις και δυο μορφωτικά επίπεδα σε αντιπαράθεση. Κλασική συνταγή, σταθερή αξία, πετυχημένη σύνθεση. Ένα έργο στην κατηγορία της κομεντί που παρέχει και έδαφος για κάτι περισσότερο. Ωστόσο το έργο του  έχει δυο πολύ βασικές και εντελώς ιδιαίτερες αρετές. Μοιάζει πολύ αληθινό, έχει μια φρεσκάδα, μια αίσθηση νωπών εντυπώσεων και γι αυτό δίνει την αίσθηση ενός ημερολογίου, σαν μια εντελώς ειλικρινής εξομολόγηση. Δηλαδή ένα χρονικό βιωματικό, μια σειρά γεγονότων που τα έζησε κάποιος πρόσφατα. Θεωρώ αυτό ως την σπουδαιότερη αξία του έργου. Και μ’ αυτήν την φυσικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό το έργο και οι άνθρωποι που κινούνται εντός του είναι άτρωτοι επειδή είναι αυθεντικοί.


Βέβαια βασικό στοιχείο για την αξιοποίηση του κάθε έργου είναι σε τι χέρια θα πέσει. Η μετάφραση ( Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου) το έψαξε και το ξεψάχνισε μετά λόγου γνώσεως και ο σκηνοθέτης Σταύρος Στάγκος το σήκωσε με σοφά υποστυλώματα βρίσκοντας τις πρέπουσες αναλογίες του ώστε να το κρατήσει σταθερά στις ισόρροπες εναλλαγές από την κομεντί, στην κωμωδία, στη γνήσια φάρσα και στο απρόοπτο δραματικό. Αλλά, φίλοι αναγνώστες μου η πολύ δουλειά, όπως ξέρουμε όλοι μας γίνεται από τους ηθοποιούς. Τα περισπούδαστα που γράφονται σαν κλισέ από τις ομογενοποιημένες κριτικές (καταπληκτική η ομοιομορφία των συναινετικών κριτικών που αιωρούνται στα ψηφιακά νέφη) για τα υψηλά νοήματα του έργου και όλα τα συναφή θα κείτονταν άψυχα στο δάπεδο της σκηνής. Η τετράδα των άξιων και σοφά επιλεγμένων ηθοποιών κρατάει το ύψος της παράστασης. Με τις δικές του δυνατότητες ο καθένας, το σθένος και το ταλέντο, την σκηνική του επιρροή, έδωσαν ψυχή στους ρόλους τους και  έκαναν την παράσταση ένα κομμάτι ζωής, που λέει και ο Ζολά. Πιεστικότατη λαϊκή φιγούρα η απεγνωσμένη στα αδιερεύνητα αδιέξοδα της η  Ειρήνη Μπαλτά είχε μια πολύ αληθινή στιγμή δραματικού ξεσπάσματος, απολαυστικός βετεράνος του πολέμου του Ιρακ, λάτρης της μπύρας και ανεύθυνος πατριδολάτρης ο Γιάννης Μπουραζάνας καρύκευσε με κωμικά στοιχεία την παράσταση και ο Μιχάλης Μερκάτης με υποκριτική ευγλωττία υποστήριξες τον ηθικής ρευστότητας Εγγλέζο διανοούμενο. 

Και σταματώ εντυπωσιασμένος, γοητευμένος και έκπληκτος στο φαινόμενο Μαριλίτα Λαμπροπούλου. Να σημειώσω πως όταν η Μαριλίτα βρίσκεται στη σκηνή όλα, ακόμα και οι θεατές, ανυψώνονται δυο εκατοστά απ’ τις θέσεις τους. Δεν είναι μόνο εξαιρετικά πειστική στη γνωστή φόρμα της αντικομφορμίστριας, της «νέας γυναίκας» παντός καιρού και χρόνου, είναι ταυτόχρονα και μια αισθητική παρουσία ευρέως φάσματος. Αυτά, με όση καλοπιστία και ειλικρίνεια, μια κριτική που την διεκπεραίωσα ικανοποιητικά με πλοηγική δεξιοτεχνία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: