Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Υβρίδιο μιας μεταλλαγμένης θεατρικής κουλτούρας


Ζι Ζουν Ζιανγκ : Ο ορφανός Τζάο 
Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή




Ένα κινέζικο παραμυθόδραμα που σύμφωνα με το πρόγραμμα γράφτηκε τον 13ο αιώνα και αποδίδεται στον Ζι Ζουν Ζιανγκ, άγνωστο μας από οτιδήποτε άλλο. Μια απλοϊκή ιστορία που αγγίζει ολίγον την περιπέτεια του Μωυσή, του Χριστού, του Οιδίποδα και του Ορέστη κι άλλων πολλών συγγενικών μύθων όπου ένα νεογέννητο διασώζεται για να εκδικηθεί μεγαλώνοντας τον φόνο των γονιών του Το Χόλλυγουντ έχει κάνει κατάχρηση υπερβολική του ευρήματος σε βαθμό πλήξης.. Όσον αφορά το συσχετισμό με τον Άμλετ, ατυχέστατη η ιδέα. Ούτε κατά διάνοια. Καμία σχέση σε κανένα επίπεδο. Αλλά μην σπεύδουμε σε συσχετίσεις και αξιολογήσεις γιατί δεν ξέρουμε ποια ήταν η πρωταρχική μορφή του έργου που μας παρουσίασε το Εθνικό μας Θέατρο. Έχουμε περιθώρια να υποπτευθούμε πως οι ηθικές αξίες, η καταδίκη της βίας και της αγριότητας των δυναστειών, που η επιβίωση του Ορφανού Τζάο την διαιωνίζει, είναι στοιχεία που προστέθηκαν εκ των υστέρων. Άλλωστε σκοντάφτουμε σε μια δραματουργική ασυνέπεια. Γιατί θα επιβίωνε ο Τζάο αν όχι για να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα του και σφετεριστή του θρόνου; Για να τον συγχωρέσει διαψεύδοντας τις προσδοκίες του θεατή θρεμμένες με την ηθική της εκδίκησης; Το πρόσωπο του αγαθού γιατρού, του φορέα συναισθηματικών αντιτάσεων δεν το συναντάμε ποτέ στους παραδοσιακούς μύθους των Κινέζων. Η συγνώμη ως ηθική αξία δεν εμφανίζεται στην κινέζικη παράδοση παρά μόνο μετά τον 19ο αιώνα, όπως φαντάζομαι. Καθόλου υποχρεωμένοι δεν είμαστε εξ άλλου να συγκινηθούμε επειδή φημολογείται πως το στόρυ αυτό αγαπήθηκε πολύ σε όλο τον κόσμο και γνώρισε αναρίθμητες αναβιώσεις στο θέατρο, στην όπερα, στον χορό πανηγυρικά επιβεβαιωμένα και στον κινηματογράφο.



Πρόκειται, λέει για το πρώτο δράμα της Κίνας που μεταφράστηκε σε ευρωπαϊκές γλώσσες και ενέπνευσε δεκάδες διασκευές, μεταξύ των οποίων, του Βολταίρου και του Μεταστάσιου, αλλά και μια ημιτελή εκδοχή από τον Γκαίτε. Ε, και λοιπόν; Πήρε ξαφνικά το έργο κάποια αξία μεγαλύτερη απ’ αυτή που αυτό το ίδιο έχει; Ισχνό, τετριμμένο σενάριο βίας και αγριότητας που την όποια λογοτεχνική αξία του ούτε να την υποθέσουμε δεν μπορούμε απ’ την επίπεδη και φτωχή του μετάφραση, μάλλον διασκευή που παρακολουθήσαμε. Αν τα λογοτεχνικά έργα της κινεζικής παράδοσης είναι σ’ αυτό το επίπεδο 2000 χρόνια μετά τον Όμηρο και 1800 μετά τους τραγικούς, δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να το διατυμπανίζουμε στεντωρίως.



Σπεύδω ωστόσο να δηλώσω απολύτως ανίδεος και ανενημέρωτος για την ιστορία και το παρελθόν της κινέζικης κουλτούρας, μια αδυναμία που όπως φαίνεται πολύ σύντομα θα υποχρεωθώ κι εγώ και πολλοί άλλοι συμπατριώτες μας να την αντιμετωπίσουμε μιας και η Κίνα μπήκε δυναμικά στο δρόμο του μεταξιού κι έρχεται ραγδαία. Το ίδιο έργο είχε ανέβει ξανά πριν από μερικά χρόνια στο θέατρο Αμόρε νομίζω και σε σκηνοθεσία του Μοσχόπουλου και απ' τις κριτικές που διαβάζω καμία εντύπωση δεν μας προκάλεσε ούτε καμιά αγαθή ανάμνηση μας άφησε. Ωστόσο αγαπητέ μου αναγνώστη η μεγάλη ασιατική χώρα καταφθάνει σταθερά και επίσημα και όλες οι γνωστές μέχρι σήμερα περιπέτειες της ανθρωπότητας, όσον αφορά τις μετακινήσεις των πληθυσμών και τις μεταναστεύσεις λαών, θα αποτελούν απλές ιστορικές παραγράφους μπροστά στην τεράστια πλημμυρίδα που επέρχεται. Στον τομέα της κουλτούρας και της επικοινωνίας γενικότερα πρωτοφανείς ανατροπές θα σημειωθούν και αναμφισβήτητα καινούργια φαινόμενα θα προκύψουν που δεν θα μοιάζουν σε τίποτα και με κανένα από τα μέχρι τώρα γνωστά.



Ας έρθουμε στη συγκεκριμένη μικτή παράσταση που πραγματοποίησε του Εθνικό εξασφαλίζοντας όλες τις προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατό πληρέστερη παραγωγή μιας και το εγχείρημα απαιτούσε προσοχή και λεπτουργικούς χειρισμούς σαν μια δύσκολη χειρουργική μεταμόσχευση. Προσωπικά για το κινέζικο θέατρο πολύ λίγα πράγματα γνωρίζω, όσα αποκόμισα από δυο παραστάσεις που παρακολούθησα κάποτε στο παρελθόν, ούτε θυμάμαι ποιες και πότε, και από σποραδικά διαβάσματα, δηλαδή προσεγγίσεις τυχαίες και αμεθόδευτες. Ωστόσο έχω συγκρατήσει μια κάποια εντύπωση από της παραστατικές περιγραφές που κάνει ο Καζαντζάκης μεταφέροντας τους μύθους των έργων και τις εντυπώσεις των παραστάσεων και τις τεχνικές των ηθοποιών. Ομολογώ επίσης πως οι εντυπώσεις μου για την ελληνοκινέζικη σύνθεση που παρακολούθησα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού, στηρίζονται στις παραστάσεις του τελευταίου διαστήματος που κάποιοι βασικοί Κινέζοι ηθοποιοί είχαν αποχωρήσει και είχαν αντικατασταθεί από δικούς μας. Ωστόσο έργο, διασκευή και σκηνοθεσία, μουσική, σκηνογραφία και κοστούμια ήταν κινέζικης αντίληψης και κάποιοι Κινέζοι που διατηρήθηκαν στη διανομή κι έτσι μας επιτρέπεται να θεωρούμε την άποψή μας εδραιωμένη επαρκώς. Μ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να πούμε πως το ταίριασμα πέτυχε απόλυτα. Η παράσταση δεν έδειξε πουθενά να αντιδρά στο μόσχευμα αλλά σε κανένα σημείο η συγκόλληση δεν κατόρθωσε να συγκαλύψει τις διαφορές. Δεν ήταν ούτε μια ελληνική παράσταση που αφομοίωσε ένα ξένο έργο, ούτε μια κινέζικη παράσταση που προσπαθούσε να γίνει αποδεκτή από έναν ξένο θεατή, ούτε μια ελληνοκινέζικη παράσταση που η μια παράδοση συγχωνευόταν αρμονικά μέσα στην άλλη.



Οι διαφορές ήταν φανερές και απολύτως αισθητές κυρίως με κείνους τους ξαφνικούς εκρηκτικούς εκκωφαντικούς ήχους που σε ανατίναζαν κανονικά. Οι δικοί μας με τις φιλότιμες καλλιτεχνικές τους προσπάθειες έδειχναν πως με αυταπάρνηση υποστήριζαν μια μασκαράτα. Η σκηνοθεσία και οι υποκριτικές υποδείξεις περιορίστηκαν σε σχήματα και σχηματισμούς, κανένα συναίσθημα και κανένα δέος, τίποτα το τελετουργικά ριγιλόν, παρ’ ότι οι ηθοποιοί μας έδειξαν ξεκάθαρα πως ξόδευαν το πάθος τους και κάθε υποκριτική τους ικανότητα για να δώσουν κάποια διάσταση στους καρτουνίστικους ρόλους τους. Η διαφορά ωστόσο φάνηκε ξεκάθαρα με την εμφάνιση της κινέζας με την χαρακτηριστική τεχνική του τόπου της που έδειξε απροκάλυπτα τις διαφορές με κάθε δική μας ατελέσφορη προσπάθεια να βρεθούμε κοντά σε μια ολότελα διαφορετική παράδοση. Αν υποτεθεί πως και τα έργα του ελληνικού αρχαίου θεάτρου όταν παρασταίνονταν συγγένευαν με την τοτεμική αυτή φόρμα, οι δυτικές επιρροές μας και οι αναβιωτικές αντιλήψεις του 18ου απομάκρυναν το θέατρο πολύ από αυτή την τελετουργική αντίληψη.




Είναι απολύτως βέβαιο πως στα επόμενα χρόνια θα βρισκόμαστε όλο και πιο συχνά μπροστά σε πολλές παρόμοιες απόπειρες που άλλοτε θα δίνουν αισιόδοξα υβρίδια ενός νέου γένους, μιας καλομιξαρισμένης σκηνικής αισθητικής, όπως αυτό που παρακολουθήσαμε κι άλλοτε τερατικές μεταλλάξεις φραγκενσταϊνικού τύπου που θα τις επιχειρούν για καταναλωτικούς σκοπούς επιτήδειοι επιχειρηματίες για την προσέλκυση κοινού ελληνοκινεζικής σύνθεσης η μάλλον κινεζοελληνικής μιας και η ποσοστική υπεροχή των ασιατών μετοίκων προβλέπεται στα μέγιστα μέτρα. Και επειδή ο υπογραφόμενος θεωρεί πως η παράσταση του «Ορφανού Τζάο» από το Εθνικό μας θέατρο βρίσκεται στην αφετηρία πολλών άλλων παραδίδω τα ονόματα των Ελλήνων ηθοποιών και των Κινέζων συναδέλφων τους όπως τα αντιγράφω από τα ηλεκτρονικά σάιτ επειδή την παληά καλή συνήθεια του Εθνικού να συνοδεύεται η πρόσκληση του κριτικού και από ένα πρόγραμμα έχει εγκαταλειφθεί και ο κριτικός αμελεί να το ζητήσει περιοριζόμαστε σε όσα μας δίνει το κύκλωμα των μέσων. Λοιπόν : Τσεν Γου (Ορφανός Τζάο), Θανάσης Ακοκκαλίδης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Γιώργος Ζυγούρης, Σταύρος Καραγιάννης, Γιασεμή Κηλαϊδόνη. Ελίζα Κουνάδη, Λήδα Διδασκάλου, Δαυίδ Μαλτέζε, Στρατής Πανούριος, Δήμητρα Χριστοπούλου, Τζίνη Παπαδοπούλου, Τάσος Πυργιέρης και ο Θανάσης Σαράντος. Σκηνοθέτης ο Ουάν Σιαογίν. Δεν ξεχωρίζω κανέναν καλύπτοντας όλους με την γενική αναφορά πως δώσανε ζωή και σφρίγος σ’ ένα απλοϊκό ασιατικό παραμυθόδραμα.

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: