Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Ένα απολαυστικό διαχρονικό κουαρτέτο


Τόρμπεν Μπετς : Οι Άτρωτοι                                                                            Θέατρο Αγγέλων Βήμα


Η κλασική συνταγή μιας θεατρικής κριτικής είθισται να αρχίζει πάντα με το έργο, το περιεχόμενο του, την πλοκή, την φόρμα και τον προβληματισμό του. Κεντρική ιδέα, εξέλιξη, πλοκή και τελική λύση. Εν τάξει. Θα συμμορφωθώ. Ας αρχίσουμε λοιπόν από τον τίτλο. Άτρωτοι, δηλαδή αχτύπητοι. Η μήπως όχι; Αναζητάω μια εφαρμογή του τίτλου στο έργο και δεν την βρίσκω παρά μόνο σε γενικές γραμμές. Κάπου κολλάει και κάπου αλλού όχι. Μάλλον η έννοια είναι Ανθεκτικοί. Χαρακτήρες σταθεροί και αναλλοίωτοι τόσο στο θέατρο, στο σινεμά όσο και στις κοινωνίες σε μια μεγάλη ιστορική προοπτική. Φυσικά δεν  είναι κάθε φορά αυτοί καθ’ αυτοί, ίδιοι και απαράλλακτοι, αλλά με τις παραλλαγές τους, ωστόσο πάντα αναγνωρίσιμοι και ενδιαφέροντες και κατά περίπτωση συναρπαστικοί και το κυριότερο στην περίπτωση μας, σαν ξεσηκωμένοι από την σημερινή πραγματικότητα.  Το έργο λοιπόν του Τόρμπεν Μπετς διαθέτει ως αρχική αρετή τύπους γνώριμους, διασκεδαστικούς  και με καλή μαρτυρία ανά τους αιώνες και μια συγκρατημένη δοσολογία από πολλά είδη. Το ίδιο και η διασταυρώσεις μεταξύ τους, οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις και οι πλοκές τους είναι δοκιμασμένες, γραμμένες έξυπνα και αρέσουν. Όσον αφορά ωστόσο τους προβληματισμούς που εκφράζουν  και ότι αντιπροσωπεύει ο καθένας τους, αυτά δεν χαρακτηρίζουν το έργο συνολικά, αλλά αποτελούν σκαρίφημα του καθενός από τα τέσσερα πρόσωπα. 

Οι ριζικές διαφορές ανάμεσα τους, τα ιδιαίτερα γραφικά χαρακτηριστικά τους εξασφαλίζουν μια πολυχρωμία στο έργο, μια ευχάριστη ποικιλία, μια ζωηρή παράθεση και αντιπαράθεση που κρατάει ξύπνιο το ενδιαφέρον του θεατή, σε καμιά περίπτωση όμως το έργο δεν κατατάσσεται ανάλογα με τους χαρακτήρες, τις ιδέες, τις αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες των όσων ξεστομίζουν οι ήρωες του. Αλλά και ούτε οι θεωρίες, οι απόψεις, οι συνήθειες, ακτιβιστικές η συντηρητικές, φιλοπόλεμες η ειρηνικές, απελευθερωμένες η κατεστημένες, αισιόδοξες η πεσιμιστικές  που περιέχονται στους διαλόγους προτείνονται προς τον θεατή για επεξεργασία. Είναι  ρηχές,  επίπεδες που απλώς γίνονται για να ξεχωρίσουν ευκρινέστερα τα πρόσωπα και να περιπλέξουν εναργέστερα τις εξελίξεις. Κοντολογίς η δομή και η διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου δραματουργήματος δεν προσφέρεται σε αναλύσεις και στοχασμούς, ούτε σε συμπεράσματα κοινωνιολογικά και ιστορικά, όσα κι αν εμφαντικά επισημαίνονται στα κριτικά σημειώματα του όχλου των κριτικών. Φυσικά, είναι στη διακριτική ευχέρεια καθενός θεατή αν θα δείξει περισσότερο ενδιαφέρον για τα όσα ακούγονται στους διαλόγους για τη φιλοσοφία ζωής, τα ήθη, την οικονομική κρίση, τις σχέσεις, τον πόλεμο , το θεό, τη ζωή και το θάνατο αλλά σίγουρα όλα αυτά δεν είναι στοιχεία αποφασιστικά για την κατάταξη του έργου και την αξιολόγηση του.

Η έννοια του χαρακτηρισμού Άτρωτοι μπορεί να λάβει και ευρύτερες διαστάσεις και ερμηνείες. Είναι Άτρωτοι επειδή είναι διαχρονικοί. Αν βάλεις ακριβώς αυτούς τους διαλόγους σε μια κωμωδία του Μένανδρου, του Δίφιλου η του Φιλήμωνα, ακόμα και του Πλαύτου η λίγο μακρύτερα του Ρίνθωνα  ως και τους Αλεξανδρινούς, με τις απαιτούμενες προσαρμογές, εννοείται,  τίποτα δεν θα ηχήσει παράταιρα. Καμιά απ’ τις κουβέντες της  Έμιλυ και του Όλιβερ, από τις αμφισβητήσεις και τις αρχές που διατυπώνουν δεν θα ήταν αταίριαστο και ανεπίκαιρο. Ιδιαίτερα ο Αλαν και η Ντων σαν πιο λαϊκοί τύποι, θα έβρισκαν τέλεια εφαρμογή. Η ριζική διαφορά ωστόσο είναι πως το τωρινό έργο του Άγγλου δεν έχει κέντρο που να γυροφέρνει η  πλοκή του αλλά είναι  ένα κομποσκοίνι  με περιστατικά, σκηνές, εξελίξεις, ανατροπές, σαν να υπακούει περισσότερο σε σεναριακή λογική για την ικανοποίηση διαφόρων ειδών απαιτήσεις. Δεν επικεντρώνει σε στόχο, στη διεξαγωγή του δοκιμάζει και αγγίζει διάφορα, μετακινείται από φάση σε φάση, από κατάσταση σε κατάσταση, από είδος σε είδος. Ώστε λοιπόν το έργο είναι μια πολύσπαστη κωμωδία; Ίσως μια σάτιρα ηθών; Μια τοιχογραφία με ένα ετερόκλιτο πάνελ; Θα μπορούσε να είναι όλα αυτά, και άλλα, ανάλογα με την κλίση που θα του έδινε ο σκηνοθέτης, οπωσδήποτε όμως κοινωνιολογικό δοκίμιο δεν είναι. Πιο πολύ θα μπορούσαμε να το δούμε σαν μια κομεντί με πινελιές σάτιρας πάνω σε σύγχρονα (αλλά και διαχρονικά) κοινωνικά φαινόμενα με πρόσωπα χαρακτηριστικά διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Μικροαστοί της πόλης με μικροαστούς της πολίχνης. Δυο τάξεις και δυο μορφωτικά επίπεδα σε αντιπαράθεση. Κλασική συνταγή, σταθερή αξία, πετυχημένη σύνθεση. Ένα έργο στην κατηγορία της κομεντί που παρέχει και έδαφος για κάτι περισσότερο. Ωστόσο το έργο του  έχει δυο πολύ βασικές και εντελώς ιδιαίτερες αρετές. Μοιάζει πολύ αληθινό, έχει μια φρεσκάδα, μια αίσθηση νωπών εντυπώσεων και γι αυτό δίνει την αίσθηση ενός ημερολογίου, σαν μια εντελώς ειλικρινής εξομολόγηση. Δηλαδή ένα χρονικό βιωματικό, μια σειρά γεγονότων που τα έζησε κάποιος πρόσφατα. Θεωρώ αυτό ως την σπουδαιότερη αξία του έργου. Και μ’ αυτήν την φυσικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό το έργο και οι άνθρωποι που κινούνται εντός του είναι άτρωτοι επειδή είναι αυθεντικοί.


Βέβαια βασικό στοιχείο για την αξιοποίηση του κάθε έργου είναι σε τι χέρια θα πέσει. Η μετάφραση ( Μαργαρίτα Δαλαμάγκα – Καλογήρου) το έψαξε και το ξεψάχνισε μετά λόγου γνώσεως και ο σκηνοθέτης Σταύρος Στάγκος το σήκωσε με σοφά υποστυλώματα βρίσκοντας τις πρέπουσες αναλογίες του ώστε να το κρατήσει σταθερά στις ισόρροπες εναλλαγές από την κομεντί, στην κωμωδία, στη γνήσια φάρσα και στο απρόοπτο δραματικό. Αλλά, φίλοι αναγνώστες μου η πολύ δουλειά, όπως ξέρουμε όλοι μας γίνεται από τους ηθοποιούς. Τα περισπούδαστα που γράφονται σαν κλισέ από τις ομογενοποιημένες κριτικές (καταπληκτική η ομοιομορφία των συναινετικών κριτικών που αιωρούνται στα ψηφιακά νέφη) για τα υψηλά νοήματα του έργου και όλα τα συναφή θα κείτονταν άψυχα στο δάπεδο της σκηνής. Η τετράδα των άξιων και σοφά επιλεγμένων ηθοποιών κρατάει το ύψος της παράστασης. Με τις δικές του δυνατότητες ο καθένας, το σθένος και το ταλέντο, την σκηνική του επιρροή, έδωσαν ψυχή στους ρόλους τους και  έκαναν την παράσταση ένα κομμάτι ζωής, που λέει και ο Ζολά. Πιεστικότατη λαϊκή φιγούρα η απεγνωσμένη στα αδιερεύνητα αδιέξοδα της η  Ειρήνη Μπαλτά είχε μια πολύ αληθινή στιγμή δραματικού ξεσπάσματος, απολαυστικός βετεράνος του πολέμου του Ιρακ, λάτρης της μπύρας και ανεύθυνος πατριδολάτρης ο Γιάννης Μπουραζάνας καρύκευσε με κωμικά στοιχεία την παράσταση και ο Μιχάλης Μερκάτης με υποκριτική ευγλωττία υποστήριξες τον ηθικής ρευστότητας Εγγλέζο διανοούμενο. 

Και σταματώ εντυπωσιασμένος, γοητευμένος και έκπληκτος στο φαινόμενο Μαριλίτα Λαμπροπούλου. Να σημειώσω πως όταν η Μαριλίτα βρίσκεται στη σκηνή όλα, ακόμα και οι θεατές, ανυψώνονται δυο εκατοστά απ’ τις θέσεις τους. Δεν είναι μόνο εξαιρετικά πειστική στη γνωστή φόρμα της αντικομφορμίστριας, της «νέας γυναίκας» παντός καιρού και χρόνου, είναι ταυτόχρονα και μια αισθητική παρουσία ευρέως φάσματος. Αυτά, με όση καλοπιστία και ειλικρίνεια, μια κριτική που την διεκπεραίωσα ικανοποιητικά με πλοηγική δεξιοτεχνία.

Γιώργος Χατζηδάκης

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Άνθρωπος "το κάνει" με κατσίκα


Άλμπη : Η γίδα
Μυθωδία - Θέατρο Θησείο


Άνθρωπος γαμεί κατσίκα, είναι στοιχείο αποσημειωτικό κύριε καθηγητά; Όχι, φυσικά όχι, αφού ως κοινωνικό φαινόμενο έχει επισημανθεί σε εντυπωσιακή συχνότητα σε κτηνοτροφικούς ορεινούς κυρίως πληθυσμούς, όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και σε πιο εξελιγμένες ακόμα κοινωνίες. Μέχρι να εξαπλωθούν ευρύτερα τα ευφάνταστα προϊόντα της πορνοσόπ βιομηχανίας και πριν αφιχθούν τα ευεργετικά καραβάνια των βόρειων θηλυκών, αυτά που πρόσφεραν ανακουφιστικές λύσεις στη χειμαζόμενη σεξουαλικά εφηβεία (και όχι μόνο) τα αιγοπρόβατα και τα κοτέτσια γνώριζαν μεγάλη επισκεψιμότητα. Υπάρχουν και σχετικά ιατροδικαστικά και αστυνομικά ντοκουμέντα με τερατογενέσεις. Να μην παραγνωρίσουμε και τα αφηγήματα με σκύλους. Εξ ού και το λογοπαίγνιο «με απάτησε με τον καλύτερο μου σκύλο». Οπότε δεν σας παραπέμπω στον Λέβι - Στρος αλλά στον Νίκο Καββαδία και στο διήγημα του για την Μαριλόρ και σ’ ένα γαϊδούρι της Άνω Αιγύπτου. Απρέπειες ! Τι να την κάνεις λοιπόν την αποσημειωτική; Κι όμως, κι όμως, υπάρχει θέμα, αν όχι αποσημειωτικό οπωσδήποτε συζητήσιμο. Πρώτον λοιπόν δεν είναι σοκαριστικό το εύρημα του Άλμπη. Όχι. Κι αν μάλιστα σταθούμε στη άποψη γνωστού πεζογράφου μας που αποστόμωνε την σύζυγο του πως δεν θεωρούσε απιστία τα ερωτικά παιχνίδια με άτομα του ίδιου του φύλου του μπορεί άριστα να σταθεί το επιχείρημα πως δεν νοείται προδοσία η σεξουαλική συνεύρεση με άλλο είδος του ζωικού βασιλείου. 





Αλλά ως εδώ αγαπητοί μου οι αστεϊσμοί και τα ευτράπελα σχόλια κι ας δούμε στα σοβαρά τι μας εμπνέει να σκεφθούμε ο συγγραφέας. Όουτς! δε γίνεται ! Δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδώσεις τα του συγγραφέα τω συγγραφέα και τα του σκηνοθέτη τω σκηνοθέτη. Η παράσταση φαίνεται πως είναι ένα σφιχτό ερωτικό ταγκό στην πιο περίπλοκη φιγούρα που μπορεί ο θεατής να φανταστεί, φιγούρα συγγραφέα και σκηνοθέτη που δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει καθένας ποιες είναι οι ευθύνες και τα γνωρίσματα ενός εκάστου. Είναι ο Άλμπη άραγε που επιχειρεί να επαναλάβει τις εντάσεις της «Βιρτζίνια Γουλφ» η ο Χανιωτάκης ερανίζεται το εντυπωσιακό εκείνο προηγούμενο για το βάλει με νέο τρόπο στην παράσταση του φορτσαρίσματα μιας και η συζυγική σύγκρουση του τα επιτρέπει. Κλίνω προς την πλευρά της σκηνοθετικής εφαρμουργίας. (Πως σας φαίνεται ο νεολογισμός μου;) Η αντίληψη για την σκηνική διάπλαση ενός έργου, για τον σκηνοθέτη αυτόν προϋποθέτει εντάσεις υψηλών ρίχτερ και μεγάλης διάρκειας. Ισχυρές δόσεις δονήσεων. Τα είδαμε και στο Σε Τσουάν που προηγήθηκε. Αλλεπάλληλες σεισμικές βουερές εκρήξεις. Εδώ μάλιστα, στη «Γιδα», προεκτείνοντας την έννοια του διαδραστικού, συμπεριέλαβε και τον θεατή στη σύγκρουση του ζεύγους, τον έφερε αντιμέτωπο με τον γνήσιο κίνδυνο χωρίς ωστόσο να τον αποσύρει από το απυρόβλητο. Πως το’ κανε; Με ευρηματικότητα και όχι μόνο. Γι’ αυτό το «όχι μόνο» θα εξηγηθώ παρακάτω. Έφτιαξε λοιπόν ένα ευρύχωρο σχετικά κυβόσχημο χώρο, σαν δωμάτιο, ένα καθιστικό ας πούμε, ανάλογα επιπλωμένο, με τέσσερις πλευρές από άθραυστο απολύτως διαφανές πλαστικό. Το εν λόγω κιβωτιόσχημο κατασκεύασμα το τοποθέτησε στο κέντρο του χώρου με τα καθίσματα των θεατών να το περιβάλλουν. Έστησε δηλαδή έναν αγωνιστικό χώρο, ένα ρινγκ. Όταν λοιπόν η σύζυγος πληροφορείται πως ο άντρας της όχι μόνο «το κάνει» με μια κατσίκα αλλά την αγαπάει κι όλας, ξεσπάει με ένταση μεγατόνων και ρίχνει καταπάνω στο μοιχό τα ανθοδοχεία, που βρίσκονται σε επάρκεια στα τραπεζάκια κι όπως ο ευέλικτος σύζυγος τα αποφεύγει, αυτά βρίσκονται σε τροχιά κατευθείαν στα κεφάλια των θεατών που ασυναίσθητα δοκιμάζουν τον τρόμο του κινδύνου. Ως εύρημα όχι σπουδαίο αλλά σπουδαία αποτελεσματικό ως εμπειρία.




Για να συνεχίσουμε πάνω στο σφιχταγκάλισμα σκηνοθέτη και συγγραφέα θα σταθούμε και στο αξεχώριστο των προβληματισμών που ανάγονται στο δραματούργημα και στα όσα θέλησε να επισημάνει ο σκηνοθέτης. Η εύκολη προσέγγιση του έργου και των προθέσεων του είναι πως το γενετήσιο ένστικτο με όλες τις παραμορφώσεις που δώσαμε στα πλαίσια μια σαρκικής απόλαυσης, στην επιτακτική ανάγκη της ικανοποίησης της σεξουαλικής ορμής και στην αναζήτηση τρόπων ακόμα μεγαλύτερης ηδονής, αποτελεί μια α π ο κ τ ή ν ω σ η. Αρκεί φυσικά να είναι εφικτό από τεχνική άποψη. Η άλλη ανάγνωση, η αντίθετη, αυτή που διακρίνει την αγάπη ως διάχυτη κυρίαρχη ευλογία ανάμεσα σε όλα το έμβια όντα του πλανήτη, που εν δυνάμει περιλαμβάνουν και την ικανοποίηση των σεξουαλικών ορμών, μ ΄αυτήν την αναγνώριση τα όντα οδηγούνται προς μια τελείωση, προς έναν, ας πούμε, ε ξ α ν θ ρ ω π ι σ μ ό. Υπάρχει και μια παρακαμπτήρια προσέγγιση. Η σχέση, κάθε σχέση, η επαφή, κάθε επαφή, αδιακρίτως, εμπεριέχει αναγκαστικά – δηλαδή για την εκπλήρωση μιας στοιχειώδους αναγκαιότητας - την ενεργοποίηση του ενστικτώδους σεξουαλισμού. Σαν, ο δημιουργός προγραμματιστής, αυτός που εμπνεύστηκε τις εφαρμογές, να εμφύτευσε σε κάθε όν τσιπάκι σεξουαλισμού που με την προσέγγιση των όντων μεταξύ τους, να ενεργοποιείται. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα είδη η τον βαθμό συγγένειας το τσιπάκι μπαίνει σε λειτουργία. Ο ερωτισμός αφυπνίζεται ερήμην της φραγής που ο πολιτισμός ανήγειρε ως οχύρωση. Δεν μας λέει κάτι καινούργιο ο Άλμπη, όταν αφήνει να εννοηθεί πως σε όλες μας τις σχέσεις υποφώσκει λανθάνων ερωτισμός. Ούτε ο σκηνοθέτης Νικορέσης Χανιωτάκης όταν τονίζει με σκηνική σαφήνεια την έλξη ανάμεσα σε γιο και πατέρα, την εκδηλωμένη από τα παιδικά χρόνια του γιού, που καταλήγει σε σαφή ομοφυλοφιλία. Ναι, ο ερωτισμός, η λαγνεία, το σεξουαλικό ένστικτο διακρίσεις δεν γνωρίζουν και κανένας πολιτισμός, θρησκεία η ηθικό δόγμα μπορεί να τα ανακόψει η να τα αναστείλει. Όλα τα όντα γεννιούνται και πεθαίνουν μ΄ αυτό. Είναι μια κατάρα ανεξάλειπτη.




Κατάρα; Ναι, ας το δούμε προς στιγμή ως κατάρα. Και γιατί; Διότι κρατάει τον άνθρωπο υποδουλωμένο για όλη του τη ζωή, δούλο στην υπηρεσία και εξυπηρέτηση μιας ανεξήγητης αναπαραγωγής του είδους. Μιας αναίτιας διαιώνισης. Ας αποστασιοποιηθούμε για ένα πολύ μικρό διάστημα, πολύ μικρό γιατί μόνο τόσο μπορούμε ίσως να ξεφύγουμε από την εξάρτηση μας από το σεξουαλικό ένστικτό που επαγρυπνά πάνω μας με αδιάκοπη εξουσιαστικότητα, για ένα ελάχιστο διάστημα ας ξεφύγουμε και να κοιτάξουμε ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού μας. Ένας πολιτισμός που σε κάθε του στοιχείο εκδηλώνεται η σεξουαλικότητα μας και η υποδούλωση μας στην εξυπηρέτηση της. Είναι έτσι δομημένη η φύση μας, η φυσιολογία μας, ώστε όχι να μοιάζει σαν ηθελημένη και επιθυμητή αλλά να είναι. Είμαστε λοιπόν έγκλειστοι σε έναν σεξουαλικό εγκιβωτισμό. Αυτό είναι μοναδικός πόθος, επιδίωξη, προσδοκία και αυτοσκοπός όποια μεταμόρφωση, εξιδανίκευση, η ιδεολογοποίηση κι αν του κατασκευάσαμε για να το καλύψουμε. Από κάτω είμαστε σεξουαλικά κτήνη και δεν μας περισσεύει καθόλου νους να σκεφτούμε ποιόν εξυπηρετούν όλα αυτά και τι όντα θα ήμασταν αν αυτή η δεσποτεία του σεξουαλισμού δεν μας κυριαρχούσε. Δεν μπορούμε ούτε να το διανοηθούμε. Δεν μας παραχωρείτε κανένα περιθώριο να το φανταστούμε. Είμαστε βαλμένοι να σχετιζόμαστε μέσα σ΄ ένα κώδωνα έρμαια της παντοδύναμης σεξουαλικής μας υποδούλωσης που μοναδική ελευθερία που μας παρέχεται είναι να επιλέγουμε με ποιόν τρόπο θα ικανοποιούμε αυτή την καταναγκαστική τυραννική μας επιθυμία.




Οπότε το γυάλινο κιβώτιο του σκηνοθέτη προσφέρεται για μια βαθύτερη έννοια, ανεξάρτητα αν ήταν στις προθέσεις του η όχι. Ωστόσο το εύρημα δημιούργησε προβλήματα στην παράσταση. Το διαφανής κύβος που περιέκλειε τον προβληματισμό της σκηνοθεσίας, εκτός από την κίνηση των προσώπων περιόριζε και τις φωνές. Υποχρεώθηκε λοιπόν να κρεμάσει πυκνωτικά μικρόφωνα που ρουφούσαν τα λόγια των ηθοποιών και τα μετέφεραν στα ηχεία με αποτέλεσμα ο λόγος αλλοιωμένος ήδη να νοθεύεται ακόμα περισσότερο και σε πολλές στιγμές να μην ακούγεται το κείμενο. Με δεδομένο τον περιορισμένο χώρο η παράσταση ήταν οργανωμένη με ευστροφία και στις κορυφώσεις των εντάσεων είχε νεύρο και δυναμικότητα και οι συσχετίσεις των προσώπων δεν σκόνταψαν πουθενά. Αυτά είναι όσα θα είχαμε να πούμε για το τεχνικό μέρος της σκηνοθεσίας μιας και για το ευρύτερα σημαντικό τα είπαμε ήδη. Και οι ηθοποιοί; Σίγουρα βρέθηκαν σε δοκιμασία. Περίβλεπτοι από κάθε πλευρά, εκτεθειμένοι πανταχόθεν και υποχρεωμένοι να μετατοπίζονται, να συγκρούονται , να αντιπαρατίθενται με τους άλλους ρόλους μεταβάλλοντας συνεχώς μέτωπο, στάση, κίνηση, άσκηση για δεινούς παίχτες. Πτοημένος από την ενοχή ο μοιχός Μάρτιν, εξουθενωμένος, παραλογισμένος από την αλλόκοτη αφύπνιση του ζωώδους, η ζωντανή έκφραση του τραγικού, της σύγκρουσης του ενστίκτου με την ιστορική του οχύρωση μας δίνεται παραστατικότατα από τον Νίκο Κουρή. 




Η Στήβι, σύζυγος, μητέρα και ενθρονισμένη από αιώνες πολιτισμού βασίλισσα στις κοινωνίες των ανθρώπων, συνταράζεται από την αποκάλυψη πως επέστρεψε η πανάρχαιη καταγωγή της, η πρωταρχική της μορφή, η θεά Αίγα και διεκδικεί τα δικαιώματα της πάνω στο αρσενικό, στο αρσενικό τραγί. Δεν είναι δυο αντίζηλες. Είναι η ίδια που παλεύει να κρατήσει τα κεκτημένα της. Και την σφάζει ! Με όλες τις ενάντιες συνθήκες η αδαμάντινη ανθεκτικότητα και λάμψη της Λουκίας Μιχαλοπούλου ανταποκρίθηκε στην πρόκληση του συμβολισμού. Άστραψε και βρόντηξε, εξαπολύοντας καταπάνω στην αποκάλυψη μύδρους και αφορισμούς για να διώξει το παρελθόν στα καταχωνιασμένα υποστρώματα του αρχέγονου διατηρώντας σ’ όλη τη διάρκεια της πάλης σαγηνευτικό το θηλυκό της στοιχείο. Και για φινάλε ολίγον ρίγος τραγωδίας. Ο γιός Μπίλλυ, Μιχαήλ Ταμπάκης το όνομα του εξαιρετικού ηθοποιού, αντιφέγγισμα του Ορέστη, συμμετέχει στο φόνο; Ή μήπως όχι; Πάντως ωραία θα ταίριαζε ο συμβολισμός αν μάνα και γιος, με ερωτικά κίνητρα προς τον πατέρα, συνεργάζονταν στο φόνο της αντίζηλης. Όπως και να΄χει η πανάρχαια μάνα αίγα εξοντώνεται κι ο πολιτισμός ξανάρχεται στα ίσα του. Συντονιστικός ο ρόλος του Ρος, φίλου και δημοσιογράφου που ο Γιάννης Δρακόπουλος του έδωσε όση ενέργεια του επέτρεψε το κείμενο. Δραματούργημα δοκιμιακού χαρακτήρα που θα μπορούσε να φτάσει μακρύτερα, ως και θέαμα μυστηριακού είδους, αν δεν έπρεπε να συνδυαστεί με τα καταναλωτικά της κομεντί. της φάρσας και της κωμωδίας.


Γιώργος Χατζηδάκης