Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Ευλογημένες υποκριτικές ικανότητες


Ευγένιου Ο’ Νήλ : Φεγγάρι για καταραμένους

Θέατρο Πορεία – Ομάδα Zero Grafity





Έργο μικρής δραματικής αξίας, άτονο και αδρανές, μάταια αγωνίζεται η πέννα του συγγραφέα να ανασηκώσει εντάσεις και αισθήματα από μια ιστορία που κυριολεκτικά σέρνεται. Τα πάθη μόλις που διαφαίνονται στις φωλιές τους και μόλις που κατορθώνουν να ξεμυτίσουν πολύ περισσότερο να ανορθωθούν και να ξεσπάσουν. Η πλοκή μοιάζει σαν ένα σχεδίασμα που σημειώνεται προσωρινά μέχρι ο συγγραφέας να δεηθεί να το σκαλίσει βαθύτερα. Ως εκ τούτου η εποχή και τα χαρακτηριστικά της, τα ήθη του καιρού που το έργο διαδραματίζεται, οι άνθρωποι, τα πάθη που τους κινούν και τους κάνουν να συγκρούονται, να έλκονται και να απωθούνται είναι αχνά και άτεχνα σχεδιασμένα, δεν πείθουν. 
 Αλλά γιατί να επαναλαμβάνομαι αγαπητέ μου αναγνώστη αφού πριν από είκοσι χρόνια ακριβώς, στην κριτική μου για το ίδιο έργο που είχε ανεβάσει ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» είχα γράψει ακριβώς τα ίδια με άλλα λόγια : («Ραδιοτηλεόραση» 24 – 30 Ιανουαρίου 1998) «… έχουμε δει στο θέατρο και στον κινηματογράφο άπειρα ρουστίκ δράματα της φάρμας, τύπου «κάντρι» με ποικίλες υποθέσεις, συγκρούσεις και χαρακτήρες.. Τα θεατροποιημένα του Στάινμπεκ, τα από γεννησιμιού τους θεατρικά του Κάλντγουελ, του Μόργκαν, του Σάρογιαν, του Φόκνερ ως τα νεώτερα του Σέπαρντ και φυσικά τα πολλά τα αμέτρητα σχετικά σενάρια του σινεμά, κανένα νομίζω απ’ όλα αυτά δεν είναι τόσο ασήμαντο δραματικά και φτηνό και ανούσιο όσο το «Φεγγάρι για τους καταραμένους» του Ο Νιλ που είδαμε στο «Απλό θέατρο». Ένα διογκωμένο επεισόδιο, καλό ίσως για να χωρέσει μέσα σε μια ευρύτερη υπόθεση ενός έργου, περιπτωσιακοί χαρακτήρες κατάλληλοι για παραγέμισμα και φόντο, αυτό είναι το έργο που μας απασχολεί εδώ. Μια κοπέλα δύστροπη και επιθετική, που καλλιεργεί την εντύπωση της εύκολης ενώ είναι το αντίθετο, ζει με τον μέθυσο και επίσης καβγατζή πατέρα της σ’ ένα νοικιασμένο αγρόκτημα. Ιδιοκτήτης είναι ένας, επίσης μέθυσος που έχει ζήσει στο Σικάγο, νοσταλγεί τα μπαρ και τις κοινές γυναίκες και σχεδιάζει να επιστρέψει εκεί. Πατέρας και κόρη καταστρώνουν το δικό τους σχέδιο. Να μεθύσουν τον ιδιοκτήτη, να το παρασύρει εκείνη στο κρεβάτι και με την απειλή σκανδάλου να εκβιάσουν έναν γάμο. (…) Γίνεται το «στήσιμο» και έρχεται τελικά το θήραμα αλλά η συνάντηση μετατρέπεται σε εξομολογητική. Ο μεθυσμένος ιδιοκτήτης μιλάει για τα δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, αποκαλύπτει την τρυφερή του ψυχή και τα αγνά αισθήματα που του ξύπνησε η κοπέλα και «σουρωμένος» πάντα της αποκαλύπτει πως έχει καταλάβει το παιχνίδι της.



Ποιο είναι το παιχνίδι; Πως αυτή κάνει την τάχα ξεβγαλμένη ενώ στην πραγματικότητα δεν έχει πάει με κανέναν απ’ τους άνδρες που η ίδια και ο πατέρας της διαδίδουν. Στη συνέχεια τον παίρνει ο ύπνος στην αγκαλιά της κοπέλας. Αυτή μένει εκεί στη βεράντα ακίνητη όλη τη νύχτα για να μην τον ξυπνήσει. Το πρωί καταφθάνει και ο πατέρας που δεν πήρε μέρος στο σχέδιο γιατί τον είχε πάρει ο ύπνος στην αποθήκη, μεθυσμένος καθώς ήταν. Ο ιδιοκτήτης τους καθησυχάζει λέγοντας τους πως δεν θα πουλήσει το κτήμα στο γείτονα, τους αποχαιρετάει και φεύγει για την πόλη. Ακόμα και αν το έργο απευθυνόταν σε κοινό άλλης εποχής απολύτως στερημένο, οι θεατές θα το έβρισκαν τραβηγμένο, οπωσδήποτε αδιάφορο και βαρέως πληκτικό. Πόσο μάλλον που ο εγκέφαλος του σημερινού θεατή έχει κατακλυσθεί από υποθέσεις πολύ πιο καλοστεκούμενες, πολύπλοκες, ήρωες με ψυχολογίες σύνθετες, ψαγμένες, και αιτιολογημένες και σχέσεις και αντιδράσεις αναλυμένες σ’ όλες τις εκδοχές τους…»


Επανέρχομαι στην πρόσφατη εμπειρία μου απ’ το ίδιο έργο. Τα αυτά και χειρότερα. Η τωρινή μετάφραση του Θοδωρή Τσαπακίδη αφυδάτωσε θεατρικά ακόμα πιο πολύ το κείμενο του Ο Νήλ και κυριολεκτικά το στέγνωσε εκσυγχρονίζοντας το μόνο όσον αφορά εκφράσεις αγοραίες. Η σκηνοθεσία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου δεν ασχολήθηκε να δημιουργήσει μια περιβάλλουσα ατμόσφαιρα φάρμας, αγνόησε τις αδυναμίες του έργου, τις ασύμμετρες και αψυχολόγητες διάρκειες και νομίζοντας πως τις εξουδετερώνει πρόσθεσε διαρκείς και αναίτιες μετακινήσεις βαρελιών, συχνά βρεξίματα πλυσίματα στην ποτίστρα των ζώων και άλλα άσκοπα δηλωτικά της αμηχανίας της. Η σκηνοθετική αδυναμία ωστόσο φάνηκε πιο πολύ στο δεύτερο μισό του έργου, στη προβληματική σκηνή του φεγγαρόφωτου, σκηνή τόσο στατική, φλύαρη, ανενεργή, που απαιτεί ανατροπές στο στήσιμο και στην εν γένει διεξαγωγή της για να γλυτώσει τον θεατή από τρία τέταρτα καθήλωσης. Ακατανόητες επίσης παραμένουν οι δυο σκηνές με τα γουρούνια, η πρώτη με το σφάξιμο και η δεύτερη με την λαμέ φούστα. Πίεσα τον νου μου και επιστράτευσα όλους τους αποσημειωτικούς κώδικές και ομολογώ πως πουθενά δεν κατέληξα.



Δυο πολύ καλοί ηθοποιοί, ερμηνευτές της πρώτης σειράς, κυρίως αυτοί, η Ιωάννα Παππά και ο Γιάννης Νταλιάνης σηκώνουν το βάρος μιας δίωρης παράστασης ισοφαρίζοντας τις εγγενείς αδυναμίες του έργου, μια μάλλον φάλτσα μετάφραση και μια σκηνοθεσία που ζητούσε απεγνωσμένα να υπάρξει με περιττά και ακατανόητα ευρήματα. Οι ηθοποιοί! Αυτοί έβαλαν την ευλογημένη υποκριτική τους ικανότητα, τον εκφραστικό τους πλούτο, την κίνηση και τους ρυθμούς και σήκωσαν ένα έργο αναμφισβήτητα ξεπερασμένο και αδύνατο με ένα τίτλο που ομολογεί την απογοήτευση του συγγραφέα να βρει και ο ίδιος κάποια, οποιαδήποτε δραματική αξία, σημασία η έννοια στο δημιούργημα του. Τι θέλει να πει ο τίτλος «Φεγγάρι για καταραμένους»; 

Επιστρέφω στους ηθοποιούς. Χωρίς την Ιωάννα Παππά , τον Γιάννη Νταλιάνη και τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη ούτε έργο θα υπήρχε ούτε παράσταση. Το σκηνικό και τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού δεν επιδέχονται σχόλια. Ιδίως του ιππέα (!). Δεν πρέπει να παραλείψουμε την συμμετοχή δυο ακόμα ηθοποιών του Γιάννη Κοτίδη και Νίκου Γκελαμέρη που ο συγγραφέας δεν τους έδωσε το περιθώριο να δείξουν τι αξίζουν, δίνει όμως σε εμάς την δυνατότητα να εμπεδώσουμε την ανεπάρκεια του έργου. Σε ποιο άλλο έργο ποιος ένας συγγραφέας γράφει δυο ρόλους που ο ένας εμφανίζεται μισό λεπτό στην αρχή και μετά εξαφανίζεται και ο άλλος τρία μόνο λεπτά στο πρώτο μέρος του έργου;

Γιώργος Χατζηδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: